Πορφυρο (XVII)

Προηγούμενο

Ξερόβηξε η Νίκη πριν καθίσει μπροστά στον υπολογιστή. Άνοιξε την κάμερα κι άρχισε να βιντεοσκοπεί τον εαυτό της. Αναστέναξε. Δεν της έβγαιναν τα λόγια. Όλο το απόγευμα το πάλευε. Είχε πια σουρουπώσει κι ακόμη προσπαθούσε να γράψει εκείνα που είχε να πει.

«Ψέματα, Τάσο. Όλη μας η ζωή, ψέματα ήταν…» άρχισε να λέει όταν βρήκε το κουράγιο. «Ψέματα, ξεπεσμός και ποίηση. Σε έμαθα, με τα χρόνια, να την αγαπάς. Άσχετα αν ποτέ δεν παραδέχτηκες ότι τα βράδια που δεν σ’ έπαιρνε ο ύπνος, πήγαινες στα κρυφά και σκάλιζες τα κιτρινισμένα, απ’ την νικοτίνη σου, βιβλία μου. Σ’ άρεσαν οι θλιμμένοι ποιητές, οι καταθλιπτικοί, οι αυτοκαταστροφικοί. Εκείνοι που θεωρούσες πως τους έμοιαζες…» κατέληξε δακρύζοντας κι ύστερα σταμάτησε την εγγραφή. Σκούπισε τα μάτια της και άρχισε τον μονόλογο από την αρχή.

Ψέματα, Τάσο. Όλη μας η ζωή, ψέματα ήταν. Ψέματα, ξεπεσμός και ποίηση. Στο τέλος μόνο αυτά μας απέμειναν. Τα ψέματα που λέγαμε για χρόνια στους εαυτούς μας, ο κοινός ξεπεσμός και η ποίηση, που με τον καιρό, έμαθες να αγαπάς. Δεν ξέρω αν το κατάφερα εγώ με την επιμονή μου, ή αν την αγάπησες διαβάζοντας, όλα τα βράδια που δεν σ’ έπιανε ο ύπνος. Σκάλιζες στα κρυφά τα κιτρινισμένα μου βιβλία. Δεν το παραδέχτηκες ποτέ. Σε ρωτούσα γιατί ο Καψάλης ήταν σ’ άλλη θέση στη βιβλιοθήκη και έκανες τον ανήξερο. Μου έλεγες για κάποιον πελάτη σου που τον έλεγαν Καψάλη, έτσι, για το ξεκάρφωμα. Έμαθες κι άλλους, πολλούς. Καρφωνόσουν μωρέ, μόνος. Ειδικά τις Κυριακές. Είχες αποστηθίσει μυριάδες στοίχους για τις Κυριακές.

Έμαθες και λέξεις νέες, παράξενες, σύνθετες και ξεχασμένες, σ’ άρεσαν και τις χρησιμοποιούσες. Μίλαγες στο τηλέφωνο και άλλαζες το ύφος σου, αλλάζοντας τις λέξεις που σου ερχόταν να πεις, με καλύτερες. Είχες πλάκα. Ούτε την τελευταία μέρα μας, δεν παραδέχτηκες πως σ’ άρεσε η ποίηση. Ψέματα, Τάσο. Όλη μας η ζωή, ψέματα ήταν.

Θα αρχίσω απ’ τα εύκολα. Έχω καρκίνο και η πρόβλεψη δεν είναι καθόλου καλή. Ούτε ήθελα να το συζητήσω, ούτε και θέλω. Κάνω απλώς μια δήλωση για να καταλάβεις γιατί έφτασα σ’ αυτό το σημείο, γιατί εκβίασα, με τα χίλια ζόρια, τον τελευταίο μας καυγά. Τέσσερεις μήνες προσπαθούσα να σε κάνω να περάσεις τα όριά σου. Με πονούσε, κάθε μέρα με πονούσε, αλλά δεν είχα επιλογές. Σε ξέρω. Πάντα σε γνώριζα. Δεν θα σου πήγαινε η καρδιά να μ’ αφήσεις και να συνεχίσεις την ζωή σου. Τέτοιος ήσουν πάντα. Πονόψυχος. Όμως, δεν μπήκα σ’ αυτή τη διαδικασία για να σου πω αυτό. Με πονάει που ποτέ δεν σου είπα πόσο σ’ αγάπησα και πόσο συνεχίζω να σ’ αγαπώ. Το φοβόμουν. Ακόμα το φοβάμαι. Ακόμη και μπροστά στον αναπόφευκτο θάνατο, αυτό το συναίσθημα με φοβίζει περισσότερο. Πρέπει, για πρώτη και ίσως για τελευταία φορά, να ξεγυμνωθώ. Να μιλήσω και να σου πω όσα ποτέ δεν τόλμησα.

Δεν υπάρχουν πια εικόνες, χάθηκαν, έσβησαν, σαν εκείνη την καρδιά που είχες φτιάξει στην άμμο και την πήραν μαζί τους τα κύματα. Υπάρχουν μόνο αναμνήσεις, γλυκές σκέψεις από μακρινές εποχές. Δεν μπορώ να είμαι σίγουρη αν έζησα όσα υπάρχουν στον νου μου κι όλα εκείνα που νοσταλγώ. Μπορώ να πω ότι είναι η δική μου αλήθεια, Τζο. Έτσι σε φώναζα τότε. Θυμάσαι; Εσύ ήσουν ο Τζο, το νευρικό, κοντό τυπάκι που μου την έδινε στα νευρά κι εγώ ήμουν η μουρλή. Εγώ σας το είχα κολλήσει το «Ντάλτον». Χρόνια το ψάχνατε και δεν μπορούσατε να βρείτε από πού είχε ξεκινήσει. Εγώ ήμουν. Κάποια απ’ τις παγωμένες μέρες που ο φευγάτος είχε εξαφανιστεί. Είχατε καθίσει κατά ύψος. Ζορμπάς, Λαμπρόπουλος, Μπρούσαλης, Λάγιος. Ρεμάλια ολκής. Όχι ότι ήμουν καλύτερη. Σαν χθες μου φαίνεται που καθόσασταν σ’ εκείνα τα άθλια και μισογκρεμισμένα πεζούλια του σχολείου. Δίπλα απ’ το παλιό κτήριο, πριν το γκρεμίσουν, πριν το αντικαταστήσουν με το προκατασκευασμένο. Κάπνιζες κι έβριζες. Κουνούσες τα χέρια σου σαν να ήθελες να χτυπήσεις κάποιον.

Πηγαίναμε και στο ίδιο γυμναστήριο. Σ’ έβλεπα κάποια απογεύματα, μα δεν έδινα σημασία. Η αλήθεια είναι ότι δεν σου είχα δώσει σημασία, μέχρι που ήρθε εκείνος ο καυγάς. Μέχρι τη μέρα που έβρισε τη μάνα μου ο ποζεράς. Με έπιασες απ’ τη μέση. Ρε συ, ακόμα και τώρα, που ούτε μπορώ να θυμηθώ πόσα χρόνια έχουν περάσει, δεν έχω καταλάβει τι με ηρέμησε. Ο τρόπος που μιλούσες; Το άγγιγμά σου; Το χιούμορ σου; Οι ατάκες; Δεν ξέρω, Τάσο. Δεν μπορώ να καταλάβω. Ίσως και να φταίει που μεγάλωσα και τα άφησα πίσω μου. Έτσι πίστευα. Πάντα γύριζαν για να με πικράνουν και να με γλυκάνουν.

Μεθύσαμε και γελούσαμε σαν τους χαζούς, εκείνο το βράδυ. Ένιωθα ζεστά. Γαλήνεψε το μέσα μου. Είχες πλάκα. Ούτε που θυμάμαι τι λέγαμε. Ούτε που θυμάμαι πώς μας πήρε ο ύπνος. Θυμάμαι μόνο που, κάποια στιγμή, άνοιξα τα μάτια μου και σε πήρα αγκαλιά, πριν ξανακοιμηθώ. Θυμάμαι, επίσης, που σηκώθηκες κι έφυγες σαν τον κυνηγημένο το πρωί. Έπρεπε, εκείνα τα χρόνια, ν’ ακούσω την Ντίνα. Σου ‘χε κάνει τεράστιο κακό, η μάνα σου. Δεν το καταλάβαινα. Έπρεπε να το ζήσω για να το πιστέψω και να το αντιληφθώ. Άλλη ιστορία αυτή, για άλλη στιγμή, περισσότερο κατάλληλη που θα έλεγε και η Μελίνα. Κλεμμένες ατάκες του Βασίλη χρησιμοποιούσε η καλύτερή μου φίλη.

Δεν κατάλαβα πώς αρχίσαμε να κάνουμε παρέα, ούτε πώς κολλήσαμε. Στην αρχή έβαλα την ταμπέλα πάνω μας, γιατί φοβόμουν. Ρέμπελοι ήσασταν και δεν σας ήξερα. Άγρια παιδιά, μεγαλωμένα σε σκοτεινές εποχές, με ακραία και επώδυνα βιώματα. Είχατε έναν δικό σας τρόπο σκέψης, ασυνήθιστο μα όχι, κατ’ ανάγκη, κακό.  Συμπληρώνατε ο ένας τον άλλο κι είχατε γι αρχηγό τον χειρότερο. Τον άνθρωπο που δεν μπορεί να τα βάλει κανένας μαζί του. Εκείνον που κατάφερε να κάνει τον ίδιο του τον εαυτό, να τον μισήσει. Ύστερα μιλήσαμε. Με τον καιρό, άρχισα να σας μαθαίνω.

Δεν πρόλαβα τις καταστάσεις. Χώρισε ο Βασίλης με την Μελίνα, εξαφανίστηκε εκείνος, έμπλεξε εκείνη με τον ποζερά, της έκοψα την καλημέρα. Της χρωστάω μερικές εξηγήσεις. Νομίζω ότι ήρθε ο καιρός να της μιλήσω. Πίστευα πως είχαν την ιδανική σχέση. Όταν κατέρρευσε αυτό, διαλύθηκαν όλα μέσα μου. Με επηρέασε, όσο κι αν δεν το έδειξα. Αυτοί οι δύο ήταν μια πραγματική οικογένεια κι αυτό είχαν σκοπό να γίνουν. Αυτό που μου έλειπε και που αναζητούσα. Κλείστηκα στο καβούκι μου, κρατώντας την ταμπέλα. «Φίλοι, Τάσο;» ρωτούσα και ξαναρωτούσα, περισσότερο για να πάρω την επιβεβαίωση, γιατί ήσουν ο μόνος φίλος που μου είχε απομείνει, γιατί δεν ήξερα και δεν ήθελα να μάθω, πώς είναι το να μένεις μόνος.

