«Καληνύχτα, αφεντικό» είπε ο παρκαδόρος στον Θανάση, καθώς του έδινε τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Κούνησε νυσταγμένα το κεφάλι εκείνος, αντί χαιρετισμού. Μπήκε στο αυτοκίνητο, άνοιξε το παράθυρο να τον χτυπήσει ο αέρας κι έφυγε για τα σπίτι του. Ούτε που μπορούσε να καταλάβει τι ώρα είχε πάει. Ακόμη ένα ήρεμο βράδυ τελείωνε. Ήταν το δεύτερο απ’ τα δύο βράδια της εβδομάδας, που θα δούλευε. Έκανε τα ρεπό του Τάσου. Είχε πια αφήσει εξ’ ολοκλήρου το μαγαζί, στα χέρια του παιδικού του φίλου. Δεν είχε πια κουράγιο να το δουλέψει.
Μπήκε στο καπιταλιστικό, έπεσε στον καναπέ κι έβγαλε με κόπο τα παπούτσια του. Είχαν πρηστεί τα πόδια του. Έκαιγαν. «Ξεσυνήθισα» μουρμούρισε μέσα στη νύστα του. Δεν είχε κουράγιο ούτε μέχρι το κρεβάτι να συρθεί. Απ’ την μία ήθελε να κοιμηθεί με τα ρούχα στον καναπέ, απ’ την άλλη δεν θυμόταν αν δούλευε η Εύα και δεν ήθελε να ξυπνήσει με γκρίνια, επειδή δεν πήγε στο κρεβάτι. «Για μένα; Για τη μέση σου το λέω» άκουσε τον απόηχο της φωνή της. Χαμογέλασε και σηκώθηκε να πάει στο κρεβάτι. Γδύθηκε βιαστικά κι έπεσε. «Κοιμάται» συλλογίστηκε, πριν πάρει αγκαλιά την Εύα, που ‘χε τυλιχτεί με την κουβέρτα.
Κατάλαβε ότι τον πήρε ο ύπνος, μόνο όταν άκουσε μια γυναικεία τσιρίδα. Γύρισε μέσα στην τρομάρα του και έπεισε απ’ το κρεβάτι. Άρχισε να βρίζει. Άνοιξε τα μάτια απότομα. «Ποια είσαι εσύ;» ρώτησε την γυναίκα που είχε κολλήσει στην ντουλάπα και κοίταζε με φόβο. Πήρε στροφές το μυαλό του Θανάση. «Αμάν ρε Ευάκι» συλλογίστηκε πριν σηκωθεί όρθιος. «Μπορείς να μου εξηγήσεις, καλή μου γυναίκα, τι διάολο κάνεις στο κρεβάτι μου;» είπε ο Θανάσης με νευριασμένο ύφος, ενώ προσπαθούσε να μην βάλει τα γέλια με την όψη της γυναίκας απέναντί του.
«Το σπίτι είναι της Εύας» απάντησε εκείνη.
«Κι εγώ ο άντρας της».
«Δεν… Δεν…»
«Άσε τα δεν, ντύσου και φύγε γιατί δουλεύω το βράδυ και θέλω να κοιμηθώ».
«Ξέρετε… Να σας εξηγήσω…»
«Θέλω; Μάλλον όχι. Έξω!» της φώναξε ο Θανάσης. Πήρε τα ρούχα της και βγήκε από το δωμάτιο. Έκλεισε την πόρτα ο Θανάσης και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Περίμενε να ακούσει την εξώπορτα, πριν επιχειρήσει να πάρει τηλέφωνο την Εύα.
«Τρεις αναπάντητες κλήσεις, ένα νέο μήνυμα» διάβασε ο Θανάσης στην οθόνη του κινητού του. Όλα από την Εύα. «Έχω αφήσει ένα τσόκαρο στο σπίτι, διώξ’ το σε παρακαλώ. Σ’ αγαπάω» έγραφε.
«Σάκη το μυαλό το έχεις χάσει» μουρμούρισε ενώ χασμουριόταν, πριν πάρει αγκαλιά το μαξιλάρι και βυθιστεί ξανά στον ύπνο.
Αργά το μεσημέρι ξύπνησε ο Θανάσης, από μια βαριά μυρωδιά που ερχόταν από την κουζίνα. Άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε από την ανοιχτή πόρτα. Είχε μανία η Εύα να τον ξυπνάει έτσι. «Καφέ!» φώναξε ο Θανάσης. Έβαλε τα γέλια η Εύα. «Μάλιστα, αφέντη μου!» του απάντησε.
«Μου διέλυσε την μύτη αυτό το πράγμα. Τι είναι;» την ρώτησε καθώς πήγαινε προς την κουζίνα, για να παραλάβει τον καφέ του.
«Κοτόπουλο και μην βάλεις το χέρι σου στην κατσαρόλα, παλιολαίμαργε, γιατί καίει!» απάντησε με προειδοποιητικό τόνο εκείνη.
«Έλα ρε μαναράκι…»
«Όχι, λιχούδη, άσ’ το κάτω!» του φώναξε όταν τον είδε να πιάνει ένα κομμάτι κοτόπουλου με τα χέρια του. Δεν πρόλαβε να το βάλει στο στόμα. Του το πήρε η Εύα και το έφαγε. «Να μάθεις!» είπε παιχνιδιάρικα πριν τον πάρει αγκαλιά.
«Καλά… Την γκόμενα, γιατί μου την άφησες πεσκέσι το πρωί;» ρώτησε ο Θανάσης, ενώ πήγαινε με τον καφέ προς το σαλόνι.
«Έφευγε, νομίζεις; Άσε κι είχα μάθημα στις οχτώ, έπρεπε να φύγω από εδώ αξημέρωτα κι είχα την άλλη να μου κάνει νάζια. Μόνο παιδιά δεν μου ζήτησε να κάνουμε. Από σεξ δε, αθλιότατο…»
«Ώρες – ώρες απορώ με το κουράγιο σου» σχολίασε ο Θανάσης.
«Εγώ, πάλι, απορώ με την υπομονή μου».
«Πώς ήταν η μέρα σου;»
«Κουραστική. Πώς ήταν το βράδυ;»
«Ήρεμο».
«Ξέρεις τι…» άρχισε η Εύα μ’ εκείνο το ανακριτικό ύφος που ήξερε πολύ καλά ο Θανάσης. «Ωχ…» έκανε εκείνος χαμογελώντας.
«Έλα, μην είσαι έτσι!»
«Πες».
«Τι μέρα είναι σήμερα;»
«Τι;» ρώτησε ο Θανάσης.
«Δεν θυμάσαι;» απάντησε θλιμμένα η Εύα.
«Δεν με βοηθάς».
«Τι έγινε σαν σήμερα;»
«Δεν ξέρω» απάντησε χαμογελώντας σαστισμένα ο Θανάσης.
«Τελικά… Όλοι ίδιοι είστε» του πέταξε η Εύα, πριν γυρίσει στην κουζίνα.
Όλη την μέρα τον γυρόφερνε για να θυμηθεί εκείνο που έπρεπε να θυμηθεί, αλλά ο Θανάσης την απέφευγε. Τον άφησε μόνο στο σαλόνι και ξάπλωσε νωρίς. Χάζεψε στην τηλεόραση ο Θανάσης, έχοντας το ένα μάτι του, καρφωμένο στο ρολόι. Θυμόταν. Έκανε τον χαζό όλη τη μέρα, για να μην χαλάσει την έκπληξη που ‘χε από καιρό σχεδιάσει. Έκλειναν δέκα χρόνια μαζί. Ήξερε ότι ήταν ζιζάνιο και ότι δεν υπήρχε περίπτωση να κρύψει κάπου το δώρο της, για να μην το βρει. Το είχε δώσει, μέρες πριν, στον Τάσο, για να το κρατήσει. Του το είχε φέρει το απόγευμα στο σπίτι., προφασιζόμενος ότι είχε ξεχάσει να του δώσει κάτι χαρτιά.
«Πάμε» σκέφτηκε ο Θανάσης, πέντε λεπτά πριν τελειώσει η μέρα. Πήγε στην κρεβατοκάμαρα και ξάπλωσε δίπλα στην Εύα που ‘χε κουλουριαστεί στο κρεβάτι. «Κοιμάσαι;» της ψιθύρισε, μα εκείνη δεν σάλεψε. Άρχισε να την χαϊδεύει. «Φύγε. Σου κρατάω μούτρα» του είπε με παράπονο.
«Πώς θα εξιλεωθώ;»
«Τώρα είναι αργά».
«Δεν είναι ακόμη αργά. Σε λίγο αλλάζει η μέρα».
Γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια. Της χαμογελούσε. Έβγαλε κάτι απ’ την τσέπη της πιτζάμας. «Κουτάκι;» απόρησε η Εύα.
«Δέκα χρόνια μαζί» της ψιθύρισε ο Θανάσης.
«Κουτάκι;» συνέχισε η Εύα.
«Δαχτυλίδι».
«Τι δαχτυλίδι;»
«Γάμου;» ρώτησε με ανεκδιήγητο ύφος ο Θανάσης, που δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα γέλια του. «Μωρέ φάτσα, σ’ αγαπάω πολύ. Μην είσαι έτσι παραπονεμένο. Γέλα μου» της είπε.
«Σοβαρά;» ρώτησε η Εύα, αρπάζοντας το κουτί από τα χέρια του Θανάση.
«Κανονικά…» ξεκίνησε εκείνος, αλλά δεν τον άφησε να τελειώσει τον συνειρμό του. «Πότε κάναμε κάτι κανονικά; Ωραίο είναι. Μου πάει».
«Εδώ δες! Το φόρεσε κιόλας!» αναφώνησε γελώντας ο Θανάσης.
«Είναι επίσημη η πρόταση, ή τζάμπα χαίρομαι;»
«Πιο επίσημη, δεν πάει».
