Απόκοσμα φώτιζε τη γειτονιά, ο φάρος του περιπολικού και, ακόμη πιο απόκοσμα, την στόλιζε το βουητό του κόσμου. Είχαν βγει οι γριές από τα σπίτια, είχαν αρματωθεί με ρόμπες και πασούμια κι είχαν πιάσει το μασλάτι στο απέναντι πεζοδρόμιο. Μουρμούριζαν, κυρίως ακατάληπτα, η κάθε μία για τον εαυτό της, αλλά, όλο και κάπου ξεπρόβαλλε το όνομα του Μικέ. Τον οποίο, προφανώς, δεν πήγαινε κανένας στη γειτονιά.
Από την άλλη, η Ουρανία, πήγαινε στην εκκλησία. Νήστευε. Ήταν σεβαστικό κορίτσι. Μιλούσε σ’ όλους στον πληθυντικό. Βοηθούσε τον κόσμο. Έτρεχε σε εθελοντικές δράσεις. Καταπιανόταν με τα κοινά. Δεν δούλευε, γιατί την συντηρούσε ο Μικες. Κι ο κυανοπώγωνας, έλεγαν οι γριές, δεν της έβαζε στεφάνι, γιατί ήταν αντίχριστος.
Θα ‘ταν λίγο πριν τις τέσσερεις το χάραμα, όταν ακούστηκαν τα ουρλιαχτά, από το ρετιρέ της νεόκτιστης πολυκατοικίας. Ένα στριγκό «βοήθεια» έσκισε την σιγαλιά της νύχτας. Άναβαν τα φώτα, σαν πυγολαμπίδες, στα σκοτεινά δωμάτια των γειτόνων. Κάποιοι, περίεργοι, βγήκαν στα μπαλκόνια τους να δουν κι ένας νεαρός, που ξενυχτούσε, παίζοντας Warcraft, κάλεσε την αστυνομία.
Στην αρχή, όντας εκτός πραγματικότητας, πίστεψε ότι ο κυρ-Τάκης, ο από πάνω, είχε γυρίσει τύφλα στο σπίτι κι έδερνε πάλι την γυναίκα του. Δεν είχε τίποτα με τον άνθρωπο. Ίσα – ίσα, που τον καταλάβαινε. Είχε πολεμήσει στην Κύπρο, ο κυρ-Τάκης, και του είχαν μείνει ψυχολογικά. Κι η γυναίκα του· διαόλου κάλτσα σκέτη ήτανε. Αντί να βοηθήσει την κατάσταση, όλο έριχνε λάδι στη φωτιά.
Όταν έφτασε το περιπολικό, κάτω απ’ τον αριθμό δέκα εννιά, της οδού Τερτσέτη, ο κόσμος είχε ήδη μαζευτεί έξω απ’ την πιλοτή και κοίταζε την είσοδο της πολυκατοικίας, με φόβο. Κατέβηκαν από το αυτοκίνητο οι αστυνομικοί. Είδαν το αίμα στα μάρμαρα, που ερχόταν απ’ το κλιμακοστάσιο. «Στον τρίτο μας είπαν, Χριστίνα;».
«Ναι» απάντησε η ανθυπαστυνόμος, μπαίνοντας, βιαστικά, στην πολυκατοικία.
Το αίμα στις σκάλες, ανέβαινε μέχρι το ρετιρέ. Η πόρτα του μοναδικού διαμερίσματος, ήταν μισάνοιχτη. Τα γυαλικά, στο σαλόνι, σμπαραλιασμένα. Τα μαξιλάρια του καναπέ, σκισμένα. Κάτι σκοτεινοί και μυστήριοι πίνακες, μαχαιρωμένοι. Μια εικόνα της Παναγίας, βρισκόταν στο πάτωμα, με σπασμένο τζάμι και στραπατσαρισμένη κορνίζα.
«Της πουτάνας έγινε εδώ μέσα» μουρμούρισε ο αστυφύλακας, παρατηρώντας τον χαμό που επικρατούσε στο διαμέρισμα.
Ο βαρύς βρυχηθμός μιας μηχανής μεγάλου κυβισμού, που πάρκαρε, αντήχησε μέχρι και στο ρετιρέ. Βλοσυρός ήταν ο Μικές. Ξεπέζεψε, προτού κοιτάξει προς την πολυκατοικία. Έβγαλε, με περίτεχνο τρόπο, τσιγάρο απ’ το πακέτο του και τ’ άναψε με τον ακριβό αναπτήρα, που του ‘χε δωρίσει η Ουρανία. Η «Ράνια» του.
