Γαλάζια και μενεξεδιά έβαφε τα σύννεφα ο ασθενικός ήλιος που έδυε αργά, πάνω απ’ τα παγωμένα βουνά της Παταγονίας. Ένας μεσόκοπος, σχεδόν ρακένδυτος, άνδρας, που έκρυβε μέσα στα σκοροφαγωμένα ρούχα του μια αίγλη κάποιας άλλης εποχής, πότιζε τα παρτέρια του, αφηρημένα. Χαμένο ήταν το βλέμμα του στον οργασμό των χρωμάτων που έντυναν τον ουρανό και το μυαλό του είχε βουτήξει μέσα σε μια γλυκόπικρη νοσταλγία. Για μία και μόνη στιγμή κοίταξε το γιασεμί του, που ‘χε αρχίσει να μαραζώνει από το κρύο κι έπειτα αναστέναξε, προτού ν’ ανταμώσει ξανά το μούχρωμα με τη ματιά του.
Αρμένιζε ο λογισμός του μέσα σε σκέψεις αφράτες και σκοτεινές, σαν τα σύννεφα που ‘χαν αρχίσει να σκουραίνουν και να παίρνουν απόκοσμα σχήματα. Την εποχή της εξερεύνησης την είχε αφήσει πίσω του, τόσο μακριά, που του ήταν δύσκολο να ανακτήσει εικόνες από εκείνα τα χρόνια. Θυμόταν, ακόμη, τις καλοκαιρινές βόλτες, κάποια απομεσήμερα, στην κοίτη του ξεραμένου ποταμού. Τις μπόρες, που ανάγκαζαν το αλλόκοτο παρεάκι να κρυφτεί κάτω απ’ την σαραβαλιασμένη γέφυρα. Το κάπνισμα στα κλεφτά – ένα τσιγάρο, τέσσερα παιδιά. Τα σμπαραλιασμένα ποδήλατα, μεταμοντέρνοι φρανκενστάιν, δίχως φρένα, με σπασμένα ρουλεμάν, αταίριαστα εξαρτήματα και παρδαλά χρώματα. Τον, σχεδόν γλοιώδη, ψιλικατζή, με την γυαλιστερή καράφλα, που όλο αγκομαχούσε καθώς του γύρναγε τα ρέστα. Είχε κάποια ψήγματα αναμνήσεων, μα του έλειπαν οι εικόνες.
Ακόμη κι οι παλιές φωτογραφίες, που ‘χε φυλαγμένες σ’ ένα αρχαίο ξύλινο κασελάκι, δεν κατάφερναν να του γεμίσουν τα κενά. Εκείνο το αγόρι με τον σπασμένο, θαρρείς τρίγωνο, κοπτήρα, που χαμογελούσε μειλίχια, δεν θύμιζε σε τίποτα την γδαρμένη, από τα χρόνια, και ρυτιδιασμένη φάτσα. Κι αν οι φωτογραφίες είχαν ξεθωριάσει μία φορά, κι αν είχαν χάσει τις λεπτομέρειες και είχαν πάρει έναν σέπια τόνο, οι αναμνήσεις είχαν σβήσει κι είχαν χαθεί, σαν το νερό που ολοένα έτρεχε ορμητικά, για να καταλήξει σε κάποια αχανή θάλασσα. Κι εκείνες οι αναμνήσεις, είχαν για πάντα χαθεί, μέσα στην θάλασσα της λήθης.
Έπιασε να φυσά, ένας παγωμένος αέρας. Τυλίχτηκε σφιχτά στο μάλλινό του πανωφόρι κι άφησε τα γιασεμιά και τ’ άγρια χόρτα. Χώθηκε στο μικρό του καλύβι, που περισσότερο έφερνε σε δεντρόσπιτο σκανταλιάρικων παιδιών που εξερευνούσαν τα άγρια βοσκοτόπια, παρά στο σπίτι κάποιου σαρανταπεντάρη, που είχε αποτραβήξει τον εαυτό του από τα εγκόσμια. Άναψε μια λάμπα πετρελαίου και έσυρε τα πόδια του προς το πετρόχτιστο τζάκι. Ανακάτεψε την παχιά θράκα, προτού ταΐσει το τζάκι με μερικά ξερά κούτσουρα.
Τον πλημμύριζε μια άγρια χαρά, κάθε που αντίκρυζε το εσωτερικό του καλυβιού του. Μόνος του το ‘χε σηκώσει, με πολύ μόχθο κι ακόμη περισσότερο αγώνα. Με τα τελευταία του λεφτά είχε αγοράσει εκείνο το κομμάτι γης κι ό,τι εργαλεία πίστευε πως χρειαζόταν, για να στήσει το σπιτικό του. Τα δέντρα που έγιναν πάτωμα, τοίχοι και σκεπή, τα ‘χε κόψει μόνος του. Άμαθα ήταν τότε τα χέρια του, που τρυπιόντουσαν από τις ακίδες των ξύλων και που μελάνιαζαν από το τσεκούρι. Θέριεψαν και τράχυναν, έβγαλαν ρόζους που, συχνά – πυκνά, κοίταζε με περηφάνεια. Μόνος του είχε χτίσει και το τζάκι. Μόνος και τα ράφια του, μόνος και το κρεβάτι. Κι όταν τελείωσε το σπίτι, τότε άρχισε να βάζει τις δικές του πινελιές.
Το πάθος του για την ξυλουργική και την ξυλογλυπτική, το ‘χε ανακαλύψει πολύ πριν τον φτάσουν τα πόδια του, στην Tierra del Fuego κι όταν βρέθηκε εκεί, απ’ αυτό άρχισε να βιοπορίζεται. Από μικρότερα ή μεγαλύτερα έπιπλα και σκαλιστά καράβια ή φάρους ή πρόσωπα – ό,τι του ζητούσες μπορούσε να σου φτιάξει. Έτσι είχε μετασχηματίσει κι εκείνο το άχαρο καλύβι, σ’ ένα πραγματικό έργο τέχνης. Σ’ ένα καταφύγιο κι ένα ησυχαστήριο, όπου περνούσε ήρεμα τις μέρες του και μοναχικά τις νύχτες του.
Κατέβασε από κάποιο περίτεχνο ράφι, εκείνο το κασελάκι με τις φωτογραφίες. Το ακούμπησε στο τεράστιο τραπέζι που ήταν χώρος εργασίας και ενίοτε, περισυλλογής. Γέμισε ένα ποτήρι με γλυκό, κόκκινο κρασί, πριν επιχειρήσει να χαθεί μέσα σε εικόνες, από χρόνια χαμένες. Άνοιξε το κασελάκι κι έπιασε την πρώτη φωτογραφία, εκείνη την ξεθωριασμένη, με το παιδί με το σπασμένο δόντι. Κάγχασε πριν την αφήσει στην άκρη.
Και τον επαναστάτη είχε αφήσει πίσω του. Ή, μάλλον, κάπου τον είχε ξεχάσει και ποτέ δεν γύρισε να τον πάρει. Απόμεινε να κοιτάζει την τετράδα στην φωτογραφία, μουρμουρίζοντας ακατάληπτα και προσπαθώντας να θυμηθεί ονόματα και ημερομηνίες. Τον έναν δεν θυμόταν καν πως τον έλεγαν – το παιδί με το μακρύ μαλλί που κρατούσε στα χέρια του ένα κόκκινο σπρέι. Στην άκρη της γλώσσας του, κρεμόταν ένα παρατσούκλι, μα δεν μπορούσε να το προφέρει. Με τον δεύτερο, την μελαχρινή αγριόφατσα με την ουλή στο μάγουλο, είχαν τουλάχιστον τριάντα χρόνια μαλωμένοι. Για κάποια αιτία που θυμόταν ότι ήταν εντελώς γελοία, μα την ίδια, δεν μπορούσε πια να την θυμηθεί. Με τον τρίτο θα μπορούσες να πεις πως ήταν συνοδοιπόροι για αμέτρητα χρόνια. Εκείνος ο άνθρωπος ήταν ο λόγος που τα ‘χε παρατήσει όλα, για να βρεθεί στην Αρχεντίνα. Με τον τέταρτο, εκείνον με το σπασμένο δόντι, είχαν χαθεί. Δεν ήταν πια ο ίδιος. Δεν ήταν εκείνος που βροντοφώναζε, που στόλιζε τοίχους με συνθήματα και που κατέβαινε σε πορείες. Τον κόσμο τον είχε αποδεχτεί και δεν ήθελε να γκρεμίσει κανένα σύστημα πια. Ίσως, μια σπίθα εκείνου του επαναστάτη εαυτού, να λαμπύριζε ακόμη στα μάτια του. Ίσως εκείνη η σπίθα να τον είχε οδηγήσει στον δρόμο της αυτοεξορίας.
Ένας τριγμός από το τζάκι, διέκοψε τις σκέψεις του. Κοίταξε τα κούτσουρα που είχαν αρπάξει για τα καλά κι άρχιζαν να θερμαίνουν τον παγωμένο χώρο. Ο ήλιος βρισκόταν κάτω από την γραμμή του ορίζοντα και το λιγοστό φως που έμπαινε από τα μικρά παράθυρα, δεν ήταν ικανό να φωτίσει τον χώρο. Σηκώθηκε κι άναψε ακόμη μια λάμπα, μεγαλύτερη αυτή τη φορά κι έπειτα μεταφέρθηκε, μαζί με τις φωτογραφίες του, δίπλα από το πυρωμένο τζάκι. Έβγαλε το πανοφώρι του και το ‘ριξε σε μια καρέκλα, απέναντί του. Κοίταξε την επόμενη φωτογραφία.
