Ψυχη Βαθια (V)

Προηγούμενο

«Δεκαεννιά και ξημερώνει ρε καριόλια… Δεκαεννιά και σας αφήνω μέσα» μουρμούρισε ο Τάσος την ώρα που στεκόταν μπροστά απ’ τον θαλαμοφύλακα, λίγο πριν αποθέσει για τελευταία φορά το τουφέκι του στον οπλοβαστό.  Είχε τελειώσει η τελευταία υπηρεσία που χρωστούσε στην μαμά πατρίδα και μετρούσε τα λεπτά και τις ώρες για να φορέσει τα πολιτικά του, να γράψει στον εαυτό του το τελευταίο αδειόχαρτο, να βγει απ’ το στρατόπεδο και να γυρίσει σπίτι του. Ήταν τέσσερις και δέκα το χάραμα και ξημέρωνε Παρασκευή. Παρασκευή, 23 Μαρτίου.

Περπάτησε αθόρυβα στον θάλαμο και σκούντηξε τον φαντάρο που τα πόδια του κρεμόταν κάτω απ’ το κρεβάτι. «Ασημάκη, ρε, που τα ‘χεις τα κλειδιά;» του ψιθύρισε κι εκείνος μισάνοιξε τα μάτια του και τον κοίταξε μ’ απορία.

«Ρε μαλάκα Ζορμπά, τι ώρα είναι;»

«Τέσσερις φεύγα».

«Κάτσε… Εδώ τα ‘χω» μουρμούρισε βάζοντας το χέρι του κάτω απ’ το μαξιλάρι. Τα έδωσε στον Τάσο και γύρισε πλευρό πριν θυμηθεί κάτι και τον γραπώσει απ’ τον γιακά.

«Τι ‘ναι ρε μαλάκα χοντρέ και μ’ έκοψες το αίμα;»

«Θα βάλεις ρε τσάι στο καζάνι, να ξεκλέψω καμιά ώρα ύπνο;»

«Ναι ρε φίλε, και το ρωτάς; Έφυγα» απάντησε ο Τάσος, παίζοντας με τα κλειδιά. Βγήκε απ’ τον θάλαμο που έζεχνε άπλυτα πόδια και ιδρώτα και έπιασε τον θαλαμοφύλακα να λαγοκοιμάται.

«Νέος!» του είπε χαμηλόφωνα σκουντώντας τον. Πετάχτηκε πάνω ο καημένος και τον κοίταξε φοβισμένα. «Γράψε, ρε, κάπου, να ξυπνήσεις τον μάγειρα στις έξι».

«Εντάξει» έκανε αυτός ενώ προσπαθούσε να ανοίξει τα μάτια του.

«Και βγες έξω να σε χτυπήσει λίγο το κρύο, να συνέλθεις. Θα φας καλά άμα σε πάρει χαμπάρι κανένας πως κοιμάσαι. Ξέχνα τον ύπνο» κατέληξε ο Τάσος πριν βγει απ’ το κτήριο που στέγαζε τα φαντάρια.

Ξάστερη και παγωμένη ήταν εκείνη η νύχτα. Έπιασε ένα κοντό πεζούλι ο Τάσος κι άναψε τσιγάρο κοιτάζοντας τον ουρανό. Ούτε είχε καταλάβει πως είχε περάσει ο καιρός, ούτε είχε συνειδητοποιήσει πως οι δυσκολότερες μέρες ήταν οι τελευταίες. Του το ‘χαν πει οι παλιοί, να μην μετράει μέρες. «Νέος, οι τελευταίες τριάντα είναι οι πιο δύσκολες κι εκείνες είναι που δεν θα περνάνε» θυμήθηκε εκείνο το παλικάρι απ’ την Ρόδο που τον γνώρισε όταν εκείνος μετρούσε δεκαεννιά κι ο Τάσος είχε ακόμη τριψήφιο νούμερο μπροστά του. Πήγε ακόμη πιο πίσω. Στην άδεια του προηγούμενου καλοκαιριού που ‘χε πάει διακοπές με την κοπέλα του και τα φιλαράκια του. Κοπέλα δεν είχε πια, μόνο τα φιλαράκια είχαν ξεμείνει. Ο ένας είχε φύγει εξωτερικό, ο άλλος ετοιμαζόταν να μπει φαντάρος, ο τρίτος ήταν χαμένος, φευγάτος απ’ την ζωή του. «Δεν θα σώσουμε να βάλουμε μυαλό σ’ αυτή την ζωή…» μονολόγησε έχοντας καρφώσει το βλέμμα του στο περίπολο που πήγαινε προς το μέρος του.

«Τέλος ρε Ζορμπά;»

«Τέλος ρε σειρά».

«Άντε ρε πασάκα μου, καλός πολίτης».

«Κουφάλα, Σταύρο, γίνεσαι σειρά απολύσεως».

«Σκατά γίνομαι…»

«Το τσιγάρο, το ‘φερες;» τον έκοψε ο Τάσος.

«Το ‘φερα ρε».

«Φερ’ το να φύγω».

Πήρε το τσιγάρο ο Τάσος, το έχωσε στην τσέπη του χιτωνίου του, σηκώθηκε κι έφυγε χωρίς να χαιρετίσει. Κατέβηκε από τα σκαλάκια, την καβάτζα που υπήρχε πίσω απ’ το ιατρείο, για να πάει στο μαγειρείο. Σταμάτησε για μια στιγμή εκεί και χαιρέτισε τον γιατρό που ξενύχταγε. Απολυόταν κι εκείνος.

Όταν μπήκε στο μαγειρείο το ρολόι του έγραφε πέντε παρά είκοσι πέντε. Άναψε φώτα και εστίες, έριξε καμιά πενηνταριά λίτρα νερό στο καζάνι και το ‘βαλε να ζεσταθεί για να φτιάξει ο μάγειρας, ο Ασημάκης, το πρωινό τσάι. Έπιασε μια καρέκλα, άναψε το τσιγάρο και τράβηξε βαθιά τζούρα. Κατάλαβε απ’ την μυρωδιά πως ήταν καλό. Μισόκλεισε τα μάτια και γέλασε με τις εικόνες που του ήρθαν στο μυαλό.

«Ζορμπάς;» άκουσε την φωνή του μάγειρα, ώρα αργότερα, και γύρισε και τον κοίταξε. «Πάλι χάλια;» συνέχισε εκείνος και ο Τάσος έγνεψε καταφατικά.

«Μ’ άφησες καθόλου ρε;»

«Ε, ναι, ρε. Πάρε» απάντησε χαμογελώντας ο Τάσος.

«Τι θα κάνεις έξω;» ρώτησε ο Ασημάκης καθώς έπαιρνε στα χέρια του το τσιγάρο.

«Που ξέρω; Έχω κλείσει δουλειά και χρωστάω καμιά τριανταριά μαθήματα για να πάρω το πτυχίο».

«Τι δουλειά ρε κουφάλα;»

«Αφεντικό» σχολίασε γελώντας ο Τάσος.

