Η ματιά του Βασίλη είχε κολλήσει στο κατακόκκινο φως που αναδυόταν από τον σηματοδότη. Το δάχτυλο, που έσφιγγε τη μανέτα, έτρεμε ελαφρά, όπως και κάθε άλλη νευρική του απόληξη. Το εσωτερικό του κρανίου του έφερνε σε κάποιον χαώδη, αρρωστημένο και κατεστραμμένο κόσμο, βγαλμένο, θαρρείς, από κάποια ιστορία κοσμικού τρόμου. Τα πυκνά του γένια έκρυβαν την αγριεμένη του όψη. Ήταν ένα από τα ελάχιστα βράδια που δεν είχε καταφέρει να κατεβάσει την μάσκα του κι επέτρεπε στους γύρω του να διαβάσουν την πραγματική του διάθεση.
Ξεκίνησε πολύ αργά, όταν άναψε το πράσινο φανάρι. Δεν είχε την απαιτούμενη διαύγεια, εκείνο το βράδυ, για επιταχύνσεις, φίδια κι αναστροφές. Θα ξημέρωναν τα γενέθλιά του και, για εκείνον, ακόμη μια χρονιά σ’ έναν καταραμένο κόσμο. Δεν τα πήγαινε καλά με τις γιορτές του, γιατί τις είχε συνδέσει με τις χειρότερές του αναμνήσεις. Τα γενέθλιά του τού τα είχε καταστρέψει η Μελίνα. Την γιορτή του, απ’ την άλλη, κι όλη την, για άλλους γιορτινή, περίοδο των Χριστουγέννων, αρχικά η Έλενα κι ύστερα οποιαδήποτε άλλη είχε περάσει από την ζωή του.
Στα τριάντα τρία, με το πιστόλι στον κρόταφο – όπως ο ίδιος έλεγε – λίγες στιγμές πριν αλλάξει η μέρα κι αρχίσει ακόμη μία επώδυνη εικοστή τέταρτη Μαρτίου, έψαχνε για μια προσωρινή διέξοδο από τον πόνο. Με ένα μυστήριο τελετουργικό, που μόνο εκείνος μπορούσε να καταλάβει, το οποίο λάμβανε χώρα μία φορά τον χρόνο και για λίγες ώρες, στην ημέρα των γενεθλίων του.
Δυστυχώς, εκείνη τη χρονιά, το τελετουργικό θα έπρεπε να αλλάξει. Δεν μπορούσε να περάσει πια απ’ την παλιά του γειτονιά, δίχως να ξυπνήσει τα φαντάσματα που στοίχειωναν τον ύπνο και τον ξύπνιο του. Δεν είχε το κουράγιο να μαρσάρει άγρια έξω από το πατρικό του, για να σηκώσει στο πόδι τους γονείς του. Δεν μπορούσε να περιμένει καρτερικά, με μόνη παρέα τα τσιγάρα του, έξω από το παλιό νεοκλασικό, με τον κήπο με τις τριανταφυλλιές, για να δει ένα φως ν’ ανάβει ή να σβήνει, πριν χαθεί στη σιγαλιά της νύχτας. Δεν άντεχε να πιάσει το παλιό, ξύλινο, πράσινο παγκάκι και να συλλογιστεί «μια φορά σκόρπιοι, για πάντα σκόρπιοι».
Δεν άλλαξε το τελετουργικό γιατί είχαν αλλάξει οι καταστάσεις – οι γονείς του έχαιραν άκρας υγείας και σίγουρα θα βρισκόντουσαν στο σπίτι τους. Η Μελίνα θα περνούσε από το πατρικό της για να δει τον πατέρα της, όπως έκανε κάθε μέρα, κι ίσως να χάζευε για λίγο στο παλιό της δωμάτιο, όπως έκανε κάθε φορά που ήταν εκεί. Το παλιό παγκάκι, που μαζευόντουσαν όταν ήταν παιδιά, με την «φαμίλια», σίγουρα ήταν στη θέση του κι ίσως να είχε βαφτεί πρόσφατα. Οι παλιοί φίλοι – που ο χρόνος σκόρπισε τις στάχτες των σχέσεων που κάποτε κατέρρευσαν, στα πέρατα του κόσμου – για τον Βασίλη, θα ήταν πάντοτε απόντες.
Το τελετουργικό άλλαξε γιατί εκείνη η βραδιά ήταν ανέλπιστα ζεστή, αλλά και γιατί ο Βασίλης είχε μάθει πως η ζωή είναι μια μεγάλη σκρόφα που δεν έχει ούτε κανόνες, μήτε εξαιρέσεις. Εκείνες ακριβώς ήταν οι λέξεις που πέρασαν απ’ το μυαλό του, καθώς προσπερνούσε το σπίτι του Κεμάλ, ψάχνοντας γι’ ανοιχτό περίπτερο.
Την διαδρομή του, την είχε πλάσει στον νου του. Απ’ το κέντρο μέχρι την Κασσάνδρεια, θά ‘ταν περίπου τρία τέταρτα, ίσως και λιγότερο, αν έβρισκε τη διάθεση να τρέξει. Από ‘κει, μέχρι κάποια ερημική αμμουδιά, υπολόγιζε άλλα είκοσι με τριάντα λεπτά. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, κατά τη μία τα μεσανυχτα, θα ‘χε στρώσει το κορμί του κάτω από τον ξάστερο ουρανό της Χαλκιδικής και θα έπινε μπύρες, με μοναδική συντροφιά τα τσιγάρα του κι ένα παλιό και φασαριόζικο φορητό ηχειάκι με μπαταρίες, που θα ξερνούσε, όσο πιο αρμονικά μπορούσε, τις μουσικές από την άγρια εφηβεία του.
Αυτός ήταν ο Βασίλης εκείνο το βράδυ. Ο άνθρωπος που έκανε όνειρα κι έχτιζε σχέδια για το πώς, ιδανικά, θα ήθελε να δει τη ζωή του να κυλάει. Όμως, η ζωή του, εκείνη η «σκρόφα» που έπαιζε το δικό της παιχνίδι, χωρίς κανέναν κανόνα και καμία εξαίρεση, είχε τελείως διαφορετικά σχέδια για εκείνο το βράδυ.
***
Λίγα λεπτά μετά τις δώδεκα, μια πράσινη μηχανή μεγάλου κυβισμού σταμάτησε έξω από το περίπτερο. Ο αναβάτης της δεν είχε κανένα απολύτως στυλ – θαρρείς πως εκείνος και η μηχανή του ήταν δύο ξεχωριστά και αταίριαστα πράγματα. Μια μακριά γενειάδα διαφαινόταν κάτω από το μαύρο κράνος. Το μαύρο, κοντομάνικο μπλουζάκι αλλά και το φαρδύ μπλουτζίν που φορούσε, δεν επέτρεπαν σε κανέναν να καταλάβει τον σωματότυπό του. Κι ύστερα οι μπότες… Εκείνες οι δερμάτινες, βαριές μπότες, ήταν που δεν έδεναν, για κανένα λόγο, με την υπόλοιπη αμφίεση.
Η φωνή του ήταν βαριά, μπάσα, έβγαινε θαρρείς απ’ ευθείας από τον πνεύμονά του – ή απ’ τις σκοτεινότερες πτυχές της ψυχής του. «Μάστορα; Προλαβαίνω, δυο λεπτά, να πάρω δυο πράγματα;» φώναξε ο Βασίλης στον καχεκτικό υπάλληλο με το φρεσκοκουρεμένο κεφάλι, που έκλεινε τα ψυγεία. Γύρισε και τον κοίταξε με απορημένο ύφος. «Μάστορα;» μονολόγησε, σχεδόν άηχα, εκείνο το παιδί που δεν φαινόταν για πάνω από είκοσι πέντε. Ίσως να του έκοβαν χρόνια το φούτερ με την κουκούλα και τα φανταχτερά, αθλητικά παπούτσια. Ίσως να έφταιγε το εξαιρετικά περιποιημένο παρουσιαστικό του. «Ίσως, ετούτο το παιδί», σκέφτηκε ο Βασίλης, «να είναι απλώς λεπτεπίλεπτο κι εύθραυστο». Αλλά, ακόμη κι έτσι, για τον Βασίλη, όλοι οι άντρες ήταν «μάστορες» κι όλες τις γυναίκες τις προσφωνούσε με το «καλή μου».
Στον Βασίλη δεν έκανε τόση εντύπωση το παρουσιαστικό εκείνου του παιδιού, όση η ιδιαίτερη χροιά της φωνής του. Τον μπέρδεψε ο ήχος που συνόδευσε τη φράση, «ναι, φυσικά προλαβαίνετε». Σκέφτηκε πως ίσως είχε κάνει κάποιο λάθος, μα, και πάλι δεν μπορούσε να είναι ιδιαίτερα σίγουρος ότι απέναντί του δεν είχε κάποιον άντρα με ψιλή φωνή κι όχι μια γυναίκα με τραχιά και, σχετικά, βαριά φωνή. Προσπάθησε να πετάξει τις σκέψεις από το μυαλό του – εξ’ άλλου ήταν αργά, είχε ταξίδι μπροστά του και το παιδί έπρεπε να σχολάσει.
«Δώσε μου δύο Lucky Strike σκληρά και μια σακουλίτσα να τη φορτώσω μπύρες…» μουρμούρισε, καθώς έχωνε το χέρι στην κωλότσεπη για να ψαρέψει το πορτοφόλι του. Τα λευκά, ψυχρά φώτα που έλουζαν τον σκεπασμένο, με μουσαμά, χώρο του περιπτέρου, έκαιγαν τα μάτια του Βασίλη. Αναφρούμαξε καθώς κοίταζε τις ετικέτες των κουτιών, στο ψυγείο. Ασυναίσθητα, άρχισε να ξύνει τα γένια του. Ο νους του κατακλύστηκε με σκέψεις που πάλευε, με νύχια και με δόντια, να απωθήσει. «Παρ’ ό,τι να ‘ναι και φύγε» διέταξε τον εαυτό του, πριν ανοίξει το ψυγείο και βουτήξει έξι δυνατές, μισόλιτρες μπύρες.
Γύρισε προς το περίπτερο, άφησε τις μπύρες πάνω στις τσίχλες και τα ψιλικά που ήταν μπροστά του κι άνοιξε το πορτοφόλι, δίχως να ρίξει μια ματιά στον υπάλληλο. «Πόσο;» ρώτησε κοφτά, για να ξανακούσει εκείνη την φωνή που τον μπέρδευε, να κάνει υπολογισμούς.
«Έξι δεκαπέντε, ενενήντα και δύο τρείς, έξι, δεκαπέντε ευρώ…»
«Παίζει να μου σπάσεις πενηντάρικο;»
«Άνετα».
«Κάν’ ένα κουμάντο, πασάκο» μουρμούρισε ο Βασίλης, βγάζοντας το χαρτονόμισμα από το πορτοφόλι του κι αφήνοντάς το πίσω από τη στοίβα με τις μπύρες. Ύστερα βούτηξε τη σακούλα κι άρχισε να τη γεμίζει. Την πήρε στα χέρια του κι έσκυψε ελαφρά για να πάρει τα ρέστα του και να καληνυχτίσει τον υπάλληλο. Είχε την αίσθηση ότι η φυσιογνωμία που βρισκόταν απέναντί του τού ήταν εξαιρετικά γνώριμη, μα δεν μπορούσε να καταλάβει πούθε είχαν διασταυρωθεί οι δρόμοι τους. Παρατηρούσε τις αργές κινήσεις των λεπτών δαχτύλων που μετρούσαν τα χαρτονομίσματα, όταν ήρθε το διαπεραστικό βλέμμα να του τρυπήσει την ψυχή. «Βασίλη;» άκουσε εκείνη την φωνή να τον καλεί κι εκείνος, μην μπορώντας να αντιδράσει, ένευσε καταφατικά.
«Ρε; Δεν με θυμάσαι;» έφτασε στα μουδιασμένα, πλέον, αυτιά του Βασίλη, μια μελωδία από κάποιο μακρινό παρελθόν, που δεν θυμόταν πως είχε ζήσει. Ίσως, η φιγούρα που είχε απέναντί του, με κάποιες μικροδιορθώσεις κι αλλαγές στον καμβά της φαντασίας του, να τού έδινε την απάντηση που έψαχνε. Μα ο νους του ήταν φουρτουνιασμένος κι ο λογισμός του θολός. Έγειρε το κεφάλι προς τ’ αριστερά, χάιδεψε ανεπαίσθητα τα γένια του κι ύστερα μισόκλεισε τα μάτια, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να θυμηθεί εκείνο που ο χρόνος είχε κηλιδώσει στις αναμνήσεις του.
«Η Φένια είμαι…»
«Φένια…» μισομουρμούρισε, σχεδόν τραυλίζοντας, ο Βασίλης, που δεν μπορούσε να δέσει εκείνο το όνομα με τις νωθρές θύμησες κι εκείνες, με το πρόσωπο που χαμογελούσε, σχεδόν σκανταλιάρικα, απέναντί του.
«Αυτή, με την κωλάρα…» άκουσε, σαν απόκοσμη ηχώ, μια φωνή που δεν έβγαζε νόημα, από ένα άτομο που δεν είχε καμία συνοχή. Πετάρισε τα βλέφαρά του και στο τελευταίο κλείσιμο των ματιών, που του στέρησε την όραση για μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου, ένας απόηχος ξεπήδησε από τις αναμνήσεις του. Ο Ποζεράς, να τον σκουντάει και να του λέει, συνωμοτικά, «δες, μαλάκα, δες!».
«Τι να δω;»
«Αυτή, με την κωλάρα…»
Ο Βασίλης επέστρεψε στην πραγματικότητα με μια δυνατή και ηχηρή εισπνοή. «Φένια…» κάγχασε για μια στιγμή κι ύστερα σώπασε. Δεν σταμάτησε να χαμογελάει.
«Με θυμήθηκες;» τον ρώτησε εκείνη.
«Δεν έχεις καμία σχέση με το κορίτσι που υπάρχει αμυδρά στις αναμνήσεις μου. Πιο πολύ για Φάνης μου κάνεις, παρά για Φένια».
«Τα τελευταία χρόνια έχω γίνει Φάνης. Αλλά δε βαριέσαι; Φώναζέ με όπως θέλεις».
Ο ήχος των λαμπών φθορισμού άρχισε να δυναμώνει όταν χάθηκε κι ο τελευταίος απόηχος της φωνής της. Ο Βασίλης δεν μπορούσε να πει τίποτα για να αρχίσει μια συζήτηση ή για να συνεχίσει εκείνο το «πού ‘σαι ‘συ ρε ψυχή, πόσα χρόνια έχω να σε δω;» που πήγαινε ν’ αρχίσει. Προσπαθούσε να δει την πορεία εκείνου του κατάξανθου κοριτσιού, με το ισχνό, γυμνασμένο σώμα, το στητό στήθος και την κωλάρα, πού ‘λεγε κι ο φίλος του ο Ποζεράς – και άδικο δεν είχε. Προσπαθούσε να καταλάβει πώς ένας άνθρωπος αποφασίζει να κάνει μια τόσο μεγάλη αλλαγή στη ζωή του και πώς την υλοποιεί.
«Δικό σου το κουκλί που σε περιμένει;» τον ρώτησε κι ο Βασίλης, απορημένα, γύρισε και κοίταξε τη μηχανή του.
«Δικό μου, ναι» μουρμούρισε, χαμογελώντας αμήχανα.
«Τύπε… Σε ζηλεύω! Πόσο θα ‘θελα ένα ZX10, το κράνος μου, το μπουφάν μου, τη μαγκιά μου και τη βόλτα μου…» του εξομολογήθηκε, σχεδόν ντροπαλά, μα με σθένος.
Μια παράξενη ιδέα κατέβηκε στο μυαλό του Βασίλη. Μία από εκείνες που κατέβαζε όταν δεν είχε υποχρεώσεις, όταν δεν τον περίμενε κάποιος στο σπίτι και όταν δεν είχε την κόρη του για να της υποσχεθεί πως στα γενέθλιά του θα έκαναν βόλτα σ’ όλη την πόλη με τα λεωφορεία. Μια ιδέα απ’ τα χρόνια που έζησε στα άκρα, τζογάροντας κάθε λεπτό της ζωής του, σε μια παράξενη ρουλέτα με τη μοίρα και τον θάνατο.