«Χωρίς φιλί και χάδια; Καθόλου επίσημη δεν είναι» του απάντησε περιπαικτικά η Εύα.
«Δεν χάνεις ευκαιρία;»
«Όχι. Χρόνια μας πολλά, όμορφε. Χάδια. Τώρα».
«Θέλει χάδια το κορίτσι μου…» σχολίασε ο Θανάσης, πριν αρχίσει να την χαϊδεύει. Κοίταζε το δαχτυλίδι στο χέρι της η Εύα και σκεφτόταν. Δεν είχε καταλάβει πως είχαν περάσει αυτά τα δέκα χρόνια. Θυμόταν γέλια, χαρές, λύπες και κλάματα. «Ξέρεις τι;» άρχισε η Εύα.
«Τι;» συνέχισε το παιχνίδι με τις λέξεις εκείνος.
«Θυμάσαι την πρώτη φορά που κάναμε σεξ;» τον ρώτησε γελώντας πονηρά.
«Ποια πρώτη απ’ όλες; Κάθε φορά, πρώτη και τελευταία λέγ- Αου! Μη χτυπάς γαμώτο σου!» φώναξε μόλις τον χτύπησε η Εύα στο χέρι.
«Την πρώτη – πρώτη φορά».
«Ήμασταν πάρα πολύ χάλια εκείνο το βραδύ» σχολίασε νοσταλγικά ο Θανάσης.
«Ήσουν πολύ χάλια εκείνο το βράδυ» τον διόρθωσε η Εύα. «Βασικά, σ’ έκανα πολύ χάλια εκείνο το βράδυ» συνέχισε δισταχτικά.
«Αφού δεν σκοτωθήκαμε εκείνο το βράδυ…» αναστέναξε ο Θανάσης, προτού γυρίσει τρία χρόνια πίσω με το μυαλό του. Τον είχαν πιάσει τα στραβά και τα ανάποδα. Είχε νεύρα με όλους και περισσότερο με την Εύα. Τον ζάλιζε εκείνο το διάστημα να σταματήσει την κλάψα και να βρει έναν σύντροφο. «Δες εμένα! Δουλεύω, κάνω ειδικότητα, βγαίνω έξω, κάνω και σεξ! Εσύ, τι;» του έλεγε και του ξαναέλεγε μέχρι που την διαολόστειλε.
Κλείστηκε στον εαυτό του. Αυτοεξορίστηκε στο σπίτι κι έπαιζε σκάκι μόνος. Πέρασαν δύο μέρες. Δεν είχε δώσει σημεία ζωής σε κανέναν. Μια βδομάδα αργότερα άρχισε να τον ψάχνει ο Τάσος, που είχε πραγματικά ανησυχήσει. Το έπαιζε ψόφιος ο Θανάσης. Δεν σήκωνε τηλέφωνα, δεν άνοιγε πόρτες, δεν απαντούσε πουθενά. Του διέρρηξε ο Τάσος το σπίτι και τον βρήκε να κοιμάται. Τον άρχισε στα γαμωσταυρίδια.
«Είσαι σοβαρός ρε μαλάκα; Είσαι σοβαρός;» ούρλιαζε ξανά και ξανά ο Τάσος. Πλακώθηκαν στο ξύλο εκείνο το βράδυ. Μάζεψε πολλές ο Θανάσης, αλλά δεν ήθελε να το βάλει κάτω. «Ρε! Τόπι θα σε κάνω ρε! Είσαι σοβαρός; Σε ψάχνει όλος ο ντουνιάς κι εσύ το παίζεις ψόφιος κοριός εδώ μέσα;»
Κατέληξαν χαράματα στο κρατητήριο. «Δε γαμιέσαι ρε Τάσο;» μουρμούρισε ο Θανάσης όταν ξέμπλεξαν. Γύρισε σπίτι, πήρε το αυτοκίνητο κι έφυγε. Βγήκε απ’ την πόλη που τον έπνιγε. Πήγε κι άραξε σ’ εκείνο το γκρεμό που ‘χε ανακαλύψει πριν χρόνια. Γαλήνευε το μέσα του, όταν κοίταζε το κενό, τα δέντρα και την πόλη που έσβηνε στον ορίζοντα. Σκεφτόταν κι άκρη δεν έβγαζε. Ήθελε να ρίξει μια πέτρα στο γκάζι, να φουντάρει το αυτοκίνητο στο κενό και να φύγει με τα πόδια. Να χαθεί. Να εξαφανιστεί από προσώπου γης. Ένιωθε τόσο κουρασμένος και καταβεβλημένος από την ζωή, που πίστευε πως δεν θ’ άντεχε για πολύ. Δεν βρήκε το κουράγιο. Μπήκε στο αμάξι και γύρισε στο σπίτι.
Το δεύτερο χέρι ξύλο, το γλύτωσε. Αν και η Εύα είχε πάει στο σπίτι με άγριες διαθέσεις, όταν τον είδε σμπαράλια, κάθισε στον καναπέ, χωρίς να μιλήσει και περίμενε να ανοίξει εκείνος την κουβέντα. Αδιαφόρησε ο Θανάσης. Πήγε πάνω απ’ την σκακιέρα κι έστησε τα πιόνια. Έκανε την πρώτη κίνηση. Γύρισε προς το μέρος της. «Ακούω».
Η Εύα σηκώθηκε, πήγε προς το μέρος του, κοίταξε την σκακιέρα, χαμογέλασε κι έπαιξε. «Κάθε αρχή είναι μία νέα μάχη» μουρμούρισε ο Θανάσης, ενώ έβγαζε τον αξιωματικό του στην επίθεση.
«Μην τα παρατάς» ψιθύρισε η Εύα, στιγμές πριν τσακίσει τον αξιωματικό του με το άλογό της.
«Χαμένο είναι» μονολόγησε ο Θανάσης. Έκανε την επόμενη κίνηση. Περίμενε. Γέμισε ένα ποτήρι με ουίσκι. Σκεφτική έμοιαζε η Εύα. Πέρασε στην αντεπίθεση. Δέκα λεπτά αργότερα, κυνηγούσε τον βασιλιά του στην σκακιέρα.
Πήρε και νύχτωσε. Βούιζε ο αέρας, έδερνε τις μεταλλικές τέντες των πολυκατοικιών κι αναποδογύριζε τις γλάστρες των μπαλκονιών. Είχε χάσει αμέτρητα παιχνίδια ο Θανάσης. Βαρέθηκε. Έστησε την σκακιέρα ξανά.
«Τι είναι αυτό;» τον ρώτησε η Εύα.
«Ένα παιχνίδι που ‘χω αφήσει στη μέση».
«Η βασίλισσα…»
«Το ξέρω. Είναι χαμένο απ’ το ’97. Περιμένω τον Βασίλη να το παίξει. Για κάποιο λόγο το άφησε έτσι. Κάτι ήθελε να μου πει. Δεκάδες φορές το κοίταξε και το άφησε ως έχει, μουρμουρίζοντας ότι θα ερχόταν μια καταλληλότερη στιγμή για να κάνει την κίνησή του».
«Ήθελε να σου πει κάτι έτσι;»
«Δεν ξέρω».
«Δεν το συζητήσατε ποτέ;»
«Όχι».
«Συζητάς, ποτέ, με κανένα;»
«Όχι».
«Γιατί;»
«Τι να συζητήσω;»
«Αυτό που σε πειράζει!»
«Δε γαμιέσαι ρε Εύα;» αγρίεψε ο Θανάσης.
«Δε γαμιέμαι ρε Σάκη! Εσύ γαμιέσαι! Εσύ κι ο κωλοχαρακτήρας σου. Κατέχεις, μωρέ, τι σου γίνεται;»
«Εύα, δεν έχω όρεξη. Μάσε πράγματα και φύγε. Τέλος είπαμε!» της φώναξε.
«Όχι, αγόρι μου, δεν πάει έτσι. Αν θέλεις να το τελειώσουμε, κάτσε να πιούμε για να γίνουμε στουπί, να κοιμηθούμε μαζί για μια τελευταία φορά και το πρωί σ’ αφήνω στην ησυχία σου και στο δρόμο σου. Δεν το διαπραγματεύομαι».
«Βάλε να πιούμε» είπε εκείνος αναστενάζοντας.
«Έχω ρακή».
«Βάλε».
Έπιασαν τον καναπέ και τα ποτήρια. Τα πρώτα κατέβηκαν χωρίς να μιλήσουν. Ύστερα έλεγαν κι ένα «γεια μας». Μετά τον έπιασε το παράπονο. Μιλούσε ασυνάρτητα, χωρίς να υπάρχει συνοχή στο λόγο και στις σκέψεις του. Μέθυσαν. Ήθελαν να πάνε μια βόλτα. Πήραν το αυτοκίνητο και βγήκαν απ’ την πόλη. Κατέληξαν σε κάποιο χωριό, μετά τα μεσάνυχτα, να ψάχνουν ξενοδοχείο. Μάλωσαν για μια βλακεία που δεν θυμόταν κανένας απ’ τους δύο. Παράτησε το αμάξι ο Θανάσης στη μέση του δρόμου. Τον πήρε από πίσω η Εύα. Σκόνταψε ο Θανάσης κι έπεσε. Κατέβηκε η Εύα απ’ το αυτοκίνητο να τον μαζέψει. Ξέχασε να τραβήξει το χειρόφρενο. Κατρακύλησε στην κατηφόρα το αυτοκίνητο κι έπεσε πάνω σε κάποιο παρκαριμένο. Κοιτάχτηκαν έντρομοι για μια στιγμή κι ύστερα το έβαλαν τα πόδια.
Ξενοδοχείο δεν βρήκαν, αλλά βρήκαν ταξί. Ένας ξεχασμένος, μεσόκοπος τύπος, κοιμόταν μέσα στο ταξί του, στην πλατεία του χωριού. Τον ξύπνησαν και τους αγριοκοίταξε. Του έδωσε προκαταβολή ο Θανάσης, τέσσερις φορές περισσότερα απ’ όσα θα τους έπαιρνε. Τους γύρισε πίσω. Δεν μιλούσαν στην διαδρομή. Το έπαιζαν μαλωμένοι.
