Ημιφως (XIV)

«Κάπως έτσι λοιπόν, κουτσά, στραβά, χαμένα, περάσανε τα χρόνια και κλείσανε τα παλιά βιβλία. Κάθονται σκονισμένα σε μια αποθήκη. Σ’ ένα κόσμο που άφησα πίσω μου. Σ’ ένα κόσμο που, εκ πεποιθήσεως, δεν πρόκειται να επισκεφθώ ξανά» πληκτρολόγησε ο Βασίλης σ’ ένα αρχείο που κρατούσε το ημερολόγιό του. «Το κέρατό μου» ψιθύρισε κι έπειτα κοίταξε την ημερομηνία στον υπολογιστή του. «27 Νοεμβρίου 2004» πήγε κι έβαλε στην αρχή προτού συνεχίσει το γράψιμο.

Έριξε μια ματιά στην κόρη του που κοιμόταν ήρεμα στο πάρκο της. Εκείνη την ημέρα έκλεινε δέκα μήνες στην ζωή. Είχε μανία η μικρή να γυρνάει και να ξεσκεπάζεται. «Φάτσα» συλλογίστηκε ο Βασίλης κι ύστερα σηκώθηκε και την σκέπασε. Κάθισε στο χαλί, οκλαδόν, δίπλα της κι απέμεινε να την κοιτάζει. Είχε σχεδόν δύο χρόνια στο Σαράγεβο, που ούτε κατάλαβε πώς ήρθαν και πώς πέρασαν. Την λάτρευε εκείνη την πόλη, αγαπούσε τον κόσμο και την γλώσσα. Τα πήγαινε καλά και με την γυναίκα του, αν και δεν ήταν ερωτευμένος. Την αγαπούσε, έτσι δήλωνε, άλλα όχι όπως είχε αγαπήσει στο παρελθόν του.

Έκλεισε τα μάτια για μερικές στιγμές κι αφουγκράστηκε την ανάσα της μικρής και τους χτύπους του ρολογιού. Είχε πάει τρείς και νύσταζε αφάνταστα. Περίμενε, όμως, την γυναίκα του για να ξαπλώσουν μαζί. Αυτή ήταν η συμφωνία που είχαν κάνει κάποτε. Να μην κοιμηθούν ποτέ χωριστά και να μην πλαγιάσουν ποτέ μαλωμένοι.

Στις τρεισήμισι σερνόταν. Ούτε τα μάτια του μπορούσε να κρατήσει ανοιχτά, ούτε το μυαλό του συγκεντρωμένο. Έβγαλε τα γυαλιά του, τα ακούμπησε στο τραπεζάκι και ξάπλωσε στον καναπέ. Είχαν διαλέξει εκείνο το σπίτι με την Ναταλία για την χρηστικότητά του. Ένας ενιαίος χώρος ήταν κρεβατοκάμαρα, κουζίνα, σαλόνι και τραπεζαρία. Το μικρό δωματιάκι χρησιμοποιούταν σαν αποθήκη κι αργότερα έλεγαν να το κάνουν παιδικό. Τους βόλευε απίστευτα. Κάποιες φορές ξενυχτούσε η Ναταλία, που ‘χε ξεκινήσει το μεταπτυχιακό της, διαβάζοντας, άλλες ο Βασίλης, γράφοντας, κυρίως παραμύθια για την κόρη του. Ο ένας στο γραφείο, ο άλλος στο τραπέζι της κουζίνας.

Χανόταν η Ναταλία στις σημειώσεις και τις θεωρίες κι ο Βασίλης, όταν ηταν σπίτι, της μαγείρευε, της έφτιαχνε καφέ και της μιλούσε. Εκείνος ήθελε απόλυτη ησυχία για να γράψει. Δούλευε, τότε, σαν μεταφραστής, αξιοποιώντας το πτυχίο του. Ότι έκανε δηλαδή και πριν εγκαταλείψει την Ελλάδα. Τους βοηθούσαν και τα πεθερικά του, όσο μπορούσαν, με τα έξοδα της Ναταλίας για το πανεπιστήμιο. Μπορεί να ζοριζόντουσαν κάπως, αλλά είχαν κοινή πορεία, τουλάχιστον στον τομέα τον οικονομικών.

Γύρισε πίσω τις αναμνήσεις του ο Βασίλης και χαμογέλασε νοσταλγώντας. Είχε περάσει ενάμισης χρόνος από τότε που του ανακοίνωσε η Ναταλία την εγκυμοσύνη. Ο κουμπάρος του, ο Βαγγέλης, είχε ήδη γίνει μπαμπάς. «Μαζί θα τα μεγαλώσουμε» του ‘χε πει τότε, γελώντας και χτυπώντας τον στην πλάτη. Μετά ήρθαν οι δύσκολοι μήνες. Φούσκωνε η Ναταλία και ταυτόχρονα έτρεχε και στο πανεπιστήμιο για τα τελευταία μαθήματα. «Αμάν βρε κορίτσι μου, δεν χάθηκε ο κόσμος αν πας λίγο πίσω» της έλεγε ο Βασίλης, μα εκείνη δε τον άκουγε.

Έπειτα, εκείνο το βράδυ που τον ξύπνησε απότομα και του ανακοίνωσε πως γεννούσε. Το βράδυ που ο Βασίλης έχασε την πίστη του στον Θεό. Το βράδυ που του είπαν πως μπορεί να έχανε ή την γυναίκα ή την κόρη του.

Είχε πάει ο πεθερός του να τον βρει στο νοσοκομείο. Κάπνιζε ο Βασίλης σαν το τζάκι, το ‘να τσιγάρο πίσω απ’ τ’ άλλο. Δίπλα του ο Βαγγέλης, αμίλητος και συνοφρυωμένος, κρατούσε ένα πλαστικό ποτήρι με ουίσκι. Είχε χιονίσει στο Σαράγεβο.

«Αν χρειαστεί ν’ αποφασίσεις, να θυμάσαι, γυναίκα ξαναβρίσκεις» του ‘χε πει ο πεθερός του κοφτά κι ο Βασίλης δάκρυσε.

Γεννήθηκε πρόωρα η μικρή και η Ναταλία τα κατάφερε. Μπήκε σε θερμοκοιτίδα. Σάλεψε ο Βασίλης. Πεταγόταν μέσα στον ύπνο του κι έτρεχε στο νοσοκομείο να δει την κόρη του. Είχε πείσμα η μικρή. Το έβλεπε στα μάτια της. «Εγώ κι η μάνα σου, ψυχή μου, γεννηθήκαμε για να καταφέρνουμε. Εσύ, όμως, γεννήθηκες για να επιβιώσεις» της έλεγε ο Βασίλης βουρκώνοντας πριν γυρίσει στο σπίτι του για να ξεκλέψει όσο ύπνο μπορούσε πριν τον πετάξουν πάλι όρθιο οι εφιάλτες του.

Πρέπει να τον είχε πάρει ο ύπνος γιατί όταν άκουσε τα κλειδιά στην πόρτα, η μικρή είχε ξεσκεπαστεί πάλι. «Θα παω εγώ» του ψιθύρισε η Ναταλία όταν τον είδε να σηκώνεται.

«Πέρασες καλά, κοριτσάρα;» την ρώτησε πηγαίνοντας προς το κρεβάτι.

«Καλά» του απάντησε.

«Δεν σε βλέπω καλά».

«Ήπια και κουράστηκα. Πιάσαμε και την συζήτηση με τα κορίτσια και μας πήρε η ώρα».

Κοίταξε το ρολόι. Είχε πάει πέντε. Ήταν η τρίτη φορά εκείνο το μήνα που η Ναταλία έβγαινε με τις φίλες της για ένα ποτό και γύριζε χαράματα, κουρασμένη και αδιάθετη. Έπιασε το κεφάλι του ο Βασίλης γιατί τον τσάκιζε και βγήκε στο μπαλκόνι να κάνει τσιγάρο. «Βρέχει» του είπε η Ναταλία. Την αγνόησε.

Την παρατήρησε να γδύνεται βιαστικά μέσα στο ημίφως. Έβαλε τις πυτζάμες της. Έσβησε το πορτατίφ που είχε μείνει όλο το βράδυ αναμμένο και ξάπλωσε. Είχε ξυπνήσει από το κρύο και τον μουντό ήχο της βροχής ο Βασίλης και κοίταζε το κινητό του. Περίμενε ένα τηλέφωνο που είχε αργήσει πολύ. Άκουσε θόρυβο μηχανής στην απόσταση. Περίμενε δεκαπέντε δευτερόλεπτα. Τα μέτρησε ένα προς ένα. Κάλεσε έναν αριθμό. Δεν μίλησε, μόνο άκουγε. Έπαιζε με το γένι του αδιάφορα. Θυμήθηκε την πρώτη παροιμία που έμαθε όταν πήγε να μείνει στην χώρα. Χτύπησαν τα δόντια του. Έκλεισε το τηλέφωνο απότομα. «Όλα επιστρέφουν. Όλα πληρώνονται» μουρμούρισε πριν πετάξει το μισοκαπνισμένο τσιγάρο στο κενό. Φόρεσε το καλό του χαμόγελο και μπήκε στο σπίτι.