Ύστερα ήρθε εκείνο το φιλί. Το πρώτο μας φιλί. Πρώτο για μένα και για σένα, πρώτο και για εμάς. Πέσαμε από το κρεβάτι· ο Θεός να το κάνει κρεβάτι. Χαζά και φοβισμένα παιδιά ήμασταν τότε. Μου άρεσε, αλήθεια μου άρεσε κι ας βρώμαγε το στόμα σου τσιγάρο. Ήθελα κι άλλο. Πίστεψα, για μια μικρή στιγμή, ότι θα έπεφτε η ταμπέλα κάτω και θα έσπαγε. Εκεί κλώτσησαν οι φόβοι μου κι άρχισαν να παλεύουν με τις επιθυμίες. Ειλικρινά, συγγνώμη που δεν κατάλαβα ότι εκείνο το βράδυ ήθελες να μου ανοιχτείς. Σου έκοψα την φόρα. Συγγνώμη, Τάσο. Δύο φορές πήγες να κάνεις κάτι και τις δύο στο χάλασα. Την μία, όταν ξεκίνησες να μιλάς. Την άλλη, όταν άγγιξες τα πλευρά μου.

Μέχρι εκείνη την στιγμή, πραγματικά σε έβλεπα όπως έβλεπα και την Μελίνα. Φιλαράκια κι έτσι. Νομίζω πως κοιμηθήκαμε μαζί το προηγούμενο βράδυ, και με κατσάδιασε η μάνα μου, επειδή φορούσα μια μακριά μπλούζα και το εσώρουχο. Δεν συνειδητοποίησα ότι έβγαλα την πιτζάμα στον ύπνο μου. Μετά το μπουρίνι, σηκώθηκε όλη η κάψα της γης κι έσκασα. Δεν ξέρω αν το παρατήρησες ή όχι. Μέχρι και εκείνη την ημέρα, δεν έδινα σημασία. Όμως το φιλί, όχι το πρώτο, το δεύτερο, τα άλλαξε όλα. Όσο και να προσπάθησα, όλα αυτά τα χρόνια, δεν κατάφερα ούτε στον εαυτό μου να το περιγράψω και να το ξεκαθαρίσω. Ήταν υπέροχο και το έχασα. Ήξερα ότι αν ζόριζα την κατάσταση, δεν θα έβγαινε πουθενά. Αυτό μου υπαγόρευαν οι φοβίες μου. Έφταιγε που είχα κάνει την πρώτη κίνηση και έθαψα, μόνη μου, την προσπάθεια εκείνη.

Άλλαξε ο τρόπος που σε έβλεπα και ο τρόπος που αντιλαμβανόμουν αυτό, το αδιευκρίνιστο δέσιμο, που υπήρχε μεταξύ μας. Προσπαθούσα να σε πιάσω στον ύπνο για να μάθω πράγματα για σένα και οφείλεις να παραδεχτείς ότι το κατάφερνα. Μπορεί να έσκαγα μύτη στο μαγαζί και να σου έπιανα την κουβέντα, έτσι, απ’ το πουθενά. Είχες αρχίσει να δουλεύεις και να χώνεσαι στην νύχτα, εκείνη την περίοδο. Μέσα στους καπνούς και στα σκυλάδικα, προσπαθούσαμε να συζητήσουμε. Εσύ με το κουστουμάκι σου, σωστός κυριούλης, εγώ ντυμένη σαν την λατέρνα, να πίνω το ποτό μου και να σε περιμένω, ίσα για να ανταλλάξουμε μερικές κουβέντες πριν φύγεις ξανά. Είχες πλάκα. Σ’ έμαθα να λες “navy blue”. Ήταν το αγαπημένο σου χρώμα. Ένα ολόκληρο βράδυ φάγαμε για να βρούμε την ακριβή απόχρωση. Σαν την τρελή έτρεχα, το επόμενο απόγευμα, για να πάρω εσώρουχα. Navy blue. Ένα συρτάρι γέμισα, απατεώνα.

Πρέπει να ‘χες μπει στην σχολή τότε. Σίγουρα είχες μπει στην σχολή. Ξέμενες πού και πού στην Ντίνα μετά το ξενυχτάδικο, όταν παίρναμε καφέ και φαγητό το χάραμα και πηγαίναμε να μιλήσουμε με την ηρεμία μας. Κουτούλαγες από την νύστα και την κούραση κι εγώ σου έπιανα την κουβέντα. Ξάπλωνες απέναντί μου και κοίταζες περισσότερο το στήθος μου, παρά εμένα. Απ’ την μία είχα τον φόβο κι απ’ την άλλη το βλέμμα σου. Ξάπλωνες, καμάρι μου, με το πουκάμισο και το παντελόνι κι εγώ, πήγαινα ν’ αλλάξω. Έβγαζα το σουτιέν, φορούσα ό,τι πιο κολλητό είχα κι ερχόμουν δίπλα σου. Πάλευαν μέσα μου ο φόβος και η προσμονή. Σου ζητούσα να με πάρεις αγκαλιά, μ’ έπιανες απ’ τη μέση, έχωνα την ταμπέλα της φιλίας στη μέση και σου έκοβα την φόρα. Μου ‘λειπε κι εκείνο το φιλί, αλλά, δεν τολμούσα να κάνω κάτι. Έτρεχε το μυαλό μου μακριά. Πόσες και πόσες φορές μ’ έπιασες να είμαι αφηρημένη και να σου λέω πως δεν έχω τίποτα κι ότι απλώς ήμουν κουρασμένη; Εσύ χάζευες το στήθος μου κι η δική μου φαντασία κάλπαζε σ’ όσα μπορούσα να ονειρευτώ, αλλά δεν είχα κουράγιο να υλοποιήσω.

Κοιμόσουν σαν νεκρός κι εγώ ξαγρυπνούσα. Γέμιζε το μυαλό μου με ανοησίες και δεν μ’ άφηνε να ηρεμήσω. Σου γυρνούσα πλάτη, για να μην σε βλέπω, για να μην σκέφτομαι. Κάποιες φορές κολλούσες πάνω μου. Με αγκάλιαζες. Άρχιζε, τότε, να χτυπάει η καρδιά μου πιο γρήγορα. Είμαι σίγουρη ότι κοκκίνιζα. Έπαιζαν τα νεύρα των χεριών μου. Μου χάιδευες το στομάχι, μέσα στον ύπνο σου κι ένιωθα ευτυχία. Μία ή δύο φορές, μου έπιασες το στήθος. Μέσα στον βαθύ, από την εξάντληση, ύπνο σου, ούτε που κατάλαβες ότι το έκανες. Εκεί άρχισα να χοντραίνω την μεταξύ μας πλάκα.

Πλάκα; Ποτέ δεν ήταν πλάκα από κανένα μας. Εγώ τραβούσα το σχοινί λίγο περισσότερο κάθε μέρα. Εσύ περνούσες τις φάσεις σου. Είτε θα ήσουν τελείως αδιάφορος, είτε θα με έφτανες μια ανάσα πριν σε βάλω κάτω. Δεν μπορώ να καταλογίσω ευθύνες. Φταίγαμε και οι δύο και ταυτόχρονα, δεν έφταιγε κανείς. Μου έλεγες πως είσαι αγοράκι κι ότι δεν θες να το τραβάω πολύ κι εγώ έκανα του κεφαλιού μου. Άλλο τόσο του κεφαλιού σου έκανες κι εσύ. Έπιανα εσένα να χαζεύεις τον κώλο μου, κι εμένα, στιγμές αργότερα, να σου κουνιέμαι επιδεικτικά. Μέχρι να καταλάβω τι έκανα και τι έκανες, ξέφευγε η πλάκα απ’ τα όριά της. Άντε να την μαζέψω κι άντε να τα φέρω όλα σε ισορροπία. Το παιχνίδι ήταν χαμένο κι αυτό είχε προδιαγραφεί, από την πρώτη κιόλας χρονιά που κάναμε παρέα.

Πόσο μου την είχες δώσει στα νεύρα όταν έμπλεξες μ’ αυτή, την ηλίθια, πώς την έλεγαν; Που σε φώναζε «Σούλη» με χωριάτικη προφορά. Κατάλαβες ποια λέω. Από πείσμα τα έμπλεξα κι εγώ με κάποιον. Παραμέναμε φίλοι. Έτσι λέγαμε. Ψέματα, Τάσο. Μόνο ψέματα ήταν η ζωή μας. Εγώ αλλού, εσύ αλλού, βγαίναμε μαζί, γυρίζαμε χαράματα, ενίοτε σουρωμένοι μέχρι τα μπούνια, ξαπλώναμε μαζί, κοιμόμασταν μέχρι το μεσημέρι, μας την έλεγε η Ντίνα. Εδώ πρέπει να σου εξομολογηθώ κάτι, ξέροντας πως μόλις το μάθεις, θα αρχίσεις να βρίζεις θεούς και δαίμονες.

Ένα βράδυ από εκείνα που πλαγιάσαμε μαζί, όταν ήσουν ακόμα με την Αγγέλα· το θυμήθηκα το χωριατάκι σου· σου ‘χα θυμώσει τόσο πολύ, που δεν μου κολλούσε ύπνος. Σ’ έκανα να ζηλέψεις, όσο κι αν δεν το παραδέχτηκες ποτέ. Μ’ έκανες κι εσύ να ζηλέψω, βλάκα, μιλώντας μου για εκείνη. Τέσσερεις φεύγα το πρωί ήτανε. Εσύ κοιμόσουν σαν το μοσχάρι κι εγώ ζήλευα, είχαν χτυπήσει τα νεύρα μου κόκκινο και ήμουν και αναμμένη. Επειδή σε ξέρω, ξέρω ότι είσαι βλάκας και ότι δεν καταλαβαίνεις τι σου γίνεται ώρες – ώρες, θα σου πω ότι εκείνο το μεσημέρι που σηκωθήκαμε κι είχες το χέρι σου εκεί που δεν έπρεπε να το έχεις, δεν είχε πάει μόνο του. Εγώ το είχα βάλει. Το ανέφερες ενίοτε και γελούσες με τα χάλια μας, αλλά, μωρέ Τάσο, δεν σου είχε πάει ποτέ το μυαλό; Τόσα χρόνια ζούσαμε μαζί και με ήξερες, είχες μάθει ότι μπορεί να μ’ έπιανε στις τρείς ή στις πέντε να θέλω να μου βάλεις χέρι, ενώ κοιμόσουν σαν το τούβλο και δεν ξύπναγες ούτε με κανόνια.