Ο στρατιώτης με το ισχνό πρόσωπο, φαινόταν κουρασμένος. Ίσως και να ήταν άυπνος για μέρες, ίσως καταβεβλημένος ψυχολογικά. Τα μάτια του φάνταζαν σχεδόν άδεια, μέσα σε μια ρουφηγμένη, σχεδόν αποστεωμένη φάτσα, ντυμένη μ’ έναν τσόχινο μπερέ. Τα φαρδιά του ρούχα, μπορούσε ακόμη να τα θυμηθεί – δεν είχαν περάσει και πολλά χρόνια από τότε, να, ίσαμε μια εικοσαετία. Και το βαρύ και στιλπνό άρβυλο θυμόταν και τους κοριούς που του γάζωναν το κορμί και τ’ όπλο που μύριζε μπαρούτι και θάνατο. Τον τρόμαζαν, ακόμη και τόσα χρόνια αργότερα, τα όσα του εμφύσησαν εκείνη την περίοδο. Τα ‘χε κρατήσει σφιχτά στην αγκαλιά του για μερικά τέρμινα, περιμένοντας τον πόλεμο που δεν θα ερχόταν ποτέ. Ύστερα, ο επαναστάτης, έγινε και πολεμιστής και το αμάλγαμά τους, ο οπορτουνιστής που μίσησε τόσο πολύ στην ζωή του.
Άλλη μία απ’ το στρατό, ύστερα μια ακόμη. Στην μία κουβαλούσε ένα καζάνι – το είχαν στοιβάξει πάνω σε δυο χοντρά κλαδιά δέντρου, μαζί με κάποιον άλλο στρατιώτη και το είχαν φορτώσει στους ώμους τους. Στην επόμενη κάπνιζε, ατενίζοντας το τεράστιο συρματόπλεγμα που τον χώριζε από τα βάθη του ορίζοντα. Μετά χαμογελούσε νυσταγμένα, φορώντας το κράνος του και κρατώντας ένα ξεχαρβαλωμένο όπλο. Ύστερα στο νοσοκομείο. Μετά στο σπίτι. Ξυρισμένο το κεφάλι και το μούτρο και το, σχεδόν γυμνασιακό, μουστάκι, τον έκαναν να μοιάζει με δραπέτη από ίδρυμα.
«Ιδρυματοποίηση…» μουρμούρισε, βραχνά και σχεδόν ψιθυριστά. Σπάνια μιλούσε με τον εαυτό του κι ακόμη σπανιότερα έβρισκε συνομιλητή. Είχε φτάσει στην άκρη του κόσμου για να ηρεμήσει και μαζί μ’ αυτό είχε αρχίσει να ξεχνάει όλες τις λέξεις που δεν του άρεσαν, όλες τις εκφράσεις που τον είχαν πληγώσει, όλα τα λόγια που τον είχαν συντρίψει και, ίσως, και τις συμπεριφορές που είχαν συντροφεύσει τους χειρότερους μονολόγους που είχε αναγκαστεί να υπομείνει. Χωρίς τηλεόραση και τηλέφωνο, χωρίς πρόσβαση στο διαδίκτυο, με ελάχιστες συναναστροφές, μα με πολλά παλιά βιβλία, είχε αρχίσει να υιοθετεί μια γλώσσα σχεδόν νεκρή.
«Ιδρυματοποίηση» επανέλαβε, λίγο πιο δυνατά, για να καταφέρει ν’ ακούσει την φωνή του. Αν κι είχε αγριέψει στην αυτοεξορία του, τόσο το παρουσιαστικό του, όσο και ο χαρακτήρας του, η φωνή του είχε αποκτήσει έναν ανεξήγητα γαλήνιο και στοργικό τόνο. Είχε αποκτήσει κι ένα κομμάτι της ντόπιας προφοράς. Δεν το καταλάβαινε όταν διάβαζε, ούτε όταν έγραφε, μα ήταν πεπεισμένος ότι το έκανε τις ελάχιστες στιγμές που μιλούσε στην μητρική του γλώσσα. Έβγαλε έναν ελαφρύ αναστεναγμό κι ύστερα κούνησε σκεφτικά το κεφάλι του. Την ιδρυματοποίηση την γνώριζε καλά, καθώς την ζούσε μέχρι την στιγμή που παράτησε τον κόσμο.
Από τον στρατό μέχρι το πτυχίο, ένα τσιγάρο δρόμος. Τράβηξε ακόμη μια φωτογραφία απ’ το κουτί, ψάρεψε ακόμη μια ανάμνηση από κάποια ξεχασμένη γωνιά του μυαλού του και τον πλημμύρισε ένας συρφετός από εικόνες και λόγια. Είχε καταφέρει να ξεχάσει τα πυκνά της μαλλιά και τους γυμνούς της ώμους. Είχε καταφέρει να σβήσει όλα τα παγωμένα βράδια από μέσα του. Είχε πετάξει στα σκουπίδια τις εικόνες από τις μεταμεσονύκτιες εξορμήσεις του στην πόλη – άλλες για να την συναντήσει κι άλλες για να την αφήσει πίσω του και να συλλογιστεί. Είχε ξεχάσει ακόμη και τ’ όνομά της. Ένα όνομα που είχε συνδέσει όχι μόνο με μια εποχή, αλλά και με τις πιο πικρές του αναμνήσεις.
Αναρωτιόταν, κοιτάζοντας την φωτογραφία, πόσο είχε κρατήσει εκείνη η εποχή, μα δεν κατάφερνε να δώσει μια απάντηση. Μπορεί να ‘χε κρατήσει τρείς βδομάδες ή τρείς μήνες. Ίσως και να ήταν τρία χρόνια. Δεν θυμόταν πια. Είχε περάσει πολύς καιρός κι είχαν συμβεί πάρα πολλά. Μισόκλεισε τα μάτια στην προσπάθειά του να πιέσει το μυαλό του να ανασύρει από το χρονοντούλαπο, όλα όσα κάποτε τον στοίχειωναν. Δεν μπορούσε να θυμηθεί αν είχε ζήσει έναν τεράστιο χειμώνα μαζί της, ή αν είχαν περάσει κάποιες μέρες. Θυμόταν όμως ότι εκείνη η εποχή ήταν το πρώτο βήμα στο να μισήσει τον κόσμο και τα καπρίτσια του. Θυμόταν ότι από τα είκοσι πέντε του ήθελε να παρατήσει αυτό που εκείνος αποκαλούσε «καρκινόπολη».
Τον είχε ταράξει εκείνη, η μία και μοναδική φωτογραφία που είχε απομείνει στην κατοχή του, από τα παγερά του χρόνια κι από την χειρότερη του σχέση. Την έβαλε στην άκρη και συνέχισε το ψαχούλεμα, χωρίς, όμως, να καταφέρει να συγκεντρώσει το μυαλό του. Αναθεμάτισε άηχα, πριν σηκωθεί απ’ την θέση του και βγει στην αυλή του, παρέα με το κρασί του.
Αχνό φάνταζε το φεγγάρι στο στερέωμα· ένα φεγγάρι που είχε καταφέρει περίτεχνα, σχεδόν μαγικά, ν’ αποφύγει τα σύννεφα, μα και πάλι, αδυνατούσε να λάμψει. Κάτι τέτοιες ώρες, σαν κι εκείνη, του έλειπε αφάνταστα η μουσική, μα την είχε αφήσει πίσω του κι αυτή, γιατί τον πλημύριζε με στενάχωρες αναμνήσεις. Ανέσυρε από την τσέπη του παντελονιού του ένα παλιό και ξεφτισμένο, δερμάτινο πουγκί. Τσίμπησε με τα δάχτυλά του λίγο καπνό από μέσα κι άρχισε να τον στρίβει σ’ ένα τραχύ χαρτί, το οποίο, επίσης ψάρεψε από το χειροποίητο σακούλι. Σάλιωσε το τσιγάρο και το έβαλε στο στόμα του, πριν συνειδητοποιήσει ότι δεν είχε φωτιά. Χαμογέλασε στο κενό, πριν γυρίσει στο σπίτι για τ’ ανάψει με κάποιο κάρβουνο.
Άπλωσε τα μισοκαμμένα κούτσουρα και τα πυρωμένα κάρβουνα στο τζάκι κι ύστερα έβαλε πάνω τους την πυροστιά. Βγήκε από το σπίτι με το τσιγάρο αναμμένο, κρατώντας στα χέρια του ένα παλιό τσουκάλι. Προσπάθησε, μάταια, να συγκεντρώσει το μυαλό του, καθώς γέμιζε το τσουκάλι με νερό από μια πομόνα. Σιγοσφύριζαν, ακόμη, στ’ αφτιά του, απόηχοι από συζητήσεις που δεν θα έπρεπε να έχουν γίνει και παρακάλια που αποσκοπούσαν στο να επιτείνουν την τραγικότητα της κατάστασης και να επιβραδύνουν την έλευση του αναπόφευκτου τέλους. «Πάει. Πέρασε», μονολόγησε, ίσα για να τον ακούσει η καρδιά του που ‘χε αρχίσει να χτυπάει σ’ έναν ταχύ και σχεδόν στρατιωτικό ρυθμό. Σαν ιαχή άκουσε κάποια ξεχασμένη κραυγή από το παρελθόν, μέσα στο μυαλό του κι ύστερα μια γάργαρη φωνή να του λέει, «Φραγκίσκο, δεν θα μας βγάλει πουθενά…»
Πετάρισε για μερικές στιγμές τα μάτια. Οι απόηχοι που στοίχειωναν την φαντασία του, είχαν εξαφανιστεί και την θέση τους είχαν πάρει οι τριγμοί των δέντρων, το σύρσιμο του αέρα πάνω στα λουλούδια και τ’ αγριόχορτα και τα λίγα νυχτοπούλια που, περιστασιακά, έκρωζαν θλιμμένα. Τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά από το τσιγάρο του, πρώτού σφαλίσει τα βλέφαρά του. «Χρόνος…» μουρμούρισε, πριν αφήσει τις αναμνήσεις του να πετάξουν μακριά, σαν τα πουλιά που έδιωχνε ο άνεμος, καθώς ολοένα αγρίευε.
