Η Κικα και η Σισσυ

[1]

Με κοιτάς. Σε κοιτάω. Με κοιτάς. Σε κοιτάω. Βγήκα να ξεσκάσω. Δουλειά, δουλειά, δουλειά. Η πολλή, τρώει τον αφέντη λένε. Και ο αφέντης βρήκε μερικές ώρες να ξεκλέψει για να ηρεμήσει το μυαλό του. Μακριά από την δουλειά.

Κι εσύ είσαι εκεί και με κοιτάς. Φοβάμαι. Τι άραγε; Δεν ξέρω. Νομίζω πως όλο αυτό γίνεται επί ματαίω. Σαν την δουλειά μου. Σαν τα λεφτά μου. Άχρηστα κομμάτια χαρτιού με λίγο ύφασμα, με χαραγμένα ηλίθια σχέδια που, εμείς, οι ακόμη πιο ηλίθιοι τους δώσαμε κι αξία. Υπεραξία για την ακρίβεια. Αλλά δεν πειράζει.

Κι εσύ κάθεσαι εκεί με την φίλη σου, δεν δίνεις σημασία σ’ όσα σου λέει κι όλο κοιτάς. Κι εγώ ο χαζός, όλο και κοιτάω κατά κει. Θα σε συμπαθήσει άραγε η Κίκα;

Που μπήκα ο αταίριαστος ο χαρτογιακάς στο ροκάδικο; Η αλητεία όμως δεν κόβεται. Καπάκι από δουλειά, έξω για ένα ποτό. Με την ηλίθια γραβάτα που μου ‘χε κάνει δώρο κάποιος φίλος. Ψυχολογία υπό το μηδέν κι ένα ποτό, ίσα – ίσα για να ξελαμπικάρω από το χάλι που περνάω τον τελευταίο καιρό, να γυρίσω σπίτι και να κοιμηθώ. Δεν υπάρχει χάπι έντ. Μόνο χάπια για ότι βλακεία έχουμε εμείς οι ίδιοι φτιάξει.

Γελάω με τις σκέψεις μου και σε βλέπω να γελάς. Μαζί μου ή με την παρέα σου; Μακάρι να μπορούσα να σκεφτώ ότι σκέφτεσαι. Να νιώσω ότι νιώθεις. Δύσκολο. Μπα, ακατόρθωτο. Αλλά δεν πειράζει. Ακόμη ένα ποτό για να διαλυθούν οι φόβοι και τα παρελκόμενα που σκιάζουν το μυαλό μου, στην προσπάθεια να ξεκουνηθώ και να σου μιλήσω. Αν και δεν το κόβω. Με ξέρω.

Σηκώνω το ποτήρι στην σερβιτόρα και της κάνω νόημα να φέρει ακόμη ένα. Δεν το καταλαβαίνει. Μικρή φαίνεται. Ας είναι. Έρχεται κοντά. Παραγγέλνω. Πορτοφόλι και βγάζω ένα μπλε χαρτί από μέσα. Γαλάζιο. Τέλος πάντων. Αυτό που γράφει είκοσι. Της το δίνω λέγοντάς της να κρατήσει τα ρέστα. Χαμογελάει αλλά το μάτι της είναι κολλημένο στο πορτοφόλι. Να την ρίξω την ατάκα τώρα;

«Τι σου φταίει μωρέ γέρο-παράξενε το καημένο το κορίτσι;» σκέφτομαι και χαμογελάω. Ελπίζω να μην το εκλάβει στραβά. Πρέπει να της ρίχνω δέκα χρόνια. Τελείως διαφορετικές εποχές για τελείως διαφορετικούς ανθρώπους. Κι εσύ από απέναντι κοιτάς. Ακόμη κοιτάς.

Βάζει το αγαπημένο μου. «Θα ‘μια πάντα εγώ, μες το όπλο σου σφαίρα…» Σε κοιτάω και τραγουδάω, σχεδόν ψιθυριστά. Γυρίζω πίσω. Χρόνια πίσω. Πολλούς τόμους σε αυτήν την κακογραμμένη εγκυκλοπαίδεια που λέγεται «η ζωή μου». Τι χρόνια κι εκείνα;

Ξέγνοιαστα δεν τα έλεγες. Ήρεμα; Ίσως. Βόλτες κι αλητεία. Εφηβικοί έρωτες. Άλλα χρόνια. Χωρίς υποχρεώσεις, χωρίς τρεξίματα, καλοκαίρια στα παγκάκια, βόλτες με τα ποδήλατα και μπάλα στα στενά. Και το μόνο πράγμα που μας έμεινε πια, η αλητεία. Άντε, ίσως και η καψούρα. Αλλά αυτή δεν μας βγάζει πουθενά. Εδώ δεν μπορούμε να γνωριστούμε. Θα καψουρευτούμε κιόλας;

Μισό το δεύτερο ποτό. Το πίνω σαν να είναι νερό. Κι ο Παυλίδης συνεχίζει να τραγουδάει. Και τα πνεύματα έχουν ηρεμήσει κάπως στο μαγαζί. Κοιτάζω στο κενό και σκέφτομαι τα χρόνια που περάσανε. Να που κατέληξα κάπως έτσι, να πίνω μόνος μου, ο τελευταίος εργένης της παρέας. Πάντα ήθελα να κάνω κι εγώ οικογένεια. Όχι όπως το αποτυχημένο πρότυπο που επιτυχημένα πλασάρει η κοινωνία. Ήθελα κάτι καλό. Κάτι ζεστό. Κάτι σταθερό. Ήθελα τα πάντα. Και με το μόνο πράγμα που κατάφερα πλέον να συμβιβαστώ είναι με την μοναξιά.

