Βάδιζαν βουβά ανάμεσα στα μνήματα. Ο Βασίλης δεν είχε διάθεση να μιλήσει. Η Νίνα δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Είχε πάει μόνο μια φορά εκεί και δεν ήθελε να ξαναπάει. Ήξερε πως έπρεπε να αρχίσει από κάπου την ιστορία της, πίστεψε πως είχε σκοτώσει τους δαίμονές της, προσπάθησε να τους αντιμετωπίσει, αλλά δεν τα κατάφερνε και πολύ. Ένιωθε ότι ένα αόρατο χέρι, έσφιγγε την καρδιά της. «Εδώ» είπε σιγανά η Νίνα. Ο Βασίλης διάβασε την ταφόπλακα. «Είκοσι δύο χρονών κορίτσι ήσουν» σχολίασε.
«Ο πεθερός σου, τότε, ήταν τριάντα εννιά και η γυναίκα σου, δεκατρία. Δεν περίμενα ότι θα είχε τόση κακία μέσα της…»
«Πέρασε» της ψιθύρισε ο Βασίλης. Η Νίνα είχε αρχίσει να τρέμει. «Πάμε να φύγουμε» συνέχισε ψιθυρίζοντας. Την πήρε από το χέρι. Περπάτησαν βουβά και πάλι. «Σπίτι μου;» τον ρώτησε, όταν βγήκαν από το νεκροταφείο κι εκείνος της έγνεψε καταφατικά.
Η Νίνα κάθισε στην παλιά δερμάτινη πολυθρόνα, μόλις μπήκε στο σπίτι. Την παρατηρούσε ο Βασίλης με θλίψη. «Σαν χθες» μουρμούρισε, πριν πιάσει τον καναπέ της.
«Πέρασαν δεκαπέντε χρόνια κι ακόμη δεν μπορώ να τους συγχωρέσω» του απάντησε βουρκώνοντας.
«Ο πατέρας σου είναι εξαιρετικά σκληρός άνθρωπος. Δεν έχω συναντήσει κάτι παρόμοιο στη ζωή μου. Γνώρισα κόσμο και κοσμάκη, από γνωστούς, από φίλους, από το στρατό… Ποτέ μου, όμως, δεν είδα τόση κυνικότητα κι ούτε αυτή την παντελή έλλειψη συναισθήματος. Αν δεν τον γνώριζα… Αν δεν τον ήξερα…»
«Δεν ήθελε κορίτσια ο πατέρας μου. Αγόρια ήθελε, να τα κάνει στρατιώτες, σαν κι εκείνον. Δεν το κατάφερε. Ζωγράφος ήθελα να γίνω, γιατρός έπρεπε να γίνω. Άφησέ το, Βασίλη, πονάει ακόμα».
«Ο κόσμος μας γνωρίζει μέσα από τα έργα μας. Τα λόγια δεν έχουν σημασία. Τα παίρνει ο αέρας και τα σκορπάει μακριά. Χάνονται μέσα στο χρόνο. Στιγμές, Νίνα. Στιγμές είναι όλα. Μόνο τα έργα, να, οι πίνακές σου, είναι στιγμές με διάρκεια…» μονολόγησε ο Βασίλης, πριν σωπάσει για να σκεφτεί την επόμενη πρόταση. «Μια τέτοια στιγμή, είναι και η κόρη μου» της είπε στα ελληνικά. Γύρισε και τον κοίταξε. Έβαλε τις λέξεις του στην σωστή σειρά. «Ντεν…» άρχισε κι ύστερα αναθεμάτισε. «Δεν θα τα καταφέρω με την προφορά» μουρμούρισε θλιμμένα στα βοσνιακά.
«Δεν» της είπε, κοιτάζοντας την χαμογελώντας. «Την γλώσσα μου κοίτα. Δεν. Δεν είναι δύσκολο».
«Δεν» είπε η Νίνα, μιμούμενη την κίνηση της γλώσσας του Βασίλη.
«Υπέροχα!» αναφώνησε εκείνος. «Τώρα… Πες διαδήλωση!» συνέχισε γελώντας.
«Γράψ’ το μου!» νευρίασε η Νίνα.
«Δεν είναι εύκολη γλώσσα, ούτε και η προφορά της είναι εύκολη».
«Την Ναταλία, πώς την δίδαξες;»
«Δεν ήταν ξεροκέφαλη. Με άκουγε. Δεν βιαζόταν. Επίσης, η Ναταλία, ακόμη μαθαίνει. Είμαι εφτά χρόνια εδώ. Μόνο ελληνικά μιλάμε στο σπίτι. Μιλάει και με τα παιδιά. Έχει καθημερινή επαφή. Στην μικρή μιλάει ελληνικά. Δεν κάνει τρία μαθήματα την βδομάδα και κάποιες συζητήσεις, όταν υπάρχει χρόνος» κατέληξε ο Βασίλης.
«Θέλω να μάθω…»
«Μίλα αργά. Θα έρθει με τον καιρό η προφορά».
«Καταλαβαίνω τι μου λες, ακόμη κι όταν μιλάς γρήγορα…»
«Διαβάζεις, Νίνα. Διαβάζεις, ακούς τραγούδια και βλέπεις ταινίες. Έχει εκπαιδευτεί το αυτί σου. Θα δουλέψουμε την ομιλία. Δεν είναι δύσκολο» επέμεινε ο Βασίλης. «Θες να κάνουμε δοκιμή;» ρώτησε, όταν είδε το δύσπιστό της βλέμμα.
«Ναι».
«Ωραία. Πες μου την ιστορία. Στα ελληνικά, αυτή τη φορά. Μαζί με το λεξικό. Αργά. Χωρίς να νευριάζεις για την προφορά σου. Έχω χρόνο σήμερα».
«Δεν μπορώ» είπε θυμωμένα εκείνη.
«Μπορείς».
«Δεν θα τα καταφέρω» επέμεινε.
«Σαράγεβο…» άρχισε ο Βασίλης, χαμογελώντας. «… Χίλια εννιακόσια ενενήντα;»
«Δύο» είπε ξεφυσώντας η Νίνα.
«Δύσκολο;» την ρώτησε, κλείνοντάς της το μάτι.
«Δεν θα με…» είπε κι ύστερα έκλεισε τα μάτια της κι έψαξε την λέξη. Βρήκε το πρόσωπο του ρήματος. Το έγραψε σ’ ένα αόρατο πίνακα που έφτιαξε με την φαντασία της. Το διάβασε με τον τρόπο που της είχε μάθει. «…κοροϊδέψεις» κατέληξε, στιγμές προτού ξεκινήσει την αφήγηση.
«Την έλεγαν Νταγιάνα…» άρχισε η Νίνα κι ο Βασίλης έβαλε τα γέλια. «Τι είπα λάθος;» ρώτησε θιγμένα. «Μου θύμισες την κόρη μου, όταν μιλάει και χρησιμοποιεί μισά ελληνικά, μισά βοσνιακά».
«Αυτό το μικρό, ίδιο με εσένα είναι. Από την μάνα της, πήρε μόνο τα μάτια. Ίδιο. Αν κάπνιζε, θα την φώναζα Βασίλη» σχολίασε η Νίνα.
«Πήρε και την εξυπνάδα της…»
«Δεν είναι έξυπνη. Πονηρή είναι. Αυτό, η ανιψιά μου, δεν το έχει. Διαμάντι είναι, σαν τον πατέρα της» τον διέκοψε εκείνη.
«Είδες; Μιλάς αργά και δεν βιάζεσαι. Πόσο όμορφα ακούγονται όλα;»
Οι ιστορίες της Νίνας, δεν είχαν καμία σχέση μ’ εκείνες του Βασίλη. Εκείνος επικεντρωνόταν στα άτομα και στα συναισθήματά τους, στις στιγμές τους και τις πράξεις του. Η Νίνα αφηγούταν αναμνήσεις. Κομμάτια ζωής όπως υπήρχαν στο μυαλό της, ξεφτισμένα και δαρμένα από τον αδηφάγο χρόνο.
Η Νταγιάνα ήταν η καλύτερή της φίλη. Την είχε γνωρίσει στη σχολή, όταν γράφτηκε. Κόλλησαν αμέσως. Αν και δεν είχαν κοινά ενδιαφέροντα, είχαν έναν ιδιαίτερο μίτο επικοινωνίας. Η Νίνα ζωγράφιζε, η Νταγιάνα φωτογράφιζε. Σουλατσάριζαν στην πόλη και ξέκλεβαν εικόνες. Μπορούσαν να καθίσουν για ώρες και να συζητάνε για κάποια εικόνα. Ένα ξεραμένο δέντρο, ένα παλιό αυτοκίνητο, μια γιαγιά με τα εγγόνια της. Εικόνες και στιγμές ήταν όλα.
Η Νίνα, πάντοτε, ήταν η ντροπαλή της παρέας. Ούτε μιλούσε εύκολα, ούτε ανοιγόταν. Δεν είχε ποτέ φίλους και φίλες. Προτιμούσε την μοναξιά. Από μικρό παιδί ήταν έτσι. Ένα εξαιρετικά εσωστρεφές άτομο, που σπάνια θα ανοιγόταν. Συναισθηματική μέχρι αηδίας ήταν, αλλά θεωρούσε πως δεν είχε κάποιο άτομο για να του το εκφράσει. Είχε αρχίσει να μουτζουρώνει τα βιβλία της, για να αποτυπώσει όσα θαύμαζε, όσα την έκαναν χαρούμενη κι όσα την έθλιβαν. Ζωγραφίζοντας άρχισε να κάνει παρέα με την Νταγιάνα. Είχε καθίσει σε μια γέφυρα και προσπαθούσε, με τα χρώματά της, να αποτυπώσει την παγωμένη πόλη. Περνούσε από εκεί η Νταγιάνα, την είδε, την φωτογράφισε, αλλά δεν της άρεσε. Ύστερα την φωτογράφισε ενώ ζωγράφιζε. «Είσαι υπέροχη» της είχε πει, όταν εμφάνισε την φωτογραφία και της την έδωσε. Έπιασαν κουβέντα. Ξεκίνησε μια νέα φιλία. Μία πραγματική φιλία που θα κρατούσε, όσα κι αν θα τους έφερνε η ζωή.
Είχε πλάκα εκείνη η παρέα. Έφταιγε που ήταν όλοι καλλιτέχνες. Άτομα με τελείως διαφορετικές καταβολές και τρόπο σκέψης, ενώθηκαν για να μοιραστούν τις τέχνες τους. Τότε γνώρισε τον Σάββα, η Νίνα. Έναν μυστήριο τύπο, με μακριά μαλλιά, μούσια, και ανεξιχνίαστο ύφος. Ζωγράφιζε κι εκείνος, όχι όμως πάνω σε χαρτί, αλλά πάνω στους ανθρώπους. Ξετρελάθηκε η Νίνα την πρώτη φορά που τον είδε να χτυπάει τατουάζ. Ήθελε κι εκείνη. Σκάλισαν μαζί το σχέδιο, σε χαρτί, κάποιο βράδυ που έπιναν βότκα σ’ ένα φιλικό σπίτι. Της έκανε στον αστράγαλο εκείνο το πανέμορφο λουλούδι και η Νίνα, για ανταμοιβή, τον φίλησε στο μάγουλο. Ήταν τσιμπημένη μαζί του, αλλά δεν είχε το θάρρος να του το πει. Και σ’ αυτόν άρεσε η Νίνα, αλλά ήταν τόσο συνεσταλμένη, που δεν ήθελε να την τρομάξει. Περίμενε πάντοτε, κάποια καταλληλότερη στιγμή για να της μιλήσει.