«Κοριτσάρα;» ψιθύρισε καθώς ξάπλωνε. Πήγε να την αγκαλιάσει κι εκείνη τον έσπρωξε. «Όχι απόψε. Δεν έχω όρεξη» του είπε κοφτά.

«Ούτε μια αγκαλιά να μη σε πάρω;»

«Ούτε».

«Καληνύχτα, Ναταλία».

«Καληνύχτα καλέ μου».

Δεν μπορούσε να καταλάβει η Ναταλία την αλλαγή στην στάση και την συμπεριφορά του Βασίλη. Είχε γίνει απλησίαστος. «Κατέβασε ρολά» της είπε ένα πρωί ο Βαγγέλης που πήγε να τους δει, κι αντί για καλημέρα, ο Βασίλης γρύλισε κάτι που μπορεί να ήταν από «τι κάνεις ρε φίλε» μέχρι και «τράβα αυτοκτόνα στη Ντρίνα».

«Εσύ, που τον ξέρεις τόσα χρόνια…»

«Ακριβώς επειδή τον ξέρω, δεν ανακατεύομαι. Στα είχα πει. Ήξερες με ποιον έμπλεξες, ήξερες με ποιον έκανες παιδί» της απάντησε συνωμοτικά εκείνος.

«Μόνο με το παιδί μιλάει» γκρίνιαξε η Ναταλία.

«Όχι. Δεν ανακατεύομαι…»

Τους κοίταξε ο Βασίλης με την άκρη του ματιού του καθώς μιλούσε στην κόρη του, μα δεν άκουσε την συνέχεια της πρότασης. Κοίταξε την μικρή στα μάτια. Είχαν το ίδιο χρώμα με της Ναταλίας. «Κούκλα μου, εμείς θα τα καταφέρουμε. Για κάποιο λόγο που δεν έχω καταλάβει ακόμη, και να σου πω την αλήθεια μου ούτε και θέλω, φευγάτη θα γίνεις κι εσύ. Σαν τον πατέρα σου. Να θυμάσαι πως του φευγάτου η μάνα, δεν έκλαψε πότε» της είπε και η μικρή του χαμογέλασε.

Την μέρα που πήρε τις εξετάσεις στα χέρια του ο Βασίλης, ένιωσε πως κάτι τρύπησε την καρδιά του. Περπάτησε μόνος μέσα στους παγωμένους δρόμους για ατελείωτες ώρες. Γύρισε στο σπίτι το απόγευμα, έβγαλε το μπουφάν του, έπιασε τον καναπέ και κοίταξε την κόρη του που έπαιζε με τα παιχνίδια της. «Αλλαγή σχεδίου» μονολόγησε γυρνώντας προς την Ναταλία που διάβαζε στο τραπέζι της κουζίνας.

«Κοριτσάρα; Να σου κάνω μια ερώτηση;» είπε με πρόσχαρο ύφος ο Βασίλης. Σήκωσε τα μάτια της η Ναταλία απ’ την οθόνη του υπολογιστή και τον κοίταξε μελαγχολικά. «Πες μου».

«Ξέρεις να διαβάζεις;» συνέχισε εκείνος, ψαρεύοντας τις εξετάσεις από το μπουφάν του.

«Τι ερώτηση είναι αυτή;» μπερδεύτηκε η Ναταλία.

«Θα μου διαβάσεις κάτι;» συνέχισε ο Βασίλης χαμογελώντας. Πήγε προς το μέρος της και άφησε το χαρτί πάνω στις σημειώσεις της.

«Τι είναι αυτό;» απόρησε εκείνη.

«Διάβασε κι όταν διαβάσεις, πες μου την αλήθεια».

Διάβαζε η Ναταλία και ξαναδιάβαζε και δεν καταλάβαινε τι διάβαζε. «Αυτό…» μουρμούρισε. «Τι είναι αυτό; Τι θες να μου πεις;» του είπε νευριασμένα.

«Δεν ξέρω. Μήπως θέλεις να μου πεις κάτι εσύ;»

«Βασίλη, εδώ γράφει ότι έχεις γονόρροια».

«Ναι. Ξέρω να διαβάζω. Έμαθα» της απάντησε αδιάφορα κι έπειτα βγήκε στο μπαλκόνι και άναψε τσιγάρο. Τον ακολούθησε με το χαρτί στο χέρι. Τον κοίταξε εξιχνιαστικά αλλά δεν κατάλαβε ούτε την χαλαρή στάση του, ούτε και τον τρόπο που προσπαθούσε να της πει αυτό που ήθελε να της πει.

«Βασίλη μου; Θα σε ρωτήσω μία φορά και θέλω να μου απαντήσεις ειλικρινά» είπε ψύχραιμα η Ναταλία.

«Φυσικά».

«Πήγες με άλλη;»

«Όχι. Εσύ;»

«Δεν μιλάμε για μένα τώρα».

«Μα… Γιατί;» συνέχισε εκείνο το παιχνίδι με τις λέξεις ο Βασίλης.

«Θα μου απαντήσεις;»

«Σου απάντησα. Δεν πήγα με άλλη. Θα συνεχίσεις να μου λες ψέματα;» την ρώτησε κι εκείνος. Είχε αγριέψει το βλέμμα του, μα οι τρόποι του, η φωνή του και το πρόσωπό του, παρέμεναν γαλήνια όπως πάντοτε.

«Δεν σου λέω ψέματα» επέμεινε η Ναταλία.

«Εντάξει» της είπε ο Βασίλης. Έσβησε το τσιγάρο, μπήκε στο σπίτι, βούτηξε το μπουφάν του και την κοίταξε. «Θα βγω να κάνω μια βόλτα. Όταν γυρίσω, θέλω να ακούσω μια ειλικρινή απάντηση στην ερώτησή μου. Αλλιώς θα πάρω το παιδί και θα φύγω. Αυτό είναι απειλή και εκβιασμός. Συνεννοηθήκαμε;» της είπε πριν ανοίξει την πόρτα κι επιστρέψει στην παγωμένη πόλη.

Δεν είχε διάθεση να περπατήσει ο Βασίλης και να καταλάβει τίποτα περισσότερο. Τα είχε όλα τακτοποιημένα στο μυαλό του. Ήταν ακόμη μία λάθος επιλογή που, αργά ή γρήγορα, θα διόρθωνε. Είχε μάθει πια, πως οι καταστάσεις δεν χρειάζονται ζόρι. Απλά έπρεπε να κάνει υπομονή. Κατηφόρησε ένα δρόμο, έστριψε σ’ ένα τατουατζίδικο που ήταν άδειο κι έπιασε την κουβέντα. Το ‘χε από καιρό στο μυαλό του, το είχε συζητήσει με την Ναταλία, αλλά δεν έκανε τατουάζ γιατί δεν ήθελε εκείνη. Το συγκεκριμένο απόγευμα, όμως, είχαν αλλάξει όλα.

Μία ώρα αργότερα είχε γράψει το όνομα της κόρης του στον δεξί του πήχη. Είχε σκοτεινιάσει και ψιλόβρεχε. Σήκωσε την κουκούλα του μπουφάν και πήγε να πιεί ένα ποτό. Είχε ορκιστεί πως δεν θα έπινε ξανά στην ζωή του όταν γεννήθηκε η κόρη του, αλλά εκείνο το βράδυ το είχε πραγματικά ανάγκη.

Γερμένος πάνω στο μπαρ, μ’ ένα τσιγάρο στο χέρι κι ένα ποτήρι που όλο άδειαζε, σκεφτόταν τις διεξόδους του. Του είχαν πει οι φίλοι του πως η Ναταλία δεν ήταν για οικογένεια, πως δεν θα κρατούσε πολύ εκείνο το παραμύθι, πως, κάποια στιγμή, θα τον πλήγωνε. «Φύγε. Θα αναγκαστεί να ρίξει το παιδί» του είπε κάποιο πρωί η Μαρία αλλά ο Βασίλης δεν άκουσε κανένα. Έμεινε. Είχε ευθύνες. Έτσι πίστευε.

Θα ‘ταν στο έκτο ποτό όταν κάθισε μια παράξενη γυναίκα δίπλα του. Την κοίταξε για μία στιγμή και χαμογέλασε. Του έκανε εντύπωση η κατακόκκινη αλογοουρά της που έφτανε μέχρι την μέση της. Γύρισε στο ποτό και τις σκέψεις του. Ένιωσε ένα σκούντημα. Γύρισε δίπλα και την κοίταξε.

«Να σας κάνω μια ερώτηση;» ρώτησε εκείνη στα βοσνιακά.

«Όσες θέλεις» μουρμούρισε αναστενάζοντας ο Βασίλης στα ελληνικά.

Έπιασαν την συζήτηση στα αγγλικά, για να συνεννοηθούν. Νίνα την έλεγαν κι εκείνη, σαν την κόρη του, κι είχε τα ίδια γενέθλια με την κόρη του. Απόρησε με το φρεσκοσκαλισμένο τατουάζ που ‘γραφε το όνομά της και την ημερομηνία γέννησής της. Της εξήγησε ο Βασίλης πως το έκανε για την μικρή του πριγκίπισσα, για το κοριτσάκι που του δίδασκε, κάθε μέρα, πως δεν είναι μόνος του στον κόσμο.