«Τι αφεντικό ρε σαρδανάπαλε;»

«Έχει ο κολλητός μου μια μπίζνα. Καλή μπίζνα. Σκυλάδικο. Φεύγει φαντάρος τώρα, αρχές Απρίλη. Θα το αναλάβω εγώ μέχρι να επιστρέψει. Καλά λεφτά, συν ποσοστά, συν κάτι άλλες δουλίτσες που τρέχουν από πίσω, συν τα λογιστικά… Εσύ;»

«Εγώ, σειρά, έκανα τα χαρτιά και θα μείνω μέσα. Δεν έχω τίποτα εκεί έξω και δεν γουστάρω να γυρίσω πουθενά»

«Καραβανάς ρε Ασημάκη;» σχολίασε με έκπληξη ο Τάσος.

«Άσε ρε Τάσο… Καραβανάς και παπαριές. Καλύτερα στο «μια ζωή και σήμερα» και στην σιγουριά μου».

«Εσύ ξέρεις φιλαράκι μου. Εσύ ξέρεις» μουρμούρισε ο Τάσος κι ύστερα πιάστηκαν μαζί να ετοιμάσουν το πρωινό.

Στις εννιά και δέκα πέρασε την πύλη του στρατοπέδου, φορτωμένος μ’ ένα σάκο, φορώντας τα πολιτικά του, περιμένοντας ταξί για να τον πάει στον σταθμό. Είχε ήδη τελειώσει μ’ όσα είχε να κάνει μέσα. Είχε γράψει την άδειά του, είχε ετοιμάσει τα πάντα, ήταν σίγουρος πως θα γυρίσει για να πάρει το χαρτί της απόλυσης. Αυτό θα ήταν το προτελευταίο του ταξίδι. Από το στρατόπεδο στον σταθμό, από ‘κει με τραίνο στην πόλη του κι εκεί κάτι θα έβρισκε να κάνει. Δεν ήθελε να γυρίσει για κανένα λόγο στο πατρικό του.

Ξεράθηκε στον ύπνο μόλις έπιασε θέση. Δεν είχε προλάβει να ξεκινήσει το τραίνο. Μισάνοιγε που και πού τα μάτια, κοίταξε έξω, δεν καταλάβαινε που βρισκόταν και το έριχνε ξανά στον ύπνο. Θα ‘ταν κανένα μισάωρο πριν φτάσει στον προορισμό του όταν τον ξύπνησε το κινητό που χτυπούσε σαν δαιμονισμένο. «Τι σκατά γράφει, γαμώ;» άρχισε να λέει όταν δεν κατάφερε να δει την οθόνη του τηλεφώνου μιας και τον στράβωνε ο απογευματινός ήλιος. «Έλα, ποιος;» έκανε βραχνά στο τηλέφωνο.

«Τασούλη, τι ώρα φτάνει το τραίνο σου;»

«Έλα ρε κουφετάκι… Που ξέρω… Τι ώρα είναι;»

«Κοντεύει πέντε».

«Φτάνω… Ξέρω ‘γω; Λογικά, σε μισή ώρα θα είμαι στο σταθμό».

«Θέλεις να έρθω να σε πάρω; Πήρα ρεπό σήμερα» του έκανε γλυκά η Νίκη στο τηλέφωνο και χωρίς να το σκεφτεί της απάντησε με ένα κοφτό «Ναι».

«Ξανακοιμήσου, νυσταγμένο μου καμάρι, και θα τα πούμε από κοντά».

«Μιλάμε» της είπε πριν το κλείσει και το βάλει στην τσέπη του. «Γλυτώσαμε και το ταξί» μουρμούρισε πριν ξανακοιμηθεί.

Το πρώτο πράγμα που έκανε μόλις έφτασε στο σταθμό, ήταν να κατεβάσει το γυαλί ηλίου που ‘χε μονταρισμένο στο κεφάλι του όλη τη μέρα. «Βρέξε βρε πούστη, βρεξε! Μας έχεις λιώσει στις βροχές, βρέξε και σήμερα!» είπε προς τον ουρανό. Φόρτωσε τον σάκο, κατέβηκε απ’ το τραίνο και βρήκε την Νίκη να τον περιμένει στην αποβάθρα με ένα καφέ στο χέρι.

«Με τα χεράκια μου στον έφτιαξα» του είπε γλυκά.

«Γλυκό;» την ρώτησε βουτώντας της τον καφέ.

«Πετιμέζι».

«Τα κλειδιά» της είπε κοφτά ο Τάσος κι εκείνη, γελώντας, του έδωσε τα κλειδιά του αυτοκινήτου.

«Τα νέα σου» του είπε μόλις φόρτωσαν τα πράγματά του και ξεκίνησαν.

«Ποια νέα ρε κουφετάκι; Δεν έγινε και τίποτα απ’ την προηγούμενη βδομάδα που μιλήσαμε. Σκοπιές και αγγαρείες, αγγαρείες και σκοπιές. Πώς και σου έδωσε το αυτοκίνητο η Ντίνα;»

«Με καλοπιάνει για να γυρίσω σπίτι. Νοίκιασα. Σου ‘πα;»

«Όχι, δεν μου πες».

«Θα πάμε μετά να το δεις…» άρχισε να λέει η Νίκη κι ο Τάσος σταμάτησε να δίνει σημασία στην φλυαρία της. Έβαλε πλώρη για το πατρικό του, ήθελε να παρατήσει τα πράγματά του κάπου και να γυρίσει λίγο έξω σαν άνθρωπος, χωρίς παραλλαγή, χωρίς σκοτούρες, χωρίς «μάλιστα» και «διατάξτε». Αυτό ακριβώς έγινε. Ούτε που χαιρέτισε όταν έφτασε στο σπίτι του. Απλώς παράτησε τον σάκο στο σαλόνι κι έφυγε όσο αθόρυβα μπήκε.

«Θέλω να πάω βόλτα» είπε γελώντας στην Νίκη όταν ξαναμπήκε στο αυτοκίνητο.

«Θέλω να σου δείξω το σπιτάκι μου» απάντησε εκείνη με παράπονο.

«Είναι μακριά;»

«Όχι».

«Δώσε οδηγίες».

Το διαμέρισμα της Νίκης ήταν αρκετά μικρό. Το σαλόνι είχε γίνει κάτι μεταξύ καθιστικού και υπνοδωματίου, είχε διπλό κρεβάτι, κομοδίνα, ένα μικρό σαλονάκι και μια τηλεόραση. Η κουζίνα εξίσου μικρή. Το μπαλκόνι έβλεπε σ’ έναν άχαρο ακάλυπτο και το μπάνιο μαρτυρούσε την ηλικία του διαμερίσματος. «Τρώγεται» σχολίασε ο Τάσος που το επεξεργαζόταν και ανοιγόκλεινε πόρτες.

«Σαν κι εσένα» του απάντησε η Νίκη.

«Κουφετάκι, να κάνω ένα μπάνιο πρώτα και μετά ό,τι θες. Βρωμάω σαν αδέσποτο».

