Ο Γιώργος βγήκε από το σπίτι του θλιμμένος. Ήταν τρεις και μισή τα ξημερώματα. Έφυγε μόνος από το σπίτι για να μην γίνει καυγάς. Εφτά μήνες συγκατοίκησης με την Κάτια φτάσανε εδώ. Στο να μαλώνουν στην μέση της νύχτας και να φεύγει εκείνος από το σπίτι του.
Περιπλανήθηκε για λίγο στη πόλη, την πόλη που αγαπούσε και μισούσε ταυτόχρονα. Το ίδιο ακριβώς συναίσθημα ένιωθε και για την Κάτια. Ίσως να την λυπόταν και λίγο. Μα ήταν σίγουρος πως την αγαπούσε. Κι αυτό τα υπερκάλυπτε όλα.
Έκατσε σ’ ένα παγκάκι, στην άκρη ενός μικρού πάρκου, εκεί που είχε δώσει το πρώτο του φιλί με την Κάτια. Το θυμόταν ακόμα. Μετά από τρία χρόνια δεσμού, ήταν όλα ακόμη πεντακάθαρα στην μνήμη του. Κάθε χαρά, κάθε λύπη, κάθε στιγμή. Όλα γραμμένα ανεξίτηλα με ημερομηνίες και ώρες. Και να ήθελε να ξεχάσει ήξερε πως δεν θα τον άφηνε ο εαυτός του.
Αποφάσισε για μια ακόμη φορά να δώσει λίγο χρόνο σ’ εκείνο το παράξενο κορίτσι που είχε δίπλα του. Λίγο χρόνο ακόμη στην Κάτια και λίγη υπομονή ακόμη για τον εαυτό του.
Είδε μια γυναίκα που φορούσε ένα ολόλευκο φουστάνι να τον πλησιάζει. Είχε κάτι πάνω της που δεν μπορούσε να το χαρακτηρίσει. Κόλλησε το βλέμμα πάνω της για λίγο, αλλά τελικά δεν έδωσε και πολύ σημασία, καθώς το μυαλό του ήταν στον καυγά που είχε προηγηθεί. Ήθελε να ξεκαθαρίσει την κατάσταση για να δει τι θα έκανε στην συνέχεια. Η αγάπη όμως δεν τον άφηνε.
Η γυναίκα σταμάτησε μπροστά του και τον κοίταξε. Ο Γιώργος απόρησε μαζί της, αλλά δεν μίλησε, την κοίταξε για μία και μόνη στιγμή και μετά έστρεψε το βλέμμα του αλλού. Σε μια κούνια που κουνιόταν από τον αέρα μόνη της.
«Να καθίσω;» τον ρώτησε η γυναίκα και την ξανακοίταξε. Έμοιαζε κι αυτή λυπημένη. Σαν κι εκείνον.
«Και δεν κάθεσαι;» απάντησε ο Γιώργος και έπιασε την άκρη του παγκακιού. Έβγαλε ένα πακέτο με τσιγάρα από την τσέπη του κι έβαλε ένα στο στόμα του. Το άναψε και γύρισε στην παράξενη γυναίκα δίπλα του. «Να κεράσω ένα;» της είπε.
«Όχι. Δεν καπνίζω…» απάντησε βιαστικά εκείνη μα το ξανασκέφτηκε. «Τελικά θα πάρω ένα. Έτσι όπως έγιναν τα πράγματα σήμερα, το κάπνισμα είναι το μικρότερο κακό που θα μπορούσε να μου συμβεί» συμπλήρωσε και ο Γιώργος την κέρασε ένα τσιγάρο. Της το άναψε και συνέχισε να κοιτάζει την απόσταση.
«Δύσκολη νύχτα Γιώργο;» τον ρώτησε εκείνη.
«Πως ξέρεις πως με λένε;» της απάντησε εκείνος έκπληκτος.
«Έχει σημασία; Αρκεί που το ξέρω» συνέχισε η γυναίκα με ψυχρή φωνή.
«Κι εσένα; Πως σε λένε;» της είπε χαμογελώντας, προσπαθώντας να την μαλακώσει λίγο.
«Δεν θα το προφέρεις το όνομα. Αλλά μπορείς να με λες Ειρήνη» του απάντησε εκείνη καπνίζοντας.
«Μάλιστα… Ειρήνη…» μονολόγησε ο Γιώργος στα χαμένα.
