Ο θόρυβος κάποιας μηχανής είχε ξεσηκώσει τα σπίτια που βρισκόντουσαν δίπλα απ’ την περιφεριακή οδό της πόλης. Χάθηκε μέσα στην νύχτα τόσο απότομα, όσο εμφανίστηκε. Έστριψε ο Βασίλης σ’ ένα παράδρομο, πέρασε τις γραμμές του τραίνου και κατευθύνθηκε στην παλιά του γειτονιά. Είχε δώσει ένα ραντεβού και δεν τον έπαιρνε να αργήσει. Παράτησε την μηχανή στο πάρκο για να μη δώσει στόχο και το έκοψε με τα πόδια για τον προορισμό του. Παρατήρησε το φως στο δωμάτιο του στον πρώτο όροφο του νεοκλασικού. «Που τ’ άφησε το αυτοκίνητο;» αναρωτήθηκε καθώς κοίταζε τριγύρω. Βεβαιώθηκε ότι δεν κυκλοφορούσε ψυχή στο δρόμο, πριν ανοίξει βιαστικά την αυλόπορτα και χωθεί στον κήπο. Χτύπησε το κουδούνι και περίμενε καρτερικά να του ανοίξουν.
Τον βούτηξε από το μπουφάν η Μελίνα και τον έχωσε μέσα στο σπίτι. «Δε στη χαρίζω, απόψε, μπέμπα» της ψιθύρισε ο Βασίλης πριν την φιλήσει.
«Μου έλειψες, μπέμπη» του απάντησε, λίγα λεπτά αργότερα, δαγκώνοντας τα χείλη της.
«Δεν πιστεύω να κάνει κανένα ντου ο Λάμπρος και να ψαχνόμαστε;» ρώτησε ταραγμένα εκείνος.
«Αποκλείεται».
«Ροζ δωμάτιο, όπως παλιά;»
«Όπως παλιά, καλέ μου».
Είχε καρφώσει την ματιά του στην κάφτρα του τσιγάρου του. «Κάποτε, πριν χρόνια, είχα πει στον εαυτό μου, «Godspeed». Είχα προσπαθήσει να διώξω το κομμάτι που ήταν φανατικά προσκολλημένο σε ιδανικά· σ’ ένα κόσμο που δεν έχει καμία αξία. Τρεις φορές το είπα στην ζωή μου. Μία μ’ εσένα, μία με την Χριστίνα και μία με την Ναταλία. Απόψε δεν έχω σκοπό να το ξαναπώ» μουρμούρισε ο Βασίλης αφηρημένα, καθώς το κεφάλι του ήταν γεμάτο με εικόνες από άλλες εποχές.
«Σ’ αγαπάω» του ψιθύρισε η Μελίνα, που ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι και τον χάζευε.
«Σε λατρεύω».
«Εγώ περισσότερο».
«Ναι, το ξέρω. Εγώ έχω πολύ δρόμο να κάνω, μέχρι να καταφέρω να το πω. Πρέπει πρώτα να μάθω να αγαπάω τον φευγάτο…»
«Το τατουάζ αυτό…» τον διέκοψε η Μελίνα, μα άφησε την πρότασή της μισή.
«Τον ιστό; Χθες τον έκανα, λίγο πριν φύγω. Υπάρχει σχέδιο» σχολίασε κρυπτικά εκείνος.
«Και την πριγκίπισσα;»
«Την έχω χρόνια. Την έκανα όταν συνειδητοποίησα ότι, αργά ή γρήγορα, θα επέστρεφα εδώ. Σ’ αυτό το δωμάτιο με εσένα δίπλα μου, χωρίς τα ψεγάδια του παρελθόντος μας».
«Πόσο είναι η μικρή τώρα, Βασίλη;»
«Κοντεύει τα δέκα. Τον Γενάρη κλείνει τα δέκα».
«Αυτό… Μ’ αυτό, τι θα κάνουμε;»
«Με το παιδί; Που ξέρω ρε μπέμπα; Που ξέρω…»
«Έχουμε καιρό;»
«Όχι. Το πρωί θα πέσει σύρμα. Μαύρισε η καλή καρδιά του φευγάτου. Αυτή τη φορά δεν θα με νοιάξει ποιον θα πάρει ο χάρος για να είναι καλά η κόρη μου και να είσαι καλά εσύ. Σβάρνα θα τους πάρω, Μελίνα. Σβάρνα. Δεν θα μείνει τίποτα όρθιο. Νισάφι. Κουράστηκα» της απάντησε προτού σβήσει το τσιγάρο. Πήγε και κάθισε δίπλα της. Της έπιασε το χέρι. Του χαμογέλασε. «Πριν την καταιγίδα, λένε…»
«Άσ’ τους να λένε» την διέκοψε ο Βασίλης.
«Θέλω κι άλλο».
«Δεν θα προλάβω να σε χορτάσω απόψε».
«Έχουμε όλη την ζωή μπροστά μας».
«Όντως. Ξεκινάει η αντίστροφη μέτρηση, μπέμπα».
«Πήγε πέντε. Σε μισή ώρα πρέπει να έχουμε φύγει. Τελείωνε!»
Στις έξι και πέντε, το σπίτι ήταν τακτοποιημένο κι εκείνοι, άφαντοι. Ένα τέταρτο αργότερα, ο Βασίλης μπήκε στο σπίτι του και πέταξε τα κλειδιά του πάνω στο τραπέζι του σαλονιού. Δύο άτομα του είχαν λείψει και το ένα το είχε ήδη δει. «Είναι νωρίς» μουρμούρισε, πηγαίνοντας προς την κρεβατοκάμαρα. Άνοιξε αθόρυβα την πόρτα και κοίταξε μέσα. Η Ναταλία κοιμόταν, κρατώντας στην αγκαλιά της ένα μαξιλάρι. Πήγε και κάθισε δίπλα της. «Καλημέρα» της ψιθύρισε κι εκείνη άνοιξε απότομα τα μάτια της. Πετάχτηκε πάνω και τον αγκάλιασε.
«Είναι πολύ αργά για συγγνώμες, Ναταλία» της είπε ήρεμα.
«Δεν μπορούμε να…» μουρμούρισε νυσταγμένα, πριν πέσει το βλέμμα της στο φρεσκοσκαλισμένο τατουάζ του. Της έκανε εντύπωση εκείνο το παράξενο σχέδιο που έμοιαζε με ιστό αράχνης, που ήταν μαυρόασπρο κι είχε πιτσιλιές από βαθύ μοβ. «Αυτό… Δεν έχει αράχνη αυτό;» ρώτησε η Ναταλία.
«Η αράχνη είναι κάπου αλλού, όχι πάνω μου» της απάντησε κρυπτικά.
«Το ξέρεις ότι δεν μπορείς να παραιτείσαι από την δουλειά, να σηκώνεσαι να φεύγεις, να εξαφανίζεσαι, να μιλάς μόνο με το παιδί και δέκα μέρες αργότερα, να εμφανίζεσαι από το πουθενά;»
«Πώς θα αντιδρούσες αν σου έλεγα, κάποτε, τότε που διάβαζες, ότι είσαι μια τελειωμένη πουτάνα που είμαι αναγκασμένος να ταΐζω, μόνο και μόνο επειδή έχουμε μαζί ένα παιδί; Γιατί, Ναταλία, αυτό ήσουν για πολλά χρόνια. Το τελευταίο πράγμα που μου είπες πριν φύγω, ήταν πως είμαι ένας αποτυχημένος συγγραφέας που έχεις βαρεθεί να συντηρείς. Ξεχνάς, Ναταλία…»
«Συγ-»
«Ούτε καν, κούκλα μου. Ούτε καν. Θέλω διαζύγιο και την κηδεμονία της Νίνας. Έχεις διορία να το σκεφτείς μέχρι τα μεσάνυχτα».
«Δεν μπορούμε να τα ξαναβρούμε;»
«Όχι».
«Γιατί;»
«Το ξέρεις πλέον το γιατί».
«Με απειλείς;»
«Ο φευγάτος δεν απειλεί ποτέ. Προειδοποιεί».
«Φευγάτε, αυτά, εκεί που σε παίρνει. Στην γκομενίτσα σου, φερ’ ειπείν».
Άλλαξε απότομα το γαλήνιο ύφος του. Άναψε τσιγάρο. Του το βούτηξε απ’ το στόμα η Ναταλία. Την στραβοκοίταξε. Τον χαστούκισε. «Μάλιστα…» μονολόγησε ο Βασίλης, χαμογελώντας, πριν σηκωθεί απ’ το κρεβάτι και σταθεί δίπλα απ’ την μπαλκονόπορτα.
«Πήγα στο Σαράγεβο για να πάρω πίσω μία ευχή. Μια ευχή που έδωσα, κάποτε, στον Βασίλη. Βλέπεις, ο Βασίλης, ήταν και παραμένει ένα μικρό και πληγωμένο παιδί, σαν κι εσένα. Όμως, αυτό που αρνείσαι να καταλάβεις εδώ και δώδεκα χρόνια, είναι ότι τα έχεις βάλει με τον λάθος άνθρωπο, Ναταλία. Συνθηκολογείς, ή να τα γαμήσω όλα;» της είπε με αδιάφορο ύφος, χαμογελώντας μυστήρια, ενώ κοίταζε τα σύννεφα που άρχιζαν να βάφονται απ’ τα μυριάδες χρώματα της χαραυγής.
«Θες να ανοίξουμε πόλεμο;» τον ρώτησε νευριασμένα η Ναταλία.
«Θέλω άραγε;» αναρωτήθηκε χαμογελώντας.
«Θα σου πάρω το παιδί, Βασίλη. Μόνο αυτό σε πονάει».
«Ρώτα καλή μου. Ρώτα. Ρώτα τον κύριο Ζορμπά να σου πει τι γίνεται όταν μαυρίζει η καλή καρδιά του φευγάτου. Ρώτα τον κύριο Μπρούσαλη να σου πει τι έγινε την τελευταία φορά που με απείλησε κάποιος. Ρώτα τον κουμπάρο μας. Ρώτα τον κύριο Λαμπρόπουλο να σου πει πώς καταστρέφεις έναν άνθρωπο. Ξέρει αυτός. Ρώτα» συνέχισε με γαλήνιο ύφος ο Βασίλης.
«Τι;» σάστισε εκείνη.
«Έπαιξες κι έχασες».
«Δεν θα χάσω, ακόμη κι αν χρειαστεί να σε σκοτώσω».
«Be my guest. Σου είπα τι θέλω. Άνοιξα τα χαρτιά μου. Your move» σχολίασε εκείνος πριν βγει από το δωμάτιο. Πήγε κι έφτιαξε καφέ. Κάθισε στον υπολογιστή του και άρχισε να διαβάζει τις ειδήσεις, έχοντας το ένα μάτι καρφωμένο στο ρολόι. Είχε να ξυπνήσει την μικρή του και να την ετοιμάσει για το σχολείο.
Όταν τον είδε η Νίνα να κάθεται και να χαζεύει μπροστά από τον υπολογιστή του, έτρεξε πάνω του και τον αγκάλιασε. «Καλημέρα, μικρή πριγκίπισσα» της είπε χαμογελαστά ο Βασίλης.
«Καλημέρα» του απάντησε ενώ χασμουριόταν.
«Πέρασες καλά όσο έλειπα».
«Καλά…»
«Ακούω νέα».
«Ε… Τίποτα. Αφού τα λέγαμε από το τηλέφωνο».
Την κοίταξε πάνω απ’ τα γυαλιά του, εξιχνιαστικά. «Όλα καλά;» την ρώτησε με σοβαρό ύφος.
«Είπες ότι θα με κάνεις βόλτα με την μηχανή όταν γυρίσεις» του παραπονέθηκε η μικρή.
«Ρε μαφιοζάκι! Έχεις να δεις τον μπαμπά δέκα μέρες και το μόνο που σε νοιάζει είναι η βόλτα;» της είπε ο Βασίλης πριν αρχίσει να την γαργαλάει.
«Άσε με!» του φώναξε παιχνιδιάρικα η Νίνα.
«Πάμε να φάμε και θα σε πάω βόλτα».
«Αλήθεια;»
«Έδωσα τον λόγο μου, δεν τον έδωσα;»
Έφαγαν κι έπειτα την πέταξε στο σχολείο ο Βασίλης. Γύρισε σπίτι κι άρχισε να μαζεύει πράγματα. Τον κοίταζε με απορία η Ναταλία. Τον ρώτησε τι είχε σκοπό να κάνει, μα δεν πήρε απάντηση. Προσπάθησε να του πιάσει κουβέντα, αλλά εκείνος συνέχισε να την αγνοεί επιδεικτικά. Είχε αλλάξει κάτι πάνω του, κάτι που δεν μπορούσε να προσδιορίσει, αλλά το έβλεπε μπροστά της. Εκείνος ο άνθρωπος, που μάζευε κειμήλια, δεν ήταν ο Βασίλης. Ήταν σίγουρα κάποιος άλλος. Του το είπε. Έβαλε τα γέλια ο Βασίλης. «Η μάνα του φευγάτου δεν έκλαψε ποτέ κι αυτό συνέβη γιατί δεν νοιάστηκε ή, ίσως, επειδή έδειξε πως δεν νοιάζεται. Όταν, Ναταλία μου, κάποιος δεν μας δείχνει ότι νοιάζεται για εμάς, μπορούμε άφοβα να συμπεράνουμε ότι όντως δεν νοιάζεται. Βλέπεις, ο κάθε ένας από εμάς, γεννιέται, ζει και πεθαίνει μόνος, άσχετα με το αν αποζητάει την συντροφιά των υπολοίπων σ’ αυτό το πέρασμά του από την ζωή. Σου είχα πει, κάποτε, ότι φευγάτος είναι αυτός που έχει ήδη φύγει. Από σήμερα, ο φευγάτος, επιστρέφει».
«Δεν κατάλαβα τίποτα…» δήλωσε σαστισμένα η Ναταλία.
«Δεν χρειάζεται να καταλάβεις κάτι. Πρέπει απλώς να συνειδητοποιήσεις πώς το τέλος ήρθε και ότι θα περάσει. Όλα περνάνε» της απάντησε πρόσχαρα.
«Δεν θα χωρίσουμε!» του φώναξε.
«Δεν ζήτησα την συγκατάθεσή σου. Ούτε είναι κάποια επιθυμία μου. Είναι απαίτηση. Συνθηκολογείς, Ναταλία; Είναι η δεύτερη φορά που το ρωτάω. Με ξέρεις και ξέρεις ότι δίνω ευκαιρίες».
«Όχι!»
«Fine by me…» μουρμούρισε αδιάφορα πριν ψαρέψει το κινητό από την τσέπη του. Απόμεινε να το κοιτάζει για μερικές στιγμές, ενώ προσπαθούσε να αποφασίσει αν θα έδινε μια τρίτη και τελευταία ευκαιρία στην Ναταλία. Έπνιξε έναν αναστεναγμό, καθώς αποφαινόταν ότι δεν είχε νόημα να τρενάρει μια κατάσταση που είχε ήδη ξεφύγει από τον έλεγχο του. Έκανε το τηλεφώνημα. Ήταν λιτός με τον συνομιλητή του, όπως ήταν πάντοτε σε τέτοιες καταστάσεις. «Τώρα» είπε πριν το κλείσει βιαστικά κι η φωνή του ταξίδεψε πάνω από βουνά, ποτάμια και πεδιάδες, παρέα με τις φωνές χιλιάδων ανθρώπων που έψαχναν να βρουν τον προορισμό τους. Έγινε σήμα κι ύστερα κύμα για να μεταφερθεί από κεραίες και καλώδια, ώσπου να φτάσει στο Σαράγεβο.
«Επιτέλους!» αναφώνησε η Νίνα. Ένα μοχθηρό χαμόγελο είχε σχηματιστεί στο πρόσωπό της. Κοίταξε την μικρή αράχνη που ‘χε σκαλίσει στον παράμεσο του δεξιού χεριού. Ήταν ακόμη φρέσκια η πληγή και την έτρωγε. Ήταν εφτά και μισή το πρωί και είχε άπλετο χρόνο στην διάθεσή της, πριν πιάσει δουλειά. Μάζεψε βιαστικά τους φακέλους που της είχε αφήσει ο Βασίλης, φόρεσε τα καλά της και έκλεισε την πόρτα του σπιτιού, γελώντας. Κατέβηκε στον παγωμένο δρόμο και σχημάτισε νοερά το δρομολόγιό της. Κούνησε μερικές φορές το κεφάλι της, προσπαθώντας να πετάξει από ‘κει τους τελευταίους της ενδοιασμούς. Της είχε πει, ότι θα πλήρωνε όποιος του χρωστούσε, μ’ οποιοδήποτε τρόπο, οποιοδήποτε τίμημα κι αυτό το φοβόταν αρκετά.
Έπρεπε να συναντήσει κόσμο που ήξερε εξ’ ακοής, άτομα τα οποία χρωστούσαν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στον φευγάτο, για να πληρώσει το δικό της χρέος. Η πρώτη στάση θα ήταν η ευκολότερη. Θα γνώριζε, ύστερα από πολλά χρόνια, την κουμπάρα του Βασίλη. Πήγε στο σπίτι της και της άνοιξε μια πιτσιρίκα που δεν θα ‘ταν πάνω από δώδεκα χρονών. «Η μαμά σου;» ρώτησε γαλήνια, το κορίτσι που την κοίταζε με δέος.
Βγήκε στην πόρτα η Μαρία και παρατήρησε την Νίνα με ύποπτο ύφος. Κάτι της έλεγε ότι την είχε γνωρίσει. Της ήταν πάρα πολύ γνωστή εκείνη η φυσιογνωμία. Της μίλησε στα Βοσνιακά. Χαμογέλασε η Νίνα. «Δυστυχώς, είμαι επιφορτισμένη με το καθήκον να σας παραδώσω αυτό εκ μέρους του φευγάτου, ο οποίος, για σοβαρούς οικογενειακούς λόγους, δεν μπόρεσε να σας τον φέρει αυτοπροσώπως» απάντησε εκείνη, με άπταιστη προφορά, έχοντας προβάρει μυριάδες φορές εκείνη την πρόταση.
«Περί τίνος πρόκειται;»
«Δε γνωρίζω» είπε κοφτά η Νίνα πριν γυρίσει για να φύγει.
«Σταθείτε!» φώναξε η Μαρία. «Γνωριζόμαστε;» συνέχισε.
«Δε νομίζω» της απάντησε η Νίνα, χωρίς να την κοιτάξει, χωρίς να επιβραδύνει το βήμα της, χωρίς να δώσει περισσότερη σημασία. Έπρεπε να εκτελέσει κατά γράμμα τις οδηγίες του Βασίλη για να εξελιχθεί ομαλά αυτό που είχε χτίσει με το μυαλό του. Δεν έπρεπε να μάθει κανείς την ταυτότητά της. Ίσως, μόνο, αν η ίδια το επέλεγε, να αποκάλυπτε το ποια ήταν, όταν έφτανε στο τέλος.
Δείλιασε η Νίνα κι έριξε τον τελευταίο φάκελο κάτω απ’ την πόρτα του τελευταίου διαμερίσματος. Δεν ήθελε να ξύσει πληγές, ούτε ήθελε να αναβιώσει μίση κι έχθρες από το παρελθόν, πριν να έρθει πραγματικά η ώρα να το κάνει. Έστειλε ένα μήνυμα στον Βασίλη κι εκείνος, λαμβάνοντάς το, γέμισε μια κούπα καφέ κι έκατσε στο τραπέζι της κουζίνας, χαμογελώντας. Είχε πιάσει ψιχάλα. Φώναζε η Ναταλία κι ωρυόταν, μα δεν της έδινε καμία σημασία.
«Ήταν Νοέμβρης…», μονολόγησε ο Βασίλης, ανάβοντας τσιγάρο, «… χίλια εννιακόσια ενενήντα τρία. Θα ‘μασταν δεκατρία τότε. Εγώ εδώ, εσύ στον πόλεμο. Εσύ τα ζούσες δίπλα σου, εγώ μέσα απ’ την τηλεόραση. Σου ‘χα πει ποτέ ότι ήθελα να ‘ρθω να πολεμήσω με τους Βόσνιους, κι ας ήμουν τότε χριστιανός, κι ας άκουγα για τα ορθόδοξα αδέρφια μας;»
«Ανακάτεψες όλο τον κόσμο…» ούρλιαξε η Ναταλία, μα ο Βασίλης δεν πτοήθηκε, ούτε άλλαξε τις σκέψεις του. «Κάποτε· ίσως τότε, ίσως και νωρίτερα, δεν ξέρω πια, πέρασε καιρός, πέρασαν πολλά· ήμουν εκείνος που φοβόταν. Ο δειλός. Ύστερα έγινα φευγάτος. Έφτιαξα μια περσόνα για να κουβαλάει το δικό μου, δυσβάσταχτο, χαμόγελο. Μικρός ήταν ο κόσμος μου, ακόμη μικρότερη η δική μου, η πραγματικά δική μου και προσωπική, γωνιά του κόσμου…»
«Ακούς που σου μιλάω;»
«… άνθρωπος της λεπτομέρειας που δεν άφησε καμιά κουβέντα να πέσει κάτω. Ο άνθρωπος που φοβόταν τον εαυτό του. Εκείνος που τα κατάφερνε γιατί μόνο αυτό έμαθε να κάνει στην ζωή του. Να τα καταφέρνει…»
«Βασίλη!»
