Έχω κάνα διβδόμαδο που γύρισα στην γενέτειρά μου· δεν θα μπορούσα να περάσω δεύτερο χειμώνα με απαγορεύσεις και περιορισμούς λόγω Covid19, στην Αθήνα. Θα με ρωτήσεις, και με το δίκιο σου, είναι καλύτερα τα πράγματα στην επαρχία; Η απάντηση είναι καθαρά υποκειμενική: για εμένα ναι, είναι, για άλλους, πάλι, Αθήνα και πάλι Αθήνα.
Τούτο το άρθρο είναι κάτι μεταξύ κριτικής για τη ζωή στην Αθήνα και αυτοκριτικής για το πόσο άλλαξα, όντας μακριά από το σπίτι μου. Μοιάζει πολύ με τα περίεργα κείμενα που έγραφα την περίοδο ’06-’08, τότε που έμενα στο πατρικό μου. Ίσως και να φταίει τ’ ότι επέστρεψα στο πατρικό μου· δουλεύω από το δωμάτιο που κάποτε μεγάλωσα, τρώω στο τραπέζι που έτρωγα και διάβαζα για το σχολείο – ταυτόχρονα. Αλλά, ένα – ένα, όλα με τη σειρά τους.
Μια φορά κι έναν καιρό…
…πριν δυόμιση χρόνια δηλαδή, έγινα εσωτερικός μετανάστης. Δυστυχώς, η ακραία αστυφιλία σε συνδυασμό με την βαθιά οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας, δεν μου άφησαν περιθώρια. Η Αθήνα, λόγω επαγγέλματος, ήταν μονόδρομος· πραγματικά δεν υπήρχαν επιλογές ή εναλλακτικές. Έτσι, κάποια Τετάρτη, με δυο βαλίτσες και τετρακόσια ευρώ στην τσέπη, ανεβήκαμε σ’ ένα τραίνο με την σύζυγο και φύγαμε, σαν τους κλέφτες, για Αθήνα.
Κάθε αρχή και δύσκολη· έτσι ήταν και η δική μας. Σχέση ακόμη. τότε. Δεν είχαμε μείνει ποτέ μόνοι, δεν είχαμε φύγει από τις πατρικές εστίες. Το να βρεις σπίτι, το να πάρεις δάνειο· για τα πρώτα έξοδα και τα πρώτα έπιπλα· το να συνδέσεις ρεύματα, νερά, τηλέφωνα, ήταν άθλος. Κι όμως, τα καταφέραμε. Δεν νομίζω ότι θα καταφέρω να ξεχάσω ποτέ, το πρώτο βράδυ στο νέο σπίτι, που κοιμηθήκαμε στο στρώμα, στο πάτωμα, γιατί δεν πήραμε τη δοκό στήριξης του κρεβατιού από το IKEA. Ούτε θα ξεχάσω το ξύπνημα, αξημέρωτα, σε μια σχετικά ήρεμη γειτονιά, σε κάποιο ανήλιαγο ισόγειο, ίσα για να φάω μια μπουκιά φαΐ, σε σπαστή καρέκλα των δέκα ευρώ, πάνω σε ένα τραπεζάκι που δεν χώραγε δυο πιάτα (το τραπεζάκι έχει γίνει πια ντεκόρ, οι καρέκλες είναι παραχωμένες σε μια ντουλάπα).
Το πρώτο σπίτι μας, δεν θα το ξεχάσω ποτέ: Τόσο γιατί ήταν το επόμενο και καθαρό κεφάλαιο στη ζωή μου, όσο και γιατί οι κακουχίες του πρώτου καιρού, είναι γλυκόπικρες αναμνήσεις (μα γλυκόπιοτες). Το Γαλάτσι έγινε το νέο μου σπίτι, η νέα μου γειτονιά, το νέο μέρος να εξερευνήσω. Η, μάλλον, το προσπάθησα και απέτυχα παταγωδώς: Αν και αγαπάω το hood και τα λοκάλια, δεν είναι το ίδιο όπως η γενέτειρά μου.