Δεν έδωσε σημασία στον κόσμο που ‘χε μαζευτεί στα πεζοδρόμια. «Την έκανε την μαλακία ο κυρ-Τάκης;» ρώτησε, καθώς έγνεφε στον φούρναρη. Δεν πήρε απάντηση. Ήταν πολύ κουρασμένος ο Μικές κι είχε ξαγρυπήσει στη δουλεια, γι αυτό δεν μπορούσε να αποκρυπτογραφήσει την τρομαγμένη όψη του μόνου φιλικού προς εκείνον, ατόμου στη γειτονιά.
Κούνησε σκεφτικά το κεφάλι ο Μικές, στο άκουσμα του ονόματός του. Με ύψος δύο – πέντε και στα εκατόν τριάντα πέντε κιλά, μπορούσε να φοβερίσει οποιονδήποτε, μόνο με το βλέμμα του. Βοηθούσαν οι πεντάλφες στο λαιμό και οι ανάποδοι σταυροί στα αυτιά. Βοηθούσαν και τα μαύρα που φορούσε πάντοτε, βαριές μπότες, βαρύ μπουφάν. Βαριά μηχανή, βαρύ γυαλί ηλίου. Ήθελε να μοιάζει βαρύς κι ασήκωτος ο Μικές, κι ίσως και να το κατάφερνε μ’ όσους δεν τον γνώριζαν. Οι άλλοι, όμως, είχαν να λένε για έναν τελείως διαφορετικό άνθρωπο.
Βούρκωσε στην εικόνα του αίματος και την οσμή του. Κάλεσε το ασανσέρ και περίμενε. «Ισόγειο» άκουσε την, σχεδόν μεταλλική, φωνή του ασανσέρ. Πάτησε το κουμπί, σταύρωσε τα χέρια κι απόμεινε να περιμένει να κλείσουν οι μεταλλικές πόρτες, καθώς κοίταζε το συγκεντρωμένο πλήθος που μουρμουρούσε.
Η καρδιά του έχασε έναν χτύπο, όταν, όντας ακόμη μέσα στο ασανσέρ, είδε την πόρτα του διαμερίσματός του, ανοιχτή. Σχεδόν τσούλησε στα ματωμένα μάρμαρα. Κοίταξε μέσα. Είδε την αστυνομικό. Έσκυψε το κεφάλι. «Δεν ήταν ο κυρ-Τάκης, μαλάκα» είπε στον εαυτό του, ίσως πιο δυνατά απ’ όσο θα έπρεπε. Έψαξε τα μάτια με τον χώρο. «Ρε Τζόνι;» έκανε ο Μικές, μόλις αντάμωσε το βλέμμα του, με του αστυνομικού.
«Ρε Μικε;» έκανε, σαστισμένα, εκείνος.
«Τι έγινε;»
«Γνωρίζεστε;» ρώτησε η ανθυπαστυνόμος.
«Ο Τζόνης παίζει με τους Worshipers of the Salem Witches. Ηχογραφούν στο στούντιο μου» μουρμούρισε ο Μικές, που είχε αρχίσει να καταλαβαίνει τι είχε συμβεί. «Η Ράνια;» ρώτησε, πριν προλάβει να πει κανείς, τ’ οτιδήποτε. Κοίταξε μία εκείνον και μία εκείνη. Κατάλαβε. Αναστέναξε. «Γαμώτο…» έκανε, πριν ανάψει τσιγάρο. «Όχι ότι ήταν κι η καλύτερη… Αλλά… Γαμώ…»
«Μικέ;»
«Γάμησέ το. Θα πάω σε ξενοδοχείο» είπε στον αστυφύλακα, πριν κάνει επι τόπου αναστροφή. Βαρύ ήταν το βήμα του, βαρύ σαν και την ψυχή του. «Ηχογραφούσα με την μπάντα της Λένιας. Από τις έντεκα» δήλωσε ο Μικές, στιγμές πριν μπει στο ασανσέρ.
«Αυτοί δεν διαλυθήκαν ρε; Τότε που αυτοκτόνησε ο πιτσιρικάς…»
«Την έχεις, την αδερφή μου, να τα παρατάει;» σχολίασε ο Μικές, γνέφοντας, πριν χαθεί πίσω από τις ατσάλινες πόρτες.