«Το ξέρεις ότι σ’ αγαπάω και βρόμικο» του απάντησε κοφτά πριν τον ρίξει στο κρεβάτι κι ανέβει πάνω του.

«Γαμώ, τα νύχια σου, γαμώ!» ούρλιαξε λίγα λεπτά αργότερα ο Τάσος.

«Δεν κατάλαβα; Όταν μου ‘ρχοσουν μακελεμένος απ’ την άλλη, ήταν καλά; Γιατί απ’ όσο θυμάμαι, δεν της φώναξες ποτέ» του είπε νευριασμένα εκείνη.

«Έλα, άστο, τελείωνε. Ξεκαβάλα».

«Όχι, κύριος, θα απαντήσεις».

«Πούλο λέμε, τι δεν καταλαβαίνεις ρε;»

«Πούλο, βλάκα, να πας να πεις στην Αλεξάνδρα σου. Όχι σε μένα. Πάρ’το πίσω γιατί θα σ’ ανοίξω το κεφάλι!»

Παράταιρη η σκηνή. Εκείνος ξαπλωμένος, εκείνη πάνω του, το χέρι της είχε γίνει γροθιά και ήταν έτοιμο να κατέβει στο στέρνο του. Έτσι κατέληγαν οι μέρες που ο ένας από τους δύο είχε νεύρα και ήθελε κάπου να τα ξεσπάσει. Οι περισσότερες ημέρες, δηλαδή, που κατέληγαν μαζί στο κρεβάτι.

«Ρε, δεν γαμιέστε λέω ‘γω κι εσύ κι η Αλεξάνδρα, να πούμε;» της είπε αγανακτισμένα καθώς προσπαθούσε να την διώξει από πάνω του.

«Αυτό, ρε, δεν ήρθες να κάνεις; Να γαμήσεις και να φύγεις;» ούρλιαξε η Νίκη που ‘χε ματώσει τα ούλα της από το σφίξιμο των δοντιών της.

«Αυτό νομίζεις πως κάνω; Πως έρχομαι, σε γαμάω κι ύστερα φεύγω; Αυτός νομίζεις πως είμαι; Άντε, κοριτσάκι μου, τράβα να κοιταχτείς σε κανένα γιατρό, γαμώ τα κόμπλεξ σου και την βλακεία που σε δέρνει».

«Εγώ, ρε κλαψομούνη;»

«Ναι. Εσύ! Που θα με συγκρίνεις με τον κάθε τυχάρπαστο που του κάθεσαι…»

Η σφαλιάρα που έφαγε έκανε το αυτί του να βουίζει. Δαγκώθηκε για να μην την χτυπήσει. Κατάφερε να μαζέψει όση ψυχραιμία του είχε απομείνει, την πέταξε από πάνω του και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Βάρεσε μπουνιά σ’ ένα τοίχο με τόση δύναμη που εκείνη η σύγκρουση αντήχησε υπόκωφα σ’ ολόκληρο το σπίτι. Άρχισε να βρίζει σχεδόν άηχα, μέσα από τα δόντια του.

«Τασο… Συγ-»

«Όχι ρε! Δεν την δέχομαι! Μια κωλοβόλτα ήθελα να κάνω στην κωλοπόλη που έχω να δω τρείς ολόκληρους γαμημένους μήνες με τον κωλοστρατό και τις κωλοϋποχρεώσεις και να δω δυο – τρεις γαμημένους κωλάνθρωπους που μου έλειψαν και αντ’ αυτού πρέπει να ανεχτώ το κάθε γαμημένο σου γούστο και καπρίτσιο, επειδή, κουφετάκι, έχεις την γαμημένη συνήθεια να βάζεις όλο τον κόσμο στο ίδιο γαμημένο τσουβάλι γαμώ την καταδίκη μου!»

«Έχεις…»

«Να το κάνω τι, ρε, το γαμημένο το δίκιο που έχω κάθε γαμημένη φορά που γίνεται το ίδιο γαμημένο σκηνικό;» συνέχισε να φωνάζει ο Τάσος.

«Θέλεις να σ’ αφήσω να ηρεμήσεις;» τον ρώτησε δισταχτικά η Νίκη πριν σηκωθεί από το κρεβάτι.

«Να καθίσουμε να γαμωμιλήσουμε θέλω! Να ξεκαθαρίσουμε τι στα σκατά, επιτέλους, θα είμαστε εμείς οι δύο! Δεν αντέχω άλλο ρε, πως το λένε; Κουράστηκα με τις μαλακίες σας! Κουράστηκα! Μπαλάκι είχα γίνει έναν ολόκληρο χρόνο, φτάνει πια, Νίκη! Ο μαλάκας, κούκλα μου, πέθανε! Του ρίξαμε και χώμα από πάνω, τον χτίσαμε, του ανάψαμε και το γαμημένο καντήλι. Τέλος λέμε!»

«Να πούμε τι, ρε Τάσο; Αφού δεν ξέρουμε τι θέλουμε. Ούτε εγώ, ούτε εσύ…»

«Εγώ ξέρω τι θέλω…» την διέκοψε.

«Αρχίδια ξέρεις. Σχέση, αγόρι μου, είναι όταν έχεις νεύρα να κάθεσαι και να συζητάς κι όχι να πας και να ξενοπηδάς. Σ’ είδα και στην προηγούμενη σχέση σου πως ήσουν. Στα ζάλιζε η Αλεξάνδρα, τσούπ εμφανιζόσουνα. Ένα γαμημένο βράδυ δεν κοιμήθηκες μαζί μου, αχ μωρέ, σε περίμενε η Αλεξάνδρα σου!» φούντωσε η Νίκη.

«Σου ‘χα πει να την χωρίσω και να ‘μαστε μαζί και τι μου απάντησες; Να μείνουμε φίλοι! Έτσι δεν μου ‘χες πει;»

«Ρε μαλάκα κοντέ, με δουλεύεις; Φρικάρισα ρε εκείνο το πρωί! Πόσες φορές πρέπει να στο πω για να το εμπεδώσει η άδεια σου η γκλάβα ρε; Φρικάρισα, αγόρι μου, πως το λένε;»

«Τέρμα τα παιχνίδια, Νίκη. Δεν έχω άλλο καιρό για σκότωμα. Πάρε αποφάσεις» της είπε ήρεμα ο Τάσος για να μην ρίξει περισσότερο λάδι σ’ εκείνη την φωτιά που ‘χε πια φουντώσει.

«Τι αποφάσεις να πάρω;» τον ρώτησε ειρωνικά.

«Τι θα γίνει με μας».

«Όταν μάθεις να μιλάς, θα το συζητήσουμε. Μέχρι τότε, καλά είμαστε όπως είμαστε» του απάντησε κι ύστερα έφυγε για την κουζίνα. Την ακολούθησε ο Τάσος. Έβγαλε τα τσιγάρα του κι άναψε ένα. «Δεν θέλω να ‘μαστε μαλωμένοι» της ψιθύρισε καθώς φυσούσε τον καπνό του.

«Αχ, μωρέ Τάσο, ούτε κι εγώ το θέλω» του απάντησε με παράπονο.

