Ήχος βροχής. Μια μικρή και λασπωμένη λίμνη έχει σχηματιστεί στην μέση του σακατεμένου δρόμου και αργογεμίζει απ’ τις σταγόνες που την δέρνουν όλο το βράδυ. Παραδίπλα ακόμη μία. Πιο βαθιά. Στην απόσταση κι άλλη. Πλημμυρίζει η πόλη απ’ την νεροποντή που δεν λέει να σταματήσει εδώ και μία εβδομάδα. Διαλύεται η καρδιά του Μιχάλη που χαζεύει τον άδειο, από κόσμο, δρόμο από το παγωμένο του δωμάτιο, λόγω του καιρού.
Που και που έβλεπε την ομπρέλα κάποιου περαστικού να κάνει την εμφάνισή του. Προσπαθούσε να μαντέψει το φύλο και την ηλικία του• ήταν κάτι σαν παιχνίδι γι αυτόν. «Ασφαλιστής» μουρμούρισε όταν το βλέμμα του έπιασε μια μεγάλη μαύρη ομπρέλα να διασχίζει τον κατηφορικό δρόμο. Έπεσε έξω. Ένα ζευγάρι φοιτητών μάλωναν κάτω απ’ την ομπρέλα. Κούνησε το κεφάλι του συγκαταβατικά και αναστέναξε. Άνοιξε την πόρτα του μπαλκονιού και έπιασε τα αθλητικά του. Ήταν υγρά και παγωμένα, αλλά δεν είχαν μουσκέψει από τον κατακλυσμό. «Δεν πρόκειται να σταματήσει να βρέχει» μουρμούρισε νοερά καθώς άνοιγε την ντουλάπα του.
Τις ώρες που δεν περνούσε στο γραφείο, ντυνόταν σαν τον λέτσο. Φορούσε οτιδήποτε σκισμένο ή φθαρμένο υπήρχε στην γκαρνταρόμπα του. Κατάλοιπο από τα παιδικά του χρόνια. Βούτηξε ένα χιλιομπαλωμένο τζιν, ένα κοντομάνικο που είχε άπειρες τρύπες• δημιουργήματα της εκάστοτε ζώνης που συγκρατούσε το παντελόνι στην μέση του• το κασκόλ του και το αδιάβροχο. Τα φόρεσε βιαστικά. Έδεσε τα κορδόνια του και κοίταξε γύρω του στο σκοτεινό δωμάτιο. Καθαρό μα ακατάστατο. Είχε μέρες να κοιμηθεί. Οι βαριές κουβέρτες στεκόντουσαν στην άκρη του κρεβατιού και τον περίμεναν. Τα μαξιλάρια ήταν πεταμένα στο πάτωμα. Σήκωσε εκείνο με τον κρεμ λεκέ και το πέταξε στο κρεβάτι. Ασυνάρτητες οι σκέψεις του. Βαρύ το κεφάλι του που ένιωθε να ‘χει μουδιάσει.
«Ασλάνογλου! Είκοσι μέρες φυλακή ρε στραβάδι!» αντήχησε μια γνώριμη φωνή στο μυαλό του μόλις κοίταξε το ρολόι του. Τέσσερεις παρά πέντε το χάραμα έδειχνε. Είχε συνδέσει εκείνη την συγκεκριμένη ώρα με κάποιο παράξενο βράδυ που ένα παλικάρι κοιμόταν σε μια παγωμένη σκοπιά. Εκείνη η ανάμνηση και η κραυγή συνοδεύονταν πάντοτε από έναν μυστήριο πόνο. Ακόμη ένα κατάλοιπο από τα παιδικά του χρόνια. Ένα μικρό ηλεκτροσόκ, που επιδεινώθηκε την μέρα που βρήκανε εκείνο το παλικάρι απ’ τον Πύργο, σκοτωμένο απ’ το ίδιο του το όπλο. «Τα άδεια όπλα σκοτώνουνε, Μιχάλη» ψιθύρισε στον εαυτό του. Ήθελε να το μοιραστεί με κάποιον μα δεν υπήρχε κανείς να τον ακούσει.
Μπήκε στο βαριά διακοσμημένο σαλόνι και κάγχασε. Το τεράστιο γραφείο, η επιβλητική τραπεζαρία, η παραφορτωμένη βιβλιοθήκη και η αστραφτερή κουζίνα τον χλεύαζαν. Μέχρι και η μονίμως κλειστή τηλεόραση που κάποτε είχε δώσει πολλά λεφτά για να αποκτήσει, στεκόταν κρεμασμένη σ’ έναν τοίχο και γελούσε με την εμφάνισή του. Βούτηξε τα κλειδιά του και έψαξε το πορτοφόλι του. Έβγαλε μερικά χαρτονομίσματα από μέσα, τα έχωσε βιαστικά στις τσέπες του και έφυγε απ’ το σπίτι. Κατέβηκε τις σκάλες αθόρυβα. Βγήκε στον δρόμο και χάζεψε το οροφοδιαμέρισμα του τρίτου με τα μεγάλα μπαλκόνια. «Αν δεν έβρεχε τόσες μέρες θα είχαν ξεραθεί μέχρι και οι κάκτοι μου» σκέφτηκε χαμογελώντας παράξενα.
Πάντοτε ακολουθούσε την ίδια ιεροτελεστία για τις νυχτερινές του βόλτες. Ρωτούσε τον εαυτό του πόσο ήθελε να περπατήσει. Κοίταζε μια αριστερά και μία δεξιά. Έψαχνε την κοντινότερη διαδρομή για ένα απ’ τα λιγοστά περίπτερα που διανυκτέρευαν. Μετά το ξεχνούσε κι έφευγε πάντα για το κέντρο. Φορούσε ακουστικά και έβαζε μουσικές που του θύμιζαν την εφηβεία του. Μισοτραγουδούσε τους στίχους που δεν μπορούσε πια να θυμηθεί με ακρίβεια. Κάπου – κάπου, ένας στίχος, του θύμιζε μια σκηνή που έπρεπε να την ξαναζήσει για λίγα δευτερόλεπτα. Ίσως και να σταματούσε για μια στιγμή για να αναπολήσει πρόσωπα και καταστάσεις. Ίσως και να περνούσε κάποια διασταύρωση χωρίς καν να ελέγξει τον δρόμο. Σίγουρα, όμως, έφτανε πάντοτε στο ίδιο περίπτερο και αγόραζε τα ίδια πράγματα. Ένα πακέτο τσιγάρα και ένα μπουκάλι φτηνό κρασί. Αν δεν είχε πολλή δουλειά ο περιπτεράς αντάλλασσαν και μερικές κουβέντες.
