Όλο το βράδυ χιόνιζε. Tο ψιλό χιόνι κάλυψε τις οροφές των αυτοκινήτων και τα κάγκελα των σπιτιών. Το κοίταζε, ο Βασίλης, από το παράθυρο και μελαγχολούσε. Είχαν φτάσει τα Χριστούγεννα κι είχαν κιόλας φύγει. Ήταν πάλι μόνος και δεν το άντεχε. Δεν είχε καταφέρει να ξεπεράσει την Χριστίνα. Απέναντί του, η Αλεξάνδρα, είχε πάρει αγκαλιά έναν λούτρινο αρκούδο και μιλούσε. Την ήξερε την ιστορία ο Βασίλης και δεν την διέκοπτε. Όλο το βράδυ του μιλούσε.
«Vincit omnia veritas…» είπε κάποια στιγμή ο Βασίλης. Έσβησε το τσιγάρο του στο τασάκι και την κοίταξε. «Τα πράγματά του, τα έχεις μαζέψει;»
«Ναι. Στο δωμάτιο είναι».
«Καλώς».
«Με την άλλη… Είναι καλά;»
«Δεν είναι μαζί».
«Τους είδαν μαζί στην κηδεία».
«Γιατί το σκαλίζεις;»
«Γιατί με πονάει. Όσο πονάει εσένα, ο χωρισμός σου με την Χριστίνα».
«Εγώ δεν είχα επιλογές».
«Πάντα υπάρχουν επιλογές».
Τσέκαρε βιαστικά το ρολόι του. Ήταν πέντε παρά κάτι. Κούνησε το κεφάλι θλιμμένα, όταν θυμήθηκε πως είχε μέρες να κοιμηθεί, πως την έβγαζε μόνο με καφέ και τσιγάρο, πως το σπίτι του ήταν ένα τεράστιο αχούρι από τότε που ‘χε διώξει την Χριστίνα. Μόνιμα αναμμένη η καφετιέρα. Είχε πάρει μια γλάστρα για τασάκι, για να μην χρειάζεται να το αδειάζει. Έγραφε εκείνη την περίοδο. Έγραφε συνέχεια. Δεν είχε άλλο τρόπο για να βγάλει από μέσα του, αυτά που τον έτρωγαν. «Δεν υπάρχουν, πάντοτε, επιλογές. Φταίει που δεν μπορούμε να δούμε πέρα από ορισμένες εξ αυτών και, κατ’ επέκταση, να τις επιλέξουμε» μουρμούρισε ο Βασίλης, ενώ πήγαινε να πάρει την βαλίτσα του Τάσου.
«Το σπίτι;» ρώτησε η Αλεξάνδρα.
«Δεν τον ενδιαφέρει. Κράτησέ το, κράτησε και τα έπιπλα, κράτησέ τα όλα. Τα ρούχα του ήθελε μόνο…»
«Τι να πω…» ψιθύρισε η Αλεξάνδρα κι ο Βασίλης, σέρνοντας την βαλίτσα, πήγε και κάθισε απέναντί της. «Να πεις ότι είσαι εξαιρετικά τυχερή. Και… Αν μιλήσεις με την Χριστίνα, πες της ότι την αγαπάω».
«Γιατί…»
«Γιατί δεν κάνω πισωγύρισμα;»
«Ναι».
«Πού;»
«Σ’ αγαπάει. Το ξέρεις».
«Κι εγώ. Μόνο που εγώ ξέρω και κάτι ακόμη, το οποίο, θα διαλύσει τον κόσμο της…»
«Αχ, ρε Βασίλη, αυτά τα στερεότυπα θα σας φάνε. Δεν είναι αδερφή σου, αγόρι μου. Δεν μεγαλώσατε μαζί. Δεν ζήσατε μαζί. Δεν…»
«Δεν έχουμε τα ίδια γονίδια;» την ρώτησε αδιάφορα ο Βασίλης.
«Και τι μ’ αυτό;»
«Δεν μπορείς να καταλάβεις. Άφησέ το. Πονάει και θα συνεχίσει να πονάει».
«Βασίλη;»
«Αλεξάνδρα;»
«Τέλος πάντων. Εσύ ξέρεις καλύτερα».
Χαιρέτισε ο Βασίλης, φόρτωσε την βαλίτσα κι έφυγε από το σπίτι. Πήγε και την παράτησε στο καπιταλιστικό, εκεί που είχε βολευτεί ο Τάσος, για μερικές μέρες, μέχρι να τελειώσει η άδεια των Χριστουγέννων και να γυρίσει στο στρατόπεδο. Αντάλλαξαν δυο τυπικές κουβέντες κι ύστερα, ο Βασίλης, γύρισε σπίτι του.
Άλλαξε φίλτρο στην καφετιέρα και την έβαλε να φτιάξει καφέ, όσο σκάλιζε το ψυγείο για να βρει κάτι να φάει. «Μαλλιά…» μουρμούρισε, πριν βουτήξει τα κλειδιά του και βγει να αναζητήσει τροφή σε κάποιο μαγαζί.
Όταν γύρισε στο σπίτι με τις μπουγάτσες, ο καφές ήταν έτοιμος. Γέμισε μια κούπα που ‘χε μέρες παρατημένη πάνω στο γραφείο, κούνησε το ποντίκι κι εμφανίστηκε στην οθόνη το κείμενο που έγραφε. Το ‘χε αφήσει στην μέση, αργά το προηγούμενο απόγευμα, για να πάει να πάρει τα πράγματα του Τάσου. Παρατήρησε τον κέρσορα που αναβόσβηνε, δίπλα από μια μισογραμμένη λέξη. Διάβασε την παράγραφο. Δεν θυμόταν τι ήθελε να πει. «Κέρατο…» μουρμούρισε, πριν σβήσει όλη την παράγραφο. Ύστερα, την προηγούμενη κι έπειτα, την προπροηγούμενη. Μετά έσβησε όλο το κείμενο και πιάστηκε απ’ την αρχή να γράφει.
«Ποτέ δεν κατάλαβα τι φάση παίχτηκε με τους δικούς μου…» άρχισε να γράφει ο Βασίλης, προσπαθώντας να ξεμπλέξει το κουβάρι των αναμνήσεών του. Το διάβασε και το έσβησε. Άναψε τσιγάρο. Σηκώθηκε να περπατήσει. Βγήκε στο μπαλκόνι και παρατήρησε το ελαφρύ χιόνι που συνέχιζε να πέφτει. Άδειος ήταν ο δρόμος κάτω από το σπίτι του. Θυμήθηκε εκείνο το απόγευμα που διάβαζε με την αδερφή του. Δεν κατάφερε να θυμηθεί ποιο μάθημα μελετούσαν, αλλά τον καυγά δεν τον είχε ξεχάσει.
«Είμαστε τρελή επιτυχία» είχε σχολιάσει εκείνο το απόγευμα η Βικτωρία, καθώς εξηγούσε στον Βασίλη κάποιες ασκήσεις. «Τίποτα δεν καταλαβαίνω, έχει κολλήσει το μυαλό μου» της απάντησε ο Βασίλης θλιμμένα. Τότε ακούστηκε η φωνή της μάνας του απ’ το σαλόνι. «Βέβαια, άχρηστος σαν τον πατέρα σου».
Ποιος είδε την Βικτωρία και δεν την φοβήθηκε. «Έρχομαι» είπε ήρεμα στον Βασίλη, πριν σηκωθεί απ’ την καρέκλα για να πάει στο σαλόνι. Έπιασε την μάνα της και την κόλλησε στον τοίχο. «Αν ξαναμιλήσεις έτσι για το παιδί, θα γίνει το σπίτι Βοσνία – Ερζεγοβίνη» είπε μέσα απ’ τα δόντια της η Βικτωρία και η Γιάννα την χαστούκισε.
«Ας μην άνοιγες τα πόδια σου, μωρή καριόλα! Αλλά, βέβαια, εσύ κι ο εαυτούλης σου! Δεν ήθελες να μπαρκάρει ο μπαμπάς, πήγες και γκαστρώθηκες! Αν ήμουν στην θέση του Φάνη, θα σ’ είχα σπάσει το κεφάλι, αλλά, καλό χαϊβάνι κι εκείνος! Καλά να πάθει!» ούρλιαξε η Βικτωρία, που είχε γυαλίσει το μάτι της.
