Το αδιαχώρητο επικρατούσε εκείνο το βράδυ στο ξενυχτάδικο του Θανάση κι εκείνος, με ένα σβηστό πουρο στο χέρι, καθόταν σε μια γωνιά και κοίταζε τον κόσμο. Μαύρη ήταν η ψυχολογία του από τον πρόσφατο χωρισμό που δεν ήθελε να ξεπεράσει. Είχαν πάει και τα φιλαράκια του εκείνο το βράδυ στο μαγαζί, για συμπαράσταση, μα δεν ήθελε να τους μιλήσει. Στεκόταν κάπου που να μην φαίνεται, κοίταζε τον κόσμο κι ενίοτε μιλούσε με κάποιον πελάτη. Θα ‘ταν λίγο μετά τις τρεις όταν μπήκε η παρέα εκείνης της γνωστής του, της Βάσως, κι είπε να πάει να χαιρετίσει.
Η μία ήταν πιο αστραφτερή απ’ την άλλη σ’ εκείνη την γυναικοπαρέα, κι ο Θανάσης, σαν μαγαζάτορας που σεβόταν τον εαυτό του και την πελατεία του, ήξερε πως δεν έπρεπε να τις παραχώσει σε κάποια γωνιά. «Βασούλα; Όλα καλά;» ρώτησε ο Θανάσης μ’ ένα ψεύτικο χαμόγελο, προτού της δώσει το χέρι.
«Πίτα είστε σήμερα, Σάκη μου;» τον ρώτησε κι εκείνη, χαμογελώντας.
«Εμείς πίτα; Περίμενε. Εσείς είστε μόνο ή περιμένετε κι άλλους;» απάντησε ο Θανάσης καθώς τις οδηγούσε προς την πίστα.
«Τετράδα» απάντησε η Βάσω και ο Θανάσης έκανε τα κατάλληλα νοήματα.
«Πίστα; Μα… Αφού δεν έχεις τίποτα…» έκανε η Βάσω απορώντας όταν έφτασαν μπροστά στην πίστα.
«Εννοείται πως έχω» της είπε πριν γυρίσει στον σερβιτόρο που είχε φτάσει, σχεδόν τρέχοντας, μπροστά του. «Κώστα, φέρε ένα τραπέζι να το βάλουμε εδώ».
«Πού, κύριε Θανάση;» έκανε με απορία εκείνος.
«Τι που, ρε; Στην πίστα απάνω θα το βάλουμε. Έφυγες!» του απάντησε ο Θανάσης.
«Στην πίστα, Σάκη μου;» απόρησε η Βάσω κι όταν τον είδε να της γνέφει καταφατικά, σκάλωσε. «Ρεζίλι θα γίνουμε» συνέχισε.
«Εγώ δεν είμαι αφεντικό; Δεν το βάζω φωτιά και το καίω άμα γουστάρω;» την ρώτησε εκείνος γελώντας.
«Τι να σου πω… Εσύ ξέρεις…» του είπε κοιτάζοντας τους σερβιτόρους που έφερναν τραπέζι και καρέκλες. Για πότε το έστησαν, για πότε το έστρωσαν, για πότε κάθισαν τα κορίτσια, κανείς δεν κατάλαβε.
«Ακούω. Τι θα πιείτε;» ρώτησε ο Θανάσης.
«Ουίσκι;» έκανε σαστισμένα η Βάσω.
«Κώστα, φέρε δυο Chivas εικοσπεντάρια για τα κορίτσια. Από μένα» είπε δυνατά κι έπειτα έσκυψε στο αυτί του. «Πες της Αναστασίας να τις πνίξει στο λουλούδι, μην κάνουν πάρτι τα λιγούρια. Και που ‘σαι… Πες του Μήτσου να ‘χει το νου του, μην έρθει κανένας να τις πειράξει. Δεν είναι πουτάνες. Μέλλουσες γιατροί είναι».
«Μάλιστα, κύριε Θανάση».
«Κόφ’ το το κυρ-Θανάση μωρέ αδερφέ μου. Σάκη. Απλά, Σάκη».
«Έγινε».
«Σφαίρα» είπε ο Θανάσης κι ύστερα έκανε να φύγει. Τον έπιασε η Βάσω απ’ το χέρι. «Κάτσε βρε λίγο μαζί μας» του είπε κι εκείνος έγνεψε καταφατικά. Βούτηξε μια άδεια καρέκλα από ένα άλλο τραπέζι, την έβαλε στην πίστα και κάθισε μαζί τους.
«Κωνσταντίνα και Δήμητρα, αν δεν με γελάει η μνήμη μου;» ρώτησε ο Θανάσης και του έγνεψαν καταφατικά οι κοπέλες που είχαν σαστίσει.
«Θυμάσαι… Την Εύα μας, όμως, το καμάρι μας δεν το γνώρισες» σχολίασε η Βάσω.
«Ομολογώ πως όχι» απάντησε ο Θανάσης καθώς έδινε το χέρι του στην καστανή κοπέλα που καθόταν στην άκρη του τραπεζιού, απέναντί του. Απέμειναν να κοιτάζονται για μερικές στιγμές στα μάτια, πριν του δώσει η Εύα το χέρι και πει «χάρηκα». «Παρομοίως» της απάντησε ο Θανάσης μετά το χειροφίλημα και τα κορίτσια της παρέας έβαλαν τα γέλια.
«Σωστός κύριος!» αναφώνησε η Βάσω, χτυπώντας τον στην πλάτη.
«Πως πας;» την ρώτησε ο Θανάσης.
«Εγώ μια χαρά είμαι. Εσύ;»
«Κι εγώ…»
«Σάκη, αυτά αλλού. Φαίνεσαι. Τι έγινε;»
«Χώρισα» απάντησε σκεφτικά εκείνος.
«Πότε πρόλαβες μωρέ να βρεις γυναίκα, πότε χώρισες;»
«Είδες;» της είπε γελώντας κι εκείνη έσκυψε προς το μέρος του. «Την έφαγες, μωρέ, με τα μάτια. Να στην φέρνω πιο συχνά» του ψιθύρισε.
«Όχι ρε!» έκανε ο Θανάσης.
«Σε τρώει κι αυτή με τα μάτια» συνέχισε η Βάσω.
«Όχι ρε!»
«Εγώ; Να βοηθήσω θέλω» του απάντησε η Βάσω κι ύστερα το μάτι του πραγματικά έπεσε στην Εύα. «Απίστευτη» συλλογίστηκε ο Θανάσης καθώς κοίταζε την λεπτεπίλεπτη Εύα με το όμορφο φουστάνι της και το περίτεχνο χτένισμα. Διασταυρώθηκαν τα βλέμματά τους για μία και μόνη στιγμή κι ύστερα, ο Θανάσης, προφασιζόμενος ότι τον φώναξε κάποιος, έφυγε. «Να μας ξανάρθεις!» του φώναξε η Βάσω.
Έφερε μια βόλτα στο μαγαζί κι αποφάσισε να ανάψει επιτέλους το πούρο που κρατούσε. Τράβηξε βαθιά τζούρα και κοίταξε την γυναικοπαρέα. Είχε βαρύνει το πρόγραμμα. Έπιασε μια λουλουδού. «Την καστανή την γυναικάρα, στην πίστα, την βλέπεις; Πνίξ’ την στο λουλούδι» της είπε ο Θανάσης πριν φύγει για την παρέα του.
«Μην μου πεις πως μ’ αγαπάς…» τραγουδούσε η Νίκη στον Τάσο με παραπονιάρικο ύφος κι εκείνος της χτυπούσε παλαμάκια. «Από τώρα τύφλα;» ρώτησε ο Θανάσης.
«Όχι ρε, είσαι τρελός;»
«Που την έχεις την Αγγέλα;» ρώτησε ο Θανάσης πιάνοντας το ποτήρι του.
«Να κοιμάται με τις κότες την έχω» του απάντησε ο Τάσος.
«Σούλη;» φώναξε η Νίκη μιμούμενη την βαριά προφορά του λάμδα της κοπέλας του Τάσου και τα παιδιά έβαλαν τα γέλια. «Βλαμμένη» της απάντησε ο Τάσος πριν γυρίσει προς τον Θανάση. «Ρε συ Σάκη, εκείνο εκεί το κορμί, σ’ έχει φάει με τα μάτια» έκανε ο Τάσος.
«Και; Φοβάσαι μην με ματιάσει;»
«Άντε ρε, κάνε κονέ!»
«Άσε με μωρέ Τάσο» απάντησε αγανακτισμένα ο Θανάσης.
Σηκώθηκε η Νίκη από το τραπέζι και είπε κάτι στην τραγουδίστρια. Της έγνεψε εκείνη και της έδωσε το μικρόφωνο για να τελειώσει το τραγούδι. «Η δικιά σου έχει φωνάρα» σχολίασε ο Θανάσης.
«Πρώτον δεν είναι δικιά μου, δεύτερον, διακόσιες φορές της είπα να πιάσει δουλειά εδώ, δεν θέλει. Βολεύεται στο μπαράκι, έτσι λέει» του απάντησε ο Τάσος.
Έκανε νόημα στην ορχήστρα η Νίκη και γύρισε προς το μέρος των φίλων της. «Σου είπε έτσι πρέπει, γεια χαρά, θέλει να φύγει…» ξεκίνησε να τραγουδάει η Νίκη κι ο Θανάσης έβαλε τα γέλια. «Είναι χαζή η γκόμενα».
«Γι αυτό την κάνουμε παρέα» του απάντησε ο Τάσος.
Μέσα στους καπνούς, τα λουλούδια και τον χαμό, η Νίκη πήγε προς το μέρος της Εύας, κάθισε δίπλα της και της ψιθύρισε κάτι στο αυτί. Πήρε την απάντησή της, τελείωσε το τραγούδι, και κοίταξε τον Θανάση.
«Θα κάνει μαλακία η δικιά σου» είπε χαμηλόφωνα ο Θανάσης κι ο Τάσος του έγνεψε καταφατικά.
Γύρισε όλος ο κόσμος προς την πίστα γιατί η μουσική είχε σταματήσει και η βαβούρα είχε αρχίσει να γίνεται ανυπόφορη. «Πάμε παιδιά!» φώναξε η Νίκη πριν αρχίσει να τραγουδάει το αγαπημένο του Θανάση. Γέλασε εκείνος, σηκώθηκε και πήγε στην πίστα να το χορέψει. Σηκώθηκαν και τα κορίτσια από το τραπέζι που ήταν πάνω στην πίστα για να του χτυπήσουν παλαμάκια.
«Άνθρωπο δεν έχω να με κλάψει…» τραγούδησε η Νίκη με μισόκλειστα μάτια προς την μεριά του Τάσο κι εκείνος της χαμογέλασε δειλά. «… ούτ’ ένα κεράκι να μ’ ανάψει…» σιγοψιθύρισε ο Τάσος κι ύστερα κατέβασε μονορούφι το ποτό του. Έβγαλε το κινητό απ’ το παντελόνι του κι άρχισε να το σκαλίζει. «Σ’ αγαπάω» έγραψε στην Αγγέλα και το έστειλε. Έπειτα έμεινε σιωπηλός να κοιτάζει την Νίκη, κρατώντας στο ένα χέρι το κινητό του και στο άλλο το άδειο του ποτήρι.
Μετά το ζεϊμπέκικο, η Νίκη επέστρεψε το μικρόφωνο στην τραγουδίστρια και γύρισε στο τραπέζι της, ενώ ο Θανάσης έπιασε κουβέντα με τα κορίτσια. Συγκεκριμένα έπιασε κουβέντα με την Εύα. Εκείνος της έλεγε για το μαγαζί κι εκείνη για την σχολή. Του πρότεινε να τα πούνε κάπου πιο ήρεμα. Δέχτηκε εκείνος. Πέρασε μια βόλτα απ’ το τραπέζι για να πάρει το σακάκι του και τράβηξε τον Τάσο παραδίπλα για να του μιλήσει.
«Θα φύγω. Το ‘χεις;» ρώτησε ανήσυχα.
«Γεννημένος για το μεγάλο κόλπο είμαι, φιλαράκι».
