Ο Νομάς – 1 – Άντε γαμήσου, Δάφνη…

Σουρούπωνε, κάποιο παγωμένο απόγευμα στα τέλη του ΄99 κι η μικρή πόλη είχε ξεμείνει από κόσμο. Οι ελάχιστοι περαστικοί που υπήρχαν στους δρόμους, περπατούσαν βιαστικά, προσπαθώντας να γλυτώσουν από το τσουχτερό κρύο και την υγρασία. Τα φώτα στους δρόμους είχαν ανάψει κι ανέδιδαν έναν υποκίτρινο, μουντό και καχεκτικό φωτισμό. Και η φιγούρα κάποιου πανύψηλου και γεροδεμένου άντρα, που βρισκόταν πίσω από ένα ζευγάρι χοντρές κουρτίνες, στο χρώμα της λεβάντας, αδυνατούσε να τους δει. Πώς, άλλωστε, θα τους έβλεπε, έχοντας τα βλέφαρά του σφαλιστά;

Ήταν αρματωμένος με μια παλιά, μαύρη stratocaster πάνω στην οποία χόρευαν τα δάχτυλά του. Κι ο κόσμος, πίσω από τις κουρτίνες του, στον παγωμένο δρόμο, έβλεπε εκείνη την παράξενη, σχεδόν απόκοσμη φιγούρα, μα δεν μπορούσε μήτε ν’ ακούσει την αγριάδα της μουσικής, μήτε να καταλάβει το πόσα κουβαλούσε η ψυχή που συνέθετε.

Θλιμμένο ήταν το χαμόγελο που έκρυβαν τα τραχιά και ατημέλητα γένια. Βουρκωμένα ήταν τα μάτια που ‘χαν κρυφτεί πίσω από κάποιες άλλες κουρτίνες, τα στιλπνά του μαλλιά που είχαν αρχίσει να ασπρίζουν. Παραδόξως, το πρόσωπό του φάνταζε γαλήνιο. Σαν να μην είχε καμία σκοτούρα στο κεφάλι του, σαν να μην είχε να σκεφτεί καμία έγνοια. Είχε απομείνει σκεφτικός και σιωπηλός, βυθισμένος σε μια παράξενη χαρμολύπη, να παίζει δυνατά την μουσική του, που ενώ κατάφερνε να γεμίσει τα αυτιά του, αδυνατούσε να ξεχυθεί από τα ακουστικά που φορούσε και ν’ αγγίξει έστω και στο ελάχιστο, το παγωμένο σαλόνι στο οποίο βρισκόταν.

Έβγαινε το ‘99 κι ο Μικές ένιωθε πως παρέμενε στάσιμος στη ζωή του. Είχε τελειώσει με τον στρατό, είχε ξεμπερδέψει με την σχολή, είχε αφήσει να το μαλλί του να μακρύνει, δεν ήθελε, για κανέναν απολύτως λόγο, να κόψει ή να περιποιηθεί το γένι του, είχε αποκτήσει ένα στιλ Αμερικάνου καουμπόι που ξένιζε τους ντόπιους κι η φωνή του είχε βαθύνει ακόμη περισσότερο. Άνοιξε τα μάτια του για μία στιγμή. “She’s a purrin’ motor, and she’s a-burnin’ fuel…” τραγούδησε, για να συνειδητοποιήσει, γι’ ακόμη μια φορά, πως από βαρύτονος, είχε γίνει βαθύφωνος. Δεν συνέχισε να τραγουδάει, γιατί η φωνή του δεν του καθόταν καλά στ’ αυτιά, μόνο συνέχισε να παίζει εκείνη την άγρια μελωδία που έμοιαζε με τον βρυχηθμό κάποιου παλιού, αμερικάνικου αυτοκινήτου, με τεράστιο μοτέρ και ασύλληπτες μετατροπές.

