Ο άντρας με την βαριά διάθεση άνοιξε απότομα την πόρτα του ταβερνείου. Έσφιξε το κασκόλ του, πριν κλείσει το μπουφάν της μηχανής. Ψάρεψε ένα βαρύ, κόκκινο, κοκκάλινο ζευγάρι γυαλιά. Τα μόνταρε στο πρόσωπό του. Είχε νυχτώσει για τα καλά. Ο παγωμένος αέρας έσκιζε με φόρα τους κατάμεστους από κόσμο, πεζόδρομους. Έβγαλε ένα τσιγάρο και το σφήνωσε ανάμεσα απ’ τα δόντια του. «Σαν τραινάκι λούνα παρκ με πάει…» μουρμούρισε πριν καγχάσει και κατέβει το μοναδικό, μαρμάρινο σκαλί του μαγαζιού.
Κοίταξε αριστερά και δεξιά. Προσπάθησε να προσανατολιστεί. Δεν έφταιγε που ‘χε χρόνια να πατήσει το πόδι του σ’ εκείνα τα μέρη, μα το μυαλό του ήταν εξαιρετικά θολό. Οι αναμνήσεις του είχαν βγει από τις κρύπτες του μυαλού του κι είχαν στήσει ένα μακάβριο πάρτι στην σακατεμένη του ψυχή. Κι η γκροτέσκικη ψυχοσύνθεσή του, πλαισιωνόταν από αμέτρητα νεύρα. Έκλεισε τα μάτια του για μερικές στιγμές, προσπαθώντας να καθαρίσει το μυαλό του. Μάταια. Δεν ήθελαν να φύγουν από μέσα του τα λόγια.
Είχε σκοπό να καθίσει στο ταβερνείο και να τα πιει μονάχος, μέχρι αργά, όπως έκανε κάποτε, τότε που ‘ταν πληγωμένος απ’ τον κόσμο κι από τον εαυτό του. Τον τσάκιζε η μουσική. Δεν μπορούσε την κλάψα. Ήξερε πως θα του διέλυε την διάθεση πριν καταφέρει να μουδιάσει το μυαλό του από το αλκοόλ. Άνοιξε τα μάτια κι έστριψε αριστερά. Θα πήγαινε στο στέκι που ‘χε ανακαλύψει όταν η δεύτερη ευχή που ‘χε δώσει στον εαυτό του, είχε πέσει στο πάτωμα κι είχε σμπαραλιαστεί.
Άκουγε τον ήχο των βημάτων του στο δρόμο και τον απόηχο των λέξεων που είχε ακούσει. Τον κυνηγούσε μια παλιά ιστορία που δεν είχε τελειώσει και το πείσμα μιας γυναίκας που, εκείνο το απόγευμα, είχε σιγουρευτεί πως είχε στόχο ζωής να τον τσακίσει. Έσφιξε τα δόντια του, μασώντας το φίλτρο του τσιγάρου. Έβραζαν τα μάτια του, μα το πρόσωπό του ήταν γαλήνιο.
Όταν χώθηκε στο μπαράκι του Αντώνη, αγνόησε τα φώτα και την έλλειψη μουσικής. Πήγε στο μπαρ, χωρίς να δώσει καμία σημασία στον άδειο χώρο. Τράβηξε ένα σκαμπό. Έβγαλε απ’ το μπουφάν του δύο πακέτα τσιγάρα κι ένα κινητό. Έβγαλε το μπουφάν και το κρέμασε. Ξέσφιξε το κασκόλ του. Γύρισε προς τον φαλακρό και γενειοφόρο μπάρμαν, που ο χρόνος είχε πια αρχίσει να γράφει σημάδια πάνω του.