Ξημέρωσαν συζητώντας και πίνοντας σε μια γέφυρα. Άκουγε τις αφηγήσεις του η Νίνα, τον έκοβε για να ζητήσει κάποια διευκρίνιση, γελούσε όταν έβριζε εκείνος στα ελληνικά, του ζητούσε να της μεταφράσει κι ύστερα κοκκίνιζε. Της άρεσε η γλώσσα κι ο τρόπος που ‘χε να αφηγείται και να εξηγεί στα αγγλικά. «Θα μου διδάξεις την γλώσσα;» τον είχε ρωτήσει λίγο πριν την χαραυγή κι εκείνος είχε απαντήσει καταφατικά. Προσπάθησε να αρχίσει με τα βασικά, με το ένα – δύο – τρία, αλλά η Νίνα δεν τα κατάφερνε με την προφορά. «Θα το δοκιμάσουμε κάποια άλλη, περισσότερο κατάλληλη, στιγμή» κατέληξε ο Βασίλης κοιτάζοντας τον ουρανό που άλλαζε χρώματα.

Την άφησε σπίτι της κι έφυγε για να σουλατσάρει μόνος. Πέρασε απ’ την παιδική χαρά που πήγαινε την κόρη του, έπιασε μια κούνια κι άρχισε να κουνιέται. Του τσάκιζε τα κόκκαλα η υγρασία, μα δεν έδινε σημασία. Έπρεπε να καθαρίσει το μυαλό του.

Κόντευε να μεσημεριάσει. Η Ναταλία καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα. Κάπνιζε, κάτι πρωτάκουστο για εκείνη. Κάπνιζε τις στιγμές που αγχωνόταν και φοβόταν, πολλές φορές, περισσότερο από τον Βασίλη. Δεν είχε κοιμηθεί καθόλου το βράδυ. Έσβησε το τσιγάρο μόλις τον είδε να μπαίνει στο σπίτι και έτρεξε πάνω του.

«Που εξαφανίστηκες; Μου λες;» του φώναξε με παράπονο.

«Για ένα ποτό. Μόνος. Χωρίς τους φίλους και τους γνωστούς» της απάντησε βγάζοντας το μπουφάν του.

«Βασίλη μου…»

«Δεν έχω όρεξη να ακούσω τίποτα».

«Θα φύγεις;» συνέχισε με το ίδιο παράπονο που ‘χε αρχίσει να σχηματίζεται και στο πρόσωπό της. Αναστέναξε εκείνος. «Όχι» της απάντησε κοφτά.

«Ό,τι και να σου πω…»

«Δεν είναι ανάγκη να μου πεις τίποτα, κοριτσάρα. Το έχω ζήσει το έργο. Δεν έγινε τίποτα» της είπε και μόνο τότε παρατήρησε το τατουάζ στα χέρια του. Πήγε να το κάνει θέμα αλλά ήξερε πως δεν την έπαιρνε πια. Θυμήθηκε πως ο Βαγγέλης της είχε πει, παλιά, πριν τον γνωρίσει, ότι ο κόσμος παίρνει φωτιά όταν μαυρίζει η καλή καρδιά του φευγάτου.

«Μου είχες πει… Τότε… Που γνωριστήκαμε… Πως φευγάτος είναι αυτός που έχει ήδη φύγει».

«Ναι, και;»

«Είσαι φευγάτος;»

Ανεξιχνίαστο ήταν το βλέμμα του. Μυστήριο το ύφος του. Άφησε την Ναταλία και πήγε στην κόρη του. Κοιμόταν ήρεμα. Την κοίταξε για μερικές στιγμές. Έριξε μια ματιά στο τατουάζ του. Δεν ήξερε τι έπρεπε να απαντήσει. Ήταν φευγάτος. Κάπου στα μέσα της βραδιάς είχε πάρει την απόφαση να φύγει για να μην χρειαστεί να πονέσει ξανά. Όμως, αυτό, ήταν κάτι που δεν γινόταν να πει στην Ναταλία. «Εσύ, τι λες μικρή πριγκίπισσα; Είναι φευγάτος ο μπαμπάς;» ψιθύρισε στην Νίνα ο Βασίλης προτού γυρίσει στην Ναταλία. «Πάντα ήμουν φευγάτος. Ποτέ δεν άλλαξα» της απάντησε. Πήγε στο κρεβάτι, πέταξε τα παπούτσια του στο πάτωμα, ξάπλωσε και κοίταξε το ταβάνι. «Ποτέ όμως δεν έφυγα από κάπου χωρίς να με διώξουν» συνέχισε τον συνειρμό του. Δάκρυζε η Ναταλία που στεκόταν σαν μαρμαρωμένη στην μέση του δωματίου. «Θα έρθεις να σε πάρω μια αγκαλιά;» την ρώτησε χαμογελαστά ο Βασίλης.

«Αλήθεια;»

«Ναι, κοριτσάρα»

Κούρνιασε στην αγκαλιά του και στιγμές αργότερα αποκοιμήθηκε. Σερνόταν ο Βασίλης αλλά δεν είχε εναλλακτικές. Έπρεπε να σηκωθεί, να μαγειρέψει, να ταΐσει την μικρή και να παίξει μαζί της. Σαν τσουβάλι έπεσε το βράδυ στο κρεβάτι και κοιμήθηκε ήρεμα. Είχαν γίνει παρελθόν οι εφιάλτες του και οι αναμνήσεις του. Είχε πλάσει στο μυαλό του ένα σχέδιο που έπρεπε πάση θυσία να υλοποιηθεί. Ένα σχέδιο που είχε αρχίσει να υλοποιείται από την φυγή του.

Το επόμενο πρωί ξύπνησε την Ναταλία και εκείνη τον κοίταξε με παράπονο. «Δέκα λεπτά ακόμη άσε με. Γκρίνιαζε όλο το βράδυ το κορίτσι μας και δεν μ’ άφησε να κοιμηθώ καθόλου» του είπε.

«Φεύγω για δουλειά» απάντησε ο Βασίλης.

«Σ’ αγαπάω» του ψιθύρισε.

«Κι εγώ» απάντησε ο Βασίλης κι ύστερα άνοιξε την πόρτα και βγήκε από το σπίτι.

Πέρασε να μαζέψει την αλληλογραφία του από μια ταχυδρομική θυρίδα πριν πάει στην δουλειά. Πήρε εκκαθαριστικά τραπεζικών λογαριασμών, απαντήσεις σε δύο επιστολές και μια κάρτα από την αδερφή του, τα έχωσε στο παλτό, καβάλησε την μηχανή κι έφυγε βιαστικά.

Κοίταζε τα νούμερα στο statement της τράπεζας, αλλά δεν τα καταλάβαινε. Τα οικονομικά του στην Ελλάδα τα διαχειριζόταν ο Τάσος. «Κάτι δεν πάει καλά» μουρμούρισε με το χαρτί στο χέρι, ενώ έπιανε το τηλέφωνο που υπήρχε δίπλα του.

«Νίκη; Τι κάνεις ρε; Όλα καλά; Για δώσε μου λίγο τον κοντό. Δεν με νοιάζει αν κοιμάται, επείγει. Περιμένω» έκανε κοφτά στο τηλέφωνο καθώς ξαναπέρναγε με το μάτι τις κινήσεις του λογαριασμού.

«Έλα ρε. Καλά;» ρώτησε ο Βασίλης κι ο Τάσος μισάνοιξε το μάτι και χασμουρήθηκε. «Ούτε μια ώρα δεν έχω που κοιμήθηκα! Λες να είμαι καλά ρε;» απάντησε ο Τάσος νευριασμένα. «Τι θε;» συνέχισε.

«Κοιτάω τα bank statement. Πες μου ότι ό,τι κι αν έχεις κάνει είναι νόμιμο. Αυτό μόνο» μουρμούρισε σκεφτικά ο Βασίλης.

«Πεντανόμιμο…»

«Τάσο, εδώ υπάρχουν σαράντα χιλιάδες ευρώ που πριν ένα μήνα δεν υπήρχαν. Που σκατά τα βρήκα τόσα λεφτά ρε;»

«Κάνεις επενδύσεις, αγόρι μου. Επενδύσεις».

«Ναι, βρε μαλάκα, πάνω σε τι επενδύω;»

«Αυτό το διάστημα; Χμ… Νομίζω τηλεπικοινωνίες, αλλά θα σε γελάσω».

«Είναι πολλά τα λεφτά…»

«Είναι τζόγος, Βασίλη. Τζογάρεις. Αυτό και μόνο αυτό. Εκατό τοις εκατό νόμιμος τζόγος…»

«Κανόνισε, κοντέ, να έχεις κάνει καμία λαδιά και να τρέχουμε και να μην φτάνουμε. Είναι στο όνομα της μικρής ο λογαριασμός».