[…]
Στις εφτά παρά δέκα κι ενώ είχε ξημερώσει, ο Τζόνης, φορώντας πια τα πολιτικά του, μπήκε στο μπαράκι του Γούντι. Ήξερε ότι θα έβρισκε τον Μικέ εκεί και πάντα ήθελε ένα ποτό μετά το νυχτοκάματο. Ίσως και δύο. Εκείνο το βράδυ όμως, σίγουρα ήθελε παραπάνω.
«Το κάψατε μπρατάνια μου. Τι σκατά; Aphrodite’s Child;» έκανε ο Τζόνης, πιάνοντας σκαμπό δίπλα στον σκυμένο, πάνω στο μπαρ, Μικέ.
“They’ll no more suffer from hunger…” μουρμούρισε ο Μικές, πριν κάνει νόημα στον μπάρμαν. «Φέρε μπουκάλι αδερφέ. Θα πεθάνουμε σήμερα».
«Τι έγινε ρε μαλάκα;» ρώτησε ο Τζόνης, περιμένοντας για το ποτό του.
«Να πας να ρωτήσεις τον τοπικό βοσκό» απάντησε, κρυπτικά, ο Μικές.
«Τον ποιόν;»
«Τον ιερέα της ενορίας, για να το πω στη γλώσσα σου».
«Τι δουλειά έχει αυτός;»
«Η Ράνια, my friend, όταν την γνώρισα, δύο – δύο τις καβαλούσε τις πούτσες. Φέρτε πήγαιναν οι γραμμές στα πάρτι. Πορνίδιο ολκής. Άλλαξε; Τ’ αρχίδια μου άλλαξε. Απλώς, μυρίστηκε μπαγιόκο, έγινε της εκκλησίας, για να πλευρίσει τη μανούλα μου – δυο απολωλότα έχει η δόλια – και να την συμπαθήσει η γειτονιά. Την Ράνια, σε δέντρο να την έδενες, θα σε κεράτωνε με τα κλαδιά».
«Με τον παπά, ρε μαλάκα;» ρώτησε ο Τζόνης κι ο Μικές, πικρογέλασε. Έβγαλε το κινητό του από την τσέπη, πάτησε μερικά κουμπιά, κι έβαλε ένα βίντεο να παίζει. «Τρεις φορές μου το άνοιξαν. Αναγκάστηκα να βάλω κάμερες» σχολίασε ο Μικές, καθώς έδειχνε το σκοτεινό σαλόνι, στην οθόνη του κινητού.
«Είναι δικό σου το παιδί, Δωρόθεε. Δικό σου! Πώς αλλιώς να στο πω. Ο Μικές είναι στείρος! Άσφαιρος! Δεν μπορεί να κάνει παιδιά! Αλλοίμονό μας αν το πάρει χαμπάρι! Θα σου κρεμάσει κουδούνια!»
«Δεν γίνεται αυτό που λες, Ουρανία! Δεν είναι δυνατό. Δεν το θέλει ο Θεός!»
«Το θέλει – δεν το θέλει, το τεστ είναι θετικό! Αμαρτία δεν είναι να παω να το ρίξω;»
«Και τι θέλεις, Ουρανία; Να το μεγαλώσω;»
«Να το αναγνωρίσεις!»
«Δεν υπάρχει περίπτωση!»
«Είσαι σοβαρός εσύ, μωρέ, που θες να λέγεσαι και άνθρωπος του Θεού;»
«Σαν ν’ ακούω τον δικό σου, τον αντίχριστο».
«Τον Μικέ, μην τον πιάνεις στο στόμα σου» ούρλιαξε η ημίγυμνη Ράνια.
«Σε καλοπηδάει; Όχι… Όχι, σε καλοπληρώνει» απάντησε, καγχάζοντας σαρκαστικά, ο, επίσης ημίγυμνος, ιερέας.
«Ακούς τι σου λέω;»
«Όχι. Θα ακούσεις εγώ τι θα σου πω. Θα κρατήσεις το παιδί με τον Μικέ. Θα σας το βαφτίσω εγώ. Πατέρας του, κανονικός, δεν μπορώ να γίνω. Θα γίνω ο πνευματικός του και λήγει εκεί το θέμα».