«Να πάρω τα παιδιά τηλέφωνο, να κανονίσω να βγούμε το βράδυ;» την ρώτησε χαμογελώντας.

«Να τους πάρεις. Αλλά όχι για πολύ αργά» του απάντησε.

«Γιατί; Αφού έχεις ρεπό σήμερα…»

«Και σχέδια τα οποία συμπεριλαμβάνουν και εσένα» τον διέκοψε.

«Ωχ…» έκανε ο Τάσος.

«Αδειούχος είσαι. Δεν σε κυνηγάει κανένας. Στην μάνα σου, ξέρω, δεν θες να γυρίσεις… Άρα;» του είπε κρυφογελώντας.

«Άρα;» απόρησε ο Τάσος.

«Να κοιμηθούμε μαζί, απόψε;» πρότεινε η Νίκη κλείνοντάς του το μάτι παιχνιδιάρικα.

«Μέσα» της είπε ο Τάσος πριν ψαρέψει απ’ την τσέπη του το κινητό κι αρχίσει τα τηλέφωνα.

Τους χάλασε τα πλάνα η δουλειά της Νίκης, εκείνο το απόγευμα. Έπρεπε να πάει εκτάκτως για δουλειά επειδή κάποια άλλη κοπέλα είχε αρρωστήσει. Ήταν ήδη οχτώ όταν το έμαθε και είχε μια ώρα μπροστά της για να ετοιμαστεί και να φύγει. Όπως, επίσης, είχε να κάνει κι ένα σκασμό πράγματα.

«Λοιπόν, άκου. Παίρνουμε το αυτοκίνητο, περνάμε από το σπίτι σου, παίρνεις ρούχα, πάμε και παρατάμε το αυτοκίνητο στην Ντίνα, κάνουμε μπάνιο εκεί, ντυνόμαστε και βγαίνουμε. Ούτως ή άλλως, εκεί θα πηγαίναμε» του είπε η Νίκη όταν έκλεισε το τηλέφωνο και αφού έβρισε εργοδότη και συναδέλφους.

«Δεν θα προλάβουμε, κουφετάκι» της είπε γκρινιάρικα ο Τάσος.

«Ρε, σήκω, θα προλάβουμε» του απάντησε. Βούτηξε μερικά ρούχα, την τσάντα της και τα κλειδιά της, πήρε τον Τάσο απ’ το χέρι και βγήκαν στον δρόμο. Είχε πια σκοτεινιάσει και το ρολόι μέτραγε ήδη αντίστροφα.

Η πρώτη στάση τους ήταν στο σπίτι του Τάσου. Κατέβηκε βιαστικά από το αυτοκίνητο, άνοιξε την πόρτα της μονοκατοικίας που έμενε, παράτησε πάνω τα κλειδιά και χώθηκε στο σπίτι. «Άσε με, μάνα, βιάζομαι! Ναι, τι ακόμα δεν γύρισα, έχω να πάω για δουλειά μάνα! Μη μου γανώνεις τα αρχίδια ακόμα δεν γύρισα!» τον άκουσε η Νίκη να φωνάζει απ’ την ανοιχτή πόρτα και προσπάθησε να πνίξει το γέλιο της. Ο Τάσος συνέχισε να μαλώνει με την μάνα του μέχρι που πήρε παντελόνι, σακάκι, πουκάμισο, γραβάτα και τα συναφή, τα παράχωσε σε μια σακούλα, και βγήκε απ’ το σπίτι εξαπολύοντας βρισίδια προς τον θεσμό της οικογένειας.

«Ξεκίνησε η Φρόσω;» τον ρώτησε η Νίκη όταν πια ο Τάσος είχε καθίσει στην θέση του συνοδηγού.

«Να δω ποια μέρα θα την χτυπήσω… Τίποτα ρε, κάνε να ξεκινήσω από βδομάδα δουλειά στου Σάκη, να πάω να πιάσω ένα ρημαδοξενοδοχείο μέχρι να τακτοποιηθώ, γιατί θα με κλείσουν φυλακή» σχολίασε οργισμένα ο Τάσος.

«Έλα σε μένα, μόνη μου μένω» του απάντησε αδιάφορα η Νίκη.

Την στραβοκοίταξε ο Τάσος, μα δεν μίλησε. Δεν ήθελε ούτε να φλερτάρει μ’ αυτή την πρόταση, πόσο μάλιστα να καθίσει και να την συζητήσει σοβαρά. Δεν μίλησαν καθόλου μέχρι να φτάσουν στο παλιό σπίτι της Νίκης και να παρκάρουν το αυτοκίνητο.

«Είναι εδώ το Ντινάκι;» ρώτησε ο Τάσος.

«Η αδυναμία σου; Λογικά θα λιώνει στην τηλεόραση».

«Ξέρεις τι έχει να μας σούρει πάλι;».

«Η Ντίνα; Ναι. Έχω προετοιμαστεί ψυχολογικά» σχολίασε η Νίκη καθώς άνοιγε την πόρτα. «Μπα! Καλώς το απολωλώς!» φώναξε η Ντίνα από την πολυθρόνα που είχε καθίσει, χωρίς να πάρει τα μάτια της από την τηλεόραση που έπαιζε χαμηλόφωνα.

«Καλησπέρα, μητέρα» είπε η Νίκη γλυκά και η Ντίνα γύρισε απότομα να την κοιτάξει. «Μητέρα;» ρώτησε κι ύστερα είδε τον Τάσο. «Τασάρα; Που ‘σαι ρε φανταράκι; Μαύρα μάτια κάναμε να σε δούμε…»

«Μαμά, βιαζόμαστε!» της φώναξε η Νίκη τραβώντας τον Τάσο προς το παλιό της δωμάτιο.

«Που πάτε, βρε βλαμμένα παιδιά, το έχω κάνει αποθήκη. Στο δικό μου δωμάτιο πάτε» σχολίασε η Ντίνα και η Νίκη γύρισε και την αγριοκοίταξε. «Μαμά, θα βγούμε έξω και μας πιέζει ο χρόνος. Ένα μπάνιο θα κάνουμε, θα ντυθούμε και θα φύγουμε. Άσε και με πήραν τηλέφωνο τελευταία στιγμή να πάω για δουλειά…»

«Σπίτι δεν έχεις, κυρία μου; Που σηκώθηκες κι έφυγες…»

«Ναι, ναι, ναι, μαμά, αλλά έπρεπε να σου φέρω το αυτοκίνητο και έπρεπε να πάρει και ο Τάσος ρούχα από το σπίτι του και…»

«Και ο Τάσος μπορούσε να ετοιμαστεί σπίτι του κι εσύ εδώ» την διέκοψε η Ντίνα που στο πρόσωπό της είχε σχηματιστεί μια έκφραση θριάμβου.

«Αμάν ρε μαμά! Βιαζόμαστε λέμε! Πετσέτες που έχεις;» φώναξε η Νίκη.