Χτύπαγε τόσο δυνατά το κεφάλι του Θανάση, την ώρα που ξύπνησε, που πήρε τρία παυσίπονα για να στρώσει. Αποσπασματικές ήταν οι αναμνήσεις από το προηγούμενο βράδυ. Σύρθηκε μέχρι το κρεβάτι. Έτρεμε και τα πόδια του δεν τον κρατούσαν. Η Εύα δεν μπορούσε να γυρίσει πλευρό. Πονούσε όλο της το κορμί. «Πρέπει να βρω φαρμακείο» μουρμούρισε. Έκανε μια ανεπιτυχή προσπάθεια να σηκωθεί. Την αγκάλιασε ο Θανάσης. Έριξε μια κουβέρτα πάνω τους.
«Έχω παυσίπονα μωρό».
«Είσαι ηλίθιος, έτσι;»
«Τραγικά».
«Κι εγώ είμαι περισσότερο ηλίθια».
«Καταρρέω…» μουρμούρισε ο Θανάσης.
«Δυο μπουκάλια ρακή ήπιαμε χθες. Θυμάσαι τίποτα;»
«Μακάρι να μην θυμόμουν».
«Σαν γερόντια κάνουμε… Περίμενε ένα λεπτάκι» του είπε η Εύα, καθώς προσπαθούσε να πιάσει το κινητό της από το κομοδίνο. Το σκάλισε για λίγο, ζυγίζοντας της επιλογές της. Το έβαλε στο αυτί και περίμενε. Δεν πήρε απάντηση. «Μπράβο μας» μουρμούρισε αγανακτισμένα.
«Τι ψάχνεις;»
«Κάποιον να βρει φαρμακείο, λέμε».
«Τι διάολο θες από φαρμακείο, να πάω εγώ, λέμε!»
«Χάπι της επόμενης ημέρας, ηλίθιε!»
«Μη φωνάζεις!»
«Α με βάτεψες ψε, α με γκάστρωσες γιατί στο ζήτησα!»
«Ποιο απ’ τα δύο;» ρώτησε ο Θανάσης που δεν είχε καταλάβει τίποτα. Γύρισε με κόπο η Εύα για να τον κοιτάξει. «Το δεύτερο» του είπε ήρεμα, πριν κλείσει τα μάτια της κι αρχίσει να μουρμουράει. «Δεν με πιστεύω. Ήθελα, μέσα στη μέθη, να κάνουμε παιδί…»
«Τι παιδί; Κανονικό παιδί;» απόρησε ο Θανάσης.
«Αμ τι; Ψεύτικο;» μουρμούρισε η Εύα.
Σηκώθηκε ο Θανάσης και πήγε στο σαλόνι. Κοίταξε το κινητό που ‘ταν παρατημένο στο γραφείο. Δεν είχε κουράγιο να το πάρει. Με τα χίλια ζόρια το έφτασε. Χαμός γινόταν από μηνύματα και κλήσεις. Πήρε τηλέφωνο τον Τάσο. «Έλα. Ναι. Άσε, χάλια. Ούτε που ξέρω πώς διάολο φτάσαμε εκεί. Ρε, τι με νοιάζει τ’ αμάξι; Το ‘χω μεικτή. Ναι. Μπορείς ρε; Χίλια ‘φχαριστώ, αδερφέ. Ναι, κανόνισέ το και στείλε μου μήνυμα. Hangover. Χάλια και η Εύα, ναι. Να σου πω. Άμα μπορείς, ή μπορεί η Νίκη, βρες ένα εφημερεύον και πάρε ένα χάπι της επόμενης ημέρας. Ναι. Ναι ρε. Ναι λέμε. Άντε, μιλάμε».
Έφτιαξε καφέ, κάθισε στον καναπέ κι έπιασε το κεφάλι του, κοιτάζοντας την κούπα που άχνιζε. «Τι σκατά έκανα χθες;» μουρμούρισε, περισσότερο για να μαλώσει τον εαυτό του, παρά για να θυμηθεί. Έξυσε το μπράτσο του, που τον έτρωγε. Άρχισε να τον τσούζει οικτρά. Το κοίταξε. Μακελεμένο ήταν. Μάτωνε. «Σκατά…» μουρμούρισε πριν γυρίσει με την κούπα στο δωμάτιο. Δεν τον χωρούσε το σπίτι, γιατί δεν τον χωρούσε ο εαυτός του.
Του βούτηξε η Εύα τον καφέ απ’ το χέρι και κάγχασε. «Είναι αστείο;» ρώτησε ο Θανάσης. Του έγνεψε καταφατικά. «Την πλάτη σου, πάντως, την έκανα έργο τέχνης. Μα κι εσύ, ρε παιδί μου, αγρίμι σκέτο είσαι. Να σου βγαίνει πιο συχνά. Το καταχάρηκα» σχολίασε εκείνη.
«Καλός ήμουνα;» την πείραξε ο Θανάσης.
«Για σφαλιάρες ήσουν, μέχρι που σου έδωσα οδηγίες χρήσεως…»
«Σοβαρά;»
«Με ξέρεις να έχω τακτ;»
«Όχι».
«Εσύ φταις, πάντως».
«Γιατί εγώ;» έκανε εκείνος με παράπονο.
«Κάτι μου ‘πες, μες τη σούρα, δεν θυμάμαι. Αρπάχτηκα, αρπάχτηκες κι εσύ… Ούτε τα μισά δεν θυμάμαι…»
«Εγώ δεν θυμάμαι τίποτα» την διέκοψε.
«Ούτε μισή ανάμνηση δεν έχουμε, από την πρώτη μας φορά» μουρμούρισε ο Θανάσης, στο παρελθόν και το παρόν και η έκφραση που πήρε η Εύα, ήταν η ίδια με τότε. «Όχι…» είπε ο Θανάσης με πονεμένο ύφος. «Ναι» του απάντησε εκείνη, με προσμονή.
«Όχι απόψε μωρέ Εύα…»
«Έλα… Δέκα χρόνια μαζί… Επετειακό σεξάκι…» συνέχισε με νάζι εκείνη. Πάντα το ίδιο παιχνίδι έπαιζαν. Ο ένας το έπαιζε δύσκολος, ο άλλος το γυρνούσε στο παρακάλι. Το πρώτο διάστημα, το χρησιμοποιούσαν μόνο όταν κάποιος δεν ήταν καθόλου καλά. Μετά προστέθηκαν οι γιορτές και οι επέτειοι. Μετά η κούραση. Μετά έγινε αντικαταθλιπτικό, αντιπυρετικό, αντιφλεγμονώδες, υπνωτικό, ναρκωτικό, ανεβαστικό, καταπραϋντικό. Μετά έγινε συνήθεια κι ύστερα καθημερινότητα. Κανένας απ’ τους δύο δεν θυμόταν πότε έφυγαν οι ταμπέλες από πάνω τους κι έμειναν γυμνοί, έχοντας ξεφύγει από όρια, περιορισμούς, νόρμες και κλισέ. Όμως, ήταν σίγουροι πως τότε έγιναν απλά άνθρωποι. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο.
«Βαριέμαι» της πέταξε ο Θανάσης για να την πικάρει.
«Έλα…» άρχισε να ψευτογκρινιάζει εκείνη. «Μη βαριέσαι!»
«Νυστάζω».
«Να ξενυστάξεις!»
«Θα σε δαγκώσω, κανόνισε!»
«Αχ, ναι!» αναφώνησε η Εύα κι έβαλαν ταυτόχρονα τα γέλια. «Για το γάμο, πάντως, θέλω να το σκεφτείς σοβαρά» της είπε ο Θανάσης, σκεφτικά. Σοβάρεψε το ύφος της. «Δεν υπάρχει περίπτωση. Τα θέλω μας δεν συνάδουν. Στο έχω ξαναπεί, μένω εδώ μέχρι να βρω κάποιο άτομο που θα θέλει να γίνουμε οικογένεια. Το έχω ανάγκη. Δεν μπορώ να δεσμευτώ έτσι, μαζί σου».
«Το ξέρω. Θα πάω να μπλέξω με την Νίκη, που δεν θέλει παιδιά» είπε μεταξύ σοβαρού κι αστείου ο Θανάσης.
«Αντροφέρνει κιόλας, μια χαρά θα είστε» του απάντησε θιγμένα η Εύα.
«Ζηλεύεις;»
«Όσο κι εσύ».
«Δώσε μου μερικές μέρες να το σκεφτώ» ψιθύρισε ο Θανάσης.
«Στενεύουν τα περιθώρια. Είμαι όσο πιο ειλικρινής γίνεται. Θέλω ένα κανονικό σπίτι κι όχι ένα φοιτητόσπιτο. Θέλω έναν κανονικό σύντροφο κι όχι έναν γκόμενο, γιατί, γκόμενος κατέληξες. Δεν ξέρω πώς το καταφέραμε. Όχι ότι εγώ πάω πίσω. Σαν χαζογκομενάκι κάνω, σαν κι αυτά που σιχαίνομαι. Μου βγαίνει, δεν το ελέγχω. Θέλω, αν αποφασίσεις να πάμε μπροστά, να κάνεις μια κανονική δουλειά. Φοβάμαι, αλήθεια σου λέω, κάθε μέρα φοβάμαι, μην σε φέρουν να σ’ ανοίξω για να βγάλω πόρισμα. Θέλω να κάνουμε παιδιά. Δύο, τρία, πέντε, εφτά, δεν με νοιάζει πόσα. Θέλω οικογένεια. Πραγματικά το θέλω» του είπε η Εύα προτού τον αγκαλιάσει.
«Λίγο πριν τα τριάντα, με το πιστόλι στον κρόταφο» σχολίασε σκεφτικά ο Θανάσης.