«Δωρόθεε; Κάνε μου τη χάρη και σταμάτα να αναπνέεις» μουρμούρισε η Ράνια, βουτώντας έναν χαρτοκόπτη από το τραπέζι.
«Θες να δεις και την συμπλοκή;» μουρμούρισε ο Μικές, πατώντας το κουμπί της παύσης.
«Αρκετά είδα για σήμερα» σχολίασε ο Τζόνης, βουτώντας το ποτήρι του από το μπάρ και κατεβάζοντάς το, μονορούφι.
«Δεν θα έπρεπε να είμαι στο τμήμα;» ρώτησε ο Μικές.
«Ένας νεαρός, μας είπε ότι είδε, από το μπαλκόνι του, τον παπά να βγαίνει τρέχοντας από την πολυκατοικία, λίγο αφ’ ότου μας κάλεσε» απάντησε ο άλλος, ξαναγεμίζοντας το ποτήρι του. «Επίσης», χαμογέλασε, «μας είπε ότι βροντάει τόσο το κονσερβοκούτι σου, που κάθε που γυρνάς σπίτι, ξυπνάς τη μισή γειτονιά. Την άλλη φορά θα μας πάρει για διατάραξη κοινής ησυχίας».
«Το πιάσατε το τραγί;»
«Παραδόθηκε, ομολόγησε κι είπε ότι προσευχήθηκε κι ότι τον συγχώρησε ο Θεός του. Ο Γιαχβέ. Ο σφαγέας βρεφών, νηπίων, γερόντων… Ο Γιαχβέ και οι σχιζοφρενείς ακόλουθοί του… Ακούς, μαλάκα Γούντι, που πιστεύεις ότι ο άλλος καβάλησε το σύννεφο και ανέβηκε να κάνει παρέα στον κολλητό σου;».
«Ηρέμησε ρε» ακούστηκε η βραχνή φωνή του μπάρμαν.
«Δεν ηρεμώ ρε. Δεν ηρεμώ. Κι ας την ανεβοκατεβάζει, «πουτάνα», ο Μικές. Δεκαεφτά μαχαιριές, Γούντι, δεν αξίζουν σε κανέναν, πόσο μάλιστα όταν το χέρι που τις κερνάει, είναι υπηρέτης οποιουδήποτε θεού!»
«Σκάσε ρε αθεοταλιμπάν, τι σου φταίει ο χριστιανός;» τον συνέτισε ο Μικές.
«Άφησέ τον, αδερφέ. Του ‘κατσε σκατά βάρδια και δεν του ‘κατσε το Χριστινάκι» σχολίασε περιπαικτικά ο Γούντι.
«Το ψηλό, το μελαχρινό, το μπάνικο το γκομενάκι που ‘ταν στο σπίτι;» ρώτησε ο Μικές.
«Το δίνει τα ρουλεμάν στα χέρια» συνέχισε την καζούρα ο Γούνι.
«Δεν κόβετε ρε μαλάκες;» φώναξε ο Τζόνης, που ‘χε κοκκινήσει ολόκληρος.
«Πάσο» έκανε ο Μικές, σηκώνοντας το δεξί του χέρι.
«Τρακόσιες ιστορίες, διαφορετικές, έχω ακούσει για το βράδυ που το ‘κονόμησες αυτό» άλλαξε θέμα ο Γούντι, δείχνοντας μια βαθιά ουλή στον βραχίονα του Μικέ.
«Πηδούσα, κάποτε, μια παντρεμένη…» ξεκίνησε να λέει εκείνος, αναστενάζοντας.
«Και σε κανόνισε ο σύζυξ;» πετάχτηκε ο Τζόνης.
«Άσε, βρε μαλάκα, τον άνθρωπο να μας πει!» τον μάλωσε ο Γούντι.
«Κι αν έχω μπλέξει με πουτάνες και τρελές… Αυτή ήταν η χειρότερη. Νάρκισσος, παθολογική ψεύτρα, της εκκλησίας κι αυτή, πραγματική, όχι σαν την εκλειπούσα… Τέλος πάντων… Η μουρλή… Μαλάκες μη γελάσετε…»
«Λέγε ρε!» είπαν και οι δυο, εν χωρό.