«Εκεί που τις είχα πάντα» απάντησε πριν γυρίσει στην τηλεόραση. «Κανόνισε, τρανέ, να αρχίζει να σκούζει πάλι, θα σου φάω τα αυτιά! Έχει το σήριαλ μου και θέλω να το παρακολουθήσω» σχολίασε ατάραχα η Ντίνα και ο Τάσος κοίταξε την Νίκη με απορία.

«Εσένα λέει» του είπε άηχα. Βούτηξε πετσέτες και τον τράβηξε μαζί της στο μπάνιο.

«Γιατί με είπε τρανό;» έκανε απορημένα ο Τάσος.

«Δεν σου λέω γιατί θα το πάρεις πάνω σου. Γδύσου, δεν θα μπούμε μέσα με τα ρούχα» του απάντησε.

«Ρε, πες ρε».

«Για το χριστουγεννιάτικο» του απάντησε.

«Ποιο χριστουγεννιάτικο;»

«Τασούλη, τελείωνε, βιαζόμαστε».

«Για τον καβγά που ρίξαμε τα Χριστούγεννα;» ρώτησε μπαίνοντας στην μπανιέρα.

«Για το μετά τον καυγά λέει μωρέ. Τρανός εραστής κι έτσι. Λες και δεν την ξέρεις την Ντίνα, τώρα θα την μάθεις» του απάντησε γελώντας ειρωνικά η Νίκη.

«Προλαβαίνουμε;» ψιθύρισε ο Τάσος.

«Πάντα προλαβαίνουμε, δεν τα ρωτάμε αυτά».

Έκλεισε σφιχτά τα μάτια του ο Τάσος και έδειξε με το δάχτυλο προς το σαλόνι; «Τι;» έκανε η Νίκη.

«Τρανέ! Κανονίστε την πορεία σας! Ήρεμα γιατί αποσυντονίζομαι» φώναξε η Ντίνα απ’ το σαλόνι.

«Μόνο εγώ ξεχνάω πως το παράπηγμα δεν έχει ηχομόνωση ε;» ρώτησε η Νίκη κι ο Τάσος έβαλε τα γέλια μαζί της. «Βλαμμένε, σ’ αγαπάω. Στο ‘χω πει ποτέ;» τον ρώτησε και του έκοψε το γέλιο. Στραβοκατάπιε ο Τάσος. Άρχισε να βαράει γρήγορα η καρδιά του. Ένιωσε πως την έβλεπε για πρώτη φορά μπροστά του ή πως άλλαξε το φίλτρο του οπτικού του πεδίου.

Μία φορά του το είχε πει. Εκείνο, το πρώτο βράδυ που η κόντρα τους έφτασε στα άκρα. Έκαναν παρέα απ’ το λύκειο. Από το βράδυ που χώρισε ο Βασίλης με την Έλενα. Από εκείνο το βράδυ που την βούτηξε απ’ την μέση και την απομάκρυνε από την παρέα του γιατί θα έδερνε τον Πάνο, μαζί της. Εκείνη την Κυριακή άραξαν μαζί μέχρι αργά, ήπιαν, κάπνισαν, κοιμήθηκαν στα στρώματα που ήταν πεταμένα στο δωμάτιό της. Ο καλύτερος και ο πιο ποιοτικός ύπνος που είχε κάνει. Τρέχοντας είχε πάει το πρωί στο σπίτι για να πει πως κοιμήθηκε στου Θανάση και να πάρει την τσάντα του για να πάει στο σχολείο. Εκείνο το βράδυ έγιναν φιλαράκια κι έτσι την έβλεπε ο Τάσος. Σαν φίλη. Πολλές φορές την έβαζε ακόμη και πάνω από τους κολλητούς του. Η Νίκη τον καταλάβαινε. Ακόμη κι αν κοντραριζόντουσαν συνέχεια και τα καυγαδάκια τους θύμιζαν ερωτευμένο ζευγάρι, ήταν ξεκαθαρισμένοι οι ρόλοι τους. Ήταν φίλοι και δεν ήταν τίποτε παραπάνω.

Μέχρι κι εκείνο το βράδυ που χώρισε ο Τάσος, που πήρε τους δρόμους, που έβαλε φωτιά στα πάντα, ήταν φίλοι. Έτσι έλεγαν. Μόνο που εκείνο το βράδυ, για κάποιο λόγο που κανείς τους δεν είχε καταλάβει, η πλάκα ξεπέρασε κάθε προηγούμενο και κάθε όριο. Δεν ήθελε κανείς από τους δύο να κάνει πίσω. Τσιτωμένοι ήταν και οι δύο μέσα στο αυτοκίνητο που ‘χε χαράξει πορεία για το σπίτι της. Το πάρκαραν όπως – όπως απ’ έξω. Άνοιξε η Νίκη και μπήκαν μέσα αθόρυβα. Περπάτησαν στις μύτες μέχρι το δωμάτιό της. Πάντοτε, μέχρι κι εκείνο το βράδυ, κάποιος έκανε πίσω την τελευταία στιγμή. Ίσως να μην είχαν φτάσει ποτέ τόσο μακριά, μα δεν ήταν αργά για να το αφήσουν εκεί.

«Σ’ αγαπάω ρε βλάκα. Δυο χρόνια ψάχνω το κουράγιο να στο πω» του είχε πει γαλήνια εκείνο το πρωί πριν ξαπλώσει στο στήθος του και αποκοιμηθεί.

«Τάσο; Είσαι καλά; Πάνιασες!» άκουσε την φωνή της σαν να ερχόταν από κάποια άλλη, μακρινή, διάσταση και πετάρισε τα βλέφαρά του.

«Καλά είμαι» μουρμούρισε βραχνά κι έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του.

«Σίγουρα;»

«Σίγουρα, κουφετάκι».

«Πες μου τι σε βασανίζει» επέμεινε η Νίκη.

«Να το συζητήσουμε το βράδυ; Μαζί δεν θα κοιμηθούμε απόψε;» της απάντησε για να αποφύγει την συζήτηση.

«Σύμφωνοι. Περιμένω».

Έφτασαν στο μαγαζί στις εννιά και τέταρτο. Η Νίκη μπήκε μέσα απ’ το μπάρ κι ο Τάσος στάθηκε απ’ έξω και περίμενε τους υπόλοιπους που ‘χαν συμφωνήσει να βρεθούν εκεί κατά τις εννιά και μισή. Ο πρώτος που φάνηκε ήταν ο Βασίλης. Πάντα πιστός στην ώρα του σαν να είχε καταπιεί ρολόι. Κυκλοφορούσε καινούρια γυναίκαι κι έδειχνε χαρούμενος. Ήρθε κι ο Θανάσης κατά τις δέκα μαζί με την κοπέλα του. Έπιασαν όλοι μαζί την πάρλα. Είχαν να μοιραστούν πολλά. Από την μία έπεφταν στο τραπέζι οι εμπειρείες του Τάσου και του Βασίλη από τον στρατό και το δούλεμα στον Θανάση που έφτανε ο καιρός που θα παρουσιάζοταν και από την άλλη η Ναταλία, η καινούρια κοπέλα του Βασίλη, είχε πιάσει κουβέντα με την Εύα στα αγγλικά.