«Άκου, Μπίλ…» μουρμούρισε ο Τάσος κι ύστερα σηκώθηκε από το κρεβάτι. «Την ξέρω την δουλειά και ξέρω και πως πάει. Κρατάω πισινή, γιατί, όπως σου είπα, είναι τζόγος. Μπορεί μια μέρα να τα χάσω όλα. Δεν παίζω στα σίγουρα και στα μικρά. Υψηλό ρίσκο, υψηλή απόδοση. Έτσι πάει. Στοιχηματίζω και κερδίζω. Αυτό είναι όλο. Απλά εδώ δεν έχω άλογα, ποδόσφαιρα, μπάσκετ, ξύλο. Έχω να κάνω με εταιρίες. Πάνε καλά; Τις εμπιστεύεται ο κόσμος; Αγοράζει μετοχές; Βγάζω. Δεν πάνε καλά; Πέφτει η τιμή; Χάνω. Παγκοσμιοποίηση φίλε μου» κατέληξε ο Τάσος σκαλίζοντας το λάπτοπ του κι ο Βασίλης έβαλε τα γέλια.

«Ρε, κάνε ό,τι θες. Σ’ εμπιστεύομαι. Και να τα χάσεις, δεκάρα δεν δίνω. Ούτως ή άλλως τα δανεικά που ‘χα πάρει τότε απ’ τον Βαγγέλη για να χωθώ στην μπίζνα, τα επέστρεψα…»

«Άκου γιατί νυστάζω» τον διέκοψε ο Τάσος, σέρνοντας τα πόδια του προς το κρεβάτι. «Όταν πιάσεις το κατοσάρικο θα στα κλείσω κάπου για να παίρνεις τους τόκους. Θα σου κάνω ένα long term investment.  Από εκεί κι έπειτα, νομίζω πώς το γνωρίζεις καλύτερα από εμένα, πως χρειάζεται σύνεση στην σπατάλη. Τώρα, αν αρχίσεις να κάνεις σαν τον μάστορα… Κακό του κεφαλιού σου. Εγώ, πάντως, σου έχω πει πως κρατάω την νόμιμη προμήθεια. Δεν κάνω τζάμπα δουλειά».

«Κάνε ό,τι θες, Τάσο. Δεν τα καταλαβαίνω αυτά».

«Να κοιμηθώ τώρα;»

«Ναι ρε»

«Θα κατέβεις τίποτα προς τα κάτω για γιορτές;»

«Που να ταξιδέψω μωρέ με το παιδί;»

«Είναι κι αυτό. Τέλος πάντων. Τον νου σου» είπε ο Τάσος πριν κλείσει το τηλέφωνο.

Σημείωσε ο Βασίλης τα υπόλοιπα στο μυαλό του κι έριξε τα χαρτιά σ’ ένα καταστροφέα εγγράφων πριν πιαστεί με την δουλειά. Θυμήθηκε που του είχε πρωτοπεί για επενδύσεις ο Τάσος, λίγες μέρες αφ’ ότου πήρε την απόφαση να μείνει μόνιμα στο Σαράγεβο με την Ναταλία. Είχε πάρει δανεικά από τον Βαγγέλη για να ξεκινήσει, δήθεν ότι χρωστούσε κάτι λεφτά στην Ελλάδα και πως έπρεπε να τα δώσει. Ούτε που το σκέφτηκε ο Βαγγέλης όταν του τα έδωσε. Ούτε που το σκέφτηκε ο Βασίλης να τα πασάρει στον Τάσο για να επενδύσουν. Επέστρεφε σιγά – σιγά τα δανεικά και τα υπόλοιπα τα έκλεινε σ’ ένα λογαριασμό που είχε ανοίξει στο όνομα της κόρης του. Ποτέ δεν εμπιστεύθηκε την Ναταλία. Κάτι μέσα του, του έλεγε πως, αργά ή γρήγορα, θα το διέλυαν. Δεν ταίριαζαν εξ’ αρχής. Είχαν άλλα θέλω και τελείως διαφορετικά όνειρα. Εκείνος ονειρευόταν μια ήρεμη ζωή, με την δουλειά του, την γυναίκα του και τα παιδιά του κι εκείνη κυνηγούσε μια ακαδημαϊκή καριέρα.

«Αχ ρε Ναταλάκι…» μονολόγησε κοιτάζοντας το κείμενο που είχε να μεταφράσει.

Πέρασαν ήρεμα οι γιορτές. Είχε αρχίσει να ξαναβρίσκει τις εσωτερικές του ισορροπίες ο Βασίλης που ‘χε πλέον αποκοπεί συναισθηματικά από την Ναταλία μα δεν το έδειχνε. Ήξερε τι ένιωθε μέσα του και γνώριζε πως αυτό ήταν ικανό να τα διαλύσει όλα. Δεν ήταν πια θέμα ευθυνών, αλλά συνειδητοποίησης. Δεν μπορούσε να γυρίσει στην Ελλάδα. Αυτό το είχε εμπεδώσει. Ο κόσμος που είχε αφήσει πίσω του θα τον πλάκωνε κι η στιγμή να συνεχίσει τον δικό του πόλεμο, δεν είχε φτάσει. Ούτε είχε μπει στην διαδικασία να βαδίσει ένα δυσπρόσιτο και κακοτράχαλο μονοπάτι που θα τον οδηγούσε σ’ εκείνο το σημείο. Απέφευγε την ζωή του και το παρελθόν του. Απέφευγε ακόμη και τους παλιούς γνωστούς. Μόνο με την φαμίλια του είχε σχέσεις. Αρνούνταν να κάνει πραγματικές φιλίες. Μέχρι που, κάποιο μεσημέρι, λίγες μέρες πριν τα γενέθλια του, θα κατέρρεε ξανά ο κόσμος του.

Εκείνο το πρελούδιο στην ημικρανία που τον τσάκιζε από την μέρα που χώρισε την Μελίνα, ξεκίνησε τον Γενάρη. Κάποιο απόγευμα που είχε βγει να κάνει βόλτα με την κόρη του, συνάντησε την Νίνα, την κοπέλα που είχε γνωρίσει στο μπάρ την ημέρα που βεβαιώθηκε πως η Ναταλία τον απατούσε. Έπιασαν την κουβέντα, στα βοσνιακά αυτή τη φορά. Άφησε ο Βασίλης την μικρή στο σπίτι και ξαναβγήκε για να συνεχίσει εκείνη την συζήτηση που είχε με την Νίνα. Της άνοιξε την καρδιά του εκείνο το σούρουπο γιατί την εμπιστεύτηκε πραγματικά. Είχε κάνει το πρώτο βήμα για να βγάλει τον εαυτό του από τον γύψο που είχε χτίσει γύρω του μετά την αναστροφή του και να δημιουργήσει καινούριους δεσμούς με νέο κόσμο. Τον κάλεσε στο σπίτι της, μα εκείνος αρνήθηκε. Χάθηκε μέσα στην βραδινή ομίχλη κι εκείνη ανέβηκε στην σοφίτα που έμενε για χρόνια.

Ένας μακρόστενος χώρος λειτουργούσε ως καθιστικό και χώρος εργασίας. Αριστερά ήταν το υπνοδωμάτιο, δεξιά η κουζίνα και το μπάνιο. Κάποτε, στον πόλεμο, εκείνη η σοφίτα ήταν εξοπλισμένη σαν μικρό νοσοκομείο. Σ’ εκείνη την σοφίτα κόντεψε να χάσει την ζωή της η Νίνα ένα ηλιόλουστο δειλινό. Εκεί εγκλώβισε τον εαυτό της.

Πήγε σ’ έναν πάγκο εργασίας που είχε χτίσει μόνη της, ανέσυρε ένα μπλόκ και κοίταξε τα σχέδιά της. Ζωγράφιζε από μικρή, είχε όνειρο να γίνει ζωγράφος μα οι δικοί της δεν συμμεριζόντουσαν τις απόψεις της. Έγινε γιατρός, όχι γιατί της το επέβαλαν, μα επειδή θεωρούσε πως χρωστούσε στον κόσμο. Είχε δει τόσο πόνο κι οδυρμό στην ζωή της που δεν άντεχε άλλο. Στα τριάντα τέσσερα της ήταν παιδίατρος και τα τατουάζ της άρεσαν μόνο στους μικρούς της ασθενείς. Κοίταζαν περίεργα οι γονείς εκείνες τις μακάβριες παραστάσεις που απεικονίζονταν πάνω στα χέρια της, όμως τα παιδιά, τα αγνά παιδιά που δεν είχαν βιώσει την φρίκη που δημιούργησε ο ίδιος ο άνθρωπος, δεν είδαν ποτέ τις ασπρόμαυρες νεκροκεφαλές, ούτε τα άρματα, ούτε τις σφαίρες. Τα κόκκινα και χρυσά λουλούδια κοίταζαν και τα παιδιά που έπαιζαν μέσα σ’ ασπρόμαυρα χαλάσματα.

Γύρισε σε μια λευκή σελίδα κι άρχισε να μουτζουρώνει με ένα μαύρο στυλό. Πήρε σχέδιο το μελάνι στο χαρτί. Ένας άγγελος κι ύστερα άλλος ένας, πιο κοντός, πιο μικροκαμωμένος. Ίδρωσε το χέρι της. Το κοίταξε. Αναθεμάτισε προσπαθώντας να καταλάβει τα ψηφία του τηλεφώνου του Βασίλη. Το είχε γράψει βιαστικά εκεί πάνω γιατί είχε ξεμείνει από μπαταρία το κινητό της. Έβγαλε τους αριθμούς με το ζόρι και τους σκάλισε βιαστικά στο χαρτί. Την πήρε βράδυ. Μεσάνυχτα έπεσε για ύπνο με το σχέδιο τελειωμένο, ακουμπισμένο δίπλα της.