«Να το αφήσουμε εδώ;»
«Τα τελευταία τρία χρόνια, πόσες φορές χωρίσαμε;»
«Εκατό; Εκατόν είκοσι;»
«Δεν βγαίνει. Μας έχουμε ανάγκη»
«Εγώ φταίω…» μουρμούρισε βουρκώνοντας η Εύα.
«Κοριτσάκι μου; Κανείς δεν φταίει. Τα μπλέξαμε. Φτάσαμε εκεί που θα ήμασταν, αν δεν ξεκαθαρίζαμε μεταξύ μας στην αρχή. Μου αρέσει. Απλά… Δεν ξέρω ρε ψυχή μου. Φοβάμαι. Όσο δεν με φοβίζει η δουλειά, που πίστεψέ με, μπροστά στο χαρακτήρα σου και στο να σε κάνω ζάφτι, είναι βόλτα στο πάρκο, τόσο με φοβίζει η προοπτική της οικογένειας…»
«Το σεξάκι θα το κάνουμε;» τον διέκοψε η Εύα.
«Ναι».
«Θα με κάνεις μαμά;» συνέχισε κρυφογελώντας.
Αμέτρητα πράγματα άρχισαν να περιστρέφονται μέσα στις σκέψεις του Θανάση. Φόβοι, λάθη και αναμνήσεις. Ξεχασμένες συζητήσεις σε σκονισμένες κρύπτες του μυαλού του. Εικόνες απ’ τα παιδικά του χρόνια, αλήθειες που δεν χώνεψε ποτέ. Τον έπιανε πανικός κάθε φορά που τα σκεφτόταν και δεν ήθελε όχι μόνο να κάνει παιδιά, αλλά να ακούσει οτιδήποτε είχε σχέση με οικογένεια. Είχε μιλήσει με την Εύα. Εκείνη του έλεγε πως έπρεπε να κάνει την υπέρβαση, εκείνος θεωρούσε πως δεν ήταν έτοιμος και ίσως και να μην μπορούσε να το κάνει ποτέ.
Γύρισε και την κοίταξε. Δεν την αναγνώριζε πια. Ούτε τον εαυτό του αναγνώριζε στον καθρέφτη. Είχε σμιλέψει για τα καλά τα πρόσωπά τους, ο χρόνος. Δεν ήταν εκείνη η σεμνή και ντροπαλή κοπελίτσα, που ‘χε γνωρίσει κάποιο βράδυ στο ξενυχτάδικο. Ούτε εκείνος ήταν ο πάντα σιωπηλός τύπος, που φοβόταν να μιλήσει. Πήρε μια βαθιά ανάσα, για να βγάλει όλα όσα είχε μέσα του. Δεν τα κατάφερε. «Δε γαμιέται;» μουρμούρισε πριν την φιλήσει.
Στην άλλη άκρη της πόλης, σε ένα μικρό διαμέρισμα, ο Τάσος καθόταν μπροστά απ’ το λάπτοπ του, πιάνοντας το κεφάλι του, μουρμουρίζοντας νούμερα και ονόματα, κάνοντας υπολογισμούς με το μυαλό του. Κάλπαζαν οι σκέψεις του εκείνο το βράδυ. Δεν του έφτανε ο χρόνος. Είχε διακόσια πράγματα να κάνει και δεν θα προλάβαινε ούτε τα μισά. Δίπλα του η Νίκη, κοίταζε την οθόνη αφηρημένα. Είχε συνηθίσει να βλέπει τα τεράστια νούμερα και τις μυστηριώδεις ροές του χρήματος. Κάποτε τον ρωτούσε πώς κατάφερνε να βγάζει άκρη σ’ εκείνο τον χαμό. Γελούσε κουνώντας το κεφάλι του. «Λογιστής είμαι, μανάρι μου. Με τεφτέρια ασχολούμαι» της έλεγε χαμογελώντας.
«Δεν βγαίνει με τίποτα το κέρατο…» μονολόγησε ο Τάσος. Σηκώθηκε από την καρέκλα, έλυσε την γραβάτα του και βγήκε στο μπαλκόνι. «Τα κρεμάσματά σου, ρε Σάκη…» συνέχισε αναστενάζοντας.
«Είσαι καλά;» ρώτησε η Νίκη.
«Καλά; Μόνο καλά» απάντησε εκείνος με ειρωνεία.
«Τάσο; Πόσα βγάζεις;»
«Τι εννοείς;»
«Ρε παιδί μου, το μήνα, πόσα βγάζεις;»
«Που ξέρω, έχω χάσει το λογαριασμό… Για τους άλλους κρατάω. Για μένα… Ούτε που με νοιάζει».
«Πόσα λεφτά έχεις;» συνέχισε η Νίκη.
Γύρισε ο Τάσος στο τραπέζι. Χτύπησε μερικά πλήκτρα στον υπολογιστή. Άνοιξε μια σελίδα. Έγραψε τα στοιχεία του. «Τόσα» είπε, δείχνοντας το ποσό στην Νίκη.
«Αφού έχεις λεφτά, γιατί δεν κάνεις κάτι δικό σου και συνεχίζεις να δουλεύεις για τον Θανάση;» ήταν η επόμενη ερώτηση της Νίκης, μια απορία που είχε για πολλά χρόνια.
«Το κεφάλαιο, όταν ξεκίνησα, το πήρα απ’ τον Σάκη, και δεν ξεκίνησα με ψίχουλα. Που να δεις πόσα έχουν περάσει απ’ τα χέρια μου και πόσα έχω, κατά καιρούς, χάσει. Είναι νούμερα, Νίκη. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Νούμερα σε λογαριασμούς, χωρίς καμία αξία…»
«Ναι, αλλά…»
«Αλλά, για μένα, όλα αυτά, είναι μια ζαριά. Μια μολυβιά. Μια ρουλετιά. Οτιδήποτε. Έχω κάνει τεράστιο άνοιγμα και χρειάζομαι τις πλάτες του Σάκη, αν πάει κάτι στραβά…»
«Ναι, αλλά…»
«Τι αλλά, ρε Νίκη; Τι θα του πω; Μεγάλε, τα σπάμε; Θες να σου δείξω πόσα λεφτά θα μπω μέσα αν γίνει στραβή; Οχταψήφιο είναι το νούμερο, κούκλα μου! Μέτρα κέρματα σε φορτηγά!»
«Σταμάτα να ανοίγεσαι, Τάσο!»
«Και τι να πω; Δεν δουλεύω; Δεν επενδύω; Δεν θέλω να βγάλω λεφτά;»
«Να κάνεις αυτό που έκανες και στον Βασίλη!» του φώναξε η Νίκη.
«Και μετά, τι;»
«Ό,τι κάνει κι ο Βασίλης».
«Νιώθω ότι πεθαίνω κάθε φορά που δεν δουλεύω. Αυτό το κωλόπραμα κι εσύ, είστε όλη μου η ζωή. Δεν με νοιάζουν τα αυτοκίνητα και τα σπίτια, τα λούσα και τα κοστούμια, ο κόσμος και το τι θα πει. Αυτή, την άλλη μισή αρχοντιά, την έχουν τα φιλαράκια μου. Όχι εγώ».
«Και τι θα γίνει ρε Τάσο; Μια ζωή στο νοίκι θα ήμαστε, με τον κουβά που έχουμε για αυτοκίνητο και με σένα να δουλεύεις είκοσι ώρες τη μέρα;»
«Σου είπα πότε θα σταματήσω».
«Άντε γαμήσου, Τάσο. Θες παιδιά; Τράβα βρες καμία άλλη να τα κάνεις!»
Έτριψε τα μάτια του ο Τάσος. Κάθισε δίπλα της και την αγκάλιασε. Της είχε εξηγήσει αμέτρητες φορές τα θέλω του κι εκείνη ούρλιαζε για το επιβεβλημένο όνειρο που είχε. Χτύπησε το κινητό του. Διάβασε βιαστικά το μήνυμα. Δεν το κατάλαβε. Το ξαναδιάβασε. Το έδωσε στην Νίκη. «Μάζωξη στο καπιταλιστικό. Αύριο 19:00. Αδιαπραγμάτευτο» διάβασε η Νίκη κι ύστερα κοίταξε τον Τάσο. «Το ‘χει χαμένο ο Βασίλης;» ρώτησε ψιθυριστά.
«Αν ήρθε…» άρχισε ο Τάσος, μα δεν πρόλαβε να τελειώσει την σκέψη του. Το ίδιο ακριβώς μήνυμα έλαβε και η Νίκη. Του το διάβασε. «Ώ ρε πούστη, μπλέξαμε…» είπαν ταυτόχρονα.
Ο Θανάσης και η Εύα είδαν το μήνυμα το πρωί. Κοιτάχτηκαν στα μάτια. Η Εύα δεν το είχε καταλάβει. «Ο φευγάτος ξέρει…» μουρμούρισε ο Θανάσης, κουνώντας το κεφάλι του.
«Τι έγινε;»
«Τι έγινε; Τα φαντάσματα, απόψε, έχουν σκοπό να ξυπνήσουν πολύ νωρίς. Συγκεκριμένα, στις εφτά» απάντησε σαν χαμένος, πριν σηκωθεί από το κρεβάτι. «Όλο βλακείες είναι αυτό το παιδί» συλλογίστηκε η Εύα, πριν γυρίσει πλευρό για να κοιμηθεί λίγο ακόμη.
Στις εφτά ακριβώς είχαν μαζευτεί όλοι στο σπίτι και περίμεναν τον Βασίλη. Καθόντουσαν σ’ αναμμένα κάρβουνα μέχρι ν’ ακούσουν την μηχανή του να παρκάρει. Του άνοιξε ο Θανάσης. «Χρόνια και…» έκανε ο Θανάσης πριν παρατηρήσει την Νίνα που στεκόταν δίπλα από τον Βασίλη.