Δανιήλ τον έλεγαν τον πιτσιρικά που κρατούσε το περίπτερο, μα όλοι στην πόλη τον φώναζαν «πρεζάκια». Περνούσε τα βράδια του παρέα με βιβλία μαθηματικών και ένα θηλυκό Rottweiler.
«Τα γνωστά, Mike;» ρώτησε εκείνος κι ο Μιχάλης αποκρίθηκε μ’ ένα γνέψιμο.
«Πέντε εξήντα… Δώσε πεντέμισι».
«Είναι κανείς έξω;»
«Οι κλασσικοί. Θα τους βρεις εκεί που αράζουν όταν δεν θυμάται να βγάλει ήλιο».
«Καλώς».
«Καλά κουράγια».
«Να ‘σαι καλά» μουρμούρισε ο Μιχάλης την ώρα που έπαιρνε τα ρέστα απ’ το δεκάρικο. Έβαλε τα κέρματα βιαστικά στην τσέπη κι όταν τ’ άφησε απ’ το χέρι του, αντί να πιάσουν ύφασμα, έπιασαν πεζοδρόμιο. Βαρυγκωμώντας τα μάζεψε από κάτω για να τα βάλει στην άλλη μεριά του παντελονιού. Τελευταία ξέχναγε πολύ. Είχε σημαντικότερα πράγματα στο μυαλό του απ’ το να συγκρατήσει το ποια τσέπη ήταν καλή και ποια τρύπια.
Κατέβηκε με τα πόδια τον στενό δρόμο που οδηγούσε στο λιμάνι. Δεν κοίταζε μπροστά του, μα κάτω. Παρατηρούσε το σπασμένο πεζοδρόμιο και προσπαθούσε να αποφύγει τις λακκούβες με το νερό. Ψυχαναγκασμός απ’ τα χρόνια που πέρασε στον στρατό και τις αμέτρητες φορές που ένιωσε τα άρβυλά του να βυθίζονται στην λάσπη και το κρύο. Εξ’ άλλου δεν είχε και νόημα να κοιτάξει γύρω του. Ήξερε ακριβώς που βρισκόταν, ήξερε που υπήρχε διασταύρωση, που υπήρχαν μαγαζιά με κατεβασμένα ρολά, προσόψεις μισογκρεμισμένων σπιτιών και βιτρίνες με ενοικιαστήρια. Αυτό που τον ενδιέφερε ήταν να αδειάσει το κεφάλι του από εικόνες κι όχι να το γεμίσει περισσότερο.
Μια παρέα εφτά ατόμων καθόταν σε μία στάση λεωφορείου, ακριβώς απέναντι από την προβλήτα. Το μεταλλικό παγκάκι χρησίμευε σαν τραπέζι. Είχαν αφήσει εκεί τα τσιγάρα και τις μπύρες τους και συζητούσαν χαμηλόφωνα. Δύο πηγαδάκια είχαν σχηματιστεί από άτομα τα οποία δεν ήθελαν να γυρίσουν στο σπίτι τους αφού είχε κλείσει και το τελευταίο μαγαζί της πόλης. Κάποιοι άνεργοι και άλλοι θα κοιμόντουσαν μία ή δύο ώρες πριν πάνε για δουλειά το πρωί. Μία απ’ αυτούς και η Λίτσα, που πάλευε να ζήσει με τα λιγοστά λεφτά που έβγαζε και που τίποτε δεν μπορούσε να της στερήσει το έξω. Δεν μιλούσε καθόλου εκείνο το βράδυ, μόνο άκουγε τους υπόλοιπους που σχολίαζαν, γελούσαν, σκεφτόντουσαν και αστειευόντουσαν. Περασμένες τέσσερεις ήταν όταν παρατήρησε τον μυστήριο τύπο που περπατούσε μονάχος, χωρίς ομπρέλα και κουκούλα μέσα στην αφόρητη βροχή, μ’ ένα μπουκάλι στο χέρι.
«Ο Ασλάνογλου είναι αυτός;» ρώτησε η Λίτσα σκουντώντας μια άλλη κοπέλα που γύρισε να δει τον Μιχάλη καθώς περνούσε κάτω από έναν φανοστάτη. «Το έχει χαμένο το μπος» της απάντησε εκείνη μα η Λίτσα είχε ήδη απομακρυνθεί. Διέσχισε, σχεδόν τρέχοντας, τον πλημμυρισμένο δρόμο, γεμίζοντας τα παπούτσια της με νερό. Τον πρόλαβε πενήντα μέτρα παρακάτω. Τον φώναξε μα εκείνος δεν αποκρίθηκε. Δεν είδε πως φορούσε ακουστικά.
Ο Μιχάλης ένιωσε πως κάτι τον άγγιξε και πάγωσε. Ένιωσε την καρδιά του να επιταχύνει τον ρυθμό και να συναγωνίζεται το γρήγορο κομμάτι που έπαιζε τέρμα στα αυτιά του. Στέγνωσε το στόμα του, σφίχτηκαν τα χέρια του, και έκανε να γυρίσει απότομα για να δει αυτό που τον ακούμπησε. Δεν κατάλαβε πως ήταν χάδι. Κοίταξε την Λίτσα με τρομαγμένο βλέμμα και ύστερα ξεφύσησε. «Μου έκοψες το αίμα ρε Λιτσάκι» μουρμούρισε ενώ έβγαζε τα ακουστικά.
«Χίλια συγνώμη…» τραύλισε εκείνη.
«Να δω πως θα έρθεις αύριο στο γραφείο» της είπε ήρεμα ο Μιχάλης μα εκείνη δεν αντιλήφθηκε πως ήταν πείραγμα. Του έδειξε το μπουκάλι με το κρασί που κρατούσε αντί απαντήσεως. Αναστέναξε ο Μιχάλης. «Δύσκολα βράδια» μονολόγησε.
«Οι νύχτες χρειάζονται παρέα…»
«Όχι» την διέκοψε ο Μιχάλης. «Χρειάζονται να βρεις ένα τρόπο για να απαλύνεις ό,τι σε στοιχειώνει και σε βασανίζει».
«Αυτό μπορεί να το κάνει και ένας άνθρωπος που είναι διατεθειμένος να ακούσει μια ιστορία και, σίγουρα, ακούει πολύ καλύτερα απ’ όσο το κρασί».