Έπιασε το γεμάτο πια τσουκάλι με τα δυο χέρια και το έσυρε προς το ανεπαίσθητο βεραντάκι που πλαισίωνε την μία μεριά της καλύβας. Ανακάθισε πάνω στην βαριά κουπαστή από ξύλο οξιάς και απόμεινε να κοιτάξει τον γεμάτο αστέρια ουρανό. Μακριά από την ηχορύπανση και την φωτορύπανση της πόλης, το στερέωμα έμοιαζε πια υπέρλαμπρο και του έφερνε στον νου κάποιες εποχές που είχαν χαραχτεί στις θύμησές του με γαλήνιες αποχρώσεις.
Ο Φραγκίσκος ήταν σίγουρος πως στην ζωή του είχε κυνηγήσει, παθιασμένα και εμμονικά, τα λάθη. Μικρότερα ή μεγαλύτερα λάθη, είχαν σωριαστεί πάνω του και τον έπνιγαν καθημερινά. Ακόμη κι από την κλοπή μιας γομολάστιχας που έγινε χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος, όταν ήτανε εφτά. Και τι δεν θα έδινε για να μπορούσε να διορθώσει κάποια ή όλα από τα λάθη του. Πάλευε για χρόνια να αποδεχτεί ότι οι ανθρώπινες πράξεις είναι τετελεσμένες, ότι δεν μπορούν να αλλάξουν, ότι κάποια λάθη δεν μπορούν να διορθωθούν. Ο αέναος χρόνος είχε μόνο μια κατεύθυνση, κι όπως συνέχιζε ακούραστα να τρέχει, κουβαλούσε μαζί του τις πράξεις και τις ζωές των ανθρώπων, από την γέννηση μέχρι και τον χαμό τους.
Τινάχτηκε όταν ένιωσε την κάφτρα του τσιγάρου να του καίει τα δάχτυλα. Έπιασε προσεχτικά το απομεινάρι κι ύστερα μπήκε στο σπίτι και το πέταξε στο τζάκι. Έπειτα κουβάλησε το τσουκάλι και το παράτησε πάνω στην πυροστιά. Γύρισε πίσω στις φωτογραφίες και το κρασί του, περιμένοντας να ζεσταθεί το νερό, για να κάνει το βραδινό του μπάνιο. Έφυγε μακριά από βαριούς χειμώνες και ταραγμένες αναμνήσεις, για να βρεθεί μπροστά σε πιο χαρούμενες εικόνες. Στην πρώτη του δουλειά και στα τρελά ξενύχτια. Στις παρέες που κατάφερε να κάνει όταν άφησε πίσω το παρελθόν. Σε φθινόπωρα ζεστά και καλοκαίρια ανέμελα.
Πάντοτε ξεχώριζε εκείνη την φωτογραφία. Ήταν λίγο μετά το ατύχημα που του άφησε κουσούρι και έκτοτε περπατούσε κουτσαίνοντας ελαφρά από το δεξί πόδι. Τότε, ακόμη, φορούσε τον γύψο. Είχε έναν πλουμιστό σκούφο στο κεφάλι κι είχε ρίξει το σώμα του σε μια στοίβα από πεθαμένα φύλλα, σ’ όλες τις αποχρώσεις του πορτοκαλί και του κίτρινου. Έμοιαζε πανευτυχής σ’ εκείνη την φωτογραφία και το μυαλό του μπορούσε να επιβεβαιώσει εκείνο το συναίσθημα. Τότε, ήταν όντως πανευτυχής. Κι εκείνη η φωτογραφία ήταν η αγαπημένη του, καθώς ήταν η πρώτη που είχε καταφέρει, μόνος του, να εμφανίσει.
Εκείνα τα χρόνια, για να ξεφεύγει από την πίεση και τα άγχη της δουλειάς και της καθημερινότητας, έβρισκε χόμπι και ξόδευε τον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο του σ’ αυτά. Ο αθεράπευτα εργασιομανής Φραγκίσκος είχε καταπιαστεί με την φωτογραφία και την χαρακτική, πριν πιάσει, και παρατήσει, την τέχνη του ψηφιδωτού και την πυρογραφία. Μόνο με την ξυλογλυπτική τα πήγε αρκετά καλά κι αυτό, γιατί τον γαλήνευε και τον γέμιζε. Το είδε λίγο πιο σοβαρά. Γράφτηκε σε μια σχολή επιπλοποιών. Τον ενοχλούσε λίγο, πού ‘χε γυρίσει στα θρανία και που έπρεπε να συναναστρέφεται με άγουρους πιτσιρικάδες, που του θύμιζαν πολύ τον εαυτό του. Τον πείραζε που η δουλειά δεν του άφηνε όσο χρόνο χρειαζόταν για να ασχοληθεί με κάτι που είχε αρχίσει να λατρεύει. Κόπιασε πολύ και τα κατάφερε. Μα την δουλειά δεν μπορούσε να την αφήσει. Μέχρι που τον άφησε η δουλειά κι ο Φραγκίσκος βρέθηκε να παλεύει με το λίγο στην αρχή κι ύστερα με το τίποτα. Ήταν στα τέλη της δεκαετίας του 2000, τότε που η παγκόσμια οικονομική κρίση είχε αρχίσει να δείχνει αγριεμένα τα δόντια της.
Τα έχασε όλα, ένα πράγμα κάθε φορά. Πρώτα έχασε κάποια ακριβά του ρούχα, που έπρεπε να πουλήσει για να μπορέσει να ταΐσει τον εαυτό του. Ύστερα τα βινύλιά του. Μετά μια μικρή συλλογή με γραμματόσημα. Έπειτα κάποιες συσκευές και κάποια έπιπλα. Τελευταία έδωσε, και με πολύ βαριά καρδιά, τα εργαλεία του. Έψαχνε μανιωδώς για δουλειά, μα δεν έβρισκε κάτι. Είχε ρίξει χαμηλά τον πήχη, δεν είχε προσδοκίες, δεν είχε απαιτήσεις, μα είχε περάσει τα τριάντα πέντε, είχε τεράστια προϋπηρεσία σ’ έναν κλάδο που είχε αρχίσει να αργοπεθαίνει και δεν ήξερε να κάνει τίποτα άλλο. Έψαξε και στα ξυλουργεία, ακόμη και για βοηθός, μα κανένας δεν έπαιρνε κόσμο. «Μας έχουν φάει τα εργοστάσια» του είχε πει κάποιος ξυλουργός με πίκρα. «Ποιος κάνει μερεμέτια σήμερα; Πετάς το παλιό και αγοράζεις νέο απ’ τα ΙΚΕΑ» του είχε πει ένας άλλος.
Τριάντα μέρες πριν τον πετάξουν έξω απ’ το διαμέρισμα που νοίκιαζε – με κομμένο φως και τηλέφωνο – έριξε κι άλλο τον πήχη. Βρήκε κάτι που ήταν και δεν ήταν κοντά στον κλάδο του. «Διαφήμιση» το βάφτιζαν, μα ήξερε, από πριν πατήσει το πόδι του σ’ ένα υποτυπώδες γραφείο που έφερνε σε δωμάτιο παιδότοπου, ότι θα ήταν ένας απλός πλασιέ.
Βούτηξε μια ακόμη φωτογραφία από το κουτί. Σκαρπίνι γυαλιστερό, σακάκι και γραβάτα. Κάγχασε. Δεν μπορούσε να θυμηθεί τον εαυτό του να κυκλοφορεί έτσι. Κι όμως, το έκανε. Αδυνατούσε να καταλάβει πώς κατάφερνε και έλεγε απροκάλυπτα ψέματα σε φαφούτικα γεροντάκια, για να τους βάλει «γρήγορο» ίντερνετ, στο πιο ξεχασμένο χωριό της υφηλίου ή για να τους πείσει να γίνουν ανάδοχοι γονείς του μικρού Τζαμάλ από την Κένυα. Δεν ήταν σαν τους δεκαοχτάρηδες και τους εικοσάρηδες, που έκαναν όνειρα για χλιδάτη ζωή, σε δύο και τρία χρόνια, όπως τους έταζαν, όταν πήγαιναν για πρώτη μέρα στην δουλειά. Γνώριζε πως θα ήταν καλός όσο κατάφερνε να πουλάει κι όσο κατάφερνε να κάνει την ομάδα του να πουλάει. Κι αυτό ακριβώς έκανε, με οποιονδήποτε τρόπο μπορούσε. Μα, ακόμη κι έτσι, τα λεφτά δεν ήταν αρκετά. Ποτέ δεν θα ήταν αρκετά.
