Η οργη ειναι το κλειδι

Έβαλα το χέρι στην τσέπη και μέσα είχε ένα κλειδί μ’ ένα μπρελόκ με καρτελάκι. Έγραφε με όμορφα, καλλιγραφικά γράμματα «Οργή». Το κοίταξα παράξενα, δεν μπορούσα να καταλάβω που είχα βρει εκείνο το κλειδί με το καρτελάκι.

Κοίταξα μπροστά μου και είδα μια πόρτα. Προσπάθησα να την ανοίξω μα ήταν κλειδωμένη. Μηχανικά και χωρίς να σκεφτώ έσπρωξα το κλειδί που είχα στα χέρια μου μέσα στην κλειδαρότρυπα, δεν πίστεψα ποτέ ότι μπορεί να ταιριάξει. Κι όμως ταίριαξε. Το γύρισα αργά – αργά και η πόρτα ξεκλείδωσε. Το μόνο που μου έμενε να κάνω ήταν να την διαβώ. Αλλά φοβήθηκα. Φοβήθηκα τι μπορεί να αντικρίσω εκεί μέσα. Την ξεκλείδωσα κι έφυγα. Περπάτησα μακριά από την πόρτα εκείνη.

Κλώτσησα κάτι μεταλλικό στο δρόμο μου. Ένα άλλο κλειδί. Με ένα άλλο καρτελάκι. Με τον ίδιο γραφικό χαρακτήρα. Έγραφε «Θλίψη». Το πήρα στο χέρι μου και προχώρησα. Βρήκα μια ολόιδια πόρτα μπροστά μου και δοκίμασα το κλειδί της οργής. Δεν ταίριαζε. Δοκίμασα και το άλλο, εκείνο της θλίψης. Την ξεκλείδωσα και την άνοιξα. Και μπήκα μέσα. Η πόρτα μου πίσω έκλεισε με θόρυβο, λες και την τράβηξε απότομα κάποιο χέρι. Ακούστηκε ένας χαρακτηριστικός ήχος σαν να κλείδωσε. Γύρισα κι έπιασα το πόμολό. Δεν άνοιγε. Τρόμαξα.

Ξανάβαλα το κλειδί στην κλειδαριά αλλά δεν ταίριαζε πια. «Δεν πειράζει» σκέφτηκα και προχώρησα. Έτσι άρχισα να περιπλανιέμαι στο βασίλειο της θλίψης. Είδα πόνο, μιζέρια και δάκρυα. Είδα μανάδες να έχουν χάσει τα παιδιά τους, άτομα που δεν άντεξαν και περάσανε στην αντίπερα όχθη. Είδα φίλους που έκαψα κάποτε. Είδα όλους εκείνους που πλήγωσα.

Είδα κάποιον που τον χαντάκωσα να είναι εκεί μ’ ένα κλειδί στο χέρι και να μου γνέφει πρόσχαρα. Πήγα και τον είδα.

«Μπα; Κι εσύ εδώ;» με ρώτησε χαμογελώντας.

«Ναι…» απάντησα ενώ το συναίσθημα της θλίψης με είχε κυριεύσει. Ίσως και να φταίγανε οι εικόνες που έβλεπα γύρω μου.

«Πως και από τα μέρη μας;» με ρώτησε διατηρώντας την ίδια καλή διάθεση.

«Πως καταφέρνεις και γελάς;»

«Εγώ είμαι περαστικός. Έχω έρθει για να σου δώσω κάτι» μου είπε και μου έδωσε ακόμη ένα κλειδί. Έγραφε πάνω «Μεταμέλεια» με τον ίδιο ακριβώς γραφικό χαρακτήρα.

«Τι είναι αυτό;»

«Αυτό είναι ένας τρόπος για να βγεις από εδώ μέσα. Υπάρχουν πολλοί τρόποι ξέρεις. Όταν νιώσεις όσα έκανες πραγματικά μέσα σου, θα μπορέσεις να ανοίξεις την πόρτα της μεταμέλειας και να βγεις από την θλίψη».