«Οδηγείς;» την ρώτησε ορθά κοφτά και από το ύφος του, η Φένια κατάλαβε πως δεν μπορούσε να αποφύγει τη συζήτηση.
«Χιλιαράκι είναι;» αντιρώτησε εκείνη.
«Ναι, μωρέ, το δύστυχο… Καημένο χιλιαράκι με καημένα εκατόν πενήντα ψωράλογα» μονολόγησε γελώντας ο Βασίλης, προσπαθώντας ανεπιτυχώς να αστειευτεί.
«Τ’ οδηγάω» του απάντησε εκείνη, σοβαρεύοντας το ύφος της.
«Κάν’ το μια βόλτα και το μαγαζί θα το προσέχω εγώ» απάντησε ο Βασίλης κι ύστερα άναψε τσιγάρο κι άνοιξε μια μπύρα απ’ την εξάδα που υπήρχε στη σακούλα. Έβγαλε τα κλειδιά της μηχανής από κάποια τσέπη και της τα έδωσε.
«Έχω αντιπρόταση» του είπε, λίγο αφότου γράπωσε σφιχτά τα κλειδιά στην παλάμη της. Της έκανε ένα νεύμα με τα μάτια, για να συνεχίσει τον συλλογισμό της, καθώς έπινε λαίμαργα την παγωμένη μπύρα. «Πάμε μια βόλτα να κάνουμε catch-up; Έχω να σε δω από…»
«Το ‘98» την διέκοψε κοφτά ο Βασίλης.
«Από το ‘98 μέχρι και σήμερα, τι έκανες στη ζωή σου;»
«Τα γάμησα όλα…» μονολόγησε ο Βασίλης, σκύβοντας το κεφάλι και ξεφυσώντας. «Είχα σκοπό να πάω παραλία και να αράξω μόνος, αλλά… Ξέρω ‘γω… Φαίνεσαι καλή παρέα…»
«Παραλία, πού;» τον ρώτησε, βγαίνοντας από το περίπτερο για να συνεχίσει να κλειδώνει ψυγεία.
«Κασσάνδρεια κι από εκεί στην τύχη…»
«Σαν τη Χαλκιδική δεν έχει, ε; Να προτιμάς δεύτερο πόδι, είναι πιο ήσυχα και πιο όμορφα…»
«Κατά πού λες;»
«Κατά κάτι που έχω κατά νου».
«Κράτα το «κατά νου» και κράτα και τα κλειδιά. Μας πας εσύ…» έκλεισε εκείνο τον παράξενο διάλογο ο Βασίλης κι ύστερα επέστρεψε στο τσιγάρο του, στη μπύρα του και τον ορυμαγδό των σκέψεων που τον βασάνιζαν, δίχως να παρατηρεί ιδιαίτερα την Φένια, που μάζευε και κλείδωνε, πιο γρήγορα απ’ όσο ήταν ανθρωπίνως δυνατό.
***
«Σαν να έχεις μια νευρικότητα…» παρατήρησε η Φένια όταν είδε τον Βασίλη να ξεπεζεύει και να πηγαίνει προς την ακρογιαλιά.
«Φοβάμαι» μονολόγησε ο Βασίλης, μην καταλαβαίνοντας πώς καταδεχόταν να παραδεχτεί τους φόβους του, σε κάποια άγνωστη, σε μια πραγματικά ξεχασμένη φιγούρα.
«Γενικά ή όταν οδηγεί άλλος;» συνέχισε η Φένια, στηρίζοντας τη μηχανή. Ξεπέζεψε κι εκείνη και ακολούθησε τον Βασίλη. Το φεγγάρι, που ήταν στην φέξη, έκανε τα νερά του Αιγαίου να λάμπουν υπέροχα. Δεν ήταν λάδι η θάλασσα εκείνο το βράδυ, μα ούτε κι είχε μεγάλη αντάρα. Πού και πού έσκαγαν δυνατά κύματα με κρότο στην ακτή και το βουητό τους κατάφερνε να απαλύνει τον πόνο του Βασίλη.
«Γενικά δεν εμπιστεύομαι κανέναν ως οδηγό στην ζωή μου. Έχω ξεχάσει πόσες φορές μ’ έχουν πουλήσει, όσες τούς επέτρεψα να οδηγήσουν την κοινή μας πορεία…» της απάντησε νωχελικά, πριν καθίσει οκλαδόν στην ψιλή άμμο κι αρχίσει να βγάζει τις μπότες του.
«Damn, boy… Βαριά κουβέντα ανοίγεις τώρα…» του απάντησε εκείνη, καθώς καθόταν δίπλα του.
«Πες μου χρόνια πολλά…» μονολόγησε ο Βασίλης.
«Σήμερα, θλίψη μου, γιορτάζω;» αστειεύτηκε εκείνη, γελώντας παιχνιδιάρικα.
«Έχω γενέθλια σήμερα…» συνέχισε εκείνος, που δεν είχε πιάσει ούτε τον παιχνιδιάρικο τόνο της, μήτε και εκείνο τον στίχο που δεν είχε ακούσει ποτέ στη ζωή του.
«Κλείνεις τα τριάντα τρία;»
«Ναι, κλείνω τα τριάντα τρία. Και τα τριάντα τρία με βρίσκουν με γυναίκα και παιδί και το πιστόλι στον κρόταφο» σχολίασε ο Βασίλης, προτού αρπάξει δύο μπύρες από τη σακούλα. Άνοιξε τη μία και της την έδωσε. Κράτησε την άλλη για τον εαυτό του. Έβγαλε τσιγάρο, το άναψε, ρούφηξε την πρώτη δόση νικοτίνης μετά από αρκετή ώρα και χαμογέλασε νοσταλγικά.
«Ο Φευγάτος, – καλά το θυμάμαι το παρατσούκλι απ’ το σχολείο; – με γυναίκα και παιδί; Αυτό πρέπει να το ζήσω για να το πιστέψω» σχολίασε εκείνη κι ο Βασίλης, σχεδόν βαριεστημένα, έβγαλε το κινητό από κάποια τσέπη κι άρχισε να σκαλίζει την συλλογή των φωτογραφιών. Σταμάτησε σε κάποια που τον είχαν βγάλει τα προηγούμενα Χριστούγεννα μαζί με την σύζυγό του και την κόρη τους. Της έδωσε το κινητό χωρίς να βγάλει άχνα κι ύστερα επέστρεψε την προσοχή του στο τσιγάρο του.
«Η μικρή σού μοιάζει εξαιρετικά. Η γυναίκα σου, από την άλλη… Δεν λέω, ρε boy, μπάνικο γκομενάκι είναι, στα νιάτα της φαντάζομαι θα ‘ταν ακόμη πιο μπάνικο, αλλά, άχρωμη, άγευστη, άοσμη…»
«Στα νιάτα της κατάφερε και μού τρύπησε την καρδιά. Αποτέλεσμα; Να ξεράσει η καρδιά μου ό,τι όμορφο υπήρχε μέσα της, για την Ναταλία» την διέκοψε ο Βασίλης, μ’ ένα μυστήριο και σκοτεινό τόνο. Τα μάτια του έβραζαν και οι μύες του προσώπου του είχαν συσπαστεί. Περίμενε, για μερικές στιγμές, κάποιο ευφάνταστο ή εύστοχο σχόλιο, καθώς αυτό του είχε δείξει η Φένια πως ήταν, μα δεν άκουσε τίποτα. Όταν τους κύκλωσε για τα καλά η σιωπή, γύρισε προς το μέρος της. Του φαινόταν πως έδειχνε να πονάει. Η όψη της είχε παραμορφωθεί και τα πελώρια μάτια της είχαν κοκκινίσει. «Είπα κάποια μαλακία;» μουρμούρισε ο Βασίλης κι εκείνη μισόνευσε. «Περίπου» αποκρίθηκε.
«Τι θα πει «περίπου»;» την ρώτησε εκείνος.
«Όλοι οι γάμοι είναι αποτυχημένοι…» συλλογίστηκε εκείνη, χαμηλόφωνα, όμως ο απαλός βρυχηθμός των κυμάτων, δεν κατάφερε να σκεπάσει τη φωνή της.
«Είναι πολύ μεγάλη η ιστορία και δεν έχει νόημα να σού την αφηγηθώ. Τουλάχιστον όχι απόψε. Απόψε βρίσκομαι εδώ με σκοπό να συλλογιστώ και να καταλάβω γιατί η πολυαγαπημένη μου σύζυγος έχει βαλθεί να με σακατέψει και παλεύει να με πληγώσει, με το που τής δίνεται μια ευκαιρία. Μπορεί να φταίω κι εγώ – κάτι που δεν μπορώ να αποκλείσω. Αλλά, να σου πω κάτι; Γάμησέ με εμένα. Έχω επιβιώσει και σε πολύ χειρότερες καταστάσεις. Απ’ το ‘98 μέχρι και σήμερα, τι έκανες στη ζωή σου;»
Η Φένια του έριξε μια πονεμένη ματιά κι ύστερα κάγχασε. Έβγαλε έναν καπνό, χαρτάκια και φιλτράκια από μία απ’ τις μυριάδες τσέπες του φαρδιού παντελονιού που φορούσε. «Με πήρε ο βαρδάρης και με σήκωσε…» μουρμούρισε καθώς τσιμπούσε λίγο καπνό και τον απέθετε στο λεπτό φύλλο χαρτιού.
***
Δεν ξέρω αν με θυμάσαι και δεν ξέρω τί μπορεί να θυμάσαι. Γυμνάσιο και λύκειο μαζί, έξι χρόνια ολόκληρα που μπορεί ν’ ανταλλάξαμε ίσα με μιάμιση λέξη. Ποιά είναι η εικόνα που έχεις για εμένα, Βασίλη; Η ξανθιά πολίστρια, η γραμμωμένη γκόμενα με το στιλπνό κορμί και την κωλάρα, που χάζευαν οι εφτά μαχαλάδες; Το κοριτσάκι που έκανε παρέα μ’ ένα τσούρμο χαζοβιόλες – χαζογκόμενες που επέλεγε να υιοθετεί τη νοοτροπία τους; Αυτό το άτομο θυμάσαι;
Αυτό το άτομο ζούσε μια ψεύτικη, κάλπικη ζωή. Μια ζωή βγαλμένη από τον αχό των κοινωνικών στερεοτύπων, των μοτίβων που έπρεπε να ακολουθώ, των πρέπει των γονιών μου, του περιβάλλοντός μου, των φίλων που με πούλησαν για το τίποτα και το καθόλου. Το μισώ αυτό το άτομο, αυτό το ηλίθιο κοριτσάκι που καταπιέστηκε τόσο πολύ στη ζωή του για να μην καταφέρει, στην τελική, τίποτα. Το δειλό κοριτσάκι που ήθελε να πάει να χαθεί σε μια συναυλία των Κρίνων, τραγουδώντας όσο πιο δυνατά μπορούσε, και δεν πιστεύεις πως οι καρδιές σαπίζουν, όπως τα σκιάχτρα στα παλιά αλώνια. Το δειλό κοριτσάκι που κατέληγε να προσπαθεί να κρυφτεί, όταν οι παρέες της το έσερναν σ’ οτιδήποτε δεν έβρισκε κανένα νόημα.
Δεν θα μπορέσεις ποτέ να καταλάβεις, όσο κι αν προσπαθήσεις, πώς είναι να είσαι η ονείρωξη του κάθε καυλοσπυριάρη έφηβου και του κάθε σιχαμένου μπάρμπα, απ’ τα δεκατρία σου. Στα δεκατρία μου, που λες, όταν άρχισε να ξεπετάγεται το στήθος μου και να αλλάζει το κορμί μου, έβλεπα στα μάτια των γύρω μου, το τι σκεφτόντουσαν για εμένα. Ήμουν μια ζηλευτή, ζουμερή, μοσχαρίσια μπριζόλα. Ένα κομμάτι κρέας που ήθελαν να σκίσουν τις σάρκες μου με τα δόντια τους και να ρουφήξουν το μεδούλι μου. Τι ύφος είναι αυτό; Σιχάθηκες; Αναγούλιασες; Σκέψου να το ζεις. Σκέψου το πώς είναι να είσαι στη θέση μου. Μα, τι κρίμα… Πόσο κρίμα… Δεν θα μπορέσεις ποτέ να μπεις στη θέση μου, ούτε και να καταλάβεις πώς σε κάνουν να νιώθεις οι συμπεριφορές των άλλων.
Τα βλέμματα… Τα σχόλια… Τα αγγίγματα… Ο τρόπος που με κοίταζαν στο λεωφορείο, καθώς γυρνούσα στο σπίτι από την προπόνηση. Οι ψίθυροι, τα σφυρίγματα, τα γιουχαΐσματα και τα κλεισίματα του ματιού – όλο χάρη, πονηριά και νόημα. Το ότι πάντα, κάποιος, δήθεν τολμηρός, θα προσπαθούσε να χωθεί πίσω μου και να τριφτεί πάνω μου. Κι εκείνο το κοριτσάκι, το σιχαμένο κοριτσάκι που μισώ όσο τίποτα άλλο στον κόσμο, ήταν περήφανο! Ακούς; Περήφανο! Περήφανο θηλυκό, δεκατριών – δεκατεσσάρων ετών, που είχε την εντύπωση πως περνούσε η μπογιά του!
Θύμωσα. Θυμώνω με τον εαυτό μου, τις επιλογές μου, τα όσα ανέχτηκα και τα όσα δεν άλλαξα ποτέ. Και κυρίως θυμώνω, γιατί ζηλεύω, ακόμη και τώρα, όσους έγιναν ακριβώς ό,τι γούσταραν, χωρίς να υπολογίζουν κόστη, χωρίς να σκέφτονται το «τι θα πει ο κόσμος», χωρίς να ακολουθήσουν κανένα μοτίβο και κανένα στερεότυπο. Ζηλεύω εκείνους που τόλμησαν.
Το πόλο ήταν ιδέα της ηλίθιας, της μάνας μου. «Έχει παράδοση η οικογένεια στα αθλήματα!» έλεγε, ακριβώς μ’ αυτόν τον ψιλό, χαζό, εκνευριστικό τόνο. Κι αλλάξαμε, boy, ίσα με δεκαπέντε διαφορετικά αθλήματα μέχρι να κάτσει η μπίλια κάπου. Κάθισε στο πόλο… Δε βαριέσαι; Η μάνα μου προτιμούσε την συγχρονισμένη κολύμβηση, αλλά ήταν πολύ γυναικείο για τα γούστα μου. Ήθελα κάτι γρήγορο, κάτι με ένταση, κάτι που να μην παίζουν βιολιά και τσέλα από πίσω. Το δέχτηκε. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Ήμουν πολύ ξεροκέφαλο παιδί κι όσο περνάνε τα χρόνια, τόσο μεγαλώνει και το γινάτι μου.
Αγγλικά και γαλλικά, «γιατί, η Φένια μας, πρέπει να ‘χει μορφωση», πόλο, «γιατί είναι οικογενειακή παράδοση», τζούντο, «γιατί να μην το κάνει αφού έχει χρόνο και μπορεί;». Και δώσε να φέρνω επαίνους στο σπίτι. Τελικά όλα μου βγήκαν σε καλό, αλλ’ αυτό το κατάλαβα αφού μίσησα τα όσα γνωρίζω. Τα γαλλικά μου τα έχω ξεχάσει, τα αγγλικά μου είναι σε σκατένιο επίπεδο, με το πόλο σταμάτησα ν’ ασχολούμαι με το που τελείωσα το σχολείο. Το μόνο που κράτησα είναι το τζούντο.
Πόσο είναι η μικρή σου, εκεί, στη φωτογραφία; Εφτά – οχτώ; Άσε, μην απαντήσεις, το ίδιο μας κάνει. Πέρα απ’ το σχολείο, τι άλλο κάνει; Μόνο πιάνο; Ούτε αγγλικά; Α! Ναι! Ξέχασα! Πόσος χρόνος της μένει, για τον εαυτό της; Αρκετός για να παίξει; Αρκετός για να κοινωνικοποιηθεί; Αρκετός για να σκεφτεί; Ίσως. Ίσως και όχι. Αλλά αυτό είναι κάτι που ξέρει μόνο αυτή κι εσύ είσαι εκείνος που πρέπει να ακούσεις τις ανάγκες της και να αναπροσαρμόσεις κατάλληλα τη ζωή της. Αυτό που οι γονείς μου ποτέ δεν έκαναν κι είμαστε ακόμη στην αρχή.