Κατάφερε και σύνδεσε το ρεύμα και το τηλέφωνο. Κατάφερε και πλήρωσε τα απλήρωτα του νοίκια. Πήγε και το αυτοκίνητο στο συνεργείο, γιατί το είχε παροπλίσει η ανεργία. «Και για λίγο καιρό, όλα ήταν καλά» συλλογίστηκε, κοιτάζοντας την επόμενη φωτογραφία.
Όντως, για λίγο καιρό, όλα πήγαιναν καλά. Του δόθηκαν ευκαιρίες να αλλάξει δουλειά, μα δεν το έκανε. Θες γιατί ο Φραγκίσκος ήταν άνθρωπος της συνήθειας; Θέλεις γιατί προτιμούσε να μένει στο βέβαιο και στο σίγουρο; Θες γιατί τα λεφτά ήταν μαύρα και δεν πλήρωνε τίποτα σ’ ένα κράτος που πίστευε πως τον είχε καταληστέψει; Ούτε κι εκείνος ήξερε. Δεν είχε καθίσει ποτέ να το σκεφτεί. Δεν τον είχε νοιάξει κιόλας. Όσο τα λεφτά ήταν καλά, δεν τον ένοιαζε. Όταν πήρε την κάτω βόλτα, δεν υπήρχε χρόνος για να τον νοιάξει.
Σηκώθηκε για να βγάλει το τσουκάλι από την φωτιά. Φόρεσε ένα ζευγάρι χοντρά γάντια κι έσυρε το τσουκάλι μέχρι ένα μικρό δωματιάκι, που ήταν το μπάνιο του. Έριξε μερικά κούτσουρα στο τζάκι κι ύστερα άρχισε να γδύνεται.
Τον ξένιζε το γερασμένο σώμα που είχε γεμίσει ουλές και σημάδια, από τις κακουχίες των τελευταίων χρόνων. Τον ξένιζε και το δέρμα που είχε χάσει την σφριγηλότατά του και έφερνε, πια, σε τομάρι ζώου. Τον ξένιζαν οι άσπρες του τρίχες και τα πονεμένα του κόκαλα. Συχνά – πυκνά συλλογιόταν ότι ο άνθρωπος κρατάει πάντοτε για εκείνον, την εικόνα του νεαρού του εαυτού. Πίστευε πως τα παιδιά περίμεναν να μεγαλώσουν και ότι οι γέροι δεν μπορούσαν να βγάλουν από μέσα τους, την εικόνα που είχανε στα είκοσι ή στα τριάντα τους.
Άρχισε να ρίχνει νερό από το τσουκάλι στα ψαρά του μαλλιά, με μια μεγάλη, ξύλινη κουτάλα. Θυμήθηκε εκείνο το μικρό διαμέρισμα – τρόπος του λέγειν – που είχε πιάσει όταν άρχισε να πατώνει η δουλειά. Το νοίκι ήταν χαμηλό και σ’ αυτό συμπεριλαμβανόταν και οι λογαριασμοί. Είχε αναριγήσει την πρώτη φορά που είχε πάει να το δει. Όλος κι όλος ήταν ένας χώρος, όχι μεγαλύτερος από είκοσι τετραγωνικά, που βρισκόταν στο πατάρι ενός καταστήματος. Ο έμπορος που νοίκιαζε το κατάστημα, δεν χρειαζόταν ολόκληρο το πατάρι κι ο πανούργος ιδιοκτήτης, το «έκοψε» με γυψοσανίδα, το επίπλωσε, έβαλε μια λεκάνη και μια ντουζιέρα και το έκανε «διαμέρισμα». Η είσοδός του; Έμπαινες στην πολυκατοικία, ανέβαινες σκαλιά μέχρι τον ημιώροφο, άνοιγες μια πόρτα που ήταν πάντα ξεκλείδωτη – μια μικρή αποθήκη φαντάσου, στην οποία οι ένοικοι της πολυκατοικίας είχαν παρατήσει ό,τι μπορείς να φανταστείς – κι ύστερα έβρισκες την πόρτα του «διαμερίσματος». Στα τυφλά. Η αυτοσχέδια αποθήκη του ημιώροφου, δεν είχε φωτισμό.
«Συρφετός…» μουρμούρισε, παίρνοντας στα χέρια του ένα κομμάτι πράσινο σαπούνι. Σ’ εκείνη την μιαρή τρύπα που δεν μπορούσε να στεγάσει ούτε κατοικίδιο, πόσο μάλλον άνθρωπο, έζησε το κύκνειο άσμα του, σε μια πόλη που δεν είχε πάψει ποτέ να μισεί. Άγαρμπο ήταν το ξύπνημα στο μονό κρεβάτι με το διαλυμένο και γεμάτο λεκέδες στρώμα. Παγωμένο ήταν το δωμάτιο, καθώς ο έμπορος δεν είχε ανοίξει ακόμη το μαγαζί, άρα και την θέρμανση. Έπρεπε να ντύνεται στα τυφλά, γιατί το αναμμένο φως μπορούσε να προδώσει την ανθρώπινη παρουσία σε κάποιον περίεργο γείτονα και να έχανε το μόνο σπίτι που μπορούσε να συντηρήσει. Στο πόδι έπινε ένα καφέ, που κατάφερνε να ψήσει σε ένα παλιό ηλεκτρικό μάτι. Έπρεπε να φύγει και να γυρίσει με προσοχή, μην τον πάρει κανένα μάτι στον ημιώροφο κι αρχίσουν οι ερωτήσεις. Ο ιδιοκτήτης του το είχε ξεκαθαρίσει: το σπίτι ήταν παράνομο, εξ ου και το χαμηλό ενοίκιο. Το αυτοκίνητο είχε πια ξεχαρβαλωθεί, αλλά το είχε ανάγκη για την δουλειά και προσπαθούσε να το συντηρήσει όπως κι όποτε μπορούσε.
«Συρφετός…» επανέλαβε, καθώς έτριβε δυνατά το κρανίο του. Δεν κατάφερε να μάθει ποτέ, πού έβρισκε το κουράγιο για να μπαίνει χαμογελαστός και γεμάτος ενέργεια στο γραφείο. Ούτε μπόρεσε να καταλάβει πώς τον κρατούσαν τα πόδια του και πώς γυρνούσε όλη την μέρα στην πόλη, χτυπώντας πόρτες και ενοχλώντας κόσμο, προσπαθώντας να πουλήσει ό,τι είχαν αναλάβει να πουλήσουν εκείνη την περίοδο, τρώγοντας ένα γεύμα την ημέρα. Περισσότερο τον χόρταιναν τα μπαγιάτικα κουλουράκια που τον τρατάριζαν οι μεσόκοπες γριούλες, παρά το πανάκριβο σάντουιτς με τα ευφάνταστα συστατικά, που έτρωγε το μεσημέρι. Τα ρούχα του είχαν παλιώσει, είχαν φθαρεί, είχαν τριφτεί και τα αντικαθιστούσε, όπως και όποτε, με άλλα, χείριστης ποιότητας, ίσα για να μην χάσει το φαίνεσθαι.
Τα μεσημέρια δεν γύριζε στο σπίτι, μόνο έμενε έξω με τους καινούριους, για να τους δείξει την δουλειά και να τους μάθει τα κόλπα. Τα απογεύματα έβγαινε πάλι στην γύρα. Με κρύο, με βροχή, με χιόνι, μέσα στο λιοπύρι και τον παγετό, όλο και τριγύριζε προσπαθώντας να βγάλει τα προς το ζην. Μέχρι τις εννιά κι άλλοτε μέχρι τις δέκα και τις έντεκα, γύριζε. Ύστερα επέστρεφε στο γραφείο για την καθιερωμένη νυχτερινή λιτανεία, το «debriefing», όπως το έλεγαν. Τα περισσότερα βράδια έβγαινε με τους συναδέλφους και έπινε το μεγαλύτερο μέρος των εισπράξεων. Αν ήταν τυχερός, ίσως να κοιμόταν στο σπίτι κάποιας καινούριας συναδέλφου, για ένα ή περισσότερα βράδια, μέχρι που εκείνη θα παρατούσε μια δουλειά – κοροϊδία και που εκείνος θα επέστρεφε στο μικρό του διαμέρισμα, σε κάποιο άχαρο προάστιο της πόλης.
Περνούσαν οι μέρες, οι μήνες, οι εποχές κι εκείνος παρέμενε στάσιμος σε μια πόλη που σιχαινόταν και εγκλωβισμένος σε ένα δώμα που απεχθανόταν και σε μια δουλειά που δεν του προσέφερε τίποτα πιά. Άρχισε να ζει με δανεικά, γιατί δεν του έφταναν τα λεφτά ούτε για τα βασικά του έξοδα. Βρήκε παλιούς φίλους και γνωστούς. Άλλος έδωσε λίγα κι άλλος πολλά. Τίποτα δεν γύρισε πίσω ο Φραγκίσκος, που γνώριζε πολύ καλά πως ζούσε τις ακροτελευταίες του μέρες. Φθινόπωρο ήταν και τότε. Αρχές Οκτωβρίου.