Μεγάλο πολιτισμικό σοκ το 608 κι αιτία διαφωνιών: Εγώ είμαι λάτρης του τρόλεϊ και του μετρό, η σύζυγος του λεωφορείου. Μεγάλο πολιτισμικό σοκ το ότι για να ψωνίσω, έπρεπε να φάω μια ώρα στα μέσα για να φτάσω στο Mall – γιατί, όπως και να το κάνουμε, η τοπική αγορά δεν έχει τα πάντα, όπως, ακριβώς, και στην επαρχία. Μεγάλο πολιτισμικό σοκ η κουλτούρα: Πώς κάνεις έτσι, στην Αθήνα είσαι! Η ίδια ατάκα για την κίνηση, για τον συνωστισμό στα μέσα, για τις απεργίες, για τις αποστάσεις, για τις αποδράσεις, για τα πάντα…
Στην αρχή ήταν όμορφα και το πολύβουο Γαλάτσι κατάφερε, για ένα διάστημα τουλάχιστον, ν’ αντικαταστήσει την λατρεμένη αλλά και μισητή Λάρισα· ΑΕΛ, Πηνειός, Τυριά και Μπάφοι™. Μ’ άρεσε να παίρνω το 444, να ακούω Drudkh, Leviathan και Melankoli, ενώ περνούσα από το ΟΑΚΑ. Μ’ άρεσαν τα στενά, εκεί, στα σύνορα με την Νέα Ιωνία. Μ’ άρεσε η Βεΐκου, με τον χαμό, την κίνηση τα μυριάδες φανάρια, τα υπέρλαμπρα φώτα και τα φασαριόζικα 608, που βρύχονταν κάθε έξι – εφτά λεπτά. Μ’ άρεσαν οι βόλτες με το κορίτσι μου, τα σαββατοκύριακα, όταν είχε καλό καιρό και αποφασίζαμε να εξερευνήσουμε. Θυμάμαι ακόμη τη βόλτα με το 140· διαδρομή στα χαμένα. Και μετά, όχι, δεν ήρθε ο Covid. Απλώς σταματήσαμε να ζούμε σαν τουρίστες.
Πικρές αλήθειες
Καλή η αναδρομή, καλές οι αναμνήσεις, αλλά υπάρχουν πικρές αλήθειες, τις οποίες δεν μας είπε κανείς. Το ό,τι ακούς για τη ζωή στην Αθήνα είναι μια μεγάλη παραμύθα, νοθευμένη και χειρότερη απ’ αυτή που θα βρεις από έκτο χέρι. Αν είσαι επαρχιωτάκι, σαν και του λόγου μου, η αν σ’ έχει κουράσει η ζωή στην Αθήνα, θα με νιώσεις. Οι Αθηναίζοι ξέρω από τώρα ότι θα πούν: ΣΙΓΑ, ΠΩΣ ΚΑΝΕΙΣ ΕΤΣΙ; ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΕΙΣΑΙ!
Για να ζήσεις αξιοπρεπώς στην Αθήνα, πρέπει να βγάζεις πολλά λεφτα.
Ο υπογράφων
Η Αθήνα έχει πολλά προβλήματα, βασικότερο των οποίον είναι το χαμηλό βιοτικό επίπεδο σε σχέση με εκείνο της επαρχίας – ακόμη κι αν έχεις δικό σου διαμέρισμα και γλυτώνεις το νοίκι. Θες τα νοίκια, που είναι στον θεό; Θες οι απαιτήσεις των ιδιοκτητών; Θες οι συγκάτοικοι στις πολυκατοικίες που δεν γνωρίζονται αναμεταξύ τους – και συνήθως δεν βγάζουν κι άκρη; Θες οι μετακινήσεις – ρε, είστε τίποτα τρελοί, που τρώτε μία ώρα για εφτά χιλιόμετρα απόσταση; Θες η ποιότητα του αέρα και η μόνιμη, υπόκωφη βαβούρα – την οποία κάποια στιγμή συνηθίζουν τα αυτιά σου, σαν τον ήχο της καρδιάς σου, δεν την ακούς, αλλά σε κουράζει.
Η λίστα είναι τεράστια – πραγματικά θα μπορούσα να γράφω μέχρι αύριο. Για εμένα, αυτά τα δυόμιση χρόνια, το ζουμί είναι το εξής: Στην Αθήνα ζεις για τα σαββατοκύριακα κι αυτό, αν το σηκώνει το πορτοφόλι σου.