Του άρεσε και δεν του άρεσε το νησί. Το είχε συνηθίσει και δεν ήξερε κατά πόσο θα μπορούσε να το αλλάξει. Με τα χρόνια είχε γίνει το ησυχαστήριό του. Δεν άντεχε τις μεγάλες πόλεις και τις απρόσωπες κοινωνίες. Δεν γούσταρε τα πολύβουα κέντρα, ούτε και τους ρυθμούς των ανθρώπων που έτρεχαν, δίχως να γνωρίζουν τον λόγο. Τα ‘χε βρει με τον εαυτό του και την μικρή του εξορία – όπως ο ίδιος την χαρακτήριζε. Κι άφηνε τις ημέρες να περνάνε, να φεύγουν και να χάνονται, δίχως να κάνει κάτι ιδιαίτερο.

Τα βράδια έπαιζε μουσική σε ταβέρνες μ’ ένα μικρό σχήμα κι έτσι κέρδιζε τα προς το ζήν. Έπιαναν τα χέρια του με τις επισκευές και τις μετατροπές μουσικών οργάνων. Μπορεί να τον πετύχαινες να έχει στήσει κάποια κιθάρα στο μικρό γραφείο της Δάφνης και να της αλλάζει τα φώτα. Αν και δεν τον τραβούσε ιδιαίτερα η οργανοποιία, όσο ο ήχος που έβγαζαν τα όργανα, τα κατάφερνε μια χαρά και μ’ εκείνη την τέχνη. Ζούσε σχετικά άνετα. Όταν δεν του έβγαζε την ψυχή η Δάφνη.

Η Δάφνη ήταν η συμβία του Μικέ. Μια ψηλή, ισχνή κοπέλα, με κόκκινο καρέ, μανία με την καθαριότητα και πάθος με το βόλεϊ. Είχαν γνωριστεί σε μια καφετέρια, όταν είχε πρωτοπατήσει το πόδι του ο Μικές στο νησί. Αταίριαστοι άνθρωποι. Εκείνος, τότε, ήταν ένα απομεινάρι του εαυτού του, που προσπαθούσε να μακρύνει τα μαλλιά του, να ανακαλύψει το στιλ του και να πετάξει από πάνω του τα κατάλοιπα του στρατού. Εκείνη, δυο χρόνια μεγαλύτερή του, είχε βγει από μια κακοποιητική σχέση κι έψαχνε κάποιον για να κάνει παρέα.

Στην αρχή τα έβρισκαν μόνο στο σεξ. Ύστερα άρχισε να κάνει υποχωρήσεις ο Μικές, όσον αφορά τη μουσική και τα αναγνώσματα. Έπειτα άρχισε να κάνει υποχωρήσεις η Δάφνη, ιδιαίτερα για τα μαλλιά και τα γένια του. Αν και δεν μπορούσε να υποχωρήσει στο θέμα της μηχανής. Ο Μικές αρνιόταν πεισματικά να παρατήσει την τσόπερ του και να πάρει αυτοκίνητο. Η Δάφνη αρνιόταν πεισματικά να τον συνοδεύσει σαν συνοδηγός σ’ οποιοδήποτε ταξίδι. Έτσι, ο Μικές ταξίδευε μόνος του, συχνά – πυκνά, κι η Δάφνη παρέμενε στο σπίτι τους.

Κόντευαν τέσσερα χρόνια μαζί κι ο Μικές δεν είχε σταματήσει ποτέ να την πειράζει, αποκαλώντας την «Αθηνέζα» κάθε φορά που είχε την ευκαιρία να το κάνει. «Ρε ταγάρι, θα σ’ ανεβάσω στην Σαλονίκη καμιά μέρα και δεν θα μπορείς να συνεννοηθείς με άνθρωπο!» της έλεγε χαμογελαστά κι εκείνη κάκιωνε και δεν του μιλούσε για ώρες.

Τις σκέψεις του διέκοψε ο βροντερός ήχος της κιθάρας που γέμισε τον χώρο. Πάγωσε ο Μικές. Πήρε τα χέρια από την ταστιέρα και γύρισε προς τον ενισχυτή. Η Δάφνη είχε βγάλει το καλώδιο των ακουστικών και κρατούσε το βύσμα τους στα χέρια της. «Θέλω να μιλήσουμε» του φώναξε, πριν πετάξει το καλώδιο στο πάτωμα και περπατήσει βιαστικά προς τον κρεμ, δερμάτινο καναπέ, που κάλυπτε σχεδόν το ένα τρίτο του σαλονιού. Αναστέναξε ο Μικές καθώς ξεαρματωνόταν. Άφησε την κιθάρα δίπλα από τον ενισχυτή κι ύστερα πήγε κοντά της. Κάθισε δίπλα της. Την κοίταζε με απορία. «Ακούω» της είπε κοφτά, με την βαθιά φωνή του.