«Το κρασί δεν κρίνει. Δεν σε κάνει στόχο. Δεν σου ανοίγει πληγές. Δεν σου βάζει ετικέτα».
«Θέλετε παρέα;»
«Θέλω άραγε;» μονολόγησε ο Μιχάλης μισοκλείνοντας τα μάτια του κι ύστερα χαμογέλασε. «Πάμε να περπατήσουμε στην βροχή».
Ούτε που γύρισε να γνέψει η πάντοτε παρορμητική Λίτσα στην παρέα της πριν χαθεί με τον Μιχάλη στην βροχή και τον αέρα της νύχτας. Περπάτησαν αργά κι όσο κι αν εκείνη ήθελε να τρέξει, κάτι μέσα της δεν την άφηνε. Έστριψαν σ’ ένα στενό πριν τελειώσει η προβλήτα και χώθηκαν στην πιλοτή μιας πολυκατοικίας που έμοιαζε παράταιρη ανάμεσα στα μισογκρεμισμένα πετρόχτιστα εκείνης της περιοχής. «Μένεις μακριά;» ρώτησε ο Μιχάλης αφού άναψε τσιγάρο.
«Στην άλλη μεριά της πόλης» απάντησε η Λίτσα που έτρεμε.
«Μάλιστα…»
«Ψάχνουμε καταφύγιο;»
«Αν κόψουμε απ’ τα στενά…»
«Πάμε» είπε κοφτά η Λίτσα. Πέταξε μακριά το σχεδόν ακάπνιστο τσιγάρο του ο Μιχάλης και έφυγαν βιαστικά. Χώθηκαν κάτω από μπαλκόνια και τέντες για να γλυτώσουν νερό, μα δεν είχε νόημα πια. Ήταν και οι δύο μούσκεμα μέχρι το κόκαλο. Ένα τέταρτο τους πήρε για να φτάσουν στο διαμέρισμα του Μιχάλη. Άνοιξε την πόρτα και ψηλάφισε με το χέρι του τον τοίχο. Δεν άναβε η λάμπα. Είχε ξεχάσει πως είχε καεί εδώ και καιρό και δεν την είχε αλλάξει ποτέ. Όπως είχε ξεχάσει πως το καλοριφέρ έκαιγε μόνιμα στο σπίτι μα εκείνος το ένιωθε πάντοτε παγωμένο.
«Το μπάνιο είναι στην δεύτερη πόρτα δεξιά. Σου φέρνω πετσέτες και καθαρά ρούχα» μουρμούρισε ο Μιχάλης ενώ πήγαινε στα τυφλά προς το γραφείο για να ανάψει ένα φουτουριστικό φωτιστικό που υπήρχε εκεί. Σιχαινόταν το κίτρινο χρώμα που ανέδυαν όλοι οι λαμπτήρες του σπιτιού μα ποτέ δεν είχε πάρει την απόφαση να κάνει κάτι γι αυτό. Όσο αποφασιστικός ήταν στην δουλειά του, τόσο αναποφάσιστος υπήρξε σε κάθε άλλη πτυχή της ζωής του. Η Λίτσα έφυγε για το μπάνιο κι εκείνος για το υπνοδωμάτιο, για να βρει πετσέτες και ρούχα. Άνοιξε την άλλη ντουλάπα, εκείνη που δεν στέγαζε τα κουρέλια που αγαπούσε. Κοίταξε με νοσταλγία το μαύρο σετ με τις πετσέτες και κάποια γυναικεία ρούχα που είχαν ξεμείνει εκεί μέσα. Τα πήγε στην Λίτσα κι ύστερα γύρισε στο δωμάτιό του για να αλλάξει. Σκουπίστηκε και έβαλε άλλα κουρέλια. Χαμογέλασε καθώς σκεφτόταν πως ακόμη χωρούσε στα ρούχα που είχε αγοράσει στο λύκειο.
«Άπλωσα τα βρεγμένα στο καλοριφέρ του μπάνιου» ακούστηκε η φωνή τη Λίτσας και έβγαλε τον Μιχάλη από το ταξίδι που έκανε στις αναμνήσεις του. Βγήκε απ’ το δωμάτιο, την είδε να στέκει σαν χαμένη στο ημιφωτισμένο σαλόνι και της χαμογέλασε. «Θα τα βάλουμε με τα δικά μου στο στεγνωτήριο» απάντησε ήρεμα. Της έκανε νόημα να καθίσει και χώθηκε στο μπάνιο.
«Ωραίο το σπίτι σας. Βαρύ αλλά ωραίο» σχολίασε η Λίτσα μα ο Μιχάλης δεν της απάντησε. Κοίταζε τον εαυτό του στον καθρέφτη και έφερνε την εικόνα της Λίτσας με τα στεγνά ρούχα που της έδωσε στα μάτια του. Έμοιαζαν πολύ με κάποια που δεν ήθελε να βλέπει πια. «Τα ρούχα είναι μικρέ» αντήχησε μια φωνή μέσα στο μυαλό του κι ύστερα βγήκε απογοητευμένος από το μπάνιο.
Η Λίτσα καθόταν οκλαδόν στον καναπέ και κοίταζε το σπίτι όταν τον είδε να βγαίνει έξω και να πηγαίνει, αμίλητος, προς την κουζίνα. Ανέσυρε ένα μπουκάλι κρασί από κάποιο ντουλάπι και δύο κολονάτα ποτήρια από κάποιο άλλο. Γύρισε στον καναπέ. Έστρεψε το βλέμμα στην κλειστή τηλεόραση και έπαιξε λίγο με το γένι του. Άδειο το μυαλό του. Δεν ήξερε αν έπρεπε ή αν ήθελε να πει κάτι. Ποτέ δεν είχε κάποιον για να μοιραστεί το μέσα του. Με τον εαυτό του τα έλεγε πάντοτε.
«Να ανοίξω το κρασί;» ρώτησε η Λίτσα.
«Να το ανοίξεις. Καπνίζεις; Να φέρω σταχτοδοχείο;»
«Εεε… Αν δεν καπνίζετε μέσα στο σπίτι…» άρχισε εκείνη.
«Το έχω κόψει εδώ και χρόνια. Σπάνια και μόνο όταν με πιάνει ο νταλκάς, ανάβω τσιγάρο. Απλώς, αυτό το «σπάνια» συμβαίνει συχνά το τελευταίο διάστημα».