Όταν πήγαινα στο γραφείο, έφευγα από τος σπίτι στις οχτώ, για να φτάσω στην δουλειά στις εννιά – στην καλύτερη και ιδανικότερη των περιπτώσεων. Έφευγα από τη δουλειά στις πέντε, για να φτάσω σπίτι στις έξι – πάλι στην καλύτερη των περιπτώσεων. Πεντέμιση χιλιόμετρα απόσταση, με τα πόδια την έκανα περίπου στην ίδια ώρα – και ναι, υπήρξε φορά που το έκανα γιατί ήταν τόσο χάλια η κίνηση που προτίμησα να περπατήσω, παρά να περιμένω κολλημένος σε κάποιο λεωφορείο.
Όπως λέει κι ένας φίλος, το να σηκωθείς στις εφτά, για να φύγεις στις οχτώ, για να είσαι στο γραφείο στις εννιά, για να φύγεις από εκεί στις πέντε, να φτάσεις σπίτι στις έξι, να φας, πλυθείς, πας τουαλέτα – έχει πάει εφτά και – με ποια, ακριβώς, όρεξη θα κάνεις ταξίδι για να πιες ένα ποτό η να πας σινεμά; Και εδώ μιλάμε για νορμαλ καταστάσεις – υπάρχουν και χειρότερα.
Δεν είμαι γαλατσιώτης, μα παραπατώντας στα ανηφορικά και κατηφορικά στενά του, το λάτρεψα. Δεν μεγάλωσα εκεί, δεν πήγα σχολείο εκεί, δεν πρωτοερωτεύτηκα εκεί, δεν τελείωσα το λύκειο εκεί. Δεν σπούδασα στην Αθήνα, για να αλλάξω γειτονιά και να μου λείψει. Δεν μετακόμισα μακριά απ’ τη μάνα μου και τον πατέρα μου – αλλά σε απόσταση βολής, για να μπορώ να τσιμπήσω ταπεράκι και να πλύνω κάνα ρούχο. Δεν έχω ρίζες στο Γαλάτσι και δεν θα αποκτήσω: Ίσως, αν ήταν αλλιώς τα πράγματα, ίσως να δεν είχε έρθει ο Covid, να το κατάφερνα. Amor Fati όμως, έτσι ήρθαν τα πράγματα και τα δέχτηκα.
Αναδρομικά
Το συμπέρασμα, μετά από δυόμιση χρόνια παραμονής στην Αθήνα, είναι ότι η Αθήνα δεν είναι για όλους – και σίγουρα δεν είναι για εμένα. Δεν μου ταιριάζει, δεν της ταιριάζω, ίσως να πρέπει να χωρίσουμε. Ίσως, στην αρχή να μ’ άρεσε, γιατί, όπως έγραψα και παραπάνω, ζούσα σαν τουρίστας κι όχι σαν Αθηναίος. Ίσως, όντας επαρχιώτης, να μαγεύτηκα από όσα μπορεί να μου προσφέρει – τα οποία δεν μπορώ να έχω αν δεν κάνω γενναίες παραχωρήσεις. Νιώθω μια τεράστια και συνεχή κούραση στην Αθήνα – και δεν φταίνε μόνο οι καταστάσεις, αλλά και το βιωτικό μου επίπεδο, που αναμφίβολα έχει πέσει (και όχι, δεν είναι θέμα χρημάτων, αλλά επιλογών).
Έχω μια τάση να ρομαντικοποιώ τις αναμνήσεις μου, αλλά, πραγματικά, τα μόνα όμορφα πράγματα στην Αθήνα, είναι το διαμέρισμά μου και η εργασία μου. Βγαίνω από το σπίτι βαρυγκομώντας πια. Μουρμουράω, ασυναίσθητα, «κουράστηκα», «βαρέθηκα» και «δεν αντέχω». Δεν έχω καταλάβει γιατί την πατάμε έτσι με τα μεγάλα αστικά κέντρα και κάνουμε τη ζωή μας χειρότερη, στον βωμό των επιλογών – τις οποίες, λόγω έλλειψης χρόνου και ποιότητας ζωής, δεν μπορούμε να κάνουμε. Δεν ξέρω γιατί πρέπει να υποβάλλουμε τους εαυτούς μας σε τέτοιο βασανιστήριο.
