Όταν η Μελίνα άνοιξε την αυλόπορτα του νεοκλασικού, είχε ξημερώσει για τα καλά. Βάδισε σκυμμένη στο πλακόστρωτο προς την πόρτα, την άνοιξε αθόρυβα, έριξε μια κλεφτή ματιά στην κουζίνα κι ύστερα ανέβηκε στο δωμάτιό της. «Ο ηλίθιος…» ψιθύρισε καθώς έπεφτε στο κρεβάτι. Αναπόλησε εικόνες και στιγμές μέχρι που την πήρε ο ύπνος και ξύπνησε όταν άκουσε την πόρτα να χτυπάει επανειλημμένα.
«Πα-ρα-τα-με!» φώναξε η Μελίνα γυρνώντας πλευρό για να ακούσει ένα πνιχτό γέλιο και την πόρτα να ανοίγει.
«Πήγε δώδεκα. Σήκω» της απάντησε ο πατέρας της. Πήγε προς την μπαλκονόπορτα και την άνοιξε.
«Ρε σπαστικέ άνθρωπε, θα μ’ αφήσεις να κοιμηθώ;» του φώναξε εκείνη.
«Ούτε να κοιμηθείς, ούτε να ηρεμήσεις» μουρμούρισε γαλήνια.
«Μπαμπά, πραγματικά, άσε με. Δεν έχω διάθεση».
«Μελίνα, δεν το διαπραγματεύομαι. Θα σηκωθείς και θα πεις κι ένα τραγούδι. Αρκετά με τα καπρίτσια σου. Δεν πάει άλλο αυτή η κατάσταση. Άντε μην το ανοίξω» συνέχισε ο Λάμπρος.
«Θες να μαλώσουμε δηλαδή;»
«Μαλώνεις κάθε μέρα με τον εαυτό σου και κάθε βράδυ με τα ημερολόγιά σου. Δεν σου αρκεί αυτό;»
«Όχι!» του φώναξε εκείνη.
«Ίδια η μαμά σου. Ίδιες. Ακόμη και στον εγωισμό ίδιες. Τίποτα δεν της άφησες. Κατέβα κάτω. Θέλω να μιλήσουμε» της είπε πριν βγει απ’ το δωμάτιο.
Αναθεμάτισε η Μελίνα πριν σηκωθεί από το κρεβάτι. Κοίταξε το κινητό της σαν χαμένη για μερικές στιγμές σαν να περίμενε κάτι. Ένα τηλέφωνο ή ένα μήνυμα που ‘χε αργήσει να έρθει. Τίποτα. Άρχισε να κουνάει νευρικά τα πόδια της. Αμφιταλαντευόταν. «Ο συνδρομητής που καλέσατε…» άκουσε και το έκλεισε. «Ηλίθιε!» έκανε κοφτά πριν πετάξει το κινητό στο κρεβάτι και κατέβει στο ισόγειο του σπιτιού.
Ο Λάμπρος την περίμενε χαμένος μέσα στον καπνό του τσιγάρου του και τις αμέτρητες σελίδες με τις σημειώσεις του που, όπως πάντοτε, βρισκόντουσαν διάσπαρτες στο τραπέζι της κουζίνας. Της είχε φτιάξει τον καφέ της και το πρωινό της, όπως έκανε τα τελευταία χρόνια. Διάβασε, σημείωνε, μουτζούρωνε και ξαναδιάβαζε. Είχε γεμίσει τον χώρο δίπλα από το τασάκι με στάχτες μιας και ποτέ δεν παρατηρούσε που τίναζε το τσιγάρο του. Όπως δεν παρατηρούσε πότε και αν έμπαινε η Μελίνα στην κουζίνα.
«Όλο δουλεύεις» του είπε με παράπονο και οργή συνάμα.
«Σήμερα δεν δουλεύω. Φάε. Δεν θα συνεχιστεί αυτό το χάλι» της απάντησε χωρίς να πάρει τα μάτια του απ’ το χαρτί που ήταν καρφωμένα.
«Αφού δουλεύεις» του γκρίνιαξε.
«Φάε, είπα».
«Δεν έχω όρεξη».
«Να συζητήσουμε, έχεις όρεξη;»
«Όχι».
«Να μου πεις κάτι που σε προβληματίζει, ίσως;»
«Ούτε».
«Δεν σε προβληματίζει τίποτα;»
«Όχι».
«Ούτε σε πληγώνει κάτι;»
«Ούτε».
«Δηλαδή…» μουρμούρισε ο Λάμπρος πριν σηκώσει το κεφάλι του και την κοιτάξει στα μάτια, «… θέλεις να μου πεις ότι δεν σε νοιάζει που σηκώθηκε κι έφυγε ο Βασίλης απ’ την χώρα; Όχι ε;»
«Φυσικά και όχι» του είπε η Μελίνα.
«Τότε γιατί πήγες να τον βρεις το πρωί;»
«Με παρακολουθείς;» αγρίεψε εκείνη κι ο Λάμπρος έβαλε τα γέλια.
«Δούλευα νύχτα, μικρή μου πριγκίπισσα. Σας είδα την ώρα που γύριζα απ’ την δουλειά. Πήγε να φύγει, εικάζω, και τον τράβηξες πίσω. Τι έγινε, Μελίνα; Άρχισες να καταλαβαίνεις, επιτέλους;»
«Πωπω, μπαμπά, παράτα με, δεν έχω όρεξη να το συζητήσω» του είπε πριν σηκωθεί απ’ το τραπέζι με την κούπα του καφέ στα χέρια της.
«Μελίνα Λάμπρου, κάτσε τώρα κάτω!» της φώναξε όπως έκανε πάντοτε όταν δεν του έδινε άλλη εναλλακτική.
«Δεν το ξαναλέω. Άσε με ήσυχη».