«Ναι, και ζαμάνια» του απάντησε καθώς έμπαινε στο σπίτι, κρατώντας την μικρή από το χέρι. Της είπε κάτι στα βοσνιακά κι εκείνη χαμογέλασε. Κοίταξε την Νίκη που καθόταν στην θέση του. «Νομίζω πως ο φευγάτος επέστρεψε, για τα καλά αυτή τη φορά» της είπε, κάνοντάς της νόημα να σηκώθεί. Κάθισε και πήρε αγκαλιά την Νίνα. «Λοιπόν, ρεμάλια, θα φτιάξει κανένας καφέ;» ρώτησε γελώντας.
«Γιατί μας μάζεψες εδώ;» ρώτησε η Νίκη, ενώ η Εύα πήγαινε να φτιάξει καφέ.
«Δεν υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος. Απλά σας επιθύμησα και σκέφτηκα ότι στις εφτά θα ήσασταν όλοι ελεύθεροι. Όταν δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό…» έκανε ο Βασίλης πριν στραφεί προς τον Θανάση, «πάει το βουνό στους παλιόφιλούς του».
«Είσαι χαζός, έτσι;» ρώτησε εκείνος.
«Οικτρά. Σας το έχω αποδείξει πολλάκις» απάντησε με μυστήριο ύφος ο Βασίλης.
Στις εννιά, ο Θανάσης με την Εύα, είχαν ξεπροβοδίσει τους άλλους και κάθισαν μόνοι, στο σαλόνι τους. «Δεν ήρθε για καλό αυτός» σχολίασε η Εύα. Έγνεψε καταφατικά ο Θανάσης. «Σου είπα. Ο φευγάτος ξέρει» της απάντησε.
«Τι ξέρει;»
«Τα πάντα ξέρει».
«Ποια πάντα;» απόρησε η Εύα.
«Επίδειξη ισχύος ήταν το σημερινό, γι αυτό πήρε μαζί του την μικρή. Ήξερε πως δεν θα μιλούσε κανένας μπροστά στο παιδί. Ετοιμάσου για χαμό. Ξέρει και περιμένει».
«Επίδειξη ισχύος; Ποιος μωρέ; Ο Βασιλάκης; Άσε με» σχολίασε γελώντας εκείνη. Την στραβοκοίταξε ο Θανασης. «Πόσο δεν τον ξέρεις κι ούτε πρόκειται να τον μάθεις. Το παίζει μπούλης και καημένος, αλλά, η κατάρα του φευγάτου είναι να ‘ναι ένα βήμα μπροστά απ’ τους άλλους. Κάποτε τον σταύρωσαν φίλοι κι αδερφοί και σταμάτησε να χαρίζει κάστανα. Ειλικρινά, δεν ξέρω τι έχει στο μυαλό του, ούτε τι έχει γίνει. Άκουσες τι είπε;»
«Ποιο απ’ όλα;»
«Πολλές φορές…», άρχισε ο Θανάσης, μιμούμενος το χαμένο ύφος του Βασίλη, κάτι που έκανε την Εύα να ξεσπάσει σε γέλια, «… είναι τέτοιες οι συγκυρίες, που καταφέρνουν να αναστήσουν τους νεκρούς».
«Φοβάσαι;»
«Είδ’ ο τρελός τον μεθυσμένο και φοβήθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με κάποιον που είναι και τα δύο, ταυτόχρονα» της απάντησε ήρεμα εκείνος. «Άλλο είναι το πρόβλημά μου» συνέχισε σκεφτικά.
«Να το ακούσω».
«Πουλάω το μαγαζί, σταματάω όλες τις δουλειές, αγοράζω σπίτι» της είπε, κοιτάζοντάς την στα μάτια.
«Μπα;» απόρησε η Εύα.
«Αυτή είναι η γενική ιδέα».
«Η ειδική;»
«Δεν θέλω να κάνω τίποτα απ’ αυτά» συνέχισε αναστενάζοντας.
«Μπορώ να βοηθήσω;»
«Ναι. Δώσε μου χρόνο».
Δεν του έφτασε ο χρόνος. Ποτέ δεν του έφτανε. Πάντα έπρεπε να τρέχει. Πάντα να είναι μπροστά. Πάντα να προλαβαίνει καταστάσεις, κι όταν δεν τις προλάβαινε, έπρεπε να τις διευθετήσει. Ένας χαμός η ζωή του· ανέκαθεν ζούσε μ’ ένα πιστόλι στον κρόταφο. Δεν ήταν μόνο εκείνη η συγκεκριμένη περίοδος έτσι, αλλά, όλη του η ζωή. Σταμάτησε να βγαίνει απ’ το σπίτι. Κοίταζε φοβισμένα έξω απ’ τις τρύπες των παντζουριών. Κατέρρεε και δεν το καταλάβαινε. Του την έδιναν τα γκρίζα στο μαλλί και η ρυτίδα στο μέτωπο. Κρίση ηλικίας.
Πέρναγε ο καιρός. Μάθαινε νέα. Προσπαθούσε να το παίξει άνετος, ενώ ποτέ δεν ήταν. Έβγαινε με το ζόρι. Πίεζε τον εαυτό του. Καθόταν κάπου για καφέ και κοίταζε τριγύρω του. Φοβόταν μέχρι και τις γριές στο δρόμο. Νόμιζε πως ήξεραν. Πως είχαν καταλάβει κάτι. Πως έβλεπαν μέσα του. Τον κυρίευε πανικός. Ίδρωνε. Κοβόταν η ανάσα του. Ζαλιζόταν. Τέντωναν οι μύες του. Έτρεχε γρήγορα η καρδιά του. Δεν το ‘χε καταλάβει κανείς, ούτε κι εκείνος που το βίωνε. Κάθε βράδυ πέθαινε κι ανασταινόταν ξανά. Ήρθαν κι οι τάσεις αυτοκτονίας να πέσουν πάνω σ’ αυτό. Έφυγε ένας χρόνος κι ύστερα δεύτερος. Όλο και χειροτέρευε. Είχαν χτυπήσει και να νεύρα του κόκκινο. Αν δεν πανικοβάλλοταν, φώναζε κι έβριζε. Ούτε ο ίδιος δεν ήξερε τι του έφταιγε. Δεν τον ζόριζε η Εύα. Είχε αρχίσει να αδιαφορεί.
Τυχαία, κάποιο απόγευμα, πέτυχε τη Μελίνα στο δρόμο. Τον ρώτησε αν ήταν καλά. Της είπε ψέματα. Τον κατάλαβε. Του ‘πε να την πάρει τηλέφωνο, να μιλήσουν. Αρνήθηκε ο Θανάσης. Άλλαξε τροπάρι. Του είπε πως, δήθεν, ήθελε να μάθει νέα του Βασίλη. Πήγαν για καφέ. Κάθισαν. Έτρεμε. Κοίταζε γύρω του. «Αγοραφοβία» σχολίασε χαμογελώντας η Μελίνα. «Ποιος να το έλεγε ότι εσύ θα πάθαινες αγοραφοβία» σχολίασε. Του εξήγησε πώς δούλευε όλο αυτό το πράγμα. Του είπε ότι έπρεπε να πάρει αποφάσεις κι ότι ο μόνος τρόπος για να κερδίσει τον εαυτό του, ήταν το να τα βάλει με το είναι του. Μια καθημερινή και διαρκής πάλη ενάντια στον φόβο.
Γύρισε ανακουφισμένος στο σπίτι, αν και παρέμενε φοβισμένος. Η Εύα καθόταν στον καναπέ και παρακολουθούσε κάτι στην τηλεόραση, χωρίς να δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Στάθηκε απέναντί της. Πήρε βαθιές ανάσες, ακριβώς όπως του είχε δείξει η Μελίνα. Τον κοίταξε με απορία. «Είσαι καλά;» τον ρώτησε.
«Όχι. Ποτέ δεν ήμουν καλά».
«Τι έχεις;» συνέχισε με προσποιητό ενδιαφέρον. Είχε κουραστεί με την στάση του και την ανεξήγητη συμπεριφορά του κι έμενε μαζί του από συνήθεια. Το είχε πάρει χαμπάρι ο Θανάσης, κι αυτό επιδείνωνε ακόμη περισσότερο την κατάστασή του.
«Να σου ανακοινώσω δύο πράγματά» είπε ξεφυσώντας.
«Ακούω» μουρμούρισε χωρίς να τον κοιτάξει.
«Από Δευτέρα θα αρχίσω ψυχοθεραπεία» της είπε. Αδιαφόρησε για μερικές στιγμές η Εύα, μέχρι που εκείνη η πρόταση χτύπησε σε κάποιο μηχανισμό του μυαλού της, που την έκανε να πεταχτεί όρθια. «Αρχίζεις… τι;» τον ρώτησε, κοιτάζοντάς τον με απορία.
«Ψυχοθεραπεία» επανέλαβε ο Θανάσης, ξεφυσώντας.
«Γιατί;»
«Δεν έχει σημασία, γιατί εδώ έρχεται το δεύτερο…»
«Το οποίο είναι;»
«Χωρίζουμε».
Σάστισε η Εύα όταν άκουσε την λέξη. Σχεδόν έπεσε στον καναπέ. Έπιασε το κεφάλι της. Ήξερε πως κάτι πήγαινε στραβά εδώ και καιρό, το είχε αισθανθεί, αλλά φοβόταν να το φέρει στην επιφάνεια. «Γιατί;» τραύλισε, κρύβοντας το πρόσωπό της στις παλάμες της.