Νιώθω να με καρφώνει ένα ζευγάρι μάτια. Γυρνάω και σε κοιτάω. Μου χαμογελάς. Σου χαμογελάω. Δεν το σκέφτομαι. Το αλκοόλ ήδη έχει μουδιάσει το μυαλό μου και η ανάμνηση της δουλειάς αύριο το πρωί έχει εξαφανιστεί. «Carpe noctem και ότι ήθελε προκύψει ρε» λέω στον εαυτό μου και σηκώνομαι από το σκαμπό για να σου μιλήσω. Και μου γυρίζεις την πλάτη. Κοιτάς τον μπάρμαν.

«Καλησπέρα» λέω στο κενό, πριν καλά – καλά προλάβω να κάνω ένα βήμα προς το μέρος σου. Πιάνω το κεφάλι μου. Στιγμιαία διαλύεται η ψυχολογία μου. Σηκώνω την ασπίδα. «Άι σιχτήρ, ηλίθια!» λέω με μένος και γυρίζω στο ποτήρι. Το κατεβάζω μονορούφι. Φοράω το κασκόλ μου, το δένω, και πάω να πάρω το παλτό μου.

Η σερβιτόρα με σταματάει την ώρα που περπατάω και προθυμοποιείται να με κεράσει ένα ποτό. Μπα, ξενέρωσα, θα το γυρίσω στα σκυλάδικα. Ή έστω στο πιο λαϊκό. Της χαμογελάω ειρωνικά. Δεν το καταλαβαίνει. Αποτυγχάνει. Αυτό έψαχνα και σε εκείνη την αναζήτηση είμαι ακόμη μπλεγμένος. Κάποιον να με καταλαβαίνει. «Άλλη φορά κουκλίτσα, δουλεύω το πρωί» της λέω και παίρνω το παλτό. Φεύγω χωρίς να χαιρετίσω ούτε ένα γνωστό. Όπως πάντοτε.

«Ελληνάδικο. Σίγουρα ελληνάδικο» σκέφτομαι και αρχίζω να περπατάω. Έχω παρατήσει το όχημα στο σπίτι και γυρίζω με τα πόδια. Σαν εκείνον τον παράξενο πιτσιρικά που ήμουν κάποτε, με τα φαρδιά μου τα παντελόνια και τις διπλές τις μπλούζες. Το μαλλί ότι να ‘ναι και μέχρι κάποτε δακτυλοδεικτούμενος. Και όχι, δεν το έκανα για να με κοιτάνε και να προκαλώ. Το γούσταρα. Και τώρα που έγινα ένα με την μάζα, έχασα την ταυτότητά μου. Ένας αριθμός είμαι, αναλώσιμος, παρέα με τα λεφτά μου. Τα λεφτά που δεν κατάφεραν ποτέ να μου χαρίσουν κάτι ουσιαστικό. Ίσως λίγο καλύτερο φαγητό από τους άλλους. Σίγουρα περισσότερα υλικά. Μα αυτή την ρημάδα την μοναξιά δεν κατάφεραν να μου την καλύψουν ποτέ.

«Αν δεν είχα και την Κίκα, θα είχα τρελαθεί» λέω δυνατά και μετά προσπαθώ να καταλάβω γιατί το είπα. Και η μόνη απάντηση που βρίσκω είναι πως απλά ήθελα να ακούσω κάποια λόγια από μια γνώριμη φωνή. Όχι όμως την δική μου. Μα μόνο η δική μου ανήκει πια στην κατηγορία με τις γνώριμες φωνές.

Σκέφτομαι την σκυλίτσα μου, που τώρα, σίγουρα, θα κοιμάται μόνη της στο κρεβάτι. Θα έχει μπει το βλαμμένο κάτω από το πάπλωμα και θα έχει κουλουριαστεί στο μαξιλάρι μου. Είναι απίστευτη όταν το θέλει. Και πάντα ξέρει πότε είμαι καλά και πότε όχι. Πάντα με καταλαβαίνει αυτό το πλάσμα.

Κι όμως, όσο κι αν την αγαπάω, όσο κι αν την προσέχω, όσες ώρες κι αν περνάμε μαζί, έχω κρατήσει αυτή την σχέση σκύλου – αφεντικού. Δεν τρώμε ποτέ μαζί. Ξέρει ότι εγώ είμαι το αφεντικό κι εκείνη υπό την προστασία μου. Δεν αντιστράφηκαν ποτέ οι ρόλοι. Με προσέχει όσο την προσέχω. Όπως ξέρει ότι δεν θα την αφήσω ποτέ παραπονεμένη. Όταν είναι καλή και υπάκουη έχει και τα καλά της. Όταν αρχίζει και κάνει ζημιές θα την μαλώσω και το ξέρει κι αυτό. Κι έτσι, σιγά – σιγά, έχουμε φτιάξει μια πολύ όμορφη σχέση. Η Κίκα με προσέχει όταν κοιμάμαι κι εγώ την προσέχω όσο είμαι στο σπίτι. Βγαίνουμε την βόλτα μας, τρέχουμε μαζί, παίζουμε στο πάρκο, γυρνάμε σπίτι, μαγειρεύω, τρώω, της βάζω να φάει, καθόμαστε στον καναπέ, βλέπουμε ταινία, εγώ πίνω κανένα ποτήρι κρασί κι εκείνη νερό.

