Τούτη δω είναι μια μικρή, ημιτελής ιστορία, που σκάρωσα πριν κάνα χρόνο και δεν έχω σκοπό να την συνεχίσω, κυρίως γιατί μπήκα στα παπούτσια του Φευγάτου, για μεγαλύτερες ή μικρότερες στιγμές. Καλή απόλαυση.
«Ναταλία; Παράτα με, δεν θα σου το ξαναπώ!» γρύλισε ο Βασίλης, έξω από το μπαράκι κι ύστερα έκανε να φύγει. Τον κράτησε από το χέρι. Γύρισε προς το μέρος της. «Γυναικάκι μου; Θα φας μπούφλα αν το συνεχίσεις!»
«Τι θα γίνει, Βασίλη; Κάθε φορά που θα σε πιάνει τ’ ανάποδο για εκείνο το κέρατο, θα μου βγάζεις την ψυχή;» νευρίασε η Ναταλία. Κάγχασε εκείνος. Μισόκλεισε τα μάτια. Έσφιξε την γροθιά του και την έφερε στο στόμα του. Χαμήλωσε το κεφάλι. Έμοιαζε σκεφτικός. «Φαγώθηκες να ‘ρθουμε στην Σαλονίκη. Φαγώθηκες να κάνουμε Χριστούγεννα με τα πεθερικά σου. Φαγώθηκες να μην πάμε σε ξενοδοχείο. Φαγώθηκες να κάνουμε ένα ταξίδι που σου είχα πει ότι θα με διαλύσει. Σου έκανα το χατήρι. Ήρθαμε. Είμαστε εδώ. Με γάμησες αρκετά ή θες κι άλλο;»
«Βασίλη…»
«Άσε τα “Βασίλη” και τις μαλακίες και δώσε μου χρόνο! Χρόνο, γαμώ το σπίτι μου! Χρόνο θέλω! Χρόνο, να σκεφτώ. Χρόνο, να ηρεμήσω! Χρόνο, ν’ αναπνεύσω! Χρόνο, γαμώ το κέρατό μου, Ναταλία! Θέλω γαμημένο χρόνο και δεν μου τον δίνεις!» ούρλιαξε ο Βασίλης κι ύστερα έκανε μεταβολή κι έφυγε, αφήνοντάς την εκεί, να τον κοιτάζει με θλίψη και απορία.
Είναι εξαιρετικά δύσκολο να προσπαθήσεις να ρομαντικοποιήσεις τον σκοτεινό δρόμο του μεθυσμένου ήρωα. Ιδιαίτερα όταν τον γνωρίζεις. Ιδιαίτερα όταν τον έχεις ζήσει. Ιδιαίτερα όταν έχεις σφυρηλατήσει τον εαυτό σου μέσα στις ίδιες φωτιές. Ιδιαίτερα όταν έχεις καεί. Δεν μπορείς να ωραιοποιήσεις τους παγωμένα φωτισμένους δρόμους της Θεσσαλονίκης. Δεν καταφέρνεις να δεις, μέσα από κανένα πρίσμα, τον κόσμο που προσπερνάει, αδιαφορώντας, τον γενειοφόρο τύπο με το τσιγάρο στο στόμα, που τρεκλίζει αργά προς κάποιο προάστιο. Δεν μπορείς και να περπατήσεις δίπλα του. Δε θα σ’ αφήσει, όπως δεν σ’ άφησε ποτέ. Δεν θα τ’ αντέξει. Ούτε κι εσύ, κάποτε, το άντεχες.
Έχεις ακούσει τις ιστορίες και έχεις πλάσει μια εικόνα για τα σκοτεινά ή φωτεινά μονοπάτια που κλήθηκε να διαβεί ο ήρωάς σου. Όμως… Κάθε ένας από εμάς είναι ένας μικρός, πολλές φορές μυθιστορηματικός, ήρωας. Και πολλοί από εμάς αρνούμαστε να δούμε την αλήθεια των ζωών μας. Εκείνη την αλήθεια που πηγάζει μέσα από γεγονότα, αμετάβλητα στον χρόνο. Έτσι κι εκείνος. Ετσι κι ο μικρός.