«Δεν θέλω να ακούσεις. Να μιλήσουμε θέλω!»

«Να πούμε τι, ρε Δάφνη;»

«Για εμάς;»

«Τις μαλακίες άρχισες πάλι;»

«Ποιες μαλακίες;»

«Τις μαλακίες περί γάμου και παιδιών. Ρε γατί, σ’ αρέσει που είμαστε χωρισμένοι συγκάτοικοι, αφού. Ποιο είναι το πρόβλημά σου, πάλι;»

«Δεν θέλω να είμαστε έτσι» μουρμούρισε, σχεδόν μυξοκλαίγοντας, η Δάφνη. Έβαλε τα γέλια ο Μικές – αν και το απέφευγε, γιατί η βαθιά φωνή του κατάφερνε να τρομάξει όσους δεν τον ήξεραν· το βροντερό του γέλιο σε συνδυασμό με το παρουσιαστικό του, μπορούσε να σου παγώσει το αίμα. «Και τι θέλεις;» την ρώτησε, δίχως να σταματήσει να γελάει.

«Να μιλήσουμε» επέμεινε εκείνη.

«Όχι, δεν θέλεις να μιλήσουμε. Θέλεις να μιλήσεις. Γι’ αυτό, σ’ ακούω».

«Εσύ δεν θέλεις να μιλήσεις;»

«Να πω, τι;»

«Δεν ξέρω».

«Σ’ έχω πει, από την αρχή, ότι είμαι εσωστρεφής. Ξέρεις ότι δεν μιλάω. Τι περιμένεις ν’ ακούσεις;» μουρμούρισε ο Μικές.

«Γιατί είσαι έτσι αυτό το διάστημα;»

«Πώς, “ετσι”;»

«Κλειστός. Χαμένος στις σκέψεις σου».

Αναστέναξε ο Μικές κι ύστερα σηκώθηκε και πήγε στο ψυγείο. Έβγαλε δυο μπουκάλια μπύρας από μέσα και τα άνοιξε. Επέστρεψε μαζί τους στον καναπέ. Άφησε το ένα μπροστά από την Δάφνη κι άρχισε να κατεβάζει τα περιεχόμενα εκείνου που ‘χε απομείνει στο χέρι του. Αφού ήπιε την μισή μπύρα, άφησε το μπουκάλι στο τραπέζι και στράφηκε προς το μέρος της. «Σκέφτομαι μια πρόταση για δουλειά, που μου έκαναν».

«Επιτέλους! Ν’ αφήσεις τα μπουζούκια και τις ταβέρνες!» αναφώνησε η Δάφνη.

«Ναι… Τέλος πάντων…» μονολόγησε ο Μικές.

«Θα μου πεις τι δουλειά είναι αυτή;»

«Κάτι γνωστοί…» άρχισε να λέει ο Μικές, αλλά η Δάφνη τον διέκοψε. «Αμάν με τους γνωστούς σου!»

«Ρε γατί, θα μ’ αφήσεις να μιλήσω;» αγρίεψε εκείνος

«Ναι» νιαούρισε εκείνη.

«Ωραια. Κάτι γνωστοί ξεκινάνε περιοδεία στο εξωτερικό από Γενάρη και θέλουν κιθαρίστα. Θα χρειαστεί να λείψω κάνα εννιά – δέκα μήνες. Τα λεφτά είναι εξαιρετικά και το να κάνω ένα τέτοιο tour είναι κάτι που πάντοτε ήθελα. Και το σκέφτομαι. Σοβαρά το σκέφτομαι».

«Τελειωσες;» ήταν το μόνο που τον ρώτησε η Δάφνη, όταν απόμεινε σιωπηλός, να κοιτάζει το μισοάδειο μπουκάλι μπύρας.

«Έτσι λέω».