Το επόμενο απόγευμα σκεφτόταν να τον πάρει τηλέφωνο, μα δεν μπορούσε να το αποφασίσει. Βούτηξε το σχέδιο κι έφυγε απ’ το σπίτι. Πήγαινε να βρει έναν παλιό της γνωστό. Είχε να τον δει και να του μιλήσει χρόνια. Χαμογέλασε όταν μπήκε στο τατουατζίδικο και άκουσε τον θόρυβο της μηχανής. «Κριστιάν;» φώναξε μα δεν πήρε απάντηση.

Όταν έφυγε ο πελάτης του, ο Κριστιάν πήγε και κάθισε στον μπορντό δερμάτινο καναπέ που υπήρχε στην βιτρίνα του μαγαζιού, δίπλα από την Νίνα. «Χρόνια είχα να σε δω, μικρή» την πείραξε.

«Η αδερφή μου; Καλά είναι;»

«Μια χαρά είναι. Παράτησε την σχολή και έγινε νοικοκυρά»

«Παντρευτήκατε;»

«Δεν θέλει να παντρευτούμε. Ούτε παιδιά θέλει».

«Σπίτι βρήκατε;»

«Πριν τέσσερα χρόνια. Εδώ θα μέναμε;»

«Μου λείψατε».

«Στην Σόνια να το πεις».

«Σε εσένα το λέω. Η Σόνια ήταν και παραμένει παιδί. Περιμένει να πάω να της ζητήσω συγγνώμη και δεν ξέρει τον λόγο που νομίζει πως πρέπει να το κάνω» του είπε με αυστηρό ύφος η Νίνα.

«Δεν έχει σημασία. Η Σόνια, δυστυχώς, ξεχνάει ή βολεύεται. Δεν έχω αποφασίσει ακόμη. Οχτώ χρόνια είμαστε ζευγάρι, οχτώ χρόνια δεν έχω καταφέρει να την μάθω ακόμη. Υπάρχουν στιγμές που νομίζω πως κάνω κάτι λάθος. Δεν ξέρω, Νίνα. Δεν ξέρω, πια, ούτε τι να πω, ούτε τι να κάνω. Απλά το ζω» της είπε κι ύστερα την κοίταξε γελώντας. «Εσύ; Ποιος άνεμος σ’ έφερε εδώ;»

«Για τατουάζ ήρθα» απάντησε κοφτά.

«Έλα».

«Αυτό είναι το σχέδιο. Μπορείς;» τον ρώτησε δείχνοντάς του το τραχύ σκίτσο με τις αγγελικές φιγούρες. «Δεν είναι δικό σου αυτό…» μουρμούρισε σκεφτικά ο Κριστιάν καθώς το κοίταζε. «Τραχύ… Βιαστικό… Σκοτεινό…» συνέχισε ενώ το μελετούσε.

«Δικό μου είναι» δήλωσε εκείνη αναστενάζοντας.

«Πέθανε κάποιος;» απόρησε ο Κριστιάν.

«Πέθανα εγώ. Νομίζω πως ήρθε η ώρα να πάω μπροστά, μικρέ. Πέρασαν τα χρόνια, έσβησαν οι μνήμες, έμεινα με την πίκρα… Για πόσο ακόμη;»

«Στα είπα και τότε, όταν φύγαμε από το σπίτι. Έπρεπε να έχεις πάει μπροστά. Σε πήρε από κάτω και με την Σόνια. Εντάξει, δε λέω…»

«Πέρασε καιρός, Κριστιάν. Πέρασαν πολλά» τον διέκοψε η Νίνα, αντιγράφοντας μια φράση του Βασίλη κι εκείνος την κοίταξε φοβισμένα. Την είχε ξανακούσει εκείνη την φράση, λίγο καιρό νωρίτερα, από έναν παράξενο τύπο που κυκλοφορούσε με κασκόλ και κοντομάνικο, στα μέσα του χειμώνα, έναν τύπο που ήθελε να κάνει ένα τατουάζ για την κόρη του και που του μιλούσε για μια χαμένη πριγκίπισσα.

«Κάπου το άκουσα αυτό, διατυπωμένο ακριβώς έτσι».

«Δεν μπορεί να διατυπωθεί διαφορετικά. Θα το κάνουμε το τατουάζ;»

«Ναι».

Υπήρξαν οι στιγμές που η Νίνα το μετάνιωνε, που ήθελε να πει στον Κριστιάν να σταματήσει να την τρυπάει με την βελόνα, μα δεν έκανε πίσω. Ήξερε πως έπρεπε να γίνει σ’ εκείνο ακριβώς το σημείο που είχε διαλέξει, για να της θυμίζει πως η ζωή μόνο μπροστά πάει. Πως δεν υπάρχουν πραγματικά πισωγυρίσματα. Πως όσο κι αν ήθελε να παραμείνει δέσμια των αναμνήσεών της, δεν θα το κατάφερνε. Πως υπάρχουν άνθρωποι που χωρίζουν και πάνε μπροστά κι εκείνοι που δεν χωρίζουν ποτέ, άσχετα αν συνεχίζουν με άλλους τις ζωές τους.

Το κουράγιο να πάρει τηλέφωνο τον Βασίλη, το βρήκε μια εβδομάδα αργότερα. Βγήκαν, περπάτησαν, τα είπαν, ήπιαν βότκα και συζήτησαν. Ξεκίνησαν να βγαίνουν μια φορά την βδομάδα, συνήθως απογεύματα και να οργώνουν την πόλη με τα πόδια. Η μικρή του Βασίλη, συνήθως, κοιμόταν ήρεμα καθώς έκαναν βόλτες μέσα στην βουή και τον κόσμο.

Άκουγε η Νίνα, κυρίως γιατί δεν είχε διάθεση να αφηγηθεί την δική της, επίπονη, ιστορία. Ανέφερε ανθρώπους και σκηνές ο Βασίλης, πρόσωπα που στο μυαλό της έπαιρναν μορφή και έδεναν αρμονικά σαν τα εξαρτήματα ενός κινητήρα. Είχε μάθει για τους φίλους του και για τις σχέσεις του. Απ’ όλες, του έκανε εντύπωση μία. Η Μελίνα. Η μικρή πριγκίπισσα που για εκείνον είχε μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά του. Εκείνη που είχε όλη του την καρδιά κι ακόμη περισσότερο. Τον είχε ρωτήσει γιατί έμεινε εκεί, γιατί έκανε παιδί, γιατί δεν έφυγε, γιατί παρέμενε ακόμη με κάποια που τον απάτησε και της είχε απαντήσει με μια παροιμία. Δεν είχε καταλάβει τα λόγια του αλλά τα είχε κρατήσει, τα είχε κάνει κτήμα της, τα περιέφερε συχνά μέσα στις σκέψεις της.

Δεν καταλάβαινε πάντα η Νίνα, ούτε εκείνον, ούτε την συμπεριφορά του, ούτε τις παράξενες συζητήσεις που κάνανε. Της είχε πει πως πάντοτε θα ερχόταν μια καλύτερη και καταλληλότερη στιγμή για να καταλάβουμε και να συνειδητοποιήσουμε. Της είχε πει την ιστορία του φευγάτου, την οποία ο ίδιος είχε παγώσει για να την συνεχίσει εκείνη, την καταλληλότερη, στιγμή. Μια στιγμή που ούτε με το κιάλι δεν μπορούσε να δει. «Υπάρχει σχέδιο» είχε αναφέρει κάποιο απόγευμα, μα δεν της εξήγησε ποτέ το σχέδιο.

«Είσαι είκοσι πέντε, είμαι τριάντα τέσσερα και αδυνατώ να σε καταλάβω» του είπε ένα βράδυ Παρασκευής που σουλατσάριζαν χωρίς λόγο.

«Είναι που λείπουν κομμάτια από τις αφηγήσεις μου. Αυτά που με πονάνε, αυτά που δεν παραδέχομαι πως συνέβησαν, αυτά για τα οποία ντρέπομαι ακόμη. Ίσως να σου τα αφηγηθώ κάποια στιγμή» της απάντησε νωχελικά ο Βασίλης.

Εκείνο, το τελευταίο Σάββατο του Μαρτίου, η Νίνα σηκώθηκε με βαριά διάθεση και ένα πολύ κακό προαίσθημα. Δεν δούλευε κι αν δούλευε δεν θα πήγαινε για δουλειά. Κάθισε στην αγαπημένη της πολυθρόνα που ‘χε ξεφτίσει με τα χρόνια και κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο που έβλεπε στον νότο. Πήγαινε για βροχή. Ήταν τόσο μαύρος ο ουρανός και τόσο αγριεμένος, σαν κάποια φουρτουνιασμένη θάλασσα που ήθελε να ξεσπάσει πάνω στα βράχια. Χάθηκε στις σκέψεις της. Είχε πάρει την απόφαση να πάει μπροστά την ζωή της μα δεν έβρισκε το κουράγιο να την υλοποιήσει. Ο Βασίλης της είχε πει πως από την επιλογή μέχρι την απόφαση, από την απόφαση μέχρι την υλοποίηση και από την υλοποίηση μέχρι την συνειδητοποίηση, κάθε ένας από εμάς έχει να βαδίσει έναν μοναχικό δρόμο, που σχεδόν πάντοτε είναι επώδυνος.