Άρχισα να τον ακολουθώ, όχι γιατί ήθελα να αφηγηθώ την ιστορία του. Η ιστορία του Φευγάτου είναι ακόμη μία από εκείνες που δεν έχει νόημα ν’ αφηγηθούμε γιατί, όπως λέει κι ο ίδιος, οι αλήθειες στις ζωές μας έρχονται μόνο όταν μπορούμε να τις καταλάβουμε και να τις αποδεχτούμε – ποτέ πιο πριν. Και συμπληρώνει πως αν εκείνες οι αλήθειες ερχόντουσαν νωρίτερα απ’ την στιγμή που είμαστε έτοιμοι, δεν θα μας πονούσαν. Θα μας σκότωναν.
Βάδιζα μερικά μέτρα πίσω του. Αργά, όπως κι εκείνος. Έβλεπα τον καπνό του τσιγάρου του να ανεβαίνει αργά προς τον ουρανό. Άκουγα τον ατακτο ήχο των βημάτων του. Ακουγα το ασυναίσθητο και ακατάληπτο μουρμουρητό του. «We are trapped in the belly of this horrible machine…» μονολόγησε πριν σταματήσει σε κάποιο σταυροδρόμι. Πέταξε το τσιγάρο του μακριά. Έβαλε τα χέρια στις τσέπες του μπουφάν του. Κοίταξε αριστερά και δεξιά, πριν διασχίσει έναν άδειο και ήρεμο δρόμο. «And the machine is bleeding to death…» συνέχισε το παραλήρημά του, πριν ν’ αρχισει να σφυρίζει μια γνώριμη μελωδία.
Οι θολές εικόνες των αναμνήσεών μου άρχισαν να παίρνουν υπόσταση. Οι δρόμοι που ‘χε αλητέψει ο Βασίλης, ο Φευγάτος, ο μικρός μου, βρικόντουσαν μπροστά στα μάτια μου. Τους διέσχιζα. Τους βάδιζα. Τους μάθαινα. Η παλιά του γειτονιά, με το πάρκο, την παιδική χαρά, τα δέντρα και το πράσινο παγκάκι. Οι παρέες που κάποτε ξημεροβραδιάζονταν εκεί, είχαν πιά σπάσει, όχι απ’ το κρύο και την υγρασία, μα γιατί κόντευαν τα τριάντα κι έλεγαν πως σαν άνθρωποι είχαν αλλάξει. Οι κούνιες που, μου μέσα στις δοτές μου αναμνήσεις, έτριζαν, ήταν ολοκαίνουριες. Ακόμη κι αν τις ταλάντευε ανεπαίσθητα ο παγωμένος, χειμωνιάτικος αέρας, εκείνες δεν έβγαζαν κανέναν απολύτως ήχο. Πουθενά δεν σταμάτησε. Τα προσπέρασε όλα, διασχίζοντας το πάρκο και μαζι του, το διέσχισα κι εγώ. Βγήκαμε από την άλλη μέριά. Περιπλανηθήκαμε για λίγο μέσα στα στενά. Μπροστά εκείνος, τρεκλιζοντας και μουρμουρώντας, σφυριζοντας ενίοτε και μισοτραγουδώντας ακατάληπτα και πίσω εγώ, να τον προσέχω, όπως κάποτε.
Σχεδόν χορεύοντας, μέσα στη μέθη του, έφτασε έξω από εκείνο το υπέροχο νεοκλασσικό, με τον τεράστιο κήπο που ήταν γεμάτος με τριανταφυλλιές. Κρύφτηκα, όσο μπορούσα, πίσω από κάποιον φανοστάτη. Στην κατάσταση που ήταν δεν θα μ’ αναγνώριζε, αλλά δεν ήθελα να καταλάβει πως κάποιος τον ακολουθούσε. Έπρεπε, εκείνο το βράδυ, να ζήσει μόνος του, το βουβό του δράμα. Έπρεπε να πιστέψει πως είχε μείνει μόνος. Όπως έπρεπε να το πιστέψω κι εγώ. Κάποιο άλλο βράδυ, αμέτρητα χρόνια πριν, στην άλλη γωνιά του χάρτη, στις όχθες της Παμβώτιδας.