Το συζήτησε με την Νταγιάνα. Της είπε να του μιλήσει, μα η Νίνα, δεν ήθελε. Ντρεπόταν και φοβόταν. «Ο ζωγράφος σου» της έλεγε συχνά – πυκνά, για να την πειράξει. Περνούσαν οι μέρες, οι εβδομάδες, οι μήνες, και έμενε στάσιμη η Νίνα. Μέθυσε κάποιο βράδυ και του είπε ότι τον αγαπούσε. Το ομορφότερο βράδυ της ζωής της. Εκείνο που μπορούσε ακόμη να θυμηθεί με κάθε λεπτομέρεια. Ανεξίτηλα ήταν χαραγμένες οι σκηνές στις αναμνήσεις της. Δεν κατάφερε ποτέ να τις αποβάλλει. Ούτε όταν την πλήγωσε, ούτε όταν έφυγε, ούτε όταν αγάπησε κάποια άλλη. Δεν του κράτησε ποτέ κακία. Συνέχισαν να κάνουν παρέα. Της έμαθε να κάνει τατουάζ. Εκείνη ήταν ακόμη τσιμπημένη μαζί του. Την πείραζε που τον έβλεπε με άλλες, αλλά το έκρυβε. Το παραμύθι τους κράτησε ένα μήνα. Έναν υπέροχο, για την Νίνα, μήνα. Ύστερα τελείωσε, όπως τελειώνουν όλα τα παραμύθια. Δυστυχισμένα.
Της έλεγε η Νταγιάνα να πάει μπροστά, μα εκείνη δεν ήθελε. Της αρκούσε να τον βλέπει καλά. Αν ήταν καλά με κάποια άλλη, ήταν χαρούμενη η Νίνα. Αν δεν ήταν καλά, στεναχωριόταν και κλεινόταν στον εαυτό της. Του είχε πει πολλές φορές να τα ξαναβρούν, μα εκείνος δεν ήθελε. «Δεν είμαι εγώ για σχέσεις. Δεν θέλω να σε πληγώσω. Θέλω να σε βλέπω να γελάς. Να γελάς, όμορφη» της έλεγε πάντοτε.
Έλεγε και η Νίνα, στην Νταγιάνα, πως έπρεπε να βρει κάποιον, να μην μένει μόνη της, να έχει συντροφιά. Δεν ήθελε εκείνη. Της είχε πει ότι ήταν ερωτευμένη, αλλά, όσες φορές κι αν την ρώτησε η Νίνα, ποιον αγαπούσε, τόσες δεν πήρε απάντηση. Την πείραζε που δεν της μιλούσε η φίλη της. «Εγώ σου τα λέω όλα» παραπονέθηκε η Νίνα, κάποιο απόγευμα που διάβαζαν μαζί.
«Δεν έχει νόημα. Δεν θα γυρίσει ποτέ να με κοιτάξει».
«Γιατί; Τι σου λείπει; Αρτιμελής είσαι. Όμορφη είσαι. Γλυκιά είσαι. Ρομαντική είσαι. Γιατί να μην σε κοιτάξει;» απόρησε η Νίνα.
«Δεν με καταλαβαίνει. Ούτε θα με καταλάβει, ούτε το περιμένω».
«Μίλησέ του. Έτσι δεν μου έλεγες;»
«Δεν θα με ακούσει. Αν μιλήσω, θα σταματήσει να μου μιλάει».
«Φίλη μου; Είσαι χαζή».
«Κάποια στιγμή, θα βρω κουράγιο».
«Εσύ ξέρεις».
«Θα μου κάνεις τατουάζ;» ρώτησε η Νταγιάνα και η Νίνα έβαλε τα γέλια. «Εσύ πονούσες όταν έκανα το δικό μου, στο δικό σου, δεν θα πονέσεις;»
«Έλα… Ζηλεύω…» της είπε με παράπονο.
«Γιατί δεν λες στον Σάββα να σου κάνει;»
«Θέλω από εσένα».
«Εγώ, όμως, δεν έχω εμπειρία…»
«Δεν πειράζει. Θα μου κάνεις;»
Έψαχναν για σχέδιο, αλλά δεν μπορούσαν να καταλήξουν πουθενά. Κάθισε η Νίνα μαζί της, να σχεδιάσει αυτό που είχε στο μυαλό της η Νταγιάνα. Μια μικρή πριγκίπισσα. Σκάλισαν βιβλία και πίνακες για να βρούνε μια βάση. Δεν κατάφεραν τίποτα. Δεν κάλυπτε καμία εικόνα την Νταγιάνα. «Αν σου την περιγράψω, μπορείς να την ζωγραφίσεις;» την ρώτησε ένα απόγευμα, όταν είχαν πια κουραστεί με την αναζήτηση.
«Ναι» απάντησε χαμογελαστά η Νίνα. Πήρε τα χρώματά της και τα μολύβια της, κι άρχισε να σχεδιάζει. Αδύνατη, σχεδόν καχεκτική, με κοτσίδες κοριτσίστικες, με βικτωριανή αμφίεση και θλιμμένο πρόσωπο. Αυτή ήταν η πριγκίπισσα της Νταγιάνας. «Αυτό θα γινόταν φανταστικός πίνακας» σχολίασε ο Σάββας όταν είδε το σχέδιο. Έδωσε στην Νίνα τα εργαλεία του και κάθισε μαζί τους εκείνο το βράδυ. Ήταν το πρώτο της πραγματικό τατουάζ κι ήθελε να το παρακολουθήσει. «Μην κοιτάς τα βυζιά μου!» του είχε φωνάξει η Νταγιάνα, όταν γδύθηκε για να ξαπλώσει στον καναπέ. Σαν υστερική γέλασε η Νίνα στο άκουσμα εκείνης της πρότασης.
Για την Νίνα, το τατουάζ, ήταν μια μικρή ιεροτελεστία. Ήταν βαθιά θρησκευόμενη, αν και είχε χρόνια που ‘χε αμφισβητήσει τον θεό. Σκάλιζε με την βελόνα και παρατηρούσε την λεπτομέρεια. Ίδρωνε στην αρχή από το άγχος της. Δεν είχε ξανακάνει ποτέ κάτι δικό της. Λίγες φορές είχε κάνει τατουάζ, κι αυτές, σε άτομα που της πήγαινε ο Σάββας, που είχαν κάτι απλό κι εύκολο στο μυαλό τους, που έπρεπε να πατάει πάνω σε γραμμές και να γεμίζει κομμάτια δέρματος με μελάνι. Την ζόριζε η τελειομανία της και παίδευε την Νταγιάνα. «Βγάλ’ το μου μια φωτογραφία» της είπε, όταν, ώρες αργότερα, τελείωσε το τατουάζ.
«Υπέροχο είναι» της είπε ο Σάββας καθώς κοίταζε την Νίνα να τελειώνει το σχέδιο. Έσκυψε να την φιλήσει στο μάγουλο κι εκείνη τραβήχτηκε. Την κοίταξε ύποπτα. «Δεν θέλω» του είπε κοφτά.
«Γιατί;»
«Έτσι».
«Νίνα; Είπαμε ότι θα μείνουμε φίλοι».
«Δεν θέλω να είμαστε φίλοι».
«Σε πληγώνω;»
«Ναι!» πετάχτηκε η Νταγιάνα. Την κοίταξαν και οι δύο ταυτόχρονα, μα δεν μίλησε κανείς. Κατέβασε το κεφάλι του ο Σάββας κι έμεινε σιωπηλός μέχρι που έφυγε. Ούτε που τις καληνύχτισε.
Έπρεπε να περάσει ο καιρός και να σταματήσει να χαζεύει η Νταγιάνα την πριγκίπισσα της σε καθρέφτες, για να μιλήσει στην Νίνα. Μάλωσαν εκείνο το απόγευμα και γι αυτό έφταιγε η στενομυαλιά της Νίνας. Σ’ εκείνη άρεσαν τα αγόρια, στην Νταγιάνα τα κορίτσια κι αυτό, ήταν κάτι που η Νίνα, δεν μπορούσε να αποδεχτεί. Έμεινε μόνη της για μέρες. Σκεφτόταν. Δεν μιλούσε σε κόσμο. Δεν μιλούσε ούτε και στην σχολή. Ξεκινούσε να διαβάζει και τα παρατούσε. Της κρατούσε μούτρα η Νταγιάνα και αυτό την πονούσε. Είχε χάσει την φίλη της και δεν της άρεσε καθόλου. Τα ‘χε βάλει με τον εαυτό της. Δεν της κολλούσε ύπνος τα βράδια. Ένα απ’ αυτά, πήρε να ζωγραφίσει. Πρώτα μια κοπέλα, ύστερα μια άλλη κοπέλα. Δεν της άρεσε. Το έσκισε. Συνήθως, ζωγράφιζε εκείνη και τον Σάββα, που της έδενε σαν εικόνα ζευγαριού. Προσπάθησε να τον φανταστεί σαν κορίτσι. Άκαρπες ήταν οι πρώτες της προσπάθειες. Μετά κατέβασε την ιδέα. Θα ζωγράφιζε την Νταγιάνα και την πριγκίπισσά της, εκείνη που της είχε χαράξει, κάποτε, στην ωμοπλάτη. Κάτι έκανε. Οπτικά, δεν της άρεσε το αποτέλεσμα. Εικαστικά, φάνταζε όμορφο. Το ξαναπροσπάθησε. Τις έβαλε να αγκαλιαστούν. Πήγε κάπως καλύτερα.«Να στάζεις κομμάτια ψυχής σ’ αυτό που κάνεις. Αυτό είναι το πιο δύσκολο» είπε η Νίνα στον εαυτό της, καθώς πάλευε να σκιτσάρει τις κοπέλες να φιλιούνται. Σκάλισε κι έψαξε μέσα της, μέσα στο μυαλό και τα συναισθήματά της, μέσα στην νοσταλγία της, για εκείνα τα κλεφτά φιλιά που αντάλλαζε κάποτε με τον Σάββα. Το συναίσθημα ήταν που έμοιαζε όμορφο στην ζωγραφιά. Της πήρε πολλά βράδια, ατελείωτα βράδια, για να το πετύχει. Όμως το κατάφερε. Είχε μαζέψει δεκάδες σκίτσα, που της άρεσαν λιγότερο ή περισσότερο. Ήταν οι γυναίκες της. Ξεδιάλεξε το καλύτερο και το πήρε μαζί της. Το κουβαλούσε πάνω της. Ήθελε να το κάνει δώρο στην καλύτερή της φίλη, μαζί με μια συγγνώμη, που αισθανόταν ότι όφειλε. Μόνο αυτό ήθελε. Τίποτα παραπάνω. Είχε μεταμελήσει και ήθελε να το εκφράσει. Δεν την ένοιαζε αν θα την συγχωρούσε η φίλη της, η όχι. Απλά, ήθελε να της το πει.
Την βρήκε στη σχολή. Την πλησίασε, της έδωσε το χαρτί ψιθυρίζοντας «συγγνώμη» κι έκανε να φύγει. Την έπιασε απ’ το χέρι η Νταγιάνα. «Δεν έγινε τίποτα» της απάντησε χαμογελαστά, πριν καν δει το σχέδιο. «Δεν ήθελα να σε προσβάλλω» είπε η Νίνα μ’ ένα ύφος που έκρυβε ντροπή, ενοχές και θλίψη.