Πετάχτηκε όρθια όταν άκουσε χτυπήματα στην πόρτα της. Δεν την επισκεπτόταν ποτέ κανείς. Άνοιξε και είδε τον Βασίλη σε μια άθλια κατάσταση, να σέρνει το κουφάρι του κοιτάζοντας την με παράπονο. Τον πήρε από το χέρι και τον έβαλε μέσα. Τον άφησε να καθίσει στην πολυθρόνα της για να αγναντέψει και να ηρεμήσει. Του έφτιαξε καφέ. Του πήγε φαγητό. Του έβαλε ποτό. Δεν ήθελε τίποτα, μήτε και να μιλήσει. Μόνο κάπνιζε κι αναστέναζε, μουρμούριζε ακατάληπτα στα ελληνικά και η Νίνα δεν τον καταλάβαινε.

«Θα με μάθεις κι εμένα;» τον ρώτησε παραπονεμένα αφού κάθισε στον καναπέ.

«Θα σε μάθω» της απάντησε κοιτάζοντας το κινητό του.

«Περιμένεις τηλέφωνο;»

«Περιμένω να περάσει η ώρα για να φύγω».

«Που θα πας;»

«Πουθενά. Πουθενά δεν έχω να πάω» της απάντησε βουρκωμένα. Σηκώθηκε η Νίνα από την θέση της, κάθισε στο μπράτσο της πολυθρόνας και τον αγκάλιασε. «Θέλεις να μου πεις τι έγινε;» τον ρώτησε και το ύφος της του θύμισε πάρα πολύ την Μελίνα. Έσπασε ο Βασίλης κι άρχισε να μιλάει. Αν δεν ήξερε την ιστορία του η Νίνα, δεν θα είχε καταλάβει τίποτα. Μόνο που στο μυαλό της έδεσαν όλα. Αγρίεψε το πρόσωπό της. «Χώρισέ την» του είπε κοφτά και νευριασμένα όταν σταμάτησε εκείνος να μιλάει. Της έγνεψε αρνητικά. «Σου είπα ότι υπάρχει σχέδιο» της απάντησε.

«Βασίλη…»

«Κοίτα έξω» την διέκοψε.

«Ναι»

«Βρέχει».

«Ναι».

«Και μετά, τι;»

«Τι;» έκανε με απορία η Νίνα.

«Μετά τίποτα, Νίνα. Μετά θα ‘χει λιακάδα μέχρι να ξαναβρέξει. Αυτό γίνεται. Αυτή, τη δεδομένη στιγμή, δεν γίνεται να φύγω. Είμαι δέσμιος του εαυτού μου. Αν δεν τα βρω με τον φευγάτο, δεν μπορώ να το κουνήσω από εδώ. Θεωρείς πως αγαπάω την γυναίκα μου ή πως νοιάζομαι για τον κουμπάρο μου; Θεωρείς πως είμαι καλός άνθρωπος;»

«Ο καλύτερος» του απάντησε προσπαθώντας να χαμογελάσει.

«Κάποτε είχα πάρει ένα γράμμα» μουρμούρισε ανάβοντας τσιγάρο. «Ένα γράμμα που με στεναχώρησε και με θύμωσε. Έγραφε πως έπρεπε να πληρώσω για όσα δεν έκανα εγώ, μα εκείνη. Τα δικά της τιμήματα. Τα πλήρωνα για χρόνια. Ήρθε όμως το πλήρωμα του χρόνου και πήρα την εκδίκησή μου. Όλα επιστρέφουν, Νίνα…»

«Το ξέρω. Κάποιες φορές επιστρέφουν και οι νεκροί» του είπε νωχελικά.

«Και τα πάντα, πάντα, στο τέλος, πληρώνονται» κατέληξε ο Βασίλης.

«Γιατί όμως; Αφού… Ήξερες, Βασίλη. Ήξερες».

«Γιατί ήρθαν έτσι τα πράγματα; Δεν με άφησε ο εαυτός μου να φύγω. Δεν είχα που να γυρίσω. Έπρεπε να φύγω από εδώ και να πάω ακόμη πιο μακριά, αυτή ήταν η μόνη μου επιλογή. Να ζήσω τα ίδια κάπου αλλού. Είμαι βέβαιος πως κάποια στιγμή θα επιστρέψω για να κλείσω όλα τα μέτωπα που με τα χρόνια έχω ανοίξει. Τότε, όταν ήρθε η ανακοίνωση για το παιδί, ήξερα πως δεν είχα επιλογές. Το να φύγω δεν ήταν λύση, το να μείνω θα είχε μεγάλο κόστος. Αποφάσισα, λοιπόν, να φορέσω μια όμορφη μάσκα και να το παίξω χαζός. Βλέπεις, το μυαλό μου είναι ακόμη στην θέση του, ακόμη κι αν πολλές φορές πονάει…»

«Τι…»

«Ήξερα, Νίνα. Ήξερα μα δεν το αποδεχόμουν. Γνώριζα μα δεν ήθελα να διαλύσω κόσμους. Αυτή η ιστορία με την Ναταλία, έτσι πήγαινε από την αρχή. Την βλέπεις την αλλαγή πάνω στον άνθρωπο με τον οποίο ζεις. Στην αρχή το αρνήθηκα, έπειτα το χώνεψα και τώρα έφτασα στα όριά μου. Απ’ ότι κατάλαβα, η καλή μου, αυτή η ζηλιάρα γυναίκα που πιστεύει όσα θέλει να πιστέψει, με απάτησε με τον, κάποτε, καλύτερό μου φίλο, για να με πονέσει. Ευτυχώς που ακουγόντουσαν και δεν έβαλα το κλειδί στην πόρτα. Ευτυχέστερα που άφησα την μικρή στην κουμπάρα μου για να γυρίσω σπίτι και να πάρω αυτό που είχα ξεχάσει» απάντησε με στόμφο ο Βασίλης.

«Τώρα τι θα κάνεις;»

«Υπομονή» της είπε κι ύστερα δεν ξαναμίλησε μέχρι που βράδιασε και σηκώθηκε να φύγει. «Μείνε» του είπε κοφτά η Νίνα.

«Να μείνω; Αν μείνω, τι θα κάνω; Είπα πως πετάγομαι για μια δουλειά και λείπω ώρες. Όπως είδες δεν μ’ έψαξε κανείς…»

«Παίξ’ το στρατηγικά. Πάρε τηλέφωνο την γυναίκα σου, πες της να πάει να πάρει το παιδί, πες πως έμπλεξες κάπου, σε παρέα, οτιδήποτε και μείνε. Κοιμήσου εδώ. Δεν δουλεύεις αύριο. Άφησέ την να πνιγεί μέσα στις τύψεις της. Θα καταλάβει ότι κατάλαβες αν δεν γυρίσεις στο σπίτι το βράδυ».

«Έχω κι ένα παιδί που…»

«Αυτό έπρεπε να το έχεις καταλάβει νωρίτερα. Ο πατέρας μου, Βασίλη, πάντα έλειπε. Ποτέ δεν ήταν εκεί. Έτσι είστε κι εσείς. Η μάνα της, πάντα θα λείπει. Άκουσέ με κι εμένα. Ξέρω».

Αναστέναξε ο Βασίλης και τηλεφώνησε στην Ναταλία. Της είπε πως είχε αφήσει την Νίνα στην Μαρία, πως του έτυχε κάτι και πως έμπλεξε. Ακόμη της είπε πως δεν ήξερε τι ώρα θα γύριζε στο σπίτι. Έκλεισε το τηλέφωνο και χαμογέλασε στην Νίνα.

Κοίταζε το κλειστό τηλέφωνο μέσα στο ημίφως η Ναταλία και απορούσε. «Τι δουλειά; Που έμπλεξε; Τι σημαίνει δεν ξέρει πότε θα γυρίσει στο σπίτι;» ρώτησε τον Βαγγέλη που ήταν ξαπλωμένος δίπλα της.

«Δεν ξέρω. Δεν μιλάει. Σου είπα. Έχει κατεβάσει ρολά» της απάντησε βιαστικά και σηκώθηκε να φύγει.

«Έχει αφήσει την Νίνα στο σπίτι σου!» του φώναξε εκείνη.

«Μας κατάλαβε» έκανε ταραγμένα ο Βαγγέλης.

«Πως μας κατάλαβε; Παίρνει το παιδί και τους δρόμους κάθε μέρα» αγρίεψε η Ναταλία.

«Άκου. Δεν μπορούμε να το συνεχίσουμε. Αν μας κατάλαβε… Αν… Γαμώ το κεφάλι μου και τις ιδέες μου!»