«Μόνο αν καπνίσετε κι εσείς».
«Μόνο αν μου μιλάς στον ενικό».
«Εντάξει».
«Άρα, φέρνω σταχτοδοχείο»
«Τι σε βασανίζει;» ακούστηκε η φωνή της Λίτσας. Άρχισε να αντηχεί η ερώτηση μέσα στο κρανίο του Μιχάλη και να σβήνει πολύ αργά, μέχρι που το μόνο που κατάφερνε να ακούσει ήταν τον χτύπο του ρολογιού που υπήρχε πάνω στο τραπέζι. Το είχε φτιάξει μόνος του, πολύ πριν τελειώσει το πανεπιστήμιο και το αγαπούσε γιατί ήθελε, συχνά – πυκνά, ρύθμισμα. Θυμόταν ακόμη την έρευνα που έκανε και τον τρόπο που κάθισε και σκάλισε, ξεχωριστά, κάθε του γρανάζι. Τον τρόπο που τα ταίριαξε όλα μαζί σ’ εκείνο τον περίπλοκο μηχανισμό. Ακόμη, θυμόταν και τον λόγο που μπήκε στην διαδικασία να φτιάξει ένα μηχανικό ρολόι. «Ο εαυτός μου» ψιθύρισε κι έπειτα επέστρεψε στο τραπέζι με το τασάκι κι έπιασε στα χέρια του το ρολόι.
«Πως πάει το μεταπτυχιακό σου, Λίτσα;»
«Καλά» μουρμούρισε εκείνη χωρίς να έχει καταλάβει την ερώτηση ή τον σκοπό της.
«Αμηχανία…»
Δεν πήγε κανένας απ’ τους δύο το πρωί στην δουλειά. Τους πήρε ο ύπνος στον καναπέ κατά τις πέντε. Δεν μίλησαν καθόλου, μόνο έπιναν κρασί και κάπνιζαν. Εκείνη είχε κουρνιάσει στην γωνία του καναπέ κι εκείνος είχε ξαπλώσει στα πόδια της. Σκεβρωμένοι ξύπνησαν το μεσημέρι, σχεδόν ταυτόχρονα. Ο Μιχάλης έτριψε τα μάτια του και την είδε να τον κοιτάζει νυσταγμένα. «Να φτιάξω καφέ;»
«Τι ώρα είναι;»
«Μεσημέριασε»
Πετάχτηκε πάνω η Λίτσα κι άρχισε να τρέχει στο σπίτι χωρίς να ξέρει που ακριβώς θέλει να πάει. «Δεν σε διώχνει κανένας απ’ την δουλειά. Δεν είσαι αδικαιολογήτως απών» της είπε κι εκείνη σάστισε. «Επίσης, μπορείς να πεις πως κοιμήθηκες με το αφεντικό σου» συνέχισε ο Μιχάλης ανέκφραστα ενώ έσερνε τα πόδια του προς την κουζίνα. Της πήρε μερικές στιγμές για να καταλάβει αυτό που ξεστόμισε ο Μιχάλης. Έβαλε τα γέλια μαζί του και τον ακολούθησε. «Πίστευα πως δεν έχεις χιούμορ».
«Δεν έχω χιούμορ».
«Ήταν αστείο αυτό που είπες»
«Ήταν η πραγματικότητα».
Το βλέμμα του έπεσε πάνω στον μικρό λεκέ που υπήρχε στην πλάτη του καναπέ, εκεί που βρισκόταν το κεφάλι της Λίτσας. Χαμογέλασε στον εαυτό του καθώς έβαζε νερό στην καφετιέρα. «Δεν μου απάντησες χθες» του είπε εκείνη κι ύστερα πήγε προς το παράθυρο. Δεν είχε σταματήσει να βρέχει.
«Είχα μια σχέση. Τελείωσε…»
«Την τελείωσες εσύ;»
«Ναι… Δεν πήγαινε άλλο…»
«Σε πονάει;»
«Ο χωρισμός; Όχι».
«Ο εαυτός σου;» τον ρώτησε χαμογελώντας και τον είδε να γνέφει καταφατικά χωρίς να γυρίσει προς το μέρος της. «Τύψεις;» συνέχισε εκείνη μα δεν πήρε απάντηση. «Ενοχές;»
«Μυστήρια κατάσταση. Δεν μπορώ να την καταλάβω ακόμη».
«Έχεις σκοπό…»
«Θα σου πω, μόλις μας φτιάξω τους καφέδες. Αν έχεις όρεξη να ακούσεις».
«Φυσικά».
«Κανείς δεν ακούει. Κανείς δεν έχει όρεξη να ακούσει. Όλοι να μιλήσουν θέλουν» της απάντησε θλιμμένα.
Δύο χρόνια δούλευε η Λίτσα στο τεχνικό γραφείο του Μιχάλη και ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπε έτσι. Στις αρχές ήταν τσιμπημένη μαζί του. Τριαντατριάρης, αυτοδημιούργητος και οξυδερκής, ο Μιχάλης είχε καταφέρει να επιβιώσει μέσα στην κρίση και να επεκτείνει την δουλειά του αντί να την κλείσει. Υπήρχε ένας αυστηρός κώδικας ενδυμασίας, μα ποτέ δεν μόστραρε τα ρούχα του. Συνήθως πήγαινε στην δουλειά μ’ ένα σαραβαλιασμένο φιατάκι που αγκομαχούσε για να σκαρφαλώσει τις ανηφόρες της πόλης. Ακόμη και τον τελευταίο καιρό, που οι φήμες στην δουλειά έδιναν κι έπαιρναν πως δεν ήταν καλά, προσπαθούσε να κρατηθεί στο ύψος του.
«Το καθίκι, ο Ασλάνογλου. Το μπός δηλαδή» θυμήθηκε τα πρώτα λόγια που άκουσε γι αυτόν η Λίτσα όταν πάτησε το πόδι της στο γραφείο. Επιβλητικός τύπος, γεροδεμένος, με μαύρο κοστούμι και πρόσωπο σκαμμένο από ακμή. Αεικίνητο το βλέμμα του, κοφτό το περπάτημά του. Δυνατή χειραψία. «Καλωσήρθες στο team μας, Βασιλική» της είπε χαμογελώντας κι ύστερα την ξενάγησε. «Ο τσιφούτης που πατάει επί πτωμάτων» σχολίαζαν οι συνάδελφοι στο γραφείο όταν δεν τους άκουγε ο Μιχάλης και η Λίτσα εν μέρει συμφωνούσε. Έπαιρνε τα νόμιμα. Τίποτα παραπάνω.