«Μη με βάλεις καμιά πενηνταριά εκατομμύρια μέσα».
«Παλαβός είσαι;»
«Υπ’ ευθύνη σου».
«Εννοείται».
«Σίγουρα το ‘χεις;»
«Ναι, ρε λέμε! Πάρε το κορμί και φύγε!» του είπε ο Τάσος καθώς ίσωνε την γραβάτα του. Τον είχε ήδη εκπαιδεύσει ο Θανάσης στα του μαγαζιού γιατί ήξερε πως δεν θα τα έβγαζε πέρα μόνος του, δουλεύοντας κάθε βράδυ και έχοντας όλο το βάρος πάνω του, μιας κι ο πατέρας του είχε αρχίσει να αποσύρεται από την δουλειά. Εκείνο ήταν το πρώτο βράδυ που ο Τάσος αναλάμβανε την θέση του υπευθύνου.
Ο Θανάσης πήρε αγκαζέ την Εύα, ενημέρωσε τον μετρ ότι άφηνε στο πόδι του τον Τάσο και έφυγε από το μαγαζί. Βγήκαν στο πάρκινγκ και πήγαν προς το αυτοκίνητό του. «Ελπίζω να μην είσαι κανένας απ’ αυτούς που τρέχουν του σκοτωμού» σχολίασε η Εύα όταν της άνοιξε την πόρτα του μαύρου σπορ αυτοκινήτου κι εκείνος κάγχασε. «Ούτε κατά διάνοια» της απάντησε κι ύστερα μπήκε κι εκείνος μέσα. Ξεκίνησε αργά, χωρίς να σηκώσει χαλίκια και σκόνη, βγήκε πάνω στην άδεια λεωφόρο και οδήγησε προς το κέντρο. «Ακούω προτάσεις» της είπε με σοβαρό ύφος.
«Δεν ξέρω… Δεν έχεις υπ’ όψιν κάτι ήρεμο;» του απάντησε η Εύα.
«Ήρεμο; Στις τέσσερις φεύγα; Μόνο τα στριπτιζάδικα είναι ήρεμα».
«Πάμε σ’ ένα τέτοιο» είπε γελώντας η Εύα.
«Ε… Δεν θα σε πάω σε στριπτιζάδικο…» μουρμούρισε ο Θανάσης.
«Ναι… Πρώτο ραντεβού σε στιπτιζάδικο, δε λέει» συνέχισε εκείνη τον συνειρμό του. Την κοίταξε για μια στιγμή ο Θανάσης κι έπειτα έβαλε τα γέλια. «Στο μυαλό μου είσαι» της απάντησε γελώντας.
«Να συνεχίσω την σκέψη σου;» τον ρώτησε με μυστήριο ύφος.
«Αν μπορείς».
«Και, γιατί όχι; Πρωτότυπο θα είναι για πρώτο ραντεβού. Αν κάτσει καλά, θα υπάρξει δεύτερο, αν δεν, δεν…»
«Να του πω να πάμε σπίτι μου ή θα με περάσει για εύκολη;» την ρώτησε ο Θανάσης.
«Να της πω να πάμε σπίτι μου, ή θα με περάσει για λιγούρη;» του απάντησε η Εύα.
«Τελικά, που πάμε;» ρώτησε γελώντας εκείνος.
«Σπίτι μου. Κι ας με περάσεις για εύκολη» του απάντησε η Εύα.
Ο Τάσος και η Νίκη έφυγαν από το μαγαζί κατά τις οχτώ. «Το ‘χει κλειστό» σχολίασε ο Τάσος που προσπαθούσε να βρει τον Θανάση στο κινητό.
«Τι τον θες;» ρώτησε η Νίκη.
«Να δω πως πήγε;»
«Καλά θα πήγε, αφού δεν γύρισε» τον διαβεβαίωσε εκείνη.
«Θα πάρουμε ταξί;»
«Ε, ναι. Επιβάλλεται. Θα πας στην Αγγέλα;»
«Ούτε με σφαίρες. Θα πάω να κοιμηθώ».
«Τασούλη; Δεν την ενοχλεί που βγαίνουμε μαζί;»
«Περισσότερο την ενοχλεί που βγαίνω μόνος, παρά μαζί σου. Θεωρεί πως αν είναι να κάνω λαδιά θα με μαζέψεις».
«Κι αν της κάνεις την λαδιά μαζί μου;» τον πείραξε εκείνη.
«Μπα… Δεν της περνάει απ’ το μυαλό» το συνέχισε εκείνος.
«Υποτιμάει τον ανταγωνισμό. Έτσι να της πεις».
«Καλά… Ας ήσουν όπως η τύπισσα που έφυγε με τον Σάκη και θα σου ‘λεγα εγώ αν θα μ’ άφηνε να βγαίνουμε» την τσίγκλησε ο Τάσος.
«Δηλαδή, με λες άσχημη!» του φώναξε η Νίκη.
«Λίγο».
«Αι στο διάολο, Τασούλη!»
«Γκομενάρα πάντως, δεν μπορείς να πεις» το συνέχισε ο Τάσος.
«Γκομενάρα είναι η δικιά σου. Αυτό να το δεχτώ. Το μινιόν που βρήκε ο Θανάσης… Έ, όχι και γκομενάρα ρε φίλε. Η δικιά σου έχει σωματάρα, Αυτή που βρήκε ο Σάκης… Την λες εντυπωσιακή…»
«Πες μου ότι ζηλεύεις;» την πείραξε καγχάζοντας ο Τάσος.
«Δεν ζηλεύω, Τάσο. Κάνω μια αντικειμενική σύγκριση. Δεν λέω, έτσι όπως τους έκοψα ταιριάζουν σ’ άλλα. Αλλά…»
«Αλλα τι;» την παρότρυνε να συνεχίσει την σκέψη της.
«Κάτι δεν μου κάθισε καλά πάνω της» του απάντησε καθώς έμπαιναν στο ταξί.
«Κάτι δεν σου ‘χε καθίσει καλά και στην Αγγέλα. Ας εμπιστευτούμε, λοιπόν, το ένστικτό σου» την πείραξε ο Τάσος κι ύστερα είπε την διεύθυνση στον ταξιτζή.
Είχε γυρίσει στο σπίτι του από τις έξι ο Θανάσης, αλλά ούτε ο τόπος τον χωρούσε, ούτε διάθεση για ύπνο είχε. Ήθελε να μιλήσει με κάποιον μα δεν ήξερε με ποιον. Ήταν σίγουρος πως ο κολλητός του ο Τάσος, δεν θα τον καταλάβαινε. Ο Βαγγέλης είχε αρχίσει να ξεκόβει από την παρέα ενώ γυρόφερνε από εδώ κι από εκεί με διάφορες κι ο Βασίλης υπηρετούσε την θητεία του. Αναστέναξε πριν πάρει στα χέρια του κλειδιά από σπίτι και αυτοκίνητο και βγει στο δρόμο.
Σαράντα λεπτά αργότερα σταμάτησε σε μια άκρη του δρόμου, σε μια ημιορεινή περιοχή και κάθισε στο αυτοκίνητο για να χαζέψει την κοιλάδα που βρισκόταν κάτω του, ενώ άρχισε να φωτίζεται σποραδικά, από τον πρωινό ήλιο. Είχε αραιή συννεφιά εκείνο το πρωί. Το φθινόπωρο είχε χτυπήσει την πόρτα προ πολλού, μα δεν είχαν πιάσει ακόμη οι βροχές. «Εφτά παρά δύο» μουρμούρισε ο Θανάσης κοιτάζοντας το κινητό του. Πήρε τηλέφωνο τον Βασίλη και περίμενε να το σηκώσει. Ήξερε πως τέτοια ώρα πάντοτε ήταν ξύπνιος.
«Έλα Σάκ’» φώναξε ο Βασίλης στο τηλέφωνο.
«Που ‘σαι, δόκιμε;»
«Τελείωσα υπηρεσία και γυρνάω σπίτι. Εσύ;»
«Στην γύρα. Πόσες μετράς ακόμα;»
«Δεν μετράω, Σάκη. Τελευταία υπηρεσία η σημερινή. Τριάντα του μηνός επιστρέφω μόνιμα. Τέλειωσε το βάσανο» απάντησε εκείνος καθώς περπατούσε το στρωμένο με χαλίκι στρατόπεδο.
«Καλός πολίτης, φευγάτε…»
«Τι τρέχει, Σάκη;»
«Τίποτα ρε φίλε, έτσι, να δω τι κάνεις σε πήρα».
«Πολύ ησυχία ακούω και ανησυχώ. Το ‘κλεισες νωρίς το σκυλάδικο απόψε;»
«Το άφησα στον Τάσο. Βγήκα με μια κοπέλα…» μουρμούρισε ο Θανάσης αναστενάζοντας.
«Και; Ήττα;»
«Που ξέρω ρε φίλε… Μπερδεμένος είμαι».
«Παλιέ, καλέ μου φίλε κι αδερφέ, εγώ σου το έχω ξαναπεί. Μην σκέφτεσαι. Πράξε. Εγώ την πάτησα μία φορά και δεν την ξαναπατάω. Ούτε δεύτερες σκέψεις, ούτε τρίτες. Καλό;»
«Απίστευτο πλάσμα, Μπιλ. Δεν μπορείς να φανταστείς».
«Όρμα. Τηλέφωνα και τα σχετικά πήρες;»
«Μου ‘πε να ξαναβγούμε».
«Τότε; Πού το πρόβλημα;»
«Η δουλειά που κάνω, οι υποχρεώσεις μου, λες και δεν ξέρεις ρε φίλε… Πόσο θ’ αντέξει νομίζεις; Η τελευταία σχέση κράτησε δύο βδομάδες…»
«Λες μαλακίες και το ξέρεις. Δοκίμασέ το. Τέλος»
Η απόφαση να συνεχίσουν μαζί ο Θανάσης και η Εύα, πάρθηκε μετά από ένα μήνα, αρκετά ραντεβού και πολλές συζητήσεις. Είχε ήδη επιστρέψει ο Βασίλης τότε και είχε μπει σε μια διαδικασία αναζήτησης σπιτιού για να φύγει από το πατρικό του. Ο Τάσος συνέχιζε σταθερά με την Αγγέλα, ο Βαγγέλης γυρνούσε από ‘δω κι από κει και η Νίκη δεν ήθελε τίποτα σταθερό. Συχνά – πυκνά μαζευόντουσαν στο καπιταλιστικό, για καφέ και κουβέντα, πάντοτε σκόρπιοι, πάντοτε έλειπε κάποιος.
Μέχρι να μπει ο Νοέμβρης, ο Βασίλης είχε νοικιάσει σπίτι, είχε βρει δουλειά, είχε αγοράσει μηχανή κι είχε βρει κοπέλα. Είχαν πει όλοι τότε πως το έκανε για να μπει στο μάτι της Μελίνας κι είχαν δίκιο, μόνο που κανείς δεν τολμούσε να το πει μπροστά του.
Συχνοί ήταν οι μικροί πανικοί στην ζωή τους, μα δεν είχαν τον πολύτιμο χρόνο πλέον για να ασχοληθούν, σαν παρέα, σαν σύνολο, με τα προβλήματα των άλλων. Ο καθένας είχε τα δικά του και αυτό φαινόταν στην καθημερινότητά τους. Είχαν φτάσει τα Χριστούγεννα κι όλοι περίμεναν την αλλαγή της χιλιετίας σαν κάποιο κοσμοϊστορικό γεγονός. Μόνο ο Βασίλης δεν έδινε σημασία σ’ αυτά. Ήταν εκείνες οι μέρες που όλα πήγαν στραβά. Πρώτα με το μήνυμα της Έλενας στον Βασίλη που δημιούργησε έναν τεράστιο καυγά μεταξύ εκείνου και της Χριστίνας, της κοπέλας του. Ύστερα με τον χωρισμό του Τάσου. Μετά με την απομάκρυνση της Νίκης για ένα μικρό χρονικό διάστημα. Δύο μέρες πριν την αλλαγή του χρόνου, τα πάντα ήταν ένα απέραντο χάος. Εκεί πήρε την απόφαση ο Βασίλης να τα πάει όλα μπροστά. Εκεί έστησε το ρεβεγιόν. Μόνο ο Θανάσης έλειπε που έπρεπε να κρατήσει το μαγαζί.