«Υπέροχο είναι» σχολίασε η Νταγιάνα, ώρα αργότερα, όταν είχαν μείνει μόνες και κάθισε να δει το σχέδιο.
«Εσύ και η πριγκίπισσα σου» της είπε δειλά η Νίνα.
«Αλήθεια, είναι υπέροχο».
«Με συγχωρείς;» ρώτησε ντροπαλά η Νίνα.
«Ναι, φίλη μου. Εννοείται» της απάντησε εκείνη, πριν την αγκαλιάσει σφιχτά.
«Μου έλειψες».
«Κι εμένα… Είχα αποφασίσει να έρθω να σου μιλήσω την Δευτέρα, αν δεν ερχόσουν νωρίτερα. Δεν ήθελα να είμαστε μαλωμένες».
«Συγγνώμη…»
«Πάει… Πέρασε…»
«Σίγουρα;»
«Ναι. Σίγουρα» απάντησε χαμογελώντας η Νταγιάνα.
Επέστρεψαν γρήγορα στους παλιούς τους ρυθμούς. Διάβασαν και σουλατσάριζαν στην πόλη. Εκείνο το διάστημα, η Νίνα, είχε αρχίσει να πολτικοποιείται. Έβλεπε την κατάσταση γύρω της και την ενοχλούσε. Την ακολουθούσε και η Νταγιάνα σ’ αυτό. Κατέβηκαν και σε διαδηλώσεις. Ο πατέρας της Νίνας έλεγε πως ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτος. Είχε κλάψει το πρώτο βράδυ που τον άκουσε να το λέει. Έπειτα ήρθε η άνοιξη κι έπεσαν οι πρώτες σφαίρες. Πέθανε κόσμος. Ήθελε να πάει να πολεμήσει η Νίνα. Ήταν είκοσι ένα τότε. Το μόνο που την κρατούσε πίσω, ήταν η Νταγιάνα, η φωνή της λογικής, που κατεύναζε τους φόβους της. Είχε ακούσει πως μια κοπέλα απ’ την σχολή της, μεγαλύτερη από εκείνες, πολεμούσε και την ζήλευε. Είχε πάρει απ’ τον πατέρα της.
Το ’93 τα πράγματα ζόρισαν. Κάποιο από τα απογεύματα που το πυροβολικό βαρούσε αδιάκοπα, τα κορίτσια είχαν βρει καταφύγιο στο σπίτι της Νίνας. Φοβόταν η Νταγιάνα κι είχε κουλουριαστεί στο κρεβάτι. Κάθισε κι εκείνη δίπλα της. Της έπιασε το χέρι. «Όλα θα πάνε καλά» την καθησύχασε.
«Σ’ αγαπάω» ψιθύρισε η Νταγιάνα πριν την φιλήσει στο στόμα. Ξεχασμένη η αίσθηση για την Νίνα. Δεν κατάλαβε τι έγινε, παρά μόνο όταν μπήκε, με φόρα, η αδερφή της στο δωμάτιο και τις είδε.
Σπάνε οι αναμνήσεις και διαλύονται, κομματιάζονται σ’ εκείνο το σημείο. Δεν μπορούσε να θυμηθεί ποτέ τα ενδιάμεσα, τα έπνιγε μέσα της το μίσος. Μετά την φωνή της Ναταλίας, θυμόταν πως περπατούσε κάποιο απόγευμα, σε κάποιο δρόμο. Στον δρόμο που έμενε πλέον. Μπορεί και να έτρεχε. Δεν ήταν σίγουρη. Θυμόταν την αγριεμένη φωνή του πατέρα της και το χαμόγελο της μικρής της αδερφής. Ύστερα τον είδε να τραβάει το πιστόλι του.
«Ο άχρηστος ο άνθρωπος, ούτε να με σκοτώσει δεν κατάφερε» μουρμούριζε κάθε φορά που ερχόταν οι θύμησές της να την στοιχειώσουν. Έπεσε κάτω. Τους είδε, μέσα στην θολούρα της, να απομακρύνονται. Έπειτα είδε μια κοπέλα με κόκκινα μαλλιά να στέκεται από πάνω της. Άγνωστο το μέρος. Έμοιαζε με σπίτι και νοσοκομείο μαζί. Διέταζε κοφτά. «Πονάς;» την είχε ρωτήσει, μα η Νίνα, δεν ένιωθε τίποτα. Είχε μουδιάσει το κορμί της και η σκέψη της.
Της πήρε μέρες να συνέλθει. Μίσησε και χριστιανούς και μουσουλμάνους και σέρβους και βόσνιους. Όλους τους μισούσε. Την κράτησε σπίτι της εκείνη η κοπέλα. Νίνα την έλεγαν κι εκείνη. Σπούδαζαν μαζί. Στον ένα πάγκο έδενε γάζες και στον άλλο είχε το τουφέκι και τις σφαίρες. Φορούσε μπερέ με το εθνόσημο. «Είναι πατριώτισσα η μικρή» της είχαν πει, κάποιο σούρουπο, οι στρατιώτες που είχαν έρθει για να φέρουν προμήθειες. Δεν μιλούσε ποτέ εκείνη η κοπέλα. Μόνο διέταζε και γιάτρευε πληγές με τα λίγα που ήξερε. Εκείνη, τα βιβλία της, οι γάζες της και το τουφέκι της. Μαζί του κοιμόταν. Όταν κοιμόταν. Όταν κατάφερνε να ξεκλέψει χρόνο. Όταν δεν τραγουδούσε, προσπαθώντας να βγάλει κάποια σφαίρα από έναν τραυματισμένο ώμο.
Δεν ήξερε πώς να την ευχαριστήσει η Νίνα, που της έσωσε τη ζωή. Της έκανε ένα τατουάζ στο μπράτσο. Το εθνόσημο που τόσο αγαπούσε. Της πήρε ώρες να φτιάξει ένα μηχανάκι από το μοτέρ ενός μικρού ανεμιστήρα και βελόνες. Άλλες τόσες για να το κάνει πάνω της. «Σκότωσαν τη μάνα μου και τον πατέρα μου. Θα σώσω όσους περισσότερους μπορώ, για να μην αφήσουμε κανέναν ζωντανό. Αυτό θα κάνω. Κι αν χρειαστεί να βγω στο δρόμο, θα πάρω το τουφέκι μου και θα τους σκοτώσω μόνη μου» της είχε πει, καθώς κοίταζε το μελάνι που γέμιζε το δέρμα της για να σχηματίσει τα αστέρια.
Είχε μαυρίσει η καρδιά της Νίνας. Έμεινε εκεί και βοήθησε όσο μπορούσε, πριν πάρει την απόφαση να φύγει από την πόλη. Πήγε και βρήκε τους γονείς του Σάββα. Είχε να τον δει πολύ καιρό. Αγνοούμενος ήταν. Πίστευε η Νίνα ότι έφυγε, ότι γλύτωσε. Έμεινε εκεί μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος. Γύρισε στο Σαράγεβο για να βγάλει την σχολή. Ήταν δηλωμένη νεκρή. Της είχαν φτιάξει μέχρι και τάφο. Πήγε στο νεκροταφείο και τον είδε. Έψαξε να βρει την κοπέλα που την έσωσε. Ήταν αγνοουμένη. Κατάφερε και πήρε την θέση της. Έβαψε κόκκινο το μαλλί της. Το άφησε να μακρύνει. Φόρεσε φακούς. Σκάλισε τα τατουάζ της. Έφυγε ξανά απ’ το Σαράγεβο. Δεν άντεχε να μείνει εκεί. Με χίλια τεχνάσματα κατάφερε και τελείωσε την σχολή. Δεν μπορούσε, πια, να βλέπει παιδιά να πονάνε. Θα γινόταν παιδίατρος.
«Είστε η μόνη εναπομείνασα συγγενής» της είπαν ένα πρωί, όταν άφησαν στο κατώφλι της, μια δεκαεξάχρονη πιτσιρίκα. Ήταν η αδερφή της κοπέλας εκείνης, που η Νίνα είχε οικειοποιηθεί την ταυτότητά της. Την κοίταζε με δέος η μικρή. Έβαλε τα κλάματα. Είχε πάνω από δέκα χρόνια να την δει η Σόνια. Άρχισε να τρέμει η Νίνα, μήπως την καταλάβαιναν. «Γιατί έφυγες;» την ρώτησε με παράπονο η Σόνια.
«Κουράστηκα» απάντησε σαστισμένα η Νίνα.
«Η μαμά, Νίνα…» τραύλισε η μικρή.
Η Νίνα της είπε πως την είχε αλλάξει ο πόλεμος. Πως ούτε ήθελε να ξέρει για τα παλιά, ούτε να θυμάται. Το σεβάστηκε η Σόνια. Δεν μίλησε ποτέ για τους συγγενείς που χάθηκαν στον πόλεμο και για τον παππού που την μεγάλωσε, μέχρι που πέθανε.
Στα τέλη του καλοκαιριού, αποφάσισαν να επιστρέψουν στο Σαράγεβο. Έκανε την ειδικότητά της η Νίνα και η Σόνια θα συνέχιζε το σχολείο. Κόντεψε να λιποθυμήσει, η Νίνα, όταν βρέθηκε στην σοφίτα που παραλίγο να έχανε την ζωή της. Την έφτιαξαν τα κορίτσια. Την έκαναν κατοικήσιμη. Η Σόνια πήρε το υπνοδωμάτιο και η Νίνα την έβγαζε στον καναπέ. Ανάθεμα κι αν κατάφερνε να κοιμηθεί τα βράδια. Την έπνιγε το μίσος της και η συνείδησή της. Προσπαθούσε να είναι μια πραγματική αδερφή για την Σόνια, η οποία, δεν είχε αναμνήσεις από την αδερφή της. «Όταν έφυγες από το σπίτι, ήμουν πέντε. Από τότε, δεν τα άλλαξες τα μαλλιά σου;» την είχε ρωτήσει ένα μεσήμέρι, μετά το σχολείο, ενώ έτρωγαν μαζί.
«Μου αρέσουν» σχολίασε αδιάφορα η Νίνα.
«Τα τατουάζ;»
«Τα έχω χρόνια».
«Ποιος σου τα έκανε;»
«Τα περισσότερα τα έκανα μόνη μου».
«Αλήθεια;» ρώτησε με δέος η μικρή.
«Αλήθεια» απάντησε χαμογελαστά η Νίνα.
Σκόρπιες ήταν οι αναμνήσεις της. Δεν είχαν ημερομηνίες και ταμπέλες. Ήταν εικόνες και στιγμές που δεν μπορούσε να βάλει σε σειρά. Μια καθημερινότητα μακριά από τον κόσμο, χωρίς φίλους, χωρίς γνωστούς, χωρίς παρέες. Όπως στα παιδικά της χρόνια, τότε που την έπνιγε η μοναξιά και την έκανε να το ρίχνει στην ζωγραφική, για να ξεχνιέται.