Έπειτα ήταν και το σούσουρο. Ο Ασλάνογλου είχε εμφανιστεί ξαφνικά στην πόλη στα είκοσι οχτώ του. Άνοιξε το γραφείο. Πήρε δουλειές. Έφτιαξε περιουσία μέσα σε τρία χρόνια. Σήκωσε την πολυκατοικία που έμενε. Κανείς δεν πίστευε πως ήταν ντόπιος όπως ο ίδιος διατεινόταν. Άγνωστη η φάτσα του, ανήκουστο το τούρκικο επίθετό του σ’ εκείνα τα μέρη. Έμοιαζε σαν να το είχε διαλέξει ο ίδιος για να δηλώσει κάτι και, ταυτόχρονα, να κρυφτεί από κάτι άλλο. Έτσι τουλάχιστον έλεγαν.
«Το επίθετο…» έκανε η Λίτσα κι ύστερα σώπασε. Είδε τον Μιχάλη να έρχεται προς το μέρος της με την κούπα. «Το άλλαξα πριν πολλά χρόνια» της απάντησε εκείνος.
«Με εμπιστεύεσαι;» τον ρώτησε χωρίς να τιθασεύσει την σκέψη της. Το πρόσωπό του σκοτείνιασε περισσότερο απ’ τον βροχερό ουρανό και το βλέμμα του έπεσε στο πάτωμα. «Το μόνο που θυμάμαι απ’ τον μπαμπά μου, είναι εκείνη η ουλή που είχε στο μάγουλο και οι δέκα διαφορετικές ιστορίες για τον τρόπο που την είχε αποκτήσει…» άρχισε να αφηγείται ο Μιχάλης.
Κοντά τριάντα χρόνια είχαν περάσει κι όμως, εκείνη η θύμηση, είχε παραμείνει μέσα του ατόφια. Βροχερό εκείνο το απόγευμα. Σε νανούριζε ο ήχος του νερού που έσκαγε με δύναμη στην κεραμοσκεπή και κατέβαινε με φόρα απ’ τα λούκια για να βγει στον δρόμο. Άδεια η πόλη έξω από το παράθυρο και μέσα απ’ αυτό, παγωμένη η παλιά μονοκατοικία που δεν μπορούσε να την ζεστάνει το τζάκι του σαλονιού. Κοίταζε την άδεια κουκέτα ο Μιχάλης και δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στα μαθήματά του. Κόντευε να βγει το φθινόπωρο και ο καιρός γινόταν ολοένα και πιο σκληρός. Όπως η ζωή. Που μέρα με την μέρα σκλήραινε και γινόταν πιο αιχμηρή.
Ρυθμικός και ο ήχος των σταγόνων που έπεφταν απ’ το ταβάνι σ’ ένα μισοάδειο κουβά. Έμπαζε το σπίτι κρύο και υγρασία από παντού. Δεν υπήρχαν λεφτά για συντήρηση. Καθημερινοί ήταν οι καυγάδες των γονιών του γι αυτό το θέμα. Δεν καταλάβαινε πολλά τότε ο μικρός. Δεν είχε φίλους. Μόνο η αδερφή του νοιαζόταν γι αυτόν. Μετά έφυγε ο πατέρας τους. Είχε ανεβεί στην σοφίτα ένα βράδυ και έπεσε απ’ την σκάλα. Τέλη καλοκαιριού. Τότε θα ‘ταν έξι ο Μιχάλης και δεκατέσσερα η αδερφή του. Την πάντρεψε με το ζόρι η μάνα τους και την ξαπόστειλε απ’ το σπίτι.
Ξύλο και φοβέρα κάθε μέρα. Για χρόνια ολόκληρα. Για όσο μπορούσε να θυμηθεί τον εαυτό του. Φοβισμένο παιδί που δεν είχε εναλλακτικές και διεξόδους. Δεν ανακατεύτηκε ποτέ κανείς. Άλλωστε, γιατί να νοιαστούν οι άλλοι για κάτι που δεν τους αφορά;
Στα δεκατρία τον έγραψε με το στανιό η μάνα του σε νυχτερινό. Το πρωί μεροκάματο, το βράδυ σχολείο. Ανάθεμα κι αν είδε δραχμή το μάτι του ποτέ. Λεφτά δεν υπήρχαν ούτε για να πάρει ένα κουλούρι. Έδινε το βδομαδιάτικο στην μάνα του κι εκείνη τα ‘κανε κουμάντο. Και πάντοτε, τα έφερνε βόλτα, μ’ έναν τέτοιο τρόπο, που ο Μιχάλης δεν μπορούσε να καταλάβει πως γινόταν με ένα μισθό και μία σύνταξη να συνεχίζουν να πεινάνε.
«Δεν είσαι και κορίτσι, ρε κερατά… Θα σ’ έβγαζα στο κλαρί» του ‘χε πει, μεταξύ άλλων, ένα Σάββατο η μάνα του. Βούλιαξε η καρδιά του Μιχάλη όταν το άκουσε. Σηκώθηκε κι έφυγε απ’ το σπίτι. Βγήκε έξω, στην βροχή, για να περπατήσει. Ούτε που ήξερε που ήθελε να φτάσει. Κατέβηκε στο λιμάνι. Προσπάθησε να πάρει φόρα και να βουτήξει μέσα, μα δεν τα κατάφερε. Περιπλανήθηκε σ’ όλη την πόλη. Όπως δεν κατάφερε να πέσει στο λιμάνι, έτσι δεν κατάφερε να πηδήξει απ’ την γέφυρα, να πεταχτεί στις ρόδες κάποιας νταλίκας ή να βρει οποιονδήποτε άλλο τρόπο για να τελειώσει το μαρτύριό του. Βρέθηκε τα χαράματα να μιλάει με τον εαυτό του σε κάποιο παγωμένο παγκάκι. Δεν είχε νόημα για κείνον να φτιάξει έναν φανταστικό φίλο. Έπρεπε να φτιάξει τον μεγαλύτερο εχθρό του. Ένα άτομο που θα τον έκανε ατσαλένιο. Που θα μπορούσε να τον ρίξει κάτω ανά πάσα ώρα και στιγμή. Που θα τον εκπαίδευε στο να μην πονάει. Στο να μην αισθάνεται. Στο να μην δείχνει τις αδυναμίες του.