Μετά πήγες κι έμπλεξες με την μπάρμπι κι έχασα κάθε ελπίδα. Χάθηκες. Με ρωτούσες αν σου κρατούσα μούτρα που δεν είχες χρόνο για εμένα, λες και δεν το έβλεπες. Δεν θα με πείραζε αν περνούσες καλά μαζί της, μα, από την πρώτη κιόλας μέρα, δεν περνούσες καλά. Δεν ήσουν ο εαυτός σου. Βουτυροχλεχλές έγινες για χάρη της. Χρύσωσες τις εταιρίες που έφτιαχναν τσίχλες, γιατί η Αλεξάνδρα σου δεν μπορούσε να μυρίζει τον καπνό. Σταμάτησες να φωνάζεις, να βρίζεις και να κοπανιέσαι. Ξεσπούσες σε μένα τα νεύρα σου. Είχα αρχίσει να κουράζομαι. Αλλά, βαθιά μέσα σου, ήσουν ο ίδιος άνθρωπος. Εκείνος που μου έριχνε κλεφτές ματιές, όταν πίστευε πως δεν τον κοίταζα. Εκείνος που έριχνε ατάκες, δήθεν για ξεκάρφωμα, και καρφωνόταν μόνος του. Εκείνος που του ευχήθηκα «καλή θητεία» και έσκυψε να με ρωτήσει αν φοράω σουτιέν ή όχι. Το τελευταίο βράδυ, πριν φύγεις για τον στρατό. Ναι, ρε βλάκα, δεν φορούσα εσώρουχα εκείνο το βράδυ, επειδή είχες δίπλα σου την μπάρμπι. Για σπάσιμο το έκανα, για να με στραβοκοιτάζει όλο το βράδυ. Ούτε που μας έδωσε σημασία όταν πιάσαμε ψιλοκουβέντα. Το σκεφτόμουν να σε πάρω και να φύγουμε, να τους παρατήσουμε όλους εκεί και να παρθούμε στο αυτοκίνητο. Ειλικρινά το σκεφτόμουν. Ούτε που μ’ ένοιαζε αν ήσουν μ’ εκείνη κι αν έλεγες ότι περνούσες υπέροχα. Πάλι μπήκαν οι φόβοι μου στη μέση. Το λέω και το ξαναλέω, μπας και το χωνέψω κάποια στιγμή. Σου είπα να πάμε στο αυτοκίνητο, με ρώτησες τι ήθελα, δείλιασα, απάντησα πως κάτι είχα ξεχάσει. Δεν μπορούσα να εκφράσω τις σκέψεις μου. Μέχρι να πάρω την απόφαση, ήσουν σε κάποιο λεωφορείο και ταξίδευες.

Πόσο μου έλειπες εκείνη την περίοδο; Θεέ μου, πόσο; Μιλούσαμε σπάνια. Όποτε θυμόσουν να πάρεις τηλέφωνο, ξεχνούσαμε να το κλείσουμε. Φώναζε η Ντίνα που το έπαιρνα αγκαζέ και την έδιωχνα απ’ την τηλεόρασή της. Σ’ άκουγα και μ’ άκουγες, όπως πάντοτε, μόνο που μας χώριζαν τα χιλιόμετρα. Μας τσάκιζαν τα άτιμα τα χιλιόμετρα. Περίμενα να έρθεις. Περίμενα να χωρίσεις. Όλοι είχαν χωρίσει στο στρατό. Μόνο εσύ αρνιόσουν πεισματικά να το κάνεις. Ήρθες μια φορά κι ούτε που με είδες. Πέρασαν τρείς μήνες για να σε δω. Σαν τον κλέφτη ήρθες. Ήθελες να κάνεις κι έκπληξή, τρομάρα σου, στην μπάρμπι. Καημένε Τασούλη…

Όλα ανάποδα τα κάναμε εκείνο το βράδυ. Όλα ανάποδα τα κάναμε, πάντοτε. Ανάποδοι ήμασταν. Εσένα ήθελα. Χρόνια σε ήθελα. Εκείνο το βράδυ, δεν ξέρω πώς, κατάφερα να το εκφράσω. «Με θέλεις; Με έχεις». Ο Τάσος που ‘χε περάσει τα όριά του και δεν τον ένοιαζε τίποτα. Ο άνθρωπος που άρχισε να πατάει στα χνάρια άλλων ανθρώπων, ακραίων, ρομαντικών, ασυλλόγιστων. Θυμάμαι να λέω στον εαυτό μου «μπλέξαμε». Σου ‘χαν χαλάσει την γιορτή, σου ‘χαν μαυρίσει την καρδιά, σβαρνιόσουν εκείνο το βράδυ, μα δεν μπορούσες να πέσεις κάτω. Έπρεπε να σταθείς στα πόδια σου. «Τίποτα σημαντικό δεν συνέβη σήμερα» θα είχες πει κι ύστερα θα το έριξες, όπως πάντα, στην παλαβή.

Μπήκες στο δωμάτιο και έβγαλες ρολόι, σακάκι και πουκάμισο. Κάθισες να κάνεις τσιγάρο με τη φανέλα, όπως παλιά. Χαμένο βλέμμα, απλανές, σκεφτικό. Αγχώθηκες κι άρχισες να τρως τα νύχια σου. Πήγες να κάνεις και πλάκα, τρομάρα σου, αλλά δεν σου βγήκε. «Σου βάζω χέρι» μου είπες με ύφος τεθλιμμένο. Έτοιμη ήμουν να πάρω το χέρι και να το πάω εκεί που έπρεπε, εξ’ αρχής, να το έχεις βάλει, αλλά μου την έδινε το κρατς – κρατς του νυχιού. Την έφαγες την σφαλιάρα στο χέρι, δεν άντεξα. Με κοίταζες παράξενα. Σαν να με έβλεπες για πρώτη φορά. Με έγδυνες με τα μάτια, Τάσο.

Γέλασα με την γκριμάτσα σου, όταν μπέρδεψες την γλώσσα σου, και βγήκε εκείνη η παράξενη λέξη, που η προφορά της έμοιαζε με κάποια αφρικάνική διάλεκτο, από το στόμα σου. Περίμενα να μου πεις κάτι σοβαρό, να πιάσουμε κουβέντα, αλλά δεν κρατήθηκες. Έπρεπε να το συνεχίσεις. Έπρεπε κι εγώ το συνεχίσω. Τόσα χρόνια χάζευες τον κώλο μου και προσπαθούσες να δεις τι βρακί φοράω. Είπα να στον δείξω εκείνο το βράδυ. Μην με ρωτήσεις πώς το κατάφερα. Ούτε εγώ ξέρω. Μου βγήκε και το έκανα. Μου την έδωσε που με είπες «κουφέτο». Εκεί που περίμενα να ορμήσεις, εσύ το γύρισες στην πλάκα. Σε είχα δει. Δεν είχες σκοπό να κάνεις πίσω, μόνο να το τρενάρεις ήθελες. Να το καθυστερήσεις λίγο, να κόψεις αντιδράσεις. Ήθελες να πατάς στα σίγουρα. Το πήγες ακριβώς εκεί που ήξερες ότι δεν θα άντεχα. Στην κόντρα. Ήξερες πως με εξιτάριζε αυτή η κόντρα και, πολλές φορές, την άρχιζες επίτηδες, για να μου σπάσεις τα νεύρα.

Πόσες φορές είχες απειλήσει πως θα με δάγκωνες και πόσες από αυτές περίμενα το δάγκωμα που δεν ήρθε ποτέ; Το γύρισα κι εγώ στην κόντρα, προσπαθώντας να αμυνθώ και να μας πάω ένα βήμα πιο πέρα. Δεν ξέρω αν το είχες σχεδιάσει, αν το είχες φανταστεί, αν το έκανες με την μπάρμπι σου ή οτιδήποτε άλλο. Αυτό που ξέρω, είναι ότι δεν περίμενα να το κάνεις. Ειδικά όταν είδα εκείνη την φάτσα να με κοιτάζει παιχνιδιάρικα. Είχα προετοιμαστεί για να ακούσω μία από τις χιλιάδες μαλακίες που θα μπορούσες να πετάξεις για να καταστρέψεις την στιγμή. Τζάμπα η προετοιμασία, με δάγκωσες τελικά. Σου έχω πει ποτέ, πόσο μου άρεσε; Νομίζω ότι το έδειξα όταν σε άρπαξα και σε κόλλησα πάνω μου. Φοβήθηκα ότι θα το σταματούσες αν, εκείνη την στιγμή, δεν σε πίεζα. Κρατιόμουν για να μην σε βάλω κάτω. Ήθελα, για μία φορά, να εξελιχθούν όλα ομαλά. Αλήθεια το ήθελα. Από την στιγμή που άγγιξες τα πλευρά μου κι άρχισες να μου βγάζεις την μπλούζα, βασανιστικά αργά, άρχισα να παλεύω όχι με τον φόβο, αλλά με την επιθυμία. Τον φόβο τον έχασα κάπου στην διαδρομή.

Εκεί βρήκαν να σε πιάσουν οι ενδοιασμοί. Δηλαδή, ρε Τάσο, για να καταλάβω, παίζεις με το στήθος μου, μου βγάζεις την μπλούζα και πας και κάνεις πίσω, για να μου πιάσεις την κουβέντα; Στέκει; Όχι. Τέλος πάντων, στέκει. Φοβόσουν, όπως κι εγώ. Σου είπα να συνεχίσεις κι ύστερα έγινε το έλα να δεις.

Ποτέ δεν έπαιζες δίκαια. Νόμιζα πώς θα είχα ένα περιθώριο για να υποχωρήσω, για να το γυρίσω στην πλάκα, για να το κόψω. Σιγά μην μ’ άφηνες. Με ανέβασες πάνω σου, μου έδωσες το πάνω χέρι, μου έδωσες θάρρος για να σκοτώσω τους φόβους μου. Ασυναίσθητες ήταν οι πράξεις μας· όλα έγιναν χωρίς να καταλαβαίνουμε το πώς.

Ήθελα να σου μιλήσω όταν ξαπλώσαμε, αλλά ήσουν τόσο κουρασμένος και τόσο στεναχωρημένος, που φοβόμουν μην τα πάρεις όλα στραβά και φύγεις. «Πόσες μετράς;» ρώτησα μόνο κι όταν άκουσα το νούμερο, συνειδητοποίησα ότι άντεχα να κάνω υπομονή. Έκανα χρόνια υπομονή κι έλεγα στον εαυτό μου ότι μπορούσα να κάνω κι άλλο.