«Κι εσύ πως θα βγεις από εδώ;» ρώτησα.

«Εγώ έχω ένα άλλο κλειδί» μου είπε και μου έδειξε ένα παρόμοιο κλειδί που κρατούσε στο χέρι του. Ήταν ολόιδιο με το πρώτο που είχα βρει. Έγραφε κι εκείνο «Οργή».

«Η οργή είναι για τους αδύναμους» απάντησα.

«Για να δείξεις μεταμέλεια, πρέπει να είσαι δυνατός. Για να βγεις από την οργή πρέπει να είσαι δυνατότερος» μου απάντησε κι έφυγε χωρίς να με χαιρετήσει.

Περπάτησα κι έφτασα σ’ ένα σταυροδρόμι. Βρήκα μια περίεργη πινακίδα. «Αριστερά προς Μεταμέλεια – Δεξιά προς Οργή» έγραφε και δεν χρειάστηκε να το σκεφτώ πολύ. Η οργή είναι για τους αδύναμους, όχι για εμένα.

Στον δρόμο μου για την μεταμέλεια προσπάθησα να σκεφτώ πόσα έχω κάνει και να μετανιώσω για όλα αυτά. Τελικά δεν είχα κάνει τίποτα. Οι άλλοι συνήθως μου κάνανε, εγώ έφτανα σ’ ένα σημείο που δεν άντεχα άλλο να με πατάνε και τους ξέσκιζα. Ο νόμος της ζούγκλας.

Έφτασα μπροστά στην πόρτα και την άνοιξα με το κλειδί της μεταμέλειας. Και μόλις μπήκα μέσα μια γυναίκα εμφανίστηκε μπρός μου. Μια γυναίκα ντυμένη στα λευκά με κόκκινα μαλλιά. Κρατούσε μια ζυγαριά στο ένα της χέρι.

«Ποιος σ’ έφερε εδώ;» με ρώτησε απότομα.

«Ένας φίλος…» της απάντησα φοβισμένα, είχε κάτι πάνω της που μ’ έκανε να την τρέμω.

«Είναι νωρίς για να περάσεις από εδώ. Θα περάσεις πρώτα από την οργή» μου απάντησε και μ’ έσπρωξε πίσω στην πόρτα και πίσω στην θλίψη.

Η πόρτα μπροστά μου έκλεισε και πήρε φωτιά. Καιγόταν αλλά δεν διαλυόταν δεν μετατρεπόταν σε στάχτη. Απλά έκαιγε. Και φώτιζε περισσότερο το χώρο που τώρα έμοιαζε ακόμη πιο θλιμμένος. Γύρισα πίσω και πήρα το μονοπάτι προς την οργή. Έφτασα στο σταυροδρόμι που ήμουν και πριν, περπατώντας ανάμεσα σε ζητιάνους, ορφανά και αυτόχειρες. Η ψυχή μου σπάραζε με όλο το θέαμα, ήθελα να βγω από κει μέσα.

Το σταυροδρόμι άλλαξε. Ο δρόμος για την οργή είχε εξαφανιστεί. Η ταμπέλα έμενε εκεί, ήταν όμως διαφορετική. «Αριστερά προς Μίσος – Δεξιά προς Αγάπη». Αναρωτήθηκα τι μπορεί να είναι πιο κοντά στην οργή. Λογικά το μίσος. Και κατευθύνθηκα προς τα κει.

Όταν έφτασα μπροστά στην πόρτα είδα ακόμη έναν άνθρωπο που έχω πληγώσει στο παρελθόν μου. Ο οποίος δεν γελούσε, ούτε έκλαιγε. Απλά με κοιτούσε με την ίδια αποστροφή που κάποτε τον κοίταζα κι εγώ.

«Καλώς τα μάτια μας τα δυο» μου είπε ειρωνικά.

«Συγνώμη…» ξεκίνησα να πω μα με διέκοψε με μια κοφτή κίνηση του χεριού του.