Όταν δεν είμαι καλά έρχεται και μου μυξοκλαίει για να την πάρω αγκαλιά. Και πάντα μου φτιάχνει την διάθεση. Ίσως φταίει που βλέπω ένα πλάσμα που έχει εξήντα εκατοστά ύψος και σαράντα πέντε κιλά βάρος να κάνει σαν μικρό παιδί, κλαψουρίζοντας, να με γρατζουνάει με το πόδι γιατί θέλει απλά μια αγκαλιά.

Το κινητό μου με βγάζει από τις σκέψεις μου και απομακρύνει την σκέψη της λευκής σκυλίτσας μου. Το σηκώνω μηχανικά. Όπως άλλωστε έκανα πάντοτε.

«Ορίστε;» απαντάω στο τηλέφωνο.

«Σπίτι πας;» άκουσα μια γνώριμη φωνή να με ρωτάει.

«Ποιος είναι;» συνέχισα, θέλοντας να πιστεύω πως δεν ήταν εκείνη που νόμιζα πως ήταν.

«Η Σίσσυ είμαι» με επιβεβαίωσε η φωνή στο τηλέφωνο.

«Ναι» απάντησα λακωνικά.

«Θέλεις παρέα;» με ρώτησε η Σίσσυ και διέκρινα ένα φόβο στην φωνή της.

«Έγινε κάτι;» συνέχισα.

«Κάποτε… Μου είχες πει… Δεν ξέρω αν θυμάσαι…» ξεκίνησε να λέει η Σίσσυ και αποφάσισα να την διακόψω γιατί θα ξημέρωνε μέχρι να τελειώσει την πρότασή της.

«Ναι… Αν μ’ έχεις ανάγκη θα ‘μαι δίπλα σου. Σε ξαναρωτάω Σίσσυ, έγινε κάτι;»

«Απλά νιώθω την ανάγκη να σου μιλήσω. Μπορώ;» με ρώτησε η Σίσσυ ταραγμένα.

«Που είσαι;»

«Σπίτι, μόλις σε είδα να περνάς. Θα με περιμένεις;»

«Κατέβα» της είπα και κλείσαμε το τηλέφωνο.

Δύο λεπτά αργότερα, είδα την Σίσσυ να με πλησιάζει. Η ίδια όπως τότε. Με το τσιγάρο μόνιμα στο στόμα, την αλογοουρά πιασμένη να πέφτει μέχρι τον ώμο, το ίδιο ντύσιμο ακριβώς. Είχε χάσει όμως το αγέρωχο περπάτημά της. Κάτι για το οποίο την ζήλευα.

«Τι κρύο είναι αυτό;» με ρώτησε μόλις έφτασε κοντά μου.

«Προχώρα. Κρυώνω κι εγώ» της απάντησα μην ξέροντας τι να πω μετά από τρία χρόνια που είχα να την δω. Από τότε που χωρίσαμε. Λίγες μέρες πριν πάρω την Κίκα στο σπίτι.

Σίσσυ από το Φραγκίσκη. Κίκα από το Φραγκίσκη. Ήμουν τόσο ερωτευμένος μαζί της που έδωσα το όνομά της στην σκυλίτσα μου. Πόσο χαζός μπορεί να ήμουν;

Περπατήσαμε αμίλητοι μέχρι το σπίτι. «Έχω παρέα πάνω» είπα στην Σίσσυ, την ώρα που μπαίναμε στο ασανσέρ και με κοίταξε στραβά.

«Γυναίκα;» με ρώτησε και θα έλεγα ότι μπορούσα να διακρίνω ένα απειροελάχιστο ίχνος ζήλειας.

«Κατά κάποιον τρόπο, ναι» της απάντησα. «Απλά θα μπούμε ήρεμα γιατί θα ξυπνήσει για να μας υποδεχτεί» συνέχισα την ώρα που έβαζα το κλειδί στην πόρτα κι άκουγα την Κίκα από μέσα να χτυπάει τα νυχάκια της πάνω στο μάρμαρο.

Άνοιξα την πόρτα και την είδα να μας κοιτάζει περίεργα. Η Σίσσυ στην θέα της Κίκα πάγωσε. «Κίκα έλα!» της φώναξα και ήρθε κοντά μου. Και τότε η Σίσσυ έκανε το λάθος που έκανε πάντοτε. Κάτι που με νευρίαζε τον καιρό που ήμασταν μαζί.

«Καλά ρε βλάκα, πήρες σκυλί;» με ρώτησε χαρούμενα και με χτύπησε με το χέρι της. Κάτι που μόνο η ίδια θεωρούσε τρυφερό. Κι εκείνη την στιγμή είδα την Κίκα να ορμάει πάνω στην Σίσσυ. Έβαλα κι εγώ το χέρι μου μηχανικά μπροστά της και η Κίκα με άρπαξε.

Ένιωσα ένα πόνο στην παλάμη και είδα την Κίκα να απομακρύνεται κλαίγοντας. Δεν κατάλαβα τι είχε συμβεί. Κοίταξα το χέρι μου και το είδα να ματώνει. Με άρπαξε με τα δόντια της η χαζή.