Μου ‘χες χτυπήσει αμέτρητες φορές το ότι σε έδιωξα εκείνο το μεσημέρι. Ποτέ δεν με ρώτησες τον λόγο που το έκανα. Φοβόσουν την αιτία, γιατί την ήξερες. Ήξερες ότι δεν θα μπορούσα να μπω σε μία σχέση με όλα τα όρια και τα συρματοπλέγματα που έπρεπε να μπούνε γύρω μας. Ήταν κι ο στρατός. Ναι, Τάσο, έφταιγε κι αυτό. Φρίκαρα στην ιδέα ότι θα σ’ έχανα ξανά και θα μιλούσαμε αν και όποτε είχες χρόνο. Δεν ήθελα να φύγεις. Μετά, κλώτσησαν όλα μέσα μου. Άρχισε να αντηχεί μια φωνή στο μυαλό μου και να λέει πως είμαστε φίλοι. Πως έκανα μαλακία. Πως δεν έπρεπε να γίνει κάτι μεταξύ μας. Πως δεν έπρεπε να σ’ αφήσω, πως δεν έπρεπε να μ’ αφήσεις, πως τα σκατώσαμε όλα. Άρχισες να μου λείπεις ενώ ήσουν ακόμη δίπλα μου και χαμογελούσες. Δεν έχω πονέσει περισσότερο στην ζωή μου. Δεν πόνεσα ούτε όταν άκουσα τα λόγια της Ντίνας, μετά που ντύθηκες και βγήκες από το δωμάτιο. Με πόνεσε που σ’ είπε «χαλβά». Πάντα έτσι σε έλεγε. Δεν ήσουνα χαλβάς, είχες όρια, τόσο γερά χτισμένα, θεμελιωμένα με άφθαρτα υλικά, που όσο κι αν πάλεψες, όλα αυτά τα χρόνια, δεν κατάφερες να ρίξεις. Ναι, υπήρχαν στιγμές που τα γκρέμιζες όλα κι ύστερα σ’ έπιαναν οι τύψεις.

Αυτό έκανες κι εκείνη τη μέρα. Μέσα σε είκοσι τέσσερεις ώρες έφερες την ζωή μου τούμπα, δύο φορές. Μία που παράτησες την Αλεξάνδρα κι έγινες δικός μου και μία που παράτησες εμένα και γύρισες πίσω στην μπάρμπι. Με πονούσε για χρόνια, ίσως και να με πονάει ακόμη. Όμως, έφταιγα κι εγώ που δεν σου μίλησα ποτέ. Μάλωνες με την μπάρμπι, εμφανιζόσουν απ’ το πουθενά, μιλούσαμε, ξαπλώναμε, φιλιόμασταν, πηδιόμασταν μέχρι τελικής πτώσεως, κοιμόμασταν, σηκωνόσουν, έπινες καφέ κι έφευγες για να γυρίσεις στην μπάρμπι σου. Μου την είχες πει κιόλας, γιατί δεν ήξερα τι ήθελα. Με το δίκιο σου.

Δεν ήθελα, τότε, να ήμαστε μαζί, όχι επειδή σε ήξερα, αλλά επειδή δεν θα άντεχα να μου λείπεις συνέχεια. Έπρεπε να κάνω υπομονή και να βρω μια διπλωματική διέξοδο από εκείνη την ερώτηση. «Θέλεις να χωρίσω και να είμαστε μαζί;». Όχι. Δεν ήθελα, τότε, εκείνη την περίοδο που βάραγες σκοπιές, να είμαστε μαζί. Δεν θα το άντεχα. Το είχα φέρει εκατομμύρια φορές στο μυαλό μου. Τα ήθελα όλα, όπως ακριβώς τα ήθελα και δεν ήμουν διατεθειμένη να συμβιβαστώ με κάτι λιγότερο. Ή θα κοιμόμασταν μαζί κάθε μέρα, ή όποτε κι όταν, χωρίς ταμπέλες, δεσμεύσεις και υποσχέσεις. Ούτε εσύ άντεχες τη μοναξιά, μα την διαχειριζόσουν τελείως διαφορετικά. Σου έφτανε να έχεις την μπάρμπι σου κι ένα κρεβάτι να την πέφτεις πού και πού. Μάθαινα για τους καυγάδες σας και στενοχωριόμουν. Δεν ανακατεύτηκα ποτέ. Άλλαξα. Υιοθέτησα τρόπους άλλων. Σε άκουγα μόνο όταν ήθελες να μιλήσεις και σκάλιζα την ζωή σου, στα κρυφά, ρωτώντας τους φίλους σου για σένα.

Μετά χώρισες κι ανάσανα. Με πήρες τηλέφωνο για να πάμε μαζί σ’ εκείνη την κηδεία. Σερνόσουν. Μαζί τα μαζέψαμε τα κομμάτια σου, έτσι μου είχες πει. Τα χειρότερα Χριστούγεννά μας, τα περάσαμε μαζί. Ήρθαν όλα ανάποδα, διαλύθηκε ο κόσμος μας, κλονίστηκε η παρέα. Εσύ ήσουν φαντάρος, ο Σάκης έτρεχε με τον πατέρα του και το μαγαζί, ο Βασίλης είχε αποφασίσει να φύγει και προσπαθούσε να κρατήσει μια συνοχή στην όλη κατάσταση κι εγώ ψυχορραγούσα σιωπηλά, περιμένοντας, μετρώντας μέρες, σαν στρατιώτης που περίμενε το χαρτί και την ταυτότητά του. Σαν εσένα που χάθηκες, που ήθελες να μαζέψεις τις άδειές σου, που ζητούσες να χαλαρώσεις πριν επιστρέψεις πίσω στην ζωή σου.

Το «μαζί» δεν το περίμενα, ούτε ήμουν έτοιμη να το διαχειριστώ. Ούτε ήξερα ότι θα μου έπαιρνε δέκα χρόνια για να σου πω όσα ήθελα να σου πω. Εσύ έγινες ξανά ο εαυτός σου, εγώ τον είχα χάσει στην πορεία και δεν ήθελα να γυρίσω πίσω. Έγινα κάποια που μισούσα, ένα άτομο που σιχαινόμουν, μόνο και μόνο για να προστατεύσω εσένα από εμένα. Λάθος, μεγάλο λάθος ήταν κι άργησα πάρα πολύ να το δω. Μα, ακόμη κι όταν το είδα, δεν είχε νόημα να στο πω. Είχαν αλλάξει οι συνθήκες κι ήξερα πως ήταν πλέον αργά για εμάς. Όταν έγινα η παλιά Νίκη, εκείνη που δεν έπαιζε, εκείνη που μανούριαζε, που έλυνε τα προβλήματά της με καριολίκια και γροθιές, είχε χτυπήσει την πόρτα μου το τέλος. Έπρεπε να το τελειώσω κι έπρεπε να είναι τελεσίδικο. Γι αυτό σκοτωθήκαμε κι έφυγες. Πάντα έφευγες. Ακόμη κι αν όλα ήταν δικά σου, τα άφηνες και έφευγες. Δεν ήθελες ποτέ να έχεις αναμνήσεις, σε αντίθεση με εμένα, που κρατούσα και κρατάω κειμήλια.

Ψέματα, όλη μας η ζωή, ήταν γεμάτη ψέματα, κι αυτό, μόνο για να μην χάσω εσένα ή τον εαυτό μου. Όταν ανέλαβες το μαγαζί του Θανάση, δεν είχες χρόνο για τίποτα. Μετά έπιασες και τις επενδύσεις. Είκοσι ώρες την ημέρα δούλευες. Έλειπες τα βράδια κι εγώ ξενυχτούσα, συνήθως διαβάζοντας. Δεν περνούσανε τα βράδια μου. Λιώμα ερχόσουν το πρωί, μου έφερνες πρωινό, μου έφτιαχνες καφέ, με αγκάλιαζες και ρωτούσες «τι κάνει το κουφετάκι μου;». Απίστευτος, πάντοτε απίστευτος και ανεκδιήγητος ήσουν. Κοιμόμασταν, όσο κατάφερνες να κοιμηθείς κι ύστερα σηκωνόσουν και πιανόσουν με την δουλειά. Νούμερα ήταν για σένα τα λεφτά, οντότητες οι άνθρωποι. Έπαιζες και κέρδιζες. Έπαιζες κι έχανες. Δεν σ’ ένοιαζε. Ρίσκαρες τα πάντα και χωνόσουν ολοένα και πιο βαθιά. Τεράστια ήταν τα ανοίγματα που έκανες. Δεν αγχωνόσουν εσύ κι αγχωνόμουν εγώ.

Πού και πού, έπαιρνες και κανένα ρεπό. Δεν άντεχες μέσα στο σπίτι για περισσότερο από μία μέρα. Παθολογικά εργασιομανής ήσουν. Όποτε δεν δούλευες, αρρώσταινες. Έπιανες τον τζουρά και έπαιζες οτιδήποτε θλιμμένο σου ερχόταν στο μυαλό. Αυτά τα πονεμένα σου ταξίμια, τα λάτρευα, ακόμη κι αν μου ράγιζαν την ψυχή. Αναθεμάτιζες όταν δεν έπιαναν τα δάχτυλά σου τις χορδές. Σου έλεγα πως έπρεπε να ξεκουράζεσαι κιόλας. Δεν μ’ άκουγες. Ακόμη και η Εύα στο έλεγε, κι εσύ, ο ξερόλας, της απαντούσες ότι μόνο μία φορά θα έβγαζε διάγνωση για εσένα, όταν έφτανες στο νεκροκρέβατο.

Ζήλευα. Αυτό το ξέρεις. Το πόσο ζήλευα, δεν στο έδειξα ποτέ. Ακόμη και την Εύα, το μινιόν του Θανάση, το δείγμα γυναίκας, το ζήλευα. Πιάνατε την κουβέντα, χαζογελούσατε και μου γύριζε το μυαλό. Είχα αρπαχτεί μερικές φορές μαζί της, χωρίς βέβαια να το καταλάβει κανείς. Δεν ξέρω πώς λειτουργούσε μέσα στο κεφάλι μου. Μόνο το είδωλό μου στον καθρέφτη δεν ζήλευα. Ναι, ήμουν κτητική. Ήσουν δικός μου και αυτό δεν υπήρχε περίπτωση να το διαπραγματευτώ. Έφταιγε το ότι ήσουν φλου, δεν σ’ ένοιαζε αν θα πονέσει κάποιος και πόσο θα πονέσει, δεν καταλάβαινες ότι οι άνθρωποι πονάνε. Ίσως γιατί έδειχνες ατσαλένιος κι άφθαρτος.