«Αν μας κατάλαβε τι θα κάνει;»

«Τώρα; Τίποτα απολύτως. Αργότερα… Ναταλία, άφησέ το. Μην το σκαλίζεις. Μην ανακατευτείς σ’ όλο αυτό. Αν μας πήρε χαμπάρι και αν έρθει και ζητήσει τα ρέστα, θα μπω εγώ μπροστά. Θα την πάρω την ευθύνη εγώ».

«Ακούς τι λες; Ποιος νομίζεις πως είναι ο Βασίλης μου; Κανένας αγροίκος;»

«Δεν τον ξέρεις. Ποτέ δεν θα τον μάθεις. Δεν είναι τυχαίο το παρατσούκλι του. Ούτε του το ‘βγαλε η αδερφή του γιατί, κάποτε, ήταν δειλός. Ρώτα την Βίκυ να σου πει γιατί τον φώναζε έτσι. Ρώτα το παλικάρι που του έσπασε την μύτη ένα απόγευμα γιατί, απλώς, δεν τον σεβάστηκε. Ρώτα την Μελίνα που την χώρισε αβλεπί γιατί δεν του είπε πως ήταν έγκυος. Ρώτα, Ναταλία! Ρώτα! Ο Βασίλης, αυτή την στιγμή, κάθεται και σκέφτεται πως θα σε συνθλίψει σε δέκα χρόνια από σήμερα. Αυτή, την συγκεκριμένη ημέρα, όχι τίποτ’ άλλο, αλλά για να σε πονέσει ακόμη περισσότερο!»

«Παραλογίζεσαι!» φώναξε εκείνη.

«Ναι; Παραλογίζομαι; Εντάξει. Πήγαινε και πες του το. Εγώ θα βγώ και πάλι ατσαλάκωτος. Για σένα όμως, δεν μπορώ να πω το ίδιο» της απάντησε κοφτά πριν φύγει από το σπίτι. Ντύθηκε κι εκείνη βιαστικά και πήρε τηλέφωνο την Μαρία.

«Μαράκι μου; Ναι. Ξέρω, ο χαζός την παράτησε εκεί γιατί του έτυχε κάτι, με πήρε τηλέφωνο, έμπλεξε λέει. Θα έρθω να την πάρω» είπε κοφτά πριν φύγει κι εκείνη.

«Κοιμήσου λίγο. Παραπαίεις» είπε η Νίνα στον Βασίλη που ρέμβαζε λίγο πριν το ξημέρωμα κι εκείνος της χαμογέλασε νυσταγμένα. «Θα κοιμηθώ το πρωί στο σπίτι».

«Κοιμήσου. Κάνε μου έστω αυτή τη μικρή χάρη» συνέχισε εκείνη.

«Καλά» απάντησε ο Βασίλης.

«Πάμε να ξαπλώσουμε;»

«Πάμε».

Ξάπλωσαν στο κρεβάτι κι απέμεινε να κοιτάζει το ταβάνι όπως κάθε φορά που τον βασάνιζε κάτι. «Έχω δει να προδιαγράφεται το αποψινό βράδυ» μουρμούρισε κάποια στιγμή που η Νίνα κόλλησε δίπλα του.

«Δηλαδή;» τον ρώτησε κι όταν την έσπρωξε, χαμογέλασε. «Φοβάσαι τι θα κάνω, Βασίλη;»

«Όχι. Εμένα φοβάμαι. Πάντα εμένα φοβόμουν. Τον εαυτό μου φοβάμαι, εκείνες τις στιγμές που δεν σκέφτομαι λογικά, που θολώνω, που νιώθω πως έχασα τα πάντα, που πρέπει να αντιδράσω και αντιδρώ με τον χειρότερο δυνατό τρόπο. Γι αυτό δεν μιλάω πια. Γι αυτό δεν αντιδρώ. Γι αυτό κάνω υπομονή» της απάντησε. Θλιμμένα ήταν τα μάτια της κι αυτή η θλίψη είχε περάσει και στο πρόσωπό της για να κάνει την παλιά ουλή που είχε στο μάγουλο να μοιάσει ακόμη πιο μελαγχολική απ’ ότι συνήθως.  Την χάιδεψε εκεί κι η Νίνα του χαμογέλασε σκεφτικά.

«Η υπομονή είναι αρετή» ψιθύρισε η Νίνα.

«Κάποιες φορές, ναι» απάντησε εκείνος αναστενάζοντας.

«Άλλες φορές;»

«Άλλες φορές είναι… Να σου πω κάτι; Δεν γαμιέται απόψε;» είπε ο Βασίλης πριν την βουτήξει και την φιλήσει.

Έχασε τον κόσμο η Νίνα που είχαν να την φιλήσουν χρόνια. Ούτε καν που θυμόταν το συναίσθημα. Ούτε που την ένοιαξε πως ο Βασίλης ήταν παντρεμένος και δήλωνε πιστός στην γυναίκα του. Τίποτα δεν είχε νόημα. Μόνο τα δύο πράγματα που κατάλαβε όταν σηκώθηκε από το κρεβάτι. Ότι ο Βασίλης ήταν ερωτευμένος και πως δεν θα σταματούσε ποτέ να είναι ερωτευμένος με την μικρή του πριγκίπισσα.

«Είχα να κάνω πολλά χρόνια έρωτα με κάποιον που να είναι πραγματικά ερωτευμένος. Πάρα πολλά» του ψιθύρισε βουρκωμένη.

«Δεν είμαι…»

«Είσαι. Δεν θα σταματήσεις να είσαι. Μακάρι να ήταν αλλιώς τα πράγματα, αλλά την αγαπάς τόσο πολύ, αυτή την μικρή σου πριγκίπισσα, που είσαι διατεθειμένος να υποστείς τα χειρότερα πράγματα στον κόσμο, σ’ αυτή σου την αναζήτηση προς εκείνη. Μακάρι…» είπε κι ύστερα σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι. Την κοίταξε με θλίψη ο Βασίλης. «Πάω να βγάλω τους φακούς, με καίνε τα μάτια μου» απολογήθηκε η Νίνα.

Όταν γύρισε στο δωμάτιο και προσπάθησε να χαμογελάσει στον Βασίλη εκείνος πάγωσε. «Ναι, ξέρω, είναι άσχημο, κάποτε με πυροβόλησαν» σχολίασε η Νίνα για τις ουλές στο στομάχι της μα ο Βασίλης έγνεψε αρνητικά και κόλλησε στην γωνία του κρεβατιού. «Τα μάτια… Τα μάτια…» τραύλισε ο Βασίλης. Τον έπιασε τρέμουλο. Κόλλησε το στόμα του. Βούτηξε το παντελόνι που είχε πετάξει δίπλα από το κρεβάτι και έπιασε το πορτοφόλι του.

«Φορούσα φακούς, Βασίλη» του είπε η Νίνα κάνοντας υπερπροσπάθεια να σβήσει την θλίψη από μέσα της και να γελάσει. Έπιασε μια φωτογραφία εκείνος απ’ το πορτοφόλι και την έδωσε με τρεμάμενα χέρια στην Νίνα. Το ύφος της νευριασμένης πιτσιρίκας της θύμιζε πολλά, μα εκείνο το μάτι, το ιριδίζον χρώμα του, ήταν ακριβώς ίδιο με το δικό της. Εκείνες τις στιγμές που θλιβόταν ή που νευρίαζε, τα μάτια της Νίνας ιρίδιζαν. Όπως ιρίδιζαν και τα μάτια της κόρης του Βασίλη. Πήρε βαθιά ανάσα η Νίνα πριν αρχίσει να μιλάει.

«Ντιλμπέροβιτς την λένε στο πατρικό της την γυναίκα σου;» ρώτησε κοφτά η Νίνα.

«Ναι» τραύλισε ο Βασίλης.

«Με την λάθος αδερφή έμπλεξες, αγόρι μου» σχολίασε πικρόχολα η Νίνα.

Κόλλησε στην γωνία του κρεβατιού ο Βασίλης τρέμοντας και μη μπορώντας να αρθρώσει λέξη. «Σου ‘χα πει πως κάποτε επιστρέφουν ακόμη και οι νεκροί, δεν στο είπα;» τον ρώτησε με τον ίδιο πικρόχολο τόνο κι ύστερα κάθισε δίπλα του.

«Είσαι… Είσαι… Τι…» έκανε ο Βασίλης μέσα στην σαστιμάρα και τον τρόμο του.

«Νεκρή; Ναι. Με σκότωσαν οι σέρβοι στον πόλεμο; Ναι. Αυτό δεν σου είπε; Ναι. Απαντάω μόνη μου; Ναι. Είχε ένα άσχημο τραύμα στον ώμο, πρέπει να της έχει αφήσει σημάδι, τι σου έχει πει γι αυτό; Παλιά ουλή; Χτύπησε; Κόπηκε; Τι;» συνέχισε νευριασμένα εκείνη.

«Νίνα…» τραύλισε λαχανιασμένα ο Βασίλης.

«Πάρε αργές, βαθιές ανάσες από το διάφραγμα. Παθαίνεις κρίση πανικού» του είπε ήρεμα κι εκείνος έγνεψε καταφατικά κουνώντας το κεφάλι του αμέτρητες φορές.