Πέρα απ’ όσα σου είπα πριν, που ποτέ δεν άντεχα, μα αποδεχόμουν ως «επικρατούσα κατάσταση», ήμουν ένα φοβισμένο παιδί, που έπρεπε να κάνει ορισμένα πράγματα. Έπρεπε να κάνω παρέα με την ξαδέρφη μου – την θυμάσαι την Αργυρώ; Έχει γίνει αδερφή Φιλοθέη πιά. Μεγάλη ιστορία, το μαλακισμένο, αλλά έπαθε ό,τι τής άξιζε. Έπρεπε να κάνω παρέα μόνο με κορίτσια και μόνο αν ήταν της τάξης μας. Ηλίθιες, χαζοβιόλες.
Γυρίζω πίσω, νοερά, και σε θυμάμαι. Ένας λέτσος, παλιάτσος, ντυμένος μ’ αποφόρια που κολυμπούσε μέσα τους, μ’ ένα τσιγάρο στο στόμα, μόνιμα θλιμμένος κι αρκετά ευέξαπτος. Κοίταξε τον εαυτό σου τώρα. Ο Βασιλάκης, το φτωχόπαιδο, το «ρεμάλι» όπως σ’ αποκαλούσε η οσία ξαδέρφη μου, με το ZX10 του, τις μπότες που κάνουν τουλάχιστον τριακόσια ευρώ και φαντάζομαι με ζωή χαρισάμενη. Κοίτα κι εμένα, την πολίστρια που έκανε πρωταθλητισμό, το πρώτο κορμί του σχολείου, πού κατάντησα. Ο Φάνης, ένας παραγιός σε περίπτερο, που όλα μου τα ρούχα δεν κοστίζουν ούτε τα μισά απ’ τις μπότες σου και που ο μήνας μου σχεδόν ποτέ δεν βγαίνει.
Γυρίζω πίσω, νοερά, και θυμάμαι εμένα και την παρέα μου. Mean girls, βγαλμένα από κάποια αμερικανιά των ’90s. Κάναμε λες και παίζαμε στο 90210. Μετανιώνω, Βασίλη, που δεν έκανα όσα ήθελα. Μετανιώνω, γιατί όσα εσύ και τα ρεμάλια, οι φίλοι σου, κάνατε στα φανερά, εγώ τα έκανα στα κρυφά. Μετανιώνω γιατί δεν κυνήγησα ποτέ την μοναδική μου καψούρα και το μοναδικό μου απωθημένο. Ακόμη και σήμερα, τόσα χρόνια αργότερα, αυτός ο άνθρωπος ακόμη με στοιχειώνει και μ’ επισκέπτεται στα όνειρά μου. Ακόμη και σήμερα δεν έχω τα κοχόνες να πάω να τον πιάσω και να τού πω δυο πράγματα στα ίσια. Ντόμπρα και σταράτα.
Η ζωή μου, η πραγματική μου ζωή, καθορίστηκε από τους στίχους του Καρυωτάκη, του Καψάλη και του Ροδοστόγλου. Κι η ψεύτικη ζωή, εκείνη που αναγκαζόμουν να ζω, ήταν ένα παράταιρο τσιφτετέλι, από ‘κεινο που χορεύεις στα τραπέζια, για να παίρνουν μάτι λίγο βρακί, τα λιγούρια.
Στα δεκατέσσερα ήρθε το πρώτο τσιγάρο, η Βαβυλωνία και τα κρυμμένα ρούχα. Όλες οι φίλες μου κρύβανε τα μίνι και τα μπουστάκια κι εγώ έκρυβα και φυλούσα, σαν κόρες οφθαλμών, την μπλούζα των Manowar και εκείνο το λατρεμένο, στενό, παντελόνι καμπάνα. Πού και πού, κάτι παράξενες Παρασκευές, τά ‘κρυβα στην τσάντα μου και τα έβαζα μετά την προπόνηση. Σπάνια, κυκλοφορούσα κάποια απογεύματα στην πόλη, με αυτά που γούσταρα να φορέσω και χάζευα στα μαγαζιά ό,τι λαχταρούσα, κάποτε να αποκτήσω. Τότε με έκαιγε και με πονούσε. Τώρα θα με πετύχεις τα βράδια, ν’ απολαμβάνω ένα Jack στον Αλχημιστή. Τότε πίστευα ότι αν κουνούσα λίγο παραπάνω τον κώλο μου, θα είχα ό,τι γούσταρα. Τώρα… Δεν μπαίνω καν στη διαδικασία.
Στα δεκαπέντε, απ’ την μία, ήμουν το στιλάτο κοριτσάκι που κυκλοφορούσε με τις φίλες της και διάφορους μπήχτηδες, που κερνούσαν ποτά, στην προσπάθειά τους να το βρέξουν λιγουλάκι κι απ’ την άλλη, ζούσα μια κρυφή ζωή, πιο σκοτεινή, πιο αντρική, χωρίς όλες αυτές τις μαλακίες που ήθελαν να μού περάσουν. Κάπου το ‘χασα κι έγινα κι εγώ η χαζοβιόλα που σήμερα μισώ. Δεν ξέρω γιατί. Μην με ρωτήσεις γιατί. Ίσως να ήταν η πίεση που δεχόμουν, ίσως να ήθελα κάπου ν’ ανήκω, ίσως να φοβόμουν ότι το να κάνω παρέα – πρόσεξε, παρέα, αυτό και μόνο αυτό – θα μου κολλούσε κάποια ταμπέλα που δεν θα μπορούσα να αποβάλλω. Και, απ’ την άλλη, έχοντας δει πώς είναι οι άντρες, πώς με κοιτάζανε οι άντρες και τι σκεφτόντουσαν για εμένα οι άντρες, πώς θα μπορούσα να κάνω παρέα μαζί τους;
Τρία πράγματα ήθελα να κάνω στη πρώτη λυκείου: Να αντιγράψω την Μεΐντάνη, που ‘ταν αντράκι με τα όλα της – και νομίζω ότι έτσι έχει παραμείνει. Να προσπαθήσω να κάνω κάτι με την καψούρα μου – που ήταν αδύνατο λόγω της παρέας του και του ότι θα έπρεπε να συναναστραφώ και μαζί τους. Και να ρίξω μια μπουνιά στο μεσόφρυδο της Καλέση, γιατί, η καριολίτσα είχε βγάλει την φήμη ότι μία από της φίλες μου ήταν λεσβία. Ξέρεις πόσα έκανα από αυτά; Μηδέν.
Έκανα μηδέν και αλλοτριώθηκα. Ξέχασα τους στόχους μου, ξέχασα τα θέλω μου, ξέχασα όσα μ’ έκαναν να με κάνουν να νιώθω όμορφα. Στα δεκάξι μου κατέληξα να μοιάζω με τριτοτέταρτη βίζιτα, ανατολικής προέλευσης, σε κάποιο επαρχιακό κωλάδικο. Η Φένια, στα μπουζούκια, με όλο το βυζί απ’ έξω και μια φούστα – ζώνη, που σ’ άφηνε να δεις και λίγο κωλομέρι. Εκείνα τα χρόνια πηγαίναμε στα «Μαχαιρώματα». Κάθε Σάββατο εκεί θα μας έβρισκες. Και δώσε τσιφτετέλι η Φένια. Και δώσε να σηκώνεται να βαρέσει παλαμάκια στον μπήχτη της παρέας, όταν σηκωνόταν για να κάνει την φιγούρα του με ζεϊμπεκιά. Και δώσε να την λούζουν με γαρύφαλλα και να κάνουν για πάρτη της ζημιές οι λιμαραίοι.
Και δώσε ξενύχτι μέχρι τη μία και τις δύο. Και ταξί για το σπίτι της Ντέμης, που ήταν το μόνο με πιλοτή κι αποθήκη, για να αλλάξουμε και να ντυθούμε όπως φύγαμε από τα σπίτια μας. Για να ξεβαφτούμε και να μην σκάσουμε μύτη σαν τις βίζιτες, αλλά σαν μαθήτριες λυκείου. Και ρωτάω, τον εαυτό μου, τόσα χρόνια, «γιατί;», μα απάντηση δεν έχω. Δεν ξέρω πώς πέσαμε τόσο χαμηλά.
Το πρώτο γερό χαστούκι από τη ζωή, το έφαγα στα δεκαεφτά. Τραβιόμουν τότε μ’ έναν γιάπη, ζεν πρεμιέ και μπήχτη. Έτσι έβλεπε τον εαυτό του. Κι είχα μαγευτεί, η ηλίθια, από την χλιδή, την γκλαμουριά και την ζωή που έβλεπα να προδιαγράφεται μπροστά μου. Μου ‘χε πάρει και κινητό, στα κρυφά, για να «μιλάμε» – αρχίδια μπλε μιλούσαμε, sexting κάναμε, μόνο μέχρι εκεί ήταν, αλλά πού, να το δω, εγώ, το πλανεμένο.
Και να ξενυχτάω και να έρχομαι κομμάτια το πρωί στο σχολείο, ίσα για να δω το αγόρι με το οποίο θα ήθελα να πλαγιάζω. Να βλέπω τα αεικίνητα μάτια του να σαρώνουν όλο το προαύλιο και να περιμένω να διασταυρωθούν τα βλέμματά μας. Να κοιτάζω το τσιγάρο να ανεβοκατεβαίνει ρυθμικά στα χείλη του και να βαράει η καρδιά μου σ’ εκείνο τον ρυθμό. Μέχρι που ήρθε το μεσημέρι, ένα από εκείνα που θα έβλεπα τον γιάπη κι εκείνος το ‘χε ξεχάσει, που θα αντιμετώπισα τη ζωή κατάμουτρα.
Μπαίνω στο υπνοδωμάτιο, αθόρυβα, γιατί ήξερα πως κοιμόταν τα μεσημέρια και τι να δω; Την Αργυρώ, την Αργυρούλα ντε, το άγιο και όσιο κορίτσι, να ‘ναι στα τέσσερα και ο δικός μου, από πίσω, να την πηγαίνει κωλοφεράντζα.
Θύμωσα τότε και στο παρόν θυμώνω και μισώ ακόμη περισσότερο την Φένια που ήταν ένα μαλακισμένο και μισό – οι πράξεις μου οδήγησαν την Αργυρώ στο μοναστήρι. Δεν μπορώ να ξέρω αν μπήκε με την θέλησή της ή αν την έβαλαν με το ζόρι – βλέπεις εγώ είπα στην θειά μου τα πάντα, όχι μόνο όσα είδα εκείνο το βράδυ, μα τα πάντα. Η μάνα μου, ακόμη και σήμερα, απορεί και δεν μπορεί να καταλάβει γιατί η αδερφή της τής έχει κόψει την καλημέρα εδώ και δεκαπέντε χρόνια. Χριστούγεννα του ’97…
Κανείς δεν μας προετοίμασε για την πραγματική ζωή, Βασίλη. Πηγαίναμε με θεωρίες που δεν έστεκαν, αλλά μας τις πλάσαραν για πραγματικές. Ζούσαμε σαν ηρωίδες τηλεοπτικού σήριαλ, δίχως να μπορούμε να υποστηρίξουμε την ζωή που κάναμε. Νομίζαμε ότι ήμασταν άπιαστες, ανίκητες, ότι δεν θα μας έριχνε τίποτα κάτω. Ότι πάντοτε θα κερδίζαμε. «This is a men’s world» κι εμείς θα ήμασταν πίσω απ’ αυτούς που κρατούσαν στα χέρια τους τον κόσμο. Πόσο, μα πόσο, ηλίθιες;
Είχε χειμωνιάσει για τα καλά. Ήταν Γενάρης του ’98. Η μέρα που πήρα όλες τις αποφάσεις μαζεμένες, αποφάσεις που άργησα να υλοποιήσω. Κάπου είχα να πάω, δεν θυμάμαι πια πού, και περπατούσα δίπλα απ’ τις ράγες. Πώς σήκωσα τα μάτια μου και κοίταξα στην γέφυρα, εκείνο το απόβραδο, μου λες; Τους είδα να περπατάνε, πλάι – πλάι. Εκείνος αγέρωχος, όπως πάντα. Εκείνη… Πολύ λίγη δίπλα του. Έσκυψα το κεφάλι κι άνοιξα το βήμα. Ούτως ή άλλως δεν είχα με κανέναν από τους δύο, ούτε τα τυπικά. Δεύτερη ξανάστροφη απ’ τη ζωή.
Πήγα και πήρα ένα πρεζόκρασο και γύρισα στο σπίτι. Δεν πήγα ποτέ στο ραντεβού μου. Άνοιξα το κρασί – που μόνο κρασί δεν ήταν το μπουγαδόνερο με χρώμα – έβαλα το Don’t Fear The Reaper στο repeat. Τι Καρράδες, και Μητροπάνοι, και Σφακιανάκηδες; Τι να σου κάνουν; Τι θα μου έκαναν; Θα μου απάλυναν, κάπως, τον πόνο; Τον ίδιο πόνο που βιώνω και σήμερα και κλαίω; Δες με, κλαίω! Κοίτα με, ρε! Κλαίω για μια χαμένη αγάπη, που κράτησα πολύ σφιχτά μέσα στην καρδιά μου.
Έγινα η σκιά του. Τον έβλεπα να την πηγαίνει στο σπίτι της. Τον έβλεπα να σουλατσάρει μαζί της. Γιατί εκείνη κι όχι εγώ; Πού είχα κάνει λάθος; Τι έπρεπε να είχα κάνει διαφορετικά; Αν ήμουν σαν εκείνη, θα μου έριχνε ένα βλέμμα; Μήπως ήμουν πολύ δημοφιλής, σ’ αντίθεση με την άγνωστη, που ‘χε μπλέξει, για να πιστέψει ότι θα μπορούσα να ζω για εκείνον; Που ‘ταν το λάθος μου, ρε Βασίλη; Πού;
Είχα βάλει σκοπό να κόψω το πόλο με το που θα τελείωνε το σχολείο. Από σχολή; Μόνο μηχανολογία. Ήθελα να γίνω μηχανικός αυτοκινήτων και το κατάφερα. Άσχετα αν δεν με παίρνει κανένας για δουλειά, γαμώ τον σπόρο τους, τα στερεότυπά τους και τον σεξισμό τους. Είχα βάλει στόχο να του μιλήσω, ανοιχτά, μπεσαλίδικα και ντόμπρα. Κοντεύουν δεκαπέντε χρόνια από τότε και δες με, ούτε τ’ όνομά του δεν μπορώ να πω…
***
«Ποιός είναι, Φένια;» ρώτησε ο Βασίλης, σχεδόν νωχελικά, όταν τελείωσε την αφήγησή της κι απόμεινε, κουλουριασμένη στο φαρδύ της φούτερ, να κλαίει γοερά.
«Ποιός;» τον ρώτησε κι εκείνη, με σπασμένη φωνή.
Σύρθηκε ο Βασίλης, στην άμμο, για να φτάσει δίπλα της. Αγκάλιασε σφιχτά το λεπτοκαμωμένο κορίτσι, που ήταν περισσότερο αντράκι από εκείνον. «Κλάψε, Φάνη» της ψιθύρισε στ’ αυτί. «Κλάψε για να φύγει, κλάψε για να ξορκίσεις το κακό, κλάψε για εμένα που το έχω στερηθεί…»
«Τι μαλάκας είσαι ‘συ, μωρ’ αδερφάκι μου; Τώρα που θέλω να είμαι κοριτσάκι, τώρα με φωνάζεις «Φάνη»;» τον ρώτησε, πικρογελώντας μέσα στο κλάμα της.
«Ποιός είναι;» συνέχισε ο Βασίλης, αγνοώντας τελείως τα λόγια της.
«Δεν σε πιάνω, Βασίλη» μουρμούρισε εκείνη.
«Η καψούρα σου… Ποιός είναι;» της απάντησε με κοφτό και επιτακτικό τόνο.
«The dream has been lost; now everything is real…» μονολόγησε, τελείως κρυπτικά και αόριστα, η Φένια.