Σ’ αγαπούσα περισσότερο, κάθε φορά που ήσουν ζορισμένος και μου ανοιγόσουν. Με έπαιρνες αγκαλιά, κούρνιαζες πάνω μου, κρυβόσουν στο στήθος μου κι έκλαιγες με τις ώρες, σαν μικρό παιδί που χτύπησε κι αναζητούσε παρηγοριά και ανακούφιση. Μόνο για την μάνα σου δεν είχες κλάψει. Ούτε στην κηδεία της δεν πήγες, όσο κι αν σε παρακάλεσα, όσο κι αν σου είπα ότι, κάποιες φορές, τα θέλω μας δεν γίνεται να συνάδουν με την πραγματικότητα. Για όλους έτρεχες, εκτός από τους δικούς σου. Σταμάτησες να μιλάς και με τον αδερφό σου, σα να σού ‘χε κάνει κάτι εκείνος. «Εσύ, η Ντίνα και τα παιδιά είστε η οικογένειά μου» μου είχες πει σε κάποιο διάλλειμα απ’ τη δουλειά. Όχι, δεν έφταιγε αυτό που βγάλαμε την ταμπέλα της σχέσης. Κάτι άλλο έφταιγε.

Τρείς εκτρώσεις έκανα και δεν στο είπα ποτέ. Δεν ήθελα, ο κωλοχαρακτήρας σου, να νιώθει υποχρεωμένος σε μένα, στην κοινωνία, ή στον εαυτό σου. Το αστείο είναι πως και τις τρείς φορές, εγώ έφταιγα. Την πρώτη, τότε, στα είκοσι έξι μας, με κυρίευσε το πάθος της στιγμής. Ίδρωσες κι έτρεμες απ’ το άγχος, όταν κατάλαβες τι έγινε. Εγώ δεν έδωσα σημασία, με την ζωή που κάναμε και τις καταχρήσεις, τότε, πίστευα πως δεν υπήρχε περίπτωση να έχει γίνει κάτι. Να που έγινε. Μόνη μου έτρεξα. Μόνη μου τα κανόνισα όλα. Δεν σου είπα τίποτα γιατί φοβήθηκα πως θα ακολουθούσες τον δρόμο του φευγάτου. Είπα ότι θα προσέχω. Λόγια ήταν μόνο. Λόγια που δεν είχαν αντίκρισμα γιατί όσο περνούσε ο καιρός, σ’ απολάμβανα όλο και λιγότερο. Δεν είχαμε δικό μας χρόνο, Τάσο. Υπήρχαν βδομάδες που δεν βλεπόμασταν καθόλου, ακόμη κι αν ζούσαμε στο ίδιο σπίτι, ακόμη κι αν κοιμόμασταν στο ίδιο κρεβάτι. Μέρες που μιλούσαμε με σημειώματα στον καθρέφτη της κρεβατοκάμαρας. «Σου μαγείρεψα λαζάνια» έγραφες στο χαρτάκι ενώ έδενες την γραβάτα σου. Έφευγες και μ’ άφηνες να κοιμηθώ. Έφευγα το πρωί για δουλειά. «Σ’ αγαπάω απατεώνα» σου έγραφα, για να το δεις όταν θα επέστρεφες. «Να πας για ψώνια, το ψυγείο είναι άδειο» μου απαντούσες πριν πέσεις για ύπνο.

Μου τελείωσε το κουράγιο. Δεν άντεχα να είμαστε έτσι. Τότε έφυγε η ταμπέλα της σχέσης. Χωρίσαμε. Σηκώθηκες κι έφυγες από το σπίτι. Τα παράτησες όλα πίσω σου. Δύο μέρες και δύο νύχτες έκλαιγα και χτυπιόμουν, πότε στο κρεβάτι, πότε στον καναπέ, πότε στην κουζίνα, πότε στο μπάνιο. Άδειασε το σπίτι. Με πλάκωναν οι τοίχοι. Κατέρρεε πάνω μου η πραγματικότητα που δεν μπορούσα να αντιμετωπίσω. Δεν ήξερα τι ήθελα και συνεχίζω να μην ξέρω τι θέλω.

Γύρισες για να συζητήσουμε. Σου είπα ότι με πονάει το να είμαστε μαζί και να μην ζούμε τις στιγμές μας μαζί. Μου απάντησες πως έπρεπε να μεγαλώσω κι ότι δεν ήμασταν πια στο σχολείο. Βάλθηκες να μου το αποδείξεις. Παράτησες την δουλειά για μια βδομάδα κι έμεινες στο σπίτι. Κάθε μέρα γινόσουν όλο και πιο μίζερος. Δεν είχες τι να κάνεις, σ’ έτρωγαν τα χέρια, δε σε χωρούσε ο τόπος. Βλέπαμε τηλεόραση κάποιο απόγευμα, σ’ είχα στην αγκαλιά μου και έβαλες τα κλάματα από τα νεύρα σου. «Δεν την μπορώ την απραξία, δεν την αντέχω, με διαλύει» μου είπες μέσα στα αναφιλητά σου. Γι αυτό ταίριαξες με την μπάρμπι. Είστε και οι δύο εργασιομανείς, μέχρι εκεί που δεν πάει. Θα μπορούσατε να μην ειδωθείτε για μήνες, μόνο και μόνο επειδή σας γεμίζει η δουλειά σας. Όχι, εγώ δεν ήμουν έτσι.

Ένα από αυτά που με φόβιζαν κι ακόμη με τρομάζουν, είναι η εργασιομανία σου. Μετά, με φόβιζε η ανάγκη σου να κάνεις παιδιά. «Περνάνε τα χρόνια» μου έλεγες κι ούτε που κατάλαβα πότε ήρθαν τα τριάντα και πότε έφυγαν. Ήρθε κι ο Βασίλης πίσω με την μικρή του και σου σφηνώθηκε στο μυαλό το να κάνουμε παιδιά. Μαλώναμε για την δουλειά σου και τα παιδιά.

Δύο φορές είπα πως θα το προσπαθήσω και τις δύο δεν κατάφερα τίποτα. Έμαθα να παίζω θέατρο και να κρύβομαι, γιατί δεν ήθελα να σε πληγώνω. Το είχα κάνει στο παρελθόν αμέτρητες φορές και δεν άντεχα τον αντίκτυπο που είχε σε εμένα. Μου το είχε πει η μάνα μου, όταν παίζεις με τα συναισθήματα κάποιου, πληγώνεις τον άλλο, μα περισσότερο τον εαυτό σου. Μου έφυγες ακόμη μια φορά. Έπεσα να πεθάνω. «Πάω για τσιγάρα» μου είπες εκείνο το πρωί που σκοτωθήκαμε. Αιώνες μου φάνηκαν τα δέκα λεπτά που έλειψες. Τότε είδα πως δεν υπήρχε περίπτωση να συμβιβάσουμε τα θέλω μας, αλλά ήμουν δειλή και φοβισμένη, δεν ήξερα πώς θα ήταν η ζωή μου χωρίς εσένα κι αν θα άντεχα μακριά σου. Γι αυτό δεν έγραψα ποτέ το τέλος σ’ αυτό που είχαμε.

Μίλησα με τον Θανάση που δεν θέλει παιδιά και τον Βασίλη που θέλει, αλλά όχι με την γυναίκα που έχει δίπλα του. Τα ίδια μου είπαν και οι δύο. Ή να κάνω την υπέρβαση, ή να χωρίσω. Βασανιζόμασταν και οι δύο, περισσότερο εσύ και λιγότερο εγώ. Μου είχε πει ο Βασίλης, πως για κάποιους είναι όνειρο και για άλλους, ανάγκη. Μέχρι να καταλάβω πως ήταν ανάγκη σου, είχαμε χωρίσει. Πάει καιρός. Είκοσι μέρες μακριά σου και νιώθω πως πέρασαν χρόνια από την τελευταία φορά που σε είδα. Έμαθα ότι μιλάς με την μπάρμπι. Ας είναι. Μακάρι να μπορέσει να σου προσφέρει όσα χρειάζεσαι, γιατί εγώ, όπως φάνηκε, δεν θα το καταφέρω ποτέ.

Αν και δεν θέλω να απολογηθώ, νομίζω ότι πρέπει. Άλλωστε, εσύ το έχεις κάνει αμέτρητες φορές. Εσύ μιλούσες, εγώ δεν είχα κουράγιο. Υπήρχαν στιγμές που δεν καταλάβαινα τι ένιωθα και έπρεπε να περάσουν χρόνια για να αρχίσω να συνειδητοποιώ ότι όσα σε πείραζαν ήταν οι δικές μου ανάγκες.

Έχω πια καταλάβει πως μας διέλυσε η ζήλια και η κτητικότητά μου και πως την χαριστική βολή, μας την έριξε η άρνησή σου να μιλήσεις χωρίς ταμπού, για εμάς. Από τότε που ήμασταν παιδιά, έτσι λειτουργούσαμε. Εγώ σε ζήλευα, παθολογικά, ακόμη κι αν επέβαλλα στον εαυτό μου την φιλία μας. Σίγουρα έπαιξε μεγάλο ρόλο η άνεση που υπήρχε μεταξύ μας. Σίγουρα έφταιγα κι εγώ, που ενώ ήθελα πολλά, δεν ζητούσα τίποτα γιατί φοβόμουν. Σίγουρα έφταιγες και εσύ, που ενώ ήθελες τα ίδια, φοβόσουν να κάνεις την πρώτη κίνηση. Μόνο με χάζευες, όπως σε χάζευα κι εγώ. Μέχρι εκεί έφτανες. Ποτέ δεν μου είπες τι συνέβαινε μέσα στο κεφάλι σου, αν και, αρκετές φορές, είχες ρίξει σπόντες. Εγώ, απ’ την άλλη, δεν το ανέφερα ποτέ. Θυμάμαι, μια φορά, είχαμε πάει για καφέ, τότε το πρώτο καλοκαίρι μετά το σχολείο. Έριχνες κλεφτές ματιές στο στήθος μου, νομίζοντας ότι δεν σε είχα καταλάβει. Επίτηδες το έκανα να φαίνεται περισσότερο. Δεν κατάφερα να κοιμηθώ εκείνο το βράδυ, γιατί σκεφτόμουν όλα όσα ήθελα να σου κάνω, ρε προστυχόφατσα. Ήταν μία από εκείνες τις ημέρες που μου έβγαζες αυτό που έλεγε η μάνα μου. «Φίλοι και μαλακίες».