«Sifu» είχε χαράξει κάποιος στο παγκάκι. Ήταν σίγουρος πως το είχε ξανακούσει κάπου. Σκάλισε τις αναμνήσεις του. Σηκώθηκε απ’ το παγκάκι και συνέχισε να περπατάει. «Sifu…» μουρμούριζε ξανά και ξανά. Τράκαρε τσιγάρο κι αναπτήρα από κάποιον περαστικό. Έκανε που και που, στα κλεφτά, κανένα με τον μάστορα που τον είχε πάρει για μεροκάματα στο συνεργείο. Τσιγάρο, καφέ, αθλητικά και μαστόρεμα στα μηχανάκια και τα αυτοκίνητα. Αυτά ήταν τα πρωινά του. Διάβασμα και σχολείο τα βράδια. Και τα μεσημέρια, τα περνούσε με τον Sifu. Έτσι τον βάφτισε.
Απ’ το ίδιο κιόλας βράδυ, εκείνο της δημιουργίας, άρχισε η εκπαίδευση. Αμείλικτος ο Sifu, τον χτυπούσε εκεί που πραγματικά πονούσε. Δάκρυζε ο Μιχάλης και σκιζόταν απ’ τον πόνο. Συνέχιζε ο εχθρός να χτυπάει ολοένα και πιο δυνατά. Πείσμωνε ο Μιχάλης και σήκωνε άμυνες. «Είσαι άχρηστος ρε! Άχρηστος! Άχρηστος! Άχρηστος!» ούρλιαζε μέσα του ο Sifu κι ο Μιχάλης πονούσε ολοένα και λιγότερο. Σταμάτησε να τον πονάει η κριτική του κόσμου. Σταμάτησαν να τον πονάνε τα πικρά λόγια της μάνας του. Σταμάτησε να αισθάνεται το οτιδήποτε. Πίστεψε πως είχε εκπαιδεύσει καλά τον εαυτό του. Στα δεκαοχτώ παρόπλισε τον Sifu. Στα είκοσι ήταν στην σχολή. Στα εικοσιένα έκανε την πρώτη του σχέση. Τρείς μήνες μετά, ο Sifu επανεμφανίστηκε. Όπως κάθε φορά στα δύσκολα. Όπως κάθε στιγμή που ο Μιχάλης ξεχνιόταν κι άρχιζε να γίνεται συναισθηματικός.
Σουρούπωνε και η βροχή είχε καταλαγιάσει, όταν ο Μιχάλης τελείωσε με την παραληρηματική αφήγηση των παιδικών του χρόνων. Ανέκφραστο το πρόσωπό του. Κολλημένο στον τοίχο το βλέμμα του. «Τρέμεις…» του ψιθύρισε η Λίτσα. «Κρυώνω» της απάντησε εκείνος.
Η Λίτσα γύρισε στο μικρό δώμα που έμενε κατά τις οχτώ. Άναψε ένα αερόθερμο, έβγαλε τα παπούτσια της και κουκουλώθηκε με την κουβέρτα στο κρεβάτι. Γύριζε την αφήγηση του Μιχάλη απ’ όλες τις πλευρές, προσπαθώντας να τον καταλάβει. Δεν ήξερε αν τον λυπόταν, αν τον συμπονούσε, αν τον κατανοούσε. Είχε βρει την αιτία για την παντελή έλλειψη συναισθήματος που έδειχνε το αφεντικό της σε κάθε κατάσταση. Είχε καταστήσει τον εαυτό του ανίκανο να νιώθει, έτσι ώστε να μην αισθάνεται πόνο. Μόνο που δεν είχε καταφέρει τίποτα. Τα συναισθήματα έμεναν φυλακισμένα βαθιά μέσα του και ο πόνος τσάκιζε ολόκληρη την ύπαρξή του.
Απλησίαστος ήταν ο Μιχάλης τις επόμενες μέρες στο γραφείο. Είχε φορέσει την μάσκα του και συμπεριφερόταν στην Λίτσα σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, σαν να μην είχαν συζητήσει, σαν να μην της είχε δώσει το δικαίωμα να του μιλάει στον ενικό. Εν μέρει το καταλάβαινε• ούτε η ίδια ήθελε να μπλέξει τα προσωπικά της με τα της δουλειάς. «Αδαμάντινος χαρακτήρας που κάποια στιγμή θα σπάσει» είχε σκεφτεί κάποιο πρωί η Λίτσα μόλις τον είδε να μπαίνει στο γραφείο.
Όσο πάλευε η Λίτσα με τον εαυτό της, ψάχνοντας να βρει κουράγιο να του μιλήσει, άλλο τόσο το έκανε κι ο Μιχάλης. Εκείνη δεν ήθελε να δώσει λάθος εντυπώσεις. Εκείνος φοβόταν πολύ περισσότερο, όχι την κριτική του θα του έκαναν, μα τον ίδιο του τον εαυτό. Ιδιαίτερα εκείνο το κομμάτι του που αρνούνταν πεισματικά να εξωτερικεύσει οποιαδήποτε συναισθηματική συμπεριφορά.
Λύγισε ο Μιχάλης όταν, κάποιο βράδυ, ξανάπιασε βροχή. Δεν άντεξε και την πήρε τηλέφωνο. Συνειδητοποίησε πως ήταν περασμένη η ώρα όταν άκουσε τον πρώτο χτύπο. Το έκλεισε βιαστικά. Δεν πρόλαβε να σηκώσει το κινητό η Λίτσα που το είχε μόνιμα στα χέρια της. Έκανε την υπέρβαση χωρίς να το σκεφτεί.
«Ναι;»
«Κύριε Ασλάνογλου, έγινε κάτι;»
«Όχι ρε Λιτσάκι, τίποτα. Συγνώμη αν σε ξύπνησα».
Το ελαφρύ τρέμουλο στην φωνή του έκανε την Λίτσα να αντιδράσει ενστικτωδώς. «Μιχάλη, είσαι καλά; Φοβάμαι όταν σ’ ακούω έτσι…»
«Καλά…»
«Θες παρέα; Σε πνίγει το σπίτι; Θες να έρθεις από εδώ; Θες να βγούμε έξω;» τον βομβάρδισε με ερωτήσεις. Κοίταξε το είδωλό του στην σβηστή οθόνη της τηλεόρασης και αναστέναξε. «Πες μου διεύθυνση. Σε μισή ώρα θα είμαι εκεί» ψέλλισε πριν γράψει την διεύθυνση σ’ ένα χαρτί και κλείσει το τηλέφωνο.