«Χρόνια πολλά» είπε η Εύα στον Θανάση, λίγο μετά τις δύο, όταν είχε φύγει πια από το σπίτι του Βασίλη και το ρεβεγιόν, για να πάει να τον συναντήσει.
«Πως περάσατε, μωρό μου;» την ρώτησε γλυκά.
«Τέλεια» είπε ειρωνικά η Εύα. «Ο Βασίλης μάλωσε με την Χριστίνα και σηκώθηκε κι έφυγε από το σπίτι. Ο Τάσος έφυγε με μια φίλη της Χριστίνας. Μείναμε εγώ, η Νίκη και η Χριστίνα, δεν άντεξα την γκρίνια τους κι έφυγα».
«Τι έγινε πάλι ρε γαμώτο;» αναφώνησε ο Θανάσης.
«Έχουν μπλέξει τα μπούτια τους οι φίλοι σου. Αυτό έγινε».
«Να τ’ αφήσω στον πατέρα μου και να φύγουμε;» την ρώτησε κοφτά εκείνος.
«Μην τον βάλεις τον άνθρωπο, χρονιάρα μέρα, να τρέχει» του απάντησε η Εύα.
«Εδώ είναι. Τρέχει ούτως ή άλλως. Θέλεις;»
«Θέλω».
«Πάμε».
Έφυγαν μαζί και πήγαν σπίτι της. Εκείνο το διάστημα, ο Θανάσης, άλλες μέρες έμενε στο σπίτι του κι άλλες στης Εύας. Κανόνιζε το που θα κοιμηθεί βάσει του κοινού προγράμματος. Αν η Εύα είχε σχολή το πρωί, πήγαινε σπίτι του, αν όχι, πήγαινε σ’ εκείνη. Μπήκαν στο μικρό φοιτητόσπιτο κι έπιασαν το κρεβάτι. Ξάπλωσε με τα ρούχα ο Θανάσης κι άναψε πούρο. «Βρωμάει αυτό το πράγμα!» τον μάλωσε η Εύα.
«Βράζει το κεφάλι μου απόψε, θα πάω έξω» της είπε κι εκεί που έκανε να σηκωθεί, τον ξάπλωσε πάλι στο κρεβάτι. «Κάθισε. Πες μου τι σε βασανίζει. Είναι καιρός τώρα που είσαι έτσι» του απάντησε.
«Δεν είναι κάτι συγκεκριμένο…» της είπε για να αποφύγει την συζήτηση.
«Είναι που δεν κάνουμε σεξ» του είπε με βεβαιότητα η Εύα.
«Μόνο αυτό δεν είναι ρε κορίτσι μου» της γκρίνιαξε ο Θανάσης.
«Αυτό είναι. Το ξέρω. Το νιώθω…»
«Ευάκι μου… Εγώ θα σε περιμένω όσο θέλεις. Δεν έχω πρόβλημα» την διέκοψε.
«Ένα χρόνο;» ρώτησε εκείνη κοφτά.
«Δύο. Τρία. Πέντε. Όσα» της απάντησε σκεφτικά.
«Μέχρι τότε; Τι; Τι θα κάνεις; Θα ‘σαι εδώ, περιμένοντας εμένα;»
«Ναι. Τόσο απίστευτο σου φαίνεται;»
Αναστέναξε η Εύα και κάθισε δίπλα του. «Είναι η μέρα σήμερα, φαίνεται…» μονολόγησε πριν γυρίσει και τον κοιτάξει θλιμμένα. «Ρε συ Θανάση… Πραγματικά, είσαι το καλύτερο παιδί. Το καλύτερο. Δεν σου αξίζει αυτή η κατάσταση. Αν θέλεις…»
«Δεν φεύγω. Θα μείνω εδώ. Μην το αναφέρεις ξανά. Μην το ξανασκεφτείς καν» την διέκοψε εκείνος.
Έβαλε τα κλάματα η Εύα. Πετάχτηκε όρθιος ο Θανάσης. Έτρεξε στην κουζίνα, πέταξε το πούρο στον νεροχύτη, γύρισε στο κρεβάτι και την πήρε αγκαλιά. «Κοριτσάκι μου; Τι έγινε; Τι έχεις;» την ρώτησε γλυκά κι εκείνη έσκυψε το κεφάλι της για να μην τον βλέπει. «Ομορφιά μου;» συνέχισε ο Θανάσης που σπάραζε η καρδιά του από ‘κείνο το θέαμα. «Δεν μπορώ» τραύλισε η Εύα.
«Τι είναι αυτό που δεν μπορείς, κορίτσι μου; Να το συζητήσουμε. Θα βρούμε λύση» της ψιθύρισε κι ύστερα γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια. Σκούπισε τα δάκρυά της ο Θανάσης, της έπιασε τα χέρια και τα φίλησε.
«Θανάση…» έκανε η Εύα κι άρχισε να παίρνει βαθιές ανάσες, χωρίς όμως να συνεχίσει την σκέψη της.
«Πόσο άσχημο μπορεί να είναι;» την ρώτησε γαλήνια.
«Πάρα πολύ» μουρμούρισε εκείνη μέσα στους λυγμούς της.
«Πες το με δικά σου λόγια».
«Δεν…»
«Δεν θέλεις να το μοιραστείς;»
«Όχι… Δεν είναι αυτό… Δεν ξέρω…»
«Δεν ξέρεις πως θα αντιδράσω;» την ρώτησε κι εκείνη του έγνεψε καταφατικά. Χαμογέλασε ο Θανάσης. «Τα ‘χω δει να συμβαίνουν. Η πρώην του φευγάτου, του το ‘παιζε παρθένα και πήγαινε με άλλον…» της είπε κι εκείνη έκλεισε σφιχτά τα μάτια της.
«Αυτό πιστεύεις πως είναι;» του φώναξε νευριασμένα.
«Αν δεν είναι πολύ άσχημο το κέρατο, τότε τι είναι;» σάστισε ο Θανάσης.
«Αυτό πιστεύεις για μένα;» συνέχισε εκείνη.
«Δεν πιστεύω κάτι. Δεν μπορώ να καταλάβω τι προσπαθείς να μου πεις…»
«Θεωρείς ότι σε απάτησα, δηλαδή;»
«Όχι… Ναι… Δεν ξέρω ρε Εύα…»
«Εντάξει. Φύγε» του είπε κοφτά κι ύστερα τον κοίταξε στα μάτια. «Φύγε!» ούρλιαξε.
«Δεκτό» ψιθύρισε ο Θανάσης. Σηκώθηκε και πήρε τα πράγματά του. Την κοίταξε κρατώντας το χερούλι της πόρτας. Περίμενε να του ρίξει ένα βλέμμα. «Καλή χρόνια, Εύα» της είπε μελαγχολικά όταν διασταυρώθηκαν τα βλέμματά τους κι έπειτα άνοιξε την πόρτα.
«Τι κάνω, η ηλίθια;» φώναξε η Εύα στον εαυτό της όταν συνειδητοποίησε πως η πόρτα του σπιτιού έκλεισε. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και έτρεξε πίσω από τον Θανάση. Κατέβηκε τις σκάλες. Λίγο έλειψε να τσακιστεί μέσα στην βιασύνη της. Τον πρόλαβε στην είσοδο της πολυκατοικίας. «Συγγνώμη. Χίλια συγγνώμη» απολογήθηκε.
«Θα μου πεις;» ρώτησε με βιαστικό τόνο κι εκείνη του έγνεψε. Μόνο τότε κατάλαβε πως δεν είχε πάρει κλειδιά μαζί της.
«Πες μου ότι έχεις κλειδιά…» του είπε φοβισμένα.
«Τα άφησα πάνω. Υπέθεσα ότι δεν θα ήθελες να ξαναγυρίσω» της απάντησε με πονεμένο ύφος.
«Τώρα;»
«Πάμε σ’ εμένα;»
«Πάμε».
Δεν μίλησαν καθόλου στην διαδρομή, μόνο αντάλλαζαν κλεφτές ματιές που και πού. Πάρκαρε ο Θανάσης το αυτοκίνητο δυο στενά πιο κάτω απ’ το σπίτι γιατί δεν έβρισκε χώρο και το έκοψαν με τα πόδια για το καπιταλιστικό. «Είναι λίγο αχούρι. Να ξέρεις» της είπε παγερά μα εκείνη δεν μίλησε. Μπήκαν στο σπίτι και η Εύα το κοίταζε παράξενα. «Δεν πνίγεσαι εδώ μέσα; Πολύ βαρύ είναι» σχολίασε για την διαρρύθμιση και τα έπιπλα.
«Ναι. Πνίγομαι» δήλωσε ο Θανάσης που ‘χε πάει στην κουζίνα για να βάλει κάτι να πιεί. «Ποτό;» την ρώτησε μα εκείνη έγνεψε αρνητικά. Κάθισε μόνη της στον καναπέ και τον περίμενε. Έπιασε ο Θανάσης την πολυθρόνα του και την κοίταξε στα μάτια. «Είμαστε εντάξει;» την ρώτησε.
«Εντάξει;» απόρησε εκείνη.
«Εννοώ… Μου κρατάς κακία; Θεωρείς πως σε προσέβαλλα εσκεμμένα;»
«Όχι… Όχι… Το ίδιο θα πίστευα κι εγώ αν μου έκανες εισαγωγή… Θεέ μου! Δεν ξέρω από πού να το πιάσω…»
«Ή από την αρχή, ή από το δυσκολότερο σημείο. Απ’ όπου σε βολεύει».
Όσες ανάσες κι αν έπαιρνε η Εύα, όσο κι αν προσπαθούσε να ηρεμήσει και να τιθασεύσει το μυαλό της, να βάλει σε μια σειρά αυτά που είχε να πει και να δεχτεί τις συνέπειες, τόσο δεν το κατάφερνε. «Ο λόγος που…» άρχισε μα δεν της άρεσε εκείνη η εισαγωγή. «Παλιά…» έκανε μα ούτε αυτό της άρεσε. «Τόσο καιρό…» ξεκίνησε να λέει μα ούτε εκείνο ακούστηκε εύηχο. Την κοίταζε με απορία ο Θανάσης, μα δεν μιλούσε. Δεν ήθελε να την διακόψει ούτε και να βγάλει κάποιο άλλο αυθαίρετο συμπέρασμα.
«Βόηθα με λίγο!» του είπε με παράπονο.
«Δεν ξέρω καν τι θέλεις να μου πεις, ούτε και πάει το μυαλό μου» της απάντησε εκείνος.
«Έχεις δίκιο… Συγγνώμη…»
«Αν ξεκινήσω να μαντεύω, θα θιχτείς πάλι και θα μαλώσουμε πάλι. Εδώ είμαι για να σε ακούσω, όσο χρόνο κι αν σου πάρει».
«Αν μπορούσες να μαντέψεις, τι θα έλεγες;» τον ρώτησε μελαγχολικά.
«Ότι έχεις AIDS» της απάντησε εκείνος κοφτά.
«Ευτυχώς όχι!» αναφώνησε η Εύα.
«Να σου βάλω ένα ουίσκι, να χαλαρώσει το κεφάλι σου, να το συζητήσουμε σαν άνθρωποι;» την ρώτησε ήρεμα και χωρίς να περιμένει απάντηση , πήγε και της γέμισε ένα ποτήρι. Της το έφερε, μαζί με το μπουκάλι, και κάθισε δίπλα της. Το κατέβασε μονορούφι η Εύα κι άρχισε να βήχει από το κάψιμο. «Είναι σοβαρά τα πράγματα» αστειεύτηκε ο Θανάσης καθώς την αγκάλιαζε.
«Θέλω να μου υποσχεθείς ότι δεν θα αντιδράσεις άσχημα» είπε μέσα στην βήχα της κι ο Θανάσης έβαλε τα γέλια. «Με ξέρεις για άτομο που αντιδρά έτσι; Τόση ώρα μου έβγαζες την ψυχή, μου φώναξες, με έδιωξες, με στεναχώρησες, αλλά παραμένω ο ίδιος όπως πάντα. Πες μου, βρε κοριτσάκι μου, τι σε βασανίζει…»
«Το υπόσχεσαι;»
«Αρκεί ένα ναι;»
«Αρκεί».