Έχω πια καταλάβει πως ήταν αναπόφευκτο αυτό που συνέβη μεταξύ μας. Δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Δεν είχαμε επιλογές, πραγματικά δεν υπήρχαν εναλλακτικές σε όλο αυτό που βιώναμε. Στην αρχή ήταν συναισθήματα. Μετά διεκδίκηση. Ύστερα μπλέξαμε. Εσύ, σαν πιο ρομαντικός και γλυκός, έβλεπες την κατάσταση περισσότερο συναισθηματικά Για εμένα… Ξεκίνα να κοκκινίζεις, όπως έκανες κάθε φορά που με άκουγες να χρησιμοποιώ κάποια λέξη που, κατά την γνώμη σου, δεν άρμοζε σε γυναίκες. Για εμένα, όλο αυτό που ζήσαμε από το πρώτο φιλί κι έπειτα, ήταν καύλα. Άγρια καύλα. Κοκκίνισες αρκετά ή να το συνεχίσω;

Κοιτάζω έξω τον συννεφιασμένο ουρανό, έχει πάρει ένα μυστήριο χρώμα, σαν πορφυρό μου κάνει. Ματωμένος είναι κι αυτός, σαν τις αναμνήσεις μου. Σαν τις επίπονες ημέρες που ήθελα τα πάντα και δεν μπορούσα να έχω τίποτα. Θλιμμένος και βαρύς, σαν το μυαλό μου, τα βράδια που πήγαινα για ύπνο κι όλο ξαγρυπνούσα. Δεν μου περνούσες με τίποτα. Ναι, Τάσο, τότε που σε ρωτούσα αν είμαστε ακόμη φίλοι. Τότε. Εκείνο το διάστημα που βγαίναμε μαζί κι αράζαμε τα χαράματα στο σπίτι μου. Τότε που σε κοιτούσα σαν χαμένη και με ρωτούσες αν έχω κάτι. Τότε που μούδιαζε το μυαλό μου και δεν μπορούσα να εξωτερικεύσω όσα άραζαν μέσα του. Τότε που χανόμουν, που άκουγα τον εαυτό μου να λέει «σε θέλω, πάρε με, σκίσε με, κάνε με δική σου, ρούφα με, δάγκωσέ με, κράτα με, μη με αφήνεις, κοίτα με, πες μου ότι σ’ αρέσω, ότι με ποθείς, ότι με θες, ότι θα είμαστε μαζί για πάντα, ότι θα ανασαίνουμε μαζί, ότι δεν θα χωρίσουμε ποτέ, ότι δεν θα σηκωθούμε ποτέ από το κρεβάτι», πριν σε κοιτάξω και σου πω «φίλοι, Τάσο;»

 Να φουντώνω, να ιδρώνω, να μουσκεύω, να θέλω να μιλήσω και να μην μπορώ. Να παρακαλάω να κάνεις κάτι και να μην καταλαβαίνω ότι σου κόβω τα φτερά. Να ζορίζω τον εαυτό μου να ξεκολλήσει κι εκείνος να αρνείται πεισματικά, φοβούμενος πως θα χάσει αυτό που υπήρχε μεταξύ μας. Να είναι το μυαλό μου γεμάτο με μπαρούτι, έτοιμο να εκραγεί, ένα βήμα, ένα πολύ μικρό βήμα, πριν τα βγάλω όλα από μέσα μου και να κολλάω. Να σε παίρνει ο ύπνος κι εγώ να το παίζω κοιμισμένη. Να προσπαθώ να ξυπνήσω πριν από εσένα για να τριφτώ πάνω σου. Να ξέρω ότι σε έχω ξενερώσει μέχρι εκεί που δεν πάει κι ύστερα, το πρωί, να σου ζητάω να μείνεις ακόμη λίγο δίπλα μου. Να παρακαλάω να κάνεις πραγματικότητα τις απειλές σου, γιατί εγώ δεν είχα το κουράγιο ούτε να κάνω κίνηση, ούτε να αφήσω την κατάσταση να προχωρήσει ομαλά.

Συγγνώμη, Τάσο. Συγγνώμη για τα ψέματα, για τον ξεπεσμό και για την ποίηση. Δεν υπήρχε άλλος δρόμος για εμάς. Έφταιγαν και φταίνε τα βιώματά μας. Φταίει που μου λείπει ο μπαμπάς μου και που δεν θα καταφέρει κανένας να καλύψει το κενό του. Φταίει που δεν είχες ποτέ οικογένεια, που δεν νοιάστηκε κανένας για σένα, που όσο κι αν πάλεψες, δεν τους απέδειξες τίποτα. Δεν μπορούσα να κάνω τα ίδια και στα παιδιά μας. Δεν ήθελα να φέρνουμε στον κόσμο, πληγωμένους και μισούς ανθρώπους. Μου αρκούσε που είμαστε εμείς έτσι.

Αυτά, Τάσο. Θέλω να ξέρεις πως σ’ αγαπάω και πως έχω μετανιώσει για τα περισσότερα απ’ αυτά που σου έχω κάνει. Δεν θέλω να γυρίσεις πίσω. Θέλω να κάνεις την ζωή σου. Θέλω να εκπληρώσεις τα όνειρά σου. Θέλω να παραμείνω με την γλυκιά ανάμνηση, όλων των πρωινών που άνοιγες τα μάτια σου, μου χαμογελούσες κι έλεγες πως μ’ αγαπάς γιατί είμαι το κάρμα σου. Κάνε παιδιά. Γίνε ευτυχισμένος. Σου αξίζει, όσο δεν αξίζει σε κανέναν άλλο.

Η Νίκη σκούπισε τα δάκρυά της, πριν κλείσει το βίντεο. Σηκώθηκε όρθια, αναστέναξε και πήγε στην κουζίνα να πιεί νερό. Δεν μπορούσε να καταλάβει που είχε βρει το κουράγιο να βγάλει την μαυρίλα τόσων χρόνων από μέσα της. Δεν την ένοιαζε πια. Το τέλος είχε έρθει κι είχε φύγει. Είχε αρχίσει να το αποδέχεται γιατί ήξερε να μην το βάζει κάτω. Όπως, πλέον, γνώριζε ότι δεν είχε νόημα να συνεχίσει να είναι σε μια σχέση που φυτοζωούσε, λόγω των φόβων τους.

Ντύθηκε βιαστικά, αφού έριξε μια ματιά στο ρολόι του υπολογιστή. Έφυγε απ’ το σπίτι για να βρει ταξί. Δεν έδωσε σημασία στην βουή της κατάμεστης πόλης, όταν έφτασε στον προορισμό της. Μπήκε σε μια πολυκατοικία, ανέβηκε στον δεύτερο με το ασανσέρ κι άρχισε να ψάχνει τις πόρτες, μέχρι να βρει εκείνη που ήθελε. «Μελίνα Λάμπρου. Ψυχολόγος, M.Sc» διάβασε χαμογελώντας. «Αχ ρε φιλενάδα…» ψέλλισε, στιγμές πριν χτυπήσει το κουδούνι.

Δεν είχε αλλάξει καθόλου η Μελίνα. Παρέμενε ίδια, όπως υπήρχε στις αναμνήσεις της Νίκης. Ψηλή, καστανή, με σφιχτή αλογοουρά, χαμογελαστή και πρόσχαρη και συνάμα ντροπαλή. Αγκαλιάστηκαν σφιχτά. Έβαλε τα κλάματα η Νίκη. «Πόσο χαζή ήμουν;» τραύλισε μέσα στους λυγμούς της.

«Χαζή, όχι. Πληγωμένη ήσουν. Παραμένεις πληγωμένη. Εγώ ήμουν χαζή και το αποδεικνύω στον εαυτό μου, κάθε μέρα. Έλα» της απάντησε σιγανά η Μελίνα.

Κάθισαν και τα είπαν, όπως παλιά. Συζήτησαν όλα όσα πέρασαν, τα χρόνια που δεν έλεγαν ούτε μια τυπική καλημέρα. Ξανάβγαλε τους φόβους της στην επιφάνεια, η Νίκη. Δεν της είπε η Μελίνα πως όλα θα πάνε καλά. Ήξερε ότι η φίλη της δεν θα άντεχε να το ακούσει. Είχε πια μάθει ότι κάποιες πληγές δεν έκλειναν τόσο εύκολα. Είχε καταλάβει πως ο εγωισμός ήταν αυτός που την κρατούσε πίσω, σ’ όλες τις πτυχές της ζωής της.

«Τα παιδιά; Καλά;» ρώτησε με προσποιητά αδιάφορο τόνο η Μελίνα, όταν είχε πια νυχτώσει για τα καλά.

«Καλά είναι ο Βασίλης» της απάντησε η Νίκη.

«Όχι. Ο Βασίλης δεν είναι καλά, αυτό το ξέρω. Οι άλλοι ρωτάω αν είναι καλά».

«Μια χαρά είναι ο Βασίλης» επέμεινε η Νίκη.

«Μιλάμε. Αραιά και που, βέβαια, αλλά μιλάμε. Κάναμε ανακωχή» είπε γελώντας η Μελίνα.

«Θα προλάβω να φάω κουφέτα;» αναρωτήθηκε η Νίκη. Ξέφυγε η σκέψη απ’ το μυαλό της και έγινε ήχος. Την κοίταξε θλιμμένα η Μελίνα. «Όχι» απάντησε κοφτά. Δεν πρόλαβε να ρωτήσει κάτι άλλο η Νίκη. «Έχουμε πολύ δρόμο ακόμη, αργούν οι αποφάσεις μας, δεν τίθεται θέμα φόβου, κόντρας, μίσους ή εγωισμού. Πήραμε σβάρνα όλο τον κόσμο. Δυστυχώς το κάναμε, δυστυχέστερα, εγώ δεν έχω καταφέρει να δω όλη την εικόνα, σε αντίθεση με τον Βασίλη, που προσπαθεί να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα. Ξέρεις γιατί χώρισες; Γιατί η ζωή σου, η ζωή σας, όλων, σαν παρέα, επηρεάστηκε από τις επιλογές του Βασίλη. Αν και δεν θα στο παραδεχτεί κανένας, τα παιδιά τον έβλεπαν και συνεχίζουν να τον βλέπουν, σαν τον μεγάλο τους αδερφό. Ακολουθούν τα χνάρια του. Ακόμη κι αν ο Βασίλης δεν έχει καταφέρει όσα κατάφεραν εκείνοι, στο μονοπάτι της ζωής, βαδίζει πρώτος μπροστά, μόνος του. Οι άλλοι τον βλέπουν και προσπαθούν να τον ακολουθήσουν. Όχι κάποιοι, όλοι».

«Γιατί;»

«Να φύγουμε, σιγά – σιγά, να πάμε για ένα ποτό;»

«Δεν έχω όρεξη για έξω».

«Φιλοξενείς απόψε;»

«Δεν θα γυρίσεις στον σύζυγο;»

«Σε ποιον;» απόρησε η Μελίνα κι ύστερα έβαλε τα γέλια. «Σύζυγος, είναι αυτός που κουβαλάει τον ίδιο ζυγό με εσένα. Με τον Πάνο, απλά μένουμε στο ίδιο σπίτι. Δεν μας έχει μείνει τίποτα άλλο. Βαλτώσαμε πριν χρόνια. Αυτός είναι από εδώ κι από εκεί, εγώ δεν μπορώ να αναγνωρίσω ούτε εκείνον, ούτε εμένα. Άσε με, να χαρείς, το έχω σκυλομετανιώσει εδώ και χρόνια και διέξοδο δεν βρίσκω».