«Κάποτε σου ‘πε να τον μισήσεις κι εσύ, πανέξυπνο κορίτσι, που δεν τον αγάπησες ποτέ κι όλα αυτά τα όμορφα ψέματα που λες ακόμη και στον εαυτό σου, έβαλες πείσμα να τον βγάλεις αληθινό. Όσο κι αν δεν σου βγαίνει. Τέσσερα χρόνια πέρασαν. Ξεπέρασε το πια» της είπε αδιάφορα πριν επιστρέψει στις σημειώσεις του. Άρχισε, από μέσα του, να μετράει αντίστροφα από το δέκα. Στο «τέσσερα», η Μελίνα είχε καθίσει ξανά κάτω και τον κοίταζε αγριεμένα.
«Γιατί έφυγε;»
«Δεν ξέρω…»
«Αποκλείεται να μην ξέρεις. Σε σένα τα λέει όλα. Γιατί έφυγε; Γιατί πήρε πέρυσι την απόφαση να φύγει; Γιατί…»
«Γιατί να σου πω, Μελίνα; Για να με δώσεις, ξανά, στεγνά, που λέτε κι εσείς οι νεολαίοι; Τι θα πεις αυτή την φορά; Ότι έμαθες πράγματα που δεν θα έπρεπε να ξέρεις από άτομα τα οποία δεν συναναστρέφονται πια μαζί σου; Πράγματα που δεν ξέρει κανένας; Τι θες να μάθεις, Μελίνα;»
«Την αλήθεια».
«Ποια αλήθεια; Την ιδανική αλήθεια;» της χτύπησε ο Λάμπρος κάποια παλιά λόγια του Βασίλη.
«Ιδανική…» τραύλισε η Μελίνα πριν χαθεί στις αναμνήσεις της και ξαναζήσει την σκηνή.
Πεντακάθαρη ήταν η ανάμνηση ακόμη κι αν είχαν περάσει τέσσερα χρόνια από εκείνο το σούρουπο που βγήκε με τον Βασίλη για να αλητέψουν. Εκείνη του το είχε ζητήσει. Γενάρης του ’97. Εκείνος, όπως πάντα, με τα σκισμένα του ρούχα, το κασκόλ, το τσιγάρο στο στόμα κι ένα μπουκάλι μπύρα στο χέρι κι εκείνη με τα αθλητικά της. Ήταν Πέμπτη κι είχαν γυρίσει ολόκληρη την πόλη. Είχε κάνει κοπάνα η Μελίνα απ’ το φροντιστήριο κι ο Βασίλης την είχε κοπανίσει απ’ την ζωή του. «Η μάνα του φευγάτου δεν έκλαψε ποτέ, γιατί δεν νοιάστηκε ποτέ. Όταν μας δείχνουν ότι δεν νοιάζονται για εμάς, εννοείται ότι θα σκεφτούμε πως δεν υπάρχει αυτό το πράγμα» της είχε πει αναστενάζοντας όταν έφτασαν στην παλιά γέφυρα που άραζαν τα παιδιά. Σ’ εκείνη την σιδερένια γέφυρα πάνω από τις γραμμές του τραίνου.
Ήταν μια μέρα πριν πάρει τις αποφάσεις της η Μελίνα και πριν τον φέρει προ τετελεσμένων γεγονότων. Προσπάθησε να είναι όσο περισσότερο σωστή γινόταν, μα έβλεπε πως η μάχη γινόταν ολοένα και πιο άνιση. Από την μία εκείνη και τα θέλω της, από την άλλη ο Βασίλης που είχε πληγωθεί και τα είχε βάλει με όλους και όλα και κάπου στη μέση η Έλενα που τον έπαιζε και τον παρατούσε όποτε εκείνη γούσταρε, σαν να ήταν κάποιο παιχνίδι που ανήκε μόνο σε κείνη. Το πόσο πάλευε με τον εαυτό της η Μελίνα για να κρατήσει κλειστό το στόμα της και να μην του πει όσα γνώριζε, ούτε η ίδια το ήξερε. Δεν ήθελε ποτέ να πέσει στο επίπεδο της Έλενας, να χρησιμοποιήσει δόλια μέσα, να ρίξει λάσπη, να γίνει εκείνη που μπήκε στην μέση, που ξεσκέπασε σκευωρίες, που εκμεταλλεύτηκε καταστάσεις. Δεν το άντεχε η ιδιοσυγκρασία της.
Δεν μπορούσε τότε να καταλάβει πως ήταν δυνατό ένας χωρισμός να τσακίσει έναν άνθρωπο που στα μάτια της φάνταζε άτρωτος. Για την Μελίνα, ο Βασίλης, ήταν αυτός που δεν φοβόταν κανένα και τίποτα, εκείνος που ήταν πρώτος μεταξύ ίσων, εκείνος που δεν μιλούσε αν δεν ήταν σίγουρος για κάτι, εκείνος που τραβούσε μπροστά τις καταστάσεις, εκείνος που μπορούσε να κάνει παρέα με όλους, εκείνος που είχε βαρύτητα ο λόγος του. Ήταν εκείνο το παράξενο παιδί που την είχε κοιτάξει την πρώτη μέρα στο καινούριο σχολείο και την έκανε να σκοντάψει, μόνο και μόνο επειδή κόλλησε στο βλέμμα του. Ήταν ο τύπος που της έκλεισε το μάτι και της χαμογέλασε χωρίς καν να την γνωρίζει. Εκείνος που φαινόταν να ξέρει πάντοτε τι κάνει και που είναι, χωρίς να είναι εκεί γύρω, χωρίς να έχει ρωτήσει κάποιον. Εκείνος που δεν είχε καταλάβει, κάποτε, ότι έλιωνε για εκείνον. Εκείνος που χωρίς να ξέρει γιατί έκλαιγε εκείνο το πρωί του Οκτώβρη, χωρίς να την ξέρει, χωρίς να έχουν ανταλλάξει ούτε μία κουβέντα, την πλησίασε και την ρώτησε αν ήταν καλά. Εκείνος που δεν νοιάστηκε για το αν γινόταν πανικός γύρω τους, αλλά ενδιαφέρθηκε να την ακούσει.