«Κίκα, ηλίθιο πλάσμα, έλα τώρα εδώ!» της φώναξα και άρχισε να έρχεται αργά –αργά προς το μέρος μου, με την ουρά ανάμεσα απ’ τα πόδια, σκυμμένο κεφάλι και να συνεχίζει εκείνη την κλάψα που με εκνεύριζε.

«Έλα εδώ ψυχή μου» της είπα ήρεμα αλλά δεν ξεθάρρεψε. Ήρθε όμως κοντά μου. Περίμενε να την μαλώσω. Αλλά δεν θα το έκανα σήμερα. Πήγε να με προστατέψει το καημένο.

«Η Σίσσυ είναι φίλη μας. Έχετε και το ίδιο όνομα. Πήγαινε να την χαιρετήσεις» της είπα και γύρισα να κοιτάξω την Σίσσυ που είχε μαρμαρώσει μπροστά από την πόρτα.

«Σίσσυ!» της φώναξα. «Κάτσε και φτάσε το ύψος της. Κοίτα την στα μάτια και φώναξε την ήρεμα».

Η Σίσσυ μ’ άκουσε κι έκατσε στα γόνατα αλλά δεν της μίλησε. Απλά περίμενε εκεί. Ίσως περίμενε να συνεχίσει η Κίκα εκείνο που ξεκίνησε.

«Έλα κορίτσι μου, πάμε» της είπα και πήγα την Κίκα να γνωρίσει την Σίσσυ. «Ήρεμες κινήσεις Σίσσυ» της είπα και μου απάντησε «εντάξει ρε μωρό». Την στραβοκοίταξα και περίμενα να μαζέψω την Κίκα αν τυχόν ορμούσε στην Σίσσυ. Αλλά δεν το έκανε. Έκατσε και την χάιδεψε. Και η Κίκα ξάπλωσε στα πόδια της Σίσσυς.

«Σε συμπάθησε η μικρή μου» της είπα και πήγα να πλύνω το χέρι μου που μάτωνε.

«Σε σακάτεψε η μικρή σου» μου είπε θλιμμένα η Σίσσυ την ώρα που έμπαινα στο μπάνιο.

Πλύσιμο, οινόπνευμα και γάζα. Το είχα εξοπλίσει το σπίτι από τον καιρό που έμενα με την Σίσσυ. Πάντοτε κάπου θα χτυπούσε αυτή η κοπέλα και πάντα κατάφερνε κάπως να κοπεί, να τρακάρει σε κάποιο ντουλάπι με το κεφάλι ή να γλιστρήσει και να πέσει.

Γύρισα πίσω στο σαλόνι με το χέρι μπανταρισμένο μόνο και μόνο για να δω την Σίσσυ να κάθεται όπως παλιά στον καναπέ μου. Αγκαλιά με την πλάτη του και τα πόδια της πάνω. Και την Κίκα να έχει ξαπλώσει πίσω της και να έχει βάλει το κεφάλι της πάνω στα πόδια της Σίσσυς. Δεν ήρθε να με πάρει ούτε μια αγκαλιά το σκυλάκι μου.

«Έτσι ε; Γυναικεία αλληλεγγύη;» ρώτησα την Κίκα γελώντας και μαζί μου γέλασε και η Σίσσυ.

«Κόκκινο όπως κάποτε;» ρώτησα την Σίσσυ και μου έγνεψε καταφατικά.

«Κόκκινο όπως πάντοτε» αναστέναξα και πήρα ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί, ποτήρια και ανοιχτήρι. Κι έκατσα στον καναπέ. Σε μια απόσταση από την Σίσσυ και την Κίκα.

«Κάποτε… Με έπαιρνες αγκαλιά για να ανοίξεις το κρασί» ψιθύρισε η Σίσσυ.

«Κάποτε… Πότε λες;» την ρώτησα και κατέβασε το κεφάλι. «Α! Ναι μωρέ! Τότε, που με παράτησες δέκα μέρες πριν αρραβωνιαστούμε! Τώρα το θυμήθηκα!» της είπα στάζοντας ειρωνεία και χολή.

«Ξέρεις…» ξεκίνησε να λέει η Σίσσυ.

«Άσε τα ξέρεις, τα μωρό μου και τις αγκαλιές Σίσσυ. Είπα ότι θα είμαι εδώ. Δεν είπα ότι θα γίνω το παιχνίδι σου. Και το χέρι σου κοντά, η Κίκα μπορεί να ξάπλωσε πάνω σου αλλά δεν αστειεύεται» της είπα προσπαθώντας να κρύψω την στεναχώρια μου για ότι συνέβη κάποτε.

«Εντάξει λοιπόν… Ήθελα να σου πω ότι σε σκέφτομαι. Και ότι θέλω μια ακόμη ευκαιρία. Αυτό» μου είπε η Σίσσυ.

«Πίσω στο κάποτε καλή μου Σίσσυ… Σου είχα πει δύο πράγματα…»

«Ότι η αλήθεια πονάει πάντοτε» με διέκοψε η Σίσσυ.

«Ναι. Και ότι πρέπει να μάθεις να πληρώνεις το τίμημα. Και άντε, πες ότι εγώ θέλω. Η Κίκα όμως;» την ρώτησα.

«Γιατί να μην με θέλει το σκυλάκι;» με ρώτησε θλιμμένα η Σίσσυ.

«Σήκω λοιπόν Σίσσυ. Σήκω να πάμε για ύπνο. Όπως παλιά. Αλλά να ξέρεις ότι δεν θα σ’ αφήσει η Κίκα να κοιμηθείς μαζί μου» της είπα και την πήρα από το χέρι. Η Κίκα άνοιξε τα ματάκια της και μας κοίταξε.