Γύρισε και την κοίταξε χαμογελώντας. «Αυτό, καλή μου, είναι το πρώτο σκαλί σε μια σκάλα που θα πρέπει πια ν’ ανέβεις. Ξεκίνα ν’ ανεβαίνεις γολγοθά» της απάντησε ήρεμα.
«Γιατί;»
«Γιατί, Ναταλία, ήρθε η ώρα να αρχίσω να βαράω εγώ το ντέφι κι εσύ θα πρέπει να χορέψεις όσο χόρεψα αυτά τα χρόνια. Είναι η τελευταία φορά που σε ρωτάω. Συνθηκολογείς;» αγρίεψε εκείνος.
«Όχι!»
«Δεκτό. Ίσως να ήρθε η ώρα να μάθεις ποιον παντρεύτηκες. Εγώ, βλέπεις, το έμαθα πολύ καλά! Για ζήτα μου τα ρέστα τώρα και θα δεις τι έχει να γίνει» της απάντησε νευριασμένα πριν σηκωθεί από το τραπέζι. Έσβησε με μανία το τσιγάρο του, φόρεσε μπουφάν, πήρε το κράνος του και το κράνος της Νίνας κι έφυγε από το σπίτι. Κοίταξε βιαστικά το ρολόι του. Ήταν νωρίς. Περιπλανήθηκε άσκοπα μέσα στην πόλη για ώρες, πριν πάει να στηθεί έξω απ’ τα σχολείο για να πάρει την κόρη του.
«Έκπληξη;» της είπε γελώντας όταν την είδε να βγαίνει απ’ το προαύλιο και η μικρή καβάλησε γρήγορα την μηχανή. «Είσαι ο καλύτερος μπαμπάς του κόσμου» του είπε εκείνη κι ο Βασίλης έβαλε τα γέλια. «Είμαι ρε;» την ρώτησε.
«Ναι σου λέω! Ο καλύτερος!» του απάντησε χαρωπά η Νίνα. Ο Βασίλης έβαλε μπροστά και έφυγε για μια ακόμη βόλτα με την κόρη του, μόνο που δεν επέστρεψαν στο σπίτι. Βρέθηκαν σ’ ένα παλιό, συνοικιακό ταβερνάκι, στην γειτονιά που μεγάλωσε ο Βασίλης, εκεί όπου έζησε τις καλύτερες και τις χειρότερες στιγμές της ζωής του.
«Δεν θα πάμε σπίτι;» ρώτησε η Νίνα όταν ο Βασίλης της είπε να κατέβει απ’ την μηχανή. «Δεν μπορώ να βγάλω μια μέρα έξω την μικρή μου πριγκίπισσα;» της απάντησε χαμογελαστά.
«Αφού είπες ότι θα φτιάξεις παστίτσιο» παραπονέθηκε η Νίνα καθώς κατέβαινε από την μηχανή.
«Κάνε μου την χάρη ρε μαφιοζάκι. Εγώ σε πήγα βόλτες σήμερα» της απάντησε κι εκείνος με τον ίδιο παραπονεμένο τόνο. Η Νίνα έβαλε τα γέλια με την γκριμάτσα του και συμφώνησε μαζί του. Μπήκαν στην ταβέρνα, κάθισαν, παρήγγειλαν κι ο Βασίλης έστειλε ένα γρήγορο μήνυμα από το κινητό του. «Θα έρθει και μια κυρία να μας κάνει παρέα, δεν νομίζω να σε πειράζει;» ρώτησε την Νίνα που τον κοιτούσε παράξενα. «Κυρία;» τον ρώτησε με κοφτό και επιτακτικό τόνο.
«Δεν νομίζεις πως πρέπει να γνωρίσεις εκείνη την Μελίνα που μνημονεύει η μαμά, μέρα και νύχτα;» της απάντησε με σοβαρό ύφος και η μικρή σκάλωσε. «Μπαμπά;» έκανε φοβισμένα κι ο Βασίλης της χαμογέλασε. «Όχι, δεν απατάω την μαμά. Όσο κι αν αυτό πιστεύει η μαμά σου, δεν την απατάω» της απάντησε.
«Εντάξει» απάντησε ξεφυσώντας ανακουφισμένα η Νίνα.
Όταν ήρθε το φαγητό τους, ο Βασίλης το κοίταζε αδιάφορα, ενώ η Νίνα άρχισε να το τρώει βιαστικά. «Φάε ήρεμα, Νινάκι. Δεν θα σου το πάρει κανένας» της είπε γελώντας και η Νίνα τον κοίταξε με απορία. «Κι εσύ έτσι τρως» του αντέτεινε με γεμάτο το στόμα. Ο Βασίλης έγνεψε καταφατικά. «Δυστυχώς» μουρμούρισε. Γέμισε το ποτήρι του με κρασί και άρχισε να πίνει σιωπηλά. Η καρδιά του χτυπούσε παράξενα μιας και δεν ήξερε πως θα εξελισσόταν η συζήτηση της Νίνας με την Μελίνα. Ήταν όμως σίγουρος, για κάποιο λόγο που δεν μπορούσε να εξηγήσει στον εαυτό του, ότι θα τα πήγαιναν καλά.
«Έρχεται» είπε κάποια στιγμή ο Βασίλης, δείχνοντας προς το δρόμο, πριν κλείσει το μάτι στην κόρη του. Η Μελίνα προχωρούσε προς το μέρος τους βιαστικά και η Νίνα την παρατηρούσε από πάνω ως κάτω. Ήταν καστανή, γαλανομάτα, στο ύψος του Βασίλη, και σε αντίθεση με τον Βασίλη, που ήταν ντυμένος σαν πιτσιρικάς, ήταν ντυμένη επίσημα.
«Άργησα;» ρώτησε η Μελίνα καθώς τραβούσε μια καρέκλα για να καθίσει. «Όχι περισσότερο από μία στιγμή» της απάντησε χαμογελαστά ο Βασίλης κι έπειτα στράφηκε προς την Νίνα. «Την κόρη μου την έχεις γνωρίσει;» την ρώτησε κι εκείνη του έγνεψε αρνητικά.
«Ολόκληρη γυναίκα έγινες» σχολίασε η Μελίνα και η Νίνα της χαμογέλασε δειλά.
«Λέει κι ένα χάρηκα ο κόσμος» μάλωσε ο Βασίλης την κόρη του. Η Μελίνα γύρισε απότομα προς το μέρος του. «Άσε το κορίτσι να φάει!» του είπε μ’ εκείνο τον τρόπο που του μιλούσε κάποτε κι εκείνος αναστέναξε. «Η Μελίνα θα σας αφήσει για ένα λεπτό και θα επιστρέψει» τους είπε πριν σηκωθεί βιαστικά από το τραπέζι.
«Δεν είναι όσο άσχημη την περιγράφει η μαμά» μουρμούρισε η Νίνα όταν η Μελίνα είχε απομακρυνθεί αρκετά.
«Είπαμε, δεν απατάω την μαμά» της απάντησε ο Βασίλης κοφτά.
«Ένα σχόλιο έκανα».
«Δεν γινόταν να μην πάρεις κι αυτό το στοιχείο του χαρακτήρα μου…» μονολόγησε ο Βασίλης και γέλασε με την γκριμάτσα της κόρης του. Ήπιε το κρασί του κι έκανε νόημα στον σερβιτόρο να του φέρει ακόμη ένα, το οποίο ήρθε σχεδόν ταυτόχρονα με την Μελίνα.
Οι επόμενες δύο ώρες πέρασαν με τον Βασίλη να πίνει κρασί σιωπηλά και την Μελίνα να συζητάνε με την Νίνα σαν να ήταν φίλες. Η Νίνα απαντούσε στις στοχευμένες ερωτήσεις της Μελίνας με ειλικρίνεια κι ο Βασίλης σημείωνε στο πίσω μέρος του μυαλού του τα λόγια της κόρης του.
«Κρασί;» ρώτησε ο Βασίλης και η Μελίνα, που ήταν απορροφημένη με την συζήτηση, του απάντησε «ναι, μπέμπη, βάλε μου». Δαγκώθηκε όταν κατάλαβε τι ξεστόμισε. Ο Βασίλης προσπάθησε να μην δείξει τίποτα, έκανε τον αδιάφορο και της γέμισε το ποτήρι κοιτάζοντας την Νίνα. «Άμα το έπιασε αυτό, καήκαμε» σκέφτηκε, όμως εκείνη η φράση ακούστηκε τόσο φυσιολογική στην Νίνα, όσο φυσιολογικό ήταν κι αυτό που έβλεπε απέναντί της. Στα μάτια της ήταν τόσο δεμένη η εικόνα του πατέρα της με την Μελίνα που κάποια στιγμή πίστεψε αυτό που δεν πίστευε για πολλά χρόνια. Πως είχε μια οικογένεια.
«Τέσσερις» σκέφτηκε ο Βασίλης κοιτάζοντας το κινητό του. «Κορίτσια; Ωραία η συζήτηση αλλά έχουμε και δουλειές» σχολίασε και η Μελίνα γύρισε και τον αγριοκοίταξε. «Και η μικρή διάβασμα» συνέχισε εκείνος. Η Νίνα γύρισε θλιμμένα προς το μέρος του και τον παρακάλεσε να μείνουν, μα ο Βασίλης δεν της έκανε την χάρη. «Μπορείτε να τα πείτε όποτε θέλετε με την Μελίνα» της είπε, ενώ φώναζε τον σερβιτόρο.
«Ναι, Νινάκι, όποτε θέλεις, μου λες και το κανονίζουμε» την διαβεβαίωσε η Μελίνα για να ακούσει ένα απρόθυμο «καλά».
«Τι το ‘θελες αυτό το μπέμπη, ρε Μελίνα;» ρώτησε ο Βασίλης όταν η Νίνα έφυγε για την τουαλέτα. «Αν σου πω ότι μου έφυγε γιατί έτσι ένιωσα, θα με πιστέψεις;» τον ρώτησε κι εκείνη με την σειρά της κι ο Βασίλης έβαλε τα γέλια.
«Τι χρωστάω;» την ρώτησε μόνο και μόνο για να την δει να αγριεύει. «Πας καλά ρε;» του φώναξε.
«Πως την βλέπεις;»
«Όπως την βλέπεις κι εσύ. Της λείπει η μητρική φιγούρα και η στοργή. Περισσότερο όμως της λείπει ένα άτομο που να την καταλαβαίνει και να την ακούει. Απαράδεκτη η γυναίκα σου…»
«Για σφαλιάρες είναι» την διέκοψε ο Βασίλης.
«Μ’ αγαπάς ρε;» τον ρώτησε η Μελίνα.
«Μόνο σήμερα» της απάντησε ο Βασίλης.
«Και αύριο;» συνέχισε η Μελίνα εκείνο το παλιό παιχνίδι με τις λέξεις κι ο Βασίλης κοντοστάθηκε για μια στιγμή πριν απαντήσει. «Τι σου είπα το πρωί που το συζητήσαμε;» την ρώτησε κοφτά και η Μελίνα του χαμογέλασε πλατιά.
«Όπως είπαμε» είπε ο Βασίλης καθώς άφηνε λεφτά στο τραπέζι, μόλις επέστρεψε η κόρη του. «Φεύγουμε Νίνα» συνέχισε με κοφτό τόνο. Σηκώθηκε όρθιος και βγήκε από την ταβέρνα ενώ η Νίνα χαιρετούσε την Μελίνα.
«Μπλέξαμε» μονολόγησε ο Βασίλης ανεβαίνοντας στην μηχανή. Κοίταξε την Μελίνα με την Νίνα που έβγαιναν από την ταβέρνα και ακόμη συζητούσαν και γέλασε στον εαυτό του. «Μακάρι να υπάρχουν ελπίδες» σχολίασε άηχα κι έκανε νόημα στην Νίνα για να φύγουν. Ανέβηκε η μικρή στη μηχανή, φόρεσε το κράνος της και έγνεψε στην Μελίνα που απομακρυνόταν. «Κοίτα να δεις, έβγαλε ήλιο. Έλεγα πως θα βρέξει κι ότι θα ηρεμήσει το κεφάλι μου» σχολίασε ο Βασίλης καθώς έβαζε μπροστά την μηχανή.
«Γιατί δεν μείναμε κι άλλο;» του γκρίνιαξε η Νίνα.
«Γιατί, ματάκια μου, εγώ έχω δουλειές και εσύ διάβασμα».
«Ναι, αλλά, αφού η Μελίνα δεν δουλεύει το απόγευμα, μπορούσαμε να καθίσουμε κι άλλο και να τις κάνεις αργότερα τις δουλειές σου» συνέχισε εκείνη με παράπονο.
«Σου δίνω το λόγο μου ότι θα κανονίσω να βγούμε το Σάββατο που θα έχουμε όλοι χρόνο. Σύμφωνοι;»
«Καλά…»
«Ψιτ, μαφιοζάκι; Δεν περνάνε οι γαλιφιές σε εμένα και το ξέρεις».
«Εντάξει…» μουρμούρισε σκυθρωπά η Νίνα. Γύρισε προς το μέρος της ο Βασίλης. «Πάμε παραλία, παίρνουμε παγωτό, αράξουμε κανένα εικοσάλεπτο και μετά σπίτι. Σύμφωνοι;» την ρώτησε με σκανταλιάρικο τόνο.
«Μόνο άμα τρέχεις».
«Ρε γκαζοφονιά, δεν είχες μάνα να μοιάσεις;» ρώτησε ο Βασίλης και η Νίνα λύθηκε στα γέλια. Έβαλε ταχύτητα κι έφυγε για την παραλία. Έβαλε ταχύτητα κι έφυγαν για την παραλία. «Χαλάω εγώ χατίρια;» της είπε όταν έφτασαν και κατέβηκαν. Έκαναν την βόλτα τους και γύρισαν στο σπίτι. Έβαλε το κινητό στο αθόρυβο ο Βασίλης, για να μην τους ενοχλήσει τίποτα, και έπεσαν, μαζί, με τα μούτρα στο διάβασμα.
Η Ναταλία γύρισε στο σπίτι κατά τις εννιά και βρήκε τον Βασίλη να κάθεται στο γραφείο και να διαβάζει την Νίνα. Πέταξε την τσάντα της και το λάπτοπ της πάνω στον καναπέ κι έφυγε, μουρμουρίζοντας ακατάληπτα, για την κουζίνα. Η Νίνα, σαν να προαισθάνθηκε πως θα ακολουθούσε καυγάς, γύρισε και κοίταξε θλιμμένα τον Βασίλη, που έπιασε το μήνυμα. Της έκανε νόημα με τα μάτια και η μικρή έφυγε για το δωμάτιό της χωρίς να μιλήσει.
«Έγινε κάτι στο πανεπιστήμιο κι είσαι μέσ’ στο νεύρο;» την ρώτησε χωρίς να σηκωθεί απ’ το γραφείο του.
«Δώδεκα χρόνια είμαστε μαζί κι ακόμη δεν έμαθες να μου λες την αλήθεια» του απάντησε η Ναταλία, νευριασμένα.
Ο Βασίλης κατάλαβε πως κάποιος της είχε μιλήσει. Σηκώθηκε απ’ το γραφείο και την στραβοκοίταξε. «Μου κλέβεις και τις ατάκες;» σχολίασε ατάραχα, καθώς πήγαινε προς την κουζίνα για να καταλάβει τι μύγα είχε τσιμπήσει την Ναταλία.
«Θα σου κλέψω και την άλλη. Πώς μου το είχες πει; Με κούρασε η όλη κατάσταση! Να το γιατί μου, κύριε Βασίλη» του φώναξε.
«Στο δια ταύτα» της απάντησε κοφτά και η Ναταλία άρχισε να κοκκινίζει από τα νεύρα της.
«Καλά ρε; Βγήκες για φαΐ με το παιδί και την γκόμενα;» φώναξε η Ναταλία και το ουρλιαχτό της αντήχησε στους τοίχους του σπιτιού.
«Α! Μάλιστα!» αναφώνησε καγχάζοντας ο Βασίλης κι ύστερα σταύρωσε τα χέρια του. Έμοιαζε να περίμενε εκείνον τον καυγά ή ακόμη και να τον αποζητούσε, για να τελειώσει γρήγορα η όλη κατάσταση. Χτύπησε το κινητό της και βγήκε στο μπαλκόνι να μιλήσει. Έπιασε ο Βασίλης στα χέρια το δικό του. Κοίταξε τις αναπάντητες απ’ όλο το απόγευμα που το είχε παρατημένο. Τον έψαχνε όλος ο ντουνιάς. Χαμογέλασε. Πήρε τηλέφωνο την Μελίνα, ενώ παρατηρούσε την Ναταλία που βάδιζε πάνω – κάτω στην βεράντα. «Έλα, πες»
«Χωρίζω» δήλωσε γελώντας η Μελίνα.
«Α! Μπα;» την πείραξε ο Βασίλης.
«Κάποιος έβγαλε βρώμα ότι μαύρισε η καλή σου η καρδιά» συνέχισε εκείνη.
«Σ’ έδιωξε από το σπίτι;»
«Ναι».
«Τι έγινε;»
«Έπεσα για ύπνο, με ξύπνησε γιατί έβλεπα εφιάλτη. Πόσο να πρόλαβα να κοιμηθώ; Δέκα λεπτά; Τόσο. Κάναμε μια συζήτηση και μου είπε να τραβήξω τον δρόμο μου. Υπάρχει, μου είπε, άλλη».
«Ναι» μουρμούρισε ο Βασίλης, κοιτάζοντας την Ναταλία. «Με λες και ραδιούργο» σχολίασε κι εκείνη η φράση έκανε την Μελίνα να μπερδευτεί.
«Τι;» απόρησε εκείνη.
«Της τα ‘μπλεξα με τον Λάγιο. Βέβαια, δεν ξέρει ο ένας για τον άλλο. Αυτά συμβαίνουν όταν είσαι παντρεμένος και μπλέκεις με μια παντρεμενη. Ιδιαίτερα όταν είστε και οι δύο για κλωτσιές και έχετε διπλές και τρίδιπλες ζωές».
«Γύρισα στο πατρικό μου» μονολόγησε η Μελίνα παραβλέποντας το σχόλιο του Βασίλη.
«Αναμενόμενο».
«Τι θα κάνεις;»
«Μας είδαν. Άρχισε σκηνή, αλλά, κλασσικά, την πήραν τηλέφωνο απ’ τη δουλειά. Δεν ξέρω. Θα σ’ ενημερώσω» της είπε πριν κλείσει βιαστικά το τηλέφωνο. Έπαιξε για λίγο με τα δάχτυλά του ενώ αμφιταλαντευόταν για το αν θα έπρεπε να ανάψει λίγες φωτιές ακόμη.
«Έλα, μάστορα» είπε χαμογελώντας στο τηλέφωνο όταν το σήκωσε ο Βαγγέλης.
«Φευγάτε…» άρχισε εκείνος, μα δεν έσωσε να πει κάτι παραπάνω.
«Τόσα χρόνια μου πηδούσες τη γυναίκα ρε καθίκι και νόμιζες ότι θα την βγάλεις καθαρή, επειδή με ξελάσπωσες οικονομικά μερικές φορές; Πίστεψες ότι δεν θα το μάθαινα; Υπήρχε, ρε τσογλάνι, κάτι που δεν γνωρίζω ή δεν γνώριζα; Θα σε σταυρώσω, Λαμπρόπουλε! Να το θυμάσαι! Τα ‘χεις βάλει με τον λάθος άνθρωπο» είπε χαμηλόφωνα και οργισμένα ο Βασίλης, πριν πάρει ανάσα για να δώσει λίγο χρόνο στον συνομιλητή του, ώστε να ανασυνταχθεί και να συνεχιστεί εκείνο το παιχνίδι που ‘χε αρχίσει εκείνο το πρωί.
«Για ένα κέρατο ρε μαλάκα;» κλαψούρισε από τα νεύρα του ο Βαγγέλης.
«Στ’ αρχίδια μου για το κέρατο. Κουράστηκα να βλέπω τα παιδιά σου να πεινάνε κι εσένα να κάνεις μεγάλη ζωή. Την ξέρω την γυναίκα σου. Όχι, βέβαια, όπως ξέρεις εσύ την δική μου, αλλά την ξέρω. Έφυγε ή ακόμα;»
«Έφυγε το μεσημέρι με τα κορίτσια» ψέλλισε ο Βαγγέλης.