«Σε λάθος δρόμο είσαι για να ζητάς συγνώμη. Πέρασες από κει, πήρε φωτιά η πόρτα. Σε είδα. Αν η συγνώμη ήταν πραγματική, θα περνούσες από το μονοπάτι της μεταμέλειας. Μόνο που είναι απλά μια λέξη. Όπως και πάντα. Τώρα πιστεύεις πως διάλεξες το σωστό δρόμο;»

«Νομίζω ναι. Πρέπει να περάσω μέσα από την οργή μου είπαν. Και αυτό θα κάνω, θέλω να βγω από εδώ μέσα».

«Είναι ωραία εδώ. Σ’ ενοχλεί που και πού το κλάμα και οι σπαραγμοί αλλά είναι καλά. Ήρεμα. Μοναχικά».

«Πως θα περάσω από εδώ; Δεν έχει κλειδί αυτή η πόρτα;»

«Τώρα βουτάς στα βαθιά. Η πρώτη βαθιά βουτιά. Για να περάσεις από εδώ πρέπει να κάνεις κάτι που να δείχνει το μίσος σου. Αλλιώς αυτή η πόρτα δεν θ’ ανοίξει. Πρέπει όμως να μισείς κάποιον πραγματικά, μ’ όλη την δύναμη της ψυχής σου για να δουλέψει».

«Δεν μισώ κανένα» απάντησα.

«Τότε και πάλι είσαι σε λάθος πόρτα. Δοκίμασε κάπου αλλού» μου είπε χαμογελώντας και μου έγνεψε.

«Με διώχνεις; Εσύ γιατί στέκεσαι εδώ;»

«Εγώ μισώ. Αλλά ίσως και να συναντηθούμε στην επόμενη επιλογή σου» μου απάντησε κι εξαφανίστηκε, σαν καπνός μπροστά από τα μάτια μου.

Γύρισα την πλάτη κι έφυγα. Περπάτησα πάλι στους ίδιους δρόμους βλέποντας τους ίδιους θλιμμένους ανθρώπους. Έφτασα στην διασταύρωση, προσπέρασα την πινακίδα και συνέχισα. Έφτασα μπροστά από την αγάπη. Δεν υπήρχε κανείς κοντά. Μόνο το ίδιο άτομο που με χαιρέτησε λίγο νωρίτερα κι εξαφανίστηκε.

«Πάλι μπροστά μου εσύ;» ρώτησα.

«Είδες; Το ξέρεις το κόλπο. Δείξε στην πόρτα ότι αγαπάς κάποιον πραγματικά και θ’ ανοίξει για να συνεχίσεις το ταξίδι σου» μου απάντησε γελώντας, αλλά αυτή τη φορά η φωνή του είχε αλλάξει. Ήταν πρόσχαρη, καμία σχέση με τον ειρωνικό τόνο που είχε στην τελευταία μας συνάντηση.

«Δεν ξέρω τι μπορώ να κάνω» απάντησα.

Αναστέναξε βαριά και μου έδωσε το χέρι. Τον πήρα και βρεθήκαμε να τρέχουμε πάνω στο ίδιο μονοπάτι που ήμουν και πριν. Φτάσαμε στην πινακίδα. Δεν είχε αλλάξει τίποτα.

«Λοιπόν…» ξεκίνησε «… θα σε βοηθήσω. Θα σου δώσω ένα μαχαίρι» είπε και μου έδωσε ένα μεγάλο μαχαίρι.

«Γιατί;»

«Μην με διακόπτεις. Θα καταλάβεις» μου είπε χαμογελώντας.

«Καλά. Σ’ ακούω» απάντησα.