Στάθηκε δίπλα του και χαμογέλασε στον ορίζοντα. «Κι αυτοί που νοιάζονται και δεν τους βλέπουμε γιατί είμαστε τυφλοί; Αυτοί υπάρχουν. Γι αυτούς, τι έχεις να πεις;» τον ρώτησε γαλήνια.
«Δεν υπάρχουν, Μελίνα. Αν δεν στο πει κάποιος, δεν νοιάζεται».
«Εγώ νοιάζομαι».
«Το ξέρω».
«Πως το ξέρεις, αφού είναι η πρώτη φορά που στο λέω;».
«Είσαι εδώ. Αρκεί αυτό».
«Εσύ; Νοιάζεσαι;»
«Δεν νοιάζομαι για κανέναν πια» της είπε κοφτά, μα υπήρχε κάτι στον τόνο του που την έκανε να μην τον πιστέψει.
«Γιατί σε φωνάζουν φευγάτο;»
«Γιατί είμαι δειλός…»
«Όχι δα!» του φώναξε εκείνη κι εκείνος γύρισε και της χαμογέλασε.
«Πονεμένη ιστορία, αλλά, όταν μου το κόλλησε η αδερφή μου, αυτό ακριβώς σήμαινε. Αυτό μου ‘χε πει τότε, πως του φευγάτου η μάνα, δεν έκλαψε ποτέ. Φευγάτος είναι αυτός που φεύγει. Ύστερα, στο γυμνάσιο, όπου στεκόταν κι όπου βρισκόταν με φώναζε φευγάτο. Νευρίαζα εγώ, γελούσε εκείνη. Μετά έμεινε. Η ιστορία ξεχάστηκε, το παρατσούκλι το ‘χω κοντά τέσσερα χρόνια τώρα…»
«Θα μου την πεις;»
«Κάποια άλλη, περισσότερο κατάλληλη στιγμή».
«Περισσότερο κατάλληλη» μονολόγησε κι εκείνη χαμογελώντας. Της άρεσε ο τρόπος που μιλούσε. Σακάτευε την γλώσσα πάντοτε. Κολλούσε λέξεις εκεί που ήθελε κι από αλλού έκοβε. Δεν μπορούσε να μιλήσει όπως όλοι οι άλλοι. Ίσως να του έβγαινε έτσι, ίσως και να το έκανε επίτηδες. Ήθελε κάποτε να τον ρωτήσει και γι αυτό, μα δεν είχε το κουράγιο να το κάνει. Ειδικά εκείνη την μέρα που τον έβλεπε να ψυχορραγεί. Ειδικά εκείνη την βδομάδα που πάλευε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του. Ειδικά εκείνο το διάστημα που είχε ελεύθερο το πεδίο και δεν ήθελε επ’ ουδενί να τον δει να βγάζει αγκάθια και προς εκείνη.
«Ξέρεις τι;» μονολόγησε ο Βασίλης, περισσότερο για να τον ακούσει ο εαυτός του, παρά εκείνη.
«Τι;»
«Οι αλήθειες έρχονται μόνο όταν μπορείς να τις καταλάβεις και να τις αποδεχτείς. Ποτέ πιο πριν» της είπε με θλιβερό ύφος. Δεν μπόρεσε να καταλάβει τα λόγια του εκείνη την ημέρα, όμως δεν την ένοιαξε αυτό. Ήξερε πως κάποια στιγμή θα της το εξηγούσε. Τον ζούσε απ’ την Δευτέρα, κάθε απόγευμα, τον μάθαινε, της έλεγε κάτι κι ύστερα το άφηνε εκεί για να το ξαναπιάσει λεπτά, ώρες ή μέρες αργότερα.
«Η δική σου αλήθεια;» τον παρότρυνε να συνεχίσει την σκέψη του.
«Ποια αλήθεια; Η ιδανική αλήθεια;» την είχε ρωτήσει πριν σωπάσει και πριν στρέψει το βλέμμα του στο κενό που υπήρχε κάτω από τα πόδια τους.
«Ποτέ δεν μου είπε την ιδανική αλήθεια…» ψιθύρισε βουρκωμένα η Μελίνα.
«Ποτέ δεν σου είπε καμία αλήθεια. Ούτε την ιδανική, ούτε την μη ιδανική εκδοχή της. Έχει σκεφτεί ποτέ το γιατί;» της απάντησε χαμογελώντας ο πατέρας της.
«Όχι… Ναι… Δεν ξέρω…»
«Έχεις σκεφτεί ποτέ, πως όλα αυτά που σ’ άρεσαν πάνω του, ήταν οι ασπίδες του;»
«Τσου».
«Ξέρεις γιατί το συζητάμε τώρα;»
«Τσού»
«Γιατί, τώρα, σήμερα, αυτή την ώρα, τον έχασες. Ήταν πάντοτε εδώ. Ακόμη κι αν δεν το έδειχνε…»
«Δεν ήταν… Ποτέ δεν ήταν. Απ’ την μέρα που με χώρισε, δεν ήταν» τον διέκοψε εκείνη.
«Πότε τον χρειάστηκες και δεν ήταν εκεί;»
«Κάθε μέρα» τραύλισε.