«Ευτυχώς, να λες, που υπάρχει ένας φευγάτος που προνοεί. Τι σου ‘χει μείνει, Βαγγέλη; Σου ‘χει μείνει κάτι; Νομίζω πως τώρα δεν θα ‘χεις λεφτά ούτε το νοίκι! Πού θα γυρίσει η Μαρία; Ξέρει; Της είπες; Της είπες για την περιουσία που ξεπούλησες για να φας στις πουτάνες και τον τζόγο; Πού θα μείνουν τα παιδιά σου, Βαγγέλη; Στο δρόμο; Ή θα γυρίσουν στο χωριό;»
«Μαλάκα φευγάτε…» μουρμούρισε ο Βαγγέλης, μα ο Βασίλης τον διέκοψε, γιατί η Ναταλία είχε επιστρέψει στο σαλόνι. Ήθελε να του χτυπήσει τα τελευταία του λόγια και να τον ακούσει και η Ναταλία.
«Πάρε μια μπύρα με δανεικά από τοκογλύφο κι άραξε να δεις την ιστορία να εκτυλίσσεται. Κι είσαι τυχερός, τσογλάνι, που δεν είπα στην Μαρία από πότε πήδαγες την Ναταλία, ή ότι έχεις πηδήξει και την κάποτε φίλη της, την Έλενα. Ο φευγάτος ξέρει!» κατέληξε ο Βασίλης, πριν κλείσει απότομα το κινητό. Κοίταξε την Ναταλία που στεκόταν απέναντί του με σταυρωμένα χέρια. «Κατάλαβες;» της είπε γελαστά, πηγαίνοντας προς την κουζίνα.
«Παράσιτο είσαι» του απάντησε η Ναταλία.
«Τι είμαι;» την ρώτησε γελώντας, κάτι που την έκανε να εκνευριστεί ακόμη περισσότερο.
«Παράσιτο! Τα δύο παράσιτα, εσύ και η κόρη σου, που παρασιτείτε τόσα χρόνια στην ζωή μου!» του απάντησε χωρίς να ρίξει τους τόνους κι ο Βασίλης έσκυψε το κεφάλι. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια του και προσπάθησε να τιθασεύσει τον λογισμό του, για να μην ορμήσει στην Ναταλία και για να κρατήσει το γαλήνιο ύφος του. «Δεν είναι η κόρη μου, Ναταλία. Είναι η κόρη μας» της απάντησε όσο πιο ήρεμα μπορούσε και η Ναταλία γέλασε σχεδόν παρανοϊκά.
«Πάρε την κόρη σου και έξω απ’ το σπίτι!» του φώναξε ενώ καθόταν στο τραπέζι. Ο Βασίλης έκανε να μιλήσει, όταν άκουσε μια πόρτα να ανοίγει με φόρα. Γύρισε και είδε την Νίνα να μπαίνει στο σαλόνι και να βαδίζει οργισμένα προς την κουζίνα. Δεν πρόλαβε να ανοίξει το στόμα του για να περιορίσει την φωτιά που είχε ανάψει η Ναταλία.
«Ja se ne bojim rata, Natalia! Ja sam iz Sarajeva!» φώναξε θυμωμένα η Νίνα. Η Ναταλία σάστισε και γύρισε και την κοίταξε με παγωμένο βλέμμα να επιστρέφει στο δωμάτιό της και να βροντάει πόρτες στο διάβα της.
«ΕΣΥ!» ούρλιαξε η Ναταλία στον Βασίλη και του όρμησε. Με μια γρήγορη κίνηση, ο Βασίλης, της έπιασε τα χέρια και την ακινητοποίησε στην αγκαλιά του. «Ναι, εγώ. Εγώ και μόνο εγώ» της ψιθύρισε στο αυτί. Η Ναταλία άρχισε να τρέμει κι ο Βασίλης να της ψιθυρίζει ενώ η Νίνα βροντούσε ντουλάπες και συρτάρια στο δωμάτιό της.
«Η τελευταία ανάσα της αδερφής σου και τα τελευταία της λόγια. Η Νίνα που δεν φοβόταν τον πόλεμο. Η Νίνα που ήταν από το Σαράγεβο. Κι η κόρη μας… Ίδια με την θεία της. Εσύ το βλέπεις στα μάτια της κι εγώ σε φωτογραφίες. Για την κόρη μας, η Νίνα, είναι μια ασπίδα που δεν πρόκειται να πέσει ποτέ. Ακόμη κι αν εμείς τσακιστούμε, ξέρει πως υπάρχει μια Νίνα που πολέμησε και πέθανε για να την προστατέψει όταν ήταν ακόμη αγέννητη…» ψιθύρισε ο Βασίλης μα τον συνειρμό του τον διέκοψε η φωνή της Νίνας. «Πάμε να φύγουμε! Μας έδιωξε!» φώναξε επιτακτικά από το σαλόνι κι ο Βασίλης γύρισε και την κοίταξε.
Είχε φορτώσει την σχολική της τσάντα σε τέτοιο σημείο που ήταν έτοιμη να εκραγεί και την είχε βάλει στον ώμο της. Ντυμένη χοντρά και με το κράνος στα χέρια της κοίταζε τον Βασίλη αγριεμένα, ενώ περίμενε μπροστά από την πόρτα του σπιτιού.
«Ρε Νινάκι, ρε καλό μου… Έλα εδώ, μάτια μου, να συζητήσουμε» την παρακάλεσε ο Βασίλης που ακόμη κρατούσε στην αγκαλιά του την Ναταλία.
«Παράσιτο;» ρώτησε η Νίνα δακρύζοντας με φωνή που παλλόταν από την οργή.
Μεταξύ σφύρας και άκμονος ήταν ο Βασίλης. Έπρεπε να πάρει μια απόφαση και δεν είχε χρόνο να σκεφτεί. Ή θα ηρεμούσε την κόρη του, ή θα ηρεμούσε την γυναίκα του· και τα δύο μαζί ήταν αδύνατο να συμβούν. Με εκείνες τις λέξεις, η Ναταλία είχε καταφέρει να τσακίσει ό,τι είχε απομείνει από την έννοια της οικογένειας. «Το παιδί, Βασίλη» άκουσε τον εαυτό του να του λέει. Αναστέναξε. «Φεύγουμε» είπε κοφτά στην Νίνα κι έπειτα γύρισε στην Ναταλία. «Τέλος» της ψιθύρισε και έκανε να την αφήσει στην καρέκλα.
Η Ναταλία θεώρησε πως δεν είχε τελειώσει τίποτα και πως ο καυγάς μόλις είχε αρχίσει. Όρμησε ξανά στον Βασίλη κι εκείνος την ακινητοποίησε για ακόμη μια φορά. «Νίνα, πάρε τα κλειδιά της μηχανής και κατέβα κάτω!» είπε επιτακτικά ο Βασίλης και η Νίνα τον υπάκουσε. Βγήκε από το σπίτι και έκλεισε την πόρτα με τόση φόρα που ο Βασίλης πίστεψε ότι θα την γκρέμιζε.
«Θες να μαλώσουμε γυναικάκι μου;» φώναξε ειρωνικά ο Βασίλης στην Ναταλία κι εκείνη τον δάγκωσε. «Μην διανοηθείς…» έκανε μα η σφαλιάρα της τον βρήκε απροετοίμαστο. Τα νύχια της έγδαραν το πρόσωπό του, μα δεν το κατάλαβε καν. Έκανε μια ύστατη προσπάθεια να λογικέψει την Ναταλία, που αποδείχθηκε άκαρπη . Ακολούθησαν τρεις σφαλιάρες πριν πάρει φωτιά το μυαλό του. Την βούτηξε από το μαλλί. «Μην με κάνεις να σηκώσω χέρι!» της φώναξε ενώ εκείνη συνέχιζε να τον χτυπάει όπως και όπου μπορούσε. Ο Βασίλης έκανε τον σάκο του μποξ γιατί ήξερε πως δεν υπήρχε ελπίδα να φύγει αλλιώς από το σπίτι. Κατάπινε τις απειλές και τις βρισιές της Ναταλίας που δεν τον άγγιζαν. Μέχρι που η Ναταλία ξεστόμισε την λέξη «δειλός» και το χέρι του Βασίλη έφυγε ασυναίσθητα, με τόση φόρα, που όσο κι αν προσπάθησε να το κρατήσει δεν το κατάφερε. Το μόνο που κατάφερε ήταν να χτυπήσει την Ναταλία στο χέρι κι όχι στο πρόσωπο. «Τώρα, τι καταλαβαίνεις; Θα σκοτωθούμε;» της φώναξε.
«Ναι ρε! Θα σκοτωθούμε!» του απάντησε εκείνη και συνέχισε να τον χτυπάει με περισσότερη μανία. «Δειλέ!» ούρλιαξε η Ναταλία κι ο Βασίλης την βούτηξε απ’ το λαιμό και την κόλλησε στον τοίχο.
«Κάποτε, ναι, ήμουν δειλός. Τώρα είμαι ο άνθρωπος που πλήγωσες την κόρη του και άνοιξες πόλεμο μαζί του. Καλησπέρα και αντίο!» βρυχήθηκε προτού την αφήσει και φύγει σαν τον κυνηγημένο από το σπίτι, για να μην χρειαστεί να σηκώσει το χέρι του και τρίτη φορά.
«Με σακάτεψε…» μουρμούρισε, κοιτάζοντας το είδωλό του στον καθρέφτη του ασανσέρ. Το πρόσωπό του μάτωνε από τις νυχιές της Ναταλίας, μα δεν τον ένοιαζε αυτό. Αυτές οι πληγές δεν ήταν τίποτε. Η πληγή της κόρης του ήταν το μόνο πράγμα που τον απασχολούσε. Τα λόγια της Ναταλίας που αναμφίβολα θα χάραζαν την ψυχή της Νίνας.
Η Νίνα τον περίμενε στο παρκινγκ κρατώντας τα κλειδιά στα χέρια και βαδίζοντας πάνω – κάτω, μπροστά απ’ την μηχανή. Τον είδε να βγαίνει από την πολυκατοικία με σκυμμένο το κεφάλι και έτρεξε προς το μέρος του. «Πάμε!» του είπε επιτακτικά κι ο Βασίλης κοντοστάθηκε κι έπεσε στα γόνατα για να την φτάσει στο ύψος.
«Ζωγραφιά μου, χίλια συγνώμη…» πήγε να απολογηθεί, μα κατάλαβε πως δεν θα γαλήνευε έτσι την κόρη του. Την βούτηξε και την αγκάλιασε σφιχτά. «Φύγαμε. Πες μου που θες να πάμε και θα πάμε» της είπε όσο πιο ήρεμα μπορούσε. Κρατιόταν με νύχια και με δόντια για να μην σπάσει και δείξει στην κόρη του πως κι εκείνος είχε μια αδύναμη πλευρά.
«Δεν ξέρω» ψιθύρισε η Νίνα, στιγμές πριν βάλει τα κλάματα.
«Θες να πάμε στον Τάσο; Θες να πάμε στον παππού και την γιαγιά; Θες να γυρίσουμε στο Σαράγεβο ή να πάμε στην τρελή την θεία σου; Πες μου εσύ που θες να πάμε και έχεις τον λόγο μου πως θα σε πάω, ακόμη κι αν δεν θέλω» της απάντησε γαλήνια ο Βασίλης.
«Να πάμε στην Μελίνα;» τον ρώτησε τραυλίζοντας. Ο Βασίλης της χάιδεψε το μάγουλο κι έπειτα της σκούπισε τα δάκρυα. «Έδωσα τον λόγο μου, ε;» ρώτησε με μια πολύ αστεία γκριμάτσα και η Νίνα προσπάθησε να γελάσει μέσα στο κλάμα της, με το ύφος του πατέρα της.
«Να πάμε;» τον παρακάλεσε κι ο Βασίλης της έκλεισε το μάτι. Έβγαλε το κινητό του από την τσέπη και της το έδωσε. «Πάρ’ την ένα τηλέφωνο πρώτα. Μπορεί να μην μας θέλει» της είπε καθώς η Νίνα καλούσε, δισταχτικά, τον αριθμό της Μελίνας.
Το τηλέφωνο της Μελίνας αναβόσβηνε πάνω στο γραφείο της. Το κοίταζε σαν αποχαυνωμένη από το κρεβάτι. Κάτι μέσα της έλεγε πως δεν ήταν για καλό. Αναστέναξε, το σήκωσε απρόθυμα κι όταν άκουσε την Νίνα στην άλλη άκρη της γραμμής, ένιωσε να της κόβονται τα πόδια.
«Νινάκι; Γιατί κλαις κούκλα μου; Έγινε κάτι; Έπαθε κάτι ο μπαμπάς;» βομβάρδισε με ερωτήσεις η Μελίνα την μικρή που δεν είχε σταματήσει να κλαίει. «Μας έδιωξε η μαμά από το σπίτι. Να έρθουμε σε σένα;» ρώτησε η Νίνα κομπιάζοντας και η Μελίνα έκλεισε σφιχτά τα μάτια της.
«Ναι, ψυχή μου, να έρθετε. Θα μου δώσεις τον μπαμπά να του μιλήσω;» συνέχισε η Μελίνα και η Νίνα, χωρίς να απαντήσει, έδωσε το κινητό στον Βασίλη. «Ακούω» είπε αναστενάζοντας εκείνος.
«Πάρε την μικρή κι ελάτε από ‘δω. Ελπίζω να μην το χτύπησε το παιδί» του είπε κοφτά η Μελίνα ενώ έβγαινε από το δωμάτιό της και κατέβαινε την βαριά εσωτερική σκάλα του σπιτιού.
«Όχι… Όχι το παιδί, όχι…» απάντησε ο Βασίλης.
«Αργείς!» του φώναξε η Μελίνα παιχνιδιάρικα κι ο Βασίλης σηκώθηκε όρθιος και πήρε τα κλειδιά της μηχανής από την Νίνα, χαμογελώντας.
«Ευχαριστώ» ψιθύρισε στο τηλέφωνο για να ακούσει την Μελίνα να του απαντάει με μια παλιά ατάκα. «Αυτή η παρέα, φευγάτε, είναι οικογένεια».
«Το ξέρω» της είπε ο Βασίλης πριν κλείσει το τηλέφωνο.
Η Μελίνα μπήκε στην κουζίνα του πατρικού της όπου είχε αποφασίσει ότι θα έμενε προσωρινά. Το ψυγείο ήταν άδειο· πέρα απ’ το μεγάλο στοκ με μπύρες του πατέρα της· και δεν υπήρχε φαγητό στην κατσαρόλα. «Αμάν ρε μπαμπά, κάθε μέρα μαγειρεύεις, σήμερα σ’ έπιασε να μην μαγειρέψεις;» είπε αναστενάζοντας και γύρισε σχεδόν τρέχοντας στο δωμάτιό της.
Το ροζ και κοριτσίστικο δωμάτιο της Μελίνας είχε παραμείνει ίδιο όπως το είχε αφήσει, όταν έφυγε από το σπίτι της. Έστρωσε καθαρά σεντόνια, το καθάρισε βιαστικά και αποφάνθηκε πως θα έβαζαν εκεί την Νίνα για ύπνο. Υπέθεσε πως ο Βασίλης θα οδηγούσε αργά μιας και ήταν μαζί με την κόρη του και ότι είχε τουλάχιστον μισή ώρα στην διάθεσή της για να τακτοποιήσει το σπίτι. Έπεσε έξω όμως. Ο Βασίλης οδηγούσε νευρικά προσπαθώντας να αδειάσει το μυαλό του και να ηρεμήσει την Νίνα που της άρεσε η ταχύτητα. Έκανε την διαδρομή σε δώδεκα λεπτά και όταν έφτασε έξω από το νεοκλασικό, η Νίνα είχε σταματήσει το κλάμα της κι έδειχνε σχετικά ήρεμη.
«Ωραίο σπίτι» σχολίασε η Νίνα καθώς κατέβαινε από την μηχανή. «Ναι, ο μπαμπάς της Μελίνας έχει λεφτά» της απάντησε χαμογελαστά ο Βασίλης και καθησυχάστηκε με την στάση της κόρης του. Η Νίνα έβγαλε το κράνος της και τον κοίταξε βουρκώνοντας. Της έκανε νόημα να μπει στον κήπο με το δάχτυλό του. Υπάκουσε η μικρή, μπήκε και χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού. Ο Βασίλης κοίταξε το πρόσωπό του στον καθρέφτη της μηχανής, κουνώντας θλιμμένα το κεφάλι του. «Πάλι καλά που είμαι αξύριστος γιατί αν με δει έτσι η Νίνα, δεν μας βλέπω καλά» σχολίασε πριν κατεβεί απ’ την μηχανή κι ανάψει, σχεδόν μηχανικά, τσιγάρο.
Η Μελίνα δεν ήξερε τι θα αντίκριζε όταν θα άνοιγε την πόρτα κι έτσι φόρεσε το καλύτερο χαμόγελό της. Είδε την Νίνα να την κοιτάζει θλιμμένα και της έκανε νόημα να μπει στο σπίτι. Δεν την άφησε να μιλήσει καθόλου. «Φιλενάδα, βγάλε την τσάντα κι έλα να σου δείξω το σπίτι!» είπε χαμογελαστά η Μελίνα καθώς έπαιρνε την σαστισμένη Νίνα απ’ το χέρι.
Ο Βασίλης είδε την σκηνή πριν μπει στο σπίτι και χαμογέλασε. «Γιατί σε χώρισα τότε, ο ηλίθιος, γιατί;» συλλογίστηκε καθώς έκλεινε πίσω του την πόρτα. Πήγε στην κουζίνα, άνοιξε το ψυγείο με απίστευτη άνεση κι ανέσυρε μία από τις αμέτρητες μπύρες του πατέρα της Μελίνας. «Κάτι ξέρεις ρε Λάμπρο, που τις παίρνεις με την παλέτα» μουρμούρισε, ανοίγοντας την μπύρα.
«… εδώ είναι το δωμάτιό μου. Εδώ θα κοιμηθείς απόψε» ακούστηκε η φωνή της Μελίνας από τον πάνω όροφο κι ο Βασίλης συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να συγκεντρώσει το μυαλό του. Ιεράρχησε στα γρήγορα τις σκέψεις του κι έφυγε για το μπάνιο για να καθαρίσει πρόχειρα το πρόσωπό του.
Πλύθηκε και απολύμανε τις γρατζουνιές που είχε στο πρόσωπο και τα χέρια πριν γυρίσει στην κουζίνα για να συνεχίσει με την μπύρα του. Άκουσε την Μελίνα και την Νίνα να συζητάνε στον πάνω όροφο, μα τα λόγια τους ήταν σπασμένα και δεν μπορούσε να βγάλει άκρη. Κατάλαβε ότι η Μελίνα προτίμησε να μιλήσει με την Νίνα και να την ηρεμήσει, παρά να μιλήσει μαζί του. Κι έτσι, έμεινε μόνος να καπνίζει και να σκέφτεται πώς έφτασε η ζωή του σ’ εκείνο το σημείο.
Ο Λάμπρος γύρισε στο σπίτι κατά τις δέκα. Είδε την μηχανή του Βασίλη που στεκόταν έξω από τον κήπο και έβαλε τα γέλια. «Δεκαπέντε χρόνια, δύο αποτυχημένοι γάμοι κι ένα παιδί αργότερα. Τόσο σας χρειάστηκε για να συγχωρέσετε ο ένας τον άλλο» μονολόγησε, βγαίνοντας από το αυτοκίνητο. Μπήκε σχεδόν αθόρυβα στο σπίτι, πιστεύοντας πως θα έπιανε τον Βασίλη και την Μελίνα σε προσωπική στιγμή και δεν ήθελε να τους το χαλάσει. Αντ’ αυτού, είδε έναν Βασίλη να κάθεται με στραπατσαρισμένο πρόσωπο στην κουζίνα και να καπνίζει κρατώντας το κεφάλι του.
«Γαμπρέ; Τράκαρες με το τηγάνι της κυράς;» τον ρώτησε κι ο Βασίλης, που δεν τον είχε ακούσει, να πλησιάζει, πετάχτηκε όρθιος απ’ την τρομάρα του. «Αυτό το χιούμορ σου ρε Λάμπρο… Σαν την καράφλα σου είναι, όσο πάει και χειροτερεύει» του απάντησε ο Βασίλης, που νόμιζε πως η καρδιά του θα έσπαγε από την ταραχή.
Ο Λάμπρος έβγαλε μια μπύρα απ’ το ψυγείο και κοίταξε για μια στιγμή το ταβάνι, απ’ όπου ερχόταν οι ομιλίες των κοριτισιών. «Χτύπησε και το παιδί;» ρώτησε, μα ο Βασίλης αποκρίθηκε αρνητικά. «Χτυπηθήκατε πολύ;» συνέχισε ο Λάμπρος ενώ καθόταν απέναντί απ’ τον Βασίλη.
«Πως με βλέπεις;» ρώτησε εκείνος, προσπαθώντας να γελάσει.
«Αν μου πεις ότι δεν σήκωσες χέρι, θα μου πεις ψέματα» του απάντησε ήρεμα ο Λάμπρος.
«Έπρεπε».
