Ένας καυγάς στο μπάρ του Υπερτριπλάσιου

Η Κλειώ δεν είχε χάσει μήτε το υφάκι της, μήτε και την σιλουέτα της. Άνοιξε με κόπο την βαριά πόρτα του μαγαζιού, την πέρασε και την άφησε να κλείσει πίσω της, για να κάνει εντυπωσιακή είσοδο. Κοίταξε προς το μπαρ, ψάχνοντας με τα μάτια τον Αντώνη, που ήξερε πως είχε το ένα μάτι στην πόρτα, κόβοντας τους θαμώνες. Τον είδε να έχει πιάσει ψιλή κουβέντα και να γελάει βροντερά, με μια καστανή, αδύνατη κοπέλα, με ροδαλά μάγουλα. Ούτε μισή ματιά δεν έλαβε η Κλειώ από τον Αντώνη, που μόνο συνέχισε να τσουγκράει το ποτήρι του μ’ εκείνη την παράξενη τύπισσα. Παρατηρώντας τους, η Κλειώ ένιωσε πως υπήρχε μια απόκοσμη οικειότητα μεταξύ τους. Σφάλισε τα βλέφαρά της. Αναστέναξε. Πίστευε πως δεν είχε χάσει το τραίνο και δεν είχε σκοπό, ιδιαίτερα εκείνο το βράδυ, να το κάνει.

Βαριά χτυπούσαν τα τακούνια των μπλε, σουέντ μποτών που φορούσε, πάνω στο ξύλινο δάπεδο. Κοφτό ήταν το βήμα της προς το μπαρ, τον Αντώνη και την παρέα του. Μέσα στον χαμό και στην μουσική, κατάφερε ν’ ακούσει κάποια σπασμένα λόγια του Αντώνη. «… κι εγώ θα ήθελα ρε μανάρι, αλλά είναι πολύ ζόρικη εποχή για μένα…»

Θόλωσε το μυαλό της. Αν κι ήξερε πως ο Αντώνης γύριζε με πολλές, συναισθήματα είχε μόνο για εκείνη και μόνο σ’ εκείνη μιλούσε τόσο γλυκά. Βούτηξε το χέρι της κοπέλας που καθόταν έξω από το μπαρ, απέναντι από τον Αντώνη, μόλις έφτασε δίπλα της και την τράβηξε προς το μέρος της.

«Άσε τον άντρα μου ήσυχο!» βρυχήθηκε η Κλειώ σ’ εκείνη την άγνωστη φάτσα που δεν είχε ξαναδεί ποτέ στην ζωή της.

«Κλαίρη;» άκουσε να την φωνάζει εκείνη η κοπέλα, με μια γνώριμη, μα από χρόνια ξεχασμένη από τα αυτιά της, χροιά.

«Γνωριζόμαστε…» πρόλαβε να πει η Κλειώ κι ύστερα είδε σε αργή κίνηση ένα χέρι να σηκώνεται και να την χαστουκίζει με δύναμη. Το κεφάλι της γύρισε από την σφαλιάρα. Τρόμαξε. Γύρισε προς την κοπέλα που τα μάτια της είχαν κοκκινίσει και τα χείλη της είχαν γίνει μια ευθεία γραμμή.

«Δεν γνωριζόμαστε, Κλαίρη;» βρυχήθηκε η Λίλιαν κι η Κλειώ, συνδυάζοντας τον τόνο της φωνής και το αγριεμένο πρόσωπο, κατάφερε να ανασύρει από τις αναμνήσεις της, το ξανθό, κοντοκουρεμένο κορίτσι με το οποίο έκανε παρέα, πριν από μερικές δεκαετίες.

«Λιλ…» άρχισε να τραυλίζει η Κλειώ.

«Σού την χρωστούσα, παλιοπουτάνα!» ούρλιαξε η Λίλιαν.

«Εγώ;» θίχτηκε η Κλειώ.

«Δεν ντράπηκες;» συνέχισε η Λίλιαν. Η Κλειώ γύρισε προς τον Αντώνη, που καθόταν στο μπαρ, με σταυρωμένα χέρια και πελώριο χαμόγελο στα μάτια και στα χείλη του. Τον είδε να σοβαρεύει για μία στιγμή, αγριοκοιτάζοντας κάποιον τύπο που πήγαινε να τις χωρίσει κι ύστερα, κάρφωσε το βλέμμα του πάνω της, επιμένοντας να χαμογελάει χαιρέκακα.

«Δεν ντράπηκες, γαμώ τον Χριστό σου, ρε;» επέμεινε η Λίλιαν, που ετοιμαζόταν να ρίξει και δεύτερο χαστούκι στην Κλειώ.

«Μίλησε για ντροπή, το πρεζάκι! Αλήθεια, ντρεπόσουν όταν γαμούσες τον Μπακάλμπαση, γιατί για να σε γαμούσε αυτός, χλωμό το κόβω!» της απάντησε η Κλειώ κι ύστερα απέμεινε έκπληκτη, ακούγοντας το βροντερό γέλιο του Αντώνη.