«Του το είπες ποτέ;»
«Όχι…»
«Ήσουν εκεί κάθε φορά που σ’ είχε ανάγκη και το ζητούσε;»
«Περίπου…»
«Μελίνα μου; Δεν είμαι εδώ για να σε δικάσω. Ούτε για να σου χαλάσω την διάθεση. Ούτε για να σε κατακρίνω και να σε πονέσω. Πρέπει, επιτέλους, να πας μπροστά. Ζεις σαν να είσαι φρεσκοχωρισμένη με τον Βασίλη. Πάνε τέσσερα χρόνια, μάτια μου, και κάποια στιγμή πρέπει να προχωρήσεις. Αυτή η κόντρα που έχετε από τότε, θα σας καταβροχθίσει και τους δύο στο τέλος. Όχι μόνο εσάς, αλλά και όλο το περιβάλλον σας» είπε ο Λάμπρος πριν σηκωθεί απ’ την καρέκλα για να πάει δίπλα της.
«Αλήθεια έφυγε αυτή τη φορά;» ρώτησε η Μελίνα πριν βάλει τα κλάματα και ο Λάμπρος την αγκάλιασε σφιχτά. «Ναι. Αυτή την φορά έφυγε οριστικά, όχι όμως αμετάκλητα…»
«Γιατί;» ψιθύρισε μέσα στο κλάμα της.
«Γιατί έχασε την πίστη του στον κόσμο και τον εαυτό του».
«Τι έχει γίνει;»
«Δεν μπορώ να σου πω. Ειλικρινά, αυτή την φορά, δεν μπορώ να σου πω, γιατί, αυτή την φορά, αυτή την στιγμή, ο Βασίλης είναι ασθενής μου. Οφείλω να τον προστατεύσω. Πρωτίστως από τον εαυτό του κι έπειτα από εσένα».
«Από εμένα;» απόρησε η Μελίνα και γύρισε και τον κοίταξε με παράπονο.
«Από τα πείσματά σου. Καλύτερα που έφυγε. Θα πάει κι εκείνος μπροστά, θα πας κι εσύ».
«Ποια πείσματα, ρε μπαμπά;»
«Την εμμονή σου να μην ακούς κανένα. Τι σου είπα τότε, θυμάσαι; Να το συζητήσετε σου είχα πει. Τι έκανες; Του κεφαλιού σου. Τι έγινε; Ο κακός χαμός».
«Φοβήθηκα…»
«Το ξέρω. Σήκω να σε πάω να ξαπλώσεις».
Ήταν προετοιμασμένη για να ακούσει κάποια απ’ τις διαλέξεις του όταν μπήκαν στο δωμάτιό της και ξάπλωσε, μα δεν συνέβη αυτό. Κάθισε δίπλα της ο Λάμπρος και της χαμογέλασε. «Ίδια η μαμά σου. Ίδια στις αντιδράσεις» σχολίασε ατάραχα.
«Αν ήταν εδώ η μαμά…» μουρμούρισε η Μελίνα ρουφώντας την μύτη της.
«Αν ήταν εδώ η Μελίνα, δεν θα σ’ άφηνε ποτέ να μπλέξεις με τον Βασίλη. Αν το κατάφερνες και ήταν εδώ η Μελίνα, θα σε βουτούσε απ’ το μαλλί, θα σου έριχνε δυο χαστούκια και θα σου έβαζε μυαλό. Ακόμη κι αν όλα τα έκανες όπως ήθελες, εγωιστικά, αν ήταν εδώ η Μελίνα θα σ’ έδιωχνε απ’ το σπίτι μέχρι να πάρεις την απόφαση να του ζητήσεις συγνώμη. Η μάνα σου δεν ανεχόταν το άδικο γιατί την είχαν αδικήσει πολλάκις. Δεν ήταν διπλωμάτισσα η Μελίνα, γι αυτό τα βρίσκαμε. Κάποτε, λίγο πριν γεννηθείς εσύ, μας παρομοίασε με αυτοκίνητο. Εκείνη ήταν ο κινητήρας κι εγώ το τιμόνι. Έτσι ήσουν κι εσύ με τον Βασίλη. Μόνο που, εγώ και η Μελίνα, ζούσαμε αρμονικά. Σ’ αντίθεση μ’ εσένα και τον Βασίλη που μία φορά μαλώσατε και μία φορά γκρεμίσατε το μισό σύμπαν. Δεν έχετε συνειδητοποιήσει, ακόμη, πως ο χωρισμός σας επηρέασε και συνεχίζει να επηρεάζει μια ντουζίνα ανθρώπους. Ευτυχώς… Ευτυχώς που ήσασταν μικροί κι όχι τριαντάρηδες, θα εξαϋλώνατε τις ζωές των ατόμων που ήταν γύρω σας για να περάσει το δικό σας…» είπε σκεφτικά ο Λάμπρος.
«Εκείνο το μεσημέρι…» τραύλισε η Μελίνα για να σωπάσει και να αφήσει την πρότασή της εκεί. Δεν ήξερε ούτε τι ήθελε, ούτε τι ήταν πρέπον να πει.
«Εκείνο το μεσημέρι, μικρή μου πριγκίπισσα, σου είπε ακριβώς αυτό που είχε ανάγκη να πει. Ακριβώς αυτό που είχες ανάγκη να ακούσεις» συνέχισε ο Λάμπρος με τον ίδιο σκεπτικό τόνο.
Εκείνο το τελευταίο απομεσήμερο του Μάρτη με την αφόρητη ζέστη, η Μελίνα έπρεπε να κάνει το δικό της ξεκαθάρισμα. Είχε δει πια ότι ο Βασίλης είχε κουραστεί με την συμπεριφορά της. Ποτέ δεν του είπε ότι ήθελε χρόνο για να ξεκαθαρίσει το μέσα της και να πάρει τις αποφάσεις της. Εκείνες τις αποφάσεις που κάποτε, η ίδια, είχε συναποφασίσει μαζί του, να είναι κοινές. Πήγε να τον πιάσει μετά το μάθημα και να μιλήσουν, μα δεν πρόλαβε. Είχε εξαφανιστεί όλο το σαββατοκύριακο, εκείνο που υποτίθεται πως θα περνούσαν μαζί, όπως κάθε σαββατοκύριακο, και την Δευτέρα, ο Βασίλης της έκανε νερά. Πήγε απ’ το σπίτι του. Ξεκίνησε φασαρία. Την πήρε και έφυγαν. Περπάτησαν αρκετά πριν μιλήσουν. Ούτε στο παγκάκι τους πήγαν, ούτε και στην γέφυρα. Έκαναν βόλτες στα στενά.