«Ο μαλάκας ο ποζεράς…» μονολόγησε κατά τις τρείς το χάραμα ο Τάσος, όταν το μαγαζί είχε σχεδόν αδειάσει και περίμεναν όλοι να σχολάσει η Νίκη για να το συνεχίσουν αλλού. «Θα τον φυτέψω μαλάκες. Το αρχίδι ακόμη και στην Νίκη κολλάει» συνέχισε τον συνειρμό του ο Τάσος.

Σηκώθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα με τον Θανάση για να τον βουτήξουν, μα τους έκοψε την φόρα η φωνή του Βασίλη που ήταν περισσότερο νηφάλιος. Βγήκε έξω από το μαγαζί με τον Πάνο κι ο Τάσος τους κοίταζε από μέσα. «Θα κάνει μαλακία ο φευγάτος, Σάκη» μουρμούρισε ο Τάσος όταν είδε τον Βασίλη να σφίγγει τις γροθιές του.

Αναίμακτη ήταν η μικροσυμπλοκή μεταξύ παλιών φίλων και νυν εχθρών. Το έβαλε στα πόδια ο Πάνος όταν είδε τον Θανάση να βγάζει ένα αεροβόλο πιστόλι και να το στρέφει στο κεφάλι του Βασίλη. Το αδύναμο σημείο του το ήξεραν όλοι. Στο τσάκ τον πρόλαβαν την τελευταία φορά που προσέβαλλε κάποιος την Μελίνα μπροστά του. Τρεις έπεσαν πάνω του για να τον κάνουν καλά.

Ύστερα έφυγαν για τα «Μαχαιρώματα». Χωρίς να γίνει κανένα απολύτως σχόλιο, χωρίς να θιχτεί καμία κατάσταση. Τρία ζευγάρια στο καλύτερο τραπέζι του μαγαζιού κι ο Τάσος πρώτη μούρη στην πίστα. Πήγε να πιάσει την πάρλα στον Θανάση μα τον έκοψε εκείνος. «Θα τα μιλήσουμε αύριο το απόγευμα. Άσε να χαρούμε απόψε, χωρίς δουλειές και σκοτούρες» του ‘χε πει.

Κάπου θόλωσε ο λογισμός του και του ‘ρθαν σκηνές που ‘χε ζήσει στο παρελθόν. Άρχισε να κουνιέται σαν εκκρεμές στο τραπέζι. Κάποιος τον είχε ρωτήσει αν ήταν καλά κι εκείνος είχε απαντήσει πως τίποτα σημαντικό δεν συνέβη σήμερα, πριν πάρει το σακάκι του και βγει με φόρα από το ξενυχτάδικο. Επιβιβάστηκε σε ένα ταξί που μόλις είχε ξεφορτώσει κι έφυγε.

«Για πού;» ρώτησε ο ταξιτζής.

«Εικοστής έκτης… Άσε με στις αρχές, θα περπατήσω» μουρμούρισε ο Τάσος που δεν είχε όρεξη για μασλάτι.

Όταν έφτασε στον προορισμό του, πλήρωσε, κατέβηκε απ’ το ταξί, άναψε τσιγάρο, και ροβόλησε τον άδειο από κίνηση δρόμο. Έστριψε σε μια κάθετη, μουρμούρισε κάτι που ούτε ο ίδιος κατάλαβε τι ήταν και σταμάτησε έξω από ένα μαγαζί. Κοίταξε τον πορτιέρη. Δεν τον αναγνώριζε. «Ο Δανιήλ είναι μέσα;» ρώτησε κοφτά για να δει το κεφάλι του ξυρισμένου πορτιέρη να γνέφει καταφατικά και να ανοίγει την βαριά πόρτα.

Άδειο ήταν το κωλάδικο. Μια παρέα καθόταν στο μπάρ κι άλλη μία παραδίπλα. Έπιασε μια γωνιά ο Τάσος, κάθισε, έλυσε την γραβάτα του και την έχωσε στην μέσα τσέπη του σακακιού. Τον είδε από μακριά ο ιδιοκτήτης και πήγε προς το μέρος του.

«Τα ‘χω ξεχάσει τα ρώσικα που ‘μαθα κάποτε, ταβάριτς» είπε γελώντας ο Τάσος, όταν άκουσε τον γεροδεμένο ιδιοκτήτη του μαγαζιού να μιλάει την μητρική του.

«Πολίτης επιτέλους ε;» τον ρώτησε εκείνος γνέφοντας προς το μπαρ.

«Σε δεκαεννιά μέρες» αναστέναξε ο Τάσος.

«Να βάλω βότκα; Πίνεις;»

«Και νίτρο για τα αμάξια πίνω απόψε».

«Γυναίκα;»

«Η γυναίκα. Με κεφαλαίο ήττα. Βάσανο».

«Πως πας;» ρώτησε τον Τάσο κι ύστερα κάτι είπε στον σερβιτόρο που ‘χε φτάσει μπροστά τους. Κούνησε το κεφάλι του εκείνος και ξαναέφυγε.

«Πώς να πάω; Σκατά» δήλωσε ξεφυσώντας ο Τάσος.

«Α ρε Στας, από λόγια δεν θες να πάρεις… Τ’ αδέρφι μου το μικρό έφυγε απ’ τις παλαβομάρες της. Λες, δε με πειράζει; Γι αυτό δεν ασχολούμαι; Μην μπλέξεις ξανά. Είναι διάολος αυτή η γυναίκα. Διάολος κανονικός, φίλε μου».

«Δεν είν’ αυτή. Τέλειωσε η ιστορία με την Αλεξάνδρα» απάντησε ο Τάσος κοφτά.

«Η κοντή;» τον ρώτησε κι ύστερα κάγχασε όταν είδε τον Τάσο να κουνάει το κεφάλι του. «Τις διαλέγουμε αδερφέ μου, σαν τα άλογα που τζογάρουμε. Όσο μεγαλύτερο το τίμημα, τόσο περισσότερα βάζουμε. Κατάρα είναι αυτό. Κατάρα».

«Δεν ξέρω, Ντάνια. Τι σου λέω κι εσένα νυχτάτικο μωρέ…» σχολίασε ο Τάσος όταν είδε τον σερβιτόρο να πλησιάζει με ένα μπουκάλι βότκα και ποτήρια.

«Στην υγειά μας, Στας» του είπε όταν γέμισε τα ποτήρια και του έδωσε το ένα.

«Ζα ζνταρόβια, Δανιήλ» απάντησε ο Τάσος.

«Την προφορά την έχεις ακόμα» σχολίασε όταν κατέβασαν μονορούφι τα ποτά τους.

«Τα μόνα που κράτησα απ’ την ιστορία αυτή…» έκανε ο Τάσος κι έπειτα τράβηξε μια βαθιά τζούρα από το τσιγάρο του για να σβήσει το κάψιμο της βότκας. «… την προφορά και το ξεφτιλίκι».