Μισή ώρα του πήρε να ηρεμήσει και να αποδεχτεί την πραγματικότητα. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήγε και στάθηκε δίπλα απ’ το παράθυρο του σαλονιού. Ούτε να καπνίσει δεν είχε όρεξη, ούτε να πιεί, ούτε να μουδιάσει κάπως το μυαλό του. Του έφτιαξε έναν σκέτο καφέ η Νίνα για να τον συνεφέρει κι ύστερα στάθηκε δίπλα του.

«Αν το ήξερα…» ξεκίνησε να απολογείται.

«Δεν θα άλλαζε τίποτα. Μην ζητάς συγγνώμη. Το θέλαμε, το κάναμε, τέλος» της απάντησε με χαρμολύπη.

«Βασίλη;» τον ρώτησε χαμογελώντας. Την είχε παραξενέψει ο τόνος της φωνής του και τα λόγια του. Έμοιαζε σαν να τα είχε πει κάποιος άλλος κι όχι εκείνος που τόσο καιρό γνώριζε.

«Απόψε… Ας πούμε πως έβγαλα την μάσκα και σ’ ευχαριστώ γι αυτό».

«Το ξέρεις ότι δεν πληγώνονται οι νεκροί; Μίλησέ μου. Πες μου αυτά που θέλεις να μου πεις».

«Μου την θυμίζεις απίστευτα. Πεισματάρα, εγωίστρια, με στόχους, με πλάνο, με σχέδιο, που δεν ξεχνάει, που πάντα επιστρέφει, που ήταν εκεί κάθε φορά που την χρειάστηκα. Όμως, δεν είσαι αυτή. Ναι, είχες δίκιο, Νίνα. Είμαι ακόμη ερωτευμένος κι έπρεπε να ζήσω αυτό για να το αποδεχτώ. Όμως, δεν έχει έρθει ακόμη η ώρα για να γυρίσω πίσω. Οι συνθήκες απέχουν πολύ από το ιδανικό. Στην Ελλάδα δεν γυρνάω. Τουλάχιστον, όχι τώρα. Αυτό θα γίνει κάποια στιγμή, αναπόφευκτα, ενσταλάζοντας πεποιθήσεις. Στην Μελίνα, όμως… Για να γυρίσω εκεί πρέπει να συνειδητοποιήσει πως φταίξαμε και οι δύο. Κάτι που, προς το παρόν, μόνο εγώ έχω κάνει» της είπε μ’ έναν απόκοσμο τόνο κι ύστερα γύρισε και την κοίταξε στα μάτια. Ιρίδιζαν. «Φαίνεται πως πληγώνονται και οι νεκροί» προσπάθησε να αστειευτεί μα δάκρυσε.

«Σου χρωστάω εξηγήσεις» μουρμούρισε η Νίνα.

«Όχι σήμερα. Σήμερα, μετά απ’ αυτό το απίστευτο διάλειμμα, πρέπει να γυρίσω στην ζωή μου και το παιδί μου. Αύριο, όμως, ή από αύριο, θέλω να ακούσω την ιστορία. Κι εσύ, αν δεν κάνω λάθος, θέλεις να μάθεις μια γλώσσα» της απάντησε χαμογελώντας μέσα στα δάκρυά του.

«Θέλω να είσαι καλά. Σου αξίζει».

«Θα είμαι καλά».

«Να μου φέρεις την ανιψιά μου απ’ το ιατρείο να την δω».

«Έχω παιδίατρο».

«Είμαι η θεία της».

«Δεκτό».

«Και να ρωτήσεις την πολυαγαπημένη μου αδερφή, πως απέκτησε το τραύμα στον ώμο της. Είμαι σίγουρη ότι θα βρει κάποια δικαιολογία».

«Δεν μιλάει ποτέ γι αυτό».

«Ούτε εγώ γι αυτό» απάντησε η Νίνα δείχνοντας την ουλή στο μάγουλό της.

«Το ξέρεις πως όλο αυτό έγινε μία φορά και δεν θα ξαναγίνει;»

«Το ίδιο θα σου ζητούσα και εγώ. Δεν θέλω να σ’ ερωτευτώ και μετά να τρέχω» απάντησε χαμογελώντας η Νίνα.

«Τα μεγάλα πνεύματα συναντήθηκαν» της απάντησε υπεκφεύγοντας.

«Την γυναίκα σου, όμως, θα την καταστρέψω. Αυτό να το θυμάσαι».

«Εν καιρώ. Να περάσω την Δευτέρα το απόγευμα απ’ το ιατρείο;»

«Ναι».

«Να κανονίσουμε και μαθήματα».

«Εννοείται».

«Έχεις λίγη βότκα;»

«Έχω» του απάντησε με απορία.

«Φερ’ το μπουκάλι. Κάπνα μυρίζω, ιδρώτα μυρίζω, βότκα δεν μυρίζω. Τουλάχιστον να γυρίσω στο σπίτι και να έχω την δικαιολογία ότι μπεκρόπινα για κείνο το παλιό κέρατο πάλι» σχολίασε ο Βασίλης μισοκλείνοντας τα μάτια σου.

«Είσαι…» έκανε εκείνη ενώ πήγαινε προς την κουζίνα. «Ο τελευταίος άνθρωπος που θέλεις να τα βάλεις μαζί του. Έτσι είχα πει στην αδερφή σου όταν μπλέξαμε» της απάντησε κοφτά.

«Έχω οικειοποιηθεί την ταυτότητα κάποιας άλλης εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Αναγκάστηκα να το κάνω, δεν είχα επιλογές. Όταν γύρισα εδώ, χωρίς χαρτιά, ήμουν δηλωμένη νεκρή. Τέλος πάντων, μην μιλήσεις σε κανένα. Έχω μια μικρή αδερφή, ή, τι να σου λέω κι εσένα τώρα…» μουρμούρισε η Νίνα.

«Άλλη ώρα. Άλλη στιγμή» απάντησε ο Βασίλης αναστενάζοντας κι ύστερα την φίλησε στο μάγουλο προτού φύγει από το σπίτι της.

Βάδιζε κοφτά ο Βασίλης για να φτάσει σπίτι του. Είχε πιει λίγο κι είχε ρίξει και λίγη βότκα στα ρούχα του, ίσα για την μυρωδιά. Μπήκε στην πολυκατοικία, ανέβηκε με το ασανσέρ και έπαιξε λίγο με το κλειδί στην κλειδαριά. Σηκώθηκε από το κρεβάτι η Ναταλία και άνοιξε την πόρτα. Κομμάτια της φάνηκε. «Καλά είσαι, κοριτσάρα;» την ρώτησε χαμογελώντας πριν μπει στο σπίτι.

«Βρωμάς αλκοόλ!» του φώναξε.

«Ναι. Ξέρω. Με πήρε από κάτω» της απάντησε ενώ έπεφτε στον καναπέ.

«Τι έγινε; Που έμπλεξες;»

«Πουθενά. Με πήρε από κάτω και βγήκα και ήπια».

«Όλο το βράδυ;» συνέχισε την ανάκριση η Ναταλία.

«Υπάρχουν στιγμές που πρέπει να μουδιάσει το μυαλό, καλή μου. Άλλωστε, δεν χωνεύεται εύκολα το κέρατο».

«Αφού τα είπαμε…» του είπε με παράπονο.

«Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι το ξεπέρασα. Θα με πονάει για λίγο καιρό κι ύστερα θα μου περάσει».

Κάθισε στα πόδια του η Ναταλία και τον χάιδεψε. «Βλακεία μου ήταν. Μία βλακεία. Δεν θα μου το συγχωρήσεις ποτέ;» του ψιθύρισε.

«Σ’ έχω συγχωρέσει από καιρό» της είπε νυσταγμένα.

«Εσύ, δεν με απάτησες ποτέ;»

«Ναι. Σήμερα το πρωί. Με την αδερφή σου» της απάντησε γελώντας ο Βασίλης.

«Αμάν ρε Βασίλη! Μία φορά δεν γίνεται να μην χαλάσεις την συζήτηση;»

«Αφού το έκανα» επέμεινε εκείνος.

«Καλά, κόψε το δούλεμα».

«Αλήθεια σου λέω».

«Με απάτησες με την Νίνα;» ρώτησε χαμογελαστά η Ναταλία.

«Ναι» της είπε μισοκλείνοντας τα μάτια ο Βασίλης.

«Που πέθανε το 1993;» συνέχισε εκείνη.

«Ναι».

«Που είναι νεκρή εδώ και δώδεκα χρόνια;»

«Ναι».

«Εντάξει, σε πιστεύω» του είπε κι ύστερα έβαλε τα γέλια. Την σήκωσε από πάνω του και πήγε να ξαπλώσει. «Ξύπνα με το μεσημέρι. Μην με ξεχάσεις. Ναι;» την ρώτησε την ώρα που ξάπλωνε δίπλα του κι εκείνη του έγνεψε καταφατικά. «Σ’ αγαπάω» του ψιθύρισε.

«Κι εγώ, κοριτσάρα. Κι εγώ».

Φωτογραφία

2 σκέψεις σχετικά με το “Ημιφως (XIV)

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s