Η ημικρανία του Βασίλη επέστρεψε δριμύτερη. Δάκρυζε στο γραφείο, όχι απ’ αυτά που άκουσε, μα απ’ τον οξύ πονοκέφαλο. «Δεν είναι πεταμένο το παιδί, για να του συμπεριφέρεσαι έτσι!» συνέχισε η Βικτωρία. Ο Βασίλης σηκώθηκε από την θέση του με κόπο και πήγε προς το σαλόνι. «Άφησέ την, Βίκυ» τραύλισε μέσα στον πόνο του, μα η Βικτωρία που είχε καταπιεί πολλά, δεν μπορούσε να σταματήσει. «Αν ξαναδώ τον μικρό να φοράει τέτοια κουρέλια, θα γίνει πανικός! Κι αν δεν φτάνουν τα λεφτά, βγες στο κλαρί! Ξέρεις εσύ!» ούρλιαξε η Βικτωρία. Ο Βασίλης την πήρε από το χέρι και την έβγαλε από το σπίτι, για να ηρεμήσει τα πνεύματα. Μόνο τότε κατάλαβε, η Βικτωρία, τι είχε ξεστομίσει μπροστά στον αδερφό της.
«Συγνώμη ρε φευγάτε» του ψιθύρισε, καθώς την τραβούσε μακριά απ’ το σπίτι. «Κλαις ρε;» συνέχισε κι ύστερα στάθηκε μπροστά του. Του έκοψε τον δρόμο. «Δεν κλαίω. Δεν μπορώ να κλάψω. Το κεφάλι μου με πονάει» της απάντησε ο Βασίλης.
«Το κεφάλι;» ρώτησε στοργικά η Βικτωρία. Προσπάθησε να τον πάρει αγκαλιά. Ο Βασίλης την έσπρωξε ευγενικά και συνέχισε να περπατάει. «Άστο ρε Βίκυ. Θα περάσει. Όλα περνάνε» μουρμούρισε. Την παρακάλεσε να τον αφήσει μόνο του. Η Βικτωρία δεν του έκανε την χάρη και έμεινε να του κάνει παρέα μέχρι το χάραμα, που δεν άντεξε άλλο και γύρισε στο σπίτι μόνη της. Εκείνο το βράδυ, ο Βασίλης, έμαθε όσα δεν ήξερε κι όσα υπέθετε. Κατάλαβε την αδιαφορία των γονιών του και θωράκισε το είναι του με νέες και περισσότερο ακραίες ιδέες για να καταφέρει να επιβιώσει.
«Γαμημένη ημικρανία…» μουρμούρισε ο Βασίλης που ‘χε χαθεί στις σκέψεις και τις αναμνήσεις. Άρχισε πάλι να τον πιάνει. Κάθε φορά που στεναχωριόταν τον έπιανε εκείνο το πράγμα. Σαν να βαρούσαν σφυριά στο κεφάλι του. Από ‘κείνο το απόγευμα που χώρισε με την Μελίνα, τον κυνηγούσαν οι ημικρανίες.
Δεν μπορούσε να καταλάβει την λογική των ανθρώπων και τον εγωισμό τους, όσο κι αν το πάλευε. Δεν υπήρχε αλληλουχία στα γεγονότα. Ο παραλογισμός δεν χωρούσε μέσα στο μυαλό του. Ποτέ δεν κατάφερε να τον χωρέσει. Ούτε και κάθισε να μιλήσει με τους δικούς του. Είχε βγάλει συμπεράσματα. Ήξερε πως η κατάσταση δεν θα άλλαζε.
Δεν του ‘φταιγε που δεν μπορούσε να βγάλει άκρη. Ήταν που τα ψέματα του παρελθόντος, έφταναν στο παρόν και συνέθλιβαν την ζωή του. Την δική του ζωή, εκείνη που δικαιωματικά του ανήκε. Ακράδαντη ήταν η πεποίθηση, πως όλα αυτά έγιναν για κάποιο λόγο. «Amor fati» έλεγε στον εαυτό του, μα δεν κατάφερε ποτέ να το πιστέψει. Όσο κι αν είχε συμπληρώσει την εικόνα. Όσο κι αν ήξερε τι είχε γίνει στην ζωή του. Όσο κι αν σκάλισε. Όσο κι αν έψαξε κι έμαθε. Όσο κι αν άντεξε.
Έπρεπε να φύγει. Αυτό ήταν το μόνο σίγουρο. Η φυγή, για τον Βασίλη, ήταν δεδομένη. Ένιωθε πως δεν τον χωρούσε πια η πόλη. Γνώριζε πως κάποια στιγμή θα έσκαγε και πως, μαζί του, θα έπαιρνε όσους τον εμπόδισαν να πάει μπροστά. Σκιζόταν το μυαλό του. Ακόμη κι αν είχε επιλέξει, συνειδητά πια, να αποκοπεί από τους γονείς του, δεν είχε σταματήσει να τον κυνηγάει το παρελθόν και οι δικές τους, λάθος, επιλογές.
Ξάπλωσε στον καναπέ κι έκλεισε τα μάτια του. Είδε μπροστά του την Χριστίνα να του χαμογελάει, όπως κάποτε, δείχνοντας τα μπροστινά της δόντια. Χαμογέλασε κι εκείνος. «Τρωκτικό» την φώναζε όταν ήταν μόνη τους κι εκείνη έπαιρνε την πιο παραπονεμένη γκριμάτσα της. Άλλαζε μορφή το πρόσωπο και χρώμα τα μάτια. Έγιναν μπλε από καστανά. Χαμογελαστά αντί για θλιμμένα. Ανέκφραστο το πρόσωπο, έκρυβε κάτι σκανταλιάρικο. Πετάχτηκε όρθιος. Είχε μεσημεριάσει.
Σύρθηκε μέχρι την κουζίνα και κοίταξε το ημερολόγιο. Κυριακή, τριάντα μία Δεκεμβρίου. «Άντε γαμήσου κι εσύ» μουρμούρισε πριν το ξεκρεμάσει απ’ το ψυγείο και το πετάξει στα σκουπίδια με μένος. Το ‘χαν πάρει με την Χριστίνα και είχαν σημειώσει, απ’ τις πρώτες κιόλας μέρες του χρόνου, τα όσα ήθελαν να κάνουν. Τέλειωνε το 2001 κι ο Βασίλης δεν είχε καταφέρει τίποτα απ’ όσα ήθελε. Ήταν μόνος, χωρισμένος, πληγωμένος και προσπαθούσε να μαζέψει τα κομμάτια του.
Έπειτα ήρθε η αναστροφή του. Η στιγμή της συνειδητοποίησης και του οδυρμού. Ύστερα η αποθεραπεία. Κοίταζε το γράμμα, εκείνο που του είχε δώσει ο Βαγγέλης, εκείνο που ήταν γραμμένο από την Έλενα, ένα απόγευμα Σαββάτου, στα τέλη του Γενάρη. Το άνοιξε. Το διάβασε. Εξοργίστηκε. «Εγώ θα πληρώσω; Θα σε φτιάξω μάγκα» μουρμούρισε πριν πιάσει ένα λευκό φύλλο χαρτί στα χέρια του. «Σιγά μη γράψω κιόλας. Τσόκαρο!» αναφώνησε πριν αρχίσει να δακτυλογραφεί την απάντηση. Την εκτύπωσε, έσωσε το αρχείο, πήρε το χαρτί στα χέρια του κι έφυγε από το σπίτι.
«Λενάκι μου; Είσαι Ελλάδα;» την ρώτησε με τον πιο γλυκό τόνο που μπορούσε να πάρει. Βρισκόταν ήδη κάτω από το σπίτι της, καβάλα στην μηχανή, και κοίταζε το διαμέρισμα.
«Βασίλη;» τραύλισε η Έλενα και πετάχτηκε από το κρεβάτι.
«Ναι» συνέχισε εκείνος.
«Καλά είσαι;»
«Καλά» απάντησε ο Βασίλης χαμογελώντας μόλις είδε το φως του σαλονιού της να ανάβει. Κατέβηκε από την μηχανή και πήγε προς την πολυκατοικία. «Που σε πετυχαίνω;»
«Σπίτι είμαι. Εσύ;»
«Μόνη;» συνέχισε εκείνος.
«Ναι».
«Παρέα θες;»
«Ε… Θέλω;» απόρησε η Έλενα κοιτάζοντας το τηλέφωνο. Δεν μπορούσε να καταλάβει την συμπεριφορά του, ούτε και τον τόνο του. Κάτι δεν της κολλούσε. Ο Βασίλης, όταν θυμόταν να την πάρει τηλέφωνο, το έκανε για να την βρίσει.
«Θες ή δεν θες;» την ρώτησε, στιγμές πριν κολλήσει το χέρι του στο θυροτηλέφωνο.
«Θέλω» του απάντησε.
«Άνοιξε την ρημαδόπορτα τότε» της είπε κοφτά πριν της κλείσει το τηλέφωνο στα μούτρα.
«Καλησπέρα» της είπε χαμογελώντας όταν του άνοιξε την πόρτα. Σάστισε η Έλενα που δεν τον είχε συνηθίσει έτσι. «Να μπω;» συνέχισε ευγενικά εκείνος.
«Ναι. Έλα. Πέρασε».
«Σε ξύπνησα;»
«Ναι».
«Δεν πειράζει» είπε καγχάζοντας πριν καθίσει σε μια παλιά πολυθρόνα. Έβγαλε το χαρτί απ’ το μπουφάν του και της το έδωσε. «Η απάντηση στο γράμμα» της είπε κοφτά.