«Θα μ’ ακούσεις;» αγρίεψε κάποια στιγμή η Μελίνα κι ο Βασίλης σταμάτησε. Άναψε τσιγάρο και γύρισε και την κοίταξε. Φωτιές πετούσαν τα μάτια του. «Μίλα» της είπε κοφτά.
Αναστέναξε η Μελίνα. «Συγγνώμη».
«Για ποιο πράγμα;»
«Που εξαφανίστηκα. Ήθελα χρόνο…»
«Αν μου το έλεγες, ρε ηλίθιο πλάσμα, πιστεύεις πως δεν θα στον έδινα;» της φώναξε κι έπειτα, μόλις είδε το θλιμμένο ύφος της, την αγκάλιασε σφιχτά. «Μην μου το κάνεις ποτέ ξανά αυτό» της ψιθύρισε στο αυτί. «Ποτέ. Ποτέ ξανά. Έχω να κοιμηθώ από την Παρασκευή. Εξαφανίστηκες. Ανησύχησα…»
«Μπέμπη…» έκανε η Μελίνα, αλλά δεν είχε βρει τον κατάλληλο τρόπο, ούτε την κατάλληλη εισαγωγή για να του πει όσα είχε να του πει. «Δεν προσέχαμε…» έκανε θλιμμένα κι ο Βασίλης γύρισε και την κοίταξε στα μάτια.
«Δηλαδή… Όπα… Περίμενε… Είσαι έγκυος;» την ρώτησε σαστισμένα.
«Ήμουν» του απάντησε κοφτά κι ύστερα είδε το βλέμμα του να αλλάζει και το πρόσωπό του να σκοτεινιάζει. Τρόμαξε όταν τον είδε να σωριάζεται κάτω και να του φεύγει το τσιγάρο απ’ τα δάχτυλα. «Μπέμπη μου;» έκανε ταραγμένα μα τον είδε να σηκώνει το χέρι του. «Μην μ’ αγγίξεις» ψέλλισε ο Βασίλης με βραχνή και απόκοσμη φωνή.
«Βασίλη μου;» ψιθύρισε η Μελίνα.
«Μίσησέ με για ό,τι θα κάνω Μελίνα… Νόμιζα πως είχαμε κάτι. Ότι συνεννοούμασταν… Ότι θα βρίσκαμε λύσεις για τα πάντα. Και εσύ… Εσύ με άδειασες τόσο απλά… Σαν να μην έγινε τίποτα…. Σαν να μην είχα λόγο. Μόνη σου δεν τα κανόνισες όλα; Τώρα μπορείς και να τα ζήσεις μόνη σου» γάβγισε πριν σηκωθεί απότομα όρθιος κι αρχίσει να τρέχει κρατώντας το κεφάλι του.
«Μην φεύγεις!» ούρλιαξε η Μελίνα. Τον είδε να χάνεται σ’ ένα στενό «Ρε γαμώτο… μην φεύγεις…» ψιθύρισε πριν βάλει τα κλάματα και στην ανάμνηση, μα και στην πραγματικότητα. Ήταν, ίσως, η πιο επώδυνή της ανάμνηση.
«Άθελά του, εκείνη την στιγμή, προσπάθησε να σε προστατεύσει με τον λάθος τρόπο. Αν και μπορώ να δικαιολογήσω την συμπεριφορά του, δεν θα το κάνω, γιατί υπάρχουν πράγματα που δεν μπορώ να σου πω. Ακόμη κι αν στα πω, δεν είμαι σίγουρος πως θα τα καταλάβεις. Βλέπεις…»
«Οι αλήθειες έρχονται μόνο όταν μπορούμε να τις καταλάβουμε και να τις αποδεχτούμε» διέκοψε τον πατέρα της η Μελίνα.
«Όχι ακριβώς, αν και, ως ένα σημείο, αυτός ο συλλογισμός είναι σωστός. Οι συνειδήσεις, Μελίνα μου. Τις συνειδήσεις και τις λογικές προσπαθούμε να καταλάβουμε, ποτέ τις αλήθειες. Οι αλήθειες είναι απόρροιες γεγονότων, πεπραγμένων. Αυτές πρέπει να τις αποδεχτούμε ακόμη και αν δεν καταλάβουμε τι τις προκαλεί. Οι λογικές που προκαλούν αυτά τα γεγονότα είναι αυτές που θέλουμε να καταλάβουμε και πάλι, όχι όλες, αλλά ορισμένες. Με απλά λόγια, δεν σε πονάει που σε χώρισε ο Βασίλης, σε πονάει γιατί δεν ξέρεις τον λόγο που υπάρχει πίσω από αυτή του την απόφαση» της απάντησε ο Λάμπρος.
«Τον οποίο ξέρεις, αλλά, δεν θα μου πεις».
«Έχει νόημα;»
«Ναι».
«Όχι. Σου είπε να τον μισήσεις και το έκανες. Πήγες και τα έφτιαξες με έναν άνθρωπο ο οποίος ήταν κάποτε φίλος του και τον πρόδωσε. Ήξερες ότι θα τον πονέσει αν το κάνεις και πήγες και το έκανες. Από αντίδραση…»
«Κι αυτοί με πέταξαν έξω απ’ την παρέα» του γύρισε η Μελίνα για να τον δει να βάζει τα γέλια και να εξοργιστεί με την στάση του.