Έφυγαν, για να περάσουν μια βόλτα απ’ το σπίτι της Μελίνας. Έλειπε ο Πάνος. «Στο είπα. Απών. Απόντες είμαστε και οι δύο» σχολίασε η Μελίνα, καθώς έπαιρνε μερικά ρούχα μαζί της. Πήγαν στο σπίτι της Νίκης. Κάθισαν στο σαλόνι. «Μίνιμαλ κι αυτό; Ποτέ δεν σ’ άρεσαν τα φορτωμένα δωμάτια. Απορώ, ο Τάσος, πως ζούσε εδώ μέσα;» την ρώτησε πριν καθίσει στον καναπέ.

«Του άρεσε».

«Ε, βέβαια. Αφού άρεσε σ’ εσένα» την πείραξε η Μελίνα.

«Σαν να μην πέρασε μια μέρα» ψιθύρισε η Νίκη.

«Δεν πέρασε. Ο Βασίλης έφυγε σήμερα. Όπως τότε».

«Που πήγε;» ρώτησε σαστισμένα η Νίκη.

«Σαράγεβο. Μάλωσε χθες βράδυ με την γυναίκα του…»

«Το πουτανάκι του, θέλεις να πεις!»

«Νίκη;»

«Τι Νίκη, ρε, που είχε αρχίσει να κολλάει και στον Τάσο; Του το ‘πα. Κομμένη η κυρά του απ’ την παρέα και τις εξόδους. Ούτε στο σπίτι τους θα ξαναπηγαίναμε, όσο ήταν μαζί. Η μαλακισμένη, η τσουλάρα, που ‘χε το θράσος να πάει να τριφτεί στον Τάσο, ενώ ήμουν μπροστά!» φώναξε η Νίκη νευριασμένα.

«Ζηλεύεις» σχολίασε η Μελίνα.

«Άπειρα. Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας. Της έκανε ένα χουνέρι ο φευγάτος, που το φυσάει και δεν κρυώνει» απάντησε με μένος η Νίκη.

«Προφανώς για αυτό μάλωσαν, για αυτό τον έδιωξε από το σπίτι, γι αυτό τον έβαλε σε τροχιά διαφυγής. Όσο προσπαθεί εκείνη, να ασκήσει εξουσία και να εδραιωθεί στην ζωή του, τόσο θα αντιδρά ο άλλος, ο χαζός, που δεν καταλαβαίνει ότι κάποιες φορές πρέπει να κάνουμε πίσω. Τι της έκανε;»

«Δεν σου είπε;»

«Όχι. Ένα λιτό μήνυμα μου έστειλε τα χαράματα, πως τον έδιωξε η Ναταλία από το σπίτι, πως θα έφευγε για μερικές μέρες και πως θα με έπαιρνε τηλέφωνο να μιλήσουμε όταν θα επιστρέψει».

«Σου είπε τι έκανε στον Θανάση;»

«Ναι. Είναι ηλίθιο αυτό το παιδί».

«Μην λες ηλίθιο το παιδί σου!» την πείραξε η Νίκη.

«Τι της έκανε;» προσπέρασε το σχόλιο η Μελίνα.

«Θα σου πω, αλλά, κοίτα, κακομοίρα μου, μη με κάψεις!»

Είχε περάσει καιρός από εκείνο το απόγευμα που το σχέδιο του Βασίλη εκπυρσοκρότησε. Εκείνος καθόταν στο δωμάτιο της κόρη του, διαβάζοντας μαζί της. Ήξερε πως η Ναταλία θα αργούσε εκείνο το βράδυ. Το είχε ήδη κανονίσει με τους φίλους του. Είχε σταματήσει να ανέχεται τον χαρακτήρα της κι είχε αποφασίσει να περάσει στην αντεπίθεση. Επιστράτευσε όλη του την μαεστρία για να κατευθύνει την κατάσταση εκεί ακριβώς που την ήθελε. Έκανε υπομονή κι άκουγε τα σχόλια και τα παράπονα, συχνά – πυκνά, από την Εύα. «Θα της σπάσω τα δαχτυλάκια αν κάνει κάτι» ψιθύριζε οργισμένα στον Βασίλη, όταν έβλεπε την Ναταλία να σκύβει στο αυτί του Θανάση και να του ψιθυρίζει κάτι, γελώντας.

«Σκάσε! Τα έχουμε συμφωνήσει! Θα τον γυροφέρει για λίγο, γιατί προσέχει. Δοκιμάζει. Δεν θα πάει να φάει τα μούτρα της, όπως με τον Τάσο» της απαντούσε εκείνος.

«Χώρισέ την, βρε μαζοχιστή, να κάνεις την ζωή σου!»

«Σκάσε, μας κοιτάει».

«Αν έβαλε το χέρι της εκεί που νομίζω, θα στην στείλω στο σπίτι χωρίς χέρια!»

Την στραβοκοίταξε ο Βασίλης πάνω απ’ τα γυαλιά του. Λούφαξε η Εύα και σταμάτησε να μιλάει. Τρεις βδομάδες πήγαινε έτσι η κατάσταση. Έβγαιναν όλοι μαζί, έπιναν καφέδες κι έτρωγαν. Ακόμη και στο μαγαζί του Θανάση είχαν πάει. Είχε κατεβάσει μισό μπουκάλι βότκα ο Βασίλης, για να καταφέρει να αντέξει το μυαλό του τα σκυλάδικα. Ήπιε και η Εύα πολύ, εκείνο το βράδυ. Κοίταζε το δαχτυλίδι στο χέρι της σκεφτικά κι αναστέναζε πού και πού. Το διέλυσαν κατά τις δύο. Έφυγε ο Βασίλης με την Ναταλία για το σπίτι τους κι ο Θανάσης με την Εύα για το καπιταλιστικό.

«Τι έχεις;» ρώτησε ο Θανάσης στο δρόμο κι η Εύα, που ‘χε βγάλει τα τακούνια της και είχε απλωθεί στο κάθισμα, χαμογελούσε παράξενα.

«… μεσοτοιχία, να βρωμάει, το σουβλατζίδικο κι η πελατεία, ξαπλωμένη απ’ τη μαστούρα…» τραγούδησε μέσα στην μέθη της, πριν γυρίσει να τον κοιτάξει στα μάτια. «Με ενοχλεί που σου κολλάει η πουτάνα του Βασίλη» του απάντησε πριν βάλει τα γέλια.

«Ναι, αν δεν ήταν ο Βασίλης απ’ τη μία, να με ταρακουνήσει κι η Μελίνα, απ’ την άλλη, να μου εξηγήσει τι διάολο γίνεται στο κεφάλι μου, δεν θα είχες γίνει ποτέ κυρία Μπρούσαλη» της απάντησε με σοβαρό ύφος.

«Τι ωραίο που ακούγεται;»

«Μόνο σ’ εμένα δεν αρέσει» σχολίασε για το επίθετό του.

«Μια χαρά είναι, μαγκιόρικο. Ο Θανάσης απ’ την Προύσα κι έτσι. Αχ, μου το κόλλησε αυτό το «κι έτσι» ο βλάκας ο Βασίλης. Φοβάμαι πως θα είμαι κανένα πρωί στην δουλειά και θα πω, «διαμπερές τραύμα από σφαίρα διαμετρήματος εννιά χιλιοστών κι έτσι», και θα γίνω ρεζίλι» του απάντησε η Εύα κι ύστερα έβαλε μόνη της τα γέλια.

«Φτάνουμε. Άντε, να κοιμηθούμε γιατί με το ζόρι κρατάω τα μάτια μου ανοιχτά».

«Ναι. Να κοιμηθούμε».

«Μπα; Δεν θες σεξ;» την πείραξε.

«Νυστάζω».

«Μπα; Έπαθες τέτοιο πράγμα;»

«Θες;» τον ρώτησε με παράπονο.

«Σέρνομαι. Θέλω να ξαπλώσω και να κοιμηθώ μέχρι το 2023. Μια δεκαετία ύπνου, πιστεύω, θα μου φτάσει».

Πάρκαραν το αυτοκίνητο ακριβώς κάτω από το σπίτι. Βγήκε ξυπόλητη η Εύα στο δρόμο, κρατώντας τις γόβες της. Άρχισε να τραγουδάει. Γέλασε ο Θανάσης. Την πήρε αγκαλιά και ανέβηκαν μαζί στο σπίτι. Δεν είχαν κουράγιο ούτε τα ρούχα να βγάλουν. Μόνο τη γραβάτα και το σακάκι κατάφερε να πετάξει στο πάτωμα. Έπεσε στο κρεβάτι με τα παπούτσια. Ξάπλωσε πάνω του η Εύα. «Χάδια…» νιαούρισε.

«Βέβαια! Τώρα θέλουμε χάδια. Βγάλαμε νύχια το βράδυ και τώρα το παίζουμε γατούλες» την πείραξε ο Θανάσης, που προσπαθούσε να της βγάλει το φόρεμα.

«Δεν πιστεύω…» άρχισε εκείνη.

«Δεν έκανα τίποτα, στο λόγο μου».

«Θα πάρει χαμπάρι ότι την δουλεύετε».

«Μέχρι να το πάρει χαμπάρι, έχω καμιά πεντακοσαριά δικαιολογίες ακόμη για να κρατήσω την ίδια στάση. Ναι και ταυτόχρονα όχι. Κι έτσι!»

«Βλάκες είστε. Αφήστε την σε μένα να την κάνω με τα κρεμμυδάκια. Αλλά, πού να το βρείτε το μυαλό; Αγοράκια δεν είστε; Δεν σας κόβει» του απάντησε θυμωμένα η Εύα.

«Θα φας σφαλιάρα» την προειδοποίησε ο Θανάσης.

«Αφού ξέρεις πώς δουλεύει ο κόσμος. Άσε με να την βάλω κατ-ΑΟΥ! Βλάκα! Μούσκεψα, ηλίθιε! Αν το ξανακάνεις, θα σε δέσω στο κρεβάτι, θα σε βιάσω και θα κάνω τα παιδιά σου, απόψε κιόλας!» του φώναξε.

«Με απειλείς;»

«Ναι, ρε, σε απειλώ!»

«Συγκεντρώσου λίγο, είπαμε να σπάσουμε πλάκα και να της δώσουμε να καταλάβει ότι οι μαλακίες της δεν περνάνε πλέον. Όχι να την φρικάρουμε τελείως και να δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα στον Βασίλη» της απάντησε, χωρίς όμως να έχει παραβλέψει το σχόλιό της.

«Μπορεί να της αρέσει!» συνέχισε παιχνιδιάρικα η Εύα.