Εάν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω, δεν θα άλλαζα τίποτα. Όπως άκουσα πρόσφατα, καλά κάνατε το κομμάτι σας τρία χρόνια, τώρα γυρίστε πίσω.
Αυτοκριτική – η σκληρή πλευρά του άρθρου
Αφορμή για την φυγή μου από την Λάρισα, ήταν η εργασία. Η αιτία, όμως, ήταν το ότι ήθελα να ξεφύγω από τις αναμνήσεις που είχα από εδώ κι αυτό είναι κάτι που βλέπω ξεκάθαρα σήμερα. Η Λάρισα και κυρίως η γειτονιά που μεγάλωσα και το πατρικό μου, είναι συνδεδεμένα με μερικές από τις οδυνηρότερες αναμνήσεις μου. Όσο ήμουν εδώ, τις κλωθογύρισα στο μυαλό μου και τις κρατούσα ζωντανές. Όταν έφυγα, άθελά μου, τις άφησα πίσω μου.
Η ιστορία μου – η προσωπική μου ιστορία – είναι σκοτεινή. Όχι τόσο όσο οι ιστορίες που κατά καιρούς γράφω, μα αναμφισβήτητα, είναι μια σκοτεινή ιστορία, με σκοτεινές και φωτεινές περιόδους, ζώντας ακραία σε μια σκληρή πραγματικότητα. Και το σπίτι που μένω, αυτό το διάστημα, είναι συνδεδεμένο με μερικές από τις σκοτεινότερές μου αναμνήσεις.
Κάθομαι στο γραφείο και γυρίζω το κεφάλι μου. Το μυαλό παίζει παιχνίδια κι ανακατεύει τα έπιπλα. Μια κοπέλα, ένα κερί που καίει και Ξύλινα Σπαθιά. Ένα τσούρμο φίλοι, σ’ ένα πάρτι. Ένα τηλεφώνημα που έκανε την καρδιά μου να βουλιάξει στην σκοτεινότερη άβυσσο. Φωνές και σπασμένα γυαλιά. Δυνατά τσιγάρα. Λάθη επαναλαμβανόμενα. Ένα παράξενο παιδί που ένιωθε απίστευτα μόνο και προσπαθούσε κάπου να ταιριάξει. Απόηχοι υποσχέσεων που τις είδα να καταρρέουν μπροστά στα μάτια μου. Ένα παλιό κινητό να στέλνει μηνύματα αγάπης και μίσους.
Στα αυτιά μου ακόμη αντηχεί ο ήχος του ρολογιού που δεν υπάρχει πια πάνω απ’ την πόρτα. Τον άκουγα τόσα χρόνια, μηχανικά έστρεφα το βλέμμα μου προς αυτό, περιμένοντας και προσμένοντας. Υπάρχουν ακόμη παλιά μου ρούχα εδώ, παλιές φωτογραφίες, παλιά CD, παλιά βιβλία. Κάθε ερέθισμα πυροδοτεί και μια ανάμνηση που πίστευα πως είχα διαγράψει – αναμνήσεις που όχι μόνο δεν διέγραψα, αλλά δεν κατάφερα και να ξεπεράσω. Βλέπω τον εαυτό μου, με το μάτι της φαντασίας μου, να λυγίζει και να γέρνει και να πέφτει και να σπαρταράει στο πάτωμα και να προσπαθεί να ξαναστηθεί στα πόδια του. Κάθε γαμημένη φορά.
Στις πρωινές μου βόλτες, στην παλιά γειτονιά, βλέπω τους φίλους που χάθηκαν και τα λόγια που τα σκόρπισε ο χρόνος. Περνάω από τα στέκια μας κι ορισμένες φορές, βουρκώνω. Θυμάμαι ακόμη, αμυδρά, τα περισσότερα από όσα διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα μου μέχρι και τα είκοσι εννιά μου. Βλέπω ακόμη το αμήχανο παιδί που ένιωθε αβυσσαλέα μόνο του, να προσπαθεί να κρατηθεί από κάπου, να γίνεται χαμαιλέοντας για να ταιριάξει με παρέες που δεν ταίριαζε. Ακούω τα λόγια και τις συμβουλές που, τότε, δεν άγγιζαν καν τα αυτιά μου. Νιώθω, στο παρόν, να πέφτω και να βυθίζομαι μέσα στο σκοτάδι – γιατί, το σκοτάδι που αναδύουν οι αναμνήσεις μου, είναι σχεδόν απτό. Πονάω. Συντρίβομαι.