«Είμαι τριάντα δύο. Είσαι τριάντα πέντε. Εγώ… Εγώ είμαι ένας μποέμης, ψευτοεπαναστάτης λεφτάς που τα θέλω όλα δικά μου, όπως τα θέλω κι όποτε τα θέλω. Δεν θέλω να κάνω οικογένεια γιατί φοβάμαι. Δεν ξέρω τι είναι οικογένεια, δεν είχα ποτέ. Δεν ξέρω ούτε τι χρειάζεται, ούτε τι απαιτεί, ούτε ποιες είναι οι ανάγκες τις, ούτε πώς… Ούτε τίποτα. Δεν ξέρω τίποτα. Φοβάμαι και να μάθω. Δεν έχει νόημα να σε κρατήσω πίσω, μερικά ακόμη χρόνια, μέχρι να παλέψω μ’ αυτά που φοβάμαι και μετά να σου πω να πάμε μπροστά. Θυμάσαι που είχα αστειευτεί κάποτε, να τα μπλέξω με την Νίκη, που δεν θέλει παιδιά; Η Νίκη τραβάει την ζωή του Τάσου πίσω, αυτό που κάνω κι εγώ με την δική σου. Φύγε, Εύα. Φύγε να σωθείς» κατέληξε ο Θανάσης, στιγμές πριν χαθεί στο υπνοδωμάτιο.
«Στιγμές… Χαρές και λύπες… Χαρμολύπες» μουρμούρισε νοσταλγικά η Εύα. Σηκώθηκε από τον καναπέ και έφυγε από το σπίτι. Με τις πιτζάμες και τις παντόφλες. Χωρίς να πάρει κλειδιά. Δεν είχε σκοπό να γυρίσει πίσω. Είχαν τσακιστεί όλα μέσα της. Πήρε τους δρόμους, χωρίς να ‘χει κάπου να πάει. Πέρασε από την γέφυρα, βγήκε στην άλλη άκρη της πόλης και συνέχισε να περπατάει χωρίς κανένα πλάνο. «Στιγμές… Χαρές και λύπες…» έλεγε ξανά και ξανά. Δεν ήξερε πόσες ώρες πέρασε βαδίζοντας, όταν έφτασε να αγγίξει με το δάχτυλό της, κάποιο θυροτηλέφωνο, πολύ μακριά από εκεί που έμενε. Ούτε ήξερε γιατί είχε επιλέξει να πάει σ’ εκείνο το σπίτι. Ούτε γνώριζε αν θα της άνοιγαν την πόρτα ή όχι. «Ποιος;»
«Η Εύα είμαι» τραύλισε ψιθυρίζοντας.
«Ποιος;»
«Η Εύα».
«Έλα ρε Βαγγελιώ. Έλα πάνω».
Με τις σκάλες ανέβηκε η Εύα, ψάχνοντας να βρει εκείνο το σπίτι που μόνο την διεύθυνσή του γνώριζε. Είδε φως σε κάποιο όροφο. Γύρισε και κοίταξε. Στεκόταν στο κατώφλι του ο Βασίλης, κρατώντας μια μπύρα στο χέρι. Της έκανε νόημα να πάει προς το μέρος του και να μη μιλήσει. Της έδωσε την μπύρα. «Ευθεία, βεράντα» της είπε προτού καταλάβει πώς ήταν ντυμένη. «Σ’ έδιωξε ο Σάκης;» ψιθύρισε νευριασμένα καθώς περπατούσε, μαζί της, προς το μπαλκόνι.
«Εγώ έφυγα» ψέλλισε εκείνη.
«Γιατί;» ρώτησε, κάνοντάς της νόημα να καθίσει. Τον τράκαρε τσιγάρο η Εύα. Το άναψε κι άνοιξε την μπύρα. «Κωλοσυνήθειες που δεν απέκτησα ποτέ» σχολίασε για τον εαυτό της. «Ρε συ, Βασίλη, πόσο καλά με ξέρεις;» τον ρώτησε, κοιτάζοντας τον εξιχνιαστικά.
«Όσο χρειάζεται» της απάντησε εκείνος.
«Ξέρεις γιατί ήρθα;»
«Ξέρω».
«Ο κόσμος είναι ρόδινος κι ακάνθινος. Έτσι μου είχες πει κάποτε».
«Ο κόσμος, ναι. Εσείς, όχι».
«Κι εμείς έτσι είμαστε».
«Γιατί ήρθες;»
«Για βοήθεια;»
«Δεν θα σε βοηθήσω».
«Μπορείς».
«Είπα ότι δεν μπορώ; Όχι. Λέω, όμως, ότι δεν θέλω».
«Γιατί;»
«Γιατί, Βαγγελιώ, μαύρισε η καλή καρδιά του φευγάτου. Δεν έχω διάθεση να ακούσω καμία ιστορία και δεν θα βάλω πουθενά το χέρι μου για να δουλέψει κάτι το οποίο δεν είναι δικό μου. Ναι, σε γενικές γραμμές, ξέρω τι παίζει. Ο Σάκης δεν θέλει παιδιά, εσύ θες. Τι θέλεις να κάνω; Να του αλλάξω μυαλό; Όχι. Δεν μπορώ. Έφυγες. Γιατί; Γιατί, προφανώς, σ’ έδιωξε με τον τρόπο του. Προφανώς κουράστηκε και σιχάθηκε με την κοροϊδία. Προφανώς και θέλει να πας μπροστά…»
«Βασίλη, δεν ξέρεις τίποτα» τον διέκοψε η Εύα.
«Ξέρω όσα πρέπει να ξέρω» απάντησε εκείνος αδιάφορα.
«Δεν κοροϊδευόμαστε».
«Αλήθεια; Δηλαδή, δεν είσαι βολεμένη σε μια σχέση, για τα μάτια του κόσμου;»
«Όχι. Κάποτε ήμουν. Μετά άλλαξαν τα πράγματα».
«Δεν αλλάζει ο άνθρωπος, Εύα».
«Αλλάζει. Συνειδητοποιεί. Μεταστρέφεται. Μεταβάλλεται. Ό,τι μένει στάσιμο, πεθαίνει».
«Στα λόγια μου έρχεσαι. Μείνατε στάσιμοι, πεθάνατε, σας θάψαμε».
«Το μαύρο χιούμορ, είναι δικό μου» τον πείραξε θλιμμένα εκείνη.
«Πιστεύεις στον Θεό;» ρώτησε ο Βασίλης, βγάζοντας τα γυαλιά, πριν στρέψει το βλέμμα τουστον έναστρο φθινοπωρινό ουρανό.
«Ναι» απάντησε κοφτά εκείνη, που είχε μπερδευτεί με την ερώτηση του συνομιλητή της.
«Εγώ, πάλι, πιστεύω στους αγγέλους. Θεωρώ πως στα κομβικά σημεία της ζωής μας, υπάρχει ένας φύλακας άγγελος που μας προστατεύει από τα δεινότερα. Κανονικά, αυτή την συζήτηση θα έπρεπε να την κάνεις με την Αλεξάνδρα. Όχι με εμένα. Ναι, κι εγώ θέλω κι άλλο παιδί, αυτό το γνωρίζουν και τα πεζοδρόμια πλέον. Όμως, δεν θέλω άλλο παιδί με την γυναίκα μου, αλλά με κάποια άλλη γυναίκα».
«Δεν σε καταλαβαίνω…»
«Μεταξύ κατεργαρέων, ειλικρίνεια».
«Και πάλι δε…»
«Σοβαρά; Ωραία. Πες μου λίγο, τι σκατά κάνουν μαζί. επι δώδεκα χρόνια, ένας πούστης και μια λεσβία; Εξήγησέ το μου» είπε με γαλήνιο τόνο ο Βασίλης.
«Αγαπιούνται» απάντησε εκείνη.
«Αυτό που μου λες είναι ασύλληπτο. Δεν υπάρχει κάποια άλλη λέξη για να περιγράψει καλύτερα το όλο concept. Σκέψου λίγο, πόσο αστείο ακούγεται, όταν γυρίσεις και πεις ότι ένας άντρας, που του αρέσουν οι άντρες, και μια γυναίκα, που της αρέσουν οι γυναίκες, είναι δώδεκα χρόνια μαζί, γιατί αγαπιούνται. Αλλού το δούλεμα, Εύα».
«Δεν περίμενα πως είσαι τόσο στενόμυαλος» του είπε πριν σηκωθεί όρθια. «Κάτσε» διέταξε ο Βασίλης, στραβοκοιτάζοντάς την. Τον ζύγισε για λίγο. Το ήξερε εκείνο το ύφος. Είχε σταματήσει να είναι διπλωμάτης και, σίγουρα, είχε κάποιο καλό λόγο για να το κάνει. «Μάλιστα…» μονολόγησε πριν καθίσει ξανά στην καρέκλα.
«Έχετε μπλέξει τα μπούτια σας…» σχολίασε ο Βασίλης.
«Θα σου κάνω μια ερώτηση και θέλω μια ειλικρινή απάντηση» είπε η Εύα. Περίμενε να πάρει την έγκριση από τον Βασίλη, αλλά δεν ήρθε ποτέ. Εξέλαβε την σιωπή του σαν κατάφαση και συνέχισε. «Δεν σου έχει τύχει, ποτέ, να δεις έναν άντρα και να θες να τον φιλήσεις; Να σε τραβήξει κάτι πάνω του, τόσο πολύ, όσο σε τραβάει σε μια γυναίκα».
«Ναι» αποκρίθηκε κοφτά ο Βασίλης.
«Αυτό, σε κάνει πούστη;» συνέχισε η Εύα.
«Όχι. Πούστη θα με έκανε το να άνοιγα αυτή τη στιγμή τα χαρτιά μου, γιατί θα πρόδιδα την εμπιστοσύνη ενός ανθρώπου. Βλέπεις, η λέξη που χρησιμοποίησα έχει πολλαπλή έννοια. Οι λέξεις, Βαγγελιώ, έχουν το νόημα που εμείς τους δίνουμε. Χρησιμοποίησα αυτή τη λέξη, για κάποιο λόγο» της απάντησε ο Βασίλης χαμογελώντας παράξενα. «Έρχομαι» έκανε κι έφυγε για να πάρει μια μπύρα από το ψυγείο. Γύρισε στο μπαλκόνι και την βρήκε πιο σκεφτική απ’ όσο την άφησε. «Λέγε» της είπε κι εκείνη αναστέναξε. «Τι να πω;»
«Αυτό που σε τρώει. Για να ήρθες εδώ στις μία παρά φεύγα, με τις πιτζάμες και τις παντόφλες, κάτι σε τρώει. Για να μην πω ότι σ’ έχει ήδη κατασπαράξει» της απάντησε μ’ ένα παράξενο χαμόγελο να ‘ναι χαραγμένο στο πρόσωπό του.