«Ένα μπουκάλι Bacardi» σχεδόν διέταξε ο Βασίλης, πριν βγάλει ένα τσιγάρο απ’ το πακέτο του και τ’ ανάψει. Κούνησε μερικές φορές το κεφάλι, στον αέρα, σαν να προσπαθούσε να συμφωνήσει με κάποιον αόρατο συνομιλητή. Σούφρωσε τα χείλη του. Έπιασε στα χέρια του το κινητό. Με πολλή βαριά καρδιά κάλεσε έναν αριθμό που έτρεχε ανάκατος, για πολλά χρόνια, στην φαντασία του. Κόλλησε την συσκευή στο αυτί του και περίμενε. Στράφηκε προς τον μπάρμαν. Του έκανε νόημα με τα μάτια να μην τον διακόψει.
Αναστέναξε όταν άκουσε, στην άλλη άκρη της γραμμής, εκείνη την γνώριμη και ζεστή, ένρινη φωνή, να απαντάει μ’ ένα λιτό «παρακαλώ;».
«Φευγάτος» δήλωσε κοφτά, κρύβοντας επιμελώς τον φόβο του. Περίμενε πως η συνομιλήτριά του θα του έκλεινε το τηλέφωνο κατάμουτρα.
«Γεια σου, Βασίλη» του απάντησε εκείνη, σχεδόν μουδιασμένα.
«Γεια σου, Χριστίνα» της απάντησε κι εκείνος, μιμούμενος την φωνή της, κάτι που πάντοτε την έκανε να γελάσει με την ψυχή της. Έτσι έγινε κι εκείνο το βράδυ.
«Καλά είσαι;»
«Έτσι δεν έλεγα πάντοτε;» μουρμούρισε ο Βασίλης. Κοίταξε τον μπάρμαν που ‘χε απλώσει μπροστά του μπουκάλι, παγάκια, ποτήρι και ξηρούς καρπούς. «Να σερβίρω;» είπε άηχα εκείνος κι ο Βασίλης ένευσε καταφατικά, μισοκλείνοντας το δεξί μάτι.
«Έτσι…» μονολόγησε η Χριστίνα.
«Όρεξη για κουβέντα, έχεις;» την ρώτησε, κοιτάζοντας τον Αντώνη να του γεμίζει το ποτήρι.
«Έχω, ναι».
«Είμαι σ’ ένα μπαράκι… Θέλεις…» έκανε ο Βασίλης μα δεν απόσωσε να τελειώσει την πρότασή του.
«Στείλε μου την διεύθυνση σ’ ένα μήνυμα και θα ‘ρθω».
«Έγινε. Θα τα πούμε από κοντά» της απάντησε εκείνος.
«Εντάξει, μωρό μου» είπε η Χριστίνα κι όταν κατάλαβε τι είχε ξεστομίσει, δαγκώθηκε και έκλεισε απότομα το τηλέφωνο. Κάγχασε ο Βασίλης. Γύρισε προς τον Αντώνη που τον κοίταζε επίμονα.
«Πελατάκο μου; Χρόνια και ζαμάνια ρε!» αναφώνησε ο Αντώνης κι ο Βασίλης συνοφρυώθηκε. «Χαθήκαμε, υπερτριπλάσιε» μουρμούρισε κι έπειτα παρατήρησε ότι δεν έπαιζε μουσική στο μαγαζί. «Γιατί τέτοια νέκρα σήμερα;» ρώτησε ο Βασίλης, πίνοντας λίγο απ’ το ποτό του.
«Είναι εννιά παρά ακόμη. Κάτσε. Σιγά – σιγά θ’ αρχίσει να γεμίζει. Δεν έχει έρθει κι ο άρχοντας να βάλει μουσική. Θες να ρίξω κάτι συγκεκριμένο;» ρώτησε ο Αντώνης, σηκώνοντας το φρύδι του.
«Θέλω;» αναρρωτήθηκε δυνατά ο Βασίλης.