«Αποδέξου το. Η βία, παιδί μου, δεν λύνει προβλήματα και, συνήθως, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί χωρίς βία. Είσαι αναγκασμένος να αντισταθείς για να επιβιώσεις και αυτός ήταν ο μόνος τρόπος. Μην βασανίζεις άδικα το μυαλό σου» σχολίασε ο Λάμπρος κι έπειτα γύρισε και κοίταξε την σκάλα του σπιτιού. «Η ψυχολόγος, φαντάζομαι, επί τω έργω;» ρώτησε τον Βασίλη που του έγνεψε καταφατικά. «Τα είχαμε πει και δεν με πίστευες…» άρχισε να φλυαρεί. «Προδιαγραφόταν το αποψινό βράδυ. Δεν μπορούσε να δεχτεί, η Ναταλία, το γεγονός ότι γύρισες στα πάτρια εδάφη και το ότι η πρώτη σου αγάπη βρισκόταν εδώ. Έζησε σε μια βίαιη εποχή και είχε, όπως θα έχει και στο μέλλον, βίαια ξεσπάσματα. Δεν κατάφερε ποτέ να τα βρει με το είναι της κι ούτε πρόκειται να τα βρει. Χρειαζόταν έναν άνθρωπο σαν εσένα δίπλα της, μα δεν ξέρει τι σημαίνει το να αγαπάς…»
«Γιατρέ, στο δια ταύτα» τον διέκοψε ο Βασίλης.
«Στο δια ταύτα, ξέρεις τι πρέπει να κάνεις» του απάντησε ο Λάμπρος.
«Νομίζω πως ήρθε η ώρα να σου πω την ιστορία. Όλη την ιστορία» είπε αναστενάζοντας ο Βασίλης κι ο Λάμπρος γέλασε. «Όχι, παιδί μου. Όχι σε μένα. Στην Μελίνα. Κατά κάποιο τρόπο της την χρωστάς. Η ιστορία του φευγάτου είναι η μεταμέλεια σου και, πιστεύω πως, μόνο έτσι θα καταφέρει να σε συγχωρήσει πραγματικά» του απάντησε ήρεμα.
«Ίσως…» μουρμούρισε ο Βασίλης με το βλέμμα κολλημένο στο τασάκι.
«Πως τις είδες; Θα τα πάνε καλά;» ρώτησε ο Λάμπρος κι ο Βασίλης έβαλε τα κλάματα· ένα παράταιρο κλάμα που δεν μπορούσες να καταλάβεις αν ήταν αληθινό η ψεύτικο. Τρανταζόταν στην καρέκλα και τα δάκρυά του έτρεχαν, μα δεν έβγαινε φωνή από το στόμα του.
«Καιρός να ζήσεις Βασίλη. Καιρός να ζήσει και το δικό μου, το πεισματάρικο κορίτσι» μουρμούρισε ο Λάμπρος κι εκείνα τα λόγια έβγαλαν τον Βασίλη από τον παράξενο οδυρμό του. «Έχεις δίκιο» απάντησε εκείνος, προτού σκουπίσει τα δάκρυά του. Πήγε στο ψυγείο, βούτηξε ακόμη μια μπύρα κι επέστρεψε στο τραπέζι. «Είχα αμέτρητα χρόνια να κλάψω. Ξέχασα πώς γίνεται πια» αστειεύτηκε ο Βασίλης κι ο Λάμπρος έβαλε τα γέλια.
«Γι αυτό σε πήγαινα ρε γαμπρέ. Από τότε ήταν ιδιαίτερο το χιούμορ σου. Από τότε που έβλεπα τα δύο ευτυχέστερα παιδιά στον κόσμο» του απάντησε μέσα στα γέλια του ο Λάμπρος κι ύστερα άρχισαν την συζήτηση για τα παλιά. Για εκείνα τα μυστήρια χρόνια που ο Βασίλης άρχισε να χτίζει την περίπλοκη κοσμοθεωρία του και για τους δύο απίστευτους μήνες που πέρασε στο πλευρό της Μελίνας.
Μόνο τα μάτια της και μια ρυτίδα στο μέτωπο της μαρτυρούσαν ότι είχε νευριάσει και μάλιστα είχε νευριάσει πολύ. Όταν μπήκε στην κουζίνα ο Λάμπρος την κοίταξε με απορία κι ο Βασίλης, βλέποντας το ύφος της, έσκυψε το κεφάλι. «Παράσιτο;» ρώτησε οργισμένα η Μελίνα, χωρίς να υψώσει τον τόνο της. «Η πουτάνα η γυναίκα σου είναι σοβαρή;»
«Μελίνα Λάμπρου, το στόμα σου!» την επέπληξε ο Λάμπρος μα η Μελίνα δεν πτοήθηκε. Πήγε να μιλήσει, αλλά ο Βασίλης σηκώθηκε και στάθηκε μπροστά της. Είχαν ακριβώς το ίδιο ύψος και πάντοτε, όταν ήταν να ξεκινήσει καυγάς μεταξύ τους, στεκόντουσαν απέναντι και κοιτάζονταν στα μάτια.
«Είναι καλά το παιδί;» ρώτησε ο Βασίλης ενώ η Μελίνα παρατηρούσε το μελανιασμένο και πρησμένο μάτι του.
«Καλά είναι η Νίνα. Εσύ πόσες μέρες έχεις να κοιμηθείς;» του απάντησε με έναν στοργικό τόνο, άγνωστο στα αυτιά του Βασίλη. «Δεν ξέρω πια, έχω χάσει το μέτρημα» δήλωσε σαστισμένα εκείνος.
«Κάτσε!» έκανε κοφτά η Μελίνα. Ο Λάμπρος και ο Βασίλης την κοίταζαν με απορία, γιατί δεν είχαν δει ποτέ, εκείνη της την πλευρά. «Κορίτσι μου;» ρώτησε ο Λάμπρος μα η Μελίνα τον αγνόησε.
«Δεν ξέρω πως ακριβώς κατάφερες και τα έκανες όλα τόσο σωστά. Έμεινες ήρεμος, την κράτησες, για να μην δει η Νίνα τον καυγά, δεν φώναξες, δεν πρόσβαλες, δεν χτύπησες, δεν είδε η Νίνα τα χάλια που έχεις και με τον τρόπο σου, της έδειξες ότι είσαι και ότι θα παραμείνεις εδώ. Η Νίνα είναι καλά, μόνο και μόνο λόγω της στάσης που κράτησες. Με την γυναίκα σου δεν ξέρω αν θα ξαναμιλήσει όμως» είπε η Μελίνα κι έπειτα τους κοίταξε πονηρά. «Τι έγινε; Δεν μ’ έχετε συνηθίσει έτσι;» τους ρώτησε κι ο Λάμπρος, σαστισμένα, γύρισε προς τον Βασίλη. «Μητρικό ένστικτο το λένε, γαμπρέ!» του είπε δείχνοντας την Μελίνα με τον αντίχειρα του.
«Άσε το μητρικό ένστικτο και πήγαινε ψάξε φαρμακείο. Πάρε κάτι για τους μώλωπες, μην τον δει το κορίτσι έτσι και σοκαριστεί» είπε στον Λάμπρο με επιτακτικό τόνο κι έπειτα γύρισε προς τον Βασίλη. «Αν ήταν στο χέρι μου θα έπαιρνα την Νίνα απ’ το χέρι και θα πήγαινα να καταγγείλω την γυναίκα σου για ενδοοικογενειακή βία».
«Γιατί δεν το κάνεις;» ρώτησε μουρμουρίζοντας ο Βασίλης
«Είσαι ψωροπερήφανος και δεν θες να λέει ο κόσμος πως σ’ έδειρε η γυναίκα σου. Αυτό σέβομαι» του απάντησε η Μελίνα με σοβαρό ύφος, μα δεν κρατήθηκε. Έβαλε τα γέλια και πήγε προς το μέρος του.
«Βλαμμένη!» την πείραξε ο Βασίλης.
«Ηλίθιε!» τον πείραξε κι εκείνη με την σειρά της πριν γυρίσει στον Λάμπρο. «Μην κάθεσαι, μπαμπά! Φαρμακείο είπα!» του φώναξε κι εκείνος απηυδισμένα, σηκώθηκε απ’ το τραπέζι κι έφυγε βιαστικά απ’ το σπίτι.
«Κοιμήθηκε…» σχολίασε η Μελίνα κι ο Βασίλης κούνησε το κεφάλι του σκυθρωπά.
«Εγώ φταίω. Έπρεπε να είχα φύγει όταν ήταν μικρή» μουρμούρισε και η Μελίνα του έπιασε το χέρι. «Είναι αργά;» τον ρώτησε, κοιτάζοντάς τον στα μάτια.
«Έχω ήδη φύγει;» της γύρισε ο Βασίλης, χαμογελώντας.
«Αργά για εμάς» διευκρίνισε εκείνη.
«Είναι η κατάλληλη στιγμή. Όμως, αν δεν θέλει η Νίνα, όσο κι αν το θέλω εγώ, δεν θα καταφέρουμε τίποτα» της απάντησε ο Βασίλης σκεφτικά.
«Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω σαν μαμά. Μπορώ να προσπαθήσω και είμαι σίγουρη ότι θα τα πάω καλύτερα απ’ την…» είπε η Μελίνα και κράτησε το στόμα της κλειστό για μια στιγμή, για να αποφύγει να αδειάσει τον οχετό που προοριζόταν για την Ναταλία. «Τέλος πάντων, απ’ την μάνα της» κατέληξε.
«Εσύ ξέρεις. Το μεσημέρι της είπα πως δεν απατάω την μαμά της μαζί σου. Ε, δεν μπορώ να της πω αύριο ότι αποφασίσαμε να είμαστε μαζί» μουρμούρισε ο Βασίλης κι εκείνη τον αγκάλιασε. «Θα δούμε πως θα εξελιχθεί. Δεν θέλει όμως να γυρίσει στο σπίτι για κανένα απολύτως λόγο και με παραξενεύει το ότι δεν φοβάται. Δείχνει, όμως, να μισεί την Ναταλία…»
«Το δείχνει πολύ, αυτό είναι το πρόβλημα» την διέκοψε ο Βασίλης.
«Θα το δούμε και αυτό. Καλά θα κάνεις, όμως, να προετοιμαστείς για μετακόμιση» μουρμούρισε η Μελίνα. «Σκατά…» μονολόγησε ο Βασίλης αναστενάζοντας, ενώ κοίταζε το ρολόι του. «Πάει δώδεκα, απάντηση για διαζύγιο δεν έχω, έχω φύγει από το σπίτι, δεν ξέρω τι θα κάνει ή αν θα κάνει τίποτα και ο Ασημακόπουλος ο είναι εξαφανισμένος…»
«Ο ποιος;» ρώτησε η Μελίνα, σηκώνοντας το φρύδι της.
«Ο δικηγόρος μου…»
«Ο Ασημακόπουλος, Βασίλη, δεν ασχολείται με διαζύγια» τον διέκοψε η Μελίνα.
«Μπα; Πού το ξέρεις εσύ;» την ρώτησε καγχάζοντας περιπαικτικά.
«Πήγα κάποια στιγμή…»
«Ναι, αλλά δεν έκανες φαντάρος με τον Νικόλα. Αυτή είναι η διαφορά μας» την διέκοψε κι εκείνος με την σειρά του και η Μελίνα του έβγαλε την γλώσσα. «Θα στην κόψω!» της φώναξε παιχνιδιάρικα ο Βασίλης.
«Ναι; Με τι;»
«Με τα δόντια!»
Περασμένες μία ήταν, όταν αποφάσισαν να αποσυρθούν. Η Μελίνα δεν είχε καταφέρει να ηρεμήσει κι ο Βασίλης ένιωθε πως τα βλέφαρά του βάραιναν επικίνδυνα. Πήγαν μαζί στον ξενώνα, ξάπλωσαν και κοιμήθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα. Ήταν το πρώτο βράδυ στην ζωή του καθενός που τα πεπραγμένα δεν είχαν καμία σημασία. Ήταν η νύχτα που εκείνο το «μόνο σήμερα» που έλεγαν κάποτε, έγινε πράξη.
Ο Βασίλης άνοιξε απότομα τα μάτια του όταν η πρώτη ηλιαχτίδα έσκισε με το φώς της το δωμάτιο. Προσπάθησε να εστιάσει στο ρολόι του, μα δεν έβλεπε τίποτα. Έψαξε στα τυφλά τα γυαλιά του, τα φόρεσε, κι όταν είδε τι ώρα είχε πάει, πετάχτηκε σαν ελατήριο.
«Μπέμπη…» μουρμούρισε νυσταγμένα η Μελίνα, «… καλύτερα να μην πάει στο σχολείο σήμερα». Ο Βασίλης στάθηκε για μια στιγμή στην πόρτα. Το μυαλό του δεν δούλευε σωστά και άργησε να καταλάβει τα λόγια της Μελίνας. «Έχεις δίκιο» της απάντησε τρίβοντας τα μάτια του, πριν επιστρέψει στο κρεβάτι.
Εν τω μεταξύ, η Νίνα είχε ξυπνήσει. Κατέβαινε την σκάλα και πήγε προς την κουζίνα για να πιει νερό, όταν είδε τον Λάμπρο να κάθεται στο τραπέζι της κουζίνας και να καπνίζει διαβάζοντας τα αμέτρητα χαρτιά που είχε απλωμένα μπροστά του. «Καλημέρα…» έκανε δισταχτικά κι ο Λάμπρος, χωρίς να την κοιτάξει, πίστεψε ότι του μιλούσε η κόρη του.
«Καλημέρα κορίτσι μου. Έχει καφέ στην καφετιέρα» μουρμούρισε ο Λάμπρος.
«Καφέ;» ρώτησε η Νίνα κι εκείνη την στιγμή, ο Λάμπρος άφησε αργά το τσιγάρο του στο τασάκι και γύρισε προς το μέρος της. «Δεν νομίζω να πίνεις καφέ, ε;» την ρώτησε χαμογελώντας και η Νίνα του έγνεψε αρνητικά.
«Έλα μέσα, κορίτσι μου, να σου φτιάξω να φας. Εγώ είμαι ο Λάμπρος» της είπε και σηκώθηκε από την καρέκλα του. «Νίνα, χάρηκα» του απάντησε η Νίνα καθώς έδινε το χέρι της κι έπειτα τον κοίταξε εξιχνιαστικά. «Ο μπαμπάς της Μελίνας;» τον ρώτησε κι εκείνος της έγνεψε. «Κάτσε. Κάτσε» της είπε βιαστικά, ενώ άνοιγε το ψυγείο για να ετοιμάσει πρωινό.
«Η μαμά της Μελίνας;» ρώτησε η μικρή κι ο Λάμπρος, χωρίς να χάσει τον ρυθμό του, απάντησε σχεδόν αδιάφορα «την χάσαμε πριν χρόνια. Δεν την θυμάται η Μελίνα, ήταν πολύ μικρή».
«Συγνώμη…» είπε ντροπαλά η Νίνα.
«Δεν πειράζει, κούκλα μου. Η γυναίκα μου ήταν ένα υπέροχο πλάσμα που αποφάσισε πολύ νωρίς να κάνει το μεγάλο ταξίδι» της είπε παιχνιδιάρικα για να καλύψει την θλίψη του. «Δεν πειράζει. Καφέ δεν πίνεις, γάλα δεν έχω. Να κάνω χυμό;» την ρώτησε διατηρώντας εκείνο το ύφος και η Νίνα κόμπιασε.
«Μην σας βάλω σε κόπο» του απάντησε δειλά. Ο Λάμπρος γύρισε προς το μέρος της. «Δεν είμαστε πολλοί. Ένας είμαι και με λένε Λάμπρο» της είπε εκείνος και η Νίνα, στον τρόπο του, είδε πολλά στοιχεία του πατέρα της. Τα αμέτρητα χαρτιά στον χώρο που δούλευε, το τσιγάρο που μόνιμα έκαιγε κάπου, οι συζητήσεις που πάντοτε έπαιρναν έναν χαρούμενο τόνο όσο θλιβερές κι αν ήταν. Και το κυριότερο, εκείνη η ανεξήγητη ενέργεια που είχε ο Βασίλης τα πρωινά· όσο κουρασμένος κι αν ήταν, όσο κι αν έσερνε το κουφάρι του· όταν έπρεπε να την ετοιμάσει για το σχολείο. Η Νίνα δεν μπορούσε να καταλάβει πώς γινόταν να έχουν τον ίδιο χαρακτήρα, μα σ’ αυτό το συμπέρασμα κατέληξε κι αποφάσισε να του μιλήσει όπως θα μιλούσε και στον πατέρα της.
«Άμα δεν είναι κόπος, θα πιω ένα χυμό. Αλλά θα έρθω να βοηθήσω» του απάντησε και εκείνη την στιγμή πίστεψε πως ο Λάμπρος θα γυρνούσε και θα την έλεγε «μαφιοζάκι» όπως την αποκαλούσε κι ο πατέρας της, μα άκουσε μια άλλη, πολύ γνωστή προσφώνηση που την έκανε να χαμογελάσει ντροπαλά
«Έλα λοιπόν, μικρή πριγκίπισσα, να φτιάξουμε πρωινό» της είπε ο Λάμπρος κι όταν την είδε να γελάει κατάλαβε. «Έτσι φώναζα κάποτε την κόρη μου» σχολίασε γελώντας κι εκείνος.
«Έτσι με φωνάζει ο μπαμπάς» του απάντησε η Νίνα.
«Μπέμπη, δεν την γλυτώνουμε την συγκατοίκηση» σχολίασε η Μελίνα μέσα στον ύπνο της και πήρε αγκαλιά τον Βασίλη που δεν αποκρίθηκε. «Βασίλη μου;» συνέχισε η Μελίνα κι εκείνος άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε την πόρτα του δωματίου με απορία. «Η Νίνα γελάει έτσι;» αναρωτήθηκε δυνατά, προσπαθώντας να καταλάβει σε ποιόν ανήκε το βροντερό γέλιο που αντηχούσε στο σπίτι. «Έχουν κανένα δίωρο που συζητάνε με τον μπαμπά. Θα ‘θελα να ‘ξερα τι λένε» του απάντησε με νάζι η Μελίνα.
«Κάνεις λες και δεν ξέρεις τον πατέρα σου».
«Έχει καταφέρει να αλλάξει γνώμη σ’ εσένα που είσαι ο πιο πεισματάρης άνθρωπος στον κόσμο. Φαντάσου τι θα μας πει η Νίνα όταν βγούμε από το δωμάτιο» συνέχισε η Μελίνα, παρατηρώντας τον να αλλάζει πλευρό για να συνεχίσει τον ύπνο του. «Το ξέρω το κορίτσι μου. Είναι πιο πεισματάρα κι από μένα» της απάντησε και η Μελίνα γέλασε με τον τρόπο του. «Μου θύμωσες;» τον ρώτησε κι ο Βασίλης γύρισε ξανά προς το μέρος της.
«Ρε Μελινάκι, κοιμηθήκαμε ανάποδα και δεν βολεύομαι» της γκρίνιαξε.
«Το ξέρω. Σε πειράζω» του είπε πριν σηκωθεί απ’ το κρεβάτι.
Ο Βασίλης, μέσα στην θολούρα του αστιγματισμού, την χάζεψε για μερικές στιγμές πριν βάλει τα γυαλιά του. «Πήγε δέκα» της είπε και η Μελίνα του έκανε νόημα να σηκωθεί. «Πεινάω, μπέμπη. Τελείωνε!» του απάντησε καθώς ντυνόταν βιαστικά. Ο Βασίλης σηκώθηκε από το κρεβάτι απρόθυμα και έβαλε τα παπούτσια του. «Κακιά μανία να κοιμάσαι με τα ρούχα» σχολίασε η Μελίνα, μα εκείνος δεν της απάντησε. Βγήκε από το δωμάτιο και την περίμενε για να πάνε μαζί στην κουζίνα.
«Ξύπνησαν» ψιθύρισε ο Λάμπρος στην Νίνα, που του χαμογέλασε συνωμοτικά. Ο Λάμπρος έκανε ότι διάβαζε απ’ τα χαρτιά του και η Νίνα ένα σχολικό βιβλίο.
«Βλέπω, το γνώρισες το μαφιοζάκι μου» σχολίασε ο Βασίλης μόλις μπήκε στην κουζίνα, μα ο Λάμπρος έκανε πως τον αγνοεί. Η Νίνα κοίταξε την Μελίνα που στεκόταν στην πόρτα, προσπαθώντας να κρύψει το χαμόγελό της. «Μπαμπά;» ρώτησε με αθώο ύφος καθώς εκείνος πήγαινε προς την καφετιέρα.
«Νινάκι;» της απάντησε ο Βασίλης περιμένοντας να ακούσει κάτι εξωφρενικό, μα δεν ήταν έτοιμος για αυτό που είχε να του πει η Νίνα.
«Γίνεται να έχω μαμά την Μελίνα και όχι την Ναταλία;» τον ρώτησε με πολύ φυσιολογικό ύφος η μικρή και λίγο έλειψε να του φύγει η κούπα από τα χέρια.
«Δεν σε πιστεύω ρε μπαμπά!» φώναξε η Μελίνα κι ο σκυμμένος Λάμπρος, κρυφογελώντας, είπε πως δε γνώριζε τίποτα, ενώ σκάλισε τα χαρτιά του.