«Όταν ήμουν πρεζάκι, καλή μου, πηδιόμουν μ’ όποιον γούσταρα! Όχι με τους φίλους μου, σ’ αντίθεση μ’ εσένα!»

«Με τον Μιχάλη τι έκανες;»

«Δεκαπέντε χρόνια μετά, συνεχίζει να σε καίει;»

«Ναι, ρε! Με καίει και με τσουρουφλίζει!»

«Μείνε με την απορία, Κλαίρη! Ό,τι γούσταρα, έκανα!»

«Μη μιλάς σ’ εμένα για πουτανιές! Εσύ το ξεκίνησες πρώτη!» ούρλιαξε η Κλειώ κι έπειτα βούτηξε την Λίλιαν απ’ το μαλλί.

«Θα βγεις, ρε μαλάκα, από πάνω; Πεταμένη τσούλα του ελέους, που πήγες και γάμησες ό,τι αγάπησα στη ζωή μου, για το πείσμα σου;» της έφτυσε η Λίλιαν κι ύστερα την άρχισε στα χαστούκια. «Θα βγεις από πάνω, που παράτησες παιδί πίσω σου, για να ‘χει να βλέπει χαρά το μουνί σου; Μαλακισμένη σκρόφα, θα σε λιώσω! Κι όχι για μένα, χέστηκα για μένα, ποτέ δεν μ’ ένοιαξε για μένα! Το κακό που έκανες στον Μιχάλη όμως, δεν σ’ το συγχωρώ! Ακούς ρε μαλακισμένο;»

Την τελευταία σφαλιάρα δεν πρόλαβε να την ρίξει. Κάποιος της έπιασε το χέρι. Γύρισε απότομα για να επιτεθεί. Αντίκρισε τον Αντώνη. Κάλμαρε αμέσως. Ξαναγύρισε προς την Κλειώ. «Γαμώ το σπίτι σου, Κλαίρη. Το ‘χετε στο σόι να γαμιέστε και να παρατάτε παιδιά από ‘δω κι από ‘κεί;»

«Γαμώ το στόμα σου, Λίλιαν» της είπε ο Αντώνης, χαμηλόφωνα, τραβώντας την προς τα πίσω και πηγαίνοντάς την προς την άκρη του μπαρ. «Έλα, γαμώ, ηρέμησε λίγο. Ηρέμησε. Ηρέμησε, το κερατάκι μου!»

«Τι να ηρεμήσω, ρε υπερτριπλάσιε; Ήρθ’ η πουτάνα σου εδώ, για να μας ζητήσει και τα ρέστα, να πούμε; Που θα την ρίξω μια φάπα και θα σταματήσει να στριφογυρνάει όταν γίνει ανάσταση νεκρών!»

«Λίλιαν; Ηρέμησε!» βρυχήθηκε ο Αντώνης κι ύστερα γύρισε προς την Κλειώ που μυξόκλαιγε από τα νεύρα της. «Κλειώ; Μη διανοηθείς να φύγεις! Παλουκώσου στο μπαρ, τώρα!»

«Δεν κάθομαι στο ίδιο μαγαζί, μ’ αυτή την πουτάνα!» ούρλιαξε η Κλειώ.

«Ρε, παλουκώσου που σου λέω, γιατί θα την αμολήσω και θα σε περάσει από πάνω!» συνέχισε ο Αντώνης κι ύστερα γύρισε προς την Λίλιαν. «Μπορείς να καθίσεις ήρεμη, ή θα χρειαστεί να φωνάξω τον Μπακάλμπαση να σε μαζέψει;»

«Έλα, γάμησέ με λίγο, δεν είμαι παιδί» απάντησε θιγμένα η Λίλιαν.

«Το βλέπω…» κάγχασε ο Αντώνης. «Δηλαδή, αν ήσουν παιδί τι θα έκανες; Θα την έβγαζες έξω να τα λέγατε σαν “άντρες” ξέρω ‘γω;»

«Γαμιέσαι, Αντουάν, αλλά για χάρη σου, θα κάτσω ήρεμη».

«Μπράβο το κορίτσι μου» σχολίασε εκείνος κι ύστερα την άφησε και μπήκε ξανά μέσα από το μπαρ. Έκανε νόημα με τα μάτια στην Κλειώ να πάει να καθίσει δίπλα στην Λίλιαν κι ύστερα κατέβασε ένα από τα αμέτρητα μπουκάλια, από κάποιο ράφι. Γέμισε τρία σφηνάκια, ήπιε το ένα, «υγρό κουράγιο» μονολόγησε κι έπειτα το ξαναγέμισε. Άφησε τα σφηνάκια μπροστά στην Κλειώ και την Λίλιαν. Έτοιμες ήταν να ξαναξεκινήσουν καυγά. «Να το θάψουμε, ρε τσούπρες, το τσεκούρι του πολέμου;» ρώτησε ο Αντώνης, σηκώνοντας το σφηνάκι του.

«Δεν θάβω τίποτα» απάντησε κοφτά η Λίλιαν.

«Γιατί έχεις λερωμένη τη φωλιά σου» της πέταξε η Κλειώ.