«Ναι. Έχεις το λόγο μου. Ό,τι κι αν μου πεις, όσο άσχημο κι αν είναι, δεν θα αντιδράσω άσχημα».
«Ωραία… Λοιπόν… Ο λόγος που…» άρχισε η Εύα κι ύστερα έκλεισε τα μάτια της. «Γαμησέ την, την εισαγωγή» είπε στον εαυτό της πριν ανοίξει τα μάτια και κοιτάξει τον Θανάση. «Μ’ αρέσουν οι γυναίκες» είπε αναστενάζοντας και περίμενε την αντίδρασή του.
«Κι εμένα οι άντρες» της απάντησε εκείνος ανέκφραστα.
«Θανάση, δεν κάνω πλάκα…» άρχισε να λέει η Εύα, μα της έπιασε το χέρι και της χαμογέλασε, κάνοντάς της νόημα να σωπάσει. «Ούτε εγώ κάνω πλάκα. Το αστείο είναι πως χρησιμοποιούμε, τόσο καιρό, ο ένας τον άλλο κι αυτό μας τσακίζει».
«Δεν το πιστεύω…» είπε η Εύα και τον αγκάλιασε σφιχτά.
«Το πιστεύω εγώ νομίζεις;» της ψιθύρισε κι ύστερα την σήκωσε όρθια. «Να σε πάω σπίτι σου, να φωνάξουμε κλειδαρά;» την ρώτησε κι εκείνη, βούρκωσε κι άρχισε να γνέφει αρνητικά. «Τότε;» συνέχισε απορημένα ο Θανάσης.
«Δεν θέλω… Αυτό είναι δυσκολότερο…»
«Μπορείς» την ενθάρρυνε.
«Δεν θέλω να σε χάσω. Δεν μπορώ να στο εξηγήσω. Δεν καταλαβαίνω τι γίνεται. Δεν ξέρω τι θέλω αυτό το διάστημα…»
«Τώρα; Τι θέλεις τώρα;»
«Να ξαπλώσουμε. Να συζητήσουμε. Εσύ τι θέλεις;» τον ρώτησε με παράπονο.
«Θέλω να πάρω το αυτοκίνητο και να φύγω. Να πάω κάπου που δεν με ξέρουν. Υπάρχουν στιγμές που θέλω να μπω στ’ αμάξι και να φουντάρω σε κάποια χαράδρα, να ηρεμήσω, να ξεμπερδεύω…»
«Μη λες τέτοια, σε παρακαλώ…» τραύλισε η Εύα και γαντζώθηκε πάνω του.
«Ξέρεις πώς είναι αυτό το βάσανο. Να μην μπορείς να μιλήσεις σε κανέναν. Να μην μπορείς να συζητήσεις με κανέναν. Να ξέρεις, να είσαι σίγουρος, πως θα σε δικάσουν και θα σε καταδικάσουν οι φίλοι σου, οι γνωστοί σου, η πουτάνα η κοινωνία, γιατί μέσα στην γαμωάρνησή της, φοβάται και επιτίθεται, σαν αγρίμι. Σιχάθηκα την ζωή μου απ’ τα είκοσι ένα μου» κατέληξε ο Θανάσης κι ύστερα την έπιασε από την μέση και πήγαν μαζί στο δωμάτιό του. Ξάπλωσαν και κοιτάχτηκαν μέσα στο σκοτάδι.
«Σ’ ευχαριστώ» ψιθύρισε ο Θανάσης.
«Γιατί;»
«Που μου ανοίχτηκες. Σημαίνει πολλά για μένα. Μου έφυγε και το βάρος. Εγώ δεν θα μπορούσα να πω πως κρατάω την παρθενιά μου για τον γάμο ή πως θέλω πρώτα να σιγουρευτώ ή να νιώσω έτοιμος. Πρέπει να ακολουθήσω το μονοπάτι των άλλων» της απάντησε μελαγχολικά.
«Εσύ μπορεί να ηρέμησες, εγώ πάλι…» μουρμούρισε η Εύα.
«Γιατί, βρε κούκλα μου;»
«Δεν θέλω… Πώς να το πω ρε παιδί μου; Να χωρίσουμε; Αυτό. Δεν μπορώ να το εξηγήσω ούτε σ’ εμένα. Δεν με ελκύεις αλλά… Ο τρόπος σου… Η συμπεριφορά σου… Δεν μπορώ να το προσδιορίσω, καλέ μου. Υπάρχουν στιγμές που πραγματικά μου λείπει το σεξ. Υπάρχουν στιγμές που πραγματικά μου λείπεις εσύ. Ούτε οι τρόποι, ούτε οι συμπεριφορές, ούτε τα λόγια. Η αύρα σου; Η παρουσία σου; Δεν το καταλαβαίνω. Σε έβλεπα τον τελευταίο καιρό. Είχες πάρει μια κατηφόρα που όσο κι αν ήθελες να την κρύψεις από εμένα, δεν το κατάφερνες. Σκεφτόμουν, πριν έρθω στο μαγαζί, ειλικρινά σου μιλάω κι ανοιχτά και πάρ’ το όπως θες, να σου κάτσω. Ορίστε, το είπα. Δεν μπορούσα να σε βλέπω άλλο έτσι. Δεν ήξερα τι φταίει και δεν είσαι, ανάθεμά σε, άνθρωπος που μιλάει. Ούτε που δείχνεις τι έχεις μέσα σου, πόσο μάλλον να τα βγάλεις. Ζορίστηκα, αλήθεια σου λέω, μα δεν έβλεπα άλλη λύση. Μετά σ’ είδα στο σπίτι και το αποφάσισα. Το πίστεψα και με άδειασες. Σκέφτηκα πως θα το λύναμε έτσι το πρόβλημα. Αλήθεια, δεν μ’ ένοιαζε. Μου πέταξες μετά αυτό περί αναμονής και με νευρίασες. Εγώ σου έλεγα να κάνουμε σεξ κι εσύ πως θα περιμένεις. Γύρισαν οι αμφιβολίες να με στοιχειώσουν. Εκεί που ‘χα πάρει την απόφαση, άκουσα τον εαυτό μου να ρωτάει «τι κάνεις, Εύα;» και κώλωσα. Σκατά τα έκανα. Δεν έπρεπε καν να το συζητήσω. Έπρεπε να το αφήσω έτσι. Αν ήξερα ότι δεν μιλάς ποτέ…» κατέληξε η Εύα πριν σωπάσει. Της χάιδεψε το πρόσωπο ο Θανάσης. Της χαμογέλασε. Έκλεισε τα μάτια του. Αναστέναξε.
«Αν με ήξερες, τώρα, θα είχαμε κάνει ένα σεξ που δεν θ’ άρεσε σε κανέναν από τους δύο και θα έπρεπε, με το ζόρι, να το παίξουμε χαρούμενοι, ευτυχισμένοι και ερωτευμένοι. Κι αυτό, για εμένα, είναι πολύ πιο επώδυνο από αυτή την συζήτηση» της απάντησε με ήρεμο τόνο.
«Να σε πάρω μια αγκαλιά; Θέλεις; Σε πειράζει;» τον ρώτησε φοβισμένα.
«Θέλω».
«Αλήθεια ή απλώς μου κάνεις το χατίρι;»
«Αλήθεια».
«Ξέρεις τι με πονάει περισσότερο; Αυτό που δεν ξέρω τι θα γίνει τώρα. Καλά τα είπαμε. Καλά μιλήσαμε. Καλά ανοίξαμε τα χαρτιά μας. Τώρα τι γίνεται; Τι θα κάνουμε; Θα συνεχίσουμε το θέατρο, σαν να μη συμβαίνει τίποτα;»
«Εύα μου; Δεν έχω εναλλακτικές. Είσαι το πρώτο άτομο που το μαθαίνει κι αυτό γιατί σ’ εμπιστεύομαι απόλυτα…»
«Γιατί;» ρώτησε με απόγνωση στην φωνή της.
«Γιατί αυτό με έμαθαν. Τον χαρακτήρα μου, τον έχτισαν άλλοι για εμένα. Τα πρέπει μου είναι δυσβάσταχτα. Ακόμη κι αν μπορώ να κάνω οτιδήποτε θέλω, υπάρχουν κάποια πρέπει που δεν μπορώ να αποφύγω. Ούτε εγώ θέλω να χωρίσουμε. Να βρούμε λύσεις θέλω».
«Δεν ξέρω… Σαν εφιάλτης μου φαίνεται όλο αυτό. Θα ξυπνήσουμε αύριο με ένα κεφάλι καζάνι και θα συζητάμε πως το είδαμε στον ύπνο μας» μουρμούρισε η Εύα.
«Το ότι είσαι το κορίτσι μου, δεν αλλάζει. Εκτός… Αν θέλεις να το αφήσουμε εδώ. Αν θέλεις να κοιμηθούμε, να σε πάω το πρωί στο σπίτι σου και να μην ξαναβρεθούμε».
«Όχι» του έκανε με παράπονο.
«Άρα; Συνεχίζουμε μαζί;»
«Ναι».
«Για πόσο, Εύα;»
«Για όσο».
Γέλασαν κι έκλαψαν εκείνο το βράδυ, ενώ μοιραζόντουσαν τις αναμνήσεις και τα βιώματά τους. Είχε αστειευτεί η Εύα πως θα πήγαινε για να του κάνει γενική στο αχούρι κι είχε πει πως περισσότερο ακατάστατος άντρας δεν ήταν δυνατό να γίνει. Πάνω στην πλάκα της πρότεινε ο Θανάσης να συγκατοικήσουν. «Φέρε πράγματα αύριο σε μένα και κράτα αυτό όπως το είχες. Για να χαλαρώνεις, να ηρεμείς, να δέχεσαι τους φίλους σου. Όπως έκανες τόσα χρόνια» του ‘χε πει εκείνη. Της φίλησε το χέρι ο Θανάσης. «Απίστευτη είσαι».
Σηκώθηκαν κατά τις έξι από το κρεβάτι, λίγο πριν χαράξει, για να φτιάξουν καφέ, να ξενυστάξουν, να συνεχίσουν εκείνη την τεράστια συζήτηση που όσο πήγαινε γινόταν πιο ήρεμη κι ανάλαφρη. Έφευγαν τα βάρη από πάνω τους. Στις έξι και μισή χτύπησε το κουδούνι.
«Περιμένεις κανέναν;» ρώτησε ανήσυχα η Εύα.
«Όχι» είπε ο Θανάσης αδιάφορα.
«Μπορεί να έγινε κάτι» συνέχισε η Εύα όταν ξαναχτύπησε το κουδούνι. «Σήκω» του είπε κι εκείνος σηκώθηκε και στάθηκε μπροστά από την ανοιχτή και ακατάστατη ντουλάπα. «Θα πας, καλέ μου;»
«Ψάχνω κάτι να βάλω» της είπε.
«Πάω να δω ποιος είναι. Βρες κάτι και για μένα. Μην με δουν με το φόρεμα» του απάντησε εκείνη πηγαίνοντας προς το θυροτηλέφωνο.
«Βασίλη; Εσύ είσαι; Ναι. Έλα πάνω» είπε η Εύα στο θυροτηλέφωνο. Γύρισε βιαστικά στην κρεβατοκάμαρα. «Χάλια είναι ο καημένος. Κλαίει» σχολίασε ταραγμένα κι ύστερα έβγαλε το φόρεμά της.
«Εδώ θα αλλάξεις;» έκανε με έκπληξη ο Θανάσης.
«Σοβαρέψου. Με έχεις δει αρκετές φορές γυμνή».
«Ναι… Αλλά…»
«Αλλά, ντύσου γιατί θα γίνουμε ρεζίλι» του είπε κι άρχισε να του ξεκουμπώνει το πουκάμισο για να αλλάξει μια ώρα αρχύτερα.