«Μάτια μου, την Μελίνα την ρώτησες άμα θέλει να γίνει η μαμά σου;» ρώτησε ο Βασίλης, μα η Νίνα, που είχε έτοιμη την απάντησή της, τον αποστόμωσε για ακόμη μια φορά. «Γιατί να μην θέλει; Αν και ο Λάμπρος είχε γνωρίσει μια κυρία σαν αυτή, τόσο καλή και τόσο όμορφη, σίγουρα θα την ήθελε για μαμά της η Μελίνα» δήλωσε η Νίνα κι έπειτα, με μια θριαμβευτική γκριμάτσα σχηματισμένη στο πρόσωπό της, σηκώθηκε και έδωσε το χέρι της στον Λάμπρο.
Η Μελίνα στεκόταν ακόμη στην πόρτα της κουζίνας και παρακολουθούσε εκείνη την παράταιρη σκηνή με απορία, ενώ ο Βασίλης, κόκκινος απ’ την ντροπή του, βάδιζε σκυφτά προς το τραπέζι.
«Να σου θυμίσω, Βασίλη, ότι της έχεις εξηγήσει πώς ακριβώς γίνονται τα παιδιά» σχολίασε ο Λάμπρος.
«Μπράβο ρε. Εσύ θες γαμπρό, εσύ, μικρή, θες μαμά κι εμάς δεν μας ρώτησε κανένας» απάντησε ο Βασίλης, κοιτάζοντας πότε τον Λάμπρο και πότε την κόρη του.
«Σιγά μην σας ρωτήσουμε…» πήρε τον λόγο η Νίνα. «… παλιοεγωιστές!» την συμπλήρωσε ο Λάμπρος και έσκασαν μαζί στα γέλια.
«Τι λες κι εσύ, μπέμπα; Δεν τους κάνουμε την χάρη;» ρώτησε ο Βασίλης την Μελίνα κι εκείνη, αντί απαντήσεως, πήγε και κάθισε στα πόδια του. «Ναι, γιατί αλλιώς, δεν πρόκειται να μας αφήσουν να πιούμε καφέ» απάντησε μόνος του. Η Νίνα έτρεξε πάνω τους και τους αγκάλιασε κι ο Λάμπρος σήκωσε τα μάτια του από τις σημειώσεις του.
«Αυτή την στιγμή, κύριε Καραγιώργο, μπορείς να αισθανθείς αυτό που σου είπα κάποτε. Το θυμάσαι;» ρώτησε με σοβαρό ύφος τον Βασίλη. «Να ‘σαι καλά, Βασίλη. Είχα χρόνια να δω αυτό το κοριτσάκι τόσο χαρούμενο» δήλωσε ο Λάμπρος κι εκείνη η πρόταση έκανε το μυαλό του Βασίλη να γυρίσει αμέτρητα χρόνια πίσω, σ’ εκείνο το απόγευμα που αποφάσισαν με την Μελίνα, να είναι μαζί. Την ημέρα που γνώρισε τον Λάμπρο. «Θυμάμαι» μουρμούρισε ο Βασίλης πριν γυρίσει προς την κόρη του. «Έλα, πες και το παρακάτω γιατί δεν θέλω να πνιγώ με τον καφέ μου» της είπε, μα όταν είδε το χαμόγελό της κατάλαβε. «Αδερφάκι;» την ρώτησε με σοβαρό ύφος και η Νίνα άρχισε την γκρίνια. «Έλα ρε μπαμπά, αφού η μαμά, τόσα χρόνια που της έλεγα για αδερφάκι δεν ήθελε. Μέχρι και στον άγιο Βασίλη είχα γράψει γράμμα» του είπε με παράπονο
«Δεν λέω όχι…» είπε ο Βασίλης, χαιδεύοντάς της το κεφάλι και η Νίνα ξεκίνησε τους πανηγυρισμούς. «Όμως!» της φώναξε και της έκοψε το χαμόγελο. «Δεν υπόσχομαι και δεν δίνω το λόγο μου. Την διαδικασία στην εξήγησα και την ξέρεις. Δεν γίνεται από την μία μέρα στην άλλη και είναι μια απόφαση που πρέπει να πάρουμε μαζί με την Μελίνα».
«Καλά» του απάντησε θλιμμένα εκείνη.
«Μάτια μου, σου δίνω τον λόγο μου πως θα το συζητήσουμε. Μπορώ τώρα να πιω τον καφέ μου χωρίς φωνές και φασαρία;» ρώτησε ο Βασίλης και ύστερα στράφηκε προς τον Λάμπρο. «Όχι, μην πεις τίποτε. Νισάφι» του είπε πίνοντας λίγο καφέ κι έπειτα έδωσε την κούπα του στην Μελίνα.
Η Νίνα τους κοίταξε παράξενα και ψιθύρισε κάτι στο αυτί του Λάμπρου. «Η κυρία Νίνα μ’ ενημερώνει πως δεν μοιράζεσαι ούτε τις τηγανιτές πατάτες απ’ το πιάτο σου» είπε με σοβαρό ύφος ο Λάμπρος κι έπειτα σηκώθηκε από την θέση του. «Θα πάω βόλτα με το κορίτσι. Πιείτε τον καφέ σας με την ησυχία σας» δήλωσε ο Λάμπρος και έφυγε από την κουζίνα μαζί με την Νίνα.
«Ούτε τις πατάτες σου δεν μοιράζεσαι;» τον πείραξε η Μελίνα κι ο Βασίλης της πήρε την κούπα από τα χέρια για να πιει λίγο καφέ. «Μ’ εσένα, κάποτε, μοιράστηκα όλη την ζωή μου» της απάντησε με πολύ σοβαρό ύφος.
«Δεν σε πείραξε;» ρώτησε ψιθυριστά η Μελίνα κι ο Βασίλης της χαμογέλασε. «Ο Λάμπρος μου στάθηκε σαν πατέρας σε πολλές και δύσκολες στιγμές. Προσπαθεί να βοηθήσει με τον δικό του τρόπο που είναι πολύ άγαρμπος» της απάντησε εκείνος γλυκά.
«Ποτέ δεν μου είπες…» ψιθύρισε η Μελίνα. Ο Βασίλης έβαλε το δάχτυλό του στα χείλη της για να την κάνει να σωπάσει. «Θα σου πω τα πάντα. Αρκεί να μου δώσεις λίγο χρόνο να διευθετήσω την ζωή μου που τρέχει» της απάντησε και εκείνη, χωρίς να έχει καταλάβει τα λόγια του, συμφώνησε μαζί του.
«Χρόνο…» συλλογίστηκε ο Βασίλης. «Ποτέ δεν είχα χρόνο» είπε στην Μελίνα. Την χτύπησε παιχνιδιάρικα για να σηκωθεί από πάνω του. Τον στραβοκοίταξε. «Πρέπει να κάνω ένα εκατομμύριο πράγματα σήμερα και θέλω μία χάρη».
«Ν’ ακούσω»
«Μην διανοηθείς να μαγειρέψεις»
«Γιατί;» τον ρώτησε θιγμένα.
«Το ξέρεις το γιατί» της απάντησε προτού την φιλήσει απαλά στην πλάτη. Σηκώθηκε η Μελίνα κι έφυγε ο Βασίλης απ’ την κουζίνα. «Σ’ αγαπάω!» της φώναξε καθώς έπαιρνε το μπουφάν του.
«Σε λατρεύω!» του απάντησε γελώντας.
«Έλα Σάκ’!» φώναξε ο Βασίλης στο τηλέφωνο όταν βγήκε από το σπίτι κι ο Θανάσης, που ήταν αγουροξυπνημένος, κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι του σαν να νόμιζε πως ο συνομιλητής του τον έβλεπε. «Τι έγινε ρε φευγάτε; Δουλεύουμε νύχτα ρε φίλε» του απάντησε εκείνος.
«Πόσο γρήγορα μπορείς να είσαι με το τζιπ στο σπίτι μου για να το αδειάσουμε;» ρώτησε χωρίς περιστροφές ο Βασίλης. Ο Θανάσης κατάλαβε πως ο φίλος του είχε πάρει την απόφαση να χωρίσει, «Σε είκοσι λεπτά» του απάντησε καθώς πετούσε το βαρύ πάπλωμα από πάνω του.
«Φέρε και την Εύα αν γίνεται» συνέχισε ο Βασίλης.
«Μιλάμε εκεί» απάντησε κοφτά ο Θανάσης, πριν κλείσει το τηλέφωνο.
Είκοσι λεπτά αργότερα, ο Βασίλης στεκόταν στην είσοδο της πολυκατοικίας που έμενε και περίμενε τον Θανάση στον δρόμο. Δεν ρίσκαρε να ανέβει μόνος του στο σπίτι γιατί φοβόταν μια πιθανή συμπλοκή με την Ναταλία. Είχαν περάσει χρόνια από κείνο το βράδυ που συνειδητοποίησε πως δεν χρειάζεται να σηκώσει το χέρι του για να πληγώσει κάποιον και απέφευγε να χρησιμοποιεί οποιοδήποτε είδος βίας. Απέφευγε ακόμη και την λεκτική βία και προτιμούσε να σκύβει το κεφάλι του για να μην φτάνει τις καταστάσεις στα άκρα, μα στην περίπτωση του, ούτε αυτό βοηθούσε.
«Βασίλη, σε χτύπησαν;» τον ρώτησε η Εύα, που κατέβηκε πρώτη απ’ το τζιπ και τον κοίταζε με περιέργεια.
«Δεν είναι τίποτα» της απάντησε, δήθεν αδιάφορα. Η Εύα γύρισε και κοίταξε τον Θανάση που κατέβαινε σχεδόν σκουντουφλώντας από την θέση του οδηγού.
«Μην μιλήσεις, δεν είναι τίποτα» είπε ο Βασίλης στον Θανάση, που τον παρατηρούσε με μισόκλειστα μάτια, πριν ανοίξει την πόρτα της πολυκατοικίας. Το ζευγάρι αντάλλασε κλεφτές ματιές ενώ κοίταζαν τους μώλωπες του Βασίλη, καθώς ανέβαιναν με το ασανσέρ.
Το σπίτι έμοιαζε με βομβαρδισμένο τοπίο. Η Ναταλία είχε σπάσει τα περισσότερα γυαλικά που υπήρχαν σε ράφια και ντουλάπια, στην προσπάθειά της να ηρεμήσει μετά τον καυγά. Ο Βασίλης απολογήθηκε για την εικόνα εκείνη, πριν καλά – καλά μπει στο σπίτι. Πήγε προς την κουζίνα για να φτιάξει καφέδες, προτού αρχίσουν το πακετάρισμα. Αναστέναξε όταν άνοιξε ένα ντουλάπι. «Ούτε οι κούπες δεν γλύτωσαν ρε φίλε» μονολόγησε και κατέβασε κάτι χριστουγεννιάτικες που είχαν ξεφύγει από την Ναταλία, για φτιάξει τους καφέδες τους.
«Καλά άκουσα την φωνούλα σου» ακούστηκε η φωνή της Ναταλίας στον χώρο. Στεκόταν στην πόρτα του διαδρόμου. Γύρισαν και την κοίταξαν. Χαμογελούσε μυστήρια ο Βασίλης. «Μην τραβάς το σχοινί γιατί θα κοπεί» της απάντησε ήρεμα.
«Το κομμένο;» τον ρώτησε η Ναταλία πηγαίνοντας προς την κουζίνα.
«Θα κάνεις σκηνή μπροστά στα παιδιά;» συνέχισε ο Βασίλης ατάραχα. Ο Θανάσης ετοιμάστηκε για τον καυγά που έβλεπε να προδιαγράφεται μπροστά του. Ήταν ο μόνος που γνώριζε πολύ καλά τι ήταν η οργή του Βασίλη και τι την προκαλούσε. Ήταν ο μόνος που τον είχε δει να χάνει τον έλεγχο και ήξερε πως αυτό γινόταν σε δύο περιπτώσεις. Αν τον κατηγορούσαν για δειλία ή αν κάποιος, αδαής, έκανε το λάθος να προσβάλει μπροστά του την Μελίνα.
«Γιατί δεν γύρισες σπίτι χθες;» τον ρώτησε ήρεμα η Ναταλία κι ο Βασίλης έκανε νόημα στον Θανάση να παραμείνει στην θέση του. «Δεν ήθελε η Νίνα να γυρίσουμε» απάντησε ο Βασίλης.
«Ωραία. Που κοιμηθήκατε; Όλο τον κόσμο πήρα τηλέφωνο και δεν σας είδε κανείς» συνέχισε η εκείνη.
«Σε ξενοδοχείο» της απάντησε ο Βασίλης, γεμίζοντας με καφέ τις κούπες.
«Σ’ αυτήν κοιμηθήκατε;» τον ρώτησε κι εκείνος αποφάνθηκε ότι δεν είχε νόημα να συνεχίσει τα ψέματα. «Ναι» της απάντησε και το χαστούκι που έφαγε ήταν τόσο δυνατό, που του άνοιξε την μύτη. Εκείνη την στιγμή άρχισαν να γίνονται τόσα πολλά πράγματα ταυτόχρονα, που δεν τα πρόλαβε κανένας.
Ο Θανάσης με την Εύα μπήκαν στην μέση για να τους χωρίσουν, η Ναταλία άρχισε να ουρλιάζει και ο Βασίλης να γελάει. Μόνο που η Ναταλία έκανε το λάθος να προσβάλει την Μελίνα και μέσα σε μία και μόνη στιγμή, το βλέμμα του Βασίλη αγρίεψε και γυάλισε. Ο Θανάσης έπεσε πάνω του και τον κράτησε στον πάγκο της κουζίνας για να αποφευχθούν τα χειρότερα και η Ναταλία, που ήταν έτοιμη να επιτεθεί, έκανε ένα βήμα πίσω μόλις άκουσε την παραμορφωμένη, από την οργή, φωνή να βγαίνει από το στόμα του Βασίλη.
«Τολμάς, ρε τελευταία ξεκωλιάρα, να πιάνεις στο στόμα σου την Μελίνα, ύστερα από αυτά που έχεις κάνει; Προσευχήσου στον θεό σου, αν υπάρχει, να βάλει το χέρι του και να σε σώσει, γιατί θα σε κάνω να παρακαλάς, να είχες σκοτωθεί εσύ αντί για την αδερφή σου! Έχεις το λόγο μου ότι θα παλέψω για να καταστρέψω οτιδήποτε αγάπησες, αγαπάς ή έχεις σκοπό να αγαπήσεις! Άκουσες; Τίποτα δεν θα αφήσω όρθιο! Τίποτα! Απειλές του τύπου «θα σε σκοτώσω» και « θα σου πάρω το παιδί», δεν περνάνε εδώ, κοριτσάκι! Να δω, μωρή χαμούρα, με τι μούτρα θα πας να αντικρίσεις τους γονείς σου. Με τι φωνή θα πας να μιλήσεις στην μάνα σου, που τόσα χρόνια με έψελνε για τα χίλια μύρια όσια; Τι θα της πεις, μωρή ξεφτιλισμένη παλιοπουτάνα; Ότι είχες τον μαλάκα στο σπίτι για να σε φροντίζει, ενώ εσύ πηδιόσουν όπου γούσταρες; Τι θα της πεις ρε πατσαβούρα; Ότι δεν είχες χρόνο για το παιδί, επειδή δεν έσωνες από το πήδημα; Σάλτα και γαμήσου γιατί μόνο αυτό έμαθες να κάνεις στην μίζερη ζωή σου! Σάλτα και γαμήσου και εξαφανίσου από μπροστά μου, ηλίθια, τυχάρπαση, που νομίζεις ότι έπιασες τον θεό απ’ τ’ αρχίδια! Σου έκλεισα όλες τις πόρτες στο Σαράγεβο; Τώρα να δεις τι έχω σκοπό να σου κάνω! Θα ακούς Βασίλης και θα βλαστημάς την ώρα και την στιγμή που μου κρατούσες κρυφό το ότι είσαι έγκυος! Νόμιζες ότι δεν το ήξερα; Έχεις την εντύπωση ότι τόσα χρόνια δεν ήξερα τι μου γινότανε; Ότι δεν ήξερα πως μέχρι και εδώ έφερνες όσους σε πηδούσαν; Mark my words; death would be much more preferable, than the hell I’m going to introduce in your putrid, pathetic life!»
«Έλα ρε πασά μου… Ηρέμησε ρε φίλε…» μουρμούρισε ο Θανάσης όταν ο Βασίλης είχε πια σωπάσει. «Άσε με» του απάντησε εκείνος ήρεμα, φτύνοντας το αίμα που έτρεχε από την μύτη του, στον νεροχύτη.
«Ηρέμησε» επανέλαβε ο Θανάσης. Η Εύα κοίταζε νευριασμένα την Ναταλία που είχε σαστίσει στο άκουσμα του παραληρήματος του Βασίλη. «Φύγε. Φύγε γιατί αν τον αφήσει ο Θανάσης, δεν θα σε γλυτώσει κανείς. Φύγε, δώσε τόπο στην οργή και φύγε» είπε χαμηλόφωνα στην Ναταλία.
Η μύτη του Βασίλη μάτωνε ακατάσχετα κι εκείνος, που πάντοτε φοβόταν τα νοσοκομεία και τους γιατρούς, δεν άφηνε την Εύα να την δει. «Μην κάνεις σαν μικρό παιδί, σοβαρέψου! Γιατρός είμαι. Να την δω θέλω μόνο!» τον μάλωσε η Εύα, όταν έφυγε η Ναταλία από το σπίτι.
«Με δουλεύεις; Όχι!» της φώναξε ο Βασίλης που ρουφούσε την μύτη του.
«Ρε Βασίλη…» άρχισε ο Θανάσης.
«Αφού δεν είναι γιατρός βρε μαλάκα, ιατροδικαστής είναι, που ξέρει από μύτες; Όχι, εντάξει είμαι, θα σταματήσει» συνέχισε να φωνάζει ο Βασίλης.
«Τελείωνε ρε φοβητσιάρη! Ένα λεπτό θα κάνω! Και, για να ξέρεις, βλαμμένο παιδί, τελείωσα ιατρική για να γίνω ιατροδικαστής. Δεν είμαι καμιά τυχάρπαστη, σαν την γυναίκα σου, που ποιος ξέρει με ποιους κοιμόταν για να πάρει το διδακτορικό της!»
«Καλα, ναι, εδώ έχεις ένα δίκιο…» μουρμούρισε ο Βασίλης σκυθρωπα, πριν αφήσει την Εύα να κοιτάξει την μύτη του.
«Σπασμένη» είπε άηχα η Εύα στον Θανάση. Ενώ προσπαθούσε να περιποιηθεί την μύτη του Βασίλη, έφτασε η αστυνομία στο σπίτι. Ήταν τόσο άσχημος ο καυγάς και τέτοιες οι φωνές του Βασίλη, που κάποιος γείτονας τους κάλεσε για να αποφευχθούν τα χειρότερα.
Το «διώκεται αυτεπαγγέλτως» ήταν κάτι που στα αυτιά του Βασίλη δεν ακουγόταν καλά, μα δεν μπορούσε να πει κάτι για να τους μεταπείσει. Ήταν τα τραύματά του τέτοια, που μαρτυρούσαν πως είχε φάει αρκετό ξύλο. «Ρε παιδιά, θα μπορούσα να σηκώσω το χέρι μου και να την σακατέψω. Είμαι κατά της βίας και πλέον δεν έχει νόημα να την κυνηγήσω. Θα κινηθώ δικαστικά, θα πάρω διαζύγιο και τελείωσε η υπόθεση» είπε ο Βασίλης, αλλά τα όργανα της τάξης δεν σήκωναν κουβέντα. Μέχρι την στιγμή που του είπαν πως στο δικαστήριο θα έπαιζε σημαντικό ρόλο για την κηδεμονία του παιδιού, ο Βασίλης δεν μιλούσε. Μόνο τότε λύθηκε η γλώσσα του.
«Έχει χτυπήσει και την κόρη σας;» τον ρώτησε ο ένας εκ των δύο κι ο Βασίλης κάγχασε. «Αν σήκωνε χέρι στο κορίτσι μου, θα σας την έστελνα σε φέρετρο» του απάντησε μισοαστεία και μισοσοβαρά
Μέχρι το απόγευμα, ο Βασίλης είχε περάσει από τμήμα, ανακριτή και νοσοκομείο για την μύτη του. Επέστρεψε στο ρημαγμένο σπίτι για να μαζέψει τα πράγματά του, μα τα περισσότερα, αν όχι όλα, τα είχαν ήδη κουβαλήσει ο Θανάσης με την Εύα.
«Να ‘σαι καλά παλιόφιλε» μονολόγησε ο Βασίλης, όταν παρατήρησε πως ο υπολογιστής του δεν ήταν πια στην θέση του. Άνοιξε το χρηματοκιβώτιο και πέταξε βιαστικά όλα του τα περιεχόμενα σε μια σακούλα. Πήρε όλες τις φωτογραφίες της Νίνας και έλεγξε όλο το σπίτι, μη τυχόν και είχε ξεχάσει κάτι άλλο. Οι ντουλάπες στα δωμάτια ήταν άδειες, τα βιβλία και τα παιχνίδια της Νίνας έλειπαν και τα λιγοστά κειμήλια που δεν είχε ήδη μαζέψει ο Βασίλης, βρίσκονταν στην σακούλα με τα περιεχόμενα του χρηματοκιβωτίου. Γύρισε στο σαλόνι, έσβησε τα φώτα κι έφυγε από το σπίτι του με ήρεμη συνείδηση, μα μ’ ένα κεφάλι που βούιζε.