«Δεν κόβεις τις μαλακίες, Φένια; Δύο άνθρωποι ταιριάζουν στην περιγραφή που μου έδωσες. Εγώ και ο Τάσος ο Ζορμπάς…»
«Δεν πρόκειται να σου απαντήσω Βασίλη, γιατί την απάντηση την ξέρεις ήδη. Σου έδωσα πολλά στοιχεία. Μην με ρωτάς. Δεν μπορώ να το πω. Αν το ξεστομίσω αυτό το όνομα, θα διαλυθώ. Με έχει στοιχειώσει αυτός ο άνθρωπος και δεν μπόρεσα, ποτέ μου, να καταλάβω τον λόγο. Δεν ξέρω τι είναι αυτό που νιώθω. Δεν ξέρω γιατί όταν κλείνω τα μάτια μου, βλέπω την φιγούρα του. Δεν ξέρω καν, γιατί, όταν πλαγιάζω με κάποιον, φαντάζομαι ότι είναι εκείνος, για να μπορέσω να λειτουργήσω. Κάτι, γαμημένο πράγμα, έχει χαλάσει μέσα στο κεφάλι μου. Κι η πλάκα είναι, ότι μέσα σ’ αυτά τα χρόνια, ζήτημα είναι να ‘χουμε ανταλλάξει ίσα με μιάμιση λέξη…»
«Είν’ ωραία βραδιά απόψε» μουρμούρισε ο Βασίλης, με ειρωνική διάθεση. «Έχω μεθύσει και, πρωτοφανώς, η κωλόμπυρα δεν κατεβαίνει».
«Έχει τις ιδανικές συνθήκες για το πρώτο μπάνιο της χρονιάς» του απάντησε η Φένια, σκουπίζοντας τη μύτη της, στο μανίκι του φούτερ.
«Το ψήνω, μπας και καθαρίσει το κεφάλι μου. Με τόση μαυρίλα, με έχουν στείλει αδιάβαστο οι μπύρες» αποκρίθηκε αδιάφορα εκείνος.
«Ε! Αδερφέ! Είστε τίποτα τρελοί εκεί πέρα; Υπάρχει πετσέτα στο σακίδιο, μην μου δίνεις γκάζια και μπω!» του φώναξε, με παιχνιδιάρικο, σχεδόν παιδιάστικο ύφος, η Φένια κι εκείνος ανασηκώθηκε. Απόμεινε για μερικές στιγμές να κοιτάει το μισόγιομο φεγγάρι, πριν βγάλει το κοντομάνικό του και το πετάξει στην άμμο. «Όντως, έχει την ιδανική θερμοκρασία» μουρμούρισε κι ύστερα άκουσε τον ήχο ενός φερμουάρ που άνοιγε βιαστικά. Γύρισε προς το μέρος της. «Όντως έχεις πετσέτα;» την ρώτησε κι εκείνη του έκλεισε το μάτι.
«Με ποιά λογική κουβαλάς πετσέτα;»
«Με τη λογική ότι πηγαίνω γυμναστήριο πριν τη δουλειά. Δεν μπορώ να πάω στο περίπτερο, λουσμένη στον ιδρώτα. Μπορώ;»
«Δεν μπορείς» συμφώνησε εκείνος.
«Θα μπούμε;» τον ρώτησε.
«Γυμνοί;»
«Έχω πιει αρκετά για να μη με νοιάζει».
«Παρομοίως» αποκρίθηκε ο Βασίλης, πριν αρχίσει να λύνει τη ζώνη του παντελονιού του.
Λίγες στιγμές αργότερα γύρισε προς το μέρος της. Παρατήρησε πως ήταν γυμνή και τον χάζευε. Της χαμογέλασε, μα εκείνη δεν το είδε ποτέ. «Λατρεύω τα αντρικά κορμιά. Τα ζηλεύω. Πολύ θα ήθελα να έχω κι εγώ ένα. Δεν χρειάζονται ιδιαίτερη συντήρηση, δεν υπακούν σε συγκεκριμένα πρότυπα ομορφιάς. Τα άτριχα κορμιά είναι εξίσου όμορφα με τα τριχωτά. Τα σφιχτά με τα πλαδαρά. Τα στήθη και οι κοιλιές. Τα στιβαρά χέρια. Τα…»
«Ρε συ, Φένια, εκεί που κοιτάς δεν είναι ούτε χέρια, ούτε πόδια!» την μάλωσε στα ψέματα ο Βασίλης.
«Σταύρωσέ με, αδερφέ! Μ’ αρέσουν τα πουλιά, δεν φταίω εγώ!» του απάντησε κι εκείνη, στον ίδιο, περίπου, τόνο.
«Τι κορμί είσαι εσύ, μου λες;» την ρώτησε καγχάζοντας, καθώς πήγαινε προς τη θάλασσα.
«Θανατηφόρο και δεν νομίζω ότι μπορείς να διαφωνήσεις» του απάντησε, ακολουθώντας τον.
«Και ψώνιο» σχολίασε ο Βασίλης, προτού βάλει το δεξί του πόδι στο νερό.
«Διαφωνείς;»
«Δεν λέω ψέματα και δεν μπορώ να διαφωνήσω. Η θάλασσα είναι παγωμένη, γαμώ το κερατάκι μου!»
«Έχεις κι απ’ αυτό;»
«Απ’ αυτό έχω μπόλικο».
«Και… Τι κάνεις γι’ αυτό, Βασίλη;» τον ρώτησε, πριν του πιάσει το χέρι κι αρχίσει να τον σέρνει μέσα στη θάλασσα.
«Προς το παρόν τίποτα» της απάντησε, σχεδόν τραυλίζοντας, καθώς το παγωμένο νερό τύλιγε το κορμί του.
«Προς το μέλλον;» συνέχισε εκείνη.
«Υπάρχει σχέδιο» απάντησε ο Βασίλης.
«Το οποίο είναι;»
«Περίπλοκο».
«Γιατί, απλώς, δεν χωρίζεις;»
«Γιατί, απλώς, δεν του μιλάς;»
«Θα σου πω μόλις μπούμε».
«Ναι, αλλά δεν σε βλέπω να προχωράς προς τα μέσα!» της φώναξε, γελώντας, ο Βασίλης.
«Πρώην πολίστρια. Δεν έχω ιδιαίτερα θέματα!»
«Εντάξει, τότε» απάντησε ο Βασίλης κι έπειτα βούτηξε όλο του το κορμί στα παγωμένα νερά του Αιγαίου. Μούδιασε το κεφάλι του. Μεμιάς καθάρισε από όλες τις ρυπαρές και βάρβαρες σκέψεις που μάστιζαν τον λογισμό του. Έβγαλε το κεφάλι του από το νερό και προσπάθησε να προσανατολιστεί. Χωρίς τα γυαλιά του, η όρασή του ήταν εξαιρετικά περιορισμένη. Κοίταξε αριστερά και δεξιά, μα δεν είδε πουθενά την Φένια. Μόνο το δυνατό φως του φεγγαριού που καθρεφτιζόταν στα πεντακάθαρα νερά, μπορούσε να διακρίνει.
Αθόρυβα αναδύθηκε στην επιφάνεια, ακριβώς πίσω του. Τον έπιασε από τον ώμο και τον γύρισε προς το μέρος της. Τα μαλλιά τους είχαν σχεδόν το ίδιο μήκος. Όπως ήταν βρεγμένα, έκαναν το πρόσωπό της να μοιάζει μυστήριο. Του έκλεισε το μάτι. «Θα μου πεις;» την ρώτησε.
«Γιατί φοβάμαι, Βασίλη».
«Τι φοβάσαι;»
«Ξέρεις πως είναι να ‘σαι κάποιος και να καταλήγεις κανένας;» τον ρώτησε, τυλίγοντας τα χέρια της, γύρω του.
«Ξέρω πως είναι ο φόβος. Ο κάθε παράλογος φόβος που κατακλύζει τις ψυχές μας…»
«Αφού το ξέρεις, σκάσε και φίλα με!»
«Όχι».
«Τι; Γιατί όχι;» ούρλιαξε κι η φωνή της αντήχησε σε κάποια μακρινά βράχια.
«Γιατί δεν μπορείς να πάρεις κουράγιο από εμένα. Είμαι νεκρός, Φένια. Είμαι νεκρός και στον τάφο μου βρίσκεται ένα άτομο που έζησε με τις δικές μου ιδέες κι έριχνε πάντα τις δικές μου ατάκες. Πέθανε κυνηγώντας τα δικά μου, άπιαστα, όνειρα. Αν υπάρχει μια γυναίκα που πραγματικά μ’ αγάπησε στη ζωή της, αυτή είναι η γυναίκα που βρίσκεται στον τάφο που προοριζόταν για εμένα…»
«Τι… Δεν…» τραύλισε η Φένια, μα δεν έκανε να απομακρυνθεί από τον Βασίλη, μόνο τον έσφιξε πάνω της.
«Οι ιστορίες του Φευγάτου δεν είναι για όλους. Υπήρχε, κάποτε, ένα κορίτσι. Ένα πανέμορφο και πανέξυπνο κορίτσι που προσπάθησα να της διδάξω να αποφεύγει τις κακοτοπιές κι απέτυχα. Αυτοκτόνησε κατά λάθος. Η μοιραία δόση δεν προοριζόταν για την δική της φλέβα, μα για την φλέβα ενός ανθρώπου που έχει πονέσει ασύλληπτα στη ζωή του. Ήρθες στην κηδεία της, Φένια;» κατέληξε εκείνος κι είδε το πρόσωπό της να συσπάται από την έκπληξη και τον τρόμο.
«Η Νάντια πέθανε πριν περίπου έναν χρόνο…» συνέχισε ο Βασίλης κι η Φένια έγειρε το κεφάλι της στον ώμο του.
«Δεν ήξερα… Δεν μπορούσα να φανταστώ… Υπάρχουν άνθρωποι που δεν θα ξαναδούμε ποτέ κι εγώ κάθομαι και σκάω για έναν άνθρωπο που…»
«… πάντοτε θα μπορούσες να είσαι δίπλα του…» συμπλήρωσε την σκέψη της.
«Όντως» τον διαβεβαίωσε.
«Πες το όνομά του».
«Τάσος Ζορμπάς».
***
«Έβαλε κρύο» παρατήρησε ο Βασίλης, αφού είχε ντυθεί κι άπλωνε την πετσέτα πάνω στη μηχανή για να την στεγνώσει ο δροσερός αέρας.
«Νιώθω τέτοιο ψύχος στην ψυχή μου, που δεν μπορώ να καταλάβω τι γίνεται στο σώμα μου» του απάντησε εκείνη, σκεφτικά, καθώς έστριβε τσιγάρο.
«Πρέπει να τού μιλήσεις και το ξέρεις» μονολόγησε εκείνος, καθώς επέστρεφε κοντά της. Κάθισε κι έχωσε τα πέλματά του στην ψιλή άμμο. Βούτηξε την τελευταία μπύρα από τη σακούλα, που ‘χε πια ζεσταθεί και την άνοιξε. Άναψε τσιγάρο. Γύρισε προς το μέρος της. «Πρέπει, Φένια».
«Το ξέρω».
«Φένια ή Φάνης;»
«Ό,τι προτιμάς».
«Προτιμώ το Φένια. Είσαι μαγκάκι μεγάλο, αδερφούλα μου και σ’ το αναγνωρίζω. Αγοράκι, όμως, δεν είσαι».
«Βασίλης ή Φευγάτος;»
«Τι προτιμάς;» την ρώτησε κι εκείνος, με τη σειρά του.
«Μπαμπάς Βασίλης!» του απάντησε πρόσχαρα, αγκαλιάζοντας το χέρι του. «Και, ναι, όντως, πρέπει να του μιλήσω. Απόψε κιόλας. Θα τον βρούμε κάπου, απόψε;»
«Ξημερώνει Σάββατο…» μουρμούρισε σκεφτικά ο Βασίλης. «Θα ‘ναι μέχρι αργά στο μαγαζί. Ίσως καταφέρω να τον τραβήξω μέχρι το τυροπιτάδικο απέναντι από το σχολείο, ίσως μέχρι την γέφυρα. Μπα… Πολύ χοντρό να τον ανεβάσω στη γέφυρα, θα πάει το μυαλό του στο κακό κι ενδεχομένως να ξυπνήσει και τους άλλους…»
«Να πάω στο μαγαζί;»
«Εξαιρετικά κακή ιδέα» σχολίασε ο Βασίλης.
«Γιατί;»
Αναστέναξε ο Βασίλης, πριν ρουφήξει δυνατά το τσιγάρο του. «Ο Τάσος…» ξεφύσησε, πριν συμμαζέψει τον εαυτό του για να καταφέρει να μιλήσει. «… τέλος πάντων, έχει μια σχέση που θα τελειώσει αναπόφευκτα. Η Νίκη έχει καρκίνο, δεν του το έχει πει, δεν έχει σκοπό να τού το πει και η πρόβλεψη είναι εξαιρετικά κακή. Δεν θέλει και η ίδια να το παλέψει. Οι γιατροί τής έδωσαν λιγότερο από έναν χρόνο… Τέλος πάντων… Στο μαγαζί φυλάει τα νώτα του και συζήτηση δεν πρόκειται να γίνει. Καλύτερα να τον σύρω μέχρι του ψηλού… Κι αυτό που μόλις άκουσες, πρέπει να το πάρεις μαζί σου, στον τάφο σου, γιατί έχω δώσει τον λόγο μου στην Νίκη ότι δεν θα μάθει τίποτα…».
«Γιατί όχι στην γέφυρα;» ρώτησε εκείνη, παραβλέποντας όλα τα σχόλιά του για την Νίκη.
«Γιατί η γέφυρα είναι δεμένη με μια παλιά υπόσχεση…»
«Και μπορεί να δεθεί και με μια νέα…» του απάντησε εκείνη.
«Ίσως και να ‘χεις ένα δίκιο. Δώσε μου ένα λεπτό…» μουρμούρισε κι ύστερα έπιασε το κινητό του. Ήταν περασμένες τέσσερεις. Ξεφύσησε πριν γυρίσει στιγμιαία προς το μέρος της. Έμοιαζε χαμένη. «Πόση ώρα μέχρι Θεσσαλονίκη;»
«Ούτε μία ώρα».
«Στην γέφυρα, στις έξι νταν, μόνος σου. Αδιαπραγμάτευτο» έγραψε ο Βασίλης στο κινητό του, το έστειλε στον Τάσο κι έπειτα έριξε ξανά τη συσκευή στην τσέπη του.
«Πίνω την μπύρα και την κοπανάμε;» ρώτησε κι η Φένια ένευσε καταφατικά.
«Να προλάβεις να καλλωπιστείς κιόλας» συνέχισε, εκείνος, γελώντας.
«Δεν νομίζω ότι είναι τέτοιος τύπος».
«Ξυρίσου τουλάχιστον» την πείραξε ο Βασίλης.
«Γιατί; Δεν τού αρέσει να χαζεύει τριχωτά τρίγωνα;» του απάντησε εκείνη, παίζοντάς το θιγμένη.
«Φάνη; Δεν κόβεις τις μαλακίες, λέω εγώ; Βρείτε τα, μεταξύ σας, αυτά που σας αρέσουν και που δεν σας αρέσουν!» κατέληξε ο Βασίλης κι ύστερα έβαλαν και οι δύο τα γέλια.
***
«Βασίλη; Δεν μπορώ. Θα φύγω. Μου έχει διαλύσει το στομάχι, το άγχος» κλαψούρισε η Φένια καθώς περίμεναν τον Τάσο να κάνει την εμφάνισή του.
«Έφτασες μέχρι την πηγή και δεν θα πιείς νερό;» την ρώτησε εκείνος, που ‘χε γείρει πάνω στην κουπαστή και κάπνιζε, αγναντεύοντας τις γραμμές του τραίνου να χάνονται στον σκοτεινό ορίζοντα.
«Ναι, αλλά άργησε!»
«Είναι έξι και ένα, Φένια, σοβαρέψου! Θα έρθει».
«Ναι, αλλά δεν μπορώ!»
«Ναι, αλλά θα σκάσεις;» την ρώτησε, δείχνοντάς της ένα ζευγάρι δυνατά φώτα, να κινούνται αργά προς το μέρος τους. Η Φένια άκουσε τον κινητήρα του αυτοκινήτου να επιβραδύνει, πάνω από τον ήχο του σφυγμού της που κάλπαζε. Είδε το αυτοκίνητο να παρκάρει κάτω από έναν υποκίτρινο φανοστάτη, τα φώτα του να σβήνουν κι έναν κοντό, μα γεροδεμένο τύπο, να κατεβαίνει από αυτό. Άκουσε την πόρτα να κλείνει κι αναπήδησε. Γύρισε προς τον Βασίλη, που δεν είχε σταματήσει να ρεμβάζει. «Έρχεται…» του ψιθύρισε κι εκείνος κάγχασε. «Το ξέρω» της απάντησε κοφτά.