Τον είδα να ανοίγει διστακτικά την αυλόπορτα κι έπνιξα την παρόρμηση να τρέξω για να τον σταματήσω. Απ’ τα λόγια και τις αφηγήσεις του γνώριζα πως δεν έμενε εκεί. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι ακριβώς πήγαινε να κάνει εκεί, μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα. Τρέκλισε, βαδίζοντας πάνω σ’ ένα πλακόστρωτο, που οδηγούσε στην εξώπορτα του σπιτιού. Χτύπησε το κουδούνι. Άναψε τσιγάρο. Έτριψε τα μάτια του. Δεν μπορούσα να καταλάβω αν έκλαιγε ή όχι.
Ο μεσόκοπος και φαλακρός άντρας με το καλοκάγαθο πρόσωπο, που του άνοιξε την πόρτα, κούνησε αρκετές φορές το κεφάλι του, αποδοκιμαστικά. Τον προσκάλεσε στο σπίτι, μα ο Βασίλης αρνήθηκε ευγενικά. «Ακόμη μούτρα μου κρατάει;» τον άκουσα να ρωτάει ξεφυσώντας. Δεν μπορούσα να πιάσω το ύφος της φωνής του. Δεν καταλάβαινα αν ήταν θυμωμένος, πληγωμένος ή ένας συνδυασμός των δύο.
«Δεν κρατάει μούτρα σ’ εσένα και τώρα, που είσαι μεθυσμένος, ίσως και να μπορείς να το καταλάβεις. Με τον εαυτό της τα ‘χει βάλει» του απάντησε ο πράος άντρας, που στεκόταν στο κατώφλι της πόρτας.
Ξεφύσησε ο Βασίλης. Ένευσε στον άντρα και έκανε απότομα επιτόπου στροφή. «Godspeed, Φευγάτε» τον άκουσα να ψελλίζει, πριν αρχίσει να περπατάει ξανά στο πλακόστρωτο. Βγήκε από τον κήπο, έκλεισε την πόρτα πίσω του κι άρχισε ξανά να σουλατσάρει στα στενά. Συνέχισα κι εγώ να τον ακολουθώ, γιατί πραγματικά ήθελα να δω πού είχε σκοπό να καλήξει εκείνη η μάταιη, νυχτερινή του, περιπλάνηση.
Με μεγάλη δυσκολία άρχισε να ανεβαίνει τα μεταλλικά σκαλιά της πεζογέφυρας, που περνούσε πάνω από τις γραμμές των τραίνων και ένωνε δύο συνοικίες. Υποβασταζόμενος από την κουπαστή της σκάλας, κατάφερε ν’ ανέβει μέχρι πάνω. Τον ακολούθησα όσο πιο αθόρυβα μπορούσα. Τον είδα να κάθεται στη μέση της γέφυρας και να κοιτάζει με απλανές βλέμμα τον ουρανό. Σταύρωσε τα χέρια του κι έπειτα έστρεψε το κεφάλι του προς το μέρος μου. Δεν μπορούσα να καταλάβω αν με είχε δει ή αν με είχε παρατηρήσει. Ίσως, μέσα στον θολομένο του λογισμό, να ήμουν ακόμη μια αλκοολική παραίσθηση. Κούνησε το κεφάλι του θλιμμένα κι ύστερα έβηξε και άδειασε τα περιεχόμενα του στομαχιού του πάνω στην γέφυρα. Βούλιαξε η ψυχή μου όταν είδα πώς δεν μπορούσε να κρατήσει σταθερό το σώμα του. Φοβήθηκα πως θα κατέρρεε πάνω στον εμετό του. Με εξέπληξε όμως. Σηκώθηκε όρθιος. Άναψε τσιγάρο. Βάδισε μέχρι το κιγκλίδωμα της γέφυρας. Απόμεινε να κοιτάζει τις ράγες.
Ώρα αργότερα, ένας βραδινός συρμός που έβγαινε από την πόλη, κόρναρε απαλά. Σήκωσε το χέρι ο Βασίλης, σαν να χαιρετούσε κάποιον παλιό γνωστό του. Περίμενε, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, το τραίνο να χαθεί στον ορίζοντα, πριν στραφεί ξανά προς το μέρος μου. Μισόκλεισε τα μάτια, σαν να προσπαθούσε να καταλάβει αν υπήρχε κάτι στο μέρος μου.