«Τι θα έκανες στην θέση μου;» τον ρώτησε ξεφυσώντας.
«Χώρισα».
«Πότε;» αναφώνησε με έκπληξη η Εύα.
«Πάνε χρόνια…» απάντησε αδιάφορα ο Βασίλης.
«Με δουλεύεις;»
«Κάθε άλλο. Ήμουν στην θέση σου. Αγαπιόμασταν. Την χώρισα. Πάνε δεκαπέντε χρόνια. Δεκαπέντε χρόνια που ψάχνω μια χαραμάδα για να μπω ξανά στον κόσμο της. Κατάλαβες, Εύα, τώρα, τι ακριβώς κάνει η αγάπη; Ξεθεμελιώνει κόσμους…»
«Γιατί δε…»
«Είναι νωρίς. Αν και όταν το κάνω, θα το κάνω σωστά. Εσύ, τι θα κάνεις;»
«Φιλοξενείς;»
«Όχι».
«Δεκτό» μουρμούρισε θλιμμένα η Εύα. Σηκώθηκε και πήγε να φύγει. Κοντοστάθηκε στην μπαλκονόπορτα. «Ξέρουμε και οι δύο ότι δεν θα το κάνεις» της είπε με τον ίδιο αδιάφορο τόνο που ‘χε σε όλη την συζήτηση.
«Πώς διάολο το κάνεις αυτό;»
«Μαγικό».
«Δεν έχεις σκοπό να βοηθήσεις…»
«Ήδη το κάνω. Παλουκώσου».
«Δεν μπορώ να σε καταλάβω… Πραγματικά δεν μπορώ…»
«Μπορείς, αλλά αρνείσαι».
«Τι αρνούμαι;»
«Μόλις πάρκαρε η Ναταλία. Έλα εδώ, κάτσε πάνω μου και φίλα με» της είπε επιτακτικά ο Βασίλης. Τον στραβοκοίταξε η Εύα, μα δεν μίλησε. «Να βοηθήσω δεν θες; Έχω σχέδιο. Τελείωνε» συνέχισε εκείνος.
«Με δουλεύεις;» ρώτησε θιγμένα εκείνη, στιγμές πριν ακουστεί το βρόντηγμα της πόρτας της πολυκατοικίας.
«Έχεις ενάμιση λεπτό να το αποφασίσεις. Επιλογές, Βαγγελιώ. Όλες είναι επιλογές. Ακόμη και οι μονόδρομοι περιέχουν επιλογές. Όσες αρνηθήκαμε να δούμε. Θες να σε βοηθήσω; Σου είπα τι να κάνεις. Μετράει ο χρόνος. Πάρε αποφάσεις» της είπε κοφτά ο Βασίλης. Ήπιε λίγο από την μπύρα του κι έπειτα παρατήρησε την Εύα που έδειχνε πως πραγματικά σκεφτόταν την πρόταση που της έκανε. «Πούστη φευγάτε, κανόνισε να γυρίσει μπούμερανγκ» του είπε πριν καθίσει στα πόδια του. Τον φίλησε. Την έσπρωξε. «Όχι με τόσο πάθος ρε ηλίθια! Δεν θέλουμε να σηκώσει το τετράγωνο στο πόδι. Σαν να ‘ναι το πρώτο» της ψιθύρισε νευριασμένα.
«Όπως θέλω θα το κάνω, μην μου την δίνεις τώρα! Σκάσε κι απόλαυσέ το!» του απάντησε η Εύα πριν τον βουτήξει από την μπλούζα.
«Πάλι ξενυχτάει…» συλλογίστηκε η Ναταλία όταν είδε το αναμμένο φως της βεράντας. Άφησε τα κλειδιά της πάνω στο γραφείο του Βασίλη, παράτησε την τσάντα και το λάπτοπ της στον καναπέ και πήγε προς τα έξω για να τον καλησπερίσει. Άνοιξε την μπαλκονόπορτα. Τον είδε να φιλιέται με την Εύα. Πάγωσε. Διακόσια πράγματα πέρασαν από το κεφάλι της. «Δεν με κατάλαβαν;» απόρησε στιγμές αργότερα και γύρισε στο σαλόνι. «Θα σε φτιάξω» συνέχισε την σκέψη της με μένος.
«Έλα, εντάξει. Πήγε στο δωμάτιο» ψιθύρισε ο Βασίλης αφού άκουσε την πόρτα και ξεκόλλησε την Εύα από πάνω του. «Σήκω. Φεύγουμε» συνέχισε. Τον κοίταξε με απορία. «Μην με κοιτάς. Φεύγουμε»
Αθόρυβα βγήκαν από το σπίτι. Είχε πάρει το κράνος και τα κλειδιά του. Κατέβηκαν κάτω. Έβαλε μπροστά την μηχανή. Κοίταζε το κινητό του. Τον παρατηρούσε με απορία η Εύα. Δεν της πήγαινε στο μυαλό πως είχε σκαρώσει μια τεράστια πλεκτάνη. Ούτε να τον καταλάβει ήθελε, ούτε και μπορούσε.
«Μαλάκα φευγάτε, θα σου γαμήσω ό,τι έχεις και δεν έχεις!» ακούστηκε η κραυγή του Θανάση, δευτερόλεπτα αργότερα, στο τηλέφωνο.
«Την χώρισες;» του απάντησε εκείνος ήρεμα και χαμογελαστά.
«Τη γυναίκα μου, ρε;» συνέχισε να ωρύεται ο Θανάσης.
«Choices… Ή την κρατάω, ή στην φέρνω πίσω μαγαρισμένη. Διαλέγεις και παίρνεις. Κυλάει ο χρόνος» έκανε κοφτά ο Βασίλης.
«Ρε, ακούς τι σου λέω;»
«Σάκη τι θες; Να αρχίσω να φωνάζω;»
«Κάνε ό,τι θες, μαλάκα. Για μένα έχεις πεθάνει. Θα με βρίσκεις μπροστά σου, ό,τι κι αν κάνεις».
«Δεκτό» απάντησε ο Βασίλης πριν κλείσει το τηλέφωνο. Έκανε νόημα στην Εύα να ανέβει στην μηχανή. «Φύγαμε» μουρμούρισε πριν βάλει ταχύτητα. Την πήγε στο καπιταλιστικό. «Υπάρχει σχέδιο, έτσι δεν είπες;» ρώτησε η Εύα φοβισμένα. «Κανένα απολύτως» της απάντησε ο Βασίλης. Σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε τον Θανάση που ήταν στο μπαλκόνι. Κάπνιζε. «Στις μία, στου Ρούκουνα» είπε ο Βασίλης, γνέφοντας.
«Είσαι νεκρός, φευγάτε» του απάντησε ο Θανάσης οργισμένα.
«Είμαι;» ρώτησε γελώντας, πριν βάλει ταχύτητα και φύγει.
Με βαριά καρδιά χτύπησε το κουδούνι η Εύα. Ανέβηκε πάνω. Έσκυψε το κεφάλι της όταν είδε τον αγριεμένο Θανάση στην πόρτα. «Μπες» της είπε κοφτά, όταν γύρισε για να φύγει. Μπήκε μέσα. Στάθηκε όρθια στην μέση του σαλονιού. Δεν ήξερε αν έπρεπε να καθίσει.
«Ένα πράγμα θέλω να σε ρωτήσω μόνο» της είπε ξεφυσώντας ο Θανάσης.
«Τι;»
«Γιατί;»
«Θέλω παιδιά, θέλει παιδιά. Γι αυτό» απάντησε η Εύα κοφτά. Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που της ήρθε στο μυαλό. Είχε καταλάβει πως ο Βασίλης είχε κάτι στο νου του, μα τον αναθεμάτιζε γι αυτό, όσο αναθεμάτιζε και τον εαυτό της.
«Μόνο γι αυτό;» συνέχισε νευριασμένα ο Θανάσης.
«Για τι άλλο; Θαρρείς πως καψουρεύτηκα τον τελειωμένο τον μηχανόβιο; Είσαι σοβαρός; Με έδιωξες, έφυγα σαν την κυνηγημένη, πήγα στον Βασίλη, συζητήσαμε, that’s all. Ποιος μας έδωσε;»
«Η Ναταλία».
«Μπα; Το πουτανάκι του Βασίλη έχει το τηλέφωνό σου; Δεν μας τα λες καλά, Σάκη…» φούντωσε η Εύα.
«Θα βγεις κι από πάνω;»
«Είμαι από πάνω! Μου είπες να φύγω για να σωθώ! Αυτό δεν μου είπες, ρε; Έφυγα για να σωθώ! Τι μαλακίες είν’ αυτές που κάνεις ρε; Απειλείς; Τι θα κάνεις; Θα σκοτώσεις τον Βασίλη; Με ποια αιτιολογία; Για ένα γαμημένο φιλί που ανάθεμα κι αν έπεσε ή όχι; Πίστευα, μέχρι και σήμερα το πίστευα, πως είχες λίγη γαμημένη κατανόηση μέσα σου. Πήγε περίπατο κι αυτή…»
«Εύα! Τα νεύρα μου είναι ήδη τεντωμένα!» την προειδοποίησε ο Θανάσης.