Το διάβασε γρήγορα η Έλενα, μα δεν το κατάλαβε. «Γιατί ήρθες;» τον ρώτησε αφήνοντας το χαρτί στο τραπέζι. Έπλεξε τα δάχτυλά του ο Βασίλης. Χαμογέλασε ειρωνικά. Ήξερε ακριβώς τι έπρεπε να πει. «Για να σου κάνω μία ερώτηση».
«Ακούω».
«Τι, ακριβώς, πρέπει να σου πληρώσω;»
«Τι;» ψιθύρισε η έκπληκτη Έλενα που δεν περίμενε αυτή την ερώτηση. Αγρίεψε το ύφος του Βασίλη. «Τι, ακριβώς, πρέπει να σου πληρώσω;» επανέλαβε τονίζοντας κάθε λέξη.
«Δεν… Δεν σε καταλαβαίνω» τραύλισε η Έλενα φοβισμένα.
«Κάτσε κάτω. Δεν ήρθα για καυγά» της είπε κοφτά ο Βασίλης. Κάθισε απέναντί του η Έλενα. Τον παρατήρησε να ανάβει τσιγάρο. Πήγε να μιλήσει αλλά την έκοψε το ύφος του. «Τόσα χρόνια έχω πληρώσει πολλά. Θέλεις κι άλλα;» την ρώτησε ήρεμα.
«Ρε Βασίλη…»
«Θυμάσαι που σου είπα ότι τελείωσαν τα ψέματα;»
«Ναι».
«Θυμάσαι που σου είπα ότι κρατάω στα χέρια μου άσσους, ρηγάδες, ντάμες και βαλέδες;»
«Το θυμάμαι» τον επιβεβαίωσε.
«Ήρθε, λοιπόν, η ώρα, να ανοίξω τα χαρτιά μου» μουρμούρισε με τελεσίδικο ύφος ο Βασίλης, πριν τινάξει την στάχτη του, επιδεικτικά, πάνω στο χαλί της Έλενας. Τον κοίταξε αλλά δεν είπε κουβέντα. Περίμενε τον βαρύ πέλεκυ να πέσει στο κεφάλι της.
«Τι θες απ’ τη ζωή μου, Έλενα;» την ρώτησε χαμογελώντας.
«Πλέον; Τίποτα».
«Γιατί συνεχίζεις τότε;»
«Τι συνεχίζω;»
«Τα παιχνίδια».
«Δεν παίζω κανένα παιχνίδι».
«Τότε, αυτό, γιατί έφτασε στα χέρια μου;» ρώτησε, βγάζοντας ακόμη ένα χαρτί απ’ την τσέπη του. Ήταν εκείνο το γράμμα που του είχε γράψει, μετά τον πρωτοχρονιάτικο χαμό. «Τι σκατά σ’ έπιασε και το έγραψες; Τι σκατά ήθελες και το έδωσες στη Μαρία; Τι σκατά πρέπει να σου πληρώσω;»
«Ό,τι και να σου πω, δεν θα καταλάβεις…»
«Δεκτό. Είμαι ηλίθιος και δεν καταλαβαίνω. Μπορείς να μου εξηγήσεις γιατί πηδιόσουνα με τον ποζερά;» την ρώτησε χωρίς να αλλάξει καθόλου το ύφος του. Πάγωσε η Έλενα. «Από πού…»
«Να μην σε νοιάζει. Αρκεί που το έμαθα» την διέκοψε.
«Βασίλη…»
«Δεν μου απαντάς. Ίσως γιατί δεν θα καταλάβω. Να πάω παρακάτω; Πάω. Μπορείς να μου δώσεις, όχι πολλούς, αλλά ένα, ένα γαμημένο λόγο, που πήγες και πηδήχτηκες με τον Βαγγέλη;» συνέχισε εκείνος ήρεμα και χαλαρά. «Όχι, δεν περιμένω απάντηση. Γνωρίζω, ακριβώς, γιατί το έκανες. Θα σε ρωτούσα γιατί μου έβγαλες το λαδάκι όταν ήμασταν μαζί, ενώ πηδιόσουνα με τον χαλβά εκείνο, αλλά, δώρο – άδωρο. Δεν θα πάρω απάντηση. Όπως ξέρω ότι δεν θα μου απαντήσεις σε οτιδήποτε κι αν σε ρωτήσω. Αλλά στην επόμενη ερώτηση, θέλω μια ειλικρινή απάντηση. Μπορείς;»
«Ναι» ψιθύρισε η Έλενα.
«Δεν πλήρωσα, ήδη, αρκετά;»
«Ναι».
«Χρωστάω κάτι άλλο;»
«Όχι».
«Θεωρείς πως είμαι τόσο μαλάκας, κούκλα μου; Ή να πω, καλύτερα, αστέρι μου;»
«Τι εννοείς;»
«Τελείωσαν τα παιχνίδια. Την επόμενη φορά που θα κάνεις το λάθος να εμφανιστείς στην ζωή μου, θα σε πατήσω κάτω σαν κατσαρίδα. Θα σε λιώσω, Έλενα. Και μαζί με σένα, πίστεψέ με, θα λιώσω όποιον υπάρχει γύρω σου. Και αυτόν που σου έδωσε το τηλέφωνο μου, τον παλιόφιλο μου τον ποζερά, που σίγουρα το ξέκλεψε από την Μελίνα, και τον άλλο που ήθελε να με πείσει να γυρίσω σε σένα. Τον άλλο μου παλιόφιλο, τον Βαγγέλη. Το κατάλαβες;»
«Μάλιστα» μονολόγησε η Έλενα.
«Φέρε μου ένα σταχτοδοχείο. Κρίμα είναι να το σβήσω στο χαλί».
«Θέλω να μου πεις πώς έμαθες όσα έμαθες» τον ρώτησε, δίνοντάς του το τασάκι. Χαμογέλασε παράξενα ο Βασίλης. Σκέφτηκε να κάνει εισαγωγή, μα γνώριζε πως δεν είχε νόημα. Δεν θα τον καταλάβαινε η Έλενα, όπως δεν τον κατάλαβε ποτέ. «Η Νάντια μιλάει πολύ…»
«Η Νάντια δεν θα σου τα έλεγε ποτέ. Ούτε θα της ξέφευγαν. Δεν είναι χαζή».
«Ακριβώς, επειδή δεν είναι χαζή, τα έμαθα. Με λίγο ανορθόδοξο τρόπο, βέβαια, αλλά τα έμαθα. Πατσίσαμε, Έλενα!» της απάντησε χαρωπά.
«Πώς… Δεν… Η Νάντια δεν…» μουρμούρισε μέσα στην σαστιμάρα της, όταν κατάλαβε τι της είπε ο Βασίλης. «Δεν είναι εκδικητική;»
«Ψέματα μου λες! H Νάντια…»
«Η Νάντια, τότε, σου ήταν πάρα πολύ θυμωμένη. Πάρα μα πάρα πολύ θυμωμένη. Για τον Βαγγέλη, φυσικά, το ήξερε. Δεν μπορούσες να κρατήσεις κλειστό το στόμα σου. Εκείνη σου ‘χε προτείνει να πλευρίσεις τον κοντό. Τον είχε κόψει. Ήξερε πώς θα τον πατούσατε. Στο φιλότιμο. Ίσως και να το καταφέρνατε. Αλλά, όχι. Όχι. Ήθελες και να με κάνεις να πονέσω, και να χωρίσω με την Μελίνα. Για δες! Γύρισε όλο πάνω σου! Ηλίθια!» της φώναξε. Σηκώθηκε να φύγει. Τον έπιασε η Έλενα από το χέρι. Την κοίταξε πάνω από τα γυαλιά του. Το ήξερε εκείνο το βλέμμα, η Έλενα. Είχε αγριέψει. Ήξερε πως δεν θα είχε καλή κατάληξη εκείνη η επίσκεψη.
«Άσε το χέρι μου» της είπε ήρεμα ο Βασίλης.
«Όχι!» φώναξε η Έλενα.
«Πολύ καλά. Σ’ ακούω» συνέχισε.
«Πες μου τι έκανες με την Νάντια!» απαίτησε η Έλενα.
«Κάτσε κάτω, γατάκι. Μην ουρλιάζεις σε μένα, γιατί θα σε αρχίσω στις μπουνιές. Αρκετά κράτησε το θεατράκι. Παλουκώσου κι άκουγε!» της φώναξε.
Το θυμόταν πεντακάθαρα εκείνο το μεσημέρι. Είχε μόλις φάει κι είχε αράξει στο δωμάτιό του. Ήταν εκείνη την μέρα που έγραψαν το τελευταίο τους μάθημα. Λίγες ώρες μετά τον τρικούβερτο καυγά στο σχολείο. Ήθελε να βουτήξει την Έλενα απ’ το μαλλί και να την σακατέψει στο ξύλο. Τον πείραζε που είχε βρίσει την Μελίνα. Δεν ήξερε γιατί, αλλά ήξερε ότι πραγματικά τον πείραζε.