Πήγαμε στο υπνοδωμάτιο και πέσαμε στο κρεβάτι, όπως κάποτε. Και περίμενα πότε θα έμπαινε η Κίκα ανάμεσά μας. Όπως έκανε κάθε φορά που έφερνα γυναίκα στο σπίτι. Αργούσε. Και η Σίσσυ ήθελε αγκαλιά. Την πήρα αγκαλιά και αποκοιμήθηκα.

Το ξυπνητήρι χτύπησε στις εφτά το πρωί όπως κάθε μέρα. Το έκλεισα και σηκώθηκα από το κρεβάτι. Και είδα την Κίκα να κοιμάται στο τεράστιο μαξιλάρι που της είχα πάρει κάποτε. Και την Σίσσυ να είναι ακόμα στην αγκαλιά μου.

«Χαζό, βλαμμένο κι αγαπημένο μου σκυλί. Είσαι απίστευτο. Τρία χρόνια τώρα της κράταγες το κρεβάτι;» ρώτησα ψιθυριστά την Κίκα για να μην ξυπνήσω την Σίσσυ.

Κι εκείνη μου απάντησε με ένα χασμουρητό και ήρθε κοντά μου για να την χαϊδέψω.

Σηκώθηκα από το κρεβάτι. Κροκέτες και νερό για την Κίκα, καφέ για την Σίσσυ. Την ξύπνησα δίνοντάς της την κούπα στο χέρι. Μου χαμογέλασε. Όπως παλιά. Και τότε μου πέρασε μια τρελή ιδέα από το μυαλό. Αλλά περίμενα την Σίσσυ να μιλήσει.

«Ούτε που με ενόχλησε η μικρή σου» μου είπε η Σίσσυ αντί για καλημέρα

«Ναι… Το πέρασες το τεστ» της απάντησα κάνοντας τον σκεφτικό.

«Λοιπόν; Τώρα μπορούμε να συνεχίσουμε την κουβέντα μας;» με ρώτησε η πάντα προβλέψιμη Σίσσυ και γέλασα. Άνοιξα το συρτάρι μου κι έπιασα από μέσα το δαχτυλίδι των αρραβώνων.

«Έχεις ακριβώς δέκα μέρες Σίσσυ» της είπα δίνοντάς της το. «Ή το παίρνεις και μένεις, ή αλλιώς σήκω και φύγε. Και κόψε και αυτό το ρημάδι το τσιγάρο, τέσσερα χρόνια στο έλεγα!» συνέχισα την στιγμή που έπιανε τα τσιγάρα της. Άρχισε να χαμογελάει.

Πήρε το δαχτυλίδι και με κοίταξε περίεργα. «Τώρα που έχουμε και παιδί στο σπίτι, είναι ένας πολύ καλός λόγος να το κόψω» μου απάντησε και με πήρε αγκαλιά…

[2]

«Σαν πολύ κλαψιάρα δεν μου έγινες τώρα τελευταία;» ρώτησα την Κίκα που γι ακόμη μια φορά κλαψούριζε στον καναπέ την ώρα που μπήκα στο σπίτι και δεν έκανε καν τον κόπο να με χαιρετήσει.

«Σίσσυ; Το βλέπεις καλά το σκυλί;» ρώτησα μέσα στο σπίτι την ώρα που πήγαινα να καθίσω δίπλα στην Κίκα για να την χαϊδέψω.

«Όχι. Γιατί εσύ το βλέπεις καλά;» με ρώτησε η Σίσσυ που ερχόταν από την κουζίνα.

«Μαγείρεψε το γυναικάκι μου;» την ρώτησα χαμογελαστά την ώρα που ήρθε να με φιλήσει. Και πέταξε κι η κλαψιάρα η Κίκα το κεφάλι της και μας έγλειψε και τους δύο.

«Βλαμμένο! Θες και φιλιά!» της φώναξα τρυφερά και κάθισα αγκαλιά με τις γυναίκες μου στον καναπέ.

«Να το πάμε στον κτηνίατρο αύριο Νίκο» μου είπε η Σίσσυ θλιμμένα.

«Θα το πας Σίσσυ;»

«Δεν θα καθίσει με μένα και το ξέρεις. Σ’ αγαπάει άπειρα το χαζό» μου απάντησε χαμογελάστα.

«Να πάρω ρεπό;» ρώτησα απευθυνόμενος στον εαυτό μου. «Θα πάρω ρεπό. Σημαντικότερη είναι η Κίκα από την δουλειά» είπα και η Σίσσυ απλά μου χαμογέλασε.

Τον τελευταίο ενάμιση χρόνο μέναμε όλοι μαζί. Σαν μια ευτυχισμένη οικογένεια. Βέβαια με την Σίσσυ είχαμε πάλι τα παλιά προβλήματα· δεν ήθελε να παντρευτούμε, ούτε να κάνουμε παιδιά. Αλλά δεν την πίεζα. Είχαμε την Κίκα και ήταν σαν να έχουμε παιδί στο σπίτι.