Άρχισα να κατεβαίνω βιαστικά την σκάλα, αδιαφορώντας για το αν θα άκουσε τα βήματά μου. Ξεμάκρυνα. Τον περίμενα. Κατέβηκε. Πιο στητός απ’ όσο είχε ανεβεί. Πιο ήρεμος. Έδειχνε ξεκούραστος και γαλήνιος. Έβαλε πάλι πλώρη για το πάρκο του. Στα δύσκολά του πάντοτε εκεί κατέφευγε. Θαρρεις πως εκείνο το κυπαρισσί, ξεφτισμένο παγκάκι, εκείνο που κάποτε άραζε με την παρεά του, ήταν ο καλύτερος φίλος κι η μοναδική παρηγοριά του.
Με δυο κοφτές δρασκελιές ανέβηκε στο παγκάκι, κάθισε στην πλάτη του και καμπούριασε. Πόσο θλιμμένο έμοιαζε, εκείνο το παράξενο παιδί, που δεν είχε ποτέ σκοπό να μεγαλώσει; Πόσο θλιμμένη, μπορεί να έμοιαζα κι εγώ, κάποτε, τότε που αρνιόμουν πεισματικά να ασχοληθώ με τον κόσμο των ενηλίκων και επέμενα να βυθίζω το μυαλό μου σ’ οτιδήποτε μπορούσε, έτσω και παροδικά, να το μουδιάσει; Πήγα και κάθισα δίπλα του. Τραχιά ήταν η μυρωδιά του – ένας συνδυασμός τσιγάρου, αλκοόλ, εμετού και ιδρώτα. Τραχύ και το πρόσωπό του, που ‘ταν σκαμμένο από την απύθμενη θλίψη. Γύρισε προς το μέρος μου. Με κοίταξε στα μάτια. Ξεφύσησε. Πετάρισε τα βλέφαρά του. «Δεν έχεις σκοπό να μας συγχωρήσεις…» μονολόγησε, πριν ανάψει ακόμη ένα τσιγάρο.
Κοίταξε το άδειο του πακέτο. Κάγχασε. Το συνέθλιψε μέσα στην γροθιά του κι έπειτα το πέταξε μακριά.
«Τι σε χάλασε, απόψε, Βασίλη;» τον ρώτησα ήρεμα κι εκείνος κάγχασε.
«Τι να με χαλάσει, ρε Μελίνα; Η κωλοπόλη, η κωλοζωή μου, το γυναικάκι μου, οι μαλακίες των δικών μου, τα λόγια της Χριστίνας και, προφανώς, εσύ» μου απάντησε. Πετάρισα τα βλέφαρα. Προσπάθησα να καταλάβω τα λόγια του. Δεν είχε συναίσθηση σε ποια μιλούσε. Δεν είχε καταλάβει ποια βρισκόταν δίπλα του. Έπρεπε να το παίξω εκείνο το παιχνίδι. Έπρεπε να τον αφήσω να ξεφορτώσει κάπου τα μπάζα της σακατεμένης του ψυχής, πριν τον αφήσω να ηρεμήσει.
«Η πόλη, γιατί;»
«Γιατί εδώ έμαθα ν’ αγαπώ και να μισώ. Εδώ έχασα την πίστη στους ανθρώπους, στον Θεό και στον εαυτό μου. Στην Σαλονίκη δεν μπορώ να είμαι ο Βασίλης. Είμ’ ο Φευγάτος. Αυτός έγινα. Έπρεπε ν’ αντέξω όσα μου ‘φερε η ζωή, η πόλη και ο κόσμος» μονολόγησε σκεφτικά.
«Η ζωή σου;»
«Δεν έχει έρθει η ώρα για αλήθειες, μπέμπα».
«Το γυναικάκι σου;» συνέχισα τις ερωτήσεις κι εκείνος συνέχισε να καπνίζει, να καγχάζει και να πικρογελάει.
«Με την Ναταλία χορεύουμε το βάλς των νεκρών. Φοράμε τα ρούχα νεκρών. Αγγίζουμε μέσα από δέρματα νεκρών. Βλέπουμε με τα μάτια νεκρών. Κουβαλάμε τις αναμνήσεις νεκρών. Έχουμε πεθάνει, αλλά δεν το παραδεχόμαστε. ‘Till death do us part. Άλλα… Όχι για εμάς… Εμάς δεν μας έβαλε σημάδι ο θάνατος. Είμαστε ήδη νεκροί».