Δεν ρίσκαρε να οδηγήσει την μηχανή και πήρε ταξί για το σπίτι της Μελίνας. Άνοιξε την πόρτα μ’ ένα έξτρα ζευγάρι κλειδιά που κρατούσε ο Λάμπρος για ώρες ανάγκης, το οποίο είχε βουτήξει βιαστικά πριν φύγει απ το σπίτι. Είδε στο σαλόνι την Νίνα και την Μελίνα να παίζουν μουσική. «Τα κορίτσια μου παίζουν κιθάρα και αρμόνιο; Τι άλλο θα δω;» σχολίασε χαμογελαστά. Η Νίνα γύρισε και κοίταξε την μύτη του με τρόμο.
«Εντελώς απρόσεχτος!» πετάχτηκε η Μελίνα. «Πως έπεσες, μπέμπη, πάνω στην τζαμαρία;» συνέχισε η Μελίνα, που είχε μάθει τι είχε συμβεί από τον Θανάση. Έφτιαξαν μια ιστορία και την συμφώνησαν μεταξύ τους, για να μην χρειαστεί να μάθει τι πραγματικά διαδραματίστηκε εκείνο το πρωί, η Νίνα.
«Αν την έβλεπα, θα έπεφτα πάνω της;» την ρώτησε ο Βασίλης που προσπαθούσε να γελάσει και η Νίνα έτρεξε πάνω του και τον αγκάλιασε. «Πέρασες καλά;» την ρώτησε, καθώς καθόταν στον καναπέ κι εκείνη άρχισε να μιλάει πολύ γρήγορα. «Πήγαμε με τον Λάμπρο στο κέντρο με λεωφορείο, φανταστική η διαδρομή. Γυρίσαμε κι έλειπες, φάγαμε, μετά μας πήρε τηλέφωνο ο Σάκης και μας είπε πως τράκαρες με την τζαμαρία· αμάν ρε μπαμπά, απρόσεχτος μια ζωή· μου ‘φερε και το αρμόνιο απ’ το σπίτι και καθίσαμε με την Μελίνα να παίξουμε».
«Τακτοποιήσαμε τα ρούχα της και τα παιχνίδια της στο ροζ δωμάτιο. Το λάτρεψε» σχολίασε η Μελίνα.
«Τέλειο, μπαμπά! Έχει και τέλειο παράθυρο με τέλεια θέα!» αναφώνησε η Νίνα.
«Το ξέρω, καρδιά μου. Το ξέρω» της απάντησε νοσταλγικά ο Βασίλης.
«Τι θα κάνουμε;» τον ρώτησε η Μελίνα.
«Είπα στα παιδιά να περάσουν από εδώ, αργότερα. Τόσα χρόνια έχεις να τους δεις. Σκέφτομαι να πάρω και την Νίκη…»
«Η Νίκη, Βασίλη, πήρε τον δρόμο που ‘χε πάρει κάθε ένας από εμάς στο παρελθόν. Την αυτοεξορία. Άφησέ την προς το παρόν».
«Δεκτό» απάντησε ο Βασίλης, κοιτάζοντας την απορημένη Νίνα. «Θα ‘ρθει η λατρεία σου, ο Τάσος» της είπε πριν γυρίσει στην Μελίνα. «Σου ‘πε για τον Τάσο;»
«Τι;» έκανε πονηρά η Μελίνα.
«Όταν ήταν μικρότερη, ήθελε να τον παντρευτεί. Έπρεπε να δεις ζήλιες που έκανε, τότε που…»
«Μπαμπά!» φώναξε η Νίνα που είχε κοκκινίσει.
«Κάτι μου θυμίζει αυτός ο τόνος» σχολίασε αόριστα ο Βασίλης, πριν βάλει τα γέλια κι αγκαλιάσει την κόρη του. Τον χτύπησε παιχνιδιάρικα εκείνη. «Είδες, το μαφιοζάκι μου;» μουρμούρισε ο Βασίλης κι η Μελίνα έγνεψε καταφατικά.
Οι πρώτοι που έφτασαν στο σπίτι, ήταν ο Θανάσης με την Εύα. Κάθισαν στο σαλόνι κι έπιασαν την κουβέντα με τον Βασίλη και την Μελίνα. Οι άντρες έλεγαν τα δικά του, οι γυναίκες είχαν πιάσει κουβέντα περί του επαγγέλματος. Πετάχτηκε απ’ το πουθενά ο Λάμπρος κι έβαλε τα γέλια με την ιατρική συζήτηση. «Ο μπαμπάς είναι ψυχίατρος» διευκρίνισε για την Εύα, η Μελίνα.
«Συνάδελφος» σχολίασε εκείνη.
«Όχι, όχι, όχι. Ο πατέρας μου ήταν γιατρός. Εγώ είμαι άνθρωπος. Έχω βγάλει την ταμπέλα από πάνω μου εδώ και χρόνια» απάντησε καθώς πήγαινε προς την κουζίνα.
«Ο μπαμπάς είναι εργασιομανής. Φαντάσου ότι όταν έκανε το διδακτορικό του, εγώ διάβαζα μαθηματικά στο δημοτικό…»
«Κάνετε έρευνα;» ρώτησε η Εύα κι ο Βασίλης με την Μελίνα κοιτάχτηκαν πριν βάλουν τα γέλια. «Θα σ’ αρχίσει» μουρμούρισε ο Βασίλης.
«Δεν είμαστε πολλοί, κορίτσι μου. Ένας είμαι. Ένας. Λάμπρο να με λες».
«Ρε συ Λάμπρο, δεν είσαι πια σαράντα…» του είπε ο Βασίλης.
«Είμαι πενήντα εφτά, και;» απάντησε εκείνος καθώς επέστρεφε στο σαλόνι με μια μπύρα.
«Δεν θα βγάλεις άκρη, Εύα» είπε ο Βασίλης.
«Έφυγα, παιδάκια!» έκανε πρόσχαρα ο Λάμπρος, προτού ξαναχωθεί στο γραφείο του.
Όταν χτύπησε το κουδούνι, η Νίνα έτρεξε να ανοίξει. Είδε τον Τάσο να στέκει δίπλα σε μια ξανθιά γυναίκα και σάστισε. «Τι ρε φάτσα;» την πείραξε ο Τάσος, ενώ η μικρή κοίταζε με δέος την Αλεξάνδρα. «Ναι, μου ρίχνει καμιά εικοσαριά πόντους…»
«Νίνα, θα βάλεις τον κόσμο μέσα;» ρώτησε ο Βασίλης από τον καναπέ. Τους άνοιξε η Νίνα την πόρτα, μπήκαν μέσα, χαιρετήθηκαν, συστήθηκαν οι γυναίκες κι ύστερα έπιασαν όλοι μαζί την κουβέντα. Η Νίνα ένιωθε πως δεν χωρούσε πια στην παρέα των μεγάλων, αλλά αποφάσισε να καθίσει μαζί τους. Την παρατηρούσε σκεφτικά ο Βασίλης. Της έκανε νόημα να πάει προς το μέρος του. «Αν δεν είχες πολλές ελπίδες όταν ήταν με την κοντή, τώρα δεν έχεις καμία» την πείραξε, ψιθυρίζοντας και η Μελίνα έβαλε τα γέλια. «Αμάν ρε μπαμπά!» του απάντησε αγανακτισμένα.
«Γιατί, μάτια μου, ψέματα λέω;»
«Τι λες πάλι ρε φευγάτε;» πετάχτηκε ο Τάσος.
«Για την φίλη σου».
«Σιγά μην είναι φίλη του» σχολίασε χαμηλόφωνα η Νίνα.
«Φίλοι είναι» την ενημέρωσε ο Βασίλης.
«Ναι… Όσο δεν απατούσες χθες την μαμά» του απάντησε η μικρή.
«Έτερον εκάτερον. Τάσο; Να σε κάνω γαμπρό ρε;» φώναξε ο Βασίλης.
«Μπαμπά!» φώναξε με προειδοποιητικό τόνο η Νίνα και η παρέα έβαλε τα γέλια μαζί της. Μόνο η Μελίνα δεν γέλασε. Αγριοκοίταξε τον Βασίλη που ήταν δίπλα της, πριν μιλήσει. «Λίγα με το κορίτσι γιατί…»
«Τι θα μου κάνεις;» την πείραξε χαμογελώντας.
«Πολλά μπορώ να σου κάνω» του απάντησε κρυπτικά. Χώθηκε ανάμεσά τους η Νίνα και αγκάλιασε την Μελίνα. «Παρ’ τε να δείτε τι θα πάθετε, όσοι θέλετε παιδιά» είπε ο Βασίλης, δείχνοντας τα κορίτσια του, που ήταν αγκαλιασμένα.
Περιστράφηκε γύρω από πολλά θέματα εκείνη η μεγάλη συζήτηση. Μίλησε ο Βασίλης για την σκληρή πραγματικότητα. Έπειτα έπιασαν συζήτηση οι μουσικοί της παρέας, ο Τάσος, η Μελίνα και η Νίνα, ενώ η Αλεξάνδρα ανέλυε στον Βασίλη και την Εύα, το σπίτι που σχεδίαζε για τον Θανάση. Αφού πρώτα την έβριζε ο Θανάσης, γιατί, υποτίθεται πως ήθελε να κάνει έκπληξη στην Εύα κι εκείνη του το χάλασε. Νύσταξε η μικρή κατά τις έντεκα και αποσύρθηκε. Συζητούσαν περί ανέμων και υδάτων για αρκετή ώρα, πριν γυρίσει την συζήτηση στο φλέγον θέμα ο Τάσος. «Βαστάς;» ρώτησε τον Βασίλη.
«Τον κόσμο στην πλάτη μου» απάντησε εκείνος.
«Είσαι σίγουρος γι αυτά που κάνεις;» ρώτησε ο Θανάσης.
«Περισσότερο από κάθε άλλη φορά».
«Βασίλη…» ξεκίνησε η Εύα, μα δεν πρόλαβε να συνεχίσει.
«Έχω πολύ καλό δικηγόρο και ακόμη καλύτερο σχέδιο. Αλεξάνδρα; Ερωτήσεις; Απορίες; Κάτι, τέλος πάντων;»
«Δεν ξέρω…» μουρμούρισε σαστισμένα. «Μου τα είπε ο Τάσος… Αποφασίσαμε να συζήσουμε…»
«Γυρίσαμε πίσω στις παλιές αγάπες» απευθύνθηκε προς τον Βασίλη ο Τάσος, διακόπτοντας την Αλεξάνδρα και τους συνειρμούς της. Ζύγισε εκείνη την πρόταση στο μυαλό του ο Βασίλης και κάγχασε. «Ή… Δεν φύγαμε ποτέ» του απάντησε κι ύστερα πήρε αγκαλιά την Μελίνα.
«Άνοιξες πολλά μέτωπα» πετάχτηκε ο Θανάσης.
«Έπρεπε. Τριάντα και ξημερώνει. Μέχρι την παραμονή των Χριστουγέννων θα τα έχω κλείσει όλα. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο» απάντησε κοφτά ο Βασίλης.
«Αντίστροφη μέτρηση…» μουρμούρισε η Μελίνα.
«Για ποιο πράγμα;» ρώτησε ο Θανάσης.
«Όλα επιστρέφουν, παλιόφιλε. Και όλα, μα όλα, στο τέλος, πληρώνονται» μονολόγησε κρυπτικά και με μοχθηρό τόνο ο Βασίλης.
«Δεν έχει σκοπό να πει» δήλωσε γελώντας ο Τάσος.
«Αφού, ρε, έχει σχέδιο!» πετάχτηκε ο Θανάσης, αφού έβαλε κι εκείνος τα γέλια.
«Δε γαμιέστε ξέρω ‘γω;» είπε με αγανάκτιση ο Βασίλης, πριν γυρίσει τη συζήτηση σε κάτι πιο ανάλαφρο.
Κοίταζε το σαλόνι του καπιταλιστικού η Εύα, μόλις επέστρεψαν από την απογευματινή τους επίσκεψη κι ένιωθε ότι άρχιζε να της λείπει. Πήγε να πει κάτι στον Θανάση, μα ήξερε ότι θα την έβριζε, με το δίκιο του. Εκείνη ήταν που είχε φαγωθεί να ζήσουν σε κάτι ανθρώπινο. Έβγαλε τα παπούτσια της και ξάπλωσε στον καναπέ. «Απορώ πώς, με τέτοιες φάτσες που κουβαλάτε, καταφέρατε και έχετε τέτοιες γυναικάρες δίπλα σας. Καλά, η Μελίνα, δεν παίζεται. Δε λέω, είχε μπάνικα γκομενάκια δίπλα του ο Βασίλης, αλλά σε σχέση με τις πρώην του… Εντάξει, τι να λέμε τώρα… Γυναικάρα με τα όλα της» σχολίασε για να δει τον Θανάση να την στραβοκοιτάει.
«Από ‘δω το πας, από εκεί το φέρνεις, πάλι στο σεξ καταλήγεις. Απορώ, το μυαλό σου δεν το έχεις πουθενά αλλού;» την ρώτησε ενώ καθόταν δίπλα της.
«Όχι;»
«Το φαντάστηκα».
«Ξέρεις τι;» άρχισε εκείνη.
«Τι;»
«Θα σου πω αλλά δεν θα τσιμπήσεις… Άου! Προκαταβολική ρε βλάκα; Ορεξούλες έχεις;»
«Ξέρω τι θα πεις και η απάντηση είναι όχι» της είπε χαμογελώντας.
«Τι θα πω;»
«Σου γυάλισε η Μελίνα».
«Είσαι τρελός; Θα με στείλει πελάτισσα στο δικό μου μαγαζί ο Βασίλης. Αν και δεν συγκρίνεται με την μπάρμπι του Τάσου, έχει, η άτιμη, μια κω- ΆΟΥ! Σοβαρέψου ρε!»
«Δεν με προτιμάς σοβαρό».
«Η αλήθεια είναι πως όχι. Αλλά, σοβαρά, η κοπέλα… ΑΟΥ!»
«Όχι».
«Γιατί;»
«Τι γιατί; Αφού δεν ξέρεις τι θα πω!» του φώναξε παιχνιδιάρικα η Εύα.
«Κάποια μαλακία έχεις στο μυαλό σου, όπως, το να ψήσεις τον Βασίλη να κάνετε τρίο για να τον τουμπάρεις και να κάνεις κάτι με την Μελίνα ή κάτι παρεμφερές. Λες και δεν σ’ έχω μάθει τόσα χρόνια. Σεξ και μόνο σεξ. Μέχρι και στο βιογραφικό σου πήγες να το γράψεις. Ενδιαφέροντα: Σεξ» την πείραξε ο Θανάσης.
«Είσαι χαζός. Μετά το πρωινό, δεν υπάρχει περίπτωση ούτε να το σκεφτώ, πόσο μάλιστα να προτείνω κάτι τέτοιο στον τελειωμένο. Άσε μην με βρούνε πεταμένη σε κανένα χαντάκι».
«Τα Χριστούγεννα θα δουλέψει για τελευταία μέρα το μαγαζί. Μετά, θα δω τι θα κάνω» άλλαξε το θέμα συζήτησης ο Θανάσης και μια πρωτόγνωρη θλίψη τον κυρίευσε.
«Δεν σου πάει η καρδιά».
«Μπορεί και να μου πάει».
«Άσ’ το αυτό, έχουμε σοβαρότερα προβλήματα να λύσουμε».
«Όπως;»
«Όπως αυτό που προσπαθώ να σου πω τόση ώρα; Τι θα γίνει με την πάρτη σου; Την έχουμε πάρει την απόφαση. Θα με γκαστρώσεις μέχρι τα Χριστούγεννα;»
«Πώς καταλήξαμε πάλι στο σεξ;»
«Μόνο εκεί μπορούμε να καταλήξουμε… Μπρούσαλη, μη μου βάζεις χέρι, δεν έχω όρεξη απόψε».
«Ούτε δι αναπαραγωγικούς σκοπούς;» την ρώτησε περιπαικτικά.
«Αυτό που πάντα καταφέρνεις και με τουμπάρεις, δεν θα το καταλάβω ποτέ…»
Βαρύ ήταν το κεφάλι του Τάσου που ‘χε ξαπλώσει και προσπαθούσε να χαλαρώσει για να κοιμηθεί. «Όπως παλιά, Τάσο;» τον ρώτησε η Αλεξάνδρα κι εκείνος της χαμογέλασε, μισοκλείνοντας τα μάτια. «Όχι. Είπαμε πως θα κάνουμε μια νέα αρχή. Τα παλιά δεν χωράνε στην ζωή μας».
«Ανανεωμένο τον είδα τον Βασίλη» σχολίασε εκείνη.
«Ναι… Του έκανε καλό που γύρισε στην Μελίνα».
«Εσένα; Σου έκανε καλό;»
«Που γύρισα σ’ εσένα; Δεν ξέρω. Θα δείξει».
«Την αγαπάς ακόμα;»
«Ναι».
«Λογικό είναι. Την μισή σας ζωή, μαζί την περάσατε».
«Θα μου περάσει».
«Γιατί δεν…»
«Όχι, Άλεξ. Δεν έχει νόημα. Θέλουμε άλλα πράγματα. Ένας μίτος επικοινωνίας υπήρχε κι αυτόν τον έκοψε. Προτιμώ κάτι λιγότερο μα συνειδητοποιημένο, παρά πάθος, ζήλια, κόντρα, ασυνεννοησία και καταπίεση».
«Σε καταλαβαίνω».
«Δεν σε πονάει;» ρώτησε ο Τάσος, καθώς γυρνούσε προς το μέρος της.
«Θα μου περάσει» του απάντησε χαμογελώντας.
«Ψήνεσαι να παντρευτούμε;» είπε με το σοβαρότερό του ύφος ο Τάσος, κλείνοντάς της το μάτι.
«Δεν θ’ αλλάξεις ποτέ. Ειλικρινά το πιστεύω» μουρμούρισε η Αλεξάνδρα, πριν τον αγκαλιάσει σφιχτά.
Η Ναταλία είχε βρει καταφύγιο στο σπίτι του Πάνου, προσπαθώντας να γλυτώσει το αυτόφωρο. Την είχε ενημερώσει ο δικηγόρος της ότι έπρεπε να εξαφανιστεί από προσώπου γης κι αυτό έκανε. Κάθισαν να φάνε μαζί. Της είχε πει ο Πάνος ότι έβαζε μπροστά το διαζύγιο κι ότι θα είχαν, επιτέλους, τον δικό τους χώρο. Είχαν περάσει δύο χρόνια σ’ αυτή την κρυφή, απ’ όλους, σχέση. Ταίριαζαν τα χνώτα τους. Ήταν φτιαγμένοι απ’ την ίδια πάστα. Είχαν γνωριστεί τυχαία, μέσω μια συναδέλφου της Ναταλίας. Δύο χρόνια μαζί και κανείς από τους δύο δεν είχε κάνει τον συσχετισμό. Κανείς δεν είχε παρατηρήσει εκείνο το αόρατο χέρι που προσπαθούσε να σμίξει τους δρόμους τους με τόσους διαφορετικούς τρόπους. Πολλοί κοινοί γνωστοί κι ένας μόνο κοινός παρονομαστής. Ο Βασίλης. Μόνο που δεν τους πήγαινε το μυαλό ότι εκείνο ήταν ένα απ’ τα δικά του σχέδια.
«Επιτέλους, κυρία Ντιλμπέροβιτς, θα ξυπνήσουμε ένα πρωί μαζί» της είπε γλυκά.
«Έπρεπε, κάποια στιγμή, κύριε Λάγιο, να το κάνουμε» του απάντησε κι εκείνη στον ίδιο τόνο.
«Τι θα κάνεις, μωρό, με το διαζύγιο;»
«Θα τον πατήσω κάτω. Θα του πάρω το παιδί. Στην ανάγκη, θα ψάξω για δουλειά στο εξωτερικό και θα φύγουμε μαζί με την μικρή».
«Στο εξωτερικό;» απόρησε ο Πάνος.
«Τρεις μας» του είπε χαρωπά η Ναταλία.
«Δύσκολο…»
«Δεν θες παιδιά;»
«Δεν ξέρω… Πόσο είναι η μικρή;»
«Δέκα».
«Δεν είναι μικρή… Καταλαβαίνει…»
«Είναι δύσκολο, γλυκέ μου, το ξέρω. Αλλά, ειλικρινά, δεν θα του τη χαρίσω αυτή τη φορά».
«Γιατί τόσο μένος ρε μωρό;»
«Δεν τον ξέρεις τον Βασίλη…»
«Κωλάνθρωπος;»
«Απ’ τους χειρότερους».