Τα χρόνια της φυγής με βοήθησαν να αλλάξω. Χωρίς αυτά θα παρέμενα στάσιμος, εγκλωβισμένος μέσα σε σπασμένα χαμόγελα, σε ανθρώπους που χάθηκαν ή έχασα, σε λόγια που τα πήρε ο αέρας, γιατί μεγαλώσαμε κι αλλάξαμε, ξεχάσαμε, αν θες, το ότι, κάποτε, είχαμε λόγο τιμής. Και πονάνε, όλα αυτά τα γαμημένα, με πονάνε. Με πονάνε γιατί μπορώ να δω πόσο με πονούσαν και τότε. Με πονάνε γιατί πίστευα ότι ήμουν πάντοτε σωστός – όχι δεν ήμουν σωστός, έχω κάνει κι εγώ τα δικά μου λάθη, κάποιες φορές τα πλέον ηλίθια. Με πονάνε γιατί επέμεινα να παλεύω για όσα ήξερα ότι ήταν λάθος, ότι δεν θα στεκόντουσαν ποτέ, ότι δεν θα με έβγαζαν πουθενά.
Τα χρόνια της φυγής επέτρεψαν στο μυαλό μου να αδειάσει. Σκαλίζω τις αναμνήσεις μου και τις αρχειοθετώ, δεν μετανιώνω για τίποτα απ’ όσα έζησα – αυτά με έκαναν τον άνθρωπο που είμαι σήμερα. Κουράστηκα, όμως, να χρειάζεται να τις κουβαλάω, σαν μπάλα φυλακισμένου, που όσο περνάνε τα χρόνια, τόσο βαραίνει. Δεν έχει και νόημα, πια. Προσπαθώ να κρατήσω μόνο όσα με εξυπηρετούν κι όσα με βοηθάνε να πάω μπροστά. Κουράστηκα να αναθυμάμαι και να αναμασάω τα όσα θα μπορούσα να έχω κάνει, αν είχα κάνει διαφορετικές επιλογές.
Κρατούσα κακίες κι οι κακίες με στοίχειωσαν. Τρεις βδομάδες πριν, καθισμένος στον καναπέ, στο μικρό μου διαμέρισμα, στο Γαλάτσι, εξομολογούμουν στην γυναίκα της ζωής μου, ότι ο μόνος λόγος που δεν ήθελα να γυρίσω στην Λάρισα, ήταν ότι θα έπρεπε να συνεχίσω και τον δικό μου, προσωπικό, πόλεμο. Κάτι το οποίο δεν έγινε, γιατί εκείνος ο πόλεμος δεν είναι δικός μου, αλλά του ανθρώπου που άφησα πίσω μου όταν έφυγα. Επιστρέφοντας, δεν είμαι πια ο ίδιος άνθρωπος και δεν μπορώ και ν’ αναγνωρίσω τον εαυτό μου. Δεν ξέρω ποια είναι η σχέση μου πια, με το κουρασμένο και παντέρμο, μικρό παιδί, που η ανάμνησή του, στοιχειώνει τα βράδια μου.
Τα χρόνια της φυγής επέτρεψαν στο μυαλό μου να αδειάσει. Σκαλίζω τις αναμνήσεις μου και τις αρχειοθετώ, δεν μετανιώνω για τίποτα απ’ όσα έζησα – αυτά με έκαναν τον άνθρωπο που είμαι σήμερα. Κουράστηκα, όμως, να χρειάζεται να τις κουβαλάω, σαν μπάλα φυλακισμένου, που όσο περνάνε τα χρόνια, τόσο βαραίνει. Δεν έχει και νόημα, πια. Προσπαθώ να κρατήσω μόνο όσα με εξυπηρετούν κι όσα με βοηθάνε να πάω μπροστά. Κουράστηκα να αναθυμάμαι και να αναμασάω τα όσα θα μπορούσα να έχω κάνει, αν είχα κάνει διαφορετικές επιλογές.