«Μικέ; Δεν κόβεις τις μαλακίες, λεω ‘γω, να κοιτάξεις να βρεις καμιά σοβαρή δουλειά και να κοιτάξουμε να πάμε παρακάτω;» αγρίεψε η Δάφνη κι ο Μικές, που είχε την τάση να καταστρέφει τις σοβαρές συζητήσεις, τραγουδώντας κάτι που ταίριαζε στην περίσταση, έπιασε να τραγουδάει, με πιο μπάσα φωνή απ’ όσο συνήθως. «Πρώτα να πάω σε κανένα κουρείο, να κόψω τα γένια να κοντύνω τα μαλλιά…»

«Ρε; Θα σοβαρευτείς, ρε;» ούρλιαξε η Δάφνη, μα ο Μικές επέμεινε. «να έρθω στο σπίτι, να γνωρίσω τον μπαμπά σου…»

«Μικέ!»

«Να σταματήσω και τα ναρκωτικά!»

«Θα σοβαρευτείς;» συνέχισε να ουρλιάζει η Δάφνη

«Θες να σε πω και τι λέει παρακάτω;» της απάντησε γαλήνια ο Μικές.

«Ξέρω τι λέει παρακάτω!»

«Τι ζόρι τραβάς τώρα; Αλήθεια όμως!»

«Αλήθεια θα σηκωθείς να φύγεις;»

«Άντε γαμήσου, Δάφνη!» φώναξε ο Μικές κι η φωνή του έκανε το φωτιστικό του σαλονιού να τρίξει ελαφρά. Σηκώθηκε από τον καναπέ κι έβαλε πλώρη για το υπνοδωμάτιο.

«Εσύ γαμήσου!» του απάντησε εκείνη οργισμένα.

Πάγωσε ο Μικές στα μέσα της διαδρομής και γύρισε προς το μέρος της. «Εγώ; Σού ‘πα ποτέ κάτι για το γαμημένο το καρέ, που σε κάνει να μοιάζεις με τριτοτέταρτη πουτάνα; Όχι. Σ’ άρεσε, δεν μ’ έπεσε λόγος, δεν είπα τίποτα. Σου ‘πα ποτέ κάτι για την γαμημένη την επιμονή σου να θέλεις να ζούμε μαζί να είμαστε σαν παντρεμένοι, γιατί δεν σ’ αρκεί η ταμπέλα της σχέσης; Όχι. Το δέχτηκα. Σου ‘πα ποτέ κάτι για την εμμονή σου να θέλεις παιδιά και οικογένεια μαζί μου, που δεν θέλω ούτε παιδιά, ούτε γάμους, ούτε καν δεσμεύσεις, τις οποίες δεν μπορώ να κόψω όποτε μου τη βιδώσει; Όχι! Απ’ τη μία, Δάφνη, δεν θέλεις να λες ότι είσαι σε σχέση, γιατί δεν σού αρκεί αυτό και από την άλλη θέλεις γάμο και παιδιά! Με δουλεύεις ρε ψυχάκι; Μην τ’ ανοίγεις για να μιλήσεις, εκεί θα καταλήξουμε πάλι! Στο “Σεϊτάν βρές μια δουλειά της προκοπής, γίνε άνθρωπος, ντύσου αξιοπρεπώς, πούλα τη μηχανή, αγόρασε station wagon για να χωράνε τα τέσσερα παιδιά μας και πέτα τα όνειρά σου στα σκουπίδια”! Εκεί δεν θα καταλήξουμε, Δάφνη; Κοντά τέσσερα χρόνια μαζί κι απ’ τον τρίτο μήνα αυτής της συμβίωσης πετάξαμε την ταμπέλα της σχέσης γιατί σε έπνιγε, και κρατήσαμε τι, ακριβώς; Το πηδιόμαστε σαν παντρεμένοι και το κοιμόμαστε μαζί σαν παντρεμένοι και το είμαστε μαζί σαν παντρεμένοι, αλλά χωρίς ταμπέλα και συμβόλαιο; Και τώρα τι θες; Θεωρείς ότι το συμβόλαιο – γιατί είναι συμβόλαιο ο γάμος, γατί – θα μας βοηθήσει κάπου; Άντε γαμήσου, Δάφνη, κι εσύ και τα θέλω σου, να πούμε!» κατέληξε ο Μικές πριν την παρατήσει μόνη της, στο σαλόνι, για να πάει να ντυθεί.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s