«Ναι, αλλά τι θα του πω;»
«Δεν σε πιστεύω! Δεκαπέντε χρόνια περίμενες το σήμερα! Είχες δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια για να σκεφτείς αυτή τη στιγμή. Να την οραματιστείς. Να την δουλέψεις από όλες τις μεριές και τώρα δεν ξέρεις τι θα του πεις;»
«Στο μυαλό μου είναι ευκολότερο» αποκρίθηκε εκείνη.
«Μake-believe» της απάντησε απηυδισμένα ο Βασίλης, κι ύστερα άρχισαν να ακούγονται τα βήματα του Τάσου, πάνω στα τσιμεντένια σκαλιά της πεζογέφυρας.
«Φευγάτε; Ποιος κακός άνεμος φύσηξε στραβά για να χρειαστεί να με κουβαλήσεις εδώ πάνω, σαββατιάτικο, μες τ’ άγριο το χάραμα;» ρώτησε ο μαυροφορεμένος και κοστουμαρισμένος Τάσος, καθώς τους πλησίαζε.
«Κακός άνεμος…» μουρμούρισε ο Βασίλης, δίχως να σταματήσει να ρεμβάζει. «Μπορείς να το πεις κι έτσι…»
«Το κορμί;» ρώτησε ο Τάσος, δείχνοντας την Φένια. «Δικό σου;»
«Μάλλον δικό σου» κάγχασε ο Βασίλης.
«Ρε τριμάλακα! Θα μου πεις τι είδους μύγα σε τσίμπησε;» συνέχισε ο Τάσος.
«Φένια Κρούσκα» μονολόγησε ο Βασίλης, χωρίς να του δώσει σημασία.
«Φένια…» απόρησε ο Τάσος κι ύστερα γύρισε προς το μέρος της και την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω.
«Αυτή, με την κωλάρα!» σχολίασε η Φένια, ίσως λίγο πιο έντονα απ’ ό,τι θα έπρεπε, αλλά δεν μπορούσε να συγκρατηθεί. Η καρδιά της κόντευε να ανατιναχτεί μέσα στα σωθικά της.
«Άλλαξες πάρα πολύ, Φένια. Ομόρφυνες, θα μπορούσα να πω, αν, κάτι τέτοιο ήταν εφικτό. Δηλαδή… ‘ντάξ’, το ‘χες τερματίσει τότε, τώρα πας για δεύτερο γύρο…»
«Είναι λίγο κόλακας» σχολίασε, ατάραχα, ο Βασίλης, που δεν είχε αφήσει τα μάτια του από τον ορίζοντα. Έμοιαζε να περιμένει κάτι. Κάτι που οι υπόλοιποι παρευρισκόμενοι δεν μπορούσαν να καταλάβουν πως ερχόταν.
«Και για να επανέλθω. Βασίλη; Έγινε κάτι; Έκανε καμία μαλακία ο Λάγιος;» συνέχισε τις ερωτήσεις ο Τάσος.
«Η Φένια θέλει να σου μιλήσει» συνέχισε το ακατάληπτο μουρμουρητό του ο Βασίλης.
Η Φένια κοίταξε τον Τάσο και άνοιξε το στόμα της. Πήγε να πει κάτι αλλά δεν της βγήκε. Το έκλεισε. Το ξανάνοιξε. Έκανε μια στροφή γύρω από τον εαυτό της. Ξανάνοιξε το στόμα της. Σήκωσε τα χέρια της. Γύρισε προς τον Βασίλη κι ύστερα προς τον Τάσο. Στράφηκε ξανά προς τον Βασίλη. «Βασίλη! Βόηθα μέ!» του φώναξε κι εκείνος αναστέναξε.
«Η Φένια σε γουστάρει από το γυμνάσιο ξέρω ‘γω ή κάπου εκεί, τραβάει ακόμη καψούρες με την πάρτη σου κι απόψε ήρθε ο καιρός να σού το πει» είπε ο Βασίλης, με αδιάφορο ύφος.
«Είσαι το crush μου!» είπε, σχεδόν τραγουδιστά και μελιστάλαχτα, η Φένια.
Σάστισε ο Τάσος. Κοίταξε πρώτα εκείνη κι ύστερα αυτόν. «Ρε!» τους φώναξε. «Δε γαμιέστε, λέω εγώ, που με κουβαλήσατε εδώ πάνω, μες τ’ άγριο το χάραμα, για να με κάνετε χαβαλέ!»
Γλύκανε το ύφος του, όταν είδε πως η Φένια ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα και να αρχίσει να τρέχει. «Όχι εσύ, κούκλα μου. Όχι. Δεν μου φταις εσύ, δεν φωνάζω σε εσένα. Στον τριμάλακα πάει αυτό, που δεν είχε άλλη δουλειά να κάνει και σ’ έμπλεξε στην μαλακία του!»
«Βρείτε τα» είπε ο Βασίλης, πετώντας το τσιγάρο του στις ράγες, μόλις είδε τα φώτα του τραίνου να πλησιάζουν.
«Τάσο…» τραύλισε η Φένια κι αυτό ήταν αρκετό για να τραβήξει την προσοχή του. «Αλήθεια λέει…» προσπάθησε να συνεχίσει τον συνειρμό της, μα οι λέξεις είχαν κολλήσει στις πιο σκοτεινές γωνιές της καρδιάς της. «Εγώ… Προσπάθησα… Ήθελα…»
«Άφησέ το, κούκλα. Ηρέμησε. Πάρε μια ανάσα. Είναι δύσκολο. Το ξέρω. Το έχω περάσει. Ο Βασίλης δεν νομίζω ότι το έχει περάσει, ακόμη. Εγώ… Όταν, πολύ παλιά, ήταν η δική μου σειρά να κάνω ερωτική εξομολόγηση… Θέλεις να πάμε κάπου ήρεμα, να μιλήσουμε; Ξέρω ένα μαγαζί, όχι πολύ μακριά…»
«Έλεος, Τάσο! Μην την πας στον Δανιήλ ρε τριμάλακα!» πετάχτηκε ο Βασίλης.
«Τι είναι ο Δανιήλ;» ρώτησε η Φένια.
«Κωλάδικο» της απάντησε ο Βασίλης, πριν καν προλάβει να ανοίξει το στόμα του ο Τάσος.
«Τέλεια! Φύγαμε!» αναφώνησε εκείνη, κι ύστερα έπιασε τον Τάσο από το χέρι κι άρχισαν να βαδίζουν μαζί προς την άκρη της γέφυρας.
«Κοιτά τους, Φευγάτε. Κοίταξέ τους. Κι εσύ, δύσμοιρε, λες ότι δεν μπορείς να χωρίσεις κι ούτε καν μπορείς να προσπαθήσεις να βαδίσεις προς εκεί» μονολόγησε ο Βασίλης, ίσα για να τον ακούσει ο εαυτός του κι ύστερα έφυγε, για να πάρει την μηχανή του, να επιστρέψει στο σπίτι του, να ξεβγάλει το αλάτι από πάνω του και να καταφέρει να ξεκλέψει λίγο ύπνο.
***
Ο Τάσος παράτησε το αυτοκίνητο στη μέση του δρόμου και κατέβηκε. Η Φένια τον κοίταξε παράξενα. Τον είδε να κάνει τον γύρο και να πηγαίνει προς το μέρος της. Της άνοιξε την πόρτα και της έδωσε το χέρι για να κατεβεί. Δεν είχαν μιλήσει καθόλου στη διαδρομή.
Γύρισε προς τον πορτιέρη. «Βάνια, όλα καλά;» ρώτησε, καθώς του έδινε τα κλειδιά από το αυτοκίνητο.
«Όλα καλά, κύριε Τάσο».
«Τ’ αφεντικό σου; Είναι μέσα;»
«Έχει φύγει από ώρα».
«Κόσμο έχει;»
«Κάνα δυο παρέες».
«Μη το ψάχνω, εντάξει παλικάρι μου;» ρώτησε ο Τάσος κι ύστερα έβγαλε ένα πάκο με χαρτονομίσματα από την τσέπη του παντελονιού του. Έδωσε ένα εικοσάρικο στον ψηλό, καραφλό και γεροδεμένο πορτιέρτη κι ύστερα άνοιξε την πόρτα του μαγαζιού για την Φένια.
«Κύριος» παρατήρησε εκείνη.
«Το κατά δύναμιν» μονολόγησε ο Τάσος, μπαίνοντας στο μαγαζί και κλείνοντας την πόρτα πίσω του.
Ρίγησε όλο του το κορμί, όταν αντίκρισε το ντεκόρ που ποτέ δεν είχε αλλάξει. Κόκκινα θαμπά φώτα έλουζαν το στριπτιτζάδικο. Φώτα που έκαναν την πνιγερή, από τις αναθυμιάσεις των τσιγάρων, ατμόσφαιρα, να φαντάζει εξωπραγματική. Οι νέον επιγραφές, σε τόνους του ροζ και του κόκκινου, τρεμόπαιζαν ρυθμικά. Οι κόκκινοι, δερμάτινοι καναπέδες, ήταν άδειοι και περίμεναν τους θαμώνες να καθίσουν πάνω τους. Ο τεράστιος στύλος, στη μέση του μαγαζιού, ήταν ορφανός – ίσως να περίμενε μια κοπέλα να τον πλαισιώσει, ίσως να ήταν πολύ αργά για κάτι τέτοιο. Κόντευε έξι και μισή και έξω είχε ήδη χαράξει.
Η Φένια εξερευνούσε με τα μάτια της τον χώρο. Αν και την τσάκιζε η αυπνία και η κούραση από το νυχτερινό ταξίδι και την βραδινή βουτιά, το σώμα της ήταν στην τσίτα, σαν να ‘χε πάρει όλα τα ανεβαστικά του κόσμου. Άκουσε τον Τάσο να αναστενάζει και στράφηκε προς το μέρος του απότομα. «Τι;» τον ρώτησε, σχεδόν ψιθυριστά.
«Τίποτα… Απλώς… Την τελευταία φορά που πάτησα το πόδι μου εδώ μέσα, ήμουν στην κατάσταση που είσαι εσύ απόψε» μονολόγησε εκείνος, πριν της πιάσει το χέρι για να πάνε να καθίσουν σε κάποια απόμερη γωνιά του μαγαζιού.
«Και;» τον παρότρυνε να συνεχίσει την σκέψη του.
«Πίσω στο 2002… Κωλοφάνταρο ήμουν τότε, μετρούσα τις τελευταίες μου μέρες. Ούτε και που θυμάμαι πώς, διάολο, κατάφερα να φτάσω εδώ. Χαράματα και τότε, θαρρώ. Ήταν εδώ ο Δανιήλ. Μ’ είχε ρωτήσει, θυμάμαι – ένα απ’ τα ελάχιστα πράγματα που μου ‘χουν μείνει από εκείνο το βράδυ – αν πίνω βότκα» απάντησε ο Τάσος, προτού καθίσει σ’ έναν αναπαυτικό, δερμάτινο καναπέ.
«Έπινες;» τον ρώτησε η Φένια, προσπαθώντας να συμμαζέψει τις σκέψεις της για να κάνει μια συζήτηση που ‘χε από καιρό αργήσει.
«Θυμάμαι να του απαντάω «και νίτρο για τ’ αμάξια πίνω απόψε». Δεν ξέρω γιατί σ’ έφερα εδώ. Νομίζω ότι παλεύω με το παρελθόν μου…»
«Συμπάσχουμε».
Τις σκέψεις του Τάσου διέκοψε ο ημιφάλακρος σερβιτόρος με το δουλικό ύφος. «Καλησπέρα στον κύριο Τάσο μας!» είπε πρόσχαρα, σχεδόν υποκλινόμενος κι ο Τάσος στραβοκοίταξε τον μεσόκοπο άντρα που εκτελούσε χρέη σερβιτόρου και μπάρμαν, όταν έφευγε ο πολύς κόσμος και το μαγαζί ξεχαρμάνιαζε τους τελευταίους πελάτες.
«Κωστάκη; Δεν κόβεις τις φιλοφρονήσεις; Θα με περάσει για θαμώνα το κορίτσι» σχολίασε ο Τάσος, εμφανώς εκνευρισμένος κι ύστερα γύρισε προς το μέρος της. «Τι πίνεις;» την ρώτησε.
«Μπύρα».
«Τι μπύρα;»
«Ό,τι να ‘ναι»
«Κωστάκη; Βάλε μια μπύρα ό,τι να ‘ναι» μουρμούρισε ο Τάσος, τονίζοντας το «ό,τι να ‘ναι», σαν να ήταν κάποια ετικέτα κι ύστερα σώπασε και μισόκλεισε τα μάτια του. «Ρίξε κι ένα δηλητήριο σ’ ένα ποτήρι, σκέτο. Βάλε καμία απ’ τις περίεργες βότκες τ’ αφεντικού σου. Δεν είμαι για πολλά – πολλά απόψε» συνέχισε τον συνειρμό του κι ύστερα τον έδιωξε με ένα νεύμα του κεφαλιού.
«Σε ξέρουν παντού;» τον ρώτησε η Φένια.
«Τα κακά του επαγγέλματος» σχολίασε, σχεδόν αδιάφορα, ο Τάσος.
«Δεν ξέρω τι να σου πω…»
«Πες ό,τι σου έρχεται».
«Όπως;»
«Με έχεις φέρει σε μια εξαιρετικά δύσκολη και αμήχανη θέση» της απάντησε, κοιτάζοντάς την βαθιά μέσα στα μάτια. «Με πετυχαίνεις σε μία εποχή που… Τι να πω; Ούτε κι εγώ ξέρω τι μού γίνεται. Είμαι εγκλωβισμένος σε μια κατάσταση που πάντα πίστευα ότι ήθελα να ζήσω και που, στην τελική, με γδέρνει κάθε μέρα. Κι εκεί που με διαλύει η φθορά, εμφανίζεσαι από το πουθενά, ένα κορίτσι που είχα ξεχάσει ότι υπάρχει, που είχα ξεχάσει ότι καθόταν δυο θρανία δίπλα μου, που είχα ξεχάσει ότι ήμασταν γειτονάκια, και μου αφήνεις στα χέρια, με τεράστιο, πελώριο χαμόγελο και περισσό ενθουσιασμό, μια βόμβα. Μπορείς να καταλάβεις ότι την τελευταία μισή ώρα, έχει έρθει η ζωή μου πάνω – κάτω;»
«Γιατί, Τάσο;» τον ρώτησε εκείνη, θλιμμένα.
«Γιατί θα μπορούσα να έχω κάνει εντελώς διαφορετικές επιλογές στη ζωή μου, αν ήξερα. Όμως έκανα αυτές που έκανα κι έφτασα εδώ που βρίσκομαι. Δεν μπορώ, όμως, να παραβλέψω τα λόγια του Φευγάτου, που ακόμη κουδουνίζουν μέσα στο κεφάλι μου…»
«Άκου, Τάσο. Άκου. Δεν ξέρω τι με τραβάει σε εσένα. Δεν ξέρω γιατί έγινες εμμονή κι απωθημένο – γιατί είσαι και τα δύο. Δεν ξέρω γιατί δεν ήρθα ποτέ να σου μιλήσω, ούτε και γιατί δεν έδειξα κάτι. Δεν θυμάμαι τον τρόπο με τον οποίο έβλεπα τα πράγματα εκείνα τα χρόνια. Μάλλον θυμάμαι, αλλά δεν θέλω. Δεν καθόριζα εγώ την ζωή μου, τότε – γιατί αν την καθόριζα θα έμοιαζα πολύ με τον Βασίλη, που ό,τι γούσταρε, έκανε. Την ζωή μου την καθόριζε ο περίγυρός μου και ο τρόπος, με τον οποίο με είχαν διδάξει πως θα έπρεπε να δουλεύει ο κόσμος. Αν… Αν… Γάμησέ το…»
«Συνέχισε» την παρότρυνε ο Τάσος, διώχνοντας βιαστικά τον σερβιτόρο, που είχε πάει για να τους σερβίρει τα ποτά τους.