«Λέγε, τώρα, πριν έρθει ο άρχοντας, γιατί όταν θα ‘ρθει, θ’ αρχίσει να παίζει τα δικά του…»
«Βάλε το East Hastings…» μουρμούρισε ο Βασίλης κι έπειτα ρούφηξε το τσιγάρο του. «Τι απογεύματα ήταν αυτά; Μελαγχολικά, σκοτεινά, μουντά απογεύματα. Το Χριστινάκι έπιανε τον καναπέ και σκέπαζε τα ποδαράκια της μ’ένα κουβερτάκι. Εγώ έπιανα το γραφείο, πάντα κάτι έγραφα, πάντα κάτι άκουγα, πάντα με μια κούπα καφέ στο χέρι, να φέρνω βόλτες στο μυαλό μου και ν’ αφήνω σκέψεις στην οθόνη…»
«Έχεις ιστορίες κι εσύ, πελατάκο…» παρατήρησε ο Αντώνης καθώς πήγαινε να βάλει μουσική και να χαμηλώσει τα φώτα του μαγαζιού.
«Μόνο ιστορίες… Ιστορίες γι’ αγρίους…» ψέλλισε ο Βασίλης.
«Κάτσε να βάλω την “Μανταλένα” κι έρχομαι να μου τις πεις…» του απάντησε ο Αντώνης.
Έπιασε το κινητό του ο Βασίλης και βιαστικά σκάλισε την διεύθυνση του μαγαζιού. Την έστειλε στην Χριστίνα κι ύστερα βυθίστηκε στις αργές κιθάρες, το ποτό, το τσιγάρο και τις χαώδεις σκέψεις του.
Την κατάνυξη και τον παράξενο λογισμό του που ολοένα και στροβιλιζόταν γύρω από ένα κακό παρελθόν που ‘χε περάσει, δεν κατάφερε να τα διακόψει ούτε κι εκείνος ο καυγάς των δύο γυναικών που για λίγες στιγμές πιάστηκαν στα χέρια. Άκουγε, ο Βασίλης, τις μουσικές και ταξίδευε, με την φαντασία του, σε μακρινά μέρη, όπου ήλπιζε πως θα ήταν ευτυχισμένος, μακάριος και γαλήνιος. Μέχρι που, κάποια στιγμή, λίγο μετά τις δώδεκα, εκεί που το μπουκάλι του κόντευε να τελειώσει, ένιωσε ένα άγγιγμα στο χέρι του. Ξεφύσησε. Ακούμπησε τους αγκώνες του πάνω στο μπαρ κι έπλεξε τα δάχτυλά του. Έστρεψε το κεφάλι του προς τ’ αριστερά, για ν’ αντικρίσει ένα πρόσωπο με σπασμένο χαμόγελο. Διέκρινε, μέσα στην θολούρα του, εκείνο το κενό ανάμεσα στα δόντια, που πάντοτε λάτρευε. Χαμογέλασε. Δεν της είπε τίποτα. Περίμενε ν’ ανοίξει εκείνη την κουβέντα. Εξ’ άλλου, τού το χρωστούσε. Εκείνος την είχε πλησιάσει την πρώτη φορά.
«Την έκανες και τατουάζ;» τον ρώτησε θλιμμένα η Χριστίνα, πριν κάνει νόημα στην κοπέλα που δούλευε μέσα από το μπαρ, να της πάει ένα καθαρό ποτήρι.
«Πάντα ζηλιάρα ήσουνα…» μονολόγησε ο Βασίλης, σκεφτικά και θλιμμένα, πριν γυρίσει προς το ποτήρι του.
«Και όχι άδικα» αποκρίθηκε εκείνη.
«Με σταύρωσες αρκετά για την Έλενα. Σε σταύρωσα αρκετά για τον μαλάκα σου, που ούτε που θυμάμαι πώς τον έλεγαν. Πέρασαν έξι χρόνια από τότε. Enough is enough» της απάντησε ο Βασίλης.
«Τι έκανες αυτά τα έξι χρόνια, που έχω να σε δω;» τον ρώτησε, προσπαθώντας ν’ αποφύγει οτιδήποτε συνέχιζε να την πληγώνει.