«Ψυχή βαθιά, Στας. Ψυχή βαθιά, μικρέ. Για όσα ήρθαν κι όσα πέρασαν. Δεν θα ‘ρχόντουσαν αλλιώς τα πράματα. Σας το ‘χα πει τότε, και σ’ εσένα και στον Βαγιάκο…»

Έκανε νόημα ο Τάσος στον Δανιήλ να σωπάσει. Κούνησε το κεφάλι του θλιμμένα και γέμισε ξανά το ποτήρι. Άναψε κι άλλο τσιγάρο, δεν είχε παρατηρήσει πως είχε ήδη ένα στο τασάκι. Είχαν θολώσει οι σκέψεις του και είχε γαληνέψει αρκετά το μυαλό του. Έφυγε ο Δανιήλ και τον άφησε μόνο του. Μετά έβαλε ακόμη ένα κι ύστερα ακόμη ένα. Κοίταξε το μπουκάλι κι είχε φτάσει στη μέση. Δεν είχε καταλάβει πότε τα ‘χε πιεί.

Πετάρισε τα βλέφαρα όταν ένιωσε πως κινούνταν. Ήταν σίγουρος πως δεν περπατούσε, μα αυτή η αίσθηση πως τσουλούσε κάπου, ήταν πραγματική. Την είχε νιώσει πολλές φορές στο παρελθόν, χωρίς να μπορεί να θυμηθεί που. Είχε αλλάξει το σκηνικό, είχαν χαθεί οι κόκκινοι δερμάτινοι καναπέδες του κωλάδικου και τα νέον φώτα που του έφτιαχναν απόκοσμη ατμόσφαιρα. Γύρισε το κεφάλι του και ακούμπησε κάτι κρύο. Ένα τζάμι που έσταζε. Έβρεχε κι ακουγόταν από κάπου ένας ήχος σαν ψίθυρος. Παρατήρησε τις σταγόνες που κυλούσαν αργά προς τα κάτω μέσα σε ένα απέραντο γκρι τοπίο. Προσπάθησε να σηκώσει το κεφάλι του για να δει και να καταλάβει που βρίσκεται μα δεν το κατάφερε. Το πάλεψε. Μόνο τα μάτια του μπορούσε να κουνήσει. Ένα μαύρο – γκρι χρώμα έδινε την θέση σε ένα άσπρο – γκρι με κόκκινες λωρίδες.

«Να κλείσω τα μάτια για μία και μόνη στιγμή και να ‘ναι όνειρο» σκέφτηκε και το έκανε. Δεν είχε κουράγιο για τίποτα πια. Ήθελε να αποποιηθεί όλες του τις ευθύνες και να φύγει, να πάει να ζήσει κάπου ξέγνοιαστα, κάπου ήρεμα, μόνος του, μακριά από τον κόσμο και τον πόνο που του προκαλούσε η συναναστροφή μαζί τους. Ύστερα ήρθε η δύσπνοια και ο βήχας. Ένιωσε πως πνίγεται. Το κεφάλι του τον διέλυε. Άνοιξε απότομα τα μάτια του κι ένιωσε πως τον έκαψε το δυνατό φως που γέμιζε τον χώρο. Άρχισαν να ξυπνάνε οι αισθήσεις του. Ήταν μούσκεμα. Παγωμένος μέχρι το κόκαλο. Σκεπασμένος. Ξαπλωμένος κάπου.

«Το κεφάλι μου, γαμώ την αμαρτία μου» μονολόγησε αναστενάζοντας πριν καταφέρει να ανοίξει για τα καλά τα μάτια του.

«Μπα, καμάρι μου, ξύπνησες;» άκουσε την φωνή της Νίκης και προσπάθησε να εντοπίσει από πού ερχόταν.

«Νερό…» μουρμούρισε. Έβαλε όλη του την δύναμη για να σηκώσει το κουφάρι του από το κρεβάτι. Είδε την Νίκη να βγαίνει από την κουζίνα με ένα μπουκάλι νερό και μια κούπα στα χέρια.

«Αυτό πρώτα!» του είπε επιτακτικά όταν πήγε να πάρει το μπουκάλι απ’ τα χέρια της.

«Τι είναι αυτό το σκατόπραμα; Απορρυπαντικό έριξες μέσα;» έκανε αηδιασμένος ο Τάσος όταν κατέβασε μια γουλιά απ’ το περιεχόμενο της κούπας.

«Για το hang over είναι, βλάκα. Πάλι καλά που ήρθαν και σε μάζεψαν τα παιδιά από κει που πήγες να μπεκροπιείς» του απάντησε και τον έβαλε, με το ζόρι, να πιεί το υπόλοιπο.

«Πονάω…»

«Πονάς; Καλά να πάθεις. Δεν φτάνει που σηκώθηκες κι έφυγες σαν τον κυνηγημένο, δεν φτάνει που πήραν σβάρνα τα παιδιά τα μαγαζιά γιατί είχες κλείσει το τηλέφωνο, δεν φτάνει που δεν ήθελες να φύγεις, ήθελες, σώνει και καλά να αρπαχτείς με τον Βασίλη» του είπε νευριασμένα κι ύστερα του έδωσε το χέρι για να τον σηκώσει απ’ το κρεβάτι. «Καφέ, καμάρι μου, θέλεις;» τον ρώτησε γλυκά γιατί είχε πάρει το πονεμένο του ύφος.

«Τι ώρα γύρισα;»

«Τι ώρα σ’ έφεραν, θες να πεις. Περασμένες εννιά».

«Αρπάχτηκα με τον Βασίλη; Γιατί;»

«Άσε το γιατί. Την κουβέντα που κάναμε το πρωί την θυμάσαι;»

«Τίποτα δεν θυμάμαι».

«Καλά» σχολίασε η Νίκη πριν σηκωθεί από το κρεβάτι.

Την ακολούθησε ο Τάσος στην κουζίνα και κάθισε στο τραπέζι. Την παρατηρούσε που έφτιαχνε καφέ. Ένα στραπατσαρισμένο πακέτο με τσιγάρα, δικό του, ήταν πάνω στο τραπέζι, δίπλα από το κινητό του που ‘χε κλείσει από μπαταρία. Έβγαλε κι άναψε τσιγάρο, έκανε μια τζούρα κι ύστερα το έσβησε. Ένιωθε πως έβραζε το μέσα του. Άρχισαν να έρχονται αποσπασματικές εικόνες στο μυαλό του, σαν να τις είχε δει σε κάποιο όνειρο. Ασύνδετες. Σαν κόμικ που δεν μπορούσε να καταλάβει, γιατί του έλειπαν τα προηγούμενα τεύχη.

Η Νίκη του πήγε τον καφέ κι ύστερα ακούμπησε στον πάγκο της κουζίνας. Σταύρωσε τα χέρια της. Τον κοίταζε με σουφρωμένα χείλη και κόκκινα μάτια. Έμοιαζε να ‘θελε να πει κάτι, μα δεν το έβγαζε από μέσα της. «Λοιπόν;» του είπε.

«Τι λοιπόν;» απόρησε ο Τάσος

«Περιμένω να θυμηθείς».