Πήγε στην σκακιέρα η Εύα και παρατήρησε εκείνη την παλιά παρτίδα που είχε στήσει ο Θανάσης. Εκείνη που έχανε το παιχνίδι στην επόμενη κίνηση. «Κοίτα» του είπε πιάνοντας την μαύρη βασίλισσα στα χέρια της. «Ο φευγάτος σου πήρε την βασίλισσα. Ρουα και ματ!» ούρλιαξε η Εύα, χτυπώντας και εκσφεντονίζοντας την λευκή βασίλισσα μέσα στο δωμάτιο, πριν αφήσει την νικήτρια βασίλισσα του Βασίλη πάνω στην σκακιέρα. Μαρμάρωσε ο Θανάσης. «Δε μπορεί…» τραύλισε. «Δεν είναι δυνατό. Πώς είναι δυνατό; Απ’ το ’97 είναι έτσι… Δε γίνεται…»
«Να που έγινε!» του φώναξε εκείνη.
«Κάντε ό,τι θέλετε» ψιθύρισε ο Θανάσης πριν πάει στον καναπέ για να ξαπλώσει.
«Στιγμές… Λύπες και χαρές… Μόνοδρομοι γιατι υπάρχουν επιλογές που αρνούμαστε να δούμε» συλλογίστηκε η Εύα πριν καθίσει δίπλα του, στο πάτωμα. Του χάιδεψε το χέρι. «Να φύγω για να σωθώ;» ψιθύρισε, προσπαθώντας να κρατήσει τα νεύρα της.
«Θέλεις;» τραύλισε ο Θανάσης, καθώς έπνιγε ένα λυγμό.
«Όχι».
«Γιατί ρε Εύα; Γιατί με τον Βασίλη;» την ρώτησε μέσα στο κλάμα του.
«Δεν ξέρω. Ειλικρινά. Δεν έχω καμία απολύτως ιδέα».
Όλο το βράδυ έκλαιγε ο Θανάσης. Μόνο όταν χάραξε κατάφερε να ηρεμήσει. Συζήτησαν όσο δεν είχαν συζητήσει τα τελευταία χρόνια. Την συγχώρεσε. Της είπε πως θα προσπαθήσει. Της είπε για τις κρίσεις πανικού και τις τάσεις αυτοκτονίας. Της μίλησε για όσα της έκρυβε. Του ζήτησε συγνώμη για την αδιαφορία και την κούρασή της. «Πάλι άυπνη θα πάω για δουλειά» σχολίασε η Εύα καθώς ντυνόταν κι έβαλαν μαζί τα γέλια.
Μία παρά δέκα έγραφε το ρολόι του Βασίλη όταν πάρκαρε την μηχανή έξω απ’ το συνοικιακό ταβερνάκι. Είχε χρόνια να πατήσει εκεί. Πήγαιναν συχνά με την Χριστίνα όταν ήταν μαζί. Του άρεσε η ατμόσφαιρα.
Δεν είχε αλλάξει καθόλου το μαγαζί. Μόνο το αφεντικό είχε μεγαλώσει. «Κυρ-Ανέστη, πιάσε μισό κιλό κρασί και φέρε κι ό,τι έχεις από μαγειρευτό» του ‘πε ο Βασίλης, πριν πιάσει το τραπέζι που καθόταν πάντοτε.
Έτρωγε ατάραχα όταν μπήκε ο Θανάσης στο μαγαζί. «Είσαι νεκρός» μουρμούρισε όταν έφτασε μπροστά στον Βασίλη κι εκείνος χαμογέλασε ενώ μασούσε το κοκκινιστό του. «Κάτσε» είπε κοφτά αφού κατάπιε την μπουκιά του.
«Άκουσες;» ρώτησε ο Θανάσης.
«Μπρούσαλη, με απειλείς;» του γύρισε ο Βασίλης, με το φρύδι σηκωμένο και έναν άγνωστο, για τον Θανάση, τόνο.
«Ναι».
«Γελάει καλύτερα, όποιος κρατάει το μαχαίρι. Κάτσε!» συνέχισε με επιμονή ο Βασίλης κι ύστερα, έβαλε ακόμη μια μπουκιά στο στόμα του.
«Δεν ανέχομαι…»
«Στ’ αρχίδια μου, ρε μαλακά, τι ανέχεσαι και τι όχι! Παλουκώσου μη γίνει εδώ μέσα της Βοσνίας! Άιντε γιατί η υπομονή έχει και τα όριά της! Παιδάκια!» φώναξε ο Βασίλης, δείχνοντάς του την απέναντι καρέκλα. Τον κοίταξε για μια στιγμή στα μάτια. «Κουβαλάς και το κουμπούρι, Σάκη;»
«Ακούω» είπε κοφτά ο Θανάσης, αφού κάθισε στην καρέκλα.
«Κυρ-Ανέστη! Φέρε ένα καθαρό!» φώναξε ο Βασίλης πριν συνεχίσει να τρώει.
«Ακούω» επανέλαβε ο Θανάσης.
«Δεν σε φώναξα εδώ για να ακούσεις, αλλά για να καταλάβεις».
«Να καταλάβω, τι;»
«Έλα μου ντε; Τι;» τον ειρωνεύτηκε ο Βασίλης.
«Άσε τα σάπια, μακαρίτη, και μίλα».
«Φιλάει ωραία η δικιά σου» σχολίασε ατάραχα ο Βασίλης. Πήρε και φούντωσε ο Θανάσης. Γυάλισε το βλέμμα του. Πήγε να πει κάτι, μα το έπνιξε. Έκανε κίνηση για να βγάλει το πιστόλι που κουβαλούσε μαζί του. «Τώρα, κατάλαβες» μονολόγησε ο Βασίλης. Τεντώθηκε κι άδειασε το ποτήρι με το νερό του, στην γλάστρα που υπήρχε παραδίπλα. Το γέμισε με κρασί. Το πάσαρε στον Θανάση. «Δεν κατάλαβες;» συνέχισε ενώ τσούγκριζε το ποτήρι του.
«Ανάθεμά σε!» του απάντησε ο Θανάσης, ξεφυσώντας με ανακούφιση, πριν κατεβάσει μονορούφι το κρασί του.
«Πόσο προβλέψιμοι είστε όλοι; Πες μου…»
«Το σχεδίασες όλο αυτό, ρε καθίκι;»
«Όχι. Στο λόγο μου. Βέβαια, μίλησα χθες με την Μελίνα κι εμφανίστηκε, από το πουθενά, η Εύα στο σπίτι…»
«Και η βασίλισσα;» τον διέκοψε ο Θανάσης.
«Η ποια;» απόρησε ο Βασίλης.
«Την παρτίδα που ‘χαμε αφήσει στην μέση, την θυμάσαι;»
«Ναι, τι;»
«Μου το κοπάνησε η Εύα χθες. «Ο φευγάτος σου πήρε την βασίλισσα» κι έτσι» απάντησε ο Θανάσης. Το επεξεργάστηκε για λίγο στο μυαλό του ο Βασίλης, πριν καταλάβει τι ακριβώς είχε γίνει. «Για άλλο λόγο την είχα αφήσει την παρτίδα. Τέλος πάντων, δεν νομίζω πως θα μου χρειαστεί» του απάντησε. Του έκανε νόημα με τα μάτια να κοιτάξει έξω. «Αυτουνού, τι να του κάνω για να βάλει μυαλό;» μονολόγησε ο Βασίλης, κοιτάζοντας τον Τάσο που περπατούσε βιαστικά προς την είσοδο.
«Αυτός θα στην είχε φυτέψει από χθες» σχολίασε ο Θανάσης.
«Θυμάσαι ρε; Ζορμπάς, Καραγιώργος, Λάγιος, Λαμπρόπουλος και Μπρούσαλης, έξω!» μουρμούρισε γελώντας ο Βασίλης.
«Τους χάσαμε στο δρόμο» σχολίασε ο Θανάσης.
«Όχι, φίλε μου. Αυτοί έχασαν την άλλη μισή αρχοντιά. Κοντά – σιμά ο καιρός για να χτυπήσω την καμπάνα».
«Θα το κάνεις, τελικά;»
«Είναι ακόμη νωρίς».
«Καλά. Μέχρι να ‘ρθει η ώρα, κοντά τα χέρια σου απ’ την Εύα, γιατί…»
«Με την Εύα έχουμε μια σχέση σεβασμού και μίσους, παλιόφιλε. Το γνωρίζεις» του απάντησε κοφτά ο Βασίλης, πριν βάλουν τα γέλια, μπροστά στον απορημένο Τάσο που τους κοίταζε σαν χαμένος. «Τι έχασα πάλι, ρε μαλάκες;» τους ρώτησε ενώ τραβούσε μια καρέκλα για να κάτσει.
«Τίποτα σημαντικό. Ο Σάκης απειλούσε πως θα με σκοτώσει» απάντησε ο Βασίλης που δεν είχε σταματήσει να γελάει.
«Ο Βασίλης την έπεσε στην Εύα» συνέχισε ο Θανάσης.
«Τώρα που το έθιξες… Βασίλη, μάσε την γυναίκα σου, γιατί θα μαζέψει φάπες από εμένα. Του Τάσου, ο Θεός…» άρχισε ο Τάσος.
«Σάκη, όπως κατάλαβες, αφού έφαγε άκυρο απ’ τον Τάσο στην αέναή της προσπάθεια να με πληγώσει, θα έρθει σε σένα. Ξέρεις τι να κάνεις» είπε ο Βασίλης.
«Πάρα πολύ καλά».
«Κύριοι! Τώρα που μαζευτήκαμε, θα πιούμε κανένα βαρέλι κρασάκι. Έτσι, για την μάζωξη» δήλωσε ο Βασίλης κι ύστερα λύθηκαν στα γέλια οι παλιόφιλοι. Εκείνοι που κατάφεραν να μείνουν ενωμένοι και να διατηρήσουν την ιδιότυπη οικογένεια που είχαν φτιάξει.
Μια σκέψη σχετικά μέ το “Η άλλη μιση αρχοντια (XVI)”