«Έφυγα από την χώρα, Χριστίνα».
«Και το τατουάζ;»
«Μεγάλη και μυστήρια ιστορία. Εσύ;»
«Εγώ, τι;»
«Εσύ, τι έκανες αυτά τα χρόνια; Τι κάνεις; Πώς είσαι;»
«Δεν θα έλεγα ότι είμαι καλά, αλλά προσπαθώ. Με σακάτεψες τότε. Το ξέρεις;»
«Το έχω καταλάβει» αναστέναξε ο Βασίλης.
«Μπορώ, επιτέλους, να μάθω τον λόγο;»
«Που σε χώρισα;» κάγχασε εκείνος.
«Τόσο αστείο είναι;» τον ειρωνεύτηκε εκείνη.
«Τραγελαφικό. Νομίζω. Δεν μπορώ να βρω κάποια καλύτερη λέξη, αυτή τη στιγμή».
«Μάλιστα. Μπορώ να μάθω τον λόγο;»
«Απόψε; Βεβαίως» αποκρίθηκε ο Βασίλης, πιάνοντας το ποτήρι του που είχε αδειάσει. Κοίταξε το μπουκάλι μα κι εκείνο δεν είχε μέσα του παρά μόνο λίγες σταγόνες. Έκανε νόημα στην κοπέλα που βρισκόταν πίσω από το μπαρ, μα δεν τον είδε. Έψαξε στον χώρο, με τα μάτια, για τον Αντώνη, που καθόταν και μιλούσε με μια πολύ γνώριμη φιγούρα. «Δε γαμιέται…» μονολόγησε πριν ανάψει τσιγάρο.
«Αυτή η Νίνα, που ‘χεις στο χέρι σου, μαζί με την ημερομηνία… Η γκόμενα που σ’ έφερε σ’ αυτό το χάλι;» τον ρώτησε η Χριστίνα κι εκείνος αγρίεψε.
«Ζηλιάρικο πλάσμα! Δεν σ’ έφερα εδώ για να θυμηθούμε τα ροζ καλτσάκια σου ή τα μοβ αθλητικά σου παπούτσια. Ούτε καν για να σε ξεμοναχιάσω. Ούτε και θέλω να πλαγιάσω μαζί σου. Για να πούμε δυο κουβέντες σ’ έφερα! Θες να μάθεις ποια είναι η Νίνα;» την ρώτησε κι ύστερα έπιασε το κινητό του κι άρχισε να ψάχνει τις φωτογραφίες. «Ορίστε, η Νίνα!» της είπε, βάζοντάς το κινητό στα χέρια της.
Η Χριστίνα έπαθε σοκ όταν αντίκρισε το τρίχρονο κοριτσάκι που έμοιαζε απίστευτα με τον Βασίλη. Γύρισε και τον κοίταξε στιγμιαία. Ίδιες φυσιογνωμίες, ίδια ζυγωματικά, ίδιο σχήμα μύτης και χειλιών, ίδια αυτιά. Μόνο στα μάτια διέφεραν. Τα μάτια της πιτσιρίκας ήταν πράσινα, σ’ αντίθεση με τα καφέ μάτια του Βασίλη.
«Θα μπορούσε να ‘ναι δικιά μας…» τραύλισε η Χριστίνα.
«Δεν θα μπορούσε, τρωκτικό μου. Δεν θα μπορούσε…» σχολίασε εκείνος θλιμμένα και νευριασμένα, καθώς έπαιρνε με αργές κινήσεις την συσκευή από τα χέρια της.
«Θα μπορούσε, Βασίλη…» επέμεινε η Χριστίνα.