«Μπορεί. Μπορεί, όμως, να έχει το αντίθετο από το επιθυμητό αποτέλεσμα. Παίζουμε το παιχνίδι της, δεν παίζει αυτή το δικό μας».

«Ρε άσε με να τη- ΑΟΥ! Μπρούσαλη, την έβαψες!»

«Εγώ δεν ξε- Όχι το πουκάμισο, γαμώτο!»

«Εγώ προειδοποίησα!»

«Κανόνισε!»

«Δεν θα μου πεις εσύ τι θα κά- ΑΟΥ! Θα σ- ΑΟΥ! Μη διανο- ΑΟΥ! Ηλίθιε! Παλιοβλάκα! Όχι το φόρεμα ρε! Είναι ακρ- ΑΟΥ!»

Ώρα αργότερα, το δωμάτιο είχε γεμίσει με ρετάλια ρούχων, η Εύα είχε αποκοιμηθεί στην αγκαλιά του Θανάση κι εκείνος είχε απομείνει να σκέφτεται. «Ρε, δε γαμιέται; Μ’ ένα σμπάρο, δυο τρυγόνια» συλλογίστηκε πριν πιάσει το κινητό που ήταν παρατημένο στο κομοδίνο, όπως πάντοτε. «Προχωράμε βάσει σχεδίου» έγραψε και το έστειλε στον Βασίλη.

Έγραφε ο Βασίλης, όταν του απέσπασε την προσοχή το φώς του κινητού. Το πήρε και διάβασε το μήνυμα. Χαμογέλασε. Κοίταξε την Ναταλία που κοιμόταν στον καναπέ. «Όλα πληρώνονται» συλλογίστηκε. Διέγραψε το μήνυμα κι ύστερα την ξύπνησε και την πήγε στο κρεβάτι. Κοιμήθηκε χαμογελώντας. Το πραγματικό του σχέδιο, είχε ξεκινήσει να υλοποιείται.

Πέρασαν ήρεμα οι μέρες. Η Ναταλία άρχισε τα τηλέφωνα και τα μηνύματα με τον Θανάση. Τα έβλεπε η Εύα και γελούσε. «Κανόνισε να έρθει από εδώ και θα την φτιάξω κυρία» του έλεγε και του ξαναέλεγε. Προσπαθούσε να το καθυστερήσει ο Θανάσης, για να μην φανεί πως ήταν στημένο. Την κάλεσε στο σπίτι ένα απόγευμα Σαββάτου. Ήταν μόνοι τους. Έπιασαν την κουβέντα. Έκανε δειλές κινήσεις η Ναταλία, μα ο Θανάσης το έπαιζε κινέζος. Κοίταζε στα κλεφτά το ρολόι του. Σχέδιο ακριβείας.

Η Εύα μπήκε στο σπίτι δέκα λεπτά μετά την άφιξη της Ναταλίας. Έφτιαξε καφέ και κάθισε στο σαλόνι. Αδιάφορη ήταν η κουβέντα τους. Φάνηκε η απογοήτευση στο πρόσωπο της Ναταλίας. «Θα μας καταλάβει, γαμώτο» συλλογίστηκε ο Θανάσης όταν χτύπησε το κινητό του. «Κυρίες μου, πετάγομαι σε μια δουλείτσα. Δεν θα αργήσω» ανακοίνωσε, πριν χωθεί βιαστικά στην κρεβατοκάμαρα για να ντυθεί. Η Εύα πήγε και κάθισε δίπλα στην Ναταλία. Της έπιασε κουβέντα για τον Θανάση. Το γύρισαν στο σεξ. Σιγοψιθύριζαν και γελούσαν.

«Καλός είναι, μωρέ, κι ο δικός μου. Όταν τον πιάσει» της είπε η Ναταλία.

«Ο δικός σου, είναι για σφαλιάρες. Αν είχε τέτοια συμπεριφορά ο Θανάσης μου, θα του είχα φορέσει τόσο κέρατο, που θα καθάριζε τα σύννεφα».

«Ε… Εντάξει, όχι…» είπε η Ναταλία δειλά, πριν βάλει τα γέλια.

«Έφυγα!» δήλωσε ο Θανάσης, όταν γύρισε στο σαλόνι για να πάρει τα κλειδιά του.

«Έφυγες!» διέταξε η Εύα, κλείνοντάς του το μάτι.

Η Εύα γύρισε προς την Ναταλία, μόλις έκλεισε η πόρτα του σπιτιού. «Για πες; Καλός ο Βασιλάκης, ή εγώ δεν τον έχω σε εκτίμηση» την ρώτησε με σοβαρό ύφος.

«Δεν ξέρεις;» της απάντησε η Ναταλία, προσπαθώντας να κρατήσει τα νεύρα της.

«Δεν πρόλαβα να μάθω. Κάποια μας το χάλασε».

«Κρίμα».

«Το αστείο είναι πως δεν μ’ αρέσει ο τελειωμένος μηχανόβιός σου. Ποτέ δεν μου άρεσε…»

«Δεν ξέρεις τι χάνεις» συνέχισε ειρωνικά η Ναταλία.

«Ποτέ δεν μ’ άρεσαν τα αγοράκια» δήλωσε κρυφογελώντας η Εύα, ενώ την πλησίαζε.

«Δηλα-» πρόλαβε να πει η Ναταλία, πριν πέσει πάνω της η Εύα, με φόρα. Την φίλησε και της χούφτωσε το στήθος. Τρόμαξε η Ναταλία. Έμεινε σαστισμένη για μερικές στιγμές, από την έκπληξή και τον φόβο της κι έπειτα πέταξε από πάνω της την Εύα. Την χαστούκισε με δύναμη κι έφυγε χωρίς να πει κουβέντα. Έβαλε τα γέλια η Εύα μόλις βρόντηξε η πόρτα του σπιτιού. «Μπα… Βαράει δυνατά…» μουρμούρισε καθώς πήγαινε προς το μπάνιο. «Έλα. Έφυγε. Ναι. Την φρίκαρα. Δεν νομίζω να ξαναενοχλήσει» είπε στο τηλέφωνο, στον Θανάση. Το έκλεισε και πήρε τον Βασίλη. «Έλα, σου ‘ρχεται νευριασμένη. Αχ μωρέ το καημένο τι έπαθε!» σχολίασε γελώντας υστερικά.

«Ωχ!» έκανε ο Βασίλης.

«Έλα, μην κάνεις έτσι, λίγο βυζί έπιασα!»

«Ωωωχ…» συνέχισε εκείνος.

«Τι στοίχημα πας ότι θα με πάρει τηλέφωνο μέχρι τη Δευτέρα το βράδυ;»

«Δεν υπάρχει περίπτωση».

«Τι χάνεις;»

«Ό,τι θέλεις».

«Την Μελίνα σου» του είπε κοφτά η Εύα, περιμένοντας να αρχίσει τις κατάρες και τις απειλές ο Βασίλης.

«Πάει».

«Αν χάσω;»

«Έχεις ήδη χάσει, Βαγγελιώ» της απάντησε πριν κλείσει το τηλέφωνο.

«Έπρεπε να δεις φάτσα» είπε η Εύα στον Θανάση, μόλις μπήκε στο σπίτι κι ύστερα έβαλε ξανά τα γέλια. «Ένα λεπτό αν καθόταν ακόμη…»

«Σ’ έπιασε το επιθετικό;» την ρώτησε, γελώντας κι εκείνος.

«Τόσα έκανε το τσουλάκι! Της άξιζε!»

Ο Βασίλης διάβαζε με την κόρη του, στο δωμάτιο της μικρής, όταν γύρισε στο σπίτι η Ναταλία. Δεν είχε ξεπεράσει ακόμη το σοκ. Παράτησε τα πράγματά της στο γραφείο και μπήκε στο μπάνιο. Έριξε νερό στο πρόσωπό της. «Δεν μπορεί, το ονειρεύτηκα» ψιθύρισε, κοιτάζοντάς το είδωλό της στον καθρέφτη. Άνοιξε η πόρτα και ξεπρόβαλλε το κεφάλι του Βασίλη απ’ τον διάδρομο. «Είσαι καλά, κοριτσάρα;» την ρώτησε χαμογελώντας.

«Ναι… Καλά…» απάντησε εκείνη.

«Έγινε κάτι;»

«Κάτι;» επανέλαβε η Ναταλία.

«Οτιδήποτε».

«Όχι. Τίποτα. Όλα καλά».

«Μάλωσες με κανέναν;»

«Πα-ρα-τα-με!»

Η Μελίνα κούνησε το κεφάλι της θλιμμένα. «Δεν πρόκειται να βάλει μυαλό. Δεν υπάρχει περίπτωση να βάλει μυαλό. Πότε έγινε αυτό;»

«Έχει δύο – τρεις μήνες» της απάντησε η Νίκη.

«Κοντά στα Χριστούγεννα, δηλαδή;»

«Ναι».

«Η χειρότερή του εποχή…»

«Τι θα κάνεις;»

«Υπομονή»

«Θα γυρίσεις στον Βασίλη;»

«Το σκέφτομαι».

«Έχει νόημα;»

«Δεν χωρίσαμε ποτέ. Οι άνθρωποι χωρίζουν, αφήνουν πίσω τις σχέσεις τους, όπως αφήνουν και τις επώδυνές τους αναμνήσεις. Εμείς, όλα αυτά τα χρόνια, δεν αφήσαμε τίποτα πίσω, γιατί δεν βάλαμε ποτέ ένα τέλος. Απλώς ζούμε χωριστά. Εγώ κοιμάμαι μ’ άλλον, εκείνος κοιμάται με άλλη. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει τίποτα. Σε συναισθηματικό επίπεδο, ο Πάνος είναι το δικό μου μεταβατικό στάδιο προς την ενηλικίωση και η Ναταλία είναι το μεταβατικό στάδιο του Βασίλη. Θεωρείς πως υπήρξε έστω και μια στιγμή στις ζωές μας, που καταφέραμε να χωρίσουμε τους δρόμους μας; Στα δύσκολά του ήμουν εκεί. Στα δύσκολά μου, δεν τον ήθελα δίπλα μου. Τώρα, το τελευταίο διάστημα, τα τελευταία χρόνια, άρχισα να τον ζητάω και ποτέ δεν με κρέμασε. Απλά, δεν είπαμε τίποτα, γιατί δεν θέλουμε να ξέρει κανείς… Και, για να σε προλάβω, δεν έχουμε κάτι τίποτα μεταξύ μας. Ούτε ένα πεταχτό φιλί» μονολόγησε η Μελίνα.

«Σε πιστεύω».

«Άσε τον Βασίλη απ’ έξω, απόψε. Έχουμε πολλά, δικά μας, να πούμε…»

 Φωτογραφία

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Πορφυρο (XVII)

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s