«Μικρέ! Τηλέφωνο!» φώναξε η Βικτωρία. Σηκώθηκε απρόθυμα από το κρεβάτι του και πήρε προς το τηλέφωνο. «Έλα, ποιος;» είπε βαριεστημένα.
«Βασίλη; Η Νάντια είμαι, μη με βρίσεις…»
«Δεν είχα σκοπό» της απάντησε κοφτά.
«Σίγουρα δεν θα βρίσεις;»
«Ναι, λέμε. Πες. Τι παίχτηκε;»
«Μπορείς να έρθεις από το σπίτι μου;»
«Τώρα;»
«Και τώρα, δεν έχω θέμα. Μπορείς;»
«Έγινε κάτι;» ρώτησε ανήσυχα ο Βασίλης.
«Έγιναν πολλά…» του απάντησε αναστενάζοντας. «Όλα αφορούν εσένα. Θα έρθεις; Δεν θέλω να στα πω από το τηλέφωνο, δεν θέλω να βγούμε έξω. Μπορείς;»
«Ναι. Πες μου πού είναι» της είπε πριν σημειώσει νοερά την διεύθυνση και κλείσει το τηλέφωνο. Μπήκε βιαστικά στο δωμάτιο και έβαλε τα παπούτσια του. Τον κοίταζε ύποπτα η Βικτωρία. «Γκόμενα;» τον ρώτησε κρυφογελώντας.
«Δεν ξέρω» της απάντησε εκείνος.
«Μικρέ; Σοβαρέψου…»
«Βίκυ, δεν έχω όρεξη» μουρμούρισε εκείνος. Βούτηξε τα τσιγάρα και τον αναπτήρα κι έφυγε απ’ το σπίτι.
Κουφόβραση είχε εκείνο το μεσημέρι. Το έκοψε από τα πίσω στενά ο Βασίλης κι έκανε ένα μικρό κύκλο της γειτονιάς, για να μην πέσει πάνω σε κανένα γνωστό. Το ‘χε συνηθίσει πλέον. Από τότε που είχε χωρίσει, τα δρομολόγιά του περιελάμβαναν κάθε ξεχασμένο στενό. Στάθηκε, για μία στιγμή, στην διασταύρωση απέναντι απ’ την εκκλησία. Τσέκαρε τα παιδιά που κάθονταν στο προαύλιό της. «Κανένας γνωστός» μουρμούρισε, στρίβοντας βιαστικά. Χώθηκε στην πιλοτή της πολυκατοικίας και χτύπησε το κουδούνι. «Έλα, εγώ» είπε κοφτά.
«Ανέβα στον έκτο» του απάντησε η Νάντια, ανοίγοντας την πόρτα. Μπήκε ο Βασίλης μέσα, ανέβηκε τρέχοντας στον πρώτο με τις σκάλες, κι από εκεί πήρε το ασανσέρ. Δεν ρίσκαρε να τον πάρει κάποιο μάτι.
Το οροφοδιαμέρισμα που έμενε η Νάντια, ήταν φουτουριστικό. Χάζεψε τα χρώματα και τα παράταιρα έπιπλα ο Βασίλης, όσο η Νάντια του έφτιαχνε καφέ. «Θα κάτσουμε έξω» του είπε, δείχνοντας το μπαλκόνι που έμοιαζε με μικρή ζούγκλα. Σάστισε ο Βασίλης. Βγήκε έξω και πήγε στα κάγκελα. Σαν πιάτο απλωνόταν μπροστά του όλη η πόλη. «Μετράει η θέα» σχολίασε γελώντας.
«Ναι, είναι τέλεια από ψηλά» απάντησε η Νάντια.
«Ακούω» της είπε αδιάφορα ο Βασίλης.
«Κάτσε» του είπε η Νάντια με περίεργο ύφος. Γύρισε και την κοίταξε. Πρωτοφανώς, ήταν σοβαρή. Δεν της το είχε ο Βασίλης, που πάντα τη περνούσε για χαζούλα και νευρίαζε όταν την πείραζαν. «Θα πιάσω την καρδιά μου και θα πέσω κάτω;» την ρώτησε χαμογελώντας.
«Μ’ αρέσεις όταν το παίζεις βλάκας. Μου θυμίζεις εμένα».
«Τι;» απόρησε ο Βασίλης.
«Μ’ αρέσεις, περισσότερο, όταν είσαι πραγματικά βλάκας. Μου θυμίζεις την Έλενα» συνέχισε η Νάντια, δείχνοντάς του την καρέκλα από μπαμπού. «Κάτσε. Έχω να σου πω πολλά» του είπε χαμογελώντας κρυπτικά.
«Έχουν σχέση με την Έλενα;» ρώτησε καθώς καθόταν.
«Θα μπω στο ψητό, πριν αρχίσεις να βρίζεις, γιατί την ξέρεις την απάντηση. Θέλω να την κάνω να πονέσει. Ευκαιρία, και για σένα, να κάνεις το ίδιο. Αν δεν θες, πάω πάσο».
«What’s the catch?» ρώτησε ο Βασίλης, κλείνοντας τα μάτια του και χαμογελώντας αυτάρεσκα.
«Αμάν μωρέ φευγάτε, δεν είμαι χαζή, το παίζω, αλλά τα αγγλικά…»
«Έχει καμιά παγίδα, όλο αυτό που πας να στήσεις;»
«Καμία απολύτως»
«Μέσα» αποκρίθηκε ο Βασίλης.
«Από πού να το πιάσω;» τον ρώτησε η Νάντια, ανακατεύοντας τον καφέ της.
«Απ’ οπουδήποτε. Είμαι όλος αυτιά».
«Ωραία… Μάλιστα… Κοίτα… Θα σου πρότεινα να το κάνουμε, όπως έκανε η Έλενα με τον κολλητό σου, αλλά, ξέ-»
Πνίγηκε με τον καφέ του ο Βασίλης. Σηκώθηκε η Νάντια και του έφερε νερό. «Απ’ οπουδήποτε, είπες» προσπάθησε να αστειευτεί.
«Όταν λες μαλακίες…» έκανε ο Βασίλης, βήχοντας και προσπαθώντας να υπομείνει εκείνο το τσούξιμο ματιών, μύτης και λαιμού.
«Μακάρι να έλεγα μαλακίες… Μακάρι» αποκρίθηκε η Νάντια.
«Πες».
«Ναι».
«Αλήθεια;»
«Αλήθεια».
Άκουγε ο Βασίλης. Κάθισε και άκουσε χωρίς να μιλήσει. Του έλεγε τα κατορθώματα της Έλενας, η Νάντια κι εκείνος απορούσε με τον ίδιο του τον εαυτό. Τον ρώτησε αν ήταν καλά, γιατί της φαινόταν σκεφτικός. «Δεν… Τι να λέμε τώρα, η κοπέλα έχει ξεφύγει» σχολίασε ο Βασίλης.
«Θεωρούσα ότι ήταν φίλη μου. Της έκανα πλάτες, την στήριζα, την άκουγα, την έχω βοηθήσει χίλιες φορές. Περίμενα ότι, τουλάχιστον μεταξύ μας, θα ήταν σωστή. Άτομα όπως ο Πάνος και η Έλενα, δεν ξέρουν τι θα πει φιλία. Ούτε καν αυτό. Τα άλλα, τα παραβλέπω. Θέλουν, πάση θυσία, να περάσει το δικό τους. Όποιο κι αν είναι αυτό. Με τον Πάνο, χώρισα, γιατί τα έμπλεξε με την Μελίνα. Αυτό το ξέρεις…»
«Το ξέρω» της είπε κοφτά ο Βασίλης, προσπαθώντας να μην δείξει την απέχθειά του για τον παλιόφιλό του.
«Αυτό που δεν ξέρεις, και που δεν ήξερα ούτε εγώ, είναι ότι το είχαν συμφωνήσει, με την Έλενα, από νωρίτερα. Όταν έφαγε το πρώτο άκυρο ο Πανούλης, σταμάτησε να ασχολείται μαζί της. Τρία χρόνια πίσω. Μετά ξεκίνησε να την κυνηγάει…»
«Δένει. Συνέχισε».
«Κωλόπαιδα ολικής άλεσης. Δεν ήταν έτσι ο Πάνος. Όταν έμπλεξε με την Έλενα, έγινε έτσι. Σας πουλούσε παραμύθι, ρε. Απ’ την πρώτη λυκείου, σας πουλούσαν παραμύθι. Γιατί; Γιατί έτσι».