Την χρονιά δεν τη θυμόταν, ήταν σίγουρη, όμως, πως έκανε ακόμη την ειδικότητά της. Ήταν στο νοσοκομείο, εκείνο το βράδυ που συνάντησε την Νταγιάνα. Την αναγνώρισε η Νίνα. Έτρεχε πανικόβλητη, μ’ ένα μωρό στα χέρια της. Δεν την κατάλαβε στην αρχή, η Νταγιάνα. Μόνο όταν ηρέμησε, παρατήρησε την γιατρό. Έμοιαζε απίστευτα με την παλιά της φίλη, εκείνη που ήταν από χρόνια νεκρή. Την ρώτησε. Επέμεινε η Νίνα πως δεν γνώριζε για ποια μιλούσε. Όσο κι αν ήθελε να της μιλήσει, δεν μπορούσε να το κάνει. Πήγαιναν χρόνια που είχε την ταυτότητα μιας άλλης. Την βόλευε και της άρεσε. Είχε την δουλειά της, ένα σπίτι, μια αδερφή που δεν ήταν κακιά σαν την μικρή της αδερφή, μια ρουτίνα και μια ζωή που αρνιόταν να ζήσει.
«Σπουδάζαμε μαζί! Ήμασταν κολλητές, Νίνα. Αυτοκόλλητες!» είπε με αγανάκτηση η Νταγιάνα.
«Είμαστε συνάδελφοι, δηλαδή. Γιατρός είστε κι εσείς…» συνέχισε αδιάφορα η Νίνα.
«Δεν τελείωσα ποτέ. Δεν είμαι γιατρός. Έχεις μια αδερφή. Την λένε Ναταλία. Είναι εννιά χρόνια μικρότερή σου…»
«Ναι και όχι. Έχω μία αδερφή, δεν την λένε Ναταλία, ούτε είναι εννιά χρόνια μικρότερή μου».
«Νίνα, γιατί μου λες ψέματα;»
«Σας λέω, κυρία μου, δεν είμαι αυτή που περιγράφετε. Να, ορίστε, δείτε την ταυτότητά μου» μουρμούρισε αγανακτισμένα η Νίνα, πριν δώσει την ταυτότητά της στην Νταγιάνα. Την πήρε και την κοίταξε. Μόνο το όνομα ήταν ίδιο. Τα υπόλοιπα στοιχεία, διαφορετικά. Μέχρι και η ημερομηνία γέννησης. Της την επέστρεψε.
«Εντάξει;» ρώτησε χαμογελαστά η Νίνα, μα δεν πήρε απάντηση.
Δεν κατάφερνε να θυμηθεί αν είχε γίνει εκείνη την ημέρα η συμπλοκή, ή αν έγινε κάποιο άλλο βράδυ, φεύγοντας από το νοσοκομείο. Ήταν λίγο πριν χαράξει. Αυτό ήταν το μόνο σίγουρο. Γύριζε στο σπίτι. Έπεσε πάνω στην Ναταλία. Τότε, θα ήταν δεκαεννιά – είκοσι. «Κοντά στο 2000» έλεγε συνέχεια στον εαυτό της. Ήταν αρκετά μεθυσμένη η Ναταλία. Την κατάλαβε η Νίνα, από απόσταση. Είχε μεγαλώσει η αδερφή της, μα δεν είχε αλλάξει στο παραμικρό. Εκείνη η σκεφτική έκφραση την πρόδωσε και τα πράσινα μάτια που ιρίδιζαν από την θλίψη.
Το θολό βλέμμα της Ναταλίας, έπεσε πρώτα πάνω στα χέρια της γυναίκας που περπατούσε απέναντί της. Την φόβισαν εκείνες οι εικόνες που δεν μπορούσε να ξεχωρίσει. Σήκωσε τα μάτια της κι αντίκρισε την νεκρή της αδερφή. Ήταν σίγουρη πως ήταν η Νίνα. Η μία στιγμή που διασταυρώθηκε το βλέμμα τους, ήταν αρκετή για να σιγουρέψει την Ναταλία. Κουβαλούσε πάνω της ένα σουγιά. Φοβόταν όταν κυκλοφορούσε τα βράδια. Τον έβγαλε από την τσάντα και όρμησε στην Νίνα.
Αν η Νίνα δεν είχε γρήγορα αντανακλαστικά, θα θρηνούσε το μάτι της. Δεν κατάφερε να αποφύγει τελείως το χτύπημα. Της έσκισε το δεξί μάγουλο η Ναταλία, πριν χάσει την ισορροπία της και πέσει κάτω. Της πήρε τον σουγιά από το χέρι, η Νίνα. Θυμήθηκε τις τελευταίες της λέξεις, όταν, κάποτε, αιμορραγούσε στην μέση κάποιου δρόμου, περιμένοντας να πεθάνει. «Δεν φοβάμαι τον πόλεμο, Ναταλία. Είμαι από το Σαράγεβο» ψιθύρισε με μίσος. Προσπαθούσε να συγκρατήσει τα νεύρα της, αλλά ο πόνος δεν την άφηνε. Της κάρφωσε το μαχαίρι, με όση δύναμη είχε, στον ώμο, σ’ ένα σημείο που δεν θα της έκανε ζημιά. Άρχισε να τρέχει, κρατώντας το ματωμένο της μάγουλο.
Η Σόνια ξύπνησε την ώρα που άκουσε τα κλειδιά στην πόρτα. Σηκώθηκε για να καλημερίσει την αδερφή της. Δεν την βρήκε ούτε στο σαλόνι, ούτε στην κουζίνα. Έβριζε μέσα από τα δόντια της στο μπάνιο. Χτύπησε την πόρτα η μικρή. «Μπες» αποκρίθηκε η Νίνα.
Ούρλιαξε η Σόνια, από την τρομάρα της, όταν την είδε να ράβει το μάγουλό της. «Γιατρός είμαι, Σόνια. Θα το φτιάξω» απάντησε, όσο πιο ψύχραιμα μπορούσε, η Νίνα.
«Τι…»
«Τίποτα δεν έγινε. Πέσε για ύπνο. Θα πέσω κι εγώ».
«Ώστε… Αυτό σου το έκανε το γυναικάκι μου;» ρώτησε ο Βασίλης την Νίνα, που δεν είχε καταλάβει πώς είχε βρεθεί να κάθεται δίπλα της και να της χαϊδεύει το μάγουλο.
«Ναι…»
«Πώς τα κατάφερες τόσα χρόνια; Θα πρέπει να υπάρχουν πολλά άτομα…
«Συνδυασμός συγκυριών και τύχης» τον διέκοψε η Νίνα. «Όλοι πιστεύουν ότι είμαι νεκρή. Περίμενε…» συνέχισε. Σηκώθηκε απ’ την πολυθρόνα, σκάλισε ένα κουτί που ‘χε παραχωμένο στον πάγκο εργασίας της, έβγαλε μερικές φωτογραφίες από μέσα και τις έδωσε στον Βασίλη. «Απ’ το ’94, λίγο αφ’ ότου έφυγα από εδώ» σχολίασε την πρώτη.
«Εδώ είσαι ίδια με την αδερφή σου, όταν την γνώρισα. Ίσως λίγο πιο μελαχρινή. Είναι παλιά κι έχει ξεθωριάσει, δεν μπορώ να κρίνω. Αλλά, ναι, μοιάζετε απίστευτα».
«Αυτή εδώ…» είπε η Νίνα, παίρνοντας την επόμενη φωτογραφία στα χέρια της, «… πρέπει να είναι απ’ το ’97. Φαίνεται από το μήκος του μαλλιού. Εδώ την έβγαλα. Όταν γύρισα και ξαναέφυγα. Τότε, νομίζω, είχα βγάλει χαρτιά…»
Κοίταζε ο Βασίλης την φωτογραφία και προσπαθούσε να την συγκρίνει με την προηγούμενη. Ελάχιστη ομοιότητα είχαν. Είχε βάψει το μαλλί της, είχε κάνει τα τατουάζ στα χέρια της, ήταν καστανά τα μάτια της και τελείως διαφορετικό το πρόσωπό της. Την παρατήρησε για λίγο, πριν επιστρέψει το βλέμμα του στην φωτογραφία. «Πως;»
«Μόνιμο makeup. Αν τις βάλεις δίπλα – δίπλα, ίσως και να παρατηρήσεις τις διαφορές. Το έκανα μαζί με τα τατουάζ. Αν και δεν κρύβει πολλά, κάνει δουλειά. Εσύ, για παράδειγμα, θα με είχες αναγνωρίσει, λόγω της ομοιότητας με την Ναταλία, αν δεν το είχα κάνει. Κι αν δεν με αναγνώριζες, σίγουρα θα υποπτευόσουν πως κάτι γίνεται, επειδή, όπως είπες, μοιάζω πάρα πολύ με την αδερφή μου» του εξήγησε εκείνη.
«Εντάξει αυτό. Το καταλαβαίνω. Ακόμη και τώρα, κοιτάζοντάς σε, μπορώ να δω ομοιότητες και διαφορές με την Ναταλία. Το οπτικό κομμάτι, όμως, είναι μόνο ένα κομμάτι. Υποτίθεται πως είχες ένα παρελθόν. Φίλους, γνωστούς, συγγενείς…»
«Μετά από τόσα χρόνια απουσίας, Βασίλη, ούτε οι γείτονες δεν με θυμόντουσαν. Εν ζωή συγγενείς δεν υπάρχουν. Φίλους δεν ξέρω αν είχε, κανείς δεν ήρθε να με βρει. Παίζει παιχνίδια το μυαλό. Οι συμφοιτητές μας, μας θυμούνται και τις δύο απ’ το πανεπιστήμιο. Εγώ είμαι επίσημα νεκρή. Εκείνη, ήταν αγνοούμενη που επέστρεψε…»
«Η Σόνια;»
«Ήταν πολύ μικρή και είχε αμέτρητα χρόνια να δει την αδερφή της. Έχουμε δώδεκα χρόνια διαφορά. Μόνο την ανάμνηση μιας μεγαλύτερης αδερφής είχε. Ούτε φωτογραφίες της δεν υπάρχουν. Οι συγκυρίες και η τύχη, που σου είπα νωρίτερα. Να, δες. Αυτή είναι τραβηγμένη λίγες μέρες πριν πέσω πάνω στην Ναταλία».
«Δεν έχεις αλλάξει πολύ» σχολίασε ο Βασίλης καθώς παρατηρούσε τα κορίτσια στην φωτογραφία.
«Εμφανισιακά; Όχι. Σαν άνθρωπος…»
«Σε αλλάζουν τα βιώματά σου».
«Δεν με άλλαξαν τα βιώματα, αλλά τα συναισθήματα. Ο θυμός, η πίκρα, η θλίψη, η απορία, η κακία…».
«Γιατί δεν τα αφήνεις πίσω σου;»
«Εσύ, γιατί δεν αφήνεις πίσω σου, τις απιστίες της γυναίκας σου, ή την κοροϊδία των φίλων σου;» του γύρισε με θυμό η Νίνα.
«Για να παίζω τέτοιο θέατρο, δεν θα έχω κάποιο λόγο;» ρώτησε ήρεμα ο Βασίλης.
«Πόσα χρόνια είστε μαζί;»
«Εφτά».
«Πόσα θα περιμένεις ακόμη;»
«Όσα χρειαστεί».
«Περνάει η ζωή από μπροστά σου και την χάνεις».
«Δεν είμαι ο μόνος» της απάντησε, δείχνοντάς την.