«Ρε…Ωωω ρε… Συγγνώμη ρε…» είπε ο Βασίλης κλαίγοντας ενώ στεκόταν στην είσοδο της πόρτας κι έκανε να φύγει. «Έλα ‘δω ρε τεθλιμμένε συγγενή, πού θα πας σε τέτοιο χάλι; Μπες μέσα. Ευάκι, φτιάξ’ του, μάτια μου, έναν καφέ σκέτο» είπε ο Θανάσης και της έδειξε τα ντουλάπια που είχε τα πράγματα. Έπιασε την θέση του ο Βασίλης, άναψε τσιγάρο, ρούφηξε την μύτη του κι έπειτα έπιασε το κεφάλι του.
«Τι χάλια είναι αυτά βρε τριμάλακα;» ρώτησε ο Θανάσης ήρεμα. Δεν απάντησε ο Βασίλης. «Με τι είσαι; Από πού ήρθες; Τι έγινε;» συνέχισε τις ερωτήσεις μα ο Βασίλης δεν ήταν διατεθειμένος να απαντήσει. Μόνο έκλαιγε αναστενάζοντας μέχρι που ήρθε ο καφές και τον ήπιε μονορούφι. Έφερε η Εύα τους καφέδες τους από το υπνοδωμάτιο, κάθισε τον καναπέ και κοίταξε τον Βασίλη. «Φευγάτε; Τι συνέβη;» τον ρώτησε ήρεμα κι εκείνος την κοίταξε για μια στιγμή κι ύστερα κάγχασε.
«Φευγάτος είναι αυτός που φεύγει. Εγώ δεν έχω φύγει ακόμη. Έπρεπε να φύγω, αλλά, κοίτα να δεις πόσο μαλάκας μπορεί να είμαι, έμεινα εδώ» μονολόγησε στο πουθενά λες κι ήταν μόνος του στο δωμάτιο κι ύστερα έκλεισε τα μάτια του, έγειρε στην πολυθρόνα και το τσιγάρο του έφυγε από τα δάχτυλα κι έπεσε στο πάτωμα.
«Ηλίθιο παιδί!» μουρμούρισε αναθεματίζοντας η Εύα. Μάζεψε το τσιγάρο και σήκωσε τον Θανάση για να τον πάνε μέχρι το μπάνιο. «Αν σου πω να τον πετάξουμε γυμνό μέσα στην μπανιέρα για να πάθει σοκ μόλις ξυπνήσει και να μην ξαναπιεί, τι θα μου πεις;» ρώτησε η Εύα ενώ προσπαθούσε να κάνει τον Βασίλη να ξεράσει.
«Θα σου πω να τον πάμε στο νοσοκομείο» της απάντησε ανήσυχα ο Θανάσης.
«Δεν θα του κάνουν τίποτα» μονολόγησε εκείνη.
Αφού έκανε εμετό και τον συνέφεραν όσο μπόρεσαν, τον έβαλαν για ύπνο στον καναπέ και γύρισαν στο κρεβάτι. «Βρωμάω εμετό. Bacardi πρέπει να ‘πινε» σχολίασε η Εύα. Την κοίταξε ο Θανάσης με αηδία. Σηκώθηκε από το κρεβάτι. «Πάω να κάνω μπάνιο. Μου μύρισε κι εμένα τώρα» της είπε όταν αντίκρισε το απορημένο βλέμμα της. «Περίμενε. Έρχομαι» του απάντησε πριν σηκωθεί βιαστικά από το κρεβάτι.
«Το πρώτο μας μπάνιο» σχολίασε σαστισμένα ο Θανάσης που ‘χε αφήσει το νερό να τρέχει.
«Αμηχανία;» ρώτησε η Εύα.
«Όσο να ‘ναι…»
«Θέλεις… Θέλεις να σ’ αφήσω και να έρθω μετά να κάνω μπάνιο;»
«Δεν έχω θέμα. Απλά, πρώτη φορά νιώθω τόσο ελεύθερος. Ακόμη κι αν έχω τον Βασίλη να ροχαλίζει στο σαλόνι» της απάντησε βγάζοντας τα ρούχα του. «Θα προσαρμοστούμε, που θα πάει» του είπε χαρούμενα η Εύα καθώς γδυνόταν.
«Το βρήκα!» αναφώνησε η Εύα κάποια στιγμή, ενώ ο Θανάσης της έπλενε την πλάτη. «Στοργή. Αυτό είναι. Αυτό υπάρχει σε μας. Αυτό δεν θέλω να χάσω. Με περιποιείσαι, σε περιποιούμαι, και αρέσει και στους δύο. Στοργή… Υπέροχη λέξη…»
Κάγχασε ο Θανάσης και η Εύα γύρισε και τον κοίταξε. Διέκρινε μια πρωτοφανή χαρμολύπη στο πρόσωπό του. Συνειδητοποίησε από πού πήγαζε όταν κοίταξε τα μάτια του. Σηκώθηκε στις μύτες τον ποδιών και τον φίλησε απαλά στα χείλη. «Καλύτερα τώρα;» τον ρώτησε χαμογελαστά κι εκείνος απλώς έκλεισε τα μάτια του. «Απόψε μου έδωσες δύναμη για να συνεχίσω να ελπίζω» της απάντησε με απόκοσμο ύφος ο Θανάσης πριν ανοίξει τα μάτια του και την φιλήσει κανονικά.
«Αυτό, πραγματικά, το είχα ανάγκη» του είπε η Εύα μετά το φιλί. Ξεπλύθηκαν και βγήκαν απ’ το μπάνιο. Άδειος ήταν ο καναπές. «Πλάκα κάνεις; Που πήγε;» ρώτησε η Εύα κοιτάζοντας γύρω – γύρω.
«Τον μαλάκα, έφυγε, ρε!» έκανε ο Θανάσης. Άρχισε να ψάχνει για το κινητό του. Το βρήκε μέσα στο παντελόνι που ήταν πεταμένο στην κρεβατοκάμαρα. Πήρε τηλέφωνο τον Βασίλη και το άφησε να χτυπήσει. Τίποτα. Καμία απάντηση. Προσπάθησε ξανά και ξανά, μα δεν απάντησε κανείς. «Τώρα;» έκανε ο Θανάσης με αγωνία κοιτάζοντας το κινητό που χτυπούσε και την Εύα που ‘χε καθίσει δίπλα του, οκλαδόν. «Θα πάρω την Χριστίνα…»
«Δεν νομίζεις πως, αν ανησυχούσε, θα μας είχε πάρει τηλέφωνο τόσες ώρες;» τον έκοψε η Εύα και πήρε το κινητό από τα χέρια του. «Δεν θα πάθει τίποτα. Μεγάλο παιδί είναι. Αφού κατάφερε κι έφυγε χωρίς να τον καταλάβουμε, θα καταφέρει να φτάσει εκεί που θέλει να φτάσει» κατέληξε πριν αφήσει το κινητό στο κομοδίνο και ξαπλώσει.
«Δεν ντύνεσαι, λέω εγώ, γιατί θα μου κρυώσεις;»
«Λες;»
«Λέω».
Ντύθηκαν, ξάπλωσαν, αγκαλιάστηκαν και κοιμήθηκαν, όπως κάθε άλλο βράδυ. Σαν να μην είχε αλλάξει τίποτα μεταξύ τους. Σαν να μην συζήτησαν ποτέ. Σαν να μην άνοιξαν ποτέ τις καρδιές τους. Του ‘χε πει η Εύα εκείνο το βράδυ πως ο μόνος λόγος που επέλεξε να μην κάνει γιορτές με την οικογένειά της, ήταν εκείνος. Πως δεν ήθελε ούτε να τον αφήσει μόνο, ούτε να μείνει κι εκείνη μόνη, με κόσμο που δεν γούσταρε και με απόψεις που δεν ανεχόταν. Της είχε πει κι ο Θανάσης πως την δική του ιστορία θα την άκουγε κάποια άλλη μέρα, μιας κι ήδη είχαν πονέσει πολύ εκείνο το βράδυ. Πως δεν είχε νόημα να σκαλίσουν κι άλλες επώδυνες αναμνήσεις.
«Καλέ μου;» έκανε νυσταγμένα η Εύα το απόγευμα μόλις ξύπνησε κι ο Θανάσης απάντησε μ’ ένα μακρόσυρτο «μμμ».
«Μ’ αυτό το πράγμα, δεν μπορείς να κάνεις κάτι; Κάθε που ξυπνάς, έτσι είναι» τον πείραξε κι εκείνος, μέσα στον ύπνο του, δεν κατάλαβε τι εννοούσε. «Δεν έκανα τίποτα» της απάντησε κι έπειτα την έσφιξε στην αγκαλιά του. Γύρισε πλευρό η Εύα και του φίλησε την μύτη. «Απίστευτε τύπε, σ’ αγαπάω» του ψιθύρισε κι εκείνος μισάνοιξε τα μάτια του. «Κι εγώ. Μην με ρωτήσεις πώς όμως. Δεν ξέρω».
«Πεινάς;»
«Πεθαίνω. Θα σηκωθώ να μας φτιάξω κάτι» μονολόγησε νυσταγμένα κι ύστερα έκανε να σηκωθεί.
«Ε!» φώναξε εκείνη και την κοίταξε με απορία. «Αγκαλιά ρε» του έκανε με παράπονο. Έβαλε τα γέλια ο Θανάσης και την αγκάλιασε ξανά. «Ρε, συγγνώμη. Το ξέρω πως συμπεριφέρομαι αλλοπρόσαλλα, αλλά αυτό μου βγαίνει. Αν σε καταπιέζω…»
Την φίλησε στα χείλη ο Θανάσης κι εκείνη χαμογέλασε. «Άρα δεν σε καταπιέζω» αποφάνθηκε χαμογελαστά.
«Κατάλαβες, τώρα, γιατί τα παιδιά μου κόλλησαν τον παρατσούκλι;»
«Μουγκός… Πολύ σκληρά άτομα οι φίλοι σου. Απορώ πώς, εσύ που ‘σαι τόσο συναισθηματικός, κόλλησες μαζί τους. Δεν μιλάω για τον Βασίλη. Αυτός είναι χειρότερος από εσένα. Για τους άλλους δύο το λέω» σχολίασε γουργουρίζοντας η Εύα που απολάμβανε την αγκαλιά.
«Με τον Βαγγέλη δεν έχω ιδιαίτερα πάρε – δώσε πλέον. Κυρίως γιατί επέλεξε, ο ίδιος, να μείνει εκτός. Ούτε συμφωνώ με την ζωή που κάνει. Αλητεία, γκόμενες, κοροϊδία… Δεν το γουστάρω αυτό. Πάει, πηδάει, φεύγει. Αυτός κατέληξε. Κάποτε αγάπησε κάποια που τον πλήγωσε πολύ κι άλλαξε. Ο Τάσος είναι άνθρωπος από άλλη πάστα. Δεν θα τον καταλάβεις ποτέ. Όσο κι αν προσπαθήσεις. Ακόμη κι αν μάθεις τι έχει περάσει και γιατί αναγκάστηκε να γίνει αυτός που είναι…» είπε ο Θανάσης και κάπου εκεί συνειδητοποίησε τα λόγια με τα οποία τον ξύπνησε η Εύα. «Ω… Συγγνώμη ρε Ευάκι» της είπε καθώς τραβιόταν μακριά της.
«Μωρέ, σε πείραζα. Πρώτη φορά κοιμόμαστε μαζί;» τον ρώτησε χαμογελώντας.
«Όχι… Αλλά… Πω ρε Εύα, μην με φέρνεις σε δύσκολη θέση».
«Σε δύσκολη θέση θα σε έφερνα αν σου έλεγα πως αυτό που αποφάσισα χθες, το σκέφτομαι και σήμερα».
«Δηλαδή;» έκανε νυσταγμένα ο Θανάσης κι έπειτα, κατάλαβε και σήκωσε το φρύδι του. «Α! Όχι!» αναφώνησε. Έμεινε σκεφτικός για μερικές στιγμές. «Άμα θες, πάντως, σου έχω το κατάλληλο άτομο. Καλό παιδί, ρομαντικό…»
«Είσαι βλάκας» τον διέκοψε γελώντας.