Τα λόγια του άρχισαν να χάνουν την συνοχή τους. Ούτε και ο ίδιος δεν μπορούσε να καταλάβει το μεθυσμένο του παραλήρημα. Έπιασε να μιλάει για την Χριστίνα, οι σπασμένες λέξεις που προσπαθούσε να τοποθετήσει με ποιητικό τρόπο στις προτάσεις του, δεν έβγαζαν νόημα. Δεν μπορούσα να καταλάβω αν την αγαπούσε, αν την μισούσε ή αν την λυπόταν. Δεν ήθελε κι εκείνος να μ’ αφήσει να καταλάβω, γιατί πίστευε ότι ήμουν εκείνη που δεν ήθελε ποτέ να πληγώσει. «Θα μπορούσε να με κάνει να την νοιάζομαι» μουρμούρισε, σχεδόν ασυναίσθητα, όταν τελείωσε το παραλήρημά του.
«Η Χριστίνα;»
«Η Ναταλία».
«Πώς βρεθήκαμε πάλι εκεί, Βασίλη;»
«Έλα, ξεκίνα να με ψέλνεις για το ότι παντρεύτηκα και έκανα παιδί, να ξεμπερδεύουμε» μου απάντησε.
«Δεν πρόκειται».
«Γιατί;»
«Αυτομαστιγώνεσαι. Νιώθεις την ανάγκη να σε χτυπήσω κι εγώ;»
«Δεν ξέρω…»
«Τι ξέρεις;»
«Τίποτα».
«Τίποτα;» αναφώνησα, πιστεύοντας ότι έτσι θα καταλάβαινε πού βρισκόταν και με ποιόν συνομιλούσε.
«Δεν υπάρχει τίποτα που να μπορώ να κάνω και πιά δεν καταλαβαίνω τίποτα. Θα καθίσω εδω και θα κοιμηθώ» δήλωσε, πριν γυρίσει για να με κοιτάξει με δακρυσμένα μάτια κι ένα παράξενο χαμόγελο χαρμολύπης σχηματισμένο στο πρόσωπό του.
«Θυμάσαι πού μένεις;» τον ρώτησα κι εκείνος μισόκλεισε τα μάτια του. Το χαμόγελο δεν είχε σβήσει από τα χείλη του.
«Θυμάμαι, ναι» μονολόγησε.
«Είναι μακριά;»
«Όχι».
«Θέλεις να σε πάω;»
«Θελεις να γνωρίσεις την νύν;» με αντιρώτησε, σχεδόν σκανταλιάρικα.
«Γιατί όχι;» του απάντησα πριν του δώσω το χέρι για να τον σηκώσω από το παγκάκι.
«Μη μαλώσεις, μόνο, μπέμπα» μου απάντησε, πριν σταθεί στα πόδια του και σηκωθεί όρθιος. Έψαξε για λίγο τις τσέπες του. Βλαστήμησε όταν κατάλαβε πως είχε ξεμείνει από τσιγάρα. «Του κοντού, τέτοια ώρα θα ‘ναι κλειστό, το άλλο… Χμ… Δε γαμιέται, πάμε…» σχολίασε κι ύστερα ξεκίνησε να περπατάει μόνος του, γέρνοντας λίγο προς τα αριστερά.
Μου έκανε νόημα να τον ακολουθήσω. Χαθήκαμε μέσα στα στενά. Άρχισα να πιστεύω ότι δεν θυμόταν πού ήταν το σπίτι του κι ότι θα έπρεπε να του βρώ κατάλυμμα, τουλάχιστον για να κοιμηθεί και να συνέλθει. Με εξέπληξε γι’ ακόμη μια φορά, όταν στάθηκε έξω από ένα χαμόσπιτο, κι έπιασε την αυλόπορτά του. «Έλα» μουρμούρισε, σπρώχνοντας την αυλόπορτα που έτριξε.
Οι σπασμένες, σχεδόν διαλυμένες, πλάκες του διαδρόμου που πήγαινε προς την εξώπορτα με το ραγισμένο τζάμι, μαρτυρούσαν όχι μόνο τα χρόνια του σπιτιού, αλλά και την αδιαφορία των ιδιοκτητών του για εκείνο. Μόνο εκείνη την στιγμή μπόρεσα να καταλάβω πόσο μόνο ένιωθε εκείνο το παιδί, που, για ‘κεινο, πάντοτε αδιαφορούσαν. Μόνο τότε μπόρεσα να καταλάβω τα λόγια που μου ‘χε πει πριν πέντε χρόνια. «Του φευγάτου η μάνα δεν έκλαψε ποτέ, γιατί δεν νοιάστηκε ποτέ».