Έβγαλε ακόμη ένα μαχαίρι και το κράτησε στο χέρι του. Μου χαμογέλασε ύποπτα κι άρχισε να μιλάει. «Αν ποτέ, στην ζωή που ζήσαμε μαζί, μ’ αγάπησες πραγματικά· αν ισχύει αυτό για σένα· τότε σου ζητάω να με σκοτώσεις με το μαχαίρι που σου έδωσα. Μόνο έτσι θα αποδείξεις ότι μ’ αγαπάς τόσο πολύ που θα μπορούσες να κάνεις τα πάντα. Πράξη αγάπης είναι μην αγχώνεσαι, πεθαίνω ούτως ή άλλως και σου ζητάω να το επισπεύσεις. Αν όμως αυτό δεν ισχύει για σένα τότε θα πρέπει να πεθάνεις. Γιατί δεν μίσησες ποτέ εμένα, μίσησες τον ίδιο σου τον εαυτό και δεν σου αξίζει να ζεις».

«Το δεύτερο μαχαίρι γιατί το κρατάς» ρώτησα κι άρχισε να γελάει.

«Αυτό είναι για εμένα. Κάτι που μπορεί να σε νοιάζει… ή και όχι» μου απάντησε και προσπάθησα να βγάλω μια άκρη μέσα σε κείνα τα περίεργα λόγια.

«Κι αν δεν μπορώ να κάνω τίποτα από τα δύο;» ρώτησα δύο λεπτά αργότερα, μην μπορώντας να αποφασίσω τι πρέπει να κάνω. Δεν ήξερα αν αγάπησα ή αν μίσησα.

«Θα σε βοηθήσω εγώ» μου απάντησε και είδα να καρφώνει το μαχαίρι στο σημείο της καρδιάς. «Έχεις τρία… δύο… ένα…» είπε και το κάρφωσε. Κι έπεσε κάτω. Δεν κούνησε ούτε τα βλέφαρα. Ξεψύχησε εκεί στον δρόμο. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί έγινε αυτό. Κι ένιωθα ένα κενό μέσα μου. Η θλίψη εξαφανίστηκε από πάνω μου, ένιωσα ντροπή που δεν ρώτησα το γιατί. Ένιωσα ενοχές γιατί δεν άπλωσα το χέρι να τραβήξω το μαχαίρι από κει για να αποτρέψω εκείνη την πράξη. Ένιωσα φόβο γιατί κατάλαβα πως θα μείνω για πάντα εδώ, έχασα το μοναδικό άτομο που προσφέρθηκε να μου δείξει τον δρόμο. Ένιωσα τα λόγια που μου είπε κάποτε, τα λόγια που με πλήγωσαν όσο τον πλήγωνα εγώ κάθε μέρα. Ένιωσα τον εαυτό μου να συγχωρεί και να ζητάει μια συγνώμη από κείνο τον άνθρωπο.

Είδα να ανοιγοκλείνει τα βλέφαρα. «Ζεις;» ρώτησα προσπαθώντας να ελέγξω όλα τα συναισθήματα που με κατέκλυζαν.

«Και βέβαια ζω. Εσύ έχεις πεθάνει, δεν ξέρω αν το κατάλαβες ακόμα» μου απάντησε.

«Εγώ; Πέθανα; Δηλαδή δεν ζω πια; Δεν έχει αξία όλο αυτό; Θα περιπλανιέμαι εδώ για πάντα;»

«Μεταφορικά μιλάω. Πέθανες μέσα σου. Πέθανε ο εαυτός σου. Η ψυχή σου. Και η ρημάδα η μοίρα μου είναι να σου δείξω τον δρόμο. Όπως τότε. Θυμάσαι τίποτα;» με ρώτησε χαμογελώντας κι έβγαλε το μαχαίρι από πάνω του. Παραδόξως δεν υπήρχε καμία πληγή.

«Θυμάμαι…» απάντησα σκεφτικά. Ναι. Μόνο ένας άνθρωπος προσπάθησε να με βοηθήσει να βρω τον εαυτό μου κι εγώ τον κοίταζα με αποστροφή. Μου ήταν αδιάφορος. Δεν κατάλαβα ποτέ πόσα θα μπορούσε να μου δώσει.