«Ρε, γαμώ το σπιτάκι σου…» μουρμούρισε η Λίλιαν, πριν γυρίσει αργά προς την Κλειώ. «Γιατί σού ‘χει κολλήσει αυτή η μαλακία;» την ρώτησε, με όση ψυχραιμία της είχε απομείνει.

«Γιατί πάντα τον γούσταρες τον Μπακάλμπαση! Γι’ αυτό!»

«Κι εσύ, Κλαίρη, σαν φίλη, πού ήσουν;» ρώτησε η Λίλιαν. Κάγχασε ο Αντώνης. Ένευσε καταφατικά σ’ εκείνη την ερώτηση της Λίλιαν, κατέβασε το σφηνάκι του και περίμενε να ακούσει την απάντηση της Κλειούς.

«Λέγε ρε μαλάκα, πού ήσουν;» επέμεινε η Λίλιαν.

«Λεγε, μωρό μου» προσπάθησε να ειρωνευτεί ο Αντώνης, λεπταίνοντας την φωνή του, μα το μόνο που κατάφερε ήταν να προκαλέσει γέλιο και στις δύο, με τον παράξενο ήχο που έβγαλε από το στόμα του.

«Πού έπρεπε να ήμουν;» αντιρώτησε η Κλειώ.

Η Λίλιαν άρχισε να χτυπάει ρυθμικά τα νύχια της πάνω στο ξύλινο μπαρ. Έγειρε το κεφάλι της προς τα δεξιά. Φόρεσε ένα μυστήριο μειδίαμα. Μισόκλεισε τα μάτια. «Θυμάσαι ότι νευριάζω άσχημα;»

«Το θυμάμαι, Λιλ» απάντησε η Κλειώ.

«Και συνεχίζεις και ρίχνεις λάδι στην φωτιά. Λέγε, ρε καριολίκι, πού ήσουν τότε, ως φίλη; Ήσουν μαζί μου και δίπλα μου ή κοιτούσες να με γαμήσεις;»

«Λέγε, κούκλα, θα σε περάσει από πάνω» την τσίγκλισε ο Αντώνης.

«Τι θέλεις να σου πω, Λίλιαν; Θέλεις να σου ζητήσω συγγνώμη για τότε;» νευρίασε η Κλειώ.

«Θέλω να εξαφανιστείς. Εξαφανίσου, γιατί θα σου δαγκώσω την καρωτίδα» αγρίεψε η Λίλιαν κι ύστερα γύρισε προς τον Αντώνη. «Κοίτα έναν μαλάκα άντρα, ρε, έναν κουραμπιέ που το παίζει και καμπόσος. Πότε θα της πεις ρε λαχανοντολμά ότι έκανες και δεύτερο παιδί;»

«Γαμώ το στόμα σου, Λίλιαν!» αναφώνησε ο Αντώνης, πριν πιει τα δύο σφηνάκια που βρισκόντουσαν ακόμη μπροστά του.

Πάγωσε η έκφραση τής Κλειούς στο άκουσμα εκείνων των λέξεων. Την ήξερε την Λίλιαν. Έκαναν πολλά χρόνια παρέα. Ήξερε ότι θύμωνε πολύ άσχημα, σε σημείο να χάνει την αυτοσυγκράτησή της και να ανοίγει το στόμα μόνο για να φτύσει καρφιά. Ήξερε ότι δεν ήταν μικρή. Δεν θα έλεγε ποτέ ψέματα για να πληγώσει κανέναν. Με τις αλήθειες το κατάφερνε καλύτερα. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια της. Δάγκωσε τα χείλη της. Στράφηκε προς τον Αντώνη. «Είναι αλήθεια;» τον ρώτησε κι εκείνος απάντησε μ’ έναν αναστεναγμό κι ένα κλείσιμο του ματιού.

«Άντε γαμήσου, αντρούλη!» φώναξε η Κλειώ, οργισμένα και ειρωνικά. Ένιωσε κάτι να την γραπώνει από την μπλούζα. «Ρε! Σήκω φύγε από ‘δω μέσα, ξεφτιλισμένο καριολίκι, που ‘χεις γαμήσει τα συναισθήματα κόσμου και ντουνιά, να πούμε, που θα βγεις κι από πάνω!» της φώναξε η Λίλιαν μέσα στα μούτρα.

Ο Αντώνης πρόλαβε να βγει από το μπαρ για να μην ξαναφουντώνσει ο καυγάς. Έβαλε την Λίλιαν να καθίσει κι ύστερα στράφηκε προς την Κλειώ. «Εδώ μέσα, πια, αγάπη μου, είσαι persona non grata, που λέει κι ο φιλόσοφος από ‘κει πέρα» της είπε, δείχνοντας έναν μελαγχολικό, μουσάτο τύπο που έπινε μόνος του. «Κάν’ την» συνέχισε, πριν την πιάσει αγκαζέ και αρχίσει να την οδηγεί έξω από το μαγαζί. Δεν αντιστάθηκε η Κλειώ. Είχε καταλάβει πως ο τελευταίος συρμός του τραίνου είχε προ πολλού φύγει από τον σταθμό, που επί χρόνια, την περίμενε καρτερικά.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s