Αν και την δουλειά την έτρεχε ο πάλαι ποτέ κολλητός του φίλος, ο Φραγκίσκος δεν είχε ούτε καλύτερη μεταχείριση, ούτε και ήθελε να έχει ιδιαίτερες σχέσεις με το αφεντικό του. Είχε παλέψει για να μην χάσει την ανθρωπιά του, σε μια δουλειά που έκανε κιμά ανθρώπους, ψυχές και συνειδήσεις, στον βωμό της πώλησης και του κέρδους και, ως έναν βαθμό, τα είχε καταφέρει. Είχε φτάσει στο σημείο να μην μπορεί να συνυπάρξει με κάποιον που του έλεγε «όσο περισσότερο πουλήσετε, τόσα περισσότερα θα βγάλω». Είχε αρχίσει να τον κουράζει εκείνη η άτυπη κόντρα του ποιος θα πηδήξει την καινούρια που ήρθε στην δουλειά. Είχε αρχίσει να καταστρώνει το σχέδιό του.
Πετάρισε για μερικές στιγμές τα βλέφαρα κι ύστερα άρχισε να ξεπλένεται. «Το σχέδιο» συλλογίστηκε, καγχάζοντας, ενθυμούμενος την κακία, μα και την αθωότητά του. Γνώριζε ότι η δουλειά δεν πήγαινε καλά κι ότι παρέμενε ανοιχτή, γιατί το αφεντικό του είχε εξωτερική χρηματοδότηση – δούλευε κυρίως για το καπρίτσιο του και γιατί δεν τον ήθελε η γυναίκα του στο σπίτι. Ήξερε για εκείνον τον γάμο – βιτρίνα και για την διόλου ευκαταφρόνητη περιουσία της συζύγου του αφεντικού του. Από καιρό τα είχε στρώσει όλα στο μυαλό του και περίμενε την καταλληλότερη στιγμή για να χτυπήσει.
Τα νέα για το επαγγελματικό ταξίδι τα άκουσε κάποιο βροχερό βράδυ Σαββάτου, ενώ έφευγε από το γραφείο. Οχτώ άτομα, μεταξύ αυτών κι εκείνος, θα πήγαιναν ένα διβδόμαδο σε κάποια άλλη πόλη, για να πουλήσουν ό,τι υπήρχε και δεν υπήρχε. Τα είχε σιχαθεί εκείνα τα ταξίδια, όπως και το ότι δεν μπορούσε να τα αποφύγει. Μα εκείνο, το συγκεκριμένο, ταξίδι, έπρεπε να το κάνει.
Εκείνο το Σάββατο δεν είχε βγει έξω με τους συναδέλφους, ούτε είχε σχέδια να ξενοκοιμηθεί. Γύρισε στο μικρό και σκοτεινό του δωμάτιο, έφτιαξε την βαλίτσα του, και κανόνισε τα πάντα. Εξαφανίστηκε από όλους την Κυριακή. Μάταια τον περίμεναν οι συνεργάτες, για το καθιερωμένο κυριακάτικο ψήσιμο στο εξοχικό του αφεντικού. Ο Φραγκίσκος είχε ξυπνήσει αξημέρωτα, είχε περιφρονήσει τα καθημερινά και καθωσπρέπει ρούχα του, είχε φορέσει ό,τι είχε βρει μπροστά του κι είχε αποφασίσει να αφιερώσει την μέρα στον εαυτό του. Βαθιά μέσα του γνώριζε ότι εκείνη θα ήταν η τελευταία βόλτα, στα λιμέρια που τόσο πολύ μισούσε.
Πεζός κατηφόρισε την σχεδόν άδεια λεωφόρο, προτού σταθεί έξω από ένα μικρό καφέ. Μερικά κέρματα κροτάλισαν στην τσέπη του, καθώς έχωνε βιαστικά το χέρι μέσα της. Καλημέρισε γλυκά την αγουροξυπνημένη μπαρίστα, ήπιε στα πεταχτά το εσπρεσσάκι του, ρίχνοντας κλεφτές ματιές σε μια παλιά εφημερίδα κι ύστερα ξαναβγήκε στο δρόμο.
Τα πόδια του τον οδηγούσαν μόνα τους. Ούτε που κατάλαβε για πότε βρέθηκε να σεργιανίζει τα μικρά σοκάκια που κάποτε έτρεχε και κλώτσαγε ξεφτισμένα τόπια. Είχαν αλλάξει οι γειτονιές, όχι πολύ, μα τους φαινόταν. Μπορούσε ακόμη να θυμηθεί τα παλιά σπίτια με τις τσιμενένιες αυλές και τις λεμονιές, εκεί που τώρα υψωνόντουσαν θεόρατες πολυκατοικίες. Μπορούσε να θυμηθεί το οικόπεδο με τις γαλοπούλες, τον μπαχτσέ και το αρχαίο σπίτι, εκεί που τώρα είχαν όλα μαραζώσει και πεθάνει και τα λιγοστά εναπομείναντα τούβλα, συνέθεταν ένα ξεχασμένο στέκι τοξικομανών. Το ολοκαίνουριο σχολείο που φοιτούσε κάποτε, γερασμένο πια, έδειχνε τα χρόνια του. Η πλατεία ήταν αγνώριστη και οι θαμώνες της, άγνωστες, για ‘κεινον, φάτσες.
Έπιασε βροχή. Μια μουντή και αδυσώπητη βροχή, που έδερνε εκείνη την γκρίζα πόλη που ψυχορραγούσε. Χώθηκε σ’ ένα φαγάδικο, βιαστικά, κι έπιασε θέση δίπλα στην βιτρίνα. Είχε σκοπό να φάει καλά εκείνο το μεσημέρι, κάτι που έκανε σπάνια, μόνο στις αρχές του μήνα, μόνο αφού είχε πληρώσει όλες του τις υποχρεώσεις, μόνο αν είχε πάει καλά η μέρα κι είχε πουλήσει αρκετά. Το καλό φαγητό, για τον Φραγκίσκο, ήταν κάτι σαν δώρο στον εαυτό του. Πήρε και μια μπύρα, καλή, που την είχε πεθυμήσει. Είχε βαρεθεί να του σερβίρουν κάτι που ονόμαζαν μπύρα, μα στην πραγματικότητα ήταν σκουριά αναμεμειγμένη με νερό.
Αργομασούσε το φαγητό του, απολαμβάνοντάς το, καθώς παρατηρούσε την βροχή και τους λιγοστούς περαστικούς που έτρεχαν ολόγυρα, καθώς σκεφτόταν το μέλλον του. Πίστευε πως κάθε μέρα βούλιαζε όλο και περισσότερο σ’ ένα απύθμενο βαρέλι, μα μόνο εκείνο το μεσημέρι θα μπορούσε να καταλάβει πως είχε αγγίξει τον πάτο και τον έγδερνε με τα νύχια του, προσπαθώντας να βγει από αυτό. Είχε αντιληφθεί πως δεν ήταν δυνατό να πέσει πιο χαμηλά. «Μόνο πάνω έχει» θυμήθηκε τον εαυτό του να ψελλίζει, ανάμεσα σε δυο μικρές μπουκιές φαγητού. Πικρογέλασε, πριν αρχίσει τον απολογισμό του.
«Μια ανάσα πριν τα σαράντα και δεν έχω κάνει τίποτα. Χωρίς παρέες, γιατί περιστασιακοί φίλοι, είναι οι συνεργάτες. Χωρίς γυναίκα, γιατί με τα ωράρια που δουλεύω, δεν στεριώνει η σχέση κι αν δεν είναι απ’ τη δουλειά, δεν θα καταφέρουμε τίποτα. Χωρίς σπίτι, γιατί δεν φτάνουν για κάτι παραπάνω. Χωρίς λεφτά, γιατί πρέπει να βάλεις για να βγάλεις κι έχω φτάσει να βάζω περισσότερα απ’ όσα βγάζω. Χωρίς συναναστροφές, εκτός αν εξαιρέσουμε όλους τους περαστικούς από ένα μεροκάματο που δεν αξίζει. Μεροδούλι – μεροφάι, όταν μένει κάτι για να φάμε, όταν δεν τα καίμε όλα για να δείξουμε ότι είμαστε ζάπλουτοι, όταν δεν έχουμε να πληρώσουμε το σμπαράλι τ’ αμάξι, ή το, ακόμη χειρότερο, σπίτι. Χωρίς μέλλον. Δεν είναι ζωή αυτό. Καταδίκη είναι…» μονολόγησε, με θλιμμένο ύφος, πρώτού γυρίσει στην μπύρα του.
Ανάμεσα στους παλιούς, όλα αυτά, ήταν κοινά μυστικά. Έπαιρνες προμήθεια επί των πωλήσεων. Όταν δεν ήταν καλό το προϊόν, ή όταν επερχόταν ο κορεσμός της αγοράς, γνώριζες ότι δεν υπήρχε περίπτωση να βγάλεις κέρδος. Δούλευες σαν ανεξάρτητος συνεργάτης κι όχι σαν υπάλληλος. Απ’ τη μία ήσουν ελεύθερος να δουλεύεις όποτε γουστάρεις, από την άλλη όμως, υπήρχε η πίεση της απόδοσης, του να βγάλεις κάτι παραπάνω, του να πουλήσεις λίγο ακόμη. Το ωράριο, υποτίθεται, ήταν σπαστό. Έπρεπε να φύγεις απ’ τις εφτά το πρωί για να είσαι στις εννιά στο γραφείο, να βγεις στον δρόμο στις δέκα και μισή και να χτυπάς πόρτες μέχρι τις δύο. Ύστερα, και μέχρι τις πέντε, ήσουν ελεύθερος. Δεν υπήρχε νόημα να γυρίσεις στο σπίτι, καθώς θα έπρεπε να ξαναβγείς στη γύρα. Φαγητό στα πεταχτά, κάτι γρήγορο και ανθυγιεινό κι ένας καφές για να σε στυλώσει. Ξανά στα ίδια. Στον δρόμο μέχρι τις εννιά, ίσως και τις εννιά και μισή, κάποιες φορές τραβούσε και παραπάνω. Έπειτα στο γραφείο. Αν δεν έβγαινες έξω με τους συναδέλφους, γύριζες στο σπίτι καλές έντεκα. Αν έβγαινες, πριν τις δύο δεν γύριζες. Κι άντε, την άλλη μέρα, ξανά τα ίδια.