Έπιασε το κεφάλι του κι αναθεμάτισε. Άρχισε να παίζει τα δάχτυλά του πάνω στο ποτήρι. Σκεφτόταν πυρετωδώς. Έψαχνε τρόπους. Λύσεις. Έφτιαχνε σχέδια και τα γκρέμιζε. Σουρούπωνε κι εκείνος ακόμη σκεφτόταν και συζητούσε με την Νάντια, για πρώτη φορά, ως ίσοι. Δεν ήταν πια εκείνη η χαζογκόμενα, που την έσερνε παντού η Έλενα. Είχε προσωπικότητα. Την δική της, ακραία, προσωπικότητα. Έπαιζε μεταξύ σωστού και λάθους, δίκαιου και άδικου. Τα έβαλε κάτω όλα ο Βασίλης.
«Δεν μιλάς σε κανέναν…» άρχισε εκείνος. Του έγνεψε καταφατικά η Νάντια. Περίμενε να συνεχίσει την σκέψη του. Του έκανε νόημα να συνεχίσει. Άναψε τσιγάρο ο Βασίλης. Έτριψε το πηγούνι του. «Μπλέξιμο… Τι μπλέξιμο είναι αυτό, ρε φίλε; Έτσι όπως μου τα λες, η Έλενα πρέπει να ‘χει πάει με όλη την πόλη, εκτός από εμένα».
«Δεν πρόκειται να το κάνει ποτέ. Να παίξει θέλει μόνο» επιβεβαίωσε τους φόβους του η Νάντια.
«Δηλαδή;»
«Δεν κατάλαβες ακόμα, φευγάτε; Κρίμα. Σ’ είχα για έξυπνο».
«Τι να καταλάβω;»
«Τι έχει να κερδίσει από εσένα; Τίποτα απολύτως. Αντιθέτως, από τον Πάνο είχε να πάρει κάτι. Είχε ρουφιάνο στην παρέα σας. Μάθαινε κάθε σου κίνηση, πριν καν την κάνεις. Μάθαινε… Μαθαίναμε, τέλος πάντων, όσα συζητούσατε. Γιατί; Γιατί είχε πλάκα! Αυτός ήταν ο λόγος! Είχε πλάκα, για την Έλενα, να μαθαίνει πώς γκρεμοτσακιζόσουν, κάθε φορά που έβαζε κάπου το χέρι της. Στην αρχή, το παραδέχομαι, γελούσα κι εγώ. Το χόντρυνε, όμως, πολύ. Τον Χρήστο, ο Πάνος της τον γνώρισε. Τι είχε να πάρει; Το μπαγιόκο, όπως είπε ο Βαγγέλης, και την καλοπέραση. Εσύ δεν είχες να την βγάλεις έξω, ούτε να την κυκλοφορήσεις, ούτε να της κάνεις δώρα, ούτε τίποτα. Την είδε κάποια η Έλενα. Άρχισε τις μαλακίες. Της είπα, χιλιάδες φορές, ότι θα μας κάψει. Μας έκαψε. Χώρισες, έφυγες, δεν μίλησες. Δεν ήξερες κιόλας. Έλεγα, τότε, ότι ο Πανούλης δεν ήταν του επιπέδου μου, γι αυτό κρατάγαμε κρυφή την σχέση. Εκείνον τον βόλευε. Εγώ φοβόμουν. Δεν ήθελα να ξεσπάσει αυτός ο χαμός. Ξέρω τι είσαι. Το παίζεις χαζός, σαν εμένα. Είσαι εκδικητικός. Σαν εμένα. Θέλεις τον τελευταίο λόγο. Σαν εμένα. Το άδικο, όμως, φευγάτε, δεν το πας ούτε με σφαίρες. Σκέφτηκα να σε πιάσω και να σου μιλήσω, ξέρεις πόσες φορές; Μ’ είχες πάρει με κακό μάτι και δεν σ’ αδικώ. Κι εγώ, στη θέση σου, έτσι θα με έβλεπα. Έφτασε, όμως, ο κόμπος στο χτένι. Χρειάζονται ένα γερό μάθημα. Πρέπει να πονέσουν, κάποια στιγμή, για να καταλάβουν» κατέληξε η Νάντια.
«Ακούω προτάσεις» σχολίασε ατάραχα ο Βασίλης, που είχε χωνέψει όσα γινόντουσαν πίσω από την πλάτη του.
«Στην έκανα στην αρχή».
«Τι; Να το κάνουμε; Έτσι; Α λα Έλενα;» την ρώτησε γελώντας.
«Όχι. Όσο κι αν κάνουμε παρέα, δεν μοιάζουμε σαν χαρακτήρες με την Έλενα. Είσαι ομορφόπαιδο. Ακόμη και με τα σκισμένα σου ρούχα, και με τα σαραβαλιασμένα παπούτσια, και με το μαλλί που είναι ό,τι να ‘ναι, παραμένεις ομορφόπαιδο. Άσε που, έχω πληροφορίες, από το πίσω θρανίο και τις συζητήσεις της πρώην σου με την Νίκη, πως είσαι πάρα μα πάρα πολύ καλός. Έλεγαν πως, να το πω κομψά, πως ξέρεις να περιποιείσαι την Μελίνα…»
«Αλλά;»
«Αλλά, φευγάτε, δεν έχει νόημα. Έχει; Θα το κάνεις επειδή το θες, ή, α λα Έλενα;»
«Ξέρεις πόσο παρανοϊκό και εξωπραγματικό ακούγεται αυτό;»
«Το να το κάνουμε; Μια ιδέα είναι. Έτσι θα σου έλεγε η Έλενα, αν έκανες τόσα χρόνια παρέα μαζί της» απάντησε θλιμμένα η Νάντια.
«Δεν ξέρω…» μουρμούρισε ο Βασίλης.
«Το σκέφτεσαι, δηλαδή;»
«Ναι» απάντησε κοφτά ο Βασίλης και η Νάντια έβαλε τα γέλια μαζί του. «Μπορείς;» τον ρώτησε γελώντας κι εκείνος κάγχασε. «Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ σαν, μια ιδέα, μέσα στο μυαλό. Το έβλεπα, πάντοτε, διαφορετικά».
«Και μετά;»
«Τι μετά;»
«Αν μ’ αρέσει; Αν θέλω κι άλλο; Τι θα κάνω; Θα σε κυνηγάω; Θα στήνω πλεκτάνες για να πέσεις στα δίχτυα μου; Ή, νομίζεις, πως είμαι διατεθειμένη να τα βάλω με την Μελίνα; Εκεί θα γυρίσεις, αργά ή γρήγορα. Αυτή φοβόταν η Έλενα και έστησε όλο αυτό το πανηγύρι. Φοβόταν να ανοίξει παρτίδες με την Μελίνα. Γι αυτό πήγε υπογείως».
«Φευγάτος είναι αυτός που φεύγει» μουρμούρισε νωχελικά ο Βασίλης.
«Αλήθεια, γιατί σε λένε φευγάτο;» τον ρώτησε η Νάντια με ενδιαφέρον, μα εκείνος είχε αλλού το μυαλό του. Είχε σταματήσει να τον νοιάζει η προδοσία των φίλων του και της Έλενας, καιρό πριν. Η στάση της Μελίνας τον έκαιγε. «Θα σου πω, αλλά θέλω πληροφορίες…»
«Λέγε» τον διέκοψε η Νάντια.
«Η Μελίνα…» άρχισε διστακτικά ο Βασίλης. «…με τον ποζερά…»
«Ναι. Μου το είπε η Έλενα που της το είπε ο Πάνος. Δεν το είπε για να με πικράνει. Την έχει τσούξει που έχασε το παιχνίδι της…»
«Αρκεί» την διέκοψε ο Βασίλης. Σηκώθηκε και χάζεψε τα αμέτρητα λουλούδια. Κοίταξε το μούχρωμα. Αναστέναξε. Είχε να απαντήσει σε μια πολύ δύσκολη, για εκείνον, ερώτηση. Άρχισε να περπατάει στην γεμάτη από φυτά βεράντα και να κοιτάζει σκεφτικά την Νάντια. «Θα σου πω» δήλωσε όταν είδε το απορημένο πρόσωπό της.
«Φευγάτος, δεν είναι αυτός που φεύγει, άσε τις μαλακίες που λέω. Φευγάτος, είναι αυτός που έχει ήδη φύγει. Ο άπιαστος. Αυτός που είναι μπροστά. Που δεν φυλακίζεται και δεν εγκλωβίζεται. Πολύ σπάνια είμαι αυτός ο άνθρωπος. Εκείνες, όμως, τις στιγμές που γίνομαι φευγάτος, φλέγεται ο κόσμος γύρω μου» της είπε ο Βασίλης με στόμφο, πριν πιάσει πάλι την θέση του. «Οι δικοί σου;» την ρώτησε αδιάφορα, για να αλλάξει θέμα συζήτησης, ενώ εκείνη τον κοίταζε με απορία.
«Στο εξοχικό».