«Ήσασταν μια παρέα αληταράδων, Τάσο. Κάποιοι έλεγαν πως ήσασταν συμμορίτες. Πού χωρούσα εγώ, εκεί; «Το καλύτερο μουνί του σχολείου» – έτσι δεν με φωνάζατε, πίσω από την πλάτη μου; Χωρούσα κάπου, μέσα στον κόσμο σου, μέσα στην παρέα σου, μέσα στην αλητεία σου; Ναι, εκ των πραγμάτων χωρούσα, γιατί αυτό που βλέπεις σήμερα, απόψε, απέναντί σου, ήταν αυτό που έκρυβα για πολλά χρόνια. Δεν είμαι κάνα χαζογκομενάκι, να κρυφτώ πίσω απ’ το δάχτυλό μου και να δικαιολογηθώ. Και δεν δικαιολογούμαι, ‘νταξ’; Ζούσαμε παράλληλες ζωές που, τότε, με τα μυαλά που κουβαλούσα, δεν είχαν σημείο τομής» άρχισε να λέει η Φένια κι ύστερα έπιασε το μπουκάλι στα χέρια της. Τσούγκρισε το ποτήρι του Τάσου κι ήπιε μια γενναία γουλιά, γιατί το λαρύγγι της είχε στεγνώσει επικίνδυνα.
«Αντικειμενικά, δεν ήσουν και κανένα κελεπούρι. Ήσουν όμως, και διαπιστώνω ότι παραμένεις, ένα άτομο που… Δεν μπορώ να βρω λόγια για να σού περιγράψω το πόσο μαγικά αλλάζει το μέσα μου, όταν βρίσκεσαι κάπου κοντά. Αεικίνητος, πανέξυπνος, μερακλής, με το τζουραδάκι σου, το μαγκιλίκι το πραγματικό κι όχι εκείνο της φάπας, αλλά, κατά βάθος, τόσο αγνός, τόσο απλός, τόσο ανθρώπινος και ρομαντικός…» του είπε, χαμογελώντας γλυκά και νοσταλγικά κι όταν παρατήρησε το απορημένο ύφος του τού έκλεισε το μάτι. «Ας πούμε ότι είχα εμμονή μαζί σου και ότι σε παρακολουθούσα…»
«Άρα, με έχεις δει με την Νίκη» δήλωσε ο Τάσος κι εκείνη ένευσε καταφατικά.
«Άρα, ξέρεις ότι είμαστε ακόμη μαζί. Περίπου. Τέλος πάντων, συγκατοικούμε» μουρμούρισε εκείνος, σχεδόν εκνευρισμένα.
«Ξέρω ότι είστε μαζί, γιατί μου το είπε ο Βασίλης».
«Τι άλλο σου είπε ο Φευγάτος;» την ρώτησε κοφτά κι εκείνη δαγκώθηκε. Δεν ήξερε αν έπρεπε να του αποκαλύψει αυτό που δεν γνώριζε, αυτό που της είχε πει ο Βασίλης, αυτό που η ίδια η Νίκη, δεν ήθελε να μοιραστεί μαζί του. «Ότι τελειώνει…» κατάφερε να ψελλίσει, με έναν παράξενο τόνο χαρμολύπης στη φωνή της.
«Λάθος. Δεν τελειώνει. Έχει ήδη τελειώσει. Κοίτα… Εγώ θέλω να πάω τη ζωή μου μπροστά. Να βρω ένα λιμάνι ν’ αράξω το κουφάρι μου, να κάνω παιδιά, πολλά παιδιά κι αργότερα, ίσως σε καμιά δεκαπενταετία, να κάνω το μεγάλο μπραφ και να βγω στην σύνταξη. Θεωρώ ότι αν καταφέρω να φτάσω λίγο πριν τα πενήντα, θα ‘ναι μια καλή ηλικία για να αφοσιωθώ στην κυρά μου, στα παιδιά μου και στην ζωή δίχως σκοτούρες. Απ’ την άλλη… Η Νίκη… Τέλος πάντων… Έχει κάποια ηλίθια κολλήματα, λόγω εξαιρετικά επώδυνων παιδικών χρόνων και δεν θέλει να καταλάβει ότι δεν έχω καμία σχέση με τον κρεμανταλά τον πατέρα της. Κι όλο αυτό μας οδηγεί στον μόνιμο καυγά «σταμάτα να το παίζεις φοιτήτρια, δεν είσαι, σοβαρέψου» από την δική μου πλευρά, στο «τράβα βρες καμιά γκομενίτσα να γκαστρώσεις, ρε» από την δική της την πλευρά κι, αναλόγως το πόσο βαριές θα είναι οι κουβέντες που θα ανταλλάξουμε, τόσο κάθομαι σε κάποιο ξενοδοχείο για να ξεθυμάνω. Πάει χρόνια αυτό το πράγμα, έτσι. Κουράστηκα» της απάντησε, θλιμμένα και οργισμένα, ο Τάσος.
«Άρα, έχω ελπίδες;» τον ρώτησε η Φένια κι ύστερα περίμενε καρτερικά να της απαντήσει.
«Ελπίδες;» έκρωξε εκείνος. «Τι, ακριβώς, θέλεις από εμένα, Φένια;»
«Δεν ξέρω. Ειλικρινά, δεν ξέρω. Παιδιά και οικογένεια; Δεν ξέρω. Σχέση; Δεν ξέρω. Μια δοκιμή; Δεν ξέρω. Έχουν περάσει τόσα χρόνια κι έχω αλλάξει τόσο πολύ – φαντάζομαι κι εσύ το ίδιο – που δεν ξέρω ούτε τι θέλω, ούτε τι θα μπορούσα να θέλω, ούτε τι μπορεί να υπάρξει, ούτε ποιοι είμαστε και το ποιοί θα μπορούσαμε να γίνουμε. Θέλω μια ευκαιρία. Θέλω να δούμε αν υπάρχει κάτι, ή αν μπορεί να υπάρξει κάτι. Θέλω συνοδοιπόρο. Όχι οποιονδήποτε. Εσένα».
«Μας γάμησες…» μονολόγησε ο Τάσος, σκεφτικά, πριν βουτήξει το ποτήρι από το τραπέζι κι αδειάσει βιαστικά τα περιεχόμενά του, στο στομάχι του.
«Γιατί, κύριος, σας γάμησα;» τον ρώτησε, σηκώνοντας το φρύδι της.
«Γιατί κι εγώ το ίδιο ψάχνω. Συνοδοιπόρο. Κοινή ζωή. Κοινή πορεία» της είπε κι ύστερα άνοιξε το πορτοφόλι του και πέταξε ένα εικοσάευρω πάνω στο τραπέζι. Την κοίταξε στα μάτια, χαμογελώντας. Της έδωσε το χέρι. «Πάμε;» την ρώτησε.
«Πού;» απόρησε εκείνη.
«Να πορευτούμε μαζί. Να δοκιμάσουμε. Ξέρω ‘γω ρε συ Φένια; Πάμε, βασικά, κάπου διάολο, να φάμε».
«Πάμε, ναι» του απάντησε πρόσχαρα, πριν σηκωθεί από τον καναπέ. Έσφιξε την παλάμη του μέσα στην δική της κι ύστερα άρχισαν να περπατάνε προς την έξοδο του μαγαζιού.
Ο Τάσος μισόκλεισε τα μάτια κι απέστρεψε το πρόσωπό του από τον ουρανό, όταν βγήκαν στην πρωινή, βουερή και αρκετά ψυχρή, Θεσσαλονίκη. Η Φένια χαμογέλασε, καθώς άνοιγε το σακίδιό της. Έβγαλε ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου και τα φόρεσε. «Δεν έχεις γυαλάκια, αγόρι;» τον ρώτησε, με παιχνιδιάρικο τόνο κι εκείνος κάγχασε.
«Κάθε φορά κάνω την ίδια μαλακία. Τα παρατάω στο αυτοκίνητο».
«Θέλεις τα δικά μου;»
«Θα τ’ αντέξω» αναστέναξε ο Τάσος.
«Λες να το παράτησε μακριά;» ρώτησε η Φένια.
«Μπα, εδώ πιο κάτω είναι το πάρκινγκ.
Περπάτησαν βουβοί μέχρι το αυτοκίνητο. Η Φένια παρατήρησε πως το εξαιρετικά κομψό και ακριβό ντύσιμο του Τάσου, δεν ταίριαζε καθόλου με το μικρό, παλιό, ασημένιο hatchback, που φάνταζε περιποιημένο. «Ο λατρεμένος μου κουβάς» σχολίασε ο Τάσος, χτυπώντας με το χέρι του την οροφή του αυτοκινήτου, καθώς το ξεκλείδωνε.
«Την τάση να βγάζετε παρατσούκλια στα οχήματα και στα πουλιά σας, δεν την κατάλαβα ποτέ» μονολόγησε η Φένια, καθώς έμπαινε στην θέση του συνοδηγού.
«Υπέροχος κουβαδάκος, που με πουλάει, συχνά – πυκνά, το τελευταίο διάστημα, αλλά συνεχίζω να τον αγαπώ. Πολύ βολικό, ιδιαίτερα για το κέντρο» της απάντησε μόλις κάθισε στην θέση του οδηγού.
«Φαντάζομαι πως ισχύει».
«Το άλλο που έχω καίει την μάνα του και τον πατέρα του και θέλει τέσσερεις θέσεις πάρκινγκ. Μου φάγανε τα αυτιά να το πάρω, το πήρα, το έχω πέντε χρόνια και πάνω από δέκα χιλιάδες χιλιόμετρα δεν…» είπε ο Τάσος, άλλα το πείσμα του αυτοκινήτου να μην θέλει να πάρει μπροστά, έκοψε τον ειρμό του. «Έλα, καμάρι μου…» μουρμούρισε ανυπόμονα, καθώς ξαναγύριζε το κλειδί στη μίζα. «Σ’ έπιασε πάλι το στραβό σου, μανάρι μου;» αγρίεψε, σχεδόν φτύνοντας μέσα από τα δόντια του, όταν κατάλαβε ότι το αυτοκίνητο είχε ξεψυχήσει.
«Άνοιξε το καπό» του είπε η Φένια, σχεδόν διατάζοντάς τον, πριν ανοίξει την πόρτα και βγει από το αυτοκίνητο.
«Το καπό;» αναρωτήθηκε ο Τάσος.
«Ζορμπά; Το καπό, είπα!» του φώναξε κι εκείνος ο τρόπος της τον γύρισε πολλά χρόνια πίσω, όταν η ζωή του ήταν στα καλύτερά της κι όταν τα συναισθήματα τον κατέκλυζαν όλες τις μέρες και όλες τις στιγμές. Άνοιξε το καπό κι όταν είδε την Φένια να το σηκώνει, βγήκε ο μισός σχεδόν, έξω από το παράθυρο, για να δει τι έκανε στη μηχανή.
«Δώσε μίζα» του φώναξε, λίγα λεπτά αργότερα. Γύρισε ξανά το κλειδί στην κλειδαριά, ο Τάσος, άρχισε να αγκομαχάει το αυτοκίνητο, αλλά δεν ήθελε να πάρει μπροστά. «Δώσε ξανά» του φώναξε κι εκείνος υπάκουσε. Το αυτοκίνητο πήρε μπροστά με την τρίτη προσπάθεια κι η Φένια έκλεισε το καπό και επέστρεψε στην θέση του συνοδηγού.
«Πιάνει το χέρι σου» την πείραξε ο Τάσος, καθώς ξεπάρκαρε.
«Όχι, δεν πιάνει ιδιαίτερα, γιατί δεν έχω δουλέψει ποτέ ως μηχανικός αυτοκινήτων, αλλά το ‘χω σπουδάσει το επάγγελμα».
«Υπέροχη!» αναφώνησε ο Τάσος, πριν γυρίσει προς το μέρος του. «Πού θέλεις να φάμε;»
«Ανέφερε ο Βασίλης ένα μέρος… Αν κατάλαβα καλά είναι το μπουγατσάδικο απέναντι απ’ το παλιό μας σχολείο;» τον ρώτησε εκείνη.
«Στον ψηλό;» απόρησε εκείνος.
«Ναι».
«Πάμε εκεί».
***
Έριχνε κλεφτές ματιές στο ρολόι του, ο Τάσος, καθώς περίμενε το φανάρι να ανάψει πράσινο για να συνεχίσει την διαδρομή του. Τον παρατηρούσε με περιέργεια η Φένια, που δεν ήθελε να την παρεξηγήσει για το ενδιαφέρον που έδειχνε. Σκεφτόταν πως ίσως να μην είχε συνηθίσει σε κάτι τέτοιο, ή ίσως να θεωρούσε πως προσπαθούσε να του περάσει γκέμι. Δεν την άφησε η περιέργειά της ήσυχη. «Τάσο; Έχεις να πας κάπου και όλο κοιτάς το ρολόι σου;»
«Φοράω την αρματωσιά απ’ τις πέντε το απόγευμα, έχει πάει εφτά το πρωί και νιώθω πως έχουν κολλήσει τα πάντα πάνω μου» σχολίασε εκείνος, κοιτάζοντάς την με ένα ανεξήγητα τρυφερό ύφος.
«Θέλεις να πάμε να αλλάξεις;»
«Πού; Στο ξενοδοχείο; Δεν παίζει να έχω τίποτα άλλο εκτός από αυτό το σακάκι και κάτι άλλα ψιλά που παραμένουν μόνιμα σε μια βαλίτσα…»
«Στο… Ε… Ξενοδοχείο;» τραύλισε η Φένια, που δεν μπορούσε να καταλάβει τα λόγια του.
«Ναι, δεν σου είπα… Είμαστε λίγο σκοτωμένοι με την συγκάτοικο και με ξαπόστειλε απ’ το σπίτι, οπότε την βγάζω σε ξενοδοχείο, εδώ και δυο μέρες» σχολίασε ο Τάσος, καταβάλλοντας τεράστια προσπάθεια για να κρύψει την πίκρα που τον έπνιγε.
«Κατάλαβα…» μουρμούρισε εκείνη κι ύστερα απέμεινε σιωπηλή για μερικές στιγμές. Μέχρι που κατέβασε μια φοβερή και τρομερή ιδέα, την οποία έπρεπε να την μοιραστεί μαζί του. «Σπίτι δεν μπορείς να πας και στο ξενοδοχείο δεν έχεις τίποτα, σωστά;»
«Σωστά» απάντησε ο Τάσος.
«Μήπως να πάμε στο δικό μου, να πλυθείς και να σου δώσω ρούχα να βάλεις;»
Ξεφύσησε ο Τάσος και την στραβοκοίταξε, δίχως να μιλήσει. Ύστερα την κοίταξε από πάνω ως κάτω κι έπειτα επέστρεψε την προσοχή του στον δρόμο. «Πρέπει να φοράμε το ίδιο νούμερο…» μονολόγησε, χαμογελώντας ανεπαίσθητα.
«Όντως. Πάμε;» του απάντησε εκείνη.
«Θα σε ρωτούσα αν έχεις τίποτα για φαγητό, αλλά πες διεύθυνση και θα το κανονίσω…» απάντησε ο Τάσος κι όταν άκουσε την διεύθυνση κούνησε το κεφάλι του αριστερά και δεξιά προσπαθώντας να προσανατολιστεί. Έβγαλε το κινητό από την τσέπη του. Στο πρώτο φανάρι το ξεκλείδωσε κι έκανε ένα βιαστικό, σχεδόν ακατάληπτο, για την Φένια, τηλεφώνημα. «Κανόνισα και φαγητό και καφέ, γιατί δεν το κόβω να κοιμόμαστε πολύ» μονολόγησε, χαμογελώντας σαν χαμένος.
«Φαγητό; Καφέ;» αναφώνησε η Φένια.
«Μεταξύ των πολλών βρομοδουλειών που κάνω, διαχειρίζομαι και ένα catering. Το σκυλάδικο, με την κρίση, έχει πατώσει…»
«Και «τα γνωστά, επί δύο, ξέρεις, άλλα όχι στο σπίτι, αλλά εκεί» τι, ακριβώς, είναι;»
«Σ’ αρέσουν οι εκπλήξεις;» ρώτησε ο Τάσος, κοιτάζοντάς την για μία και μόνη στιγμή, με την άκρη του ματιού του.
«Εξαρτάται…» του απάντησε εκείνη.
«Πάσο. Να το ακυρώσω;» συνέχισε εκείνος, εμφανώς ταραγμένος.
«Όχι. Πεινάω».
«Κι εγώ πεινάω».
«Θα αργήσουν πολύ;»
«Ε… Ξέρω ‘γω… Κάνα σαραντάλεπτο;» σχολίασε ο Τάσος.