«Θα μπορούσε, αν ο πατέρας μας, πρόσεχε τι έκανε…» της απάντησε με προειδοποιητικό τόνο. Κούνησε το κεφάλι του προσπαθώντας να το καθαρίσει κι ύστερα σηκώθηκε και τρέκλισε προς το μέρος του Αντώνη. «Αφεντικό; Βάλε ακόμη ένα μπουκάλι» είπε ο Βασίλης κι ο Αντώνης κάγχασε και τον χτύπησε στον ώμο. «Το ξέρεις ότι δεν σερβίρω μεθυσμένους. Είσαι γεμάτος, δεν σηκώνει παραπάνω το σύστημα» του είπε κοφτά ο Αντώνης.
«Ρε μεγάλε…»
«Πελατάκο; Δεν θέλουμε να σε χάσουμε ή να τα κακαρώσεις. Ρέγουλα θέλει. Στέρεψε το βαρέλι. Έκλεισε γι’ απόψε η κάνουλα».
Αναστέναξε ο Βασίλης, που κατάλαβε πως δεν θα έβγαζε άκρη και γύρισε στο σκαμπό του. «Το επεξεργάστηκες ή θα πρέπει να σ’ την πω, την κωλοιστορία;» ρώτησε την Χριστίνα κι εκείνη, απορημένα, έγνεψε αρνητικά.
«Έχουμε τον ίδιο πατέρα» της είπε, με στόμφο κι έπειτα έπιασε το τσιγάρο του που έκαιγε πάνω στο τασάκι.
«Μου λες ψέματα!» ούρλιαξε η Χριστίνα κι ο Βασίλης της έπιασε το χέρι. Γύρισε και την κάρφωσε με τα μάτια του. «Μην φωνάζεις. Με κούρασαν οι φωνές και οι σχέσεις εξουσίας. Έφαγα την ζήλια σου, την ανασφάλειά σου και την τάση να προσπαθείς να μ’ εξουσιάζεις, στο κεφάλι, για ένα χρόνο. Μου ήταν αρκετό. Δεν θα πάρω άλλο. Θες να το πιστέψεις; Καλώς. Δεν θες; Ρώτα την Κλειώ» κατέληξε ο Βασίλης.
«Δεν… Δεν…»
«Έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα, Χριστίνα. Ό,τι καλύτερο μπορούσα» κατέληξε ο Βασίλης πριν της αφήσει το χέρι. Έπιασε το μπουφάν του και το φόρεσε. Έβγαλε λεφτά μέσα από το πορτοφόλι. Τα άφησε πάνω στο μπαρ. Γύρισε ξανά προς το μέρος της. «Τι θα ‘κανες στη θέση μου;» την ρώτησε, καθώς έσφιγγε το κασκόλ του.
«Δεν…» μουρμούρισε η Χριστίνα, που ένιωθε πως το κρανίο της ήταν έτοιμο να εκραγεί. «Δεν θα έφευγα…» κατέληξε βουρκωμένη, με κατακόκκινα μάτια και χείλη σφαλιστά, να τον αγριοκοιτάζει.
«Έπρεπε να φύγω. Μπορείς να το καταλάβεις;»
«Δεν…» πρόλαβε να πει η Χριστίνα, πριν μπει μια ξανθιά γυναίκα ανάμεσά τους. Μήτε που γύρισε να κοιτάξει την Χριστίνα, μόνο της γύρισε πλάτη. Έγειρε η Χριστίνα, απορημένη, προσπαθώντας ν’ ανταμώσει το βλέμμα του με εκείνο του Βασίλη. Τον είδε να σηκώνεται όρθιος και να στέκει, με σταυρωμένα χέρια, μπροστά στην γυναίκα που της είχε κόψει το οπτικό πεδίο.
«Φευγάτος, κοριτσάρα, είναι αυτός που έχει ήδη φύγει» άκουσε τα λόγια του Βασίλη κι ύστερα τον είδε να στρέφεται προς την έξοδο και να περπατάει τρεκλίζοντας προς το μέρος της.
«Βασίλη!» άκουσε την φωνή της γυναίκας που έτρεξε ξωπίσω του κι ύστερα η Χριστίνα ξέσπασε σε κλάματα.