«Γιατί δεν χώριζες νωρίτερα;»
«Δεν ξέρω» μονολόγησε η Ναταλία, πίνοντας λίγο κρασί. «Είχε κάτι πάνω του αυτός ο άνθρωπος, δεν ξέρω τι, μη με ρωτήσεις. Τον πρώτο καιρό ήμασταν καλά. Μετά αφοσιώθηκε στο παιδί και πέρασα σε δεύτερη μοίρα. Ίσως να έπρεπε να το διαλύσουμε νωρίτερα…»
«Ίσως να έπρεπε. Ίσως να πρέπει να πάμε να μείνουμε στη Βοσνία» της απάντησε χαμογελώντας.
«Ίσως. Τουλάχιστον, εκεί δεν θα έχουμε στο μυαλό μας και τους πρώην μας».
«Δεν είναι από εκεί;»
«Όχι. Έλληνας είναι».
«Δεν μου ‘χεις μιλήσει ποτέ γι αυτόν…»
«Ούτε εσύ μου μίλησες ποτέ για την πρώην σου. Τι ήθελες να σου πω γι αυτόν;»
«Τι σόι άνθρωπος είναι, ας πούμε».
«Φευγάτος» μουρμούρισε η Ναταλία.
«Φευγάτος;» απόρησε ο Πάνος, κοιτάζοντάς την τρομαγμένα.
«Τι έπαθες;» ρώτησε η Ναταλία που είχε απορήσει με την όψη του.
«Τι εννοείς όταν λες πως είναι φευγάτος;» συνέχισε ο Πάνος, αφού κατέβασε μονορούφι το κρασί του.
«Πάνιασες…»
«Το ξέρω. Πες μου» επέμεινε εκείνος.
«Τι να σου πω; Τι εννοώ; Δεν εννοώ κάτι. Έτσι τον φωνάζουν. Φευγάτο» απάντησε η Ναταλία για να τον δει να πιάνει το κεφάλι του και να βλαστημά άηχα. «Τι έπαθες, μωρό μου;»
«Αυτή τη στιγμή μου λες ότι είσαι παντρεμένη με τον φευγάτο. Με τον Βασίλη τον Καραγιώργο. Που πήγαινε στο δέκατο έκτο. Που κάνει παρέα με τον Τάσο τον Ζορμπά και τον Σάκη τον Μπρούσαλη. Αυτό μου λες;» την ρώτησε ξεψυχισμένα κι όταν την είδε να γνέφει με απορία, καταφατικά, σηκώθηκε από το τραπέζι κι άρχισε να κόβει βόλτες στην κουζίνα.
«Θα μου πεις τι έπαθες;» τον ρώτησε ήρεμα η Ναταλία.
«Θα σου πω τι ξέρω. Μαύρισε η καλή καρδιά του φευγάτου. Αυτό έφτασε στ’ αυτιά μου…»
«Παναγιώτη;»
«Ή Άννα. Η Άννα η Βασιλείου που μας γνώρισε…» τραύλισε ο Πάνος.
«Ναι, η Άννα, τι;»
«Αυτή μου το είπε, χθες. Με πήρε τηλέφωνο αξημέρωτα. «Μαύρισε η καλή καρδιά του φευγάτου» μου είπε πριν βάλει τα γέλια και με ρωτήσει τι σκατά σημαίνει αυτό. Θεώρησε πως θα γνώριζα επειδή κάναμε παρέα πριν χρόνια. Όχι ρε γαμώτο. Όχι. Δεν γίνεται».
«Τι δεν γίνεται;» άρχισε να νευριάζει η Ναταλία με την ανεξήγητη συμπεριφορά του.
«Οι κοινοί γνωστοί…»
«Όντως, έχουμε πολλούς, αλλά…»
«Η Καλέση είναι πρώην του Βασίλη. Γαμώ το κερατάκι μου, γιατί δεν μου έκοψε λίγο; Η Έλενα… Συμφοιτήτριά σου, πρώην του, πώς δεν έκανα ποτέ τον συσχετισμό, γαμώ;» φώναξε ο Πάνος.
«Μπορείς να μου πεις τι έπαθες;»
«Σήκω να φύγουμε. Σήκω, μη με κοιτάς. Πάμε σε ξενοδοχείο. Αν το ξέρει ο φευγάτος, που κόβω το κεφάλι μου ότι το ξέρει, θα μας στείλει τους τσέους πρωί – πρωί. Γαμώ και τρισγαμώ».
«Τους ποιους; Ηρέμησε, παιδί μου! Τι σκατά σ’ έπιασε τώρα;» συνέχισε με απορία η Ναταλία. Σηκώθηκε ο Πάνος όρθιος κι άρχισε να σκαλίζει τα ράφια της βιβλιοθήκης. «Γαμώ… Τις πήρε όλες…» μουρμούρισε αναθεματίζοντας την Μελίνα. «Δεν μπορεί… Κάπου θα έχω κάποια…»
«Τι ψάχνεις;»
«Να σου δείξω την πρώην μου» απάντησε κοφτά εκείνος.
«Να την κάνω τι;»
«Δεν έχεις απορία να δεις πώς είναι η Μελίνα του Βασίλη;» της γύρισε με πικρία ο Πάνος. Τα έχασε η Ναταλία. «Η… Του… Δεν..»
Ο Πάνος ξέθαψε μια παλιά και ξεθωριασμένη φωτογραφία και την έδωσε στην Μελίνα. Ύστερα γέμισε το ποτήρι του με κρασί, το κατέβασε κι άρχισε να μιλάει. Της είπε την ιστορία. Μάλλον, όχι την ιστορία όπως διαδραματίστηκε, αλλά μία ιστορία που είχε πολλά κενά. Εκείνος ήταν ερωτευμένος με την Μελίνα κι εκείνη τον έγραψε κανονικά, γιατί ήθελε να κάνει κάτι με τον Βασίλη. Εκείνος την κυνηγούσε και η Μελίνα τον έφτυνε. Ο Βασίλης χώρισε με την Έλενα γιατί τον απάτησε και τα έριξε στην Μελίνα. Από τότε τα έσπασαν και σταμάτησαν να μιλάνε. «Ο δρόμος σου κι ο δρόμος μου, του είχα πει κάποτε» μουρμούρισε ο Πάνος. Του έπιασε το χέρι η Ναταλία, χαμογελώντας μελαγχολικά. «Κωλάνθρωποι» σχολίασε κι ο Πάνος συμφώνησε μαζί της, γνέφοντας.
«Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί τον φοβάσαι;» τον ρώτησε.
«Κάποτε υπήρχε μια ομερτά στην παρέα. Δεν μιλούσε κανείς για κανένα, αν δεν ήμασταν όλοι μπροστά. Ύστερα κάπου στράβωσε. Μου είπαν οι άλλοι να κάνω πίσω, μαλώσαμε, έσκασε κι αυτή η ιστορία με την Έλενα, έπρεπε να μιλήσω στον Βασίλη, δείλιασα γιατί φοβήθηκα πως θα έκανε κίνηση προς την Μελίνα… Τι τα σκαλίζεις; Πάνε χρόνια από τότε. Κοντά δεκαπέντε χρόνια…»
«Γιατί το άφησες έτσι;»
«Γιατί έμπλεξα, άθελά μου, Ναταλία. Γνώρισα κάποιο φίλο στην Έλενα. Πού να ήξερα ότι θα τα έμπλεκε μαζί του και ότι θα απατούσε τον Βασίλη, ότι θα τον παραμύθιαζε κι όλα τα συναφή; Ή θα έβγαινα φταίχτης, ή θα έχανα την Μελίνα. Στην τελική, τότε, τα κατάφερα και τα δύο. Όλο αυτό είναι μια παιδική ανωριμότητα που φτάνει μέχρι το σήμερα» της απάντησε κοφτά.
«Τι θα κάνουμε;»
«Ξενοδοχείο μέχρι να περάσει το αυτόφωρο και βλέπουμε» απάντησε ο Πάνος, προτού σηκωθεί από το τραπέζι και αρχίσει να το μαζεύει βιαστικά.
Κανένας από τους δύο δεν παρατήρησε εκείνο το μαύρο τζιπ που έμοιαζε να τους ακολουθεί. Οδηγούσαν αργά μέσα στους άδειους δρόμους της πόλης. Πάρκαραν το αυτοκίνητο δίπλα από κάποιο φτηνό ξενοδοχείο, κατέβηκαν με τα πράγματά τους, και χώθηκαν μέσα, αδιαφορώντας για το τι γινόταν γύρω τους. Σταμάτησε το τζιπ μπροστά απο το ξενοδοχείο και κατέβηκε το τζάμι του οδηγού. Ο ξυρισμένος τύπος τους παρατήρησε καθώς έμπαιναν μέσα κι έπιασε το κινητό για να δώσει αναφορά στο αφεντικό του. Έγραψε ένα μήνυμα και περίμενε την απάντηση που ήξερε ότι θα αργούσε.
«Θα το αναλάβουν ο Μήτσος με τον Πάρη. Τράβα στο μαγαζί» έγραψε το λιτό μήνυμα που έφτασε λίγο πριν τις τέσσερις. Το κοίταξε με απορία. «Θα μας φάνε τα δρομολόγια ρε αφεντικό» μονολόγησε ενώ προσπαθούσε να δρομολογήσει εκείνη την δουλειά.
Ο Πάνος βγήκε από το ξενοδοχείο λίγο πριν χαράξει. Προσπαθούσε να θυμηθεί αν θα έβρισκε κάποια ανοιχτή καφετέρια για να πάρει καφέ για τον εαυτό του και την Ναταλία. Δεν είχαν ύπνο εκείνο το βράδυ. Συζητούσαν για τις ζωές τους κι όσο πήγαινε η κουβέντα, τόσο περισσότερο μαύριζε το μέσα τους. Ήταν τέτοιες οι προοπτικές τους που δεν τους άφηναν να δουν ότι και εκείνοι έσφαλαν κάπου. Πίστευαν, ακράδαντα, πως όλοι γύρω τους ήταν λάθος και πως μόνο εκείνοι οι δύο είχαν δίκιο. «Πρέπει να έχει…» μουρμούρισε ενώ κοίταζε δεξιά και αριστερά. Κατηφόρισε προς το κέντρο, ελπίζοντας ότι θα έβρισκε κάτι ανοιχτό.
Θα είχε ένα τέταρτο στο δρόμο, όταν άκουσε μια μηχανή μεγάλου κυβισμού, να ουρλιάζει στους κόφτες της. Σήκωσε τα μάτια από το πεζοδρόμιο και κοίταξε στην απόσταση. Δεν είδε τίποτα, αλλά άκουγε τον ήχο που πλησίαζε. Ύστερα έκοψε. «Τρελόπαιδα» μουρμούρισε σκεφτικά. Ξανάκουσε το μαρσάρισμα. Δεν έδωσε σημασία μέχρι που συνειδητοποίησε πως τον πλησίαζε. Αδιαφόρησε. Είδε την μηχανή να τον προσπερνάει κι άκουσε το φρενάρισμά της. «Λάγιος!» άκουσε μια βραχνή φωνή στην απόσταση. Κοντοστάθηκε και κοίταξε πίσω του. Ο μηχανόβιος στεκόταν πάνω στην μηχανή που ήταν σταματημένη σε μια διασταύρωση, πενήντα μέτρα μακριά. «Ο Βασίλης. Αυτός μου έλειπε τώρα» συλλογίστηκε ο Πάνος.
«Πού πας, ρε χαμένο κορμί, τέτοια ώρα;» ρώτησε εκείνος, ενώ έκανε αναστροφή και πήγαινε προς το μέρος του.
«Ψάχνω να βρω τίποτα ανοιχτό για να πάρω καφέ» απάντησε κοφτά εκείνος, που δεν είχε όρεξη για πρωινή συζήτηση.
«Κατέβα στην Χρυσοστόμου Σμύρνης, έχει ένα μπουγατσάδικο εκεί. Δεν κλείνει ποτέ. Αλλιώς, κλασσικά, αυτό που είναι απέναντι από το νοσοκομείο» είπε ο μηχανόβιος μόλις σταμάτησε μπροστά του.«Όλα καλά;» συνέχισε με πρόσχαρο τόνο, κατεβαίνοντας από την μηχανή. Δεν είχε βγάλει το κράνος του και κρατούσε στο χέρι του ένα ακόμη. «Κοίτα να δεις σε τι άτομα τα δίνει τα λεφτά ο Θεός» σκέφτηκε ο Πάνος, πριν απαντήσει με ένα ξερό «καλά».
«Θα μπω στο ψητό, γιατί βιάζομαι. Έχεις τριάντα μέρες για να βάλεις μυαλό στην Ναταλία. Κάποιος θέλει συναινετικό διαζύγιο και την κηδεμονία της Νίνας. Το πώς θα το καταφέρεις, είναι κάτι που δεν με απασχολεί» δήλωσε κοφτά ο μηχανόβιος. Έβγαλε ένα τσιγάρο από το πακέτο του για τον Πάνο, μα εκείνος αρνήθηκε ευγενικά. «Είκοσι εννιά και χάραξε, ποζερά…»
«Ανοίξαμε βεντέτα και δεν το θυμάμαι;» ρώτησε υπεροπτικά ο Πάνος.
«Τώρα; Εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Ήρθε η στιγμή να κλείσουμε τους λογαριασμούς μας» σχολίασε με γαλήνιο ύφος ο άλλος.
«Πότε, ρε Βασίλη, ανοίξαμε πόλεμο εμείς οι δύο και δεν το θυμάμαι;» ρώτησε ο Πάνος νευριασμένα.
«Πότε; Δεν ξέρεις πότε;»
«Όχι, δεν ξέρω πότε. Προς τι οι απειλές, φευγάτε;»
«Κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα να κάνει αυτό που πραγματικά θέλει, αρκεί να μην παίρνει τους άλλους στο λαιμό του κι εσύ, ποζερά, πήρες στο λαιμό σου ένα άτομο που πραγματικά συμπαθούσα» του απάντησε ο μηχανόβιος, περιμένοντας ότι θα καταλάβει ακριβώς που αναφερόταν.
«Δεν σε πιάνω, φευγάτε».
«Δεν με πιάνεις…» μουρμούρισε εκείνος καθώς κατέβαινε από την μηχανή. «Για να δούμε…» μονολόγησε περιπαικτικά. «Την θυμάσαι την Νάντια;»
«Ναι, αλλά…» απάντησε ο Πάνος, στην ερώτηση που τον είχε μπερδέψει.
«Παντού υπάρχει ένα άλλα. Θα ερχόμουν νωρίτερα για να το κλείσουμε, αλλά, ήξερα ότι θα μου χρησίμευες κάποτε. Βλέπεις, με τα χρόνια, μεγαλώνοντας και γερνώντας, ο άνθρωπος αλλάζει και παραξενεύει. Πολλές φορές θέλει να κλείσει τους λογαριασμούς με το παρελθόν του. Εγώ χρωστάω κάπου, εσύ χρωστάς σε μένα, κάπως θα τα πατσίσουμε» συνέχισε ακάθεκτος ο άλλος, που πλέον κρατούσε σφιχτά το δεύτερο κράνος, στο αριστερό του χέρι.
«Τι θα πατσ-» πρόλαβε να πει ο Πάνος πριν τον χτυπήσει με το κράνος ο Βασίλης, στο κεφάλι. «Αυτή, από τον φευγάτο, για τότε που αποκάλεσες την Μελίνα, πουτάνα» μουρμούρισε με μένος. «Αυτή, για τις όσες μαχαιριές κέρασες αυτά τα χρόνια» συνέχισε ρίχνοντάς του μια δεύτερη και πιο δυνατή. Ζαλίστηκε ο Πάνος κι έπεσε στο πεζοδρόμιο. Μάτωνε το αυτί του. «Κι αυτή, ρε γαμημένο αρχίδι, για εκείνο το βράδυ που σούταρες στην Νάντια την τελευταία της δόση. Όλα επιστρέφουν ρε μουνόπανο κι όλα πληρώνονται» δήλωσε ρίχνοντάς του ακόμη μία. Σκούπισε τα αίματα από το κράνος πάνω στον Πάνο και καβάλησε βιαστικά την μηχανή, κοιτάζοντας τα μπαλκόνια γύρω του. Περίμενε μερικές στιγμές. Βγήκε ένας γέρος και τους κοίταξε με απορία. «Είκοσι εννιά και χάραξε, ποζερά. Μετά, δεν ξέρω σε ποια ρεματιά θα σε βρούνε» φώναξε ο τύπος πριν βάλει ταχύτητα και χαθεί στα στενά.
«Σου γάμησα…» ψιθύρισε ο Πάνος, πιάνοντας το κεφάλι του που βούιζε, ενώ προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια του.
Μία ώρα αργότερα, ο Βασίλης που ακόμη λαγοκοιμόταν, κοίταζε τους αστυνομικούς που είχαν χτυπήσει την πόρτα του νεοκλασικού. Προσπαθούσε να καταλάβει τι του έλεγαν, μα το μυαλό του δεν είχε συνέλθει από τον ύπνο. «Μια στιγμή ρε παιδιά, μια στιγμή. Είδαν συγκεκριμένα εμένα να χτυπάω και να απειλώ κάποιον, σε κάποιο δρόμο; Εμένα και την μηχανή μου;» ρώτησε τον ένα από τους δύο ο Βασίλης. Άρχισε να του τα μασάει εκείνος. «Σας είδαν…»
«Εμένα;» επέμεινε ο Βασίλης.
«Είδαν κάποιον, τέλος πάντων, πάνω σε μια μπλε μηχανή με στολή και κράνος. Το θύμα έκανε την καταγγελία και υπάρχει μάρτυρας που σας άκουσε να τον απειλείτε».
«Σου φέρνει αυτή για μπλε;» ρώτησε ο Βασίλης, δείχνοντας την μηχανή που στεκόταν στο γκαράζ του σπιτιού, δίπλα από το αυτοκίνητο του Λάμπρου. «Σοβαρά τώρα; Ήρθατε να με μαζέψετε μέσα στο άγριο χάραμα, χωρίς καν να ξέρετε τι έχει γίνει; Δηλαδή, τι μου λέτε; Παράτησα την κοπέλα μου και την κόρη μου, έφυγα, πήγα βρήκα μια μηχανή, πήγα βρήκα αυτόν που έδειρα, τον έδειρα, άφησα την μηχανή, γύρισα πίσω και όλα μπόμπα;»
«Τι έγινε, παιδί μου;» ρώτησε ο Λάμπρος που είχε βγει από το σπίτι του με την ρόμπα και κοίταζε τους μπερδεμένους αστυνομικούς.
«Ο πρώην γαμπρός σου με κατήγγειλε για ξυλοδαρμό, αυτό έγινε. Δε φτάνει που μου πηδούσε την γυναίκα, δε φτάνει που έκανε την κόρη σου τάρανδο, δεν φτάνει που έχει κάνει ένα σωρό μαλακίες σε μία ζωή, τον έπιασε κάποιος και τον έδειρε κι είπε να το ρίξει σε μένα» σχολίασε ο Βασίλης πριν γυρίσει στους αστυνομικούς. «Σας ήρθε, δηλαδή, ένας παλιός μου γνωστός, για να καταγγείλει ότι τον έδειρε κάποιος που δεν μπορεί να αναγνωρίσει και το χρέωσε σε μένα; Ρε, τι ακούω ο άνθρωπος πρωινιάτικο…»
«Είσαι τρελή; Τι κάνεις εδώ;» φώναξε ο Πάνος με όση ψυχή είχε, στην Ναταλία που έτρεχε μέσα στο νοσοκομείο.
«Τι έπαθες;» τον ρώτησε ταραγμένα μόλις κάθισε δίπλα του.
«Έπεσα πάνω στο κράνος του Βασίλη. Αυτό έπαθα. Γιατί είσαι εδώ; Θα πέσουμε πάνω σε κανένα γνωστό και θα τρέχεις» της απάντησε εκείνος.
«Πώς σε βρήκε;» ρώτησε η Ναταλία, αδιαφορώντας για το σχόλιο του Πάνου και το αυτόφωρο που έτρεχε.
«Δεν ξέρω».
«Χτύπησες πολύ;»
«Ευτυχώς όχι. Κάτι ράμματα μου έκαναν μόνο. Περιμένω μια ακτινογραφία και φεύγω».
«Τι έγινε;»
«Ότι γίνεται πάντα. Ο φευγάτος απειλεί. Ήρθε, καμαρωτός – καμαρωτός, πάνω στην μπλε μηχανή του…»
«Μπλε; Ποια μπλε, Πάνο; Πράσινη είναι η μηχανή του Βασίλη» τον διέκοψε εκείνη.
«Πράσινη;» ρώτησε σαστισμένα ο Πάνος.
«Πράσινη, καταπράσινη…»
«Τότε, ποιος πούστης ήταν αυτός; Ποιον έβαλε στην μέση; Ποιον…» έκανε, προσπαθώντας να θυμηθεί την σύντομη συζήτηση που είχε το πρωί. «…θα τα πατσίσουμε…» ψιθύρισε μπερδεμένα. «Δεν βρίσκω άκρη» κατέληξε, στιγμές πριν τον πάρει αγκαλιά η Ναταλία.
