Ο ήχος που ερχόταν απ’ το σκυλάδικο ήταν τόσο δυνατός που ‘πνιγε το πάρκινγκ και τα διπλανά χωράφια. Ένας κοντός τύπος βγήκε απ’ το μαγαζί σχεδόν τρέχοντας. Έπαιζε με ένα κλειδί. Κάποιος τον φώναξε μα εκείνος αδιαφόρησε. Μπήκε σ’ ένα σπορ αυτοκίνητο, έβαλε μπροστά κι έφυγε σπινιάροντας και πετώντας πέτρες πίσω του. «Στο διάολο, ηλίθιε!» φώναξε μια κοπέλα που είχε κατέβει από ταξί, καθώς ανέπνεε την σκόνη που είχε σηκωθεί στον αέρα.
Το μαύρο αυτοκίνητο έσκιζε με τους θορύβους του την σιγαλιά της νύχτας. Δεν ήταν τόσο η μουσική που έπαιζε δυνατά, όσο το μούγκρισμα της μηχανής που φάνταζε σαν ουρλιαχτό. Τα λάστιχα σύρθηκαν στριγγλίζοντας πάνω στην τσαλακωμένη απ’ τα χρόνια άσφαλτο. Άνοιξε η πόρτα και κατέβηκε. Παράτησε τ’ αμάξι με αλάρμ στην μέση του δρόμου. Τέσσερεις και κάτι το χάραμα. Έσπρωξε την πόρτα της πολυκατοικίας που δεν έκλεινε ποτέ κι άρχισε να ανεβαίνει δύο – δύο τα σκαλιά.
«Αλεξάνδρα; Αλεξάνδρα!» αντήχησε μια βαριά αντρική φωνή στην πολυκατοικία κι ύστερα ακούστηκαν χτυπήματα σε κάποια πόρτα. Μετά σιγή. Καμία απάντηση. Ο κοντός έβγαλε έναν ελβετικό σουγιά από μια τσέπη του παντελονιού του κι άρχισε να σκαλίζει την πόρτα. Την άνοιξε γρήγορα· είχε δουλέψει δυο τέρμενα σαν κλειδαράς και δεν είχε ξεχάσει τα κόλπα της δουλειάς. Μπούκαρε μέσα στο σκοτεινό σπίτι κι άρχισε να ψάχνει. Την βρήκε ξαπλωμένη στο μπάνιο, ξαπλωμένη δίπλα απ’ την λεκάνη.
«Όχι ρε Αλεξάνδρα…» ψιθύρισε κι ύστερα έψαξε για τον σφυγμό της. Η καρδιά της δεν είχε σταματήσει να χτυπάει. Την φορτώθηκε στον ώμο σαν τσουβάλι κι έφυγε απ’ το σπίτι. Έκλεισε την διαρρηγμένη πόρτα πίσω του κι έκανε μια υποσημείωση στο πίσω μέρος του μυαλού του να στείλει έναν δικό του κλειδαρά ν’ αλλάξει την κλειδαριά. Βγήκε ξανά στο δρόμο. Πίσω από το αυτοκίνητό του είχαν μαζευτεί αμάξια που κορνάριζαν. Κάποιος κατέβηκε για τσαμπουκά. Ο κοντός με την Αλεξάνδρα φορτωμένη πάνω του παρέμενε ευκίνητος. Με μια σβέλτη κίνηση άνοιξε το σακάκι του. «Πάτα γιατί δεν το ‘χω σε τίποτα απόψε να φυτέψω κάποιον» φώναξε άγρια δείχνοντας ένα πιστόλι που ‘χε κρεμασμένο πάνω του. Ο τύπος πισωπάτησε και έπεσε στην άσφαλτο κι ο κοντός άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού κι έβαλε μέσα στο αυτοκίνητο την Αλεξάνδρα. Μπήκε κι εκείνος μέσα κι έφυγε σαν βολίδα.
«Έλα, φευγάτε; Ποιο εφημερεύει σήμερα; Ναι; Η Αλεξάνδρα. Μάλλον χάπια, δεν ξέρω. Το ‘χα το προαίσθημα μεγάλε, στο είπα το απόγευμα. Ναι. Ναι ρε σου λέω. Όχι, φευγάτε, να μην έρθεις. Τι να κάνεις; Ρε φίλε… Άντε καλά. Στο δρόμο είμαι, ροβόλα, θα με βρεις εκεί».
Έκλεισε το τηλέφωνο κι ύστερα συγκεντρώθηκε στο δρόμο. Φανάρια κόκκινα και στοπ δεν είχαν καμία απολύτως σημασία. Είχε το νου του μόνο για μεθυσμένους. Πήγαινε όσο του επέτρεπε ο δρόμος. Βγήκε πάνω στην λεωφόρο και το άνοιξε. Προσπέρασε ένα μπλόκο κι ευχήθηκε να μην τον πάρουν στο κυνήγι.
Δεν του πήρε πολύ για να φτάσει στα επείγοντα. Κατέβηκε απ’ το αυτοκίνητο και χώθηκε τρέχοντας στο νοσοκομείο. Έπιασε έναν τραυματιοφορέα και του εξήγησε τι έγινε. Έβγαλαν την Αλεξάνδρα απ’ το αυτοκίνητο, την φόρτωσαν σε φορείο, την έβαλαν στο νοσοκομείο κι ύστερα ο Τάσος κατάφερε να πάρει ανάσα. Έπιασε ένα παγκάκι κι άναψε τσιγάρο. Έλυσε την γραβάτα του. Την έχωσε στην μία τσέπη του παντελονιού. Άνοιξε και δυο κουμπιά απ’ το πουκάμισο γιατί ένιωθε πνιγμένος. Περόνιαζε το κρύο εκείνο το βράδυ, μα δεν το καταλάβαινε. Τον χτυπούσαν απ’ τη μία η στεναχώρια κι απ’ την άλλη η υπερένταση.
Ο Βασίλης παράτησε την μηχανή δίπλα απ’ το νοσοκομείο και πέρασε απέναντι τον δρόμο. Μπήκε στο τυροπιτάδικο που δεν έκλεινε ποτέ, χαιρέτησε την κοπελίτσα που δούλευε και παρήγγειλε καφέδες. Κοίταξε γύρω του τους σουρωμένους που είχαν φτάσει εκεί για να φάνε κάτι πριν πάνε για ύπνο κι όσους είχαν κάποιο δικό τους άτομο στο νοσοκομείο και πετάχτηκαν να τσιμπήσουν κάτι στο πόδι. Πήρε τους καφέδες κι έφυγε αφού αντάλλαξε μερικές φιλικές κουβέντες με την κοπέλα. Ήξερε πόσο σκληρό ήταν το νυχτοκάματο και πώς δυο λόγια μπορούσαν να φτιάξουν το βράδυ του εργαζόμενου.
Σκυμμένος ήταν ο κοντός στο παγκάκι. Βάσταγε το κεφάλι του με το ένα χέρι και κάπνιζε. Δάκρυζε. Ψιθύριζε. Ο Βασίλης κάθισε δίπλα