«Μια χαρά» του απάντησε η Φένια, καθώς βολευόταν όσο πιο αναπαυτικά μπορούσε στην θέση.
Είκοσι λεπτά αργότερα, είχαν παρκάρει το αυτοκίνητο, είχαν μπει στην πολυκατοικία και ανέβαιναν προς τη μικρή γκαρσονιέρα της Φένιας. «Το δικό σου, μπροστά σ’ αυτό, θα μοιάζει με παλάτι…» μουρμούρισε ντροπαλά, καθώς ξεκλείδωνε την πόρτα.
«Μπα…» απάντησε ο Τάσος, καθώς έμπαινε στο μικρό χώρο και τον παρατηρούσε. «Σ’ ένα παλιό δυαράκι έμενα. Το δικό σου είναι ωραίο. Ζεστό. Σε κάνει να νιώθεις ευπρόσδεκτος…»
«Κρεβάτι, τηλεόραση, κουζινάκι και ντουλάπα; Έτσι ζει ο κόσμος;»
«Μια χαρά είναι κι αυτό. Αν και το δικό μου ήταν τόσο ζεστό, δεν θα τ’ άφηνα…»
«Να σου δώσω πετσέτα;» τον ρώτησε εκείνη, για αλλάξει το θέμα συζήτησης, που την πονούσε αρκετά.
«Ναι» της απάντησε, καθώς καθόταν στο κρεβάτι.
«Να ανάψω και τον θερμοσίφωνα, γιατί, τέτοια ώρα δεν έχει νερό και θα ξεπαγιάσεις;»
«Όπως αγαπάς».
«Είσαι καλά, Τάσο;» τον ρώτησε, καθώς πήγαινε να ανάψει τον θερμοσίφωνα κι εκείνος βαριαναστέναξε. Γύρισε προς το μέρος του η Φένια και τον κοίταξε στα μάτια. Έλυνε την γραβάτα του κι έμοιαζε σαν να κουβαλούσε στο μυαλό του όλες τις σκοτούρες του κόσμου. Πήγε δίπλα του, δίχως να μιλήσει, δίχως να τον ρωτήσει τίποτα. Κάθισε κι εκείνη στο κρεβάτι. «Θέλεις…» ξεκίνησε να λέει, μα την διέκοψε.
«Είχα ένα εξαιρετικά δύσκολο βράδυ κι έχω ένα εξαιρετικά άβολο πρωινό. Γυρίζει το κεφάλι μου. Δεν ξέρω τι κάνω εδώ. Δεν ξέρω γιατί βρίσκομαι εδώ. Δεν ξέρω καν τι μου ‘χει ξημερώσει και δεν με βοηθάς…»
«Τι θα ήθελες να σου ξημερώσει;»
«Δεν ξέρω, ρε Φένια… Μακάρι να ήξερα…» μουρμούρισε ο Τάσος, δισταχτικά, σχεδόν βουρκωμένα, πριν γυρίσει να την κοιτάξει στα μάτια.
Σπασμένο ήταν το χαμόγελο που τού έριξε, πριν αρχίσει να του χαϊδεύει τις παλάμες. «Εγώ ξέρω τι θέλω» του είπε ψιθυριστά, σχεδόν άψυχα κι εκείνος της έκανε νόημα να συνεχίσει τον συνειρμό της. «Δεν ξέρω πώς να σου το ζητήσω. Δεν σε ξέρω. Δεν ξέρω πώς να σε προσεγγίσω».
«Θα με μάθεις. Έτσι νομίζω. Αλλά, θέλω να ξέρεις ότι σιχαίνομαι τις περιστροφές. Εντάξει;» είπε ο Τάσος κι εκεί που περίμενε να ακούσει ένα «ναι» ή ένα «εντάξει», άκουσε κάτι που τράνταξε τον κόσμο του συθέμελα.
«Θα ήθελες να κάνουμε έρωτα μέχρι να ζεσταθεί το νερό και μετά να πλυθούμε;»
Κοκκίνησαν τα μάτια του Τάσου. Γύρισε το κεφάλι από την άλλη πλευρά και τέντωσε τα πόδια του στο λιγοστό πάτωμα που εκτεινόταν μπροστά του. Η όψη του άλλαξε απότομα, δίχως να το καταλάβει. Ασυναίσθητα δάγκωσε το κάτω χείλος του, για να μην μιλήσει κι ύστερα άφησε το κεφάλι του να πέσει πάνω στις παλάμες του.
«Να το πάρω σαν όχι;» τον ρώτησε η Φένια, κοφτά, καθώς το πρόσωπό της σκοτείνιαζε.
«Το κάνεις ακόμη πιο άβολο…»
«Δεν παίζουμε σε ταινία, Τάσο! Δεν…» άρχισε να φωνάζει εκείνη, μα ο Τάσος σήκωσε το χέρι του κι έστρεψε την προσοχή του προς το κινητό της που είχε αρχίσει να χτυπάει. Γύρισε και την κοίταξε στα μάτια. Έμοιαζε σαν να ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα. Άκουσε τις φωνές κι ύστερα μισόκλεισε τα μάτια. «Δεν προλαβαίνω ούτε καν να σκεφτώ…» ψιθύρισε πάνω στους στίχους του τραγουδιού.
«Τάσο;» μουρμούρισε, θλιμμένα και ταραγμένα η Φένια.
«Βάλε λίγη μουσική κι έλα εδώ. Κάτι στενάχωρο βάλε. Κάτι τέτοιο…» απάντησε εκείνος, πριν αρχίσει να ξεκουμπώνει το πουκάμισό του.
«Πόσο στενάχωρο;»
«Όσο» μονολόγησε ο Τάσος.
«Απ’ το κινητό θ’ ακούσουμε όμως. Δεν…»
«Βάλε απ’ το κινητό, μανάρι μου. Να γυρίσουμε πίσω στα δεκάξι, που κανένας δεν πονούσε κι όλος ο κόσμος ήταν ένα υπέροχο μέρος» την διέκοψε κι ύστερα σηκώθηκε όρθιος. Έπιασε το κινητό της και τής το έδωσε στα χέρια. «Βάλε κάτι στενάχωρο, με ωραίο beat. Μού ‘χουν λείψει αυτά…»
«Γιατί Τάσο;» τον ρώτησε χαμογελώντας, καθώς τον χάζευε να ξεντύνεται.
«Γιατί, καλή μου Φένια, όλη μου η ζωή είναι ψέματα, ξεπεσμός και ποίηση. Και κωλοσυζητήσεις, άβολες, που δεν καταλήγουν πουθενά. Μισώ τις περιστροφές, αλλά, δες με, γυρίζω πίσω από το κωλοθέμα. Θέλω κάτι αληθινό στην ρημάδα τη ζωή μου. Όχι άλλο ξεπεσμό. Όχι άλλα ψέματα. Αλλά την ποίηση την γουστάρω γιατί την έμαθα. Γιατί σιχάθηκα ν’ ακούω στα κρυφά τα κομμάτια που γουστάρω και να πρέπει να σιγοσφυρίζω σκυλάδικα. Τι θα γίνει; Θα βγάλεις κάνα ρούχο ή έχεις την εντύπωση πώς παίζουμε σε καμιά γλυκανάλατη ταινία που πρέπει να τα κάνω όλα εγώ;»
«Στην δική μας ταινία, το σεντόνι δεν θα με κρύβει ολόκληρη» του απάντησε πριν βγάλει το φούτερ της και το πετάξει στο πάτωμα.
«Όπα κάπου, λίγο, ρε! Με κόμπλαρες!» αναφώνησε ο Τάσος.
«Γιατί;»
«Τι κορμάρα είναι αυτή, γαμώ την αμαρτία μου; Πού πάω εγώ με τον σκεμπέ έξω;» την πείραξε ο Τάσος, πηγαίνοντας προς το μέρος της.
«Μη χέσω, διακρίνω πολλούς κοιλιακούς!» του απάντησε στον ίδιο τόνο, καθώς σηκωνόταν από το κρεβάτι.
«Μου ρίχνεις και μισό κεφάλι» παρατήρησε εκείνος, χωρίς να χάσει το ύφος του.
«Ζορμπά; Θα συνεχίσεις για πολύ τις περιστροφές;» τον ρώτησε κι ύστερα μισόκλεισε τα μάτια της. Έπιασε το κινητό στα χέρια της κι έψαξε τη μουσική που είχε αποθηκευμένη. Βρήκε το κομμάτι που πίστεψε πως ταίριαζε στην περίσταση και στις ανάγκες του Τάσου. Πάτησε αναπαραγωγή κι ύστερα το άφησε στο κρεβάτι. Η παράξενη μελωδία γέμισε το μυαλό του Τάσου με γλυκόπικρα συναισθήματα. Χαμογέλασε παράξενα, πιότερο για το ύφος της, καθώς πήγαινε κοντά του για να τον αγκαλιάσει και λιγότερο για τα όσα κατέκλυζαν τον λογισμό του.
Δειλό φιλί, φοβισμένο, σαν τρομαγμένο πουλί που προσπαθούσε να φύγει απ’ τον κρότο που το τάραξε. Σαν το πρώτο που είχε δώσει, αμέτρητα χρόνια πριν από εκείνο το ξημέρωμα. «Κλείσε τα μάτια» άκουσε μια σκανταλιάρικη φωνή να του λέει μέσα στις αναμνήσεις του. Υπάκουσε στην θύμηση. «Έτσι δεν κάνουν όλοι;» αναρωτήθηκε κι ένα αμυδρό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του, που φιλούσαν κάποια άλλα χείλη από εκείνα που είχε συνηθίσει. Παράξενη γεύση, σαν μύρτιλο. Την ένιωσε να απομακρύνεται. «Μην μιλήσεις, θα το χαλάσεις…» της ψιθύρισε πριν την τραβήξει κοντά του.
Βαθύ φιλί, εξερευνητικό. Έμοιαζε με εκείνα που αντάλλαζε κάποια βροχερά βράδια, όταν ήταν μικρός, όταν είχε στόχους, όταν ήθελε να ξεφύγει από καταστάσεις στις οποίες ένιωθε πως τον είχαν χτίσει. Δαγκώθηκαν. Άγγιξε το μάγουλό της. Άγγιξε τα πλευρά του. Αναρίγησε ο Τάσος. Είχαν χρόνια να τον αγγίξουν έτσι. Όχι με αγάπη ή με πάθος, μα με έρωτα. Το κινητό, πίσω τους, έπαιζε ασθενικά ένα beat που ‘χε χρόνια να ακούσει. Το ακορντεόν γέμιζε την ψυχή του. Ένιωσε την Φένια να τον τραβάει πάνω της και να πέφτουν στο κρεβάτι.
Έσπασε το φιλί. Έβαλαν τα γέλια. Της χαμογέλασε και κάτι τσάκισε μέσα του. Είχε πολλά χρόνια να χαμογελάσει ασυναίσθητα από ευτυχία – παντελώς ξεχασμένο συναίσθημα για τον Τάσο. «Εγώ από πάνω ή εσύ;» τον ρώτησε σκανταλιάρικα και το χαμόγελό του πλάτυνε.
«Ό,τι σε κάνει περισσότερο ευτυχισμένη» της απάντησε εκείνος.
«Εγώ, τότε» δήλωσε η Φένια κι ύστερα άλλαξαν θέσεις. Την κοίταξε ύποπτα ο Τάσος, το ίδιο κι εκείνη. «Προφυλακτικό!» είπαν κι οι δύο σχεδόν ταυτόχρονα και για λίγες στιγμές έβαλαν τα γέλια.
«Άντε, εγώ, που είμαι στις γόνιμες, το καταλαβαίνω. Εσύ;» τον πείραξε εκείνη κι ο Τάσος της έκλεισε το μάτι. «Δεν θα το χαλάσω για να σου πω ιστορίες γι’ αγρίους τώρα».
«Έχεις;» τον ρώτησε κι εκείνος ένευσε. Τεντώθηκε κι έπιασε το πεταμένο του σακάκι. Έβγαλε το πορτοφόλι από τη μέσα τσέπη. «Γραφικός» τον πείραξε η Φένια κι εκείνος κάγχασε. «Θες παιδιά, μανάρι;» την ρώτησε κι η φωνή του έκρυβε έναν απόκοσμα θλιμμένο τόνο.
«Καρπερός;» συνέχισε εκείνη τις ερωτήσεις, με σκανταλιάρικο ύφος.
Βούρκωσε ο Τάσος. «Έι! Όχι! Λάθος μου!» του φώναξε η Φένια πριν τον φιλήσει. Παράξενο φιλί, θαρρείς ματωμένο. Σαν να προσπαθούσε να καλύψει την κατήφεια δύο πολύ σκοτεινών κόσμων. Ο Τάσος δεν μπορούσε να καταλάβει αν έτρεμε, πάνω του, ή αν η καρδιά της χτυπούσε με μια μικρή καθυστέρηση σε σύγκριση με την δική του. Ένιωθε, όμως, πως οι καρδιές τους χτυπούσαν όσο πιο δυνατά μπορούσαν, σε κάθε ίνα των κορμιών τους.
«Να το βάλεις;» του ψιθύρισε καθώς έμπαινε το ρεφρέν του τραγουδιού κι εκείνος ένευσε καταφατικά. Φόρεσε το προφυλακτικό κι ύστερα πήρε μια βαθιά ανάσα, προσπαθώντας να διώξει όλους τους φόβους από μέσα του. Δεν απόσωσε. Δεν του έδωσε την ευκαιρία η Φένια να ανασυνταχθεί. Του κόπηκε η αναπνοή όταν ένιωσε την σάρκα της πάνω του. Τίναξε το κεφάλι του σπαστικά κι ανασηκώθηκε. Ήταν λες και το κορμί του λειτουργούσε από μόνο του. Ούτε την πρώτη του φορά δεν είχε νιώσει έτσι. Ούτε με την γυναίκα που ήταν ερωτευμένος, δεν κατάφερνε να νιώσει έτσι. Ένιωσε τα χέρια της να τον τυλίγουν και να τον σφίγγουν. «Αγκάλιασέ με» του ψιθύρισε, με έναν εξαιρετικά τρυφερό, για τα βιώματά του, τρόπο. Υπάκουσε.
«Σφίξε με» συνέχισε εκείνη.
«Θέλω να μείνω μέσα σου για πάντα» της απάντησε με σπασμένη φωνή, καθώς την έσφιγγε πάνω του.
«Θέλω να μείνεις για πάντα δίπλα μου».
«Άφησέ με να προσπαθήσω».
«Θα γίνεις ο θλιμμένος μου πρίγκιπας;» πρόλαβε να τον ρωτήσει πριν νιώσει το κορμί της να εκρηγνύεται. «Μη μ’ αφήσεις τώρα…» τον παρακάλεσε ψιθυριστά κι ο Τάσος ένιωσε πως ο κόσμος άρχισε να καταρρέει γύρω του. Έκανε μια ύστατη προσπάθεια να κρατηθεί και να μην σπάσει, αλλά δεν τα κατάφερε. Γέμισε η καρδιά του με τόσο όμορφα συναισθήματα που τού ήταν αδύνατο να τα διαχειριστεί όλα μαζί και σε τέτοιο βαθμό. Άρχισε να κλαίει με λυγμούς.
Σάστισε η Φένια στην αρχή κι ύστερα τρόμαξε και τρομοκρατήθηκε. Άνοιξε τα μάτια της και τον κοίταξε. Περίμενε ότι θα ήταν απαρηγόρητος, μα εκείνος γελούσε καθώς τρανταζόταν από τους λυγμούς του.
«Τόσο έντονο ήταν, λατρεία μου;» τον ρώτησε γλυκά, καθώς προσπαθούσε να απεγκλωβίσει τα χέρια της για να του χαϊδέψει τα μαλλιά.
«Ήταν…» τραύλισε ο Τάσος, μα δεν μπορούσε να μιλήσει.
«Ναι…» τον παρότρυνε εκείνη.
«Ηταν… Δεν…»
«Δεν μπορείς να μιλήσεις;»
«Δεν μπορώ… Να… Το εκφράσω…»
«Δεν πειράζει» του απάντησε εκείνη κι ύστερα τον άφησε και ξάπλωσε δίπλα του. Τον τράβηξε πάνω της και τον έβαλε να ξαπλώσει στο στήθος της. Άρχισε να του χαϊδεύει απαλά το πρόσωπο και να τον παρατηρεί. Η μουσική, πίσω τους, δεν είχε σβήσει. «Πόσο να κράτησε; Δύο λεπτά; Δύο αιώνες;» αναρωτήθηκε η Φένια, που πρώτη φορά στη ζωή της ζούσε κάτι τόσο έντονο.