Και να ‘θελες να ψάξεις για δουλειά, δεν είχες το χρόνο. Κι αν έβρισκες τον χρόνο να ανασκουμπωθείς και να στείλεις βιογραφικά, έπρεπε να περάσεις από συνεντεύξεις. Και πώς να πας σε μια συνέντευξη, για κάποια θέση εργασίας που δεν είναι σίγουρη, ενώ πρέπει να βιοποριστείς και να βγάλεις, με πολύ μόχθο, σωματικό και ψυχικό, το σάντουιτς και τον καφέ, της επόμενης ημέρας;
Και να ‘θελες να ξεφύγεις, ήταν αδιανόητο. «Οι αδύναμοι τα παρατάνε, οι δυνατοί βάζουν στόχους και τους πετυχαίνουν», άκουγε και ξανάκουγε, μέχρι που του εντυπώθηκε και του έγινε βίωμα. Και να ‘θελες να πεις «όχι», δεν θα το κατάφερνες. Με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο θα έπαιρνες την θέση σου σαν γρανάζι μιας μηχανής που καταστρέφει εαυτούς και συνειδήσεις.
Μέρα με την μέρα, εποχή με την εποχή, η μηχανή τα έφτυνε, όμως πάντα έβρισκε καινούρια ανταλλακτικά για να αναπληρώσει εκείνα που χάθηκαν, που κάηκαν ή καταστράφηκαν. Και για τον Φραγκίσκο, το κάψιμο και η καταστροφή, είχαν παρέλθει ανεπιστρεπτί. Είχε κουραστεί να σέρνει το ελλαττωματικό του πόδι, στους κακοτράχαλους δρόμους της τεράστιας πόλης. Είχε κουραστεί να βλέπει τις ίδιες μίζερες φάτσες, να ακούει τις φωνές τους, να προσπαθεί να πείσει ότι αυτό που πουλούσε ήταν το καλύτερο, ενώ γνώριζε ότι δεν ήταν. Είχε βαρεθεί να κοροϊδεύει τους άφρονες και τους αγνώμονες. Το burnout είχε διαπεράσει το είναι του κι είχε φτάσει στο μεδούλι. Κι αυτό, περισσότερο από το σκάρτο προϊόν και την κορεσμένη αγορά, ήταν που δεν τον άφηνε να δει μια άσπρη μέρα.
Ύστερα ήταν τα ταξίδια. Απάτητες περιοχές, αχαρτογράφητες, και παρθένες, περίμεναν όλους εκείνους για να τις υποτάξουν, για να πουλήσουν, για να βγάλουν όσα λεφτά μπορούσαν, πριν αποχωρήσουν ατάκτως, με τα λάφυρα που είχαν περισυνελλέξει.
Ήταν κοινό μυστικό, ανάμεσα στους παλιούς, ότι τα ταξίδια ήταν ο μόνος τρόπος για να βγάλουν τα σπασμένα. Έτρεχαν όλη μέρα, κάθε μέρα, επί δύο ή τρεις εβδομάδες, για να βγάλουν ό,τι δεν είχαν καταφέρει να βγάλουν σ’ έναν χρόνο. Έξι, οχτώ ή δέκα άτομα, μικρές ομάδες που νοίκιαζαν ένα σπίτι, έτρωγαν όλοι μαζί, έμεναν όλοι μαζί, ξυπνούσαν όλοι μαζί και κοιμόντουσαν όλοι μαζί – μια ιδιότυπη στρατώνα. Ουρά σχηματιζόταν στο μπάνιο, για να κάνουν ένα ντους και την ανάγκη τους. Ένας μαγείρευε για δέκα κι άλλος καθάριζε, κάθε μέρα διαφορετικός, εκ περιτροπής. Το ίδιο και με το κρεβάτι και τους καναπέδες. Οι περισσότεροι την έβγαζαν στο πάτωμα. Με κουβέρτες, οι νεότεροι και άβγαλτοι. Με sleeping bags, οι παλαιότεροι και μπαρουτοκαπνισμένοι.
Λίγη ανθρωπιά είχε καταφέρει να κρατήσει μέσα του ο Φραγκίσκος και γι’ αυτό, δεν έφταιγε μόνο εκείνος, μα και η πόλη και η δουλειά και τα ταξίδια. Στην αρχή ήταν ένας απλός παρατηρητής, ύστερα πήρε μέρος κι έπειτα αποτραβήχτηκε για να μην χάσει ό,τι, λίγο, του είχε απομείνει. Οι πισώπλατες μαχαιριές μεταξύ συνεργατών, ήταν το πιο ήπιο φαινόμενο. Τα ναρκωτικά και οι παρτούζες, κάτι πιο σπάνιο. Οι καυγάδες και οι τσακωμοί, ήταν καθημερινότητα. Το μίασμα της ανθρωπότητας αποτυπωνόταν στα πρόσωπα και στις συμπεριφορές όλων εκείνων που πάσχιζαν μόνο για το καλύτερο και μόνο για τον εαυτό τους. «Ο καθένας είναι για την πάρτη του εδώ μέσα» θυμήθηκε κάποια λόγια που είχε ακούσει στο πρώτο του ταξίδι.
«Καρκινόπολη» σιγοψιθύρισε, πίνοντας την τελευταία γουλιά της μπύρας. Ανέσυρε από την τσέπη του ένα δερμάτινο πουγκί κι έβγαλε από μέσα λίγο ξερό καπνό και ένα χαρτάκι. Άρχισε να στρίβει ένα άφιλτρο τσιγάρο, καθώς παράγγελνε ακόμη μία μπύρα. Άναψε το τσιγάρο και απόμεινε για μερικές στιγμές να κοιτάζει την σβηστή οθόνη του κινητού του. Είχε την ανάγκη να μιλήσει σε κάποιον φίλο, σε κάποιον γνωστό, σε κάποια φάτσα που θα τον καταλάβαινε, μα τους είχε απομακρύνει όλους. Έκανε μια ανεπιτυχή προσπάθεια να το πιάσει στα χέρια του και να καλέσει έναν αριθμό που δεν είχε καταφέρει να ξεχάσει, μα στα μισά τις διαδρομής, η παλάμη του το μετάνιωσε κι έπεσε βαριά πάνω στο τραπέζι. Κοίταξε το ντεκόρ του μαγαζιού. Γνωστό του φαινόταν. «Μην αφήσεις το ποτήρι. Θα την πάρω για το δρόμο. Κράτα και τα ρέστα» είπε ο Φραγκίσκος καθώς έπαιρνε το μπουκάλι της μπύρας στα χέρια του κι έβαζε στα χέρια του σερβιτόρου μερικά χαρτονομίσματα. Χαιρέτισε νεύοντας κι έπειτα χάθηκε στο ψιλόβροχο που συνέχιζε να μαστιγώνει την πόλη.
Το απογευματινό λεωφορείο ήταν σχεδόν άδειο. Χώθηκε βιαστικά μέσα, έπιασε μια θέση κι έριξε το μέτωπό του, πάνω στο θαμπό τζάμι. Παράταιροι φάνταζαν οι άνθρωποι, που τα είδωλά τους διαστρεβλωνόντουσαν από τις ψιχάλες που έρρεαν αργά από το βάρος τους, πάνω στο παράθυρο. Τα φανάρια, πράσινα και κόκκινα, ήταν σχεδόν ανύπαρκτα, μέσα στην πανδαισία των νέον επιγραφών και των λαμπιονιών που αναβόσβηναν στις βιτρίνες των καταστημάτων. Κατέβηκε στο κέντρο της πόλης κι ύστερα πήρε το τραίνο για να γυρίσει στο σπίτι του. Χάρισε ό,τι είχε μείνει από την μπύρα του σε κάποιο άστεγο που ζητιάνευε μερικά κέρματα κι ένα κομμάτι φαγητό. Χώθηκε βιαστικά, σχεδόν μουλωχτά, σ’ εκείνη την πολυκατοικία με τα στενά καταστήματα. Ανέβηκε στον ημιώροφο και με κοφτά και αθόρυβα βήματα, μπήκε πρώτα στην αποθήκη κι ύστερα στο μικρό δώμα. Δεν άναψε το φως, από συνήθεια. Γδύθηκε βιαστικά κι ύστερα άρχισε να παραχώνει, σε μια πολυκαιρισμένη βαλίτσα, ό,τι θα έπαιρνε μαζί του για το ταξίδι. Μάζεψε και όσα πράγματα δεν ήθελε να αφήσει στο σπίτι κι ύστερα, μ’ έναν μικρό αναστεναγμό, το εγκατέλειψε για πάντα. Εκείνο το βράδυ, το πέρασε στο αυτοκίνητο.
Ούτε που κατάλαβε ο Φραγκίσκος, πώς είχε φτάσει, στεγνός και ντυμένος, μπροστά από το τζάκι που σιγόκαιγε πια. Το φτωχικό καλύβι, είχε αρχίσει να κρυώνει, μα δεν τον έμελλε πολύ. Θα τελείωνε την ιστορία του και το κρασί του και θα έπεφτε για ύπνο. Την επόμενη είχε να κατέβει στην πόλη, για να πουλήσει δυο πραγματάκια και να πάρει μερικές προμήθειες.