«Είναι που πεινάω…»
Βγήκαν και έφαγαν έξω, σαν πραγματικό ζευγάρι. Λειτουργούσαν πια σαν πραγματικό ζευγάρι. Πριν την πρωτοχρονιά, είχαν έρθει πολλές φορές σε δύσκολη θέση, κυρίως λόγω αμηχανίας και μιας παράξενης συμπεριφοράς που μόνο οι ίδιοι καταλάβαιναν. Εκείνη όμως την πρωτοχρονιά, άλλαξαν τα πράγματα κι άλλαξαν και οι ίδιοι. Άφησε για πρώτη φορά μετά από δύο χρόνια τα σακάκια και τις γραβάτες στην ντουλάπα ο Θανάσης, και κυκλοφόρησε με την Εύα σαν να ήταν φοιτητής. Χωρίς έννοιες και σκοτούρες, χωρίς να νοιάζεται για το τι θα πουν για εκείνους. Του φαινόταν πως είχε σπάσει η σιδερένια μπάλα που για χρόνια έσερνε μαζί του και δεν του ‘χε πάρει παρά μόνο μια στιγμή για να το καταφέρει.
Η Εύα, από την άλλη, είχε ελευθερωθεί από τα δικά της δεσμά. Είχαν φύγει τα πρέπει και η αυτοκαταπίεση από πάνω της και, μαζί με αυτά, είχε φύγει η καταπίεση που έβγαζε προς τον Θανάση. Είχαν φύγει τα πρέπει τους κι έμειναν μόνο με τα θέλω. Κάποια προσωπικά και κάποια κοινά. Ένιωθαν πως ανάσαιναν ανακουφισμένοι πλέον. Έτσι συμφώνησαν να συνεχίσουν τις ζωές τους, για όσο θα υπήρχε αυτό το κοινό. Συνειδητά και συνειδητοποιημένα.
Όμως απ’ τον Θανάση έλειπε κάτι ακόμη κι αυτή την φορά δεν ήταν ούτε η αποδοχή, ούτε η συνειδητοποίηση. Ήταν η ανάγκη του να μοιραστεί την ζωή του με ένα δικό του άτομο, πέρα από την Εύα. Δεν της το έλεγε γιατί ήξερε τις απόψεις της για του φίλους του. «Πάλι σε προβληματίζει κάτι» του πέταξε ένα απόγευμα, δύο βδομάδες αργότερα, ενώ καθόντουσαν στο σπίτι της κι εκείνος απλά έγνεψε.
«Θα μου πεις;» συνέχισε η Εύα.
«Όχι. Με ξέρεις. Θα το σκεφτώ διεξοδικά κι αν δεν βρω άκρη, θα το συζητήσουμε. Εντάξει;»
«Εντάξει, καλέ μου» του απάντησε, κοντοστάθηκε για λίγο κι ύστερα πήγε δίπλα του. «Ξέρεις τι;» άρχισε δισταχτικά κι εκείνος που ήξερε εκείνο το ύφος έβαλε, αυθόρμητα, τα γέλια. «Ωχ» έκανε ο Θανάσης και η Εύα του χτύπησε το χέρι. «Μη γελάς βρε βλάκα!» του είπε παιχνιδιάρικα.
«Έλα, λέγε».
«Δεν θα με βρίσεις όμως» συνέχισε εκείνη με ναζιάρικο ύφος.
«Να σε βρίσω, δεν υπάρχει περίπτωση. Υπάρχει περίπτωση να σου πω όχι όμως».
«Καλά. Άκου. Ξέρεις τι μου έλειψε;»
«Ωχ» αναστέναξε ο Θανάσης γελώντας.
«Έλα, ρώτα τι» του είπε με παράπονο.
«Τι;»
«Να… Αυτό που μου έβαζες χέρι όταν περνούσα από μπροστά σου» του είπε και ο Θανάσης λίγο έλειψε να πέσει απ’ την καρέκλα από το νευρικό γέλιο που τον έπιασε. Κοκκίνισε ολόκληρος και σηκώθηκε για να βγει στο μικρό βεραντάκι για να πάρει λίγο αέρα. Γελούσε ακόμα όταν παρατήρησε το νευριασμένο της ύφος.
«Ξέρεις γιατί γελάω;» της είπε ενώ σκούπιζε τα δάκρυά του. Κούνησε το κεφάλι της, κάθισε στην καρέκλα και σταύρωσε τα χέρια της, περιμένοντας απάντηση. «Κατ’ αρχάς δεν φταίω εγώ… Ρε είναι αστείο, γέλα» της είπε.
«Χα. Χα. Χα. Εντάξει;» τον ειρωνεύτηκε.
Πήγε δίπλα της και την αγκάλιασε. «Αφού κουνιόσουν προκλητικά. Πλέον δεν το κάνεις. Επίσης, υποτίθεται ότι έπαιζα κι ένα ρόλο τότε» της ψιθύρισε στο αυτί. Σώπασε για λίγο στην προσπάθεια να συγκρατήσει το γέλιο του.
«Μην με διαολίζεις γιατί θα αρχίσω να κυκλοφορώ προκλητικά γυμνή στο σπίτι!» του φώναξε όταν ξανάβαλε τα γέλια.
«Πόσο δύσκολο είναι να μου πεις πως θέλεις χάδια;» την ρώτησε καθώς την σήκωνε στην αγκαλιά του. «Ρε! Θα πέσουμε!» φώναξε τρομαγμένα η Εύα όταν συνειδητοποίησε πως την κουβαλούσε στα χέρια του.
«Εσύ… Δεν θες ποτέ χάδια;» τον ρώτησε λίγη ώρα αργότερα με κλειστά μάτια, χαμογελώντας, ενώ ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι. «Δεν μ’ αρέσει να με χαϊδεύουν. Πολύ σπάνια θα με πιάσει. Είμαι αγκαλίτσας» της είπε με σοβαρό ύφος ο Θανάσης αλλά δεν κατάφερε να συγκρατήσει τελικά το γέλιο του.
«Ναι, κάτι έχω καταλάβει» του απάντησε ψιθυριστά.
«Σκέφτομαι να μιλήσω για εμάς στον Βασίλη» μονολόγησε ο Θανάσης.
«Όχι» του απάντησε κοφτά η Εύα. «Αου!» φώναξε όταν την τσίμπησε και γύρισε και τον κοίταξε. «Μ’ άρεσε, αλλά μην το κάνεις, ερεθίζομαι» σχολίασε κι εκείνος έβαλε τα γέλια. «Από πουθενά δεν μπορώ να σε πιάσω».
«Με προτιμούσες όπως πριν; Μυξοπαρθένα και πουριτανή;»
«Όχι. Εσύ;»
«Όχι. Δεν ήσουν ο εαυτός σου. Απλά, κάποια στιγμή, πρέπει να μάθεις να μιλάς και να ζητάς. Τουλάχιστον σε συναισθηματικό επίπεδο. Τώρα, ας πούμε τι… Αου! Ρε, μην τσιμπάς.Ερεθίζομαι σου λέω!»
«Επίτηδες το έκανα. Τι έχω στο μυαλό μου δεν θα ρωτούσες;» της είπε ο Θανάσης με μυστήριο ύφος.
«Εννοούσα αυτό που υπάρχει από πίσω. Το γιατί. Πώς να στο δώσω να το καταλάβεις;»
«Μ’ αρέσει να σε πειράζω».
«Κι εμένα μ’ αρέσει να με πειράζεις αλλά, αν δεν στο ζητήσω, δεν το κάνεις».
«Γκρίνιαξε μου κιόλας! Στο θέμα μας τώρα…»
«Έχουμε θέμα;» τον διέκοψε. «Αου ρε βλάκα!»
«Δεν με παρακολουθείς!»
«Και κάθε φορά που δεν θα σε παρακολουθώ, θα τσιμπάς;»
«Εκνευρίζομαι όταν με γράφουν».
«Γραμμένο σ’ ε- Αου!»
«Θα μ’ ακούσεις τώρα;»
«Όχ- ΑΟΥ ΡΕ!»
«Δεν το ‘χω σε τίποτα να στείλω τον Τάσο για δουλειά απόψε και να το ξημερώσουμε μέχρι να μ’ ακούσεις. Τέσσερεις μήνες τώρα, μου παραπονιέσαι ότι δεν μιλάω, σήμερα που θέλω να συζητήσω βρήκε να σε πιάσει το ανάποδο;» την ρώτησε με σοβαρό ύφος και η Εύα τον κοίταξε χαμογελώντας. «Ναι» του απάντησε κι έκλεισε τα μάτια της περιμένοντας το τσίμπημα το οποίο δεν ήρθε ποτέ. Γύρισε και τον κοίταξε. Είχε σταυρώσει τα χέρια του και την κοίταζε χαμογελώντας ανεξιχνίαστα. «Ξέρεις κάτι;» την ρώτησε με το σοβαρό του ύφος κι εκείνη σήκωσε τα φρύδια της. «Γιατί γίνεσαι, τώρα, σαδιστής;» τον ρώτησε με παράπονο.
«Ίσως, γιατί δεν με ακούς;» της γύρισε εκείνος στον ίδιο τόνο.
«Πες… Αλλά… Χάδια ρε…» παραπονέθηκε η Εύα.
«Επανέρχομαι, λοιπόν…» ξεκίνησε να μιλάει και να την χαϊδεύει ταυτόχρονα. «Σκέφτομαι να μιλήσω για εμάς στον Βασίλη».
«Δεν θέλω. Αν θέλεις, όμως, να μιλήσεις για εσένα, δεν μπορώ να πω τίποτα. Είναι δική σου επιλογή την οποία, όσο κι αν δεν μου αρέσει, οφείλω να σεβαστώ» του απάντησε.
«Δεκτό. Θα του μιλήσω για εμένα τότε».
«Δεν σκέφτεσαι καθόλου, ε; Για εμένα τι θα του πεις; Πως με δουλεύεις, ας πούμε; Είσαι τόσο σίγουρος ότι δεν θα έρθει να με πιάσει και να μου μιλήσει;» συνέχισε τον συλλογισμό της η Εύα.
«Αυτό είναι το ένα πράγμα που με τρώει…»
«Η συμφωνία, νομίζω, ήταν να σ’ ακούσω και να με τσιμπά- ΑΟΥ!»
«Μην με διακόπτεις» της φώναξε παιχνιδιάρικα.
«Βρήκα το κουμπί» δήλωσε θριαμβευτικά εκείνη.
«Θα σου βάλω χέρι, κανόνισε! Μετά να δω τι θα κάνεις!» την προειδοποίησε πριν συνεχίσει να μιλάει. «Τέλος πάντων, το ένα που με τρώει είναι το πώς θα πράξει στην προκειμένη περίπτωση. Αν, δηλαδή, έρθει να σου μιλήσει. Το άλλο είναι η αντιμετώπισή του. Τον σέβομαι και τον εκτιμώ σαν άνθρωπο, ίσως να μην συμφωνούμε πάντα, σίγουρα θεωρώ τις ιδέες του ακραίες, αλλά δεν είναι Τάσος. Είναι διαλλακτικός άνθρωπος. Και να σου πω κάτι στην τελική; Κουράστηκα, μωρέ Εύα, τόσα χρόνια να τους παραμυθιάζω και να λέω ψέματα και σε μένα. Είχαμε πιάσει τις προάλλες την γκομενοσυζήτηση και, ειλικρινά, σιχάθηκα τον εαυτό μου για τις μαλακίες που έπρεπε να πω…»
«Έχει νόημα να το αναλύσουμε; Μίλα του» έκοψε τον συνειρμό του η Εύα κι εκείνος την τσίμπησε. «Είμαι σίγουρος πως σου έχω γεμίσει μελανιές τον κώλο» της είπε περιπαικτικά κι εκείνη αναστέναξε. «Εκτός από εσένα δεν τον βλέπει κανείς».
«Τώρα που το ανέφερες… Αν βγεις και κάνεις τίποτα, στείλε κανένα μήνυμα. Μην μπω κανένα πρωί στο σπίτι, ξαπλώσω και φρικάρει καμιά γκόμενα».
«Εξυπακούεται» του είπε πριν σηκωθεί από το κρεβάτι. «Τι; Μόνο αυτό ήταν;» ρώτησε με παράπονο.