«Εγώ, Βασίλη…»
«Εσύ, Νίνα, δεν έχεις παιδί! Δεν το είχα στο πλάνο, ούτε το είχα υπολογίσει. Ούτε περίμενα ότι η Ναταλία, ήθελε παιδί. Ούτε μπορούσα να φύγω. Δεν το άντεχε ο εαυτός μου. Ο φευγάτος δεν έχει αφήσει ξεκρέμαστο άνθρωπο. Και να σου πω και το άλλο; Όσο μπάνικη γκόμενα κι αν είναι η αδερφή σου, τόσο δεν την βλέπω. Η συγκάτοικος είναι πλέον. Ναι, Νίνα, αυτό που ακούς!»
«Επιτέλους!» αναφώνησε η Νίνα.
«Παίζω τον ρόλο μου, γιατί αυτό πρέπει να κάνω» συνέχισε ο Βασίλης.
«Το ξέρω. Συμπάσχουμε» του απάντησε κι έπειτα έκανε μια μικρή παύση. «Βασίλη; Η Ναταλία, με το παιδί, ασχολείται καθόλου;»
«Ναι. Γιατί;» απόρησε εκείνος, που δεν μπορούσε να καταλάβει τον συνειρμό της.
«Τόσα χρόνια είμαι η παιδίατρός σας, κι όμως, ποτέ δεν έχω μιλήσει με την κυρία Ντιλμπέροβιτς. Ούτε καν στο τηλέφωνο…»
«Δεν θέλω να το συζητήσω» την διέκοψε ο Βασίλης. Τον κοίταξε ύποπτα η Νίνα. Κατάλαβε, απ’ το βλέμμα του κι απ’ το τσιγάρο που άρχισε να ρουφάει με μανία, πως κάτι δεν πήγαινε καλά. «Δεν ενδιαφέρεται; Σαν τον πατέρα μας…» σχολίασε ατάραχα. Κάγχασε ο Βασίλης. «Δεν έχει καταλάβει ότι έκανε παιδί» της απάντησε πριν σβήσει με δύναμη το τσιγάρο. Σηκώθηκε, χαιρέτισε κι έφυγε.
Βγήκε στο δρόμο και κοίταξε την μηχανή που στεκόταν στο απέναντι πεζοδρόμιο. Είχε πει στην Ναταλία, όταν την πήρε, πως τον είχε βοηθήσει οικονομικά η αδερφή του. Έβγαλε από το μυαλό του την πραγματικότητα. Δεν είχε νόημα να μιλήσει στην Ναταλία και να της πει όλες τις αλήθειες που τον τσάκιζαν. Έπαιζε τον ρόλο του όσο καλύτερα μπορούσε και αυτό θα συνέχιζε να κάνει.
Ανέβηκε πάνω στην μηχανή, την έβαλε μπροστά κι απέμεινε να ακούει τον ρυθμικό ήχο του κινητήρα. Σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε το μοναδικό παράθυρο της σοφίτας. Η Νίνα του έγνεφε θλιμμένα. Χαιρέτισε, έβαλε ταχύτητα κι έφυγε για το σπίτι του. Ήταν καυτό εκείνο το απόγευμα. Τελείωνε ακόμη ένα καλοκαίρι.
Την ιστορία της, την πραγματική ιστορία, την είχε ακούσει αμέτρητες φορές ο Βασίλης. Πάντοτε λειψή, πάντοτε χαμένη μέσα σε χρόνια και στιγμές. Δεν συγκρατούσε γεγονότα η Νίνα. Την πονούσε η νοσταλγία και πάντοτε προσπαθούσε να σβήνει τις αναμνήσεις της.
Γύρισε στο σπίτι ο Βασίλης, μ’ ένα κεφάλι γεμάτο ανοησίες. «Η μικρή;» ρώτησε χαμηλόφωνα την Ναταλία. «Κοιμήθηκε» αποκρίθηκε εκείνη, χωρίς να τον κοιτάξει. Πήγε δίπλα της, στο γραφείο, της φίλησε το κεφάλι κι ύστερα έπεσε στο κρεβάτι, όπως ήταν, με τα ρούχα και τα παπούτσια. Έκλεισε τα μάτια και βυθίστηκε στις σκέψεις του. Δαιδαλώδη ήταν τα μονοπάτια που έπρεπε να ακολουθήσει, προσπαθώντας να βρει διεξόδους από την ίδια του την ζωή. «Έγινε κάτι;» άκουσε την φωνή της Ναταλίας και αναστέναξε. «Κουρασμένος είμαι. Αυτό» της απάντησε.
«Βασίλη μου;»
«Ορίστε».
«Σε απασχολεί κάτι;»
«Τίποτα σημαντικό, τίποτα ιδιαίτερο…»
«Θέλεις να το συζητήσουμε;» ρώτησε η Ναταλία, στιγμές πριν σηκωθεί από το γραφείο για να ξαπλώσει δίπλα του.
«Τι να συζητήσουμε;»
«Αυτό που δεν είναι ούτε σημαντικό, ούτε ιδιαίτερο»
«Έχεις δει καθόλου τα οικονομικά μας;»
«Ξέρω ότι δεν βγαίνουμε…»
«Και τι κάνεις γι αυτό;»
«Υπομονή, Βασίλη».
«Εντάξει» της απάντησε νευριασμένα.
«Μου θύμωσες;» του γκρίνιαξε παιχνιδιάρικα.
«Όχι. Αδυνατείς να καταλάβεις ορισμένα πράγματα».
«Όπως;»
«Όπως, το να βρεις μια δουλειά, παράλληλα με το πανεπιστήμιο. Δεν μπορώ και να δουλεύω, και να μεγαλώνω την μικρή, και να προσέχω εσένα και να τα κάνω όλα μόνος. Χρειάζομαι χρόνο και χώρο για τον Βασίλη. Δεν αντέχω άλλο…»
Η Ναταλία σηκώθηκε, πήγε στο γραφείο, άνοιξε ένα συρτάρι και ανέσυρε ένα έγγραφο από μέσα. Το κοίταξε θλιμμένα. Γύρισε στο κρεβάτι και το έδωσε στον Βασίλη. «Τι ‘ν’ τούτο πάλι;» μουρμούρισε, πριν αρχίσει να διαβάζει.
«Πρέπει να το απαντήσω μέσα σε δεκαπέντε μέρες» είπε η Ναταλία.
«Θα φύγουμε, κυρία Ντιλμπέροβιτς;» ρώτησε ο Βασίλης, χαμογελώντας κρυπτικά.
«Μου είχες πει, κάποτε, πως δεν θα γύριζες ποτέ πίσω. Γι αυτό, όταν έκανα την αίτηση, δεν σου είπα τίποτα. Το κοίταζα και το ξανακοίταζα και δεν ήξερα αν έπρεπε να το συζητήσουμε ή όχι. Είναι πολύ καλή η ευκαιρία, Βασίλη, και τα χρήματα, ικανοποιητικά…»
«Το θες;» την ρώτησε κοφτά.
«Ναι» ψιθύρισε εκείνη.
«Στείλ’ τους απάντηση. Θα κατέβω την Δευτέρα στην Ελλάδα για να κανονίσω τα της μετακόμισης».
«Δεν σε πειράζει;» συνέχισε ψιθυριστά η Ναταλία. Της χαμογέλασε. «Κάθε άλλο. Με χαροποιεί. Το διάβασμα έπιασε τόπο, τα όνειρά σου αρχίζουν να πραγματοποιούνται».
Άλλαξαν απότομα τα σχέδια του Βασίλη, μα δεν έδειχνε τίποτα από όσα βασάνιζαν τον νου του. Κύλησαν ήρεμα οι μέρες. Το απόγευμα της Κυριακής είπε στην Ναταλία ότι θα ταξίδευε βράδυ, για να γλυτώσει χρόνο. «Μέχρι να μαζέψεις πράγματα με την Νίνα, θα έχω έτοιμο σπίτι» της είπε πριν φύγει από το σπίτι.
Πρώτη του στάση, η μικρή σοφίτα της Νίνας. Μόνο εκείνη μπορούσε να καταλάβει το σκεφτικό ύφος του. «Ήρθε η ώρα;» τον ρώτησε μόλις τον αντίκρισε. Της έγνεψε ο Βασίλης, μπήκε στο διαμέρισμα, έπιασε τον καναπέ κι άρχισε να παίζει με τον αναπτήρα του. «Όχι ακόμη. Επιστρέφω. Βρήκε δουλειά η Ναταλία».
Έπιασαν την συζήτηση και για πρώτη φορά, μιλούσαν κοφτά και μετρημένα, σαν να σχεδίαζαν κάποιο πόλεμο με το παρελθόν τους. Έβγαλε τα εργαλεία της η Νίνα κι άρχισε να σχεδιάζει μια μικρή πριγκίπισσα στην πλάτη του Βασίλη. Τους πήρε χάραμα. Την έπεσε για ύπνο στον καναπέ της κι εκείνη έφυγε για δουλειά. Άνοιξε τα μάτια του το μεσημέρι. «Όλα επιστρέφουν. Όλα πληρώνονται» της έγραψε σ’ ένα χαρτί πριν φύγει από το σπίτι.
Είχε χρόνια να το κάνει το ταξίδι. Τον κούραζαν πια οι αποστάσεις με την μηχανή. Δεν πήγαινε στο δρόμο σαν παλαβός πιτσιρικάς. Είχε σύνεση και φόβο. Δεν ήθελε να αφήσει την κόρη του, μόνη. Δεν παρατηρούσε τα τοπία που περνούσαν από δίπλα του, μόνο σκεφτόταν την άφιξή του σ’ εκείνη την πόλη, που είχε εγκαταλείψει πριν χρόνια. Σκεφτόταν τα άτομα που έμεναν ακόμη εκεί, εγκλωβισμένοι μέσα σε ζωές που δεν τους χωρούσαν. Έφτασε αργά. Πήγε στην παλιά του γειτονιά. Πέρασε απ’ το πάρκο που ήταν άδειο. Κατέβηκε απ’ την μηχανή και κάθισε στο φρεσκοβαμμένο παγκάκι που καθόταν πάντοτε. Έκανε τσιγάρο. Αναπόλησε και νοστάλγησε. «Τριάντα…» μουρμούρισε. «Του χρόνου, τριάντα…»
Έβαλε πλώρη για το καπιταλιστικό, ελπίζοντας πως θα έβρισκε εκεί τον Θανάση και πως θα γινόταν το κατάλυμά του, για μερικές μέρες. Βρήκε την εξώπορτα της πολυκατοικίας ανοιχτή. Κοίταξε για το αυτοκίνητο του Θανάση κι ύστερα σκέφτηκε πως είχε να τον δει χρόνια και πως, ίσως, να είχε αλλάξει αυτοκίνητο. Ανέβηκε στον πρώτο. Χτύπησε το κουδούνι. Άκουσε παντόφλες να σέρνονται από μέσα. «Ποιος;» ακούστηκε η φωνή της Εύας.
«Φευγάτος» απάντησε εκείνος.
Η Εύα άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω απ’ το σπίτι. «Τι κάνεις εδώ; Πότε γύρισες; Πώς είναι τα κορίτσια σου;» τον βομβάρδισε με ερωτήσεις. Ο Βασίλης κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. «Φιλοξενείτε;»
«Ναι…» απάντησε σαστισμένα η Εύα.