«Το γάμησα…» τραύλισε ο Τάσος.
«Με το κλάμα, ψυχή μου; Όχι! Φυσικά και δεν το γάμησες!» του απάντησε κι ύστερα τον ένιωσε να ανασαλεύει και να προσπαθεί να σηκωθεί.
«Όχι με το κλάμα…» συνέχισε ο Τάσος. «Σε παρακαλώ, άφησέ με να πάρω μια ανάσα» της είπε, όταν τον έσφιξε πιο δυνατά πάνω της.
«Εντάξει» απάντησε εκείνη, χαλαρώνοντας τα χέρια της.
«Ευχαριστώ» είπε ο Τάσος κι έπειτα σηκώθηκε από το κρεβάτι. Έπιασε το παντελόνι από το πάτωμα κι ανέσυρε ένα πακέτο τσιγάρο από μέσα κι έναν αναπτήρα. «Επιτρέπεται;» την ρώτησε κι εκείνη του έκλεισε το μάτι. «Πέτα μου κι εμένα ένα εργοστασιακό. Σταχτοδοχείο έχω στον πάγκο».
«Πω πω…» αναφώνησε ο Τάσος, καθώς άναβε το τσιγάρο. Της πέταξε πακέτο κι αναπτήρα κι ύστερα πήγε να πάρει το σταχτοδοχείο και να γυρίσει στο κρεβάτι. «Πού το γάμησες;» τον ρώτησε πιάνοντας στον αέρα το πακέτο.
«Αλήθεια τώρα;» μονολόγησε ο Τάσος.
«Αλήθεια».
«Υπολειτουργώ, μανάρι» της είπε κι εκείνη, επιτηδευμένα, φάνηκε να αγριεύει.
«Ζορμπά, μη μου το παίζεις αγοράκι. Εγώ σε πήδηξα σήμερα!»
«Με καλοπήδηξες, η αλήθεια να λέγεται» της απάντησε κουνώντας το κεφάλι του και ρουφώντας το τσιγάρο του. Πήγε και κάθισε δίπλα της. Της έπιασε σφιχτά το χέρι. «Θα το πατσίσουμε. Θα με πηδήξεις κι εσύ» του είπε παιχνιδιάρικα και γελαστά.
«Όποτε θες, αλάνι μου!» την πείραξε κι εκείνος με τη σειρά του.
«Ο κόσμος, συνήθως, αποφεύγει τη συζήτηση… Αποδειλιά ακόμη και στη σκέψη της… Αλλά… Μήπως… Θα ήθελες…»
«Να το συζητήσουμε;» την διέκοψε ο Τάσος, χαμογελαστά.
«Ναι» απάντησε με στόμφο εκείνη.
Την κοίταξε παράξενα ο Τάσος και το βλέμμα του τής έφερε στον νου κάποια λόγια που είχε ακούσει το περασμένο βράδυ. «Ο Βασίλης, χθες, με ρώτησε «τι κορμί είσαι εσύ;». Δική σου ατάκα;»
«Θανατηφόρο κορμί είσαι, αλλά πάμε παρακάτω».
«Θα το συζητήσουμε;»
«Να ρημαδοέρθει το ρημαδοφαΐ, να ρημαδοβάλω μια μπουκιά στο στόμα μου, γιατί είμαι με καροτάκια και στραγάλια από χθες, να ρημαδοπλυθούμε και να ρημαδοξαπλώσουμε και να το συζητήσουμε όσο θέλεις;» της απάντησε εκείνος.
«Τουλάχιστον…»
«Ωχ…» αναστέναξε ο Τάσος.
«Ήταν καλό;»
Συνοφρυώθηκε ο Τάσος, που ήξερε ότι δεν θα γλύτωνε την συζήτηση με τους δικούς του όρους. Δεν του πήγανε να την κακοκαρδίσει. «Εσύ τι λες;» την ρώτησε, κλείνοντάς της το μάτι, πριν σβήσει το τσιγάρο του. «Μανάρι…» συνέχισε αναστενάζοντας. «Δεν ξέρω για εσένα, αλλά εγώ παραπαίω. Να πάμε να ρίξουμε λίγο νερό πάνω μας;»
«Θα παγώσουμε».
«Δε πα’ να παγώσουμε. Ζεστά ρούχα έχεις;»
«Έχω» του απάντησε εκείνη.
«Σήκω» έκλεισε την κουβέντα ο Τάσος, πριν σηκωθεί όρθιος και την τραβήξει στο μπάνιο.
***
Μελαγχολικά κοίταζε, ο Τάσος, τα γαλάζια παλαιικά πλακάκια και την μούχλα που αναπτυσσόταν ανάμεσα στους αρμούς τους. «Τέτοια είχαμε και στο πατρικό μου» μονολόγησε ασυναίσθητα κι η Φένια του χαμογέλασε. «Ελπίζω να το ανακαινίσατε» σχολίασε, για να ελαφρύνει λίγο τη διάθεσή του.
«Μπα…» της απάντησε, ανοίγοντας το νερό κι αφήνοντάς το να τρέξει. «Και να ήθελα… Δε γαμιέται…» συνέχισε το μουρμουρητό του κι ύστερα άνοιξε το νερό και το άφησε να τρέξει πάνω τους. Η Φένια έγειρε το κεφάλι της προς τα δεξιά, μισογελώντας, κοιτάζοντάς τον εξιχνιαστικά. Καταλάβαινε τις μεταπτώσεις της ψυχολογίας του γιατί, έστω και εξ’ ακοής, γνώριζε τι άνθρωπος ήταν και πώς είχε φτάσει στην θέση που βρισκόταν. Νταλαβερζτής ολκής – γιατί κάπου το ‘θελε, κάπου τού το φόρτωσαν και κάπου δεν είπε «όχι». Μπορούσε να διακρίνει τι βρισκόταν πίσω απ’ τον αρματωμένο, με το κοστούμι και το κουμπούρι, άνθρωπο. Μα δεν ήξερε αν στο σκιάχτρο που κρυβόταν κάτω απ’ την φανταχτερή φορεσιά, είχε απομείνει το παραμικρό ψήγμα ανθρωπιάς.
«Γύρνα να σου τρίψω την πλάτη» του είπε, σχεδόν ψιθυριστά, ίσα για να διαβάσει τα χείλη της καθώς ο ήχος της φωνής της χανόταν κάτω από τον παφλασμό του νερού που τους έλουζε. Θλίφτηκε ο Τάσος. Κάτι πήγε να πει, μα το μετάνιωσε. Χαμογέλασε και της γύρισε την πλάτη.
«Αν όμως ζεις τις στιγμές…» χαζοτραγούδησε η Φένια, καθώς έπιανε ένα ξεφτισμένο, συνθετικό σφουγγάρι. Έριξε λίγο από το αφρόλουτρό της. Κάγχασε. «Θα μυρίζεις σαν γκόμενα…» του είπε πρόσχαρα κι εκείνος γέλασε.
«Δεν με πειράζει» της απάντησε νωχελικά.
«Χαμένος μοιάζεις…»
«Σκέφτομαι, Φένια».
«Τι σκέφτεσαι;»
«Τη ζωή μου, κυρίως… Ένα παραπονιάρικο ταξίμι που όλο αλλάζει δρόμους και κλειδιά και τέμπο, μ’ απ’ τα παιδικά μου χρόνια, έχει κολλήσει στο μινόρε, το τριμπούρδελο… Κι έχω και τον πατέρα μιας παλιάς φίλης, να με δουλεύει. «Ο μεγαλύτερος μάγκας του ντουνιά» με προσφωνεί, κάθε που ανταμώνουν οι δρόμοι μας. Αρχίδια μάγκας είμαι. Υπαίτιος της δυστυχίας μου. Ακόμη και για τ’ απτάλικο που μαστίζει τόσα χρόνια τη ζωή μου, υπαίτιος είμαι μόνο εγώ. Κι ήρθες εσύ και μέσα σ’ ένα χάραμα άλλαξ’ ο ρυθμός. Ξες τι ‘ν’ τ’ απτάλικο και τι ο καρσιλαμάς, Φένια;»
«Όχι» μουρμούρισε εκείνη, που προσπαθούσε να αποκρυπτογραφήσει τα παράξενα λόγια του.
«Ζεΐμπέκικα είναι και τα δύο. Τ’ απτάλικο είναι πολύ αργό, ο καρσιλαμάς πολύ γρήγορος…»
«Δεν σε καταλαβαίνω, Τάσο» σχολίασε εκείνη, θλιμμένα.
«Δεν χρειάζεται… Ούτε εγώ με καταλαβαίνω. Ούτε που ξέρω τι μ’ έπιασε κι άρχισα να μιλάω…»
Ο συνειρμός του Τάσου διακόπηκε από τον τραχύ χτύπο του θυροτηλεφώνου. «Θα πάω εγώ» μουρμούρισε, πρόσχαρα, η Φένια κι ύστερα τυλίχτηκε με μια πετσέτα και βγήκε από το μικρό μπάνιο. Ο Τάσος γύρισε το βλέμμα του προς τον θαμπό καθρέφτη που βρισκόταν δυο μέτρα μακριά του. Η κακή ζωή, το ξενύχτι και το άγχος, είχαν αρχίσει να διαγράφονται στο πρόσωπό του. Τα πρώτα άσπρα είχαν κάνει προ πολλού την εμφάνισή τους, ιδιαίτερα στο αραιό γένι του, που ξύριζε κάθε μέρα ευλαβικά, πιστεύοντας ότι έτσι θα κατάφερνε να κερδίσει τον αδηφάγο χρόνο. «Τι κάνω εδώ;» συλλογίστηκε καθώς άκουγε τα βήματα της Φένιας. «Πώς βρέθηκα εδώ;» συνέχισε τις σκέψεις του. Άκουσε την πόρτα να ανοίγει. Κάγχασε, γνωρίζοντας ότι ο πρωινός διανομέας θα κολλούσε άσχημα στην θέα της Φένιας.
Αναστέναξε. Η ζωή του είχε αρχίσει να παίρνει μια παράξενη τροπή. «Στα τριάντα τρία με το πιστόλι στον κρόταφο» συλλογίστηκε κι έπειτα κάγχασε μ’ εκείνη, την κλεμμένη, ατάκα. Τα προσωπικά του δεν πήγαιναν ποτέ καλά κι εκείνος, που ‘χε συνηθίσει στο μοτίβο, δεν μπορούσε, ακόμη κι εκείνο το πρωινό, να αναθαρρήσει.
Τού ήρθε στο μυαλό ο Βασίλης και τα λόγια που τού ‘χε, κάποτε, πει. «Βαστάω, Τάσο. Βαστάω και παραδίδω μαθήματα υποκριτικής». Εκείνος, άραγε, δεν έκανε το ίδιο στη ζωή του; Δεν παρέδιδε μαθήματα υποκριτικής, εν μέσω ψεμάτων, ξεπεσμού και ποίησης;
Ούτε το παγωμένο νερό δεν μπορούσε να γαληνεύσει τον παράξενο λογισμό του. Τον είχαν κουράσει οι μαλακίες και τα παιδιαρίσματα της Νίκης, μα την αγαπούσε. Αυτό έλεγε στον εαυτό του, αυτό διατεινόταν κάθε φορά που τον ρωτούσε πώς ένιωθε, όταν επέστρεφε σπίτι. Μα, μέσα στον χαμό των χρόνων και των καταστάσεων, μέσα στις καταρρεύσεις και τις επανασυνδέσεις, μέσα στους καυγάδες, τις φωνές και την ασυμφωνία των χαρακτήρων τους, δεν μπορούσε πια να καταλάβει αν την αγαπούσε ή αν ήταν ακόμη μια συνήθεια που δεν ήξερε πώς μπορούσε να σταματήσει.
Ξεφύσησε. Ασυναίσθητα γύρισε προς τον καθρέφτη. Η Φένια είχε μπει στο μπάνιο και τον παρατηρούσε. «Να σε πλύνω;» την ρώτησε, φορώντας το καλό του το χαμόγελο, εκείνο που κρατούσε για τους καλούς πελάτες του σκυλάδικου.
«Δεν θέλω. Είμαι πολλά χρόνια μόνη μου, έχω ξεσυνηθίσει στα χάδια, την στοργή και την περιποίηση…»
«Ναι, αλλά…» πήγε να την διακόψει, μα δεν τα κατάφερε.
«Τάσο; Είναι δύσκολο και για εμένα. Μπορείς να μου κάνεις παρέα αν θέλεις» του απάντησε, πριν τον τραβήξει έξω απ’ τη μικρή ντουζιέρα. Τυλίχτηκε με μια πετσέτα ο Τάσος και κάθισε στην λεκάνη της τουαλέτας, σαράντα εκατοστά μακριά της. Απόμεινε να την χαζεύει και να σκέφτεται. «Είμαστε παραπάνω από κορμιά… Κι εγώ κι εσύ… Παραπάνω από ζώα, από ένστικτα και καύλες. Άνθρωποι με περίπλοκα συναισθήματα, που ούτε οι ίδιοι μπορούμε να καταλάβουμε πως έχουμε…»
«Φένια;»
«Ναι;»
«Μια χιονονιφάδα ταξίδεψε στα πέρατα του κόσμου και στις πιο άγριες δίνες του χρόνου, ίσα για να μαζέψει τα σμπαράλια της θρυμματισμένης μου ψυχής. Μια χιονονιφάδα που έλιωσε, αγγίζοντάς τα, κουβαλώντας τα στο παρόν, για να τα αφήσει στα χέρια μου. Και καθώς έλιωνε, τα μικρά θραύσματα που ταξίδευαν μαζί της, συντήχθηκαν κι έγιναν ένα· το κομμάτι της ψυχής που μού έλειπε, εκείνο που έχασα στον δρόμο μου προς τα εδώ. Θα της ζητήσω να το κρατήσει για να το προστατεύσει όπως μόνο εκείνη ξέρει· εγώ, βλέπεις, είμαι πολύ δειλός για να αντέξω να ζήσω μ’ όλα εκείνα τα όμορφα, τα ζεστά και τα μεστά συναισθήματα που κρύβει μέσα της. Κι ίσως, κάποτε, με την αγάπη της, εκείνη η χιονονιφάδα να λιώσει λίγο ακόμη για να καταφέρει να ενώσει ό,τι έχω μ’ ό,τι κρατάει στα χέρια της…»
«Τάσο; Δεν σε καταλαβαίνω…» μονολόγησε η Φένια, που ‘χε σταματήσει να τρίβει το κορμί της κι είχε απομείνει να τον κοιτάζει με απορία.
«Δεν με ρώτησες πριν πώς ήταν το σεξ;»
«Ναι…» μονολόγησε εκείνη, μην έχοντας καταλάβει τον υπαινιγμό του.
«Έτσι ήταν το σεξ. Πάω να κάνω ένα τσιγάρο. Διώξε τους αφρούς από πάνω σου κι έλα να φάμε» κατέληξε ο Τάσος, πριν σηκωθεί όρθιος και βγει από το μικρό μπάνιο.
Τον ακολούθησε με τη ματιά της. Κάγχασε κι όταν είδε πως έκλεισε την πόρτα πίσω του, τον πρόσωπό της στέφθηκε από μια έκφραση θριάμβου. Εκείνο το χάραμα, η Φένια, είχε καταφέρει να πιάσει ό,τι μόνο στα πιο τρελά της όνειρα θα μπορούσε να δει πως έχει.
Οι ιστορίες από τον κόσμο του Φευγάτου είναι μικρά ή μεγαλύτερα διηγήματα που έχουν σκοπό να εξερευνήσουν βαθύτερα τους χαρακτήρες ενός αχανούς σύμπαντος. Οι ιστορίες βασίζονται στις μυριάδες σημειώσεις που κρατούσα για πολλά χρόνια, καθώς έγραφα το Τίποτα σημαντικό δεν συνέβη σήμερα αλλά και τον Φευγάτο. Διανέμονται δωρεάν στο διαδίκτυο. Ως αντάλλαγμα σας ζητάω να με στηρίξετε, είτε κοινοποιώντας τες, είτε αφήνοντας ένα σχόλιο, είτε αγοράζοντας ένα αντίτυπο του Φευγάτου, για εσάς ή για κάποιον άλλο.