«Γελάω, κορίτσι μου, γιατί πέρασε τόσος καιρός κι ακόμη δεν έδεσαν όλα στο μυαλό σου» απολογήθηκε.
«Πάλι δεν θα μου πεις τίποτα;» του φώναξε.
«Βαλ’ τα κάτω κι είμαι βέβαιος πως σήμερα θα την βρεις την άκρη. Όσο σίγουρος είμαι πως σύντομα θα φάμε κουφέτα. Γιατί, αυτή η κόντρα, όχι μόνο δεν τελείωσε εδώ, μα τώρα αρχίζει πραγματικά. Εδώ θα είμαστε και θα τα λέμε» της απάντησε πριν σηκωθεί και φύγει από το δωμάτιό της.
Κλείστηκε στο δωμάτιό της η Μελίνα και προσπάθησε να τα βάλει κάτω, να βρει μια σειρά μέσα στον συρφετό των αναμνήσεών της. Σκάλισε αναμνήσεις και ημερολόγια. Έπρεπε να ψάξει τόσα χρόνια πίσω που πλέον δεν ήταν βέβαιη αν όλα αυτά που είχε στο μυαλό της συνέβησαν ή, αν απλά, ήταν μια εξιδανικευμένη ανάμνηση που είχε φτιάξει για να απαλύνει τον πόνο που βίωνε.
Είχε χαθεί όταν χτύπησε το κινητό της. «Πολύχρονη κι ευτυχισμένη ψυχή μου» διάβασε το μήνυμα και πήρε να απαντήσει. Έγραφε κι έγραφε, όταν συνειδητοποίησε πως αποστολέας ήταν ο Πάνος και όχι ο Βασίλης. Τα έσβησε όλα. «Σ’ ευχαριστώ καλέ μου» του απάντησε βιαστικά πριν επιστρέψει στην αναζήτησή της.
Κατά τύχη έπεσε το μάτι της σ’ ένα παλιό, σκονισμένο ρολόι που υπήρχε στο γραφείο της στις τρείς. Αναστέναξε και σηκώθηκε για να ξεμουδιάσει. Βγήκε από το δωμάτιο, κατέβηκε την βαριά ξύλινη σκάλα, πήγε στο ψυγείο το άνοιξε και ανέσυρε μία από τις αμέτρητες μπύρες του πατέρα της. Την άνοιξε και ήπιε μια γουλιά. Η άκρη του ματιού της έπεσε στην καφετιέρα που ‘χαν αγοράσει κάποτε με τον Βασίλη, για να έχουν πάντα ζεστό καφέ, τα απογεύματα που ήταν μαζί και διάβαζαν στο δωμάτιό της. Κάτι έκανε κλικ μέσα στο κεφάλι της. Έφυγε βιαστικά με την μπύρα για το δωμάτιό της. Είχαν αρχίσει να δένουν όλα. Ακόμη κι εκείνο το «μίσησέ με» που της σακάτευε ακόμη την ψυχή.
Η πρώτη μέρα στο σχολείο και οι πρώτες τις παρέες. Η Νίκη, η Έλενα και η Νάντια, ένα παρεάκι που κρατούσε από το δημοτικό, την δέχτηκαν και την αγκάλιασαν σαν να μην ήταν ποτέ η καινούρια. Έπειτα οι συζητήσεις τους και εκείνο το βράδυ που τους εκμυστηρεύτηκε πως ήταν τσιμπημένη με τον Βασίλη. Ήταν Σάββατο και είχαν μαζευτεί όλες στο σπίτι της. Πρώτη λυκείου. Πρώτος καιρός. Οκτώβριος. Έπειτα ήρθε η Δευτέρα που της είπε η Νίκη πως την πρόλαβε η Έλενα και κάτι έσπασε μέσα της. Εκείνη έκλαιγε έξω απ’ το προαύλιο και η Νίκη πήγε να πιάσει την Έλενα, να της τρίξει τα δόντια, να της πει να απομακρυνθεί από τον Βασίλη. Ύστερα ήταν η φωνή που άκουσε. «Γιατί κλαις κοριτσάκι;» την είχε ρωτήσει γαλήνια, κοιτάζοντάς την στα μάτια, ενώ μέσα γινόταν ο κακός χαμός. Της κόπηκε η λαλιά. «Ποιος σε πείραξε;» συνέχισε εκείνος μα δεν βρήκε τίποτα να του απαντήσει.
«Φευγάτε! Μανουριάζουν την γκόμενά σου ρε!» φώναξε κάποιος από το προαύλιο.
«Πήγαινε και κάθισε με τα παιδιά και θα έρθω να μιλήσουμε. Ναι;» της είπε ήρεμα.
«Ναι» είχε τραυλίσει κι όταν ο Βασίλης έτρεξε μέσα για να δει τι έγινε, εκείνη έβαλε φτερά στα πόδια της κι έφυγε για το σπίτι της.
Εκεί έσπασε το παρεάκι. Δύο και δύο ήταν πλέον και η απέχθεια δεν μπορούσε να κρυφτεί. Ούτε που θυμόταν πόσο είχε κρατήσει εκείνο το αστείο μεταξύ Βασίλη και Έλενας γιατί μόνο σαν αστείο μπορούσε να χαρακτηριστεί η σχέση τους. Δεν είχε κουράγιο να πάει να του μιλήσει η Μελίνα. Την ζόριζε η Νίκη μα εκείνη τίποτα. Περίμενε να έρθει εκείνος. Μόνο που τότε δεν ήξερε πως την διεκδικούσε εκείνος ο φίλος του, ο Πάνος και πως ο Βασίλης δεν υπήρχε περίπτωση να μπει στην μέση. Έτσι έφυγε ο καιρός τους, έτσι πέρασαν κοντά δυο χρόνια.