«Να σου κάνω μια ερώτηση;» συνέχισε η Ειρήνη.
«Όσες θέλεις. Εδώ που έφτασα, μπορώ να δίνω απαντήσεις στους πάντες, όχι όμως στον εαυτό μου».
«Είστε φτιαγμένοι από την ίδια αστερόσκονη, γιατί πρέπει να φτάνετε τα πράγματα εκεί;» ρώτησε η Ειρήνη κι ο Γιώργος την κοίταξε περίεργα. Ήταν η πιο περίεργη ερώτηση που του είχαν κάνει ποτέ και για εκείνη έβρισκε διακόσιες διαφορετικές απαντήσεις που δεν τον κάλυπταν τελείως.
«Εσύ γιατί έφτασες εδώ;» την ρώτησε μετά από λίγα δευτερόλεπτα, προσπαθώντας να γυρίσει την κουβέντα, σκεφτόμενος πως ίσως να έπαιρνε μια τελείως διαφορετική απάντηση από εκείνη.
«Εγώ μέχρι και σήμερα δεν ήμουν έτσι. Σήμερα άλλαξα. Σήμερα είδα κάποιον, έναν άνθρωπο που πιστεύει στο λόγο του Θεού να ποδοπατάει τον εαυτό του. Εγώ είπα “Ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ καὶ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος1”. Ξέρω πως είναι λάθος, αλλά αυτό πιστεύω πια» του απάντησε η Ειρήνη.
Ο Γιώργος έκλεισε τα μάτια κι άρχισε να απαγγέλει. «Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ἀντιστῆναι τῷ πονηρῷ· ἀλλ᾿ ὅστις σε ῥαπίσει ἐπὶ τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αὐτῷ καὶ τὴν ἄλλην2. Ο ακριβώς επόμενος στίχος»
«Το ξέρω. Αλλά πόσα ραπίσματα μπορείς να δεχτείς μέσα σε μια ολόκληρη αιωνιότητα;» ρώτησε η Ειρήνη τον Γιώργο που άρχισε να σκέφτεται τα χτυπήματα που άντεξε από την Κάτια. Ένιωσε τα υπόλοιπα χτυπήματα της ζωής να τα έχει σβήσει μπροστά στην σπουδαιότητα των τελευταίων καυγάδων και πληγών.
«Όσα θέλει να σου φέρει ο Θεός» απάντησε ο Γιώργος.
«Εκείνος που τα πάντα εν σοφία εποίησεν;» συνέχισε η Ειρήνη.
«Θα πιάσουμε θρησκευτική κουβέντα;» ρώτησε ο Γιώργος.
«Πιστεύεις στον Θεό, Γιώργο;»
«Πιστεύω».
«Πιστεύεις στην θεωρία της εξέλιξης;»
«Και σ’ αυτήν πιστεύω».
«Και από πού κατάγεται τελικά ο άνθρωπος;»
«Από την θεωρία που δεν υπάρχει για να εξηγήσει το υλικό της ψυχής» απάντησε ο Γιώργος και η Ειρήνη χαμογέλασε. Είχε καταφέρει να μαλακώσει την ψυχρή γυναίκα δίπλα του.
«Ο Θεός, έφτιαξε τον κόσμο όπως ήθελε να τον φτιάξει. Κι έδωσε, σ’ όλους όσους έφτιαξε με το υλικό των αστεριών, ελεύθερη βούληση. Έφτιαξε όμως και κάποια διαφορετικά πλάσματα. Εξ’ ολοκλήρου από εκείνο που εσύ αποκαλείς υλικό της ψυχής. Δυστυχώς έδωσε και σ’ εκείνα τα όντα την ελεύθερη βούληση, αλλά μοιάζουν πολύ με κάποιους ανθρώπους που υπάρχουν εδώ κάτω. Φανατικοί» είπε η Ειρήνη και πέταξε το τελειωμένο τσιγάρο της μακριά.
«Τώρα σ’ έχασα» απάντησε ο Γιώργος.
«Δεν πειράζει. Αρκεί που αρχίζω και καταλαβαίνω εγώ. Είναι δύσκολη τελικά η μετάβαση, το είχα δει, το είχα ακούσει, έχει περάσει πολύς καιρός από τότε, όμως κάποια στιγμή, άνθρωπος ή μη, φτάνεις στα όριά σου. Τα ξεπερνάς πολλές φορές και πας παρακάτω. Τα διευρύνεις. Ώσπου έρχεται μία στιγμή που δεν αντέχεις. Εκρήγνυσαι και φεύγεις».