Μα τις τελευταίες δύο εβδομάδες, ολοένα και μου φαινόταν άρρωστη. Τις πρώτες μέρες έλεγα πως θα την πείραξε το φαγητό. Είχαμε κι έναν επικό καυγά με την Σίσσυ και μετά έβλεπα την Κίκα χάλια. Σκεφτόμουν πως θα στεναχωρήθηκε. Τα τελευταία χρόνια που την είχα μαζί μου είχαμε δεθεί αρκετά. Και κατάφερε να δεθεί και με την Σίσσυ. Μας έβαζε κάθε βράδυ για ύπνο η Κίκα. Και πλέον κοιμόταν στον καναπέ. Ούτε στο μαξιλάρι της στο δωμάτιο. Μάλλον είχε καταλάβει ότι η παρουσία της, δεν ήταν κι ότι καλύτερο.

«Μου αρρώστησες γυναικάρα μου;» ρώτησα τρυφερά την Κίκα και με κοίταξε θλιμμένα.

«Κάτσε, να πάρω τον γιατρό» είπα στην Σίσσυ και έπιασα το κινητό μου. Κτηνίατρος για τις δύσκολες ώρες. Και μετά από τόσα χρόνια πήγαινε – έλα είχε γίνει και φίλος.

«Έλα γιατρέ, έχεις χρόνο να σου φέρω την μικρή μου, που μάλλον αρρώστησε;» τον ρώτησα.

«Ναι, φέρ’ την και τώρα. Τι έχει;»

«Δεν τρώει πολύ, κλαψουρίζει συνέχεια, είναι κουλουριασμένη στον καναπέ. Δεν ξέρω. Την έχω καμιά – μιάμιση βδομάδα έτσι» του απάντησα.

«Τίποτα εμετούς, τίποτα διάρροιες, τίποτα τέτοια;» συνέχισε ο γιατρός.

«Τίποτα. Άμα είχε τέτοια λες να μην στην είχα φέρει ήδη;»

«Νίκο, φέρ’ την να την κοιτάξω. Να δούμε, μπορεί και να την πείραξε κάτι που έφαγε, μπορεί οτιδήποτε» μου απάντησε και κλείσαμε το τηλέφωνο.

«Θα έρθεις;» ρώτησα την Σίσσυ γιατί ένιωθα την διάθεσή μου πολύ χάλια. Μου είχε αρρωστήσει μια φορά όταν ήταν μικρή και για μια βδομάδα δεν κατάφερα να κοιμηθώ. Φοβόμουν μην μου πάθει τίποτα. Και τότε ήταν η μόνη μου συντροφιά και η μόνη μου παρηγοριά.

«Με θες;»

«Μωρό, δεν το διαπραγματεύομαι. Βγάλε ποδιά και βάλε παπούτσια» είπα στην Σίσσυ και κοίταξα την Κίκα.

«Κοριτσάρα θα πάμε βόλτα. Θέλεις;» την ρώτησα και κάποτε στο άκουσμα της λέξης βόλτα γκρέμιζε το σπίτι από την χαρά της. Σήμερα απλά σηκώθηκε από τον καναπέ και πήγε προς το λουρί της που ήταν αφημένο πάνω στο τραπέζι.

«Σίσσυ, την έβγαλες έξω σήμερα;» φώναξα στην Σίσσυ.

«Το πρωί» μου απάντησε

«Ρε γαμώτο τι έπαθε;» αναρωτήθηκα δυνατά.

«Θα την πάμε στο γιατρό και θα δούμε» μου απάντησε ήρεμα η Σίσσυ και φύγαμε όλοι μαζί από το σπίτι.

Στο δρόμο η Κίκα ήταν ανήσυχη. Κι εγώ ακόμη περισσότερο. Το στομάχι μου άρχισε να διαλύεται· κατάλοιπο από κάποια αγχώδη εποχή που πέρασα και με χτύπησε άσχημα εκεί.

«Σίσσυ, πήγαινε εσύ, εγώ θα καθίσω να πάρω λίγο αέρα» της είπα και η Σίσσυ μπήκε μέσα με την Κίκα. Βγήκαν πέντε λεπτά αργότερα. Πέντε λεπτά που ούτε κατάλαβα πότε πέρασαν.

«Δεν φαίνεται να έχει κάτι. Της πήρε όμως αίμα για να σιγουρευτεί» μου είπε η Σίσσυ και μπήκαμε όλοι μαζί στο αυτοκίνητο.

Πίσω στο σπίτι, η Κίκα έμοιαζε ευδιάθετη. Και καθόμασταν και παίζαμε στο σαλόνι σαν μια ευτυχισμένη οικογένεια. Ζήτησα ρεπό από την δουλειά για την επόμενη μέρα για να καθίσω στο σπίτι να ξεκουραστώ. Παρέα με τις γυναίκες μου.

Κοιμηθήκαμε αργά και την επόμενη μέρα το πρωι μας ξύπνησε το τηλέφωνο. Ήταν ο κτηνίατρος για να μου πει ότι βγήκανε τα αποτελέσματα από τις εξετάσεις της Κίκα. Και να την πάρω μαζί μου και να πάω από εκεί.

Ντύθηκα και πήρα την Κίκα για να πάμε την βόλτα μας στον κτηνίατρο. Είχε την ίδια διάθεση με χθές. Έμοιαζε να πονάει.

«Κίκα, κορίτσι όμορφο!» της είπε ο γιατρός την ώρα που μπήκαμε μέσα κι εκείνη που κάποτε του έκανε χαρές δεν κουνήθηκε από δίπλα μου.

«Χασάπη, μίλα» του είπα και μου έδειξε την καρέκλα μπροστά από το γραφείο του.

«Δεν κάθομαι. Πες» του απάντησα.

«Νίκο κάτσε. Σοβαρά, κάτσε» μου είπε.

Κάθισα στην καρέκλα και έκατσε κι εκείνος απέναντί μου.

«Δύσκολα. Και μακάρι να βγω ψεύτης και λάθος. Αλλά οι εξετάσεις της έδειξαν πολύ μεγάλο αριθμό λευκών αιμοσφαιρίων…» ξεκίνησε να λέει ο γιατρός.

«Δηλαδή τι μου λες;» τον ρώτησα γιατί δεν ήθελα να καταλάβω τα λόγια του.

«Δηλαδή, εκ πρώτης όψεως δεν μπορώ να σου πω τίποτα με σιγουριά. Θα της κάνουμε εξετάσεις και θα ελπίσουμε να μην είναι το χειρότερο» απάντησε.

«Θα μιλήσεις καθαρά;» τον ρώτησα αγριεμένος.

«Νίκο, η Κίκα έχει μια πολύ μεγάλη πιθανότητα να πάσχει από λευχαιμία…»

«Πόσο μεγάλη;» τον διέξοψα.

«Ογδόντα τοις εκατό» απάντησε κοφτά.

«Ευθανασία;» συνέχισα.

«Είσαι σοβαρός; Γιατί; Έχει προχωρήσει η επιστήμη…» μου είπε.

«Όσο κι αν έχει προχωρήσει. Αν όντως είναι λευχαιμία, σώζεται; Ή θα ταλαιπωρείται δύο – τρία χρόνια και μετά απλά θα μου φύγει;» ρώτησα και εκείνη την στιγμή ήθελα να βάλω τα κλάματα. Αρνούμουν να το πιστέψω. Δεν ήθελα να χάσω την σκυλίτσα μου.

«Να κάνουμε τουλάχιστον τις εξετάσεις;» με ρώτησε ο γιατρός.

«Με θέλεις κι εμένα εδώ;»

«Βόηθησέ με να την ναρκώσουμε και θα σε πάρω τηλέφωνο να έρθεις αν δεν αντέχεις να την δεις» μου απάντησε και σηκώθηκα από την καρέκλα.

Βάλαμε την Κίκα πάνω στο τραπέζι, κι ενώ άλλες φορές για να της κάνει μια απλή ένεση έπρεπε να την κρατάμε τέσσερεις νοματαίοι, σήμερα δεν κουνήθηκε καθόλου. Ήταν πολύ καταβεβλημένο και φαινότανε.

Μόλις έκλεισε τα ματάκια της έφυγα από το κτηνιατρείο. Πήρα τηλέφωνο την Σίσσυ να έρθει να με βρει σ’ ένα κοντινό καφέ και κάθισα εκεί να χαζεύω τον κόσμο, χαμένος μέσα στις σκέψεις μου.

Αγανάκτησα με την σερβιτόρα που μου χαμογελούσε και μιλούσε χαρούμενα. Κάποιος διέλυσε την χαρά από μέσα μου. «Τεκίλα. Κίτρινη. Σκέτη» της είπα ξερά και χαμογέλασε κάνοντας μια ανεπαίσθητη υπόκλιση.

Δέκα λεπτά και δύο τεκίλες αργότερα ήρθε και η Σίσσυ και κοίταζε παράξενα τα ποτήρια με την τεκίλα.

«Δώσε μου ένα τσιγάρο» της είπα την ώρα που καθότανε δίπλα μου.

«Τόσο άσχημα;» με ρώτησε η Σίσσυ κι εκείνη την στιγμή ξέσπασα. Σαν να ήμουν μικρό παιδί. Δεν ήξερα το γιατί. Ίσως γιατί τόσα χρόνια πνιγόμουν μέσα μου, από πολλά και διάφορα και η μόνη μου παρηγοριά ήταν η Κίκα μου. Και στην συνειδητοποίηση της ιδέας ότι την χάνω μου βγήκαν όλα τα σπασμένα.

«Πεθαίνει Σίσσυ…» της είπα και ξέσπασα σε κλάματα.

«Σώπα καλέ μου. Σώπα» μου απάντησε η Σίσσυ που δάκρυζε.

«Λευχαιμία…» είπα κι άναψα το τσιγάρο προσπαθώντας να βγάλω τον εαυτό μου μέσα από εκείνο το λούκι που είχα πέσει. Σκούπισα τα μάτια μου, ήπια λίγο νερό και σκούπισα και τα μάτια της.

Καθίσαμε αμίλητοι για αρκετή ώρα, μέχρι να με πάρει τηλέφωνο ο κτηνίατρος και να πάμε να την πάρουμε. Πίσω στο κτηνιατρείο η ατμόσφαιρα θύμιζε κηδεία. Και η Κίκα κοιμόταν ακόμη από την νάρκωση.

«Θα την σώσουμε γιατρέ;» ρώτησα τον κτηνίατρο μετά από λίγες στιγμές απόλυτης σιωπής.

«Πολύ δύσκολα. Πάρα πολύ δύσκολα. Με θεραπείες, υπομονή κι ελπίδα, μπορεί και να σωθεί» μου απάντησε.

«Εντάξει τότε» είπα. Τον πλήρωσα, πήρα την Κίκα στην αγκαλιά μου και φύγαμε όλοι μαζί για το σπίτι.

«Τι θα κάνουμε;» με ρώτησε η Σίσσυ την ώρα που καθόμασταν στον καναπέ κι ενώ η Κίκα άρχισε να συνέρχεται από την νάρκωση.

«Δεν μπορώ να την βλέπω να βασανίζεται Σίσσυ. Όπως και δεν μπορώ να βλέπω κι εσένα να βασανίζεσαι. Κι εμένα. Ευθανασία» της απάντησα.

«Θα την σκοτώσεις; Έτσι απλά; Δεν έχει ψυχή; Δεν έχει δικαίωμα να ζήσει;» με ρώτησε η Σίσσυ αγριεμένα.

«Και τι να κάνω; Τι; Πες μου! Τι; Να την αφήσω να ζήσει, όπως κι όσο κι αν ζήσει; Για να τυρρανιέται; Να παλεύει; Και στο τέλος να φύγει. Εζησε καλή ζωή. Ας έχει κι ένα καλό τέλος» της απάντησα και είδα την Σίσσυ να μου ορμάει.

Δεν ξέρω πόσες μάζεψα μέσα στο ξέσπασμα της. Το μόνο που ξέρω είναι πως την κράτησα και πως έβαλε τα κλάματα. Είχε δεθεί κι εκείνη με την Κίκα. Και δεν ήθελε να την χάσει.

«Αυτός ψυχή μου είναι ο κύκλος της ζωής. Όλα έρχονται κι όλα φεύγουν. Τίποτα δεν είναι παντοτινό» της είπα όσο πιο ήρεμα μπορούσα.

Ήθελα να πάρω μερικές μέρες άδεια από την δουλειά για να συνέλθω. Αλλά κι αυτό δεν θα μου έφτανε.

«Σίσσυ; Καλή μου Σίσσυ; Μην μου στεναχωριέσαι. Όλα θα βρούνε την σειρά τους» είπα στην Σίσσυ.

«Πως;» με ρώτησε.

«Θες να πάμε να μείνουμε στο χωριό;»

«Στο σπίτι των δικών σου;»

«Ναι. Είναι κλειστό από τότε που πέθαναν. Θα παρατήσω την δουλειά και θα πιάσω τα κτήματα εκεί. Κάπως θα τα βολέψουμε».

«Πάμε…» μου απάντησε απλά η Σίσσυ και κάθισε στην αγκαλιά μου.

Δύο μέρες αργότερα είχαμε πακετάρει τα βασικά και φεύγαμε για το χωριό. Οι τρείς μας. Παράτησα κι εγώ την δουλειά. Είχα σιχαθεί τον εαυτό μου μ’ εκείνη την δουλειά. Θα τα έβγαζα πέρα πιο δύσκολα. Θα αναλάμβανα και τα κτήματα του μακαρίτη του πατέρα μου που τόσα χρόνια τα νοίκιαζα. Γεωπόνο ήθελα να με κάνουν, οικονομολόγος έγινα. Λάθος επιλογές.

Την Κίκα την θάψαμε στο χωριό. Και φτιάξαμε κι ένα μικρό τάφο. Και ένα μεγάλο κήπο γύρω – γύρω. Και ελπίζαμε και εγώ και η Σίσσυ ότι κάποια στιγμή, η ψυχή της θα καταφέρει να μας συγχωρήσει.

Έτσι πέρασε ο καιρός. Και αποφασίσαμε να πάρουμε μια σκυλίτσα για να μας φυλάει στο νέο μας σπίτι. Ίδια ράτσα, ίδια ομορφιά. Κι η Σίσσυ επέμενε να την φωνάζει Κίκα. Κι έτσι της έμεινε το όνομα.

Πλέον είχαμε το σπιτάκι μας με το τζάκι και την σοφίτα. Τα φρέσκα μας λαχανικά. Πέντ’ έξι κότες κι ένα κόκορα που κάθε πρωί ήθελα να του στρίψω το λαρύγγι. Τα παιδάκια μας που τρέχανε στην αυλή και έπαιζαν μακριά από το άχαρο γκρι αστικό τοπίο. Και την Κίκα που έπαιζε μαζί τους.

«Χαζή γυναίκα» είπα ένα βράδυ στην Σίσσυ την ώρα που καθόμασταν αγκαλιά μπροστά από το τζάκι.

«Πολύ χαζή» μου απάντησε εκείνη.

«Αν ήξερα ότι ήθελες να έχω σκύλο δεν θα είχαμε χάσει τόσα χρόνια ζωής».

«Αν ήξερα ότι είσαι τέτοιος άνθρωπος, ο σκύλος δεν θα ήταν απαραίτητος» μου απάντησε η Σίσσυ χαμογελαστά.

«Πόσο χαζοί ήμασταν κάποτε;» την ρώτησα.

«Όσο και τώρα. Και ξεκίνα να ετοιμάζεσαι για τρίτο παιδί. Πάρε τα ρεμάλια τους φίλους σου και ξεκίνα να κερνάς» μου απάντησε γελώντας την ώρα που η Κίκα ερχόταν να χωθεί ανάμεσά μας για να την πάρουμε μια αγκαλιά.

«Κι εσύ κοριτσάρα, θα έχεις καινούριο αδερφάκι» της είπε η Σίσσυ και βάλαμε τα γέλια. Και η Κίκα μας κοιτούσε παράξενα. Κι εγώ ένιωθα ότι μέσα στο βλέμμα της υπήρχε κάτι από την παλιά μου σκυλίτσα. Εκείνη που ήταν η καλύτερη συντροφιά στα χρόνια που πέρασα μόνος μου.

Φωτογραφία

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s