«Κάτσε να πάρω ένα τηλέφωνο τον φευγάτο, τώρα που πήρα την απόφαση» της απάντησε κοφτά κι εκείνη του χαμογέλασε γλυκά.
«Έλα, Μπιλ; Έχεις τίποτα κανονισμένο; Όχι; Να πούμε σε μισή ώρα στην γέφυρα; Δυο μας. Ναι. Όχι πολύ σοβαρό. Όχι, δεν τους θέλω τους άλλους, μόνοι μας θέλω να το παρλάρουμε αυτό. Κρασιά; Ναι φέρε, θα φέρω πούρα. Έγινε» έκανε ο Θανάσης στο τηλέφωνο και η Εύα τον κοίταξε με απορία.
«Πες το» έκανε ο Θανάσης.
«Με πουλάς» του απάντησε νευριασμένα και θλιμμένα η Εύα.
«Όχι. Απλά είναι εννιά».
«Δεν το σώζεις».
«Πώς θα εξιλεωθώ;» την ρώτησε μυστήρια.
«Κάτι θα βρεις, δεν σε φοβάμαι».
«Θα βγεις;»
«Όχι. Θα σε περιμένω. Θέλω να μάθω πως θα πάει».
«Μου θύμωσες;»
«Ναι».
«Αν πάρω ρεπό και επιστρέψω με καλό κρασί και ταινία, θα με συγχωρήσεις;»
«Φύγε. Μπαίνω στην κουζίνα να μαγειρέψω».
«Φιλάκια».
«Σ’ αγαπάω».
Ο Βασίλης είχε στηρίξει την πλάτη του στο κάγκελο της πεζογέφυρας κι έπινε κρασί από το μπουκάλι, ατενίζοντας τον ορίζοντα. Ταξίδευε το μυαλό του μαζί με τον αέρα του Γενάρη και το κρύο. Είχε πάει πιο νωρίς απ’ το ραντεβού για να ξεθολώσει ο νους του, για να ακούσει με προσοχή τον Θανάση κι όσα είχε να του πει.
Ούτε που πήγαινε το μυαλό του στο θέμα συζήτησης. Περίμενε πως θα ήταν κάποια απ’ τις γνωστές βλακείες που τον απασχολούσαν, όπως η δουλειά του. Τον είδε να ανεβαίνει την γέφυρα ντυμένο με αθλητικά και απόρησε. «Ρε Σάκη; Που ‘ν’ η γραβάτα ρε;» τον πείραξε γνέφοντας κι ο Θανάσης έβαλε τα γέλια.
«Καλά είσαι ρε;»
«Σκατά είμαι» απάντησε ο Βασίλης.
«Προβλήματα με το Χριστινάκι;» ρώτησε γελώντας ο Θανάσης κι ύστερα έπιασε το κρασί που υπήρχε σε μια σακούλα, δίπλα από τον Βασίλη. «Θα μας πεθάνουν οι ρετσίνες, ρε φίλε».
«Ας μας πεθάνουν. Απ’ το να μας πεθαίνουν οι γκόμενες… Στην υγειά μας».
«Κάτσε ρε να τ’ ανοίξω» σχολίασε ο Θανάσης κι ο Βασίλης κούνησε σκεφτικά το κεφάλι του. Πέταξε μακριά την γόπα του τσιγάρου κι άναψε άλλο. «Ακούω» έκανε κοφτά όταν ο Θανάσης τσούγκρισε το μπουκάλι του. Έβγαλε ένα πούρο απ’ το μπουφάν του, το άναψε και γύρισε προς τον Βασίλη. «Πιασε την καρδιά σου, γιατί θα πέσεις κάτω» σχολίασε ο Θανάσης.
«Είναι έγκυος η Εύα;» ρώτησε τρομαγμένα ο Βασίλης. Αναστέναξε ο Θανάσης. Τράβηξε μια τζούρα από το πούρο του και γύρισε προς τις γραμμές. «Πες βρε ψυχοβγάλτη!» επέμεινε ο Βασίλης που τον κοίταζε με αγωνία και φόβο.
«Είμαι ομοφυλόφιλος» είπε χαμηλόφωνα ο Θανάσης.
«Άντε μωρέ μαλάκα και μου κόπηκε το αίμα!» του φώναξε ο Βασίλης.
«Άκουσες τι σου είπα;» ρώτησε ο Θανάσης.
«Κουφός δεν είμαι».
«Δεν θα πεις τίποτα;»
«Πρέπει να πω κάτι;»
«Θέλεις να πεις κάτι;»
«Θέλεις να πω κάτι;»
«Που ξέρω ρε μαλάκα φευγάτε! Πες κάτι!» φώναξε ο Θανάσης.
«Μπράβο ρε φίλε! Εγώ, τι θες να κάνω; Να καταπιώ κάνα σπαθί;» του απάντησε στον ίδιο τόνο ο Βασίλης.
«Τι απάντηση είναι αυτή, βρε τριμάλακα;» ρώτησε γελώντας ο Θανάσης.
«Τι περίμενες να ακούσεις;» συνέχισε ο Βασίλης στον ίδιο αδιάφορο τόνο που είχε στην αρχή της συζήτησης.
«Δεν ξέρω. Πάντως όχι αυτό».
«Η Εύα… Το ξέρει;» ρώτησε ο Βασίλης.
«Όχι» έκανε κοφτά ο Θανάσης.
«Θα της το πεις;»
«Δεν νομίζω».
«Παραμύθι;»
«Πες το κι έτσι».
«Είσαι καλά ρε;» ρώτησε ο Βασίλης και γύρισε να τον κοιτάξει.
«Με την όλη φάση; Ναι. Είμαι πάρα πολύ καλά».
«Φαίνεται. Θα δουλέψει;»
«Δεν ξέρω».
«Βαστάς ρε Σάκη;»
«Την αγαπάω την Εύα ρε φίλε. Μου δίνει δύναμη».
«Το βλέπω. Άλλαξες. Ηρέμησες. Έπηξε το μυαλό σου. Που να πας και φαντάρος» σχολίασε γελώντας ο Βασίλης.
«Δεν παίζει πρόβλημα;» ρώτησε ο Θανάσης κι ο Βασίλης τον κοίταξε με απορία.
«Τι πρό… Ε, είσαι χαζός ρε φίλε. Εντάξει. Απορώ γιατί σε κάνω παρέα».
«Ξερω ‘γω ρε; Ο κοντός και ο μάστορας…»
«Εγώ δεν είμαι ούτε κοντός που δεν ξέρει τι του γίνεται, ούτε μάστορας που πουλάει παραμύθι με την σέσουλα. Εγώ είμαι εγώ, παλιόφιλε και πλέον απορώ γιατί τους κάνω κι αυτούς παρέα. Πώς και πήρες την απόφαση;»
«Μ’ έτρωγε, Βασίλη, χρόνια ολόκληρα μ’ έτρωγε…»
«Λογικό. Απλά κοίτα μην πληγωθείς. Εγώ θέλω να ‘μ’ αλλού και είμαι εκεί που είμαι και με πονάει κάθε μέρα αυτό το πράγμα» σχολίασε ο Βασίλης πριν πιεί λίγο κρασί.
«Γιατί δεν γυρνάς πίσω;»
«Γιατί δεν είναι διατεθειμένη να με συγχωρήσει. Άσε που σέρνομαι… Δεν θα μ’ αντέξει κομμάτια… Τι να σου λέω κι εσένα τώρα ρε…»
«Πες ρε. Να πιάσω την καρδιά μου μην πέσω κάτω;» ρώτησε ο Θανάσης ήρεμα.
«Ο Φάνης ρε. Δεν είναι ο πατέρας μου. Ούτε που ξέρω ποιος είναι» μουρμούρισε ο Βασίλης. Γούρλωσε τα μάτια ο Θανάσης. «Δεν παίζει» ψιθύρισε. «Πώς ρε Βασίλη; Πότε το έμαθες; Γιατί δεν είπες τίποτα;»
«Γιατί δεν γουστάρω να με λυπούνται. Την δικιά σου την ιστορία, την ξέρουν όλοι. Ήρωας ο κυρ-Αλέκος. Την παράτησε την μάνα σου ο πατέρας σου και σε μεγάλωσε αυτός, σαν πραγματικός πατέρας. Εμένα, ρε φίλε, η μάνα μου πηγε και πηδήχτηκε, ούτε που ξέρω με ποιον, για να μην μπαρκάρει ο πατέρας μου. Πάνε δυομισι χρόνια που το ξέρω. Όταν δίναμε εξετάσεις, θυμάσαι; Είχα χαθεί τότε. Είχε έρθει η αδερφή μου να με βοηθήσει με το διάβασμα, τότε, που ‘χα χωρίσει. Μάλωσε με την μάνα μου, της ξέφυγε πάνω στον καυγά. Άστο, γάμησέ το. Απλά μην σου φύγει τίποτα. Δεν γουστάρω να με λυπούνται» κατέληξε ο Βασίλης βουρκώνοντας κι έκανε να φύγει.
«Στασου ρε!» φώναξε ο Θανάσης μα ο Βασίλης σήκωσε το χέρι του, χαιρέτισε κι ύστερα πέταξε το κρασί στις γραμμές του τραίνου. Κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες, ανέβηκε στην μηχανή και έφυγε βολίδα.
«Πω ρε φίλε…» έκανε ο Θανάσης πιάνοντας το κεφάλι του ενώ κοίταζε τα φώτα της μηχανής που χανόταν στην απόσταση. Δεν μπορούσε να το βγάλει από το μυαλό του. Το έφερνε γύρω – γύρω, μέσα στην κάβα που πήγε να πάρει κρασί και στο βίντεο κλάμπ που πήγε να νοικιάσει την αγαπημένη ταινία της Εύας. Ούτε όταν έβαλε τα κλειδιά στην πόρτα είχε καταφέρει να το χωνέψει.
«Γύρισες κιόλας μωρ-» πήγε να ρωτήσει η Εύα και πάγωσε όταν είδε το ύφος του. Της κούνησε το χέρι ο Θανάσης και κάθισε μόνος στο κρεβάτι. Πήγε δίπλα του. Τον αγκάλιασε. «Δεν πήγε καλά, καλέ μου;» ρώτησε ήρεμα.
«Το δικό μου καλά πήγε» απάντησε με απόκοσμη φωνή και βλέμμα κολλημένο στο πάτωμα ο Θανάσης.
«Τότε;»
Γύρισε και την κοίταξε ο Θανάσης. Αμφιταλαντευόταν για το αν έπρεπε να της πει αυτό που είχε μάθει. Της είχε απόλυτη εμπιστοσύνη και ήξερε ότι δεν θα της ξέφευγε πουθενά. Από την άλλη ήθελε να σεβαστεί την επιθυμία του Βασίλη, αν και ήταν άκρως παράλογη. Δεν υπήρχε θέμα λύπησης, μόνο εκείνος το έβλεπε έτσι. Ίσως γιατί λυπόταν τον εαυτό του και αυτό πίστευε πως θα έκαναν και οι γύρω του.
«Βούρκωσες» παρατήρησε η Εύα.
«Ευάκι μου…» άρχισε με έναν αναστεναγμό ο Θανάσης, «…κάποτε μου είχε πει ο πατέρας μου, πως γελάει καλύτερα όποιος κρατάει το μαχαίρι κι όχι όποιος γελάει τελευταίος. Εννοούσε πως ένα άτομο που κατέχει μια θέση εξουσίας, είναι πολύ πιθανότερο να καταφέρει κάτι, από ένα άτομο που απλώς έχει υπομονή. Παντού το έβλεπα αυτό. Παντού και πάντα. Σήμερα είδα πως δεν ισχύει. Υπάρχουν άτομα που έχουν υπομονή και αυτή τους η υπομονή είναι που τους διαλύει. Μίλησα με τον Βασίλη. Όλα εντάξει. Το πήρε πολύ πιο άνετα απ’ ότι θα το έπαιρνα εγώ και πάνω σ’ αυτό είμαι απόλυτος. Προφανώς, στην προσπάθειά του να μου αποδείξει ότι δεν θα έλεγε τίποτα, μου εκμυστηρεύτηκε κάτι προσωπικό του και με ισοπέδωσε…»
«Τόσο άσχημο;» ρώτησε η Εύα όταν σώπασε ο Θανάσης κι εκείνος της έγνεψε. «Πολύ άσχημο».