«Πάμε ταξίδι;» με ρώτησε και μου έδωσε το χέρι.

«Πού;»

«Στην οργή. Μέσα σε μια στιγμή, την στιγμή που μ’ είδες να αφήνω την τελευταία μου πνοή, πέρασες μέσα από τόσες πόρτες που ποτέ σου δεν θα καταλάβεις».

«Από πού;»

«Από την ντροπή, τις ενοχές, την αγάπη, το μίσος, την κατανόηση. Μόλις πέρασες κι απ’ την πόρτα της μεταμέλειας άνοιξα τα μάτια. Εσύ μ’ έφερες πίσω για να σε βγάλω από δω».

«Πως;»

«Συγχωρώντας τον εαυτό σου. Εκεί είναι το πρόβλημα. Στον εαυτό σου. Σε κανέναν άλλον. Πάμε στην οργή; Για να λύσουμε και τα προβλήματα με τους άλλους;» με ρώτησε.

«Και δεν πάμε;» απάντησα και φύγαμε. Πιασμένοι από το χέρι. Ακόμη κρατούσαμε τα μαχαίρια. Περπατήσαμε αργά χωρίς να μιλάμε. Μου έδειχνε τον δρόμο. Και η θλίψη μου όσο παρέμενα σ’ εκείνον τον παράξενο τόπο δυνάμωνε.

«Φτάσαμε» μου είπε μόλις βρήκαμε μια κλειδωμένη πόρτα μπροστά μας. «Βγάλε το κλειδί κι άνοιξέ την».

«Η οργή είναι για τους αδύναμους» είπα χωρίς να βγάλω το κλειδί μου.

«Αδύναμοι είναι όσοι φυλακίζονται μέσα στην οργή. Αν πραγματικά πιστεύεις ότι έχεις την δύναμη θα βρεις τον δρόμο να βγεις από εκεί».

Έβγαλα το κλειδί από την τσέπη και ξεκλείδωσα την πόρτα, την άνοιξα και μπήκα μέσα. Και το κλειδί εξαφανίστηκε από το χέρι μου. Την πέρασα και κοίταξα μέσα. Και το μόνο άτομο που είδα εκεί ήταν το είδωλό μου. Ο ίδιος μου ο εαυτός.

«Γρήγορα έφτασες κοριτσάκι» μου είπε.

«Ποια είσαι;» την ρώτησα.

«Εγώ είμαι εσύ. Κι εσύ είσαι εγώ. Οι πράξεις σου μ’ οδήγησαν εδώ. Και οι πράξεις μου σε πήγανε στην θλίψη» μου απάντησε.

«Εσύ φυλακίστηκες εδώ».

«Εσύ με φυλάκισες εδώ. Εγώ δεν είμαι τίποτα άλλο, παρά μόνο το κομμάτι του εαυτού σου που αισθάνεται οργή. Πρέπει να με σκοτώσεις ή να πεθάνεις» μου είπε και όρμησε προς το μέρος μου.

Κι άρχισε μια μάχη με τον εαυτό μου, δεν ήξερα πραγματικά αν έφταιγα εγώ η εκείνη για όλα όσα έγιναν. Τελικά με κέρδισε, με κατέκτησε και έμεινα στο πάτωμα. «Η Οργή κερδίζει» είπε με θριαμβευτικό τόνο και εξαφανίστηκε από μπροστά μου. Άλλαξε ο χώρος γύρω μας και βρεθήκαμε πάλι στην θλίψη.

«Πού είμαστε;» ρώτησα.

«Σε τράβηξα έξω από την οργή. Πάντα έλεγες η οργή είναι για τους αδύναμους. Αδύναμοι είναι όσοι κυριεύονται από κείνη. Όπως εσύ. Ζούσες πάντα με την ψευδαίσθηση πως είσαι δυνατή. Να που αποδεικνύεται πόσο άδικο είχες» μου απάντησε γελώντας.