«Καλή φάση…»
«Σήμερα… Είσαι φευγάτος;» του πέταξε η Νάντια και τον έπιασε απροετοίμαστο. Δεν είχε κάποια διπλωματική απάντηση έτοιμη Ήξερε πως δεν τον έπαιρνε, μετά από την τεράστια συζήτησή τους, να υπεκφύγει. «Ναι» της απάντησε ψύχραιμα.
«Και; Τι έχεις σκοπό να κάνεις;»
«Τι θες ρε Νάντια;» την ρώτησε γελώντας με το σοβαρό της ύφος.
«Σου είπα. Να τσακίσω την Έλενα».
«Δικό μου σχέδιο, δικοί μου όροι» της είπε σκεφτικά. Μπάλα είχαν γίνει όλα στο κεφάλι του, ενώ άρχισε να αναδύεται ο φευγάτος στην επιφάνεια. Εκείνο το κομμάτι του εαυτού του, που είχε φτιάξει, κάποτε, για να βάζει μπροστά στα δύσκολα. Δεν άντεχε ο χαρακτήρας του την πραγματικότητα, εκείνη που δεν έχανε ευκαιρία να τον ρίξει κάτω και να τον διαλύσει. Ο φευγάτος, ήταν η διέξοδος του Βασίλη από αυτό το παραμύθι. Ο τύπος που δεν είχε όρια, δεν είχε περιορισμούς, δεν είχε τύψεις, δεν σκεφτόταν δεύτερη φορά, δεν λειτουργούσε ποτέ βάσει συναισθημάτων. Εκείνος που έλεγε «μία σου και μία μου» και δεν χάριζε καμία.
«Ακούω το σχέδιο» του είπε κοφτά η Νάντια.
«Θα το κάνουμε, ή όχι;» την ρώτησε στον ίδιο τόνο.
«Βασίλη; Δεν είμαι πουτάνα! Έλεος!» του απάντησε αγανακτισμένα.
«Εσύ το πρότεινες, πολλάκις. Λέγε» συνέχισε εκείνος.
«Δεν ξέρω… Ναι… Όχι… Τι μου κάνεις τώρα, μωρέ Βασίλη; Πρέπει να την πάρω τώρα την απόφαση;» τον ρώτησε με παράπονο.
«Δεν χρειάζεται. Μπορούμε, απλά, να συμφωνήσουμε να πούμε στην Έλενα ότι το κάναμε…»
«Να μιλήσω ή θα με βρίσεις;» τον διέκοψε.
«Δεν σε βρίζω, μωρέ. Λέγε».
«Σ’ έχω πάρει από φόβο».
«Είμαστε στο ίδιο στρατόπεδο. Λέγε. Χωρίς περιστροφές. Κουράζεται ο φευγάτος» της είπε κι ύστερα απόρησε με τον εαυτό του και τα λόγια του. Ήξερε πως είχε μπει σε μια μη αναστρέψιμη τροχιά, όταν συνειδητοποίησε πως μιλούσε για εκείνον σε τρίτο πρόσωπο.
«Ξέρεις τι; Θέλω… Δεν ξέρω και πώς να στο πω…»
«Με δικά σου λόγια» μουρμούρισε, ξεφυσώντας ο Βασίλης.
«Δεν είναι κι εύκολο» του απάντησε η Νάντια που ‘χε σαστίσει, μιας και δεν ήξερε ποιος ήταν ο καλύτερος τρόπος για να εξωτερικεύσει τις σκέψεις της.
«Να μείνουμε στο σχέδιο; Να της πούμε ψέματα και να τελειώνει η υπόθεση; Είναι ανάγκη να μπλέξουμε μεταξύ μας; Μη στραβώσεις, μπάνικο γκομενάκι είσαι, αλλά, αυτή την στιγμή, την δεδομένη στιγμή, δεν υπάρχει ο χρόνος να πάμε από το ένα στο δύο και από το δύο στο τρία. Και να σου πω και κάτι; Ούτε εγώ θα εκδικηθώ την Μελίνα, έτσι, ούτε εσύ, τον Πάνο. Κάναμε ένα σεξ, ωραία και; Θα το κάνουμε για εμάς ή για τους άλλους;» της είπε ο Βασίλης που είχε πάρει φόρα. Ούτε ο ίδιος δεν ήξερε που έβρισκε τόση λογική και τόση ψυχραιμία μέσα του.
Τρωγόταν με τα ρούχα της η Νάντια. Είχε ακούσει τόσα πολλά απ’ την Μελίνα, μέχρι την μέρα που βρήκε το θάρρος να γυρίσει και να την ρωτήσει για τον Βασίλη. Εκείνη την ημέρα σταμάτησαν τα κορίτσια στο πίσω θρανίο να μιλάνε. Την είχε βρίσει αμέτρητες φορές η Έλενα, γιατί, έχασαν και τον τελευταίο συνδετικό κρίκο με τον Βασίλη. Δεν μπορούσε να κάνει κάτι καλύτερο. Της είχε σφηνώσει στο μυαλό. Το συζήτησε αμέτρητες φορές με τον Πάνο, όταν ήταν ακόμη μαζί, αλλά δεν της έκανε την χάρη. «Μία φορά μωρέ» τον παρακαλούσε και τον ξαναπαρακαλούσε, μα δεν μπορούσε να τον πείσει με τίποτα. «Για μένα το θέλω» βρήκε το κουράγιο να του πει.
«Ωραία. Τι;» συνέχισε ο Βασίλης ήρεμα.
«Δεν θα με περάσεις, όμως, για πουτάνα» του απάντησε η Νάντια.
«Τι κόλλημα είναι αυτό; Είπα εγώ κάτι τέτοιο; Απ’ όσο με ξέρεις, με έχεις δει ποτέ να βάζω ταμπέλες, να μιλάω, ή να κατηγορώ; Άντε, το κέρατό μου, τελείωνε, έχω κι ένα σχέδιο να καταστρώσω!» της απάντησε με φούρια ο Βασίλης.
Κοκκίνισε η Νάντια. Ψεύδισε κάτι, μα ο Βασίλης δεν το άκουσε. «Ξαναρίχ’ το» της είπε χαμογελαστά. Του το είπε άηχα. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Έκανε να σηκωθεί. «Όχι τώρα. Σε λίγο» του είπε ψιθυριστά.
«Εντάξει» της απάντησε πριν γυρίσει στις σκέψεις του. «Άκου τώρα. Δεν θα το εκτελέσουμε τώρα το σχέδιο. Θα αφήσουμε να περάσει καιρός. Να ξεχαστεί. Να μην ξέρει από πού της ήρθε. Ασ’ τη να μας περνάει για μαλάκες. Τόσα χρόνια, αυτό δεν κάνει; Δεν έγινε κάτι. Θα της τα κοπανήσω στο κεφάλι. Θα της πω ότι…»
«Ότι σου είπα τι σου έχει κάνει κι ύστερα, ότι σ’ έριξα και στο κρεβάτι» τον διέκοψε με νωχελικό ύφος η Νάντια.
«Θα με περάσει για μεγάλο μαλάκα» σχολίασε ο Βασίλης.
«Είσαι μεγάλος μαλάκας».
«Δεν το λέω με αυτή την έννοια…»
«Φευγάτε, δεν μπορείς να γίνεις μεγαλύτερος μαλάκας, με την έννοια που το λες, από την Έλενα. Πίστεψέ με. Δεν…»
«Τι μου ζήτησες;»
«Ναι, τι μ’ αυτό;»
«Γίνομαι μαλάκας».
«Εγώ γίνομαι μαλάκας, που στο ζητάω».
«Σιγά το τραγικό, ρε Νάντια. Εγώ…»
«Θα μαλώσουμε, τώρα, για το ποιος γίνεται μαλάκας; Εγώ θέλω. Εσύ θες;»
«Τι λέμε τόση ώρα;» την ρώτησε ο Βασίλης. Την είδε να σηκώνεται, αλλά δεν έδωσε σημασία. Συνέχισε να μιλάει μόνος του, για το σχέδιό του. «Βασίλη;» τον φώναξε κι εκείνος πάγωσε για μια στιγμή. «Τώρα;»
«Τώρα, πριν με πιάσουν πάλι οι ντροπές και το μετανιώσω».
Χώθηκαν μέσα στο δωμάτιό της και στο απόλυτό του σκοτάδι. «Άναψε κάτι, ρε. Θα σκοτωθούμε εδώ μέσα» μουρμούρισε ο Βασίλης που προσπαθούσε, βαδίζοντας στα τυφλά και ψηλαφώντας, να βρει έναν διακόπτη για να ανάψει το φως.
«Χρειάζεται να βλέπεις;» τον ρώτησε η Νάντια.
«Όχι. Εντάξει».
«Να σου πω;»
«Να μου πεις».
«Φοβάμαι λίγο».
«Να το αφήσουμε;»
«Φοβάσαι;»
«Όχι. Απλώς με κουράζει η αναποφασιστικότητά σου».