Τινάχτηκε όρθια η Λίτσα για να συμμαζέψει το μικρό δωμάτιο που έμενε. Με την ψυχή στο στόμα και το μάτι στο ρολόι, συμμάζευε και παράχωνε πράγματα στην μοναδική ντουλάπα που είχε. Στην άλλη άκρη της πόλης, ο Μιχάλης έδενε σφιχτά ένα κασκόλ στο λαιμό του, κοιτάζοντας τον εαυτό του στον καθρέφτη. «Τι λες κι εσύ, Sifu; Αξίζει;» μουρμούρισε χαμογελώντας. Ήξερε την απάντηση. Δεν γνώριζε όμως πως θα την διαχειριζόταν.
Κατηφόρισε τον δρόμο για το περίπτερο χωρίς την γνωστή ιεροτελεστία. Δεν κοίταζε τον δρόμο, ούτε τις ερειπωμένες προσόψεις των γκρεμισμένων σπιτιών. Δεν έδωσε σημασία στα μπαλώματα των δρόμων και τα σπασμένα πεζοδρόμια. Ήταν σαν να μην υπήρχαν πια. Δεν χρειαζόταν ούτε την μουσική του. Δεν τον ενοχλούσε ο ήχος της βροχής. Δεν ηχούσε παράξενα στ’ αυτιά του το νερό που χτυπούσε άρρυθμα πάνω στην μεταλλική οροφή του περιπτέρου.
«Τα γνωστά Mike;»
«Θέλω να πάω επίσκεψη και ψάχνω ανοιχτή κάβα. Υπάρχει περίπτωση να ξέρεις καμία;»
«Είναι μία στην Κύπρου. Δεν κλείνει ποτέ. Πρεζάκιας κι αυτός, βαράει νυχτοκάματα»
«Γιατί σε λένε πρεζάκια ρε Δανιήλ;»
«Δουλεύω μόνιμα νύχτα, σέρνομαι απ’ την κούραση, τρέχω τα απογεύματα για κανένα καφέ, οι μαύροι κύκλοι έχουν φτάσει στο στέρνο… Ψάχνεις να βρεις άκρη με τον κόσμο; Για σένα πόσα λένε;» του απάντησε χαμογελώντας.
«Αμέτρητα πράγματα» μονολόγησε ο Μιχάλης.
«Τους δίνεις σημασία;»
«Πιάσε ένα πακέτο τσιγάρα…» μουρμούρισε καθώς έπαιρνε μια μπύρα απ’ το ψυγείο.
«Έλα από πίσω. Έχω τραπεζάκι. Να βγω να ξεμουδιάσω δυο λεπτά, να βγάλω και την μικρή να περπατήσει».
«Λένε πολλά… Τα περισσότερα είναι σχεδόν αλήθεια…»
«Ρε, αλήθεια τώρα και μεταξύ μας. Το έφαγες το σπίτι της γριάς της Αναπλιώτη και την πέταξες στο δρόμο;»
«Περίπου» απάντησε ο Μιχάλης ανάβοντας τσιγάρο. Κοίταξε το ρολόι του και συνειδητοποίησε πως θα έστηνε την Λίτσα. Χαμογέλασε στο νυσταγμένο σκυλί που έβγαινε απ’ το περίπτερο. Άρχισε να το χαϊδεύει καθώς μιλούσε. «Μιχάλη Αναπλιώτη έλεγαν τον παππού μου. Καλός άνθρωπος. Λίγο ζαβός, μα καλός…»
«Βρήκες σόι να τύχεις… Και το Ασλάνογλου; Από πού προέκυψε;»
«Μεγάλη ιστορία το επίθετο. Ας πούμε πως δεν ήθελα να ‘χω σχέσεις κι επαφές με το συγγενολόι. Η μάνα μου χαρτόπαιζε. Αργά ή γρήγορα θα το πουλούσε το σπίτι για ένα κομμάτι ψωμί. Η αδερφή μου καλότυχε, μα δεν γύρισε ποτέ να βοηθήσει όταν την είχα ανάγκη. Στα χαρτιά το κέρδισα το σπίτι απ’ την μάνα μου και ύστερα την πέταξα στον δρόμο. Ήταν το λιγότερο που μπορούσα να κάνω για να ξεχρεώσω με τον εαυτό μου. Πήρα δάνειο, γκρέμισα την παράγκα, πούλησα τα διαμερίσματα πριν τελειώσει η οικοδομή, κράτησα ένα για μένα…»
«Κι αυτά που λένε για εκβιασμούς;»
«Λένε, Δανιήλ. Λένε και θα λένε. Όσοι δεν ρισκάρουν, όσοι εθελοτυφλούν, όσοι αποφεύγουν τις ευθύνες τους… Μόνο αυτό μπορούν να κάνουν. Να λένε. Να αναπαράγουν τις φήμες που σκόρπισε η τρελόγρια» μουρμούρισε αναστενάζοντας ο Μιχάλης. Έβγαλε λεφτά και πλήρωσε την μισοτελειωμένη μπύρα και το πακέτο με τα τσιγάρα.
«Mike! Για φόρτωση δεν πας; Προφυλακτικά δεν θες για να κόψεις δελτίο;» άκουσε την φωνή του περιπτερά καθώς απομακρυνόταν. «Δεν νομίζω» του απάντησε γνέφοντας πριν συνεχίσει να περπατάει με γρήγορο ρυθμό στα γλιτσιασμένα πεζοδρόμια της πόλης. Έφτασε στην κάβα με την βαριά ατμόσφαιρα που ανέδιδαν η μυρωδιά της νικοτίνης και τα ρεμπέτικα που ακούγονταν από δύο μικρά ηχεία. Το θυμόταν το μαγαζί αν και είχε να περάσει μια εικοσαετία από κει. Σκονισμένα ράφια είχε και τότε. Πήρε λευκό κρασί, πλήρωσε κι έφυγε βιαστικά.
Η Λίτσα κοίταζε το ρολόι και ευχόταν σιωπηλά να αργήσει ο Μιχάλης για να προλάβει να τελειώσει με το σφουγγάρισμα, όμως η τύχη της δεν της έκανε την χάρη. Όταν χτύπησε το θυροτηλέφωνο και του άνοιξε, άρχισε με πυρετώδεις κινήσεις να παραχώνει βιαστικά ό,τι άλλο είχε ξεμείνει απ’ το πρώτο χέρι συγυρίσματος, οπουδήποτε μπορούσε να κρυφτεί. «Καλό είναι» της είπε μόλις του άνοιξε την πόρτα κι εκείνη κοκκίνισε. «Λιτσάκι, σε παράπηγμα που έμπαζε νερά έμενα κάποτε. Δεν παρεξηγώ. Ξέρω πως είναι» συνέχισε ο Μιχάλης.