«Και τώρα;»

«Τώρα θα την παλέψεις μέχρι να την νικήσεις. Δεν με χρειάζεσαι άλλο» μου είπε και σηκώθηκε να φύγει.

«Σε χρειάζομαι…» φώναξα και στάθηκε. Γύρισε και με κοίταξε.

«Μπορείς να βγεις από εκεί. Άργησες να το καταλάβεις. Αρνούμαι να σε βοηθήσω. Το μίσος και η αγάπη είναι αλληλένδετα. Αγαπάω τον εαυτό μου και εσένα, μισώ το κομμάτι σου που μου έκανε κακό. Έχανα από την οργή για τον ίδιο λόγο που χάνεις κι εσύ σήμερα. Όμως την κέρδισα και βγήκα από εκεί μέσα. Αποφάσισα να έρθω εδώ και να σε ρίξω στα μαλακά, να σου δείξω πως είναι να την αντιμετωπίζεις και να σε κυριεύει, αλλά να μην την αφήσω να μπει μέσα σου».

«Γιατί;»

«Γιατί κορίτσι μου δεν σκοτώνει η αγάπη και το μίσος. Η οργή σκοτώνει. Έλα να σου δείξω κάποιον γνωστό πριν φύγω» μου είπε, γύρισε και με πήρε από το χέρι. Φτάσαμε στην πόρτα της οργής και την άνοιξε με το δικό του κλειδί. Μπήκαμε μέσα και είδα το δικό του είδωλο αυτή τη φορά.

«Εσύ;» τον ρώτησε η οργή.

«Εγώ. Θα τα πούμε με τους δικούς μου όρους, ή με τους δικούς σου;» απάντησε εκείνος.

«Με τους δικούς μου φυσικά» είπε η οργή και άρχισε μια πάλη που δεν έχω ξαναδεί παρόμοια. Τελικά η οργή έχασε, σακατεμένη και πληγωμένη έκατσε σε μια γωνία για να ξεψυχήσει. Τον είδα να γυρίζει πίσω γαλήνιο.

«Πως το κάνεις αυτό;» τον ρώτησα

«Ποιο;»

«Να κερδίζεις την οργή με οργή αλλά να μην σε κυριεύει;»

«Χρειάστηκε πολύς καιρός για να το καταφέρω. Τόσο περίπου όσο μου πήρε για να χρησιμοποιήσω θλίψη για να απαλύνω την δική σου θλίψη. Το εκτίμησες, έστω κι αργά το εκτίμησες κι αυτό με χαροποιεί» μου απάντησε.

«Και τώρα;»

«Ή θα κερδίσεις την οργή με οργή, ή…»

«Ή τι;»

«Η θα κλείσεις τα μάτια και θα συνειδητοποιήσεις τι έχεις κάνει στην μίζερη ζωή σου» μου είπε με σοβαρό ύφος.

«Να κλείσω τα μάτια;»

«Κλείσε τα μάτια».

Έκλεισα τα μάτια και από μπροστά μου πέρασαν εικόνες από όλα όσα έκανα τον τελευταίο καιρό. Όλες οι λάθος επιλογές, όλες οι λάθος πράξεις και όλη η οργή. «Η οργή είναι για τους αδύναμους. Όχι για εμένα» είπα ενώ αναλογιζόμουν την ζωή μου.

«Τότε άνοιξε τα μάτια και ζήσε» μου απάντησε κι άνοιξα τα μάτια.

Βρέθηκα σ’ ένα κρεβάτι, μόλις είχα ξυπνήσει και δίπλα μου ήταν κάποιος που μου προκαλούσε αυτά τα ξεσπάσματα οργής τον τελευταίο καιρό. Σηκώθηκα από το κρεβάτι και έψαξα τα κλειδιά μου. Τα βρήκα και το ένα μπρελόκ είχε ένα λευκό καρτελάκι πάνω. Έγραψα στο χαρτί «Η καρδιά μου» το κοίταξα και γέλασα, ο ίδιος ακριβώς γραφικός χαρακτήρας. Δικά μου ήταν τα γράμματα.