«Μην με δικάζεις πρωινιάτικο».

«Είναι απόγευμα. Σε περιμένει ο Σάκης να μιλήσετε για την δουλειά, αλλά, δεν πρόκειται να φύγεις αν δεν ξανακάνουμε την συζήτηση που κάναμε το πρωί. Βασικά, και να θες να φύγεις, δεν μπορείς να φύγεις, ηλίθιε, γιατί ήσουν τόσο στουπί το πρωί που ξέρασες πάνω στα ρούχα σου» συνέχισε ατάραχα η Νίκη χωρίς να κάνει κάποια κίνηση.

«Ωραία. Χαλάστηκα χθες. Πήγα κι έγινα τύφλα για να ηρεμήσω. Δεν φτάνει που νιώθω σαν να χτυπάνε σφυριά το κεφάλι μου, πρέπει να ακούσω και το κήρυγμα;»

«Γιατί χαλάστηκες;»

«Μη με τυραννάς ρε κουφετάκι…»

«Το έχουμε ήδη συζητήσει. Άσχετα αν δεν το θυμάσαι».

Γύρισε το βλέμμα του στο τραπέζι και κοίταξε τα τσιγάρα του. Πέθαινε για να κάνει ένα, μα τα πνευμόνια του δεν άντεχαν. Το άναψε. Προσπάθησε να καπνίσει. Έτριψε το πηγούνι του. Ήξερε γιατί χαλάστηκε και πίστευε πως δεν είχε κανένα νόημα να το συζητήσει με την Νίκη. Ήταν πεπεισμένος ότι δεν θα τους έβγαζε πουθενά. Της έριξε μια κλεφτή ματιά. Δεν είχε κουνηθεί καθόλου. Περίμενε.

«Ωραία. Για το χθεσινό «σ’ αγαπάω» χαλάστηκα. Ικανοποιήθηκες;» της είπε πριν ανάψει το τσιγάρο. Ρούφηξε τον καπνό, έβηξε, αναθεμάτισε και ξανατράβηξε τζούρα. Την κοίταξε. Αμετακίνητη. «Τι;» της είπε.

«Γιατί σε χάλασε;»

«Δεν έχει νόημα να το συζητήσουμε»

«Ποιο; Αυτό που έχουμε ήδη συζητήσει;»

«Δεν το θυμάμαι!» φώναξε ο Τάσος.

«Την συζήτηση μπορεί να μην την θυμάσαι. Την αιτία την θυμάσαι» του απάντησε γαλήνια εκείνη.

«Όχι» είπε ψέματα ο Τάσος. Ύστερα συνειδητοποίησε πως βούρκωνε. «Σκατά…» μονολόγησε. Πήρε μια βαθιά ανάσα, έκανε να μιλήσει, μα δεν του βγήκε τίποτα. «Σκατά ρε γαμώ την καταδίκη μου, σκατά» συνέχισε κι ύστερα τον έπιασαν οι λυγμοί. Πήγε και κάθισε στα πόδια του η Νίκη. Σήκωσε το κεφάλι του που κοίταζε πάτωμα και τον κοίταξε στα μάτια. «Σ’ αγαπάω ρε χαζέ. Πάντα σ’ αγαπούσα αλλά φοβόμουν να σου το πω… Κάπως έτσι τελείωσε η πρωινή μας συζήτηση» του είπε γλυκά.

«Σκατά;» ρώτησε ο Τάσος και έβαλαν μαζί τα γέλια, μα το κλάμα του δεν σταμάτησε.

«Όχι, γλυκέ μου. Μια χαρά τα είπες το πρωί. Δεν θέλω να μου τα πεις όλα πάλι. Θέλω μόνο να μου πεις γιατί σε χάλασε. Αυτό».

«Δεν έχει νόημα».

«Ρε Ζορμπά, μη με πιλατεύεις να πούμε. Είμαστε ζευγάρι πλέον, παλικάρι μου, και δεν είναι αργά για να αλλάξω γνώμη» αγρίεψε η Νίκη.

«Τι είμαστε;» έκανε ο Τάσος και το κλάμα του σταμάτησε μεμιάς.

«Σχέση» του απάντησε γλυκά η Νίκη. «Θα μου πεις τώρα;» συνέχισε.

Αναστέναξε ο Τάσος. «Ήμουν… Είμαι… Είμαι ερωτευμένος μαζί σου. Χρόνια τώρα. Κάθε φορά που πήγαινα να μιλήσω…»

«Αρκεί» τον έκοψε η Νίκη.

«Θα μ’ αφήσεις να τα πω τώρα που μου ήρθαν;»

«Δεν θέλω να σε πονέσω. Έκλαιγες απαρηγόρητα το πρωί. Έλεγες κι έλεγες και θυμόσουν και σκάλιζες και γύριζες πίσω. Άνοιξες την καρδιά σου και μαζί και την δική μου. Αν…»

«Αν;» την παρότρυνε ο Τάσος.

«Εδώ έρχονται οι δικές μου, επώδυνες, αλήθειες. Αν δεν κρυβόμουν πίσω απ’ την υποτιθέμενη φιλία μας, θα ‘χαν εξελιχθεί όλα διαφορετικά. Κανείς μας δεν θα πονούσε» του είπε θλιμμένα.

«Γιατί δεν το έκανες; Γιατί κάθε φορά που πήγαινα να μιλήσω μου πέταγες αυτό το «φίλοι Τάσο;» και με τσάκιζες;»

«Φοβόμουνα. Μεταξύ μας, ακόμα φοβάμαι. Δεν θέλω να σε χάσω απ’ την ζωή μου. Πήρα τεράστιο ρίσκο το πρωί…»

«Το ξέρω».

«Και τώρα τι;»

«Δεν ξέρω. Αλλιώς την είχα ονειρευτεί αυτή την μέρα…»

«Εγώ δεν θα μπορούσα να την ονειρευτώ διαφορετικά, γνωρίζοντας σε. Ο αεικίνητος Τάσος, στις εννιά το πρωί, τύφλα σουρωμένος, μετά από επίσκεψη σε βιζιτάδικο, μαλωμένος με τους φίλους του, υποβασταζόμενος, να με πιάνει και να μου λέει, είμαι ερωτευμένος μαζί σου μωρή χαμούρα…»

«Σοβαρά το είπα αυτό;» ρώτησε με έκπληξη ο Τάσος.

«Το πρώτο πράγμα που είπες μόλις σε έφεραν τα παιδιά» του απάντησε γλυκά.

«Δεν υπάρχω».

«Δεν υπάρχεις, μωρό μου».

«Μόνο στο σεξ με λες έτσι».

«Μόνο για σεξ δεν είσαι με τα χάλια που έχεις».

«Ποιος ρε; Ο τρανός;» απάντησε περιπαικτικά ο Τάσος, κλείνοντάς της το μάτι.

«Το ‘πα, η ηλίθια, πως θα το πάρει πάνω του» σχολίασε η Νίκη πριν τον φιλήσει με πάθος.

Φωτογραφία

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Ψυχη Βαθια (V)

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s