Πικράθηκε όταν έμαθε για την επανασύνδεσή τους, μα περισσότερο πικράθηκε όταν της είπαν για το παιχνίδι που παιζόταν πίσω απ’ την πλάτη του. Δεν μπορούσε να καταλάβει ούτε πως το δεχόταν, ούτε πως δεν του το είπε ποτέ. Αναθάρρεψε όταν έμαθε πώς χώρισε ο Βασίλης την Έλενα. Της έβαλε η Νίκη το μαχαίρι στο λαιμό. «Έχεις διορία μία βδομάδα. Ή κάνεις την κίνησή σου, ή πιάνω τον φευγάτο και του τα λέω εγώ και τότε θα δεις τι έχει να γίνει με το τσουλί, την φιλενάδα της και την μισοριξιά τον Πανούλη».
«Με απειλείς;»
«Ναι, Λίνα, σε απειλώ γιατί δεν παίρνεις από λόγια!»
«Θα πάω»
«Να σε δω, φιλενάδα! Να σε δω!»
Όντως, πήγε και του μίλησε την Δευτέρα. Έκαναν μαζί κοπάνα, πήγαν σπίτι της για καφέ. Εκείνος κοιμήθηκε, φαινόταν πως ήταν πτώμα από πριν κι εκείνη τον χάζευε κι έκανε όνειρα μόνη. Ύστερα ήπιαν καφέ. Του μίλησε και της μίλησε. Βγήκαν μαζί και την Τρίτη και την Τετάρτη και την Πέμπτη. Έφτασε κι εκείνη η Παρασκευή που πήρε όλες τις αποφάσεις μαζεμένες. Το Σάββατο που ξύπνησαν μαζί και η συζήτηση που έκαναν.
Έφτασε και πέρασε το μεσημέρι που χώρισαν. Τα λόγια του τα έμαθε. «Να μου την προσέχετε» είχε πει ο Βασίλης πριν χαθεί απ’ όλους κι απ’ όλα. Ούτε στο σχολείο δεν πάτησε για μερικές μέρες. Πέρασαν και οι διακοπές του Πάσχα κι όσο πάσχιζε να τον δει, τόσο άφαντος ήταν εκείνος. Σάλεψε όταν τον είδε στο δρόμο να περπατά με κάποια κοπέλα δίπλα του. Μέχρι να μάθει και να εξακριβώσει πως ήταν η αδερφή του, είχε μπλέξει με τον Πάνο. «Πείσμα στο πείσμα» είχε πει τότε ο πατέρας της. Τότε που της γύρισαν όλοι την πλάτη. Τότε που η καλύτερή της φίλη της έκοψε εν μία νυκτί ακόμη και την καλημέρα.
Τον έχασε εκείνο το καλοκαίρι. Δεν μπορούσε να τον βρει πουθενά. Αργότερα έμαθε πως έφυγε φαντάρος και για κείνη του την απόφαση τον είχε μισήσει ακόμη περισσότερο. Τα ‘χε βάλει μαζί του γιατί την άφησε μόνη της και εξαφανίστηκε. Δεν μίλησαν καθόλου, δεν είχε τρόπο να μάθει νέα του, την έπιανε το ανάποδο και όλο και αντιδρούσε.
Δύο χρόνια έκανε να τον δει. Τέλη Οκτωβρίου του ’99. Είχε πάει σπίτι της για να μιλήσει με τον πατέρα της. Εκείνη γύριζε απ’ έξω. Τον είδε να παρκάρει μια μηχανή έξω από τον κήπο, να κατεβαίνει, να ανάβει τσιγάρο και να ανοίγει την αυλόπορτα. Ίδιος ήταν όπως τον θυμόταν. Πήγε και κάθισε μόνη της στο πάρκο. Περίμενε να τον δει να περάσει από εκεί. Ή δεν την είδε, ή δεν σταμάτησε. Γύρισε σπίτι της, μίλησε με τον πατέρα της, μάλωσαν για πολλοστή φορά γι αυτό το θέμα, της έδωσε την διεύθυνσή του και πήγε και τον βρήκε. Ούτε που θυμόταν τι είπαν ή γιατί την έδιωξε. Όμως την έδιωξε. Αυτό ήταν το μόνο σίγουρο.
Κοίταξε ένα απ’ τα ημερολόγια και το φυλλομέτρησε. «Όχι. Δεν θέλω να ξέρω» αποφάνθηκε πριν το βροντήξει πάνω στην στοίβα. Ασήκωτο είχε γίνει το μέτωπό της από την αϋπνία και τις σκέψεις. Εκείνο το διάστημα τον είχε δει με την μελαχρινή. Της είχε στείλει εκείνη την πρωτοχρονιά ένα μήνυμα. Ήθελε να την δει. Ήθελε κι εκείνη. Τον κάλεσε στο σπίτι. Έφτασε κατά τις δύο, τα είπαν μέχρι τις έξι κι ύστερα ήρθε η σειρά της να τον διώξει. Ούτε αυτό ήθελε όμως να το θυμάται. Ούτε και τα λόγια που της είπε την επόμενη μέρα ο πατέρας της, αφού το συζήτησαν.
Τον έπαιρνε τηλέφωνο τα βράδια και το μετάνιωνε. Την είχε ρωτήσει μια φορά αν ήταν εκείνη που βάραγε τηλέφωνα στις δύο και στις τρεις με απόκρυψη μα του το είχε αρνηθεί. Ήθελε απλώς ν’ ακούσει την φωνή του. Της έλειπε μα δεν το παραδεχόταν ούτε στον εαυτό της. Ύστερα πέρασε το καλοκαίρι κι ήρθε ακόμη ένα φθινόπωρο. Έμαθε πως χώρισε αλλά δεν τον έψαξε. Περίμενε να την ψάξει εκείνος. Τα είπαν μια – δυο φορές. Μετά έφτασε στ’ αυτιά της πως πήγαινε να τα μπλέξει με την Έλενα. Της το ‘χε προλάβει ο Πάνος και εκείνο το απόγευμα ήθελε να του ανοίξει το κεφάλι με το σίδερο που κρατούσε στα χέρια της ενώ σιδέρωνε μπλούζες.