Πήγα και ξύπνησα αυτόν που κοιμόταν δίπλα μου. Με κοίταξε με απορία. «Τι έπαθες Κυριακάτικα;» με ρώτησε.

«Μήπως έχασες αυτό;» τον ρώτησα δείχνοντάς του το κλειδί που κρατούσα στο χέρι μου.

«Αυτό το έχω και θα το έχω» μου απάντησε μόλις το διάβασε.

«Αυτό το είχες και το έχασες. Καλή συνέχεια» του είπα και γύρισα την πλάτη μου. Άρχισα να ντύνομαι βιαστικά.

«Ξεκίνησες πάλι τις μαλακίες;» με ρώτησε θυμωμένα.

«Όχι. Επιτέλους, μετά από πολύ καιρό, σταματάω να ασχολούμαι με μαλακίες και κοιτάω τον εαυτό μου. Και όσους κοιτάξανε εμένα. Όχι εσένα. Που δεν κοιτάς κανένα. Κάποτε μοιάζαμε. Τώρα άλλαξα».

«Τι άλλαξε;» με ρώτησε.

«Εγώ».

«Γιατί;»

«Γιατί δεν σεβάστηκες τίποτα. Δεν σεβάστηκες εμένα. Δεν σεβάστηκες αυτό που είχαμε. Γιατί δεν το έχουμε πια. Γι αυτό. Δεν άκουσα ούτε μισή συγνώμη, δεν είδα ούτε μια στάλα μεταμέλειας. Άργησα να το καταλάβω. Μα το κατάλαβα. Και είναι αργά τώρα για συγνώμες. Συνέχισε να ζεις αυτό που θέλεις, για να ψάξω κάπου αλλού αυτό που θέλω».

«Είσαι σοβαρή;»

«Μέχρι θανάτου. Τα ίδια έκανα κι εγώ κάποτε. Ίσως κάποτε κι εσύ να με καταλάβεις και να περάσεις από κει που πέρασα εγώ. Μέχρι τότε όμως… να θυμάσαι πως η οργή είναι για τους αδύναμους. Για εσένα».

«Εσύ είσαι οργισμένη, όχι εγώ».

«Εσύ αρχίζεις τώρα να οργίζεσαι. Και φταίει μόνο ο εαυτός σου γι αυτό».

«Τι μαλακίες συζητάμε κυριακάτικα;» με ρώτησε οργισμένα και γέλασα. Τελικά όλα αναμεμειγμένα είναι. Δεν είναι τίποτα ξεκάθαρο. Φεύγω για να σώσω τον εαυτό μου από την οργή και βυθίζω κάποιον άλλον εκεί. Δεν γίνεται όμως αλλιώς. Πρέπει να γίνει έτσι.

«Συζητάμε; Για πρώτη φορά μετά από καιρό το κάνουμε κι αυτό. Μόνο που όλα ήρθαν αργά. Κι εγώ φεύγω» είπα και σηκώθηκα από το κρεβάτι. Έφυγα.

Τώρα χρωστάω συγνώμες. Που πρέπει να δώσω. Όχι για να νιώσουν οι άλλοι καλά, αλλά για να νιώσω εγώ καλά. Πονάει η μεταμέλεια. Αλλά σε κάνει να νιώθεις ζωντανός. Και η συγχώρεση πονάει πιο πολύ. Αλλά σε κάνει να αισθάνεσαι άνθρωπος.

Πονάει και κάποιος άλλος τώρα. Μόνο που του φταίει ο εαυτός του και οι πράξεις του, όχι εγώ. Εγώ έφταιγα αλλού. Και το είδα σήμερα. Το αλλάζω σήμερα. Και προχωράω με την οργή ως σύμμαχο. Όπως και μ’ όλα τα υπόλοιπα που συνάντησα στο όνειρό μου…

Φωτογραφία

Advertisement

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s