Καλώς ή καλώς κάναμε τις επιλογές μας, ο κάθε ένας για τον εαυτό του. Με κάποιους καταφέραμε να συμπορευτούμε, άλλους τους χάσαμε κάπου στη διαδρομή, άλλοι έφυγαν κι άλλους τους διώξαμε. Αυτή είναι η φύση των ανθρωπίνων σχέσεων. Η αλληλεπίδραση πονάει και το να μην έχεις κάποιον να σε διδάξει πώς πρέπει να γίνεται σωστά, το κάνει ακόμη χειρότερο.
Τι με πονάει ακόμη; Το every man for himself και η ανικανότητα των ανθρώπων να καταλάβουν πως οι πράξεις τους επηρεάζουν και τις ζωές των γύρω τους. Κάτι ιστορίες σαν του Μιχάλη και του Παύλου που τις έχω ζήσει και τις έχω ξαναζήσει. Η ανικανότητα των ανθρώπων να καταλάβουν πως δεν μπορούν να τα έχουν όλα δικά τους – κάτι, πάντοτε, πρέπει να χάσεις.
Η καρδιά μου, πια, είναι βαριά σαν πέτρα και η ψυχή σαν μολύβι· φοβάμαι να κάνω το επόμενο βήμα, να ανοίξω το επόμενο κεφάλαιο, να αφήσω πίσω μου όσα, επώδυνα, με συντροφεύουν. Κάποια γιατί τα ξέρω και παλεύω να τα λύσω, άλλα με πονάνε τόσο πολύ, που δεν τολμάω ούτε να τα ξεστομίσω. Τώρα, όμως, έχω το κουράγιο να τα βάλω με ό,τι απόμεινε από τα χρόνια της αθωότητας και να βγω νικητής. Θα κάτσει η μπίλια στο ζερό, αργά ή γρήγορα.
Αντί επιλόγου
Διστάζω να το δημοσιεύσω, κυρίως γιατί έχω σταματήσει να εκφράζομαι – to live alone one must be an animal or a god, κι εγώ κατάφερα να γίνω το πρώτο. Απομακρύνθηκα και αποξενώθηκα, τόσο γιατί το επέλεξα, όσο και γιατί αναγκάστηκα, και ξέχασα να επικοινωνώ τα συναισθήματά μου.
Δεν γράφω αυτό το διάστημα. Έχω κάποιες ιστορίες στη μέση, αλλά δεν υπάρχει η διάθεση να τις συνεχίσω. Η εξέλιξη του Amor Fati έχει παγώσει εδώ και κανένα χρόνο, γιατί το 2021 ήταν ένας εξαιρετικά κακός χρόνος. Αν και τα δύο τελευταία κεφάλαια είναι κατά το ήμισυ έτοιμα, δεν παίρνω όρκο ότι δεν θα τα ξαναγράψω. Δεν ξέρω ποιά θα είναι η τύχη του.
Αυτό που ξέρω είναι ότι το πείραμα απέτυχε: Ναι, ακόμη κι αν έχω έτοιμους τους σκελετούς, τους χαρακτήρες, τις πλοκές, ακόμη κι αν ξέρω τι θα γίνει παρακάτω και το μόνο που μένει είναι να το γράψω, δεν υπάρχει πάντα η διάθεση να το κάνω και σε συνδυασμό με τη δουλειά, δεν υπάρχει και ο χρόνος για να βρώ την πολυπόθητη διάθεση.
Θα ήθελα να το τελειώσω κάποια στιγμή, ίσα για να το δω ολοκληρωμένο. Όπως και θα ήθελα να φέρω όλες τις ιστορίες – μικρές και μεγάλες, σε αυτό το blog. Θα δείξει όμως. Κάποια στιγμή θα πρέπει να πάρω τις αποφάσεις μου και τούτη ‘δω, δεν είναι η κατάλληλη στιγμή.
Κλείνοντας, από την δική μου, μικρή γωνιά του κόσμου, θα ήθελα να ευχηθώ, προκαταβολικά, το 2022 να είναι μια πιο όμορφη, χαρούμενη, ευχάριστη και παραγωγική χρονιά για όλους. Γιατί το χρειαζόμαστε και γιατί μας αξίζει.