«Βασίλη…» έκανε εκείνη πριν ξαπλώσει κι ο Βασίλης, ψηλαφώντας, βρήκε το κρεβάτι. Κάθισε δίπλα της κι άρχισε την διάλεξη, όπως έκανε πάντοτε, σε τέτοιες καταστάσεις. «Χτισμένα είναι το κεφάλι μας. Τα ακούγαμε για χρόνια. Μη αυτό, όχι εκείνο, θα σου βγει το όνομα και τι θα πει ο κόσμος. Ειλικρινά, δεν με νοιάζει πια. Κουράστηκα να βαδίζω τους δικούς τους δρόμους. Δεν είπε τίποτα ο κόσμος που δεν έχω ένα ρούχο να βάλω, αλλά, θα πει αν με δει με κοπέλα. Σιχάθηκα το ότι πρέπει να είμαι σοβαρός κι όλες αυτές τις μπούρδες. Ο φευγάτος, Νάντια, σιχάθηκε την κοινωνία και την φτύνει κατάμουτρα. Δεν την φοβάται, γιατί ξέρει τους φόβους της. Στ’ αρχίδια μου κι αν πουν, γιατί ξέρω ότι το κάνουν για να καλύψουν τα δικά τους αίσχη. Φώναζε η μάνα μου κι έκραζε, την ενοχλούσαν όλοι κι όλα, κατηγορούσε την αδερφή μου, που έβγαινε μέχρι αργά και έκανε παρέα με αγόρια. Γιατί; Να καλύψει τα δικά της ήθελε. Γρανάζι είναι, σ’ αυτό το μπουρδέλο που καταρρέει. Γρανάζι στο κωλοσύστημα που έφτιαξαν, για να πνίξουν τους φόβους και τις αμαρτίες τους. Εγώ αρνούμαι πια να είμαι γρανάζι. Αρνούμαι να γίνω μιαρό ανθρωπάκι, σαν το Λενάκι, που πηδιέται με τους φίλους μου για να με πληγώσει. Κάνω ό,τι κάνω γιατί γουστάρω να το κάνω. Αυτός είμαι, σ’ όποιον αρέσω. Μην κουνιέσαι, γαμώ την αμαρτία μου, με αποσυντονίζεις!»
«Hello? Προσπαθώ να γδυθώ!» του απάντησε η Νάντια.
«Τέλος πάντων, αποδέσμευσε το μυαλό σου από τις μαλακίες που λέει ο κόσμος και από τις ταμπέλες που πάει και χώνει, για να τα έχει καλά με το μέσα του. Να νομίζει, δήθεν, και καλά, πως είναι ανώτερος και οι άλλοι κατώτεροι…»
«Σε έπιασε το επαναστατικό;»
«Με εκνεύρισες».
«Αν θες, άνοιξε λίγο το παντζούρι. Ίσα να βλέπεις. Και την κουρτίνα» του είπε δειλά.
«Έφυγαν οι ντροπές;» σχολίασε ο Βασίλης πριν σηκωθεί από το κρεβάτι.
Πήρε φόρα η Νάντια μετά το λογύδριο του Βασίλη. «Όχι…» άρχισε να λέει, «Αλλά, είστε τόσο μαλάκες όλοι και νομίζετε πως μόνο να ζητάτε μπορείτε και ότι, εμείς, πρέπει να σας κάνουμε τα χατίρια και ό,τι μας ζητάτε και…»
«Όχι όλοι. Ούτε όλες είστε α λα Έλενα. Δεν μπορείς να είσαι απόλυτη με τους ανθρώπους. Τι ζόρι τραβάς τώρα;» της απάντησε, ψαχουλεύοντας να ανοίξει το παντζούρι.
«Φευγάτε;» του είπε με προειδοποιητικό ύφος.
«Καλά, καλά, καλά. Εντάξει. Σταματάω» της απάντησε. Άνοιξε λίγο το παντζούρι και φωτίστηκε ανεπαίσθητα το δωμάτιο. «Εντάξει;» την ρώτησε κι εκείνη του έκανε νόημα να το ανοίξει λίγο ακόμη. «Νυχτώνει…» μουρμούρισε ο Βασίλης πριν καθίσει στο κρεβάτι. Κοίταζε έξω και το μάτι του χανόταν στον ορίζοντα. Τον περίμενε καρτερικά η Νάντια. Δεν μπορούσε να τον καταλάβει, ούτε μπορούσε να δώσει κάποια εξήγηση για την συμπεριφορά του. Την μία μιλούσε καθαρά και κοφτά, την άλλη χανόταν και υπεξέφευγε. Σηκώθηκε και του χάιδεψε την πλάτη. «Σκέφτεσαι την Μελίνα;» τον ρώτησε ψιθυριστά.
«Σκέφτομαι πως το κουράζουμε τόση ώρα, με τις ντροπές, με τα πισωπατήματα και με τα μισόλογα» μουρμούρισε ο Βασίλης. Της έπιασε το χέρι. Ήταν σφιγμένη γιατί δεν ήξερε τι θα αντιμετώπιζε. «Χαλάρωσε» της ψιθύρισε.
«Φοβάμαι…»
Άρχισε να μιλάει ο φευγάτος, δια στόματος Βασίλη, και να λέει στην Νάντια, όλα όσα φοβάται ο άνθρωπος, εκείνος που χτίστηκε μέσα σε τοίχους για να προστατέψει τον εαυτό του. Νύχτωσε για τα καλά. Φούντωσε η συζήτηση. Συνειδητοποίησαν πως τα πράγματα ήταν πολύ απλούστερα απ’ όσο τους τα είχαν διδάξει. Ήταν όλα μια στιγμή μέσα στο χρόνο και τίποτα περισσότερο. Κάτι που θα γινόταν, θα είχε μια, όση, διάρκεια, και που θα τελείωνε, για να γίνει ακόμη μια ανάμνηση. Κάτι που θα ήταν μόνο δικό τους, που δεν είχε νόημα να μοιραστούν με άλλους, γιατί δεν υπήρχε τίποτα στο οποίο θα μπορούσαν να χτίσουν πάνω. Ηρέμησε το είναι του Βασίλη, που πίστευε πως μ’ αυτή του την πράξη, απατούσε την Μελίνα. Χαλάρωσε η Νάντια που την φόβιζαν τα στερεότυπα και οι ταμπέλες. Υποσχέθηκαν, ο ένας στον άλλο, ότι δεν θα μιλούσαν ποτέ γι αυτό και ύστερα, έγιναν όλα τόσο γρήγορα, που το μόνο που τους έμεινε, ήταν μια ενθύμηση που συζητήθηκε, κάτω από τον νυχτερινό ουρανό.
«Πήγε μία και πρέπει να φύγω…» μουρμούρισε, καπνίζοντας ο Βασίλης, κοιτάζοντας τα αστέρια από το μπαλκόνι της Νάντιας. Είχαν αράξει στις καρέκλες, με τα πόδια στα κάγκελα και χάζευαν τα αστέρια.
«Κάτσε λίγο, είσαι καλή παρέα» του απάντησε χαμογελώντας.
«Λίγο…» επανέλαβε κι εκείνος, στον ίδιο τόνο.
«Ρε… Σ’ ευχαριστώ. Ήταν…»
«Ωραίο ήταν. Είχε την φάση του» την διέκοψε, προτού γυρίσει να την κοιτάξει. «Στην Έλενα, τι θα πούμε;»
«Θα της πούμε πως πήραμε όλο το πακέτο και, εννοείται, ότι ήσουν τέλειος, υπέροχος και αξεπέραστος, πως έχασε που δεν δοκίμασε, και οτιδήποτε άλλο μπορεί να την τσακίσει» απάντησε ανέμελα η Νάντια, που δεν είχε σταματήσει να χαμογελάει.
«Γίνεσαι κακιά» σχολίασε ο Βασίλης.
«Φευγάτε;»
«Θα το κανονίσουμε όταν έρθει η ώρα. Μέχρι τότε, υπομονή».
«Να σου πω;»
«Να μου πεις».
«Η υπόσχεση, ισχύει; Δεν θα πεις σε κανέναν, τίποτα. Ναι;».
«Εννοείται. Στο ξαναείπα. Είμαστε στο ίδιο στρατόπεδο».
«Και, επειδή ξέρω ότι δεν πρόκειται να ξαναγίνει, μήπως, τώρα που σ’ έχω εύκαιρο, αν θες…»
«Νάντια, δεν είναι για χόρταση».
«Τώρα σ’ έπιασαν οι ενδοιασμοί;»
«Όχι. Βαριέμαι να σηκωθώ…»
«Σας ζηλεύω και σας λυπάμαι. Εσένα και την Μελίνα. Είχατε κάτι υπέροχο και το χαλάσατε».
«Δεν μας λυπάμαι. Άξιοι της μοίρας μας είμαστε».
«Να σου πω;»
«Να μη μου πεις. Να πας να βάλεις ένα φόρεμα φαρδύ» της είπε γελώντας.