Ο ύπνος στο αυτοκίνητο του είχε φανεί πολύ πιο γεμάτος και ξεκούραστος, από εκείνον που έκανε καθημερινά σ’ ένα μονό και βρώμικο κρεβάτι. Έβαλε μπροστά κι έφυγε. Καφέ θα έπαιρνε αφού θα φόρτωνε την μισή ομάδα, πριν ξεκινήσουν το μακρύ τους ταξίδι. Έκανε μια βιαστική στάση στο γραφείο. Είχαν αλλάξει τα σχέδια. Έξι άτομα θα πήγαιναν, για τρεις εβδομάδες. Το διαμέρισμα το είχαν κλείσει, τα πράγματά τους τα είχαν πακετάρει κι ήταν όλα έτοιμα να φορτωθούν.
«Έξι;» ρώτησε χαμηλόφωνα ο Φραγκίσκος το αφεντικό του, περιμένοντας να κάνουν την εμφάνισή τους, οι υπόλοιποί με τα μπαγκάζια τους.
«Εγώ δεν μπορώ να έρθω και άλλο αυτοκίνητο δεν έχουμε» μουρμούρισε εκείνος, με έναν τόνο σχεδόν απολογητικό.
Ένας οχετός άρχισε να αναβλύζει στο λαρύγγι του Φραγκίσκου, μα κατάφερε να τον συγκρατήσει. Ήξεραν και οι δύο πως και το αυτοκίνητο του Φραγκίσκου ήταν ένα κινούμενο σμπαράλι, που μπορεί να τους άφηνε σ’ οποιοδήποτε σημείο της διαδρομής, μα κανένας από τους δύο δεν το σχολίασε. Ήξεραν πως έξι άτομα και ένας σκασμός αποσκευές ήταν αδύνατο να χωρέσουν, ακόμη και στο ευρύχωρο τζιπ του Φραγκίσκου, αλλά θα σκαρφιζόντουσαν κάποιον τρόπο. Ήξεραν πως αν τους σταματούσαν στη διαδρομή, θα σκαρφιζόντουσαν κάποιο ψέμα για να αποφύγουν την κλήση κι αν δεν το κατάφερναν, πως θα την πλήρωναν όλοι μαζί.
Με τα χίλια ζόρια κατάφεραν να χωρέσουν αναβάτες και μπαγκάζια, σ’ εκείνο το κλασάτο τζιπ, που επιμελώς έκρυβε τα χρόνια και τις κακουχίες του. Έκαναν μια γρήγορη στάση για καφέδες και κολατσιό, σ’ ένα συνοικιακό μαγαζάκι που τους γνώριζε κι ύστερα έβαλαν ρότα για τον επόμενό τους προορισμό. Μια μικρότερη πόλη η οποία θα γινόταν το σπίτι τους για τις επόμενες τρεις εβδομάδες.
Ο Φραγκίσκος έριξε μια κλεφτή ματιά στον μεσαίο καθρέφτη κι ύστερα στην συνοδηγό του. Η πιτσιρικαρία ασφυκτιούσε, μ’ ένα σκασμό αποσκευές, στο πίσω κάθισμα. Είχαν μόλις τελειώσει το σχολείο και ήταν απίστευτα χαρούμενοι που είχαν καταφέρει να βρουν μια τέτοια δουλειά, σ’ εκείνη την ηλικία. Η συνοδηγός του, από την άλλη, ήταν λίγο μεγαλύτερη κι είχε λίγο περισσότερο καιρό στη δουλειά. Οι πιτσιρικάδες δούλευαν ένα δίμηνο κι η ομαδάρχισσά τους, αν δεν τον γελούσε η μνήμη του, είχε κλείσει εξάμηνο. Κι εκείνος, ο γέρο-Φραγκίσκος, που ‘χε λιώσει αμέτρητα σκαρπίνια κι είχε ακούσει τα άπαντα σ’ εκείνη την δουλειά, κόντευε τα πέντε χρόνια. Ο μεγαλύτερος κι ο πιο έμπειρος, εκείνος που σπάνια θα έπαιρνε κάποιον καινούριο μαζί του και που προτιμούσε να δουλεύει μοναχός. Οι μικρότεροι θεωρούσαν πως ήταν κρυψίνος και πως δεν γούσταρε να μεταλαμπαδεύσει τις γνώσεις του σε κανέναν. Εκείνος, όμως, γνώριζε πόσο άσχημο φαινόταν στον εν δυνάμει πελάτη, να του χτυπάνε την πόρτα ένας σαραντάρης παρέα με μια δεκαοχτάρα. «Σαν τους Γιεχωβάδες φαινόμαστε» σκεφτόταν, κάθε που έμπαινε σε κάποιο ασανσέρ με το ταίρι που του είχαν αναθέσει.
Σαν να διάβασε την σκέψη του η συνοδηγός του. «Ο γέρο-Πάκο δεν εκμυστηρεύεται σε κανέναν τα μυστικά του» είπε, σχεδόν χλευαστικά, για να την ακούσει η παρέα που καθόταν στο πίσω κάθισμα.
«Πάκο;» αναφώνησε εκείνος, σχεδόν στον ίδιο τόνο, μην δείχνοντας την ενόχληση για εκείνο το σχόλιο.
«Το παρατσούκλι σου» του απάντησε εκείνη.
«Απ’ το μπάρμπα-Τζέκος που με φώναζαν παλιότερα, καλύτερο είναι» σχολίασε εκείνος, γελώντας βροντερά.
«Γιατί δουλεύετε μόνος σας;» ρώτησε η μικροκαμωμένη κοκκινομάλλα που καθόταν δίπλα από την δεξιά πόρτα. Την αγριοκοίταξε, για μία στιγμή, από τον καθρέφτη κι ύστερα της έκλεισε το μάτι. «Χτυπάει άσχημα στον πελάτη» της απάντησε κι ύστερα, για λίγο, απέμεινε σκεφτικός. «Θα μάθουμε πραγματάκια σ’ αυτό το ταξίδι» συνέχισε κι ύστερα έριξε όλη του την προσοχή και την αφοσίωση, στον απέραντο δρόμο.
Είχε σουρουπώσει όταν μπήκαν στην πόλη κι έφαγαν αρκετή ώρα για να βρουν το σπίτι που τους είχε νοικιάσει το αφεντικό τους. Δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα ονόματα των συνοδοιπόρων του ο Φραγκίσκος, όμως είχε αναλάβει αρχηγικό ρόλο και μοίραζε τις δουλειές. Το σπίτι, καθώς ήταν αρκετό καιρό κλειστό, ήθελε καθάρισμα. Κάποιος έπρεπε να ψωνίσει κι άλλος να ρίξει μια ματιά στην πόλη. Κι εκείνος, είχε λιγότερες από σαράντα οχτώ ώρες στην διάθεσή του για να τους ψυχογραφήσει και να κατασταλάξει στο ποιον απ’ τους πιτσιρικάδες θα επέλεγε για συνεργό, στο τελευταίο του κόλπο.
Η πρωινή βόλτα ξεκίνησε νωρίς. Χωρίστηκαν σε δυάδες και έπιασαν τρία διαφορετικά σημεία στην πόλη. Περπατώντας, ο Φραγκίσκος, έδινε με την μορφή συμβουλών το απόσταγμα εμπειρίας που είχε αποκομίσει σ’ εκείνη την δουλειά και έκανε διερευνητικές ερωτήσεις στην κοπελίτσα με το κόκκινο μαλλί, που μέσα στο ταγέρ, έφερνε περισσότερο σε στέλεχος πολυεθνικής παρά σε πλασιέ. «Φινέτσα. Πρέπει να έχεις φινέτσα. Πρέπει να φοράς το ρούχο και να μην το αφήνεις να σε φοράει» της είπε, γελώντας, πριν αρχίσουν να χτυπάνε τα κουδούνια μιας παμπάλαιας πολυκατοικίας.
Το μεσημέρι μαζεύτηκαν όλοι για φαγητό, σε κάποιο απόμερο καπηλειό με παλαιικό ντεκόρ, βγαλμένο, θαρρείς, από κάποια ασπρόμαυρη ελληνική ταινία. Το απόγευμα το πέρασαν δουλεύοντας. Το βράδυ η παρέα αποφάσισε να βγει έξω, μα ο Φραγκίσκος δεν ακολούθησε. Προφασίστηκε ότι δεν είχε συνέλθει ακόμη από το ταξίδι και την αμέτρητη οδήγηση που είχε κάνει την προηγούμενη μέρα. Προσπάθησαν να τον μεταπείσουν, μα δεν το κατάφεραν.
Η επόμενη μέρα κύλισε γρήγορα και ομαλά και το βράδυ, με ποτά και χαμόγελα. Τον συνένοχο του τον είχε βρει. Η Λίλα. Ήταν ενθουσιώδης και ενθουσιασμένη, δούλευε σκληρά, είχε βλέψεις, όνειρα κι ελπίδες, όπως κι εκείνος κάποτε. Του έκανε εντύπωση το γυμνασμένο κορίτσι με τα κολάν που άφηναν να διαγράφεται το εσώρουχο που φορούσε, όταν θυμόταν να φορέσει. Του έκανε εντύπωση ο τρόπος της και τ’ ότι μιλούσε χυδαία, όποτε θεωρούσε εκείνη πρέπον. Γελούσε βροντερά κάθε φορά που την άκουγε να λέει «μήπως να τους κεράσουμε και καμιά πιπούλα;», όχι τόσο με την ατάκα της, μα με το ύφος της.