«Ναι, αφού φιλοξενείτε, γιατί μ’ έχεις και στέκομαι απ’ έξω;» ρώτησε χαμογελώντας κι ύστερα έφυγε, χωρίς να προλάβει να του πει κάτι η Εύα. Κοίταξε το ρολόι του όταν βγήκε στο δρόμο. «Εφτά φεύγα. Κέρατο…» μουρμούρισε. Πήρε τηλέφωνο τον Τάσο και την Νίκη, αλλά δεν το σήκωσε κανένας. «Long shot» συνέχισε όταν έκανε το επόμενο τηλεφώνημα. «Φιλοξενείς;» ρώτησε κοφτά κι όταν άκουσε ένα εξίσου απότομο «Ναι», έφυγε.
«Όσο πας και ψηλώνεις εσύ, ε;» πείραξε την μισοκοιμησμένη Αλεξάνδρα μόλις άνοιξε την πόρτα της. «Ένα καναπέ να κρασάρω θέλω. Ταξιδεύω από χθες» συνέχισε ο Βασίλης, αφού άφησε το κράνος και τον σάκο. «Καφέ;» μουρμούρισε η Αλεξάνδρα που πάλευε να ανοίξει τα μάτια της.
«Φτιάξε» αποκρίθηκε ο Βασίλης.
«Μωρό; Έχουμε επισκέψεις, φόρα κάτι πριν βγεις» φώναξε η Αλεξάνδρα, σέρνοντας τα πόδια της προς την κουζίνα. Ο Βασίλης έβγαλε τους φακούς και φόρεσε γυαλιά. Τσακισμένο ένιωθε το κορμί του από το μεγάλο ταξίδι. Κοίταξε το σπίτι. Δεν είχε αλλάξει τίποτα απ’ την τελευταία φορά που το είχε επισκεφτεί. Μέχρι και η φωτογραφία με τον Τάσο ήταν στην θέση της, στην βιβλιοθήκη, όπως τότε, πριν εφτά χρόνια. Μόνο τα αμέτρητα αρκουδάκια της Αλεξάνδρας είχαν εξαφανιστεί.
«Συγγνώμη που σε ξύπνησα τόσο νωρίς» απολογήθηκε ο Βασίλης όταν έφτασε ο καφές του.
«Θα ξυπνούσα ούτως ή άλλως. Δουλεύω στις εννιά. Απλώς το ξενυχτήσαμε χθες με το μωρό και σέρνομαι» του απάντησε η Αλεξάνδρα.
«Σχέση;»
«Χρόνια τώρα».
«Καλά πάτε;»
«Θα δείξει. Εσύ;» τον ρώτησε χαμογελαστά.
Ο Βασίλης έβγαλε το κινητό του και έψαξε τις φωτογραφίες. «Εγώ…» άρχισε γελώντας. «Εγώ, έχω αυτόν εδώ τον σατανά, που υπεραγαπάω, να μου κάνει την ζωή, κόλαση!» της είπε, δίνοντάς της το κινητό.
«Αχ, Βασίλη, ίδια με σένα είναι η μικρή! Και έχει ματάρες. Να φανταστώ, απ’ τη μάνα της τα πήρε τα μάτια; Καλά, έχει να κάψει καρδιές μεγαλώνοντας… Πως την λένε;» είπε η Αλεξάνδρα, που είχε κολλήσει στην φωτογραφία της χαμογελαστής πιτσιρίκας με το σκανταλιάρικο ύφος.
«Νίνα»
«Από;»
«Από πουθενά. Νίνα έλεγαν την αδερφή της γυναίκας μου. Σκοτώθηκε στον πόλεμο. Δώσαμε το όνομά της στην μικρή…»
«Δεν με κάλεσες στο γάμο» παραπονέθηκε η Αλεξάνδρα.
«Κανένα δεν κάλεσα στο γάμο» της απάντησε ο Βασίλης. «Δεν υπήρχαν λεφτά για φαμφάρες. Πέντε λεπτά υπόθεση στο δημαρχείο και γεια σας».
«Πόσο είναι το μικρό;»
«Κοντεύει τα έξι».
«Ζώδιο;»
«Υδροχόος».
«Μωρό; Έλα να δεις μια απίστευτη μπέμπα!» φώναξε χαρούμενα η Αλεξάνδρα.
Η κοπέλα που βγήκε απ’ το διάδρομο είχε το ίδιο, σχεδόν, ύψος με εκείνη. Νυσταγμένη κι αυτή, σαν την Αλεξάνδρα και σαστισμένη από την πρωινή επίσκεψη εκείνου του άγνωστου άντρα. «Ο Βασίλης. Παλιός φίλος» είπε η Αλεξάνδρα.
«Ελευθερία» μουρμούρισε η κοπέλα, πηγαίνοντας προς τον Βασίλη, για να του δώσει το χέρι της. «Άσ’ τον αυτόν!» της είπε η Αλεξάνδρα, τραβώντας την από το χέρι. «Δες εδώ! Κορίτσαρος! Ματάρες ατελείωτες έχει η μικρή. Ζιζάνιο σκέτο πρέπει να είναι» σχολίασε, δείχνοντάς της την φωτογραφία.
Ο Βασίλης είδε μια παράξενη δυσαρέσκεια να σχηματίζεται στο πρόσωπο της Ελευθερίας. Δεν πρόλαβε να μιλήσει, γιατί πετάχτηκε η Αλεξάνδρα να κάνει τον δικό της σχολιασμό. «Και μετά, μου λες εμένα, πως δεν θέλεις παιδί».
«Μωρό μου…»
«Κορίτσια;» πετάχτηκε ο Βασίλης. «Έχω γράψει καμιά χιλιοτρακοσαριά χιλιόμετρα με το μηχανάκι. Παραπαίω».
«Εντάξει, αφού παραπαίεις, θα πάω να σου στρώσω μέσα. Σαν στο σπίτι σου, ξέρεις. Θα φύγουμε όπου να ‘ναι. Ξεκουράσου και θα τα πούμε το μεσημέρι. Χρωστάς νέα πολλών ετών» του είπε η Αλεξάνδρα χαμογελώντας.
Σαν τούβλο έπεσε στο κρεβάτι ο Βασίλης. Κοιμήθηκε τρεις ώρες με το ζόρι. Άλλαξε βιαστικά κι έφυγε απ’ το σπίτι, αφήνοντας ένα σημείωμα για την Αλεξάνδρα. Βγήκε στο δρόμο, πήρε την μηχανή κι άρχισε να ψάχνει για μεσιτικά γραφεία. Δεν μπορούσε να μπει στην διαδικασία να ψάξει για σπίτι, όπως παλιά. Ήξερε ακριβώς τι έψαχνε και ήλπιζε πως θα το έβρισκε.
«…Ενιαίο σαλόνι, καθιστικό, κουζίνα. Τρία δωμάτια, δύο μπάνια, ένα μικρό κι ένα μεγάλο. Υπόγειο και πάρκινγκ. Διαμπερές. Θέλετε να πάμε να το δούμε;» ρώτησε η μεσόκοπη μεσίτρια που τον κοίταζε ύποπτα.
«Ναι. Απ’ τις φωτογραφίες δεν μπορώ να κρίνω αν μου κάνει» της απάντησε ο Βασίλης.
Το σπίτι το λάτρεψε απ’ την πρώτη στιγμή. Ο ενιαίος χώρος ήταν τεράστιος κι ακριβώς όπως τον είχε στο μυαλό του. Θα έβαζε το γραφείο του δίπλα στην πόρτα, μπροστά το σαλονάκι, θα άφηνε ένα χώρο κενό για να μπορεί να παίζει η μικρή με άνεση, θα έβαζε την τραπεζαρία στην κουζίνα. Βγήκε στο μπαλκόνι για να κάνει τσιγάρο. Χτυπούσε ο ήλιος τις άδειες βεράντες, μα φυσούσε ένα δροσερό και ήπιο αεράκι που τον χαλάρωνε. «Ενώνεται με το υπνοδωμάτιο;» ρώτησε για το μπαλκόνι ο Βασίλης.
«Ναι. Με τα δύο δωμάτια που είναι από αυτή την πλευρά» του απάντησε η μεσίτρια.
Του άρεσαν και τα δωμάτια. Ήταν ευρύχωρα. Το ένα, μόνο, χρειαζόταν δουλειά γιατί ο προηγούμενος είχε καταστρέψει τους τοίχους. «Τι είχαν εδώ;»
«Θα σας γελάσω».
Μουρμούρισε κάτι ακατάληπτο πριν πάει να δει το μπάνιο. «Εξαιρετικό» σχολίασε γελώντας, πριν γυρίσει στην μεσίτρια. «Θα το πάρω».
«Ξέρετε, το νοίκι…» άρχισε δισταχτικά εκείνη.
«Πείτε μου» την παρότρυνε ο Βασίλης.
«Είναι μεγάλο το νοίκι. Μπορούμε να δούμε κάτι άλλο, σε μικρότερη τιμή…»
«Δεν έχω θέμα με το χρηματικό και πραγματικά βιάζομαι. Την επόμενη εβδομάδα περιμένω την γυναίκα μου και την κόρη μου, και πρέπει να το έχω στήσει…»
«Είστε παντρεμένος;»
«Χρόνια τώρα. Δεν μου φαίνεται;» σχολίασε σαρκαστικά ο Βασίλης, που ‘χε καταλάβει πως δεν της είχε γεμίσει το μάτι η εμφάνισή του και ο τρόπος του.
«Όχι… Είστε μικρός… Δεν…»
«Θα το κλείσουμε το σπίτι, ή να ψάξω αλλού;»
«Πρέπει να συνεννοηθώ με τον ιδιοκτήτη…»
«Θέλω μια απάντηση σήμερα» αποκρίθηκε ο Βασίλης που ‘χε αρχίσει να νευριάζει με την συμπεριφορά της.
Δέκα λεπτά αργότερα, ο Βασίλης και η μεσίτρια, είχαν πιάσει συζήτηση με τον ιδιοκτήτη του διαμερίσματος που έμενε ακριβώς από κάτω. Δεν του γέμισε το μάτι ο νεαρός με τα μούσια και τα τατουάζ στα χέρια. Το κατάλαβε ο Βασίλης κι έψαξε να πιαστεί από κάπου. Άρχισε να δίνει το βιογραφικό του. Μόλις μίλησε για στρατό, μαλάκωσε ο ιδιοκτήτης.
«Πήγες στρατό; Δεν είσαι απ’ αυτούς τους αντιρρησίες;»
«Φυσικά. Υπηρέτησα είκοσι εννιά μήνες την πατρίδα» απάντησε σ’ εκείνο, τον από χρόνια ξεχασμένο, στρατιωτικό τόνο.
«Μπράβο παιδί μου. Και την θητεία σου εκπλήρωσες και την σχολή σου έβγαλες, έκανες και νέος παιδί. Χίλια μπράβο».
Τον έτσουξε λίγο η τιμή του σπιτιού, μα δεν τον έπαιρνε ο χρόνος να το διαπραγματευτεί, είχε ξεπεράσει τις προσδοκίες του. Τον πείραξε που έμενε ο ιδιοκτήτης από κάτω κι ήταν κολλημένο το μυαλό του σε κάποια άλλη εποχή, μα κι αυτό το δέχτηκε, στο τέλος, όταν έδωσαν τα χέρια και συμφώνησε να τους πάει, την επόμενη κιόλας μέρα, την εγγύηση και το πρώτο ενοίκιο. Ήταν το πρώτο πράγμα που έκανε το πρωί. Πνίγηκε με το ανελέητο τρέξιμο. Μόνιμα στο τηλέφωνο ήταν ο Βασίλης, για να κανονίσει να βάψει το σπίτι, να το καθαρίσει, να φέρει τα πράγματά τους από το Σαράγεβο, να μιλήσει με την κόρη του που του έλειπε αφάνταστα.