«Από πού έφυγες;»
«Από εκεί, που κάποια στιγμή, αναπόφευκτα πρέπει να πας εσύ».
«Και πάλι δεν σε καταλαβαίνω Ειρήνη» είπε ο Γιώργος χαμογελώντας.
«Ο Θεός είναι στον παράδεισό Του» απάντησε εκείνη και μετά τον κοίταξε «Δώσε μου ακόμη ένα τσιγάρο αν θέλεις».
«Ορίστε» είπε ο Γιώργος, βγάζοντας ακόμη ένα τσιγάρο για την περίεργη συνομιλήτρια του.
«Πιστεύεις στους αγγέλους;» ρώτησε εκείνη μόλις άναψε το τσιγάρο.
«Πιστεύω σ’ όσα με δίδαξε η εκκλησία. Όχι φανατικά, μα πραγματικά. Ξέρω ότι υπάρχουν, ξέρω ότι ο καθένας μας έχει ένα φύλακα άγγελο και ξέρω πως κάποιος μας προσέχει πάντα» απάντησε ο Γιώργος.
«Πιστεύεις πως τον χρειάζεσαι;» ρώτησε η Ειρήνη.
«Ειλικρινά δεν ξέρω πια» απάντησε εκείνος κι άρχισε να νιώθει μια ανεξήγητη κούραση.
«Είσαι καλά Γιώργο;»
«Κουράστηκα. Αυτό μόνο. Να ξαπλώσω λίγο και θα σηκωθώ να πάω σπίτι. Κατάφερα και την συγχώρεσα την Κάτια. Πραγματικά. Γι ακόμη μία φορά» της απάντησε και ξάπλωσε στο παγκάκι. Ακούμπησε το κεφάλι του στα πόδια της Ειρήνης και χαμογέλασε. Έκλεισε τα μάτια του για μία στιγμή κι άκουσε την Ειρήνη να ψέλνει ένα κομμάτι της νεκρώσιμης ακολουθίας.
«…Κύριε, ἀνάπαυσον καὶ τὴν ψυχὴν τοῦ κεκοιμημένου δούλου σου Γεωργίου, ἐν τόπῳ φωτεινῷ, ἐν τόπῳ χλοερῷ, ἐν τόπῳ ἀναψύξεως, ἔνθα ἀπέδρα πᾶσα ὀδύνη, λύπη καὶ στεναγμός…»
Ο Γιώργος σηκώθηκε δύο λεπτά αργότερα από το παγκάκι ανανεωμένος. Ένιωθε σαν να κοιμόταν ώρες. Ξεκούραστος. Σαν όλα αυτά να τα είχε ζήσει σε κάποια άλλη ζωή.
«Και τώρα φύγε, φύγε και πήγαινε εκεί που πρέπει να πας» του είπε η Ειρήνη κι έφυγε για το σπίτι του. Ήξερε πως εκεί έπρεπε να πάει. Μπήκε μέσα και είδε την Κάτια να κοιμάται στον καναπέ. Και απλά κάθισε σε μια καρέκλα λίγο πιο δίπλα για να την προσέχει.
Το πτώμα του το βρήκε ένας περαστικός, τρεις ώρες αργότερα, στο παγκάκι που καθόταν. Ήταν ξαπλωμένος και είχε ένα αμυδρό χαμόγελο στο πρόσωπο. Οι γιατροί είπαν πως τον πρόδωσε η καρδιά του στον ύπνο του. Ίσως αν κοιμόταν στο σπίτι του με την κοπέλα του να τον είχε προλάβει εκείνη και τώρα να ήταν ζωντανός.
Η Κάτια δεν κατάφερε ποτέ να πιστέψει πως έφυγε ο Γιώργος. Νόμιζε πως τον έβλεπε παντού όπου πήγαινε, πολλές φορές ένιωθε την παρουσία του και κάποιες άλλες νόμιζε πως μύριζε το άρωμά του στον χώρο που βρισκόταν. Οι φίλες της, της είχαν πει πως δεν πρόκειται να σβήσει εκείνη η αγάπη από μέσα της. Η αγάπη που πάντα έδειχνε με λάθος τρόπο, σ’ εκείνον τον γαλήνιο άνθρωπο.