«Θέλεις να το μοιραστείς μαζί μου;» τον ρώτησε στοργικά.
«Ο μπαμπάς του, δεν είναι ο μπαμπάς του…» έκανε ο Θανάσης.
«Ίδια ιστορία με σένα, γι αυτό σε…»
«Όχι. Εγώ το ήξερα. Μου το εξήγησαν απ’ όταν ήμουν μικρός. Ο Βασίλης το έμαθε από σπόντα, πάνω σε καυγά, ήταν και χωρισμένος τότε, δίναμε εξετάσεις, είχε και μια μαλακία με το κεφάλι του· μην με ρωτήσεις πως το λενε γιατρέ μου, θα σε γελάσω· και δεν είπε τίποτα».
«Κατάλαβα…» ψέλλισε η Εύα κι έπειτα κάθισε στα πόδια του.
«Φοβόταν να μιλήσει, γιατί φοβόταν πως θα τον λυπηθούμε. Τώρα… Εικάζω ότι το ανέφερε σαν δικλείδα ασφαλείας. Αν μιλήσει, θα μιλήσω. Κάπως έτσι» μουρμούρισε ο Θανάσης.
«Λογικό να φοβάται. Όλοι φοβόμαστε κάτι».
«Για τον Βασίλη δεν είναι λογικό. Ούτε την πρωτοχρονιά δεν ήταν τόσο χάλια όσο σήμερα κι απόψε δεν είχε πιεί» της απάντησε κι ύστερα σώπασε. Γύρισαν κάποιες παλιές του αναμνήσεις για να τον στοιχειώσουν. Κοίταξε την Εύα που έμοιαζε σκεφτική και μελαγχολική. Ένιωθε πως ήθελε να του πει κάτι. «Πες, φάτσα» της ψιθύρισε.
«Εσύ… Εσύ είσαι από τους τύπους που κάνουν υπομονή ή από τους άλλους που κρατάνε το μαχαίρι;» τον ρώτησε μελαγχολικά.
«Νομίζω ότι σου χρωστάω κάτι χάδια από πριν» της απάντησε γαλήνια.
«Μην αλλάζεις θεμ- Αου! Βλαμμένε!» του φώναξε παιχνιδιάρικα.
«Σου απάντησα;»
«Όχ- Άου! Ρε! Θα μου απ- Αου! Κοίτα να δ- Αου!»
«Τώρα; Σου απάντησα;»
«Ναι, φτάνει» του είπε παραπονιάρικα και σηκώθηκε για να δει το φαγητό. «Θα πας για δουλειά;» του φώναξε από την κουζίνα.
«Μπα. Μίλησα με τον Τάσο. Χρειάζεται, λέει, μεροκάματα. Θα δουλέψει τετραήμερο» της απάντησε.
«Αυτή η Αλεξάνδρα που τα ‘μπλεξε, σ’ άρεσε;»
«Σαν γυναίκα;»
«Σαν χαρακτήρας ρε Θανάση. Σαν γυναίκα… Εντάξει… Μπάρμπι είναι η κοπέλα. Ψηλή, ξανθιά, πράσινο μάτι, μέση δαχτυλίδι και τα τοιαύτα. Απορώ τι βρήκε στον Τάσο. Μην μου πεις ότι είναι ομορφάντρας και με χαζέψεις…» συνέχισε η Εύα κι ο Θανάσης έβαλε τα γέλια.
«Δεν ξέρω. Μια φορά μίλησα. Τι να σου πω;» της απάντησε. Κάτι του είπε μα είχε μεταφερθεί στο μπάνιο και ο Θανάσης δεν κατάφερε να την ακούσει. «Πόσες φορές σου έχω πει να μην μιλάς από το μπάνιο; Δεν ακούγεσαι!» της φώναξε.
«Τι;» φώναξε κι εκείνη.
Δεν απάντησε ο Θανάσης. Την περίμενε να βγει. Δεκάδες φορές είχαν κάνει εκείνη την συζήτηση μα η Εύα επέμενε να μιλάει μέσα από το μπάνιο με κλειστή, μάλιστα, την πόρτα.
«Τι μου είπες;» ρώτησε η Εύα κι ο Θανάσης παρατήρησε πως είχε αλλάξει.
«Σου είπα να μην μου μιλάς από το μπάνιο. Τι ξεσκονόπανο είναι αυτό που φόρεσες;» σχολίασε την πράσινη φούστα που φορούσε.
«Για το σπίτι. Α! Ναι! Ρε συ, κάτι τρέχει μ’ αυτήν. Είναι απίστευτα μπάνικη γκόμενα για να είναι με τον Τάσο» του είπε καθώς επέστρεφε στην αγκαλιά του.
«Ενώ, εμείς, ας πούμε, είμαστε υπόδειγμα ζευγαριού» σχολίασε ο Θανάσης γελώντας.
«Καλέ μου, ο Τάσος είναι ένα εξήντα πέντε…»
«Κόψε κάτι» την διέκοψε.
«Ένα εξήντα;»
«Τόσο».
«Ναι. Η Αλεξάνδρα είναι ένα ογδόντα φεύγα. Είναι πιο ψηλή από τον Βασίλη που είναι ο ψηλότερος στην παρέα σας. Εντάξει, δεν τον λες και πρώτο μπόι, αλλά…»
«Που θες να καταλήξεις, μάτια μου;»
«Εσένα, δεν σου φαίνεται παράξενο;» τον ρώτησε σκεφτικά.
«Εμένα μου φαίνεται παράξενο που φόρεσες αυτό το δείγμα».
«Έβαλα πλυντήριο γιατί ξέμεινα. Έβαλα και τα δικά σου».
«Έμεινε τίποτα να φορέσω;» απόρησε ο Θανάσης.
«Αυτά που φοράς και… Βασικά αυτά που φοράς μόνο» του είπε η Εύα κοιτάζοντάς τον φοβισμένα. «Αφού, ρε μωρό, έχεις ρεπό! Άντε τώρα, μην με κοιτάς έτσι και με μαλώνεις» του είπε με παράπονο και ο Θανάσης έβαλε τα γέλια με την συμπεριφορά της.
«Σαν κανονικό ζευγάρι είμαστε» παρατήρησε εκείνος.
«Σαν;» σοβάρεψε η Εύα. «Πιο κανονικό και από τα κανονικά είμαστε. Αυτοί δεν έχουν μάθει τι σημαίνει σεβασμός, τι σημαίνει κατανόηση, τι σημαίνει συμβίωση, τι σημαίνει εξωτερίκευση συναισθημάτων. Τι; Το ότι κάνουν ένα σεξ κάθε βράδυ, τους κάνει ζευγάρι; Αν είναι να κάνω σεξ και να ‘μαι σαν την Χριστίνα με τον Βασίλη, να το χέσω, Θανάση μου…»
«Να μου το θυμηθείς, αυτοί οι δύο μέσα στο 2000, θα είναι παντρεμένοι» της είπε κοφτά. Κούνησε λυπημένα το κεφάλι της η Εύα. Τον κοίταξε για μερικές στιγμές σκεφτικά. «Λες να κολλήσω στην Χριστ- Αου ρε βλακα!»
«Δεν είναι όλα αστεία» της απάντησε με σοβαρό ύφος.
«Γιατί; Έχει απίστευτ- Αου! Παλιοζηλιά- Άου!»
«Επιμένω».
«Τσίμπα και λίγ- Αου! Έτσι μπράβο».
«Ευάκι; Μας φαντάζεσαι μαζί μετά από δέκα χρόνια; Έτσι θα ήμαστε;» την ρώτησε γελώντας με το ύφος της.
«Δεν μας φαντάζομαι. Είμαι σίγουρη ότι θα είμαστε μαζί και ότι θα είμαστε έτσι ακριβώς. Και να σου πω την αμαρτία μου; Το προτιμώ χίλιες φορές απ’ την μιζέρια των κανονικών ζευγαριών…»
«Κι αν βρεις κάποια;»
«Κι αν βρεις κάποιον;»
«Θα συννενοούμαστε; Θα καταλαβαινόμαστε; Θα συζητάμε; Ένα σεξ, καλό ή κακό, το ‘χω κι αν το χάσω το βρίσκω. Τα υπόλοιπα; Θα τα βρώ;» ρώτησε αναστενάζοντας ο Θανάσης.
«Με πας για χωρισμό, ή είναι η ιδέα μου; Σαν πολύ δεν συζητάς σήμερα;» τον πείραξε η Εύα.
«Όχι… Κάθε άλλο… Βλέπω… Συνειδητοποιώ και συγκρίνω εμάς, ό,τι είμαστε, όπως είμαστε, με τους γύρω μας. Ακόμη κι αν δεν υπάρχει έλξη, δεν είμαι στην φάση του Βασίλη ή στην φάση του Τάσου, υπάρχει ένας διάχυτος, πολύ διάχυτος ερωτισμός, μέσα σε μια απολύτως συνειδητοποιημένη κατάσταση που την ζούμε οι δυο μας και δεν έχουμε ανάγκη να την αποδείξουμε σε κανέναν απ’ αυτούς που βρίσκονται απ’ έξω. Υπάρχει κατανόηση και συνεννόηση και ασυνεννοησία εκεί που χρειάζεται, εσένα σου βγαίνει το παράπονο που τόσο ανάγκη το ‘χεις, εγώ έχω έναν άνθρωπο να δείξω όλες τις αδυναμίες μου, να κλάψω ρε γαμώτο όταν με πιάνει κι έναν κόρφο να κρυφτώ όταν πρέπει να το παίζω ατσαλένιος έξω. Φοβάμαι να μην τα χάσω αυτά, φοβάμαι ότι ίσως και να μην τα ξαναβρώ στην ζωή μου. Φοβάμαι πως θα μείνω με την γεύση, πως ανεβάσαμε απίστευτα τον πήχη και οι δύο και πως δεν θα μπορέσουμε να συμβιβαστούμε με τίποτα λιγότερο. Ναι, σκέφτηκα πολλές φορές να το τελειώσουμε γιατί φοβάμαι ότι ίσως μας καταβροχθίσει όλο αυτό, πως μπορεί να χάσουμε τους εαυτούς μας και στο τέλος να μας μισήσουμε. Αλλά, ξέρεις κάτι, κοριτσάκι μου; Να πάει να γαμηθεί. Δεν χαρίζομαι πλέον. Ούτε στον εαυτό μου δεν χαρίζομαι. Είμαι εδώ, είμαι συναισθηματικά γεμάτος, είμαι καλά προς το παρόν. Αν αλλάξει κάτι, θα στο πω. Αν αλλάξει κάτι σε σένα, σου ζητάω να μου το πεις. Κουράστηκα, Εύα μου, με τα πρέπει. Θέλω, πια, μόνο να θέλω» κατέληξε ο Θανάσης κι έπειτα σκούπισε τα δάκρυα της Εύας που είχε βουρκώσει.
«Να μιλάς πιο συχνά. Μιλάς όμορφα. Γιατί το φοβάσαι;» τον ρώτησε μ’ ένα πνιχτό λυγμό.
«Όταν μιλούσα με περνούσαν για τρελό» της απάντησε κι έπειτα την σήκωσε από πάνω του και ξάπλωσαν μαζί στο κρεβάτι.
«Όχι εγώ. Εγώ είμαι εδώ για να σε ακούω. Το καταλαβαίνεις;» τον ρώτησε με ένα ανάμεικτο συναίσθημα παράκλησης, θυμού και στεναχώριας.
«Ναι».
«Να μου μιλάς».
«Θα σου μιλάω».
«Και να μου δώσεις ένα φιλί»
«Κανονικό ή ψεύτικο;»
«Ψεύτικο. Με στεναχώρησες».
«Σου μυρίζει κάτι;» ρώτησε ο Θανάσης σηκώνοντας το φρύδι του και η Εύα σκάλωσε κοιτάζοντάς τον. «Αμαν!» αναφώνησε την στιγμή που πήγαινε να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι. «Το φαγητ- ΑΟΥ!»