Απ’ τους φίλους του, μόνο τον Τάσο πρόλαβε να δει, κι αυτόν στα κλεφτά, ενώ έβαφε. «Πολλά λεφτά, Βασίλη. Πολλά. Θα φανεί πως έχεις κι άλλα εισοδήματα. Θα το καταλάβει η Ναταλία. Πόσο ακόμη θα της λες, ότι σε βοηθάει οικονομικά η Βικτωρία;»
«Όσο, Τάσο. Δεν νομίζω πως θα το καταλάβει. Αν δεν τραβούσα λεφτά απ’ το λογαριασμό, θα ‘χαμε πεινάσει και πάνω…»
«Τραγικά τα πράγματα;»
«Τραγικά δεν είναι. Πίστευα πως θα τα βρίσκαμε, πως θα συνεννοούμασταν, πως θα πλέαμε μαζί. Λάθος μου. Έπρεπε να φύγω τότε, αλλά, τώρα πια, είναι αργά για να μετανιώσω».
«Να μαζευτούμε καμιά μέρα…» πρότεινε ο Τάσος.
«Μόλις ξεμπλέξω, παλιόφιλε. Μόλις τακτοποιηθούμε».
«Αυτό το διάστημα είμαι κι εγώ στα χαμένα…»
«Θολούρα στον ορίζοντα;»
«Τι να σου πω ρε Βασίλη; Νομίζεις ότι καταλαβαίνω τι μου γίνεται;»
«Η Νίκη;»
«Δεν ξέρω. Άφησέ το. Είναι μεγάλη η ιστορία και δεν έχω χρόνο».
«Μιλάμε» του είπε κοφτά ο Βασίλης ενώ τον ξεπροβόδιζε.
Μιάμιση βδομάδα του πήρε να στήσει το σπίτι. Ερχόντουσαν σιγά – σιγά τα πράγματά τους από το Σαράγεβο κι εκείνος τακτοποιούσε. Είχε πει στην Ναταλία πως δεν τις ήθελε στα πόδια του, πως προτιμούσε να τα κάνει όλα μόνος, με την ηρεμία του. Ξάπλωνε τα βράδια και σκεφτόταν. Δεν του κολλούσε ύπνος. Είχε επιστρέψει κι έπρεπε, κάποια στιγμή, να αντιμετωπίσει όλα όσα είχαν μείνει πίσω, μετά την φυγή του. Έμαθε τα νέα όλων. Πίστευε ότι όλοι είχαν κάνει λάθος επιλογές και πως, για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο, συνέχιζαν να βαδίζουν μαζί τους, χωρίς να κάνουν απολύτως τίποτα για να αλλάξουν τις ζωές τους.
Το βράδυ που ήρθαν η Νίνα και η Ναταλία, το πέρασαν έξω. Τις πήρε ο Βασίλης και τις ξενάγησε στην πόλη. Στην Ναταλία δεν άρεσε ιδιαίτερα. Η μικρή ξετρελάθηκε. Κοιτούσε τα πάντα, τα έδειχνε, τα σχολίαζε. Νύσταξε νωρίς. Την πήρε ο ύπνος στην αγκαλιά του Βασίλη, αφού κάθισαν κάπου να φάνε. Γύρισαν στο σπίτι αργά. Άφησαν την μικρή στο κρεβάτι της, στο καινούριο τους δωμάτιο και αποσύρθηκαν. Ο Βασίλης δεν είχε ούτε όρεξη, ούτε κουράγιο, για να συζητήσει. Την Ναταλία την έπιασε λογοδιάρροια. Μιλούσε για το σπίτι, για την πόλη, για την κόρη τους, για το πανεπιστήμιο, για την δουλειά, για όλα. Έκανε πως την άκουγε ο Βασίλης, ενώ στο μυαλό του γύριζαν εντελώς διαφορετικά πράγματα.
«Χαρούμενος;» τον ρώτησε κάποια στιγμή, αγκαλιάζοντάς τον.
«Που ήρθαμε εδώ; Ναι» της απάντησε, φορώντας το ψεύτικο χαμόγελό του.
«Δεν φαίνεσαι χαρούμενος…»
«Είμαι κουρασμένος».
«Το τατουάζ, αυτό, που το έκανες;»
«Την πριγκίπισσα;»
«Ναι».
«Σε μια φίλη».
«Γιατί;»
«Γιατί, ζηλιάρικο πλάσμα, έχω μια μικρή πριγκίπισσα στην ζωή μου. Απίστευτα παραπονιάρα, ελεεινά ζηλιάρα, με τρομερό νάζι, όταν την πιάσει, και ανυπόφορη κτητικότητα» σχολίασε χαμογελώντας εκείνος.
«Μ’ αγαπάς;» τον ρώτησε θλιμμένα.
«Ναι».
«Είσαι απόμακρος το τελευταίο διάστημα. Έχει γίνει κάτι; Υπάρχει κάποια άλλη; Σε χάνω;»
«Αρχίσαμε…» μουρμούρισε με αγανάκτηση ο Βασίλης.
«Απ’ τις αρχές του καλοκαιριού είσαι απόμακρος. Δεν μου μιλάς, χάνεσαι, κλείνεσαι στον εαυτό σου…»
«Ναταλία; Θέλω κι άλλο παιδί» είπε κοφτά ο Βασίλης.
«Μέχρι και πριν δέκα μέρες, αγχωνόσουν γιατί δεν βγαίναμε. Τώρα μου λες ότι θες παιδί;» του απάντησε με σοβαρό ύφος.
«Το έχουμε ξανασυζητήσει και δεν καταλήξαμε πουθενά. Εγώ θέλω, εσύ δεν θέλεις. Δεκτό και απόλυτα σεβαστό. Αυτό, όμως, που δεν μπορώ ούτε να δεχτώ, ούτε να σεβαστώ, είναι το ότι έχουμε χάσει το παιχνίδι. Εφτά χρόνια είμαστε μαζί και έχουμε καταντήσει συγκάτοικοι. Μην απορείς που είμαι απόμακρος και που χάνομαι. Δεν φταίω μόνο εγώ γι αυτό».
«Τι έκανα λάθος;»
«Προτεραιότητες» απάντησε ο Βασίλης, πριν της γυρίσει την πλάτη.
«Ρε Βασίλη…» άρχισε εκείνη με παράπονο.
Νευρίασε ο Βασίλης. Έτοιμος ήταν να ανοίξει το στόμα του και να αρχίσει να της σέρνει τα εξ αμάξης, αλλά τα κατάπιε. «Πρώτο βράδυ σε καινούριο σπίτι και θα μαλώσουμε, γαμώ την ζήλια σου;» την ρώτησε κοφτά.
«Δεν μαλώνουμε γιατί ζηλεύω! Μαλώνουμε γιατί ξεχνάς ότι έχεις γυναίκα!»
«Μπράβο ρε γυναίκα, η ζήλια σου είναι που με πνίγει και τα θέλω σου».
«Πρέπει, δηλαδή, να κάνουμε παιδί, επειδή το θέλεις εσύ;»
«Είπα εγώ κάτι τέτοιο;»
«Εκεί το πας όμως!»
«Αυτό κατάλαβες;»
«Αυτό μου δίνεις να καταλάβω, μωρό μου!»
«Συγγνώμη» της ψιθύρισε ο Βασίλης. «Συγγνώμη, εγώ φταίω. Δεν ξέρω τι έχω πάθει τελευταία, όλα μου φταίνε. Φάσκω και αντιφάσκω. Θα πάω σε γιατρό. Στο υπόσχομαι. Θα πάω, μπας και ξεκολλήσει το κεφάλι μου. Ναι;» συνέχισε κι εκείνη του έγνεψε καταφατικά. «Φιλί;» ρώτησε με παράπονο.
«Επιτέλους! Δέκα μέρες είχες να με δεις κι ούτε ένα φιλί…» πρόλαβε να πει η Ναταλία πριν την βουτήξει στην αγκαλιά του και την φιλήσει.
Μέχρι να προσαρμοστεί στις καινούριες συνθήκες ο Βασίλης, είχε μπει για τα καλά το φθινόπωρο. Έψαχνε για δουλειά, όποτε θυμόταν. Είχε βολευτεί σε μια ζωή νοικοκυράς. Σηκωνόταν το πρωί, ετοίμαζε την κόρη του, την πήγαινε σχολείο, πήγαινε πρωινό στην Ναταλία, μαγείρευε, καθάριζε, σιδέρωνε. Πού και πού πιανόταν με το γράψιμο, όταν θεωρούσε πως είχε χρόνο. Τα απογεύματα, όταν είχε καλό καιρό, έβγαινε με την Νίνα. Αλώνιζαν την πόλη με τα πόδια, πατέρας και κόρη. Η Ναταλία δούλευε ως αργά. Την μισή μέρα έλειπε από το σπίτι. Προσπαθούσε ο Βασίλης να βρει μια ισορροπία, αλλά δεν το κατάφερνε. Είχε απογοητευτεί, συνειδητοποιώντας πως η Ναταλία είχε βάλει σε πρώτη μοίρα την καριέρα της.
Ένα βροχερό απόγευμα του Νοέμβρη, χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού. Έτρεξε να ανοίξει η Νίνα. Κοίταξε τον κουστουμαρισμένο τύπο και την κοντοκουρεμένη κοπέλα δίπλα του, με απορία. «Ποια είσαι εσύ, φάτσα;» την ρώτησε ο Τάσος. Δεν απάντησε η Νίνα, μόνο έτρεξε προς τον Βασίλη, που ήταν στην κουζίνα.
«Το τρόμαξες το κορίτσι μου, κοντέ» είπε χαμογελώντας ο Βασίλης, πριν γυρίσει στην Νίνα. «Αυτοί είναι φίλοι μου από το σχολείο. Ο Τάσος και η Νίκη» της είπε χαμηλόφωνα. Η Νίνα στεκόταν δίπλα του, ενώ έφτιαχνε καφέδες. Χάζευαν το σπίτι ο Τάσος με την Νίκη, που δεν είχαν βρει ευκαιρία να το επισκεφθούν.
«Ακούω νέα» μονολόγησε ο Βασίλης αφού τους έδωσε τους καφέδες τους.
«Νέα;» σχολίασε γελώντας ο Τάσος.
«Εφτά χρόνια έχετε να με δείτε».
«Δεν άλλαξες καθόλου» του είπε η Νίκη.
«Πως δεν άλλαξα; Μέχρι και παιδί έκανα» απάντησε ο Βασίλης, δείχνοντας την Νίνα που καθόταν δίπλα του. «Την έπιασαν οι ντροπές τώρα. Σε κανένα μισάωρο θα αρχίσει να μιλάει…»
Όντως, λίγη ώρα αργότερα, η Νίνα άρχισε να μιλάει. Ύστερα, πήρε τον Τάσο για να παίξουν μαζί. Άπλωσαν αμέτρητα τουβλάκια πάνω στο χαλί κι άρχισαν να χτίζουν. Είχε βγάλει το σακάκι και την γραβάτα, είχε μαζέψει τα μανίκια απ’ το πουκάμισο και γελούσε με την Νίνα. Τους κοίταζε σκεφτικά ο Βασίλης, ενώ μιλούσε με την Νίκη. «Τον έχει πιάσει να γίνει μπαμπάς» σχολίασε εκείνη χαμηλόφωνα.