Τον είδα να χτυπάει την πόρτα. Στάθηκα δίπλα του. Ένα φώς άναψε μέσα στο σαλόνι. Αγριεμένη ήταν η όψη της γυναίκας που άνοιξε την πόρτα και τα πράσινα μάτια της είχαν πάρει ένα παράξενο ιριδίζοντα τόνο. «Μην πεις κουβέντα, κοριτσάρα» της είπε ο Βασίλης κοφτά, με προειδοποιητικό τόνο, πριν την σπρώξει στην άκρη για να μπει στο σπίτι. Κοιταχτήκαμε για μερικές στιγμές.
«Να τον προσέχεις» της είπα, ούσα ανήμπορη να σκαρφιστώ κάτι περισσότερο ευφάνταστο εκείνη τη στιγμή.
«Όσο τον πρόσεξες κι εσύ, απόψε;» μου αντιγύρισε με εξαιρετικά ειρωνικό τόνο. Κάτι διαλύθηκε μέσα μου. Έσπασα, εκείνη την στιγμή, όχι τόσο από τα λόγια, αλλά από το ύφος της. Μπορεί την μεταστροφή μου να την χρωστούσα στον εαυτό μου, μα ο Βασίλης, ο μικρός, ήταν αυτός που για ένα πολύ μικρό διάστημα με πήρε κάτω από τις τσακισμένες του φτερούγες και μου απέδειξε πως όταν θέλεις να πετάξεις, θα βρεις μόνος σου τον τρόπο.
Οι άνθρωποι, στις ζωές μας, αφήνουν στίγματα. Αφήνουν ατάκες και συνήθειες. Αφήνουν σκέψεις, λόγια και παραγγελιές. Αφήνουν σημάδια και υποσχέσεις. Αφήνουν χρώματα, ήχους, μυρωδιές και αναμνήσεις. Κι ο Βασίλης ήταν ένας από εκείνους τους ανθρώπους που πέρασαν απ’ τη ζωή μου και με σημάδεψε όσο κανένας άλλος. Ίσως γιατί ήταν τέτοια η εποχή, ίσως γιατί ήταν τέτοιες οι συγκυρίες. Αν, εκείνος ο περαστικός, για εκείνο το μικρό διάστημα, δεν έμπαινε στην ζωή μου, δεν θα μάθαινα ποτέ πως έπρεπε να αγαπήσω το παρελθόν μου, για να καταφέρω να αγαπήσω ό,τι επέλεξα ή ό,τι κατάφερα να γίνω. «Amor Fati, Λίλιαν» θυμήθηκα τα λόγια του παράξενου παιδιού, που μου ‘χε πει κάποιο σούρουπο ενώ έκλαιγα απαρηγόρητη στην αγκαλιά του.
«Εγώ σου τον παρέδωσα, Ναταλία. Μπορεί να σου έχει μιλήσει για εμένα. Μπορεί και όχι. Κι όπως σου τον παρέδωσα, πίστεψέ με, μπορώ ανά πάσα ώρα και στιγμή να τον πάρω πίσω. Ο Βασίλης θα μπορούσε να έχει την οποιαδήποτε. Αναλογίσου γιατί έχει εσένα» της είπα κοφτά, πριν γυρίσω την πλάτη μου και βγω από εκείνο το νεκροταφείο αναμνήσεων που ποτέ δεν είχε καταφέρει να γίνει κήπος.
Βγήκα στον δρόμο και κατευθύνθηκα προς το πάρκο για να πάρω ταξί και να επιστρέψω στο σπίτι, κάνοντας μια νοερή υποσημείωση να μιλήσω, κάποια στιγμή, με τον Φευγάτο. Άθελά μας, εκείνο το βράδυ, επιβεβαιώσαμε την κοσμοθεωρία του. Δεν υπάρχει θεός. Υπάρχουν μόνο άγγελοι που συχνά – πυκνά ανταμώνουμε στην μοναχική μας διαδρομή προς ένα αναπόφευκτο τέλος.