«Την παρατάω ένα απόγευμα στο σπίτι και φεύγω. Έγραφε η αδερφή μου, με την πρώτη της μπάντα. Παλικάρια απ’ τα λίγα, ένας κι ένας. Αν και η Λένια ξέρει περισσότερα από μένα· εγώ το σπούδασα, εκείνη έχει το μικρόβιο· δεν μπορούσα να μην πάω. Τους έκανα καζούρα. Θα ‘ταν, τότε, τα πιτσιρίκια, έντεκα; Κάπου εκεί. Γυρνάω το βράδυ σπίτι, μαλάκες, και η γκόμενα μαγείρευε. Κοτόπουλο με κάτι. Μπαίνω σπίτι, μύριζε. Πάω στην κουζίνα. Δεν μ’ άκουσε, η μαλάκω, πήγα να την πάρω αγκαλιά, τρόμαξε, γύρισε με το μαχαίρι…»
«Άμα είσαι μαλάκας, αγόρι μου…» έκανε ο Τζόνης και έβαλαν όλοι μαζί τα γέλια.
[…]
Το τελευταίο του τσιγάρο, για εκείνη την αποφράδα ημέρα, ο Μικές αποφάσισε να το κάνει στο στούντιο. Δεν μπήκε μέσα, μόνο κάθισε στα σκαλιά της εισόδου, κοιτάζοντας τον παγωμένο, σχεδόν λευκό ουρανό και τ’ αυτοκίνητα που κατέκλυζαν τους δρόμους. Αφουγκραζόταν την βαβούρα της πόλης, προσπαθώντας να ηρεμήσει το μυαλό του.
Ο Μικές είχε μια τάση ν’ αποφεύγει τη ζωή του. Στα σκούρα, πάντοτε, καθόταν εκεί. Στα επίπονα, όμως, την κοπανούσε. Έβαλε ν’ ακούσει μουσική από το κινητό του. Παράφωνες ακουγόντουσαν οι ήδη παραμορφωμένες κιθάρες, απ’ το μικρό ηχειάκι της συσκευής, που αγκομαχούσε. Χάθηκε στις σκέψεις του κι ούτε άκουσε το δυνατό κορνάρισμα.
«Μιχάλη;» ακούστηκε μια, από χρόνια ξεχασμένη, γυναικεία φωνή.
«Αρετή;» απόρησε ο Μικές, όταν ένιωσε ένα σκούντημα και σήκωσε τα μάτια του. Ίσα που αναγνώρισε την παλιά του συμμαθήτρια, εκείνη που ‘χε φύγει για το χωριό, όταν δολοφόνησαν τους γονείς της. Από το λύκειο είχε να την δει. «Καλά είσαι;» τον ρώτησε, στιγμές πριν καθίσει στα σκαλιά, δίπλα του.
«Έτσι λέω» μονολόγησε εκείνος, νυσταγμένα.
«Δύσκολη μέρα;»
«Ατέλειωτη…»
«Τα κατάφερες τελικά; Έγινες μουσικός;» ρώτησε η Αρετή, δείχνοντας το στούντιο με τον αντίχειρά της.
«Μπα… Μαλλιά… Μουσική Τεχνολογία. Άνοιξα και τούτο ‘δω το τσαρδί και βγάζω τα προς το ζην. Εσύ;»
«Εγώ… Μεγάλη ιστορία… Κατέληξα νομικός σύμβουλος στον Μπρούσαλη… Με το catering?» ρώτησε εκείνη, γιατί ο Μικές της φαινόταν χαμένος.
«Και τις Βουλγάρες… Φύρα μεγάλη…» σχολίασε ο Μικές.
«Τους ξέρεις;»
«Ο γέρος μου έκανε παρέα με τον γέρο-Μπρούσαλη. Σ’ ότι σκατά θέλεις ήταν μπλεγμένοι και οι δύο. Ο ξάδερφός μου, δε, πρέπει να δουλεύει ακόμη για το μπρουσαλέικο».
«Ο ξάδερφός σου;» απόρησε η Αρετή.
«Παράσχος Υψηλάντης».
«Τον ξέρω».
«Αλλοίμονο» έκανε ο Μικές, προτού πετάξει το τσιγάρο στο δρόμο και σηκωθεί όρθιος. Έβγαλε τα κλειδιά απ’ την τσέπη κι ύστερα έδωσε το χέρι στην Αρετή. «Χάρηκα, ρε» της είπε νυσταγμένα.
«Κανόνισε κανένα καφέ, όποτε κι αν έχεις χρόνο».
«Όποτε…» έκανε ο Μικές, γνέφοντας, πριν χαθεί μέσα στο στούντιο.