Η Λίλα ήταν περαστική από την δουλειά. Δεν το έκρυβε, μα ούτε το διατυμπάνιζε. Για μια αρπαχτή είχε πάει κι ύστερα θα συνέχιζε όπου την έβγαζε η ζωή. Ασπαζόταν τις απόψεις του Φραγκίσκου κι αυτό του άρεσε. «Και… Πόσα χρόνια είσαι στη δουλειά, μάστορα;» τον είχε ρωτήσει, μόλις είχαν ξεκινήσει να γυρίζουν στους δρόμους, εκείνο το απόγευμα.
«Πέντε;» μουρμούρισε, σκεφτικά, εκείνος. «Κάπου εκεί, νομίζω».
«Και, πόσα roadtrip έχεις κάνει;»
«Έχω χάσει το μέτρημα».
«Θα βγάλουμε κάνα φράγκο εδώ πέρα, ή τζάμπα παράτησα το γκομενάκι;» συνέχισε εκείνη.
«Το παράτησες πίσω;»
«Εντελώς» αποκρίθηκε με στόμφο.
«Τα κακά της δουλειάς…» μονολόγησε ο Φραγκίσκος.
«Μόνο κακά έχω δει μέχρι τώρα» σχολίασε η Λίλα.
«Τα καλά της, για να τα δεις, θα πρέπει να σου γίνουν βιώματα. Κατ’ αρχάς, μαθαίνεις τους δρόμους, την πόλη και τους ανθρώπους της. Μαθαίνεις πού να πας και πού να μην πας. Πού έχει το φτηνότερο φαγητό και τον καλύτερο καφέ. Μαθαίνεις τι ακριβώς πρέπει να αποφύγεις και γιατί. Μικροπράγματα που παρατηρείς, τα δένεις μέσα στο μυαλό σου και βγάζεις συμπεράσματα. Ύστερα, μαθαίνεις να διαβάζεις τους ανθρώπους ενώ, ταυτόχρονα, μαθαίνεις να ελέγχεις τους τρόπους, την στάση και την φωνή σου, ώστε να μην σε διαβάζουν οι άλλοι, ή να διαβάζουν αυτό που θέλεις να τους δείξεις… Είναι πολλά, πάρα πολλά κι όλα θέλουν χρόνια και δουλειά για να τα κερδίσεις. Μα, αν τα κερδίσεις…»
«Ναι;» τον προέτρεψε να συνεχίσει, γιατί είχε χαθεί στις σκέψεις του.
«Έχεις σκοπό να μείνεις καιρό στη δουλειά;» την ρώτησε, παρατηρώντας την από πάνω μέχρι κάτω.
«Όσο τραβήξει…» απάντησε εκείνη, με δήθεν αδιάφορο ύφος κι ο Φραγκίσκος, κρίνοντας από εκείνο το ύφος και την προσποιητά χαλαρή στάση της, είχε καταλάβει πως είχε βρει το άτομό του.
Ήταν κοινό μυστικό, ανάμεσα στους παλιούς, ότι κάποιοι ‘κονόμησαν και την κοπάνησαν κι ο Φραγκίσκος ήξερε το πώς και είχε σκοπό να το εφαρμόσει. Τίποτα δεν είχε μείνει πια μέσα του, γιατί όλα, ακόμη και το μεδούλι του τα ‘χαν ρουφήξει η δουλειά κι η καρκινόπολη. Πέρασαν δυο – τρεις μέρες κι άρχισε να βγαίνει περισσότερο με την Λίλα, παρά με τους υπόλοιπους. Της εκμυστηρεύτηκε το μισό από το σχέδιό του κι εκείνη συμφώνησε. Έδωσαν τα χέρια και στρώθηκαν στη δουλειά. Εκείνος θα επιστράτευε όλη του την μαεστρία στην πώληση κι εκείνη θα έκλεινε την συμφωνία. Και τα λεφτά, στο τέλος, θα πήγαιναν διά δύο.
Τρεις βδομάδες αργότερα, στο ταξίδι της επιστροφής, συνοδηγός του ήταν η Λίλα. Είχε κερδίσει επάξια την θέση εκείνη, καθώς είχε τις περισσότερες πωλήσεις απ’ όλους. Ήταν όλοι ξεθεωμένοι, από το καθάρισμα, το συμμάζεμα και το πακετάρισμα και το ‘χαν κόψει στον ύπνο. Κι εκείνος, μόνος, μ’ ένα δυνατό καφέ και ένα στριφτό τσιγάρο, κοίταζε την απεραντοσύνη της ασφάλτου, κάτω από τον γκρίζο απογευματινό ουρανό.
Σφίχτηκε η καρδιά του όταν μπήκαν στην πόλη κι αντάμωσαν τις πρώτες πολυκατοικίες. Ρώτησε διευθύνσεις και ξεκίνησε για να αφήσει τον καθένα στο σπίτι του. «Έχουν ήδη ταλαιπωρηθεί» συλλογίστηκε, δίχως να σκεφτεί την δική του κούραση. Τελευταία άφησε την Λίλα. Την βοήθησε με τα πράγματά της. «Ν’ ανέβω;» την ρώτησε, σχεδόν παρακαλετά. Σήκωσε τον ώμο της, σχεδόν αδιάφορα.
«Μιλάμε» της έκανε, καθώς της γύριζε την πλάτη.
«Καλέ! Περίμενε!» του φώναξε, παρατώντας την βαλίτσα και τρέχοντας προς το μέρος του.
Το βράδυ του το πέρασε σ’ ένα τεράστιο μπαλκόνι, καπνίζοντας τον ξερό του καπνό και κοιτάζοντας από ψηλά την πόλη. Η Λίλα κοιμόταν γαλήνια σ’ ένα διπλό κρεβάτι κι εκείνος, πού και πού, της έριχνε μια βιαστική ματιά. Της είχε υποσχεθεί ότι θα έμενε μαζί της ως που να χάραζε, μα ούτε λεπτό παραπάνω. Της είχε πει ότι θα έφευγε. Της είχε πει ότι δεν τον χωρούσε πια εκείνη η πόλη που χάραζε κάθε σπιθαμή της ψυχής του, με την νοσηρότητα και την κακία της.
Ο Φραγκίσκος κοίταξε το τζάκι που κόντευε να σβήσει κι ύστερα έστρεψε το κεφάλι του προς το άδειο του ποτήρι. Σηκώθηκε από τη θέση του κι έσβησε τις λάμπες πετρελαίου. Αμυδρά φωτιζόταν ο χώρος, κυρίως από το φεγγαρόφως. Έριξε το βασανισμένο του κορμί στο κρεβάτι και χώθηκε κάτω από τα σκεπάσματα. Θυμήθηκε εκείνο το χάραμα που έδωσε ένα κλεφτό φιλί σ’ ένα τρελό κορίτσι, κι ύστερα πως έφυγε σαν τον κυνηγημένο. Πρώτη του στάση το ενεχυροδανειστήριο κάποιου παλιού γνώριμου, για να σκοτώσει όλη την μπάζα που είχε αποκομίσει στο ταξίδι του. «Κομμάτι ψωμί στα δίνω, για το μέταλλο και τις πέτρες. Όχι, δεν είναι κλεμμένα. Της μακαρίτισσας της γριάς μου ήτανε, τα τίναξε πριν μερικές μέρες, τα καίγομαι τα λεφτά, αφού το ξέρεις, έχω μπει μέσα με τις γαλότσες…»
Δεύτερη στάση, μια μάντρα με μεταχειρισμένα αυτοκίνητα. Και το τζιπ για ένα κομμάτι ψωμί το έδωσε. Έκλεισε τα εισιτήριά του. Πρώτη στάση το Μπουένος Άιρες. Δεύτερη, η Ουσουάια. Ύστερα θα έβλεπε. Πέταξε την κάρτα του κινητού του. Αγόρασε πλαστό διαβατήριο. Έκλεισε δωμάτιο σε ξενοδοχείο. Έφυγε σαν κύριος από τη χώρα κι όχι σαν καταζητούμενος.
Γύρισε πλευρό πάνω στο σκληρό στρώμα και το δροσερό σεντόνι, που μοσχομύριζε λεβάντα. Χασμουρήθηκε. Έκλεισε τα μάτια του. Μπορούσε ακόμη να δει, σαν ταινία, εκείνο το σούρουπο που περίμενε στο τέρμιναλ του μικρού αεροδρομίου και σκάλιζε μερικές λέξεις πάνω σε μια καρτ ποστάλ που απεικόνιζε ένα πανόραμα της τεράστιας πόλης.
Αν ποτέ χάσεις τον εαυτό σου, μέσα στο τεράστιο καμίνι μιας πόλης που δεν ξέρει πού χάθηκε, θυμήσου τον γέρο-Πάκο, πού τα παράτησε όλα κι έφυγε για να βρει αυτό που πιότερο πόθησε. Το υγιές κομμάτι εκείνου του εαυτού που πίστευε πως είχε χάσει, μα κρατούσε βαθιά κρυμμένο μέσα του, όχι για να μην το χάσει πραγματικά, αλλά για να μην του τ’ αρπάξει η καρκινόπολη με την κάλπική της στίβλη…
Φωτογραφία από Petr Meissner – https://flic.kr/p/e59kpW