Πετάρισε τα βλέφαρα ο Βασίλης. Επέστρεψε στην πραγματικότητα. Περίμενε η Έλενα μια απάντηση. «Την αλήθεια θες;» την ρώτησε χαμογελώντας. Έβγαλε το κινητό από την τσέπη του και σκάλισε ένα λιτό μήνυμα.
«Θα μου πεις;» τον ρώτησε, στιγμές αργότερα. Δεν μιλούσε ο Βασίλης, παρά μόνο περίμενε. Χτύπησε το τηλέφωνο της Έλενας. «Άντε, δεν θα το σηκώσεις;» της είπε χαμογελώντας.
«Χρόνια πολλά, κούκλα μου! Πολύχρονη κι ό,τι αγαπάς! Να σε χαιρόμαστε!» είπε πρόσχαρα η Νάντια στο τηλέφωνο.
«Να ‘σαι καλά ρε φιλενάδα. Να σε πάρω πιο μετά, γιατί έχω μια δουλειά τώρα και καίγομαι;»
«Να με πάρεις όταν φύγει ο Βασίλης» απάντησε η Νάντια.
«Πού…» έκανε η Έλενα κι ύστερα κοίταξε τον Βασίλη που της χαμογελούσε, έχοντας σταυρώσει τα χέρια του.
«Φιλενάδα, έχασες. Αυτό έχω να σου πω μόνο…»
«Περίμενε!» ούρλιαξε η Έλενα στο τηλέφωνο.
«Τι να περιμένω; Συγγνώμη δεν θ’ ακούσω».
«Τι κάνατε;»
«Δεν σου ‘πε;»
«Όχι».
«Τον έβαλα κάτω και είδε τον Χριστό, φαντάρο, μόνο και μόνο για να σε πονέσω. Η εκδίκηση, κούκλα μου, έρχεται από εκεί που δεν το περιμένεις» είπε η Νάντια πριν κλείσει το τηλέφωνο. Γύρισε η Έλενα προς τον Βασίλη. Έτρεμε από τα νεύρα της. Πήγε να μιλήσει, αλλά δεν πρόλαβε.
«Να τα εκατοστίσεις, Έλενα. Ό,τι επιθυμείς» της είπε γαλήνια ο Βασίλης, πριν βάλει τα γέλια με το ανεκδιήγητο ύφος της.
«Θα… Δεν… Τι…» τραύλισε η Έλενα μέσα στα νεύρα της. Όρμηξε πάνω στον Βασίλη κι εκείνος, γελώντας, της έπιασε τα χέρια. «Θα βγεις από πάνω;» την ρώτησε με σοβαρό ύφος. Γύρισαν τα λόγια του, στο μυαλό της. Έγνεψε αρνητικά. «Τσάο, που λέει και η φιλενάδα σου» της είπε κοφτά, πριν φύγει από το σπίτι.
«Τι της είπες και αρπάχτηκε; Σαν το παντζάρι έγινε» ρώτησε στο τηλέφωνο την Νάντια, όταν είχε φτάσει μπροστά στην μηχανή του.
«Αυτό που συμφωνήσαμε» του απάντησε γελώντας η Νάντια.
«Είσαι κι εσύ, μωρ’ αδερφούλα μου…»
«Της το χρώσταγα. Τέσσερα χρόνια έκανα υπομονή».
«Εσύ ξέμπλεξες. Εγώ έχω ακόμη δρόμο» σχολίασε ο Βασίλης την ώρα που έβαζε μπροστά.
«Σ’ ευχαριστώ».
«Για ποιο πράγμα;» την πείραξε ο Βασίλης πριν κλείσει το τηλέφωνο. «Ένα στα δύο, φευγάτε. Πάμε για το δύσκολο» μονολόγησε πριν βάλει ταχύτητα και εξαφανιστεί.
Τον κοίταζε η Έλενα, απ’ το μπαλκόνι της, να κάθεται πάνω στην μηχανή του και να μιλάει. Ύστερα φόρεσε το κράνος του και έφυγε. Πήρε τηλέφωνο τον Βαγγέλη. «Πες αλεύρι;» του είπε νευριασμένα.
«Αλεύρι» απάντησε ο Βαγγέλης που δεν είχε καταλάβει ποιος ήταν στο τηλέφωνο.
«Ο φίλος σου, ο Βασίλης, ξέρει. Του τα πρόλαβαν».
«Ποιος; Πότε; Πώς;»
«Η Νάντια. Καλώς να τα δεχτείς».
«Έλενα; Δεν με χέζεις; Θα τα είχα δεχτεί εδώ και χρόνια, αν ήταν να δεχτώ κάτι. Κολλητός μου είναι. Τον ξέρω» της απάντησε με αγανάκτηση.
«Εγώ, προειδοποίησα» του είπε πριν του κλείσει το τηλέφωνο.
Το δεύτερο μέρος του σχεδίου του Βασίλη, που είχε τον τίτλο «πισωγύρισμα», ήταν να μιλήσει με την Χριστίνα και να ξεκαθαρίσει το μέσα του. Έπρεπε να κλείσει εκείνο τον κύκλο για να πάει μπροστά και το ήξερε. Της έστειλε μήνυμα όταν γύρισε σπίτι του. «Θέλω να σε δω. Είναι ανάγκη» της έγραψε, μα δεν πήρε ποτέ απάντηση. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα του τηλεφώνησε η Αλεξάνδρα. «Χάλια είναι. Κλαίει. Έχει πιει. Της ήρθε ο θάνατος όταν είδε μήνυμα από εσένα. Είναι σπίτι μου».
«Κράτα την. Έρχομαι» απάντησε βιαστικά ο Βασίλης. Τρέχοντας βγήκε στο δρόμο. Σαν σφαίρα έφυγε. Ένα τέταρτο αργότερα, χτυπούσε το κουδούνι της Αλεξάνδρας. Ανέβηκε τους τρείς ορόφους με τις σκάλες, γιατί το ασανσέρ δεν δούλευε. Λαχάνιασε μέχρι να φτάσει πάνω. Του άνοιξε την πόρτα με λυπημένη έκφραση. Η Χριστίνα έκλαιγε μόνη της, στον καναπέ. Κάθισε δίπλα της ο Βασίλης. Της έπιασε το χέρι. Γύρισε και τον κοίταξε. Τον χαστούκισε με δύναμη. «Έπρεπε να-». Δεύτερο χαστούκι. Της έπιασε το χέρι. Την αγκάλιασε σφιχτά. «Τρωκτικό μου;» της ψιθύρισε. Τον αγκάλιασε κι αυτή. Χώθηκε στην κουζίνα η Αλεξάνδρα και έκλεισε την πόρτα πίσω της.
«Μάτια μου; Ο μπαμπάς, συνήλθε;» την ρώτησε ήρεμα κι εκείνη του έγνεψε καταφατικά. «Σου μίλησε;» συνέχισε ο Βασίλης, μ’ ένα σπασμένο χαμόγελο στο πρόσωπό του. «Όχι» ψιθύρισε η Χριστίνα.
«Απόψε, πρέπει να σου πω γιατί χωρίσαμε. Θέλεις;» την ρώτησε γαλήνια.
«Όχι».
«Θα με συγχωρέσεις;»
«Όχι».
«Δεκτό».
«Δεν θέλω να σε ξαναδώ ποτέ» του είπε κι εκείνος την άφησε από την αγκαλιά του. Σηκώθηκε από τον καναπέ και την κοίταξε για μερικές στιγμές. Χαμένη ήταν. Η Αλεξάνδρα βγήκε από την κουζίνα και τον βούτηξε την στιγμή που άνοιγε την πόρτα. «Είναι τύφλα, ηλίθιε! Ό,τι της κατέβει στο κεφάλι, λέει! Δύο λεπτά πριν έρθεις, ήθελε να είστε μαζί! Μίλα της!» του ψιθύρισε οργισμένα.
«Χριστινάκι;»
«Φύγε!» ούρλιαξε η Χριστίνα. Κούνησε το κεφάλι του θλιμμένα. «Εξαφανίστηκα» είπε στην Αλεξάνδρα, πριν ανοίξει την πόρτα και εξαφανιστεί μέσα στη νύχτα.
Το χάραμα τον βρήκε στο μαγαζί του Θανάση, να προσπαθεί να υπομείνει την παράταιρη, για τα αυτιά του, μουσική. «Φευγάτος, μια ζωή» σχολίασε ο Θανάσης. Κούνησε το κεφάλι του, γελώντας. «Θα φύγεις, τελικά;»
«Βλέποντας και κάνοντας».
«Βλέποντας, τι;»
«Πώς θα πάει η εξεταστική».
«Το έχεις πάρει απόφαση, δηλαδή…»
«Ναι. Αυτή την φορά, δεν θα με τραβήξει πίσω, κανένα πισωγύρισμα».
Μια σκέψη σχετικά μέ το “Πισωγύρισμα (XII)”