Ο κουστουμαρισμένος τύπος που βγήκε άπω το μαύρο τζιπ, ίσιωσε την γραβάτα του και κοίταξε βιαστικά το ρολόι του. Έριξε μια ματιά τριγύρω, πριν κατευθυνθεί προς την είσοδο του νοσοκομείου. Μπήκε στα επείγοντα και περπάτησε αδιάφορα στον ασφυκτικά γεμάτο διάδρομο, όπου ο κόσμος περίμενε καρτερικά για να μιλήσει με κάποιο γιατρό. Προσπέρασε τον Πάνο και την Ναταλία χωρίς να τους δώσει σημασία. Έστριψε δεξιά στο τέλος του διαδρόμου και μπήκε στο ασανσέρ. Πάτησε το κουμπί που έγραφε «μείον ένα», κατέβηκε στο υπόγειο κι ύστερα ακολούθησε τις ταμπέλες. Χτύπησε την πόρτα ενός γραφείου και περίμενε να του απαντήσουν. «Περάστε» ακούστηκε η φωνή της Εύας. Μπήκε μέσα και στάθηκε μπροστά της. «Πάνω είναι η κυρία Ντιλμπέροβιτς, όπως το πρόβλεψε ο κύριος Βασίλης» της είπε με βραχνή φωνή.
«Μπράβο ρε Πάρη. Θα το κανονίσω εγώ αυτό. Δε μου λες… Τον άλλο, τον χτύπησες πολύ;»
«Ίσα να φοβηθεί».
«Ο Θανάσης τι σου είπε;»
«Να του σπάσω τα πόδια».
«Κι εσύ, φυσικά, άκουσες τον πασιφιστή Βασίλη…»
«Ο κύριος Βασίλης…»
«Μην τον πεις κύριο, θα σ’ αρχίσει το κήρυγμα ότι δεν είναι μεγάλος και τα τοιαύτα».
«Μάλιστα».
«Δε μου λες… Με το άλλο το θέμα τι έγινε; Θα το κρατήσετε το μαγαζί;»
«Δεν υπάρχει κεφάλαιο, κυρία Εύα. Τρέξαμε λίγο με τον Μήτσο, μαζέψαμε όσα μπορούσαμε, αλλά δεν βγαίνει…»
«Θα βγει. Έχετε ήδη αναλάβει, άτυπα, όλες τις δουλειές, μαζί με τον άλλο τον κουζουλό, τον Δημήτρη. Θα μιλήσω κι εγώ του Θανάση να σας κάνει μια πίστωση χρόνου και χρήματος, Τόσα χρόνια είστε εκεί μέσα, αμαρτία να μείνετε στον δρόμο και να πάνε όλα στράφι. Κοντά τριάντα χρόνια δουλεύει το μαγαζί».
«Τι να σας πω…» μουρμούρισε εκείνος σαστισμένα.
«Να μου πεις τι χρωστάς στον Βασίλη. Απορία το έχω τόσο καιρό» απάντησε κοφτά η Εύα.
«Με γλύτωσε απ’ τη φυλακή. Θα το σκότωνα, τότε, το καθίκι. Ήρθε και με έπιασε στην κηδεία της Νάντιας, μου μίλησε, μου είπε πράγματα που δεν ήξερα για εκείνη. Δεν την γνωρίσατε, κυρία Εύα. Η Νάντια μου ήταν διαμάντι. Ακατέργαστο μεν, διαμάντι δε» αποκρίθηκε μελαγχολικά ο Πάρης.
«Μεγάλη ιστορία;» ρώτησε η Εύα.
«Δυνατή ιστορία που κράτησε πάρα πολύ λίγο».
«Η πρώτη σου ήταν τεκνατζού, μπαγασάκο;» ρώτησε η Εύα και την απάντηση, της την έδωσε το πρόσωπό του που άρχισε να κοκκινίζει. «Άντε, μικρέ, πάμε τώρα για να κανονίσουμε και το τελευταίο»
«Μάλιστα» απάντησε εκείνος, πριν ανοίξει την πόρτα στην Εύα για να βγούνε μαζί από το γραφείο.
Μπροστά περπατούσε η Εύα με έναν αστυνομικό και πίσω της, ο Πάρης, με χαλαρό βήμα, κοίταζε αδιάφορα τον κόσμο γύρω του. Η Ναταλία και ο Πάνος επέλεξαν να μην κάνουν σκηνή για να αποφύγουν το ρεζιλίκι. Σουλατσάρισε για λίγο άσκοπα ο Πάρης και δέκα λεπτά αργότερα, πήγε και κάθισε δίπλα από τον Πάνο. Γύρισε και τον κοίταξε. Ήθελε να τον αρπάξει και να τον αρχίσει στις μπουνιές. Συγκρατήθηκε. Έπαιξε λίγο με το γένι του, ενώ παρατηρούσε ένα φορείο να μπαίνει με φούρια μέσα στον χώρο. Γύρισε ξανά προς τον Πάνο. Σπίθες πετούσαν τα μάτια του.
«Τι κοιτάς ρε φίλε;» ρώτησε ο Πάνος νευριασμένα. Κάγχασε ο Πάρης, πριν σηκωθεί όρθιος. «Είκοσι εννιά και χάραξε, ποζερά…» του είπε με την χαρακτηριστικά βραχνή φωνή του, πριν απομακρυνθεί. Του πήρε ώρα του Πάνου να καταλάβει ποιος ήταν εκείνος ο τύπος, κι όταν κατάλαβε, ο Πάρης είχε εξαφανιστεί.
Με αμέτρητες ώρες αϋπνίας αν τον δέρνουν, έφτασε στην καφετέρια που θα συναντούσε τον Βασίλη. Κάθισε και πήρε ένα δυνατό καφέ για να τον ξυπνήσει. «Τι μαλάκας είσαι μωρέ αδερφέ μου; Με μηχανή έπρεπε να πας; Μου έστειλε τους μπάτσους στο σπίτι ο άλλος» σχολίασε ο Βασίλης όταν κάθισε δίπλα του.
«Το τζιπ, κυρ-Βασίλη, είναι κράχτης και δεν είχα άλλο όχημα» απάντησε εκείνος.
«Είσαι μικρός, μωρέ Παράσχο, και δεν σε κόβει. Κι εγώ, στα είκοσι τέσσερα, έτσι σκεφτόμουν. Να κάνω τη δουλειά μου ήθελα κι όλο μαλακίες έκανα. Τέλος πάντων, δεν πειράζει. Του είπες αυτά που σου είπα;» ρώτησε ο Βασίλης, κάνοντας νόημα σε μία σερβιτόρα.
«Όλα».
«Υπέροχα. Τώρα περιμένουμε».
«Σοβαρά, κυρ-Βασίλη, πιστεύετε ότι…»
«Βλέπεις, ρε, να είμαστε καμιά εικοσαριά νοματαίου εδώ; Δεν είμαι το αφεντικό σου, ξεκόλλα».
«Πιστεύεις ότι… Ότι θα καταφέρει… Ε, δεν μου βγαίνει ο ενικός» μονολόγησε εκείνος, αφού προσπάθησε, κομπιάζοντας, να μιλήσει στον Βασίλη στον ενικό.
«Τέλος πάντων, λέγε».
«Πιστεύετε ότι θα της αλλάξει γνώμη;»
«Φυσικά και όχι. Δεν σε έστειλα εκεί γι αυτό το λόγο» απάντησε ο Βασίλης, πριν γυρίζει στην σερβιτόρα. «Θα μου φέρεις έναν εσπρέσο;» ρώτησε ευγενικά.
«Τότε;» ρώτησε ο Πάρης τον Βασίλη, που πήρε ένα σκεφτικό ύφος. Έβγαλε τα γυαλιά του, φόρεσε φακούς κι ύστερα άρχισε να μιλάει.
«Παιδί μου, πρέπει να καταλάβεις πως η αλήθεια δεν είναι κάτι υποκειμενικό. Η αλήθεια, κάθε αλήθεια, στηρίζεται σε πεπραγμένα. Σε γεγονότα. Δεν υπάρχει η δική μου αλήθεια και η δική σου αλήθεια. Αυτά είναι προοπτικές· ο τρόπος που βλέπουμε τον κόσμο. Άτομα όπως η Ναταλία ή ο Πάνος, δεν έχουν συναίσθηση αυτής της λογικής γιατί δεν λειτουργούν με μια κοινή λογική, αλλά με την δική τους. Για την Ναταλία είμαι κωλάνθρωπος, επειδή ανακάτεψα όλους τους γνωστούς της. Με κατηγορεί επειδή αποκάλυψα τα γεγονότα. Έστειλα έναν ωραιότατο φάκελο στην κουμπάρα μου γεμάτο με φωτογραφίες και ένα χειρόγραφο της ιστορίας της γυναίκας μου και του άντρα της. Αυτή η ιστορία είναι αληθινή, γιατί στηρίζεται πάνω σε γεγονότα, πάνω σε καταστάσεις που έχουν διαδραματιστεί. Αργά ή γρήγορα θα το μάθαινε, κι αν όχι από εμένα, σίγουρα από κάποιο άλλο άτομο που του έχει φερθεί σκάρτα η Ναταλία.Ήταν σωστό ή λάθος, ηθικό ή ανήθικο; Δεν ξέρω. Αυτό είναι θέμα προοπτικής και όχι αλήθειας. Το αν έπραξα σωστά ή όχι, είναι κάτι που μπορεί να κρίνει, ο κάθε ένας, υποκειμενικά. Όμως, τα γεγονότα δεν είναι υποκειμενικά. Μπορείς να καταλάβεις την διαφορά;» ρώτησε ο Βασίλης τον Πάρη, που είχε μπερδευτεί με εκείνο τον παράξενο συλλογισμό.
«Περίπου».
«Ωραία. Θα το πάρω αλλιώς. Αποκαλύπτοντας την αλήθεια, συνέβησαν δύο πράγματα. Ο κόσμος που έβλαψε η Ναταλία, στράφηκε εναντίον της. Αυτό, για εκείνη, με καθιστά κακό άνθρωπο. Βέβαια, από την άλλη, αν δεν το έκανα και έφευγα με το κεφάλι κατεβασμένο, θα έπρεπε να συνεχίσω να υπομένω όσα υπέμενα τόσα χρόνια. Είναι πόλεμος, παλικάρι μου, δεν είναι απλά ένας καυγάς. Έτσι είναι οι σχέσεις εξουσίας. Ένας διαρκής πόλεμος. Στερήθηκα αμέτρητα πράγματα για εκείνη την γυναίκα, μέχρι να πάρω την απόφαση να το τελειώσω. Δεν τα θέλω πίσω. Γούσταρα και τα στερήθηκα, γούσταρα να τα δώσω. Δεν θα της επιτρέψω, όμως, σε καμία περίπτωση, να μου πάρει το παιδί. Θα την τσακίσω, γιατί δεν θέλω να τσακιστεί η κόρη μου. Το έπιασες;»
«Ναι».
«Τον Πάνο τον βάλαμε εκεί και του δώσαμε την διορία, όχι για να της αλλάξει γνώμη, αλλά για να την πληγώσει. Είναι λιπόψυχος. Θα δει ότι δεν τα καταφέρνει και αντί να έρθει να με βρει και να μου μιλήσει, θα εξαφανιστεί από προσώπου γης…»
«Δεν το καταλαβαίνω, κυρ-Βασίλη» τον διέκοψε ο Πάρης.
«Να μάθεις κάτι στην ζωή σου. Να παλεύεις με νύχια και με δόντια για όσα αγαπάς και όσα ονειρεύεσαι. Μερικές φορές αναγκάζεσαι να κάνεις κακό σε κάποιον, για να είναι κάποιος που αγαπάς, ή ο εαυτός σου, καλά. Αυτό γίνεται και τώρα…» σχολίασε ο Βασίλης, πριν πιει μονορούφι τον καφέ του. Έχωσε το χέρι του στην μέσα τσέπη του μπουφάν κι ανέσυρε μερικές παλιές φωτογραφίες. «Τριήμερη και πενθήμερη με το λύκειο. Τις είχα ξεχασμένες για χρόνια. Κράτα τες» του είπε, δίνοντάς του εκείνες τις ξεθωριασμένες εικόνες της Νάντιας που χαμογελούσε στο φακό.
«Κυρ-Βασίλη…»
«Άσε τα κυρ-Βασίλη και κοίτα να πας μπροστά. Τρία χρόνια πέρασαν και η Νάντια δεν γυρίζει πίσω από εκεί που είναι. Κι αν σου περνάει από την γκλάβα ότι κάνοντας κάτι με κάποια, απατάς την νεκρή, σου έχω και ψυχολόγο και ψυχίατρο. Διαλέγεις και παίρνεις» κατέληξε ο Βασίλης, πριν του δώσει το χέρι και σηκωθεί από το τραπέζι. Βγήκε στο δρόμο, άναψε τσιγάρο, τράβηξε δύο τζούρες κι ύστερα το πέταξε μακριά. «Κέρατο…» μονολόγησε κοιτάζοντας την γόπα. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό του, ότι θα προσπαθούσε να το κόψει, αν επέστρεφε ποτέ στην Μελίνα.
Το Σάββατο, ο Βασίλης βγήκε με την Μελίνα και την Νίνα για φαγητό, όπως είχε υποσχεθεί στην κόρη του. «Βρήκαμε μαμά» σχολίασε στον ταβερνιάρη όταν ήρθε να του πάρει παραγγελία κι εκείνος γέλασε δυνατά, δείχνοντας τα δόντια που του έλειπαν. «Από παιδιά σας θυμάμαι που ερχόσασταν εδώ πέρα και τρώγατε και συζητούσατε και, για δες, πάλι εδώ είστε» απάντησε εκείνος.
«Αλήθεια;» ρώτησε η Νίνα που καθόταν απέναντι απο τον Βασίλη και την Μελίνα, που ήταν αγκαλιασμένοι.
«Αλήθεια, κορίτσι μου. Ναι, έτσι καθότανε και τότε».
«Κυρ-Ανέστη, τα γνωστά, ξέρεις. Κοκκινιστό που το φτιάχνεις σπέσιαλ και κρασάκι» είπε ο Βασίλης.
«Έφτασε!» φώναξε εκείνος φεύγοντας.
«Κάπως έτσι, όλα πήραν την σειρά τους» σχολίασε ο Βασίλης που κοίταζε το πακέτο του μελαγχολικά.
«Κάνε τσιγάρο, μπέμπη» του είπε η Μελίνα, μα εκείνος αρνήθηκε.
«Να μην κάνει. Μυρίζει!» πετάχτηκε η Νίνα.
«Φιλενάδα, θα τα χαλάσουμε τώρα» της απάντησε η Μελίνα, χαμογελώντας.
«Όχι ρε μα… Μελίνα, να μην κάνει. Αφού βρωμάει» είπε η Νίνα, σκύβοντας το κεφάλι της. Ο Βασίλης και η Μελίνα κοιτάχτηκαν για μία στιγμή πριν βάλουν μαζί τα γέλια. «Ορίστε, μπέμπα!» αναφώνησε μέσα στο γέλιο του ο Βασίλης. «Έγινες και μαμά. Μισή βέβαια, αλλά μαμά!» κατέληξε, στιγμές πριν τον κοιτάξει βλοσυρά η Νίνα.
«Το ξέρεις ότι δεν πρόκειται να γυρίσουμε πίσω;» την ρώτησε ο Βασίλης, που άρχισε να σοβαρεύει, μετά από εκείνη την έκρηξη γέλιου.
«Ναι, αλλά, διαζύγιο δεν έχεις πάρει ακόμα» του απάντησε νευριασμένα.
«Ναι, βλέπεις, δεν εξαρτάται μόνο από εμένα και δεν γίνεται σε μία μέρα» της είπε ο Βασίλης.
«Αφού χωρίσατε!»
«Ζωγραφιά μου, δεν είναι τόσο εύκολο. Η μαμά σου…»
«Η Ναταλία» τον διόρθωσε η Νίνα.
«Ωραία. Η Ναταλία, δεν πρόκειται να μου δώσει διαζύγιο τόσο εύκολα» είπε ο Βασίλης, κοιτάζοντας την Μελίνα. Περίμενε να του δώσει την συγκατάθεσή της για να μιλήσει, κάτι που έγινε και ο Βασίλης αναστέναξε πριν ανοίξει το στόμα του. «Η Ναταλία θεωρεί πως θα με χτυπήσει αν μας χωρίσει εμάς τους δύο. Εμένα και εσένα. Αυτό που με νοιάζει, αυτή τη στιγμή, είναι το δικό σου καλό. Επειδή την ξέρω, ξέρω και πώς σκέφτεται και πώς σκοπεύει να πράξει, περιμένω να κάνει την δική της κίνηση πριν αρχίσω την διαδικασία. Δεν θέλω να μπούμε σε μια κατάσταση που θα μπλέξουν δικηγόροι, δικαστές, αστυνομία και κοινωνικοί λειτουργοί, αν και το περιμένω. Σου τα εξήγησε, νομίζω, η Μελίνα. Κάποια πράγματα πρέπει να γίνουν όχι με τον καλύτερο, μα με τον πιο ανώδυνο, για όλους, τρόπο. Ναι, ψυχή μου;»
«Καλά» μουρμούρισε μελαγχολικά η Νίνα.
«Μαφιοζάκι; Δεν πείθεις!» την πείραξε ο Βασίλης για το ύφος της.
«Πες της το άλλο» του είπε πρόσχαρα η Μελίνα.
«Ποιο; Αδερφάκι;» ρώτησε χαρούμενα η Νίνα, που ήταν έτοιμη να αρχίσει τους πανηγυρισμούς.
«Λέμε να σου πάρουμε ένα πιάνο» της είπε ο Βασίλης.
«Δεν θέλω».
«Κόλλησε τώρα, θέλει σώνει και καλά αδερφάκι» σχολίασε ο Βασίλης για την Μελίνα.
«Κοίτα, Νινάκι, το συζητήσαμε…»
«Αλήθεια;» πετάχτηκε η Νίνα, διακόπτοντας την Μελίνα που έβαλε τα γέλια με το ύφος της.
«Ναι».
«Και;» έκανε με προσμονή για την απάντηση η Νίνα.
«Και είναι κάτι που θέλουμε και οι δύο, οπότε, όταν θα γίνει, θα το μάθεις πρώτη».
Πετάχτηκε η Νίνα όρθια και άρχισε να πανηγυρίζει. Πήγε και τους αγκάλιασε. Γέλασε μαζί της ο ταβερνιάρης που φόρτωνε τον δίσκο του με το κρασί. Χαμογέλασε ο Βασίλης που καταλάβαινε τον λόγο για τον οποίο η κόρη του συμπεριφερόταν έτσι. Του είχε εξηγήσει η Μελίνα, πως η αντίληψή της Νίνας, της υπαγόρευε ότι ένα παιδί δένει ένα ζευγάρι και ότι ένας χωρισμός είναι λιγότερο πιθανός. Το είχαν συζητήσει το προηγούμενο βράδυ. «Βασίλη, η Νίνα είχε πάντα έναν μπαμπά και μια παράξενη οικογένεια. Εσένα, τους φίλους σου και την θεία Βικτωρία που είναι στην άλλη άκρη του χάρτη. Τώρα έχει κάτι μόνιμο και σταθερό, έτσι το αντιλαμβάνεται. Έχει εμένα που είμαστε φίλες, έχει τον πατέρα μου που τον βλέπει σαν τον παππού που ποτέ δεν είχε… Εμένα με φοβίζει ο ρόλος της μαμάς, ο πατέρας μου το έχει από φυσικού του, μπαμπάς για όλους είναι. Θα το καταφέρω, ελπίζω, με τον καιρό» του είχε πει όταν της εξέφρασε τους φόβους του. Φοβόταν, ο Βασίλης, ότι όλο αυτό δεν θα δούλευε. Είχε φτάσει η στιγμή που έβλεπε την καινούρια του ζωή, να δουλεύει καλύτερα από την προηγούμενη.
«Φοβάμαι» της είχε πει ο Βασίλης, πριν τον σφίξει στην αγκαλιά της.
«Εσένα;»
«Ότι θα κάνω περισσότερο κακό, παρά καλό».
«Μία αναστροφή, ακόμη, φευγάτε» του ψιθύρισε η Μελίνα.
«Φευγάτε;» την ρώτησε στον ίδιο τόνο.
«Αυτός είσαι πια. Τον Βασίλη τον σκότωσες. Αυτό, καλέ μου, που βιώνεις αυτή την περίοδο, ονομάζεται ιντερλούδιο. Είναι εκείνο το κομμάτι που γεφυρώνει. Είναι η μετάβασή σου από τον Βασίλη που είναι ακόμη παιδί, στον φευγάτο που ήταν πάντοτε ενήλικος».
«Το ξέρω και με τρομάζει».
«Κάθε τι νέο μας τρομάζει…»
«Μ’ αγαπάς;»
«Μόνο σήμερα»
«Και αύριο;»
«Και αύριο, και κάθε αύριο, ψυχή μου…»