«Δεν τραβάει;» ρώτησε κρυπτικά ο Βασίλης.
«Τι να τραβήξει; Γυρνάει σπίτι ξημερώματα, κοιμάται μερικές ώρες, δουλεύει, τρώμε, φεύγει τα απογεύματα… Άσε, Βασίλη, μακάρι να μην δούλευε καθόλου και να τον έβλεπα, παρά αυτό το χάλι».
«Όπως η Ναταλία…»
Βράδιασε. Παρήγγειλαν φαγητό απ’ έξω και κάθισαν να φάνε όλοι μαζί. Είχε επιστρέψει και η Ναταλία απ’ την δουλειά. Θα ‘χε πάει έντεκα όταν βγήκαν για τσιγάρο, ο Τάσος με τον Βασίλη, στο μπαλκόνι. Κοίταξαν, σχεδόν ταυτόχρονα, τις γυναίκες που ‘χαν πιάσει συζήτηση. «Πώς πας;» ρώτησε αναστενάζοντας ο Τάσος.
«Ολοταχώς για διαζύγιο» μουρμούρισε ο Βασίλης.
«Εμείς χωρίσαμε. Έχει χρόνια. Δεν γούσταρε η Νίκη την ταμπέλα. Έτσι μου ‘πε. Έφυγα δυο μέρες απ’ το σπίτι, γύρισα να μαζέψω πράγματα, καταλήξαμε στο κρεβάτι κι έκτοτε μείναμε σ’ αυτή την κατάσταση. Ούτε που ξέρω τι είμαστε πια».
«Γιατί δεν…»
«Μωρ’ μαλάκα, αφού ξέρεις πόσο την αγαπάω. Δεν έχει νόημα να βρω κάποια άλλη. Ευελπιστώ ότι θα βάλει μυαλό. Δεν περνάμε άσχημα, απλά αυτή η φάση που δεν ξέρεις τι γίνεται, είναι ψυχοφθόρα. Εσύ, με την Σέρβα;»
«Δεν είναι Σέρβα ρε βλάκα, Βόσνια είναι. Μην πεις τίποτα τέτοιο και την πιάσει το εθνικιστικό. Σκατά τα πάω. Το ‘χω διαλύσει από καιρό. Θέατρο παίζω. Αν δεν ήταν το παιδί στη μέση, θα την είχα παρατήσει. Αλλά, όπως πάντα, τα έμαθα όλα αργά» μουρμούρισε ο Βασίλης, πριν στρέψει το βλέμμα του στον νυχτερινό ουρανό.
«Κέρατο;»
«Σταμάτα να ασχολείσαι με μικρότητες όπως το κέρατο. Ας κάνει ό,τι θέλει. Αυτό δεν μ’ ενοχλεί. Η αδιαφορίας της για το παιδί είναι που με διαολίζει. Φεύγει κυρία στις εννιά, επιστρέφει το βράδυ, τρώει, διαβάζει μέχρι ό,τι ώρα μπορείς να φανταστείς, ενίοτε με ξυπνάει για σεξ, κι όλη η βδομάδα πάει έτσι. Άντε, τις καθημερινές, το καταλαβαίνω. Τα σαββατοκύριακα, ρε φίλε, τα ίδια…»
«Φευγάτε, κοίτα να βρεις καμιά δουλειά, θα έρθει ο καιρός που δεν θα μπορείς να χρησιμοποιήσεις το μαξιλαράκι ασφαλείας, χωρίς να εξηγήσεις στην Ναταλία ότι έχεις και είχες λεφτά» τον συμβούλεψε ο Τάσος.
«Κοντέ, πώς καταφέρνεις και το γυρνάς συνέχεια στα λεφτά; Τέλος πάντων, αυτό είναι το μικρότερο από τα προβλήματά μου, αυτή τη στιγμή».
«Τι παίχτηκε;»
«Με πήρε ο μάστορας πριν μερικές μέρες. Θέλει, λέει, να πουλήσει ένα σπίτι γιατί χρειάζεται λεφτά και δεν βγαίνει. Μ’ έχει κάνει πληρεξούσιο για να αναλάβω την πώληση. Δηλαδή, δεν μου φτάνουν τα δικά μου, με φορτώνουν και με έξτρα».
«Αυτός; Καλά είναι;»
«Όπως τον θυμάσαι. Ξενυχτάει, γκομενίζει, ξοδεύει. Η μεγάλη του είναι δυο χρόνια μεγαλύτερη από την Νίνα, η μικρή ένα χρόνο μικρότερη. Πάλι καλά που είναι με την Μαρία, η οποία σκίζεται για τα κορίτσια, αλλιώς… Καμένα χαρτιά θα κατέληγαν, σαν εμάς».
«Η Μαρία;»
«Δεν ξέρει τίποτα και, όχι, πλέον δεν ανακατεύομαι στη ζωή κανενός. Ας τα βγάλουν πέρα μόνοι τους. Έχω δικά μου προβλήματα» σχολίασε ατάραχα ο Βασίλης. Πέταξε το τσιγάρο του σ’ ένα τασάκι κι άναψε άλλο. Κοίταξε τα λιγοστά φυτά του, που ‘χαν μαραζώσει. «Κατάντια…» μουρμούρισε σκεφτικά.
«Τι θα κάνεις; Υπομονή και θέατρο;» ρώτησε ο Τάσος.
«Δεν μπορώ να κάνω κάτι περισσότερο».
«Έπιασαν την κουβέντα οι φιλενάδες μέσα» σχολίασε ο Τάσος κι ο Βασίλης γύρισε και κοίταξε στο σαλόνι. «Έχουν πολλά κοινά, σαν χαρακτήρες. Απλά, η Νίκη, δεν θα τολμούσε ούτε να σκεφτεί να κοιμηθεί, φερ’ ειπείν, με εμένα, ή με τον Βαγγέλη…»
«Εννοείς…»
«Δεν εννοώ τίποτα, κοντέ. Το λέω ξεκάθαρα. Αυτός ο γάμος είναι ένα παιχνίδι εξουσίας. Με την Ναταλία, την πάτησα. Σου είπα, τα έμαθα όλα αργά. Τα χέρια μου είναι δεμένα κι ό,τι κι αν σου πω τώρα, δεν θα καταλάβεις. Στο παραμικρό μου στραβοπάτημα, η Ναταλία έχει έναν τρόπο να βρίσκει τι με πονάει και να με χτυπάει εκεί. Ακόμη κι αν δεν κάνω τίποτα, ακόμη κι αν στηριχτεί πάνω σε μια υποψία, ξέρει που να χτυπήσει. Όταν γεννήθηκε η μικρή, είχα τόσο άγχος και τόσο σκατά ψυχολογία, που κόντευα να καταρρεύσω. Πήγε κι έμπλεξε με τον Βαγγέλη, γιατί πίστεψε ότι την απατούσα. Άλλο που δεν ήθελε αυτός, τον ξέρεις πως είναι με τις γυναίκες και τι πιστεύει. Νόμιζα πως ξέφυγα, ο ηλίθιος, και πήγα κι έπεσα στην χειρότερη εκδοχή της Χριστίνας. Άσε… Τι να λέμε τώρα…»
«Γιατί δεν χωρίζεις;» ρώτησε ταραγμένα ο Τάσος, που όσο πήγαινε η συζήτηση, τόσο περισσότερο θλιβόταν.
«Γιατί θα βάλει το παιδί στη μέση. Ακριβώς αυτό που έκανε η μάνα μου. Μη σου πω ότι ο μόνος λόγος που κάναμε παιδί, είναι αυτός. Για να μην χωρίσουμε» κατέληξε ο Βασίλης κι ύστερα σώπασε.
Ο Τάσος ένιωθε ότι το μυαλό του δεν ήταν ικανό να χωρέσει όσα έμαθε. Παρατηρούσε την Ναταλία που συζητούσε και γελούσε με την Νίκη. Δεν μπορούσε να πιστέψει, ότι εκείνη η πρόσχαρη γυναίκα σκεφτόταν με αυτό τον τρόπο. Τον Βασίλη τον ήξερε και από την καλή και από την ανάποδη. Ήξερε πως έπαιζε θέατρο όταν το απαιτούσαν οι περιστάσεις, για μικρά ή μεγάλα διαστήματα, μα του φαινόταν αδιανόητο να παραμένει εκεί για να αποφύγει τα χειρότερα. Είχε μάθει να λύνει αλλιώς τα προβλήματά του ο Τάσος. «Βαστάς ρε;»
«Βαστάω και παραδίδω μαθήματα υποκριτικής» απάντησε ο Βασίλης.
Εκείνα τα Χριστούγεννα, έκαναν διακοπές στο Σαράγεβο. Ήθελαν να δουν τους φίλους τους και να περάσουν μερικές μέρες μακριά απ’ τα άγχη και την πίεση. Κάποιο απόγευμα που η Ναταλία και η Νίνα ήταν στα πεθερικά του Βασίλης, εκείνος έφυγε για να βολτάρει, όπως είπε. Ήθελε να δει την Νίνα και να μιλήσουν. Πήγε με τα πόδια μέχρι το σπίτι της. Ανέβηκε το στενό κλιμακοστάσιο. Χτύπησε τον πόρτα, έχοντας φορέσει το καλύτερο χαμόγελό του
«Σκατά είσαι» του είπε η Νίνα, όταν τον αντίκρισε κι εκείνος έβαλε τα γέλια.
«Χρόνια πολλά λέει ο κόσμος» της απάντησε προτού την αγκαλιάσει.
«Ελπίζω, μέχρι του χρόνου, να ‘χεις χωρίσει».
«Μπα, κακή μανία να χωρίσω!» αστειεύτηκε ο Βασίλης.
«Πού την έχεις;»
«Στους γονείς σας».
«Μπα; Ζουν ακόμη αυτοί;» μουρμούρισε πικρόχολα η Νίνα. Έπιασε τον καναπέ ο Βασίλης και κοίταξε τους νέους πίνακες που διακοσμούσαν τον χώρο. «Σαν πολύ φωτεινοί δεν είναι;» την ρώτησε, προσπαθώντας να καταλάβει την μεταστροφή της, στα έντονα χρώματα και τα χαρούμενα θέματα.
«Καιρός ήταν να μπει λίγο φως στην ζωή μου».
«Για λέγε».
«Βρήκα ένα παιδί απίστευτο. Σαν εσένα. Είναι λίγο μικρός, αλλά δεν μας πειράζει η διαφορά ηλικίας. Εσύ;»
«Εγώ, υπομονή. Έκανα μια μικρή συζήτηση. Αποκατέστησα τις διπλωματικές μου επαφές. Αυτό, βέβαια, οφείλεται και στην μικρή πριγκίπισσα που κουβαλάω πάνω μου» σχολίασε κρυπτικά ο Βασίλης. Μισόκλεισε τα μάτια η Νίνα. Κρυφογέλασε. «Ανασταίνονται οι νεκροί, Βασίλη;»
«Δεν ξέρω. Έχω πάρα πολύ δρόμο μπροστά μου».
«Ανασταίνονται» δήλωσε η Νίνα, γελώντας μοχθηρά.
«Εν καιρώ, Νίνα. Εν καιρώ…»
Μια σκέψη σχετικά μέ το “Μαθηματα Υποκριτικής (XV)”