«Ο φευγάτος θα τα ξαναμπλέξει με την Έλενα. Έτσι άκουσα» της είχε πει.
Έσφιξε τα δόντια της. Συγκρατήθηκε. «Η άχρηστη πληροφορία της ημέρας;» ρώτησε ειρωνικά.
«Κουβέντα να γίνεται ρε μωρό» της απάντησε εκείνος.
Μετά άλλη μια πρωτοχρονιά που την έψαξε μα του αρνήθηκε. Είχε μάθει για τον ξεπεσμό του και για τον χαμό. Τον συζητούσε η μισή πόλη. Είχαν διαδοθεί πάρα πολύ γρήγορα τα νέα. Ύστερα η συνάντηση με τον Πάνο. «Καινούρια γκόμενα κυκλοφορεί ο φευγάτος» της είχε πει το Σάββατο όταν πήγε σπίτι της για να κοιμηθούν μαζί.
«Δεν χάνει ευκαιρία. Από δω κι από κεί το παλιό σου φιλαράκι» του είχε απαντήσει εκείνη.
«Άσε γιατί παραλίγο ν’ αρπαχτούμε. Τυχερός ήταν που μπήκε στην μέση ο μουγκός και τράβηξε πιστόλι».
Γύρισαν όλα μέσα στο κεφάλι της εκείνη την στιγμή. «Χαμένο το ‘χετε. Κοίτα κακομοίρη μην γίνει τίποτα και σε κλαίω» του είπε μεταξύ σοβαρού κι αστείου.
«Δεν ξανασχολούμαι, Λίνα. Όποιος μπλέκει με τον φευγάτο, καταστρέφεται»
«Εμένα μου λες;» σκέφτηκε μα δεν απάντησε.
Ήρθε κι εκείνο το πρωινό τηλεφώνημα που την πέταξε από τον ύπνο της. «Φεύγω μόνιμα. Θέλω να σε δω για μια τελευταία φορά». Έτσι άρχισε το τηλεφώνημα.
«Που είσαι;» του ‘χε πει νυσταγμένα.
«Στο πατρικό μου, φεύγω τώρα».
«Που θα βρεθούμε;»
«Σε δέκα λεπτά στο παγκάκι» της είπε πριν κλείσει το τηλέφωνο κι εκείνη πετάχτηκε πάνω, φόρεσε ό,τι βρήκε, πήρε κλειδιά κι έφυγε από το σπίτι.
Κουρασμένος φαινόταν. Μίλησαν, κοντραρίστηκαν όπως κάθε φορά που βρισκόντουσαν από τότε που χώρισαν, δεν συννενοήθηκαν, έφυγε η Μελίνα και καθώς απομακρυνόταν, ευχόταν σιωπηλά να τρέξει πίσω της και να την σταματήσει. Δεν έκανε απολύτως τίποτα κι αυτό την πονούσε ακόμη περισσότερο. Ούτε εκείνη τράβηξε την κατάσταση, ούτε κι εκείνος. Ίσως γιατί η Μελίνα φοβόταν τον εαυτό της και την υπέρβαση. Ίσως να περίμενε ακόμη μια συγγνώμη που, όπως έλεγε ο πατέρας της, δεν θα ερχόταν ποτέ. Ίσως να μην ήταν έτοιμη ακόμη για να γυρίσει πίσω. Σίγουρα, όμως, τα πράγματα είχαν έρθει με έναν τέτοιο τρόπο, που έγιναν τελεσίδικα. Δεν υπήρχε επιστροφή.
Στις έξι και μισή που γύρισε από την δουλειά ο Λάμπρος, την βρήκε να κάθεται στην κουζίνα και να πίνει καφέ αγναντεύοντας τον κήπο από το παράθυρο. «Δεν κοιμάσαι, μικρή μου πριγκίπισσα;» την ρώτησε ήρεμα.
«Δεν φτάνει που τα κωλόπαιδα πήραν το μέρος του, έπρεπε να το πάρεις κι εσύ;» του γύρισε θλιμμένα.
«Το μέρος του;» απόρησε ο Λάμπρος που πήγαινε να καθίσει στο τραπέζι μαζί της.
«Το μέρος του σ’ αυτόν… Κάτσε να δεις πως το είπε… Σ’ αυτόν τον, δικό του, πόλεμο».
«Μάλιστα…» μονολόγησε ο Λάμπρος κι ύστερα κάθισε και σταύρωσε τα χέρια του. «Κατάλαβα…» συνέχισε περιπαικτικά. «Δηλαδή… Ας πούμε… Εσύ συνεχίζεις και θεωρείς πως υπάρχει κάποιος ανοιχτός πόλεμος μεταξύ σας; Τέσσερα χρόνια αργότερα; Και βάσει αυτής σου της θεωρίας, συνεχίζεις να προσπαθείς να πληγώσεις τον αντίπαλό σου; Άραγε, Μελίνα, τον αγάπησες ποτέ;» κατέληξε χαμογελώντας μυστήρια και η Μελίνα σηκώθηκε κι έφυγε απ’ την κουζίνα. Πήγε στο δωμάτιό της, έκλεισε το παντζούρι, κλείδωσε την πόρτα και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Θυμήθηκε κάποια παλιά της λόγια.
«Σε παίζω και εκτός έδρας, κύριε Βασίλη» μουρμούρισε νευριασμένα πριν κλείσει τα μάτια της.
Μια σκέψη σχετικά μέ το “Μισησε με (IV)”