Κάθισαν στο κρεβάτι, άνοιξαν το κρασί και η συζήτηση φούντωσε. Άκουσε την ιστορία της Λίτσας και συνειδητοποίησε πως, αν και δεν ήταν πιο επώδυνη ή δύσκολη απ’ την δική του, για εκείνη ήταν το πιο άσχημο πράγμα στον κόσμο. Της είπε για εκείνο το πρωί που έπρεπε να χωρίσει. Για κείνο το χάραμα που έφυγε σαν κλέφτης απ’ το κρεβάτι του όταν, σαν βόμβα, έσκασε η είδηση για την εγκυμοσύνη. Για εκείνες τις στιγμές που περπατούσε με τα σκισμένα του ρούχα στην πόλη και τα ακουστικά μονταρισμένα στα αυτιά. Για τα λόγια που αντήχησαν μέσα στο μυαλό του. Για την συνειδητοποίηση. Βούρκωσε. Ήθελε να γελάσει μα όταν το επιχειρούσε ένιωθε πως θα σπάσει και θα κλάψει. Άγνωστο συναίσθημα το γέλιο. Το ίδιο και το κλάμα. Είχαν κρυφτεί σε κάποια εγκαταλελειμμένη γωνιά της ψυχής του.
«Ίδια η μάνα σου είναι, Μιχάλη… Και το παιδί, παιδί μου, το ξέρουμε πολύ καλά, πως δεν υπάρχει. Πως είναι κόλπο για να μην φύγεις. Πέρασε καιρός. Μεγάλωσες πια. Θα έρθει κάποια στιγμή, στο κοινό μας μέλλον, που ο εαυτός σου θα σε δικάσει για ό,τι αποφασίσεις σήμερα… Και τότε, δυστυχώς, δεν θα μπορέσω να σε βοηθήσω. Ούτε η σκοτεινότερή σου πλευρά και η απόλυτη ηθική σου θα σε βοηθήσουν. Γκρεμίζεις έναν κόσμο και καταρρέει πάνω σου. Ή που θα τον σηκώσουμε, τώρα, μαζί, ή που θα το μετανιώνουμε μέχρι να μας ξεχάσουν όλοι» σκέφτηκε εκείνο το πρωί ο Μιχάλης και δάκρυσε από εκείνο το πρωτόγνωρο συναίσθημα ευγνωμοσύνης που έφερε μαζί του εκείνος ο συλλογισμός. Είχε φτιάξει ένα κτήνος για να τον σφυροκοπάει αλύπητα, κάθε ώρα και στιγμή• ένα αψεγάδιαστο και αμείλικτο ανδρείκελο, χωρίς πάθη και συναισθήματα, που θα του δίδασκε να βαδίζει ανώδυνα τον δρόμο του πόνου. Όμως κι αυτή η μαριονέτα• εκείνη που κάποτε δημιουργήθηκε ως ο έσχατος εχθρός του αφέντη της, υποτάχθηκε σ’ αυτόν και υποσχέθηκε πως θα παρέμενε εκεί ως μια ασπίδα προστασίας, αντί για το αιχμηρό ξίφος που ήταν και τον έκανε τόσα χρόνια να ματώνει. Αυτή ήταν η πρώτη φορά στην ζωή του Μιχάλη που είχε τον Sifu δίπλα του και όχι απέναντί του.
«Να κρατάς τον λόγο σου όταν ο λόγος του άλλου έχει αντίκρισμα. Να φεύγεις όταν πρέπει. Να μένεις όταν θέλεις» έγραψε εκείνο το ξημέρωμα ο Μιχάλης Ασλάνογλου στην τοποθεσία λιμάνι, πίνοντας καφέ. Δίπλα του, ο Sifu, καθόταν στο παγκάκι και αγνάντευε τον ορίζοντα που άλλαζε χρώματα καθώς χάραζε.
«Να μην φοβάσαι. Να μην ξεχνάς» ψιθύρισε νωχελικά στην Λίτσα που τον κοίταζε χαμογελώντας.
«Αυτή ήταν η επόμενη μου σκέψη».
«Και μετά χώρισες».
«Μετά… Ναι… Έκανα ένα ξεκαθάρισμα και τελείωσα μια σχέση η οποία επιβεβαίωνε το πρότυπο που είχα φτιάξει με το μυαλό μου. Παλεύω τις τελευταίες βδομάδες να το αποδεχτώ• βλέπεις, από την μία υπάρχει η πραγματικότητα και από την άλλη ο απόλυτος τρόπος σκέψης μου, η άρνησή μου να γίνω κακός ή αδιάφορος, με όσους δεν θέλουν να με βλέπουν καλά».
«Θέλει δουλειά…»
«Μ’ έχεις για τρελό, είμαι σίγουρος».
«Κάθε άλλο. Έχω κι εγώ ένα alter ego. Ήταν τσιμπημένη μαζί σου κάποτε. Της θύμιζες κάποιον που είχε ερωτευτεί όταν ήταν μικρή. Έναν τυπάκο που της χαμογέλασε για μια στιγμή ενώ εκείνη έκανε βόλτα με τους γονείς της στο λιμάνι…»
«Φαινόταν. Αλλά…» την διέκοψε εκείνος κομπιάζοντας.
«Καταλαβαίνω. Όσο κι αν σου φαίνεται εξωπραγματικό, σε καταλαβαίνω, Μιχάλη»
«Αυτό μου είχε λείψει. Η κατανόηση».
«Την οποία δεν θα αναζητούσες ποτέ αν δεν κατάφερνες να την βρεις μέσα σου» του είπε χαμογελαστά η Λίτσα. Μισόκλεισε τα μάτια της και για μία και μόνη στιγμή ήταν σίγουρη πως ένας μυστήριος τύπος στεκόταν δίπλα στον Μιχάλη. Ο φίλος του, ο αδερφός του, ο πατέρας του, ο φύλακας άγγελός του. Ο Sifu. Εκείνος που είχε πολλά ακόμη να του διδάξει.
Επόμενο: Η απόκοσμη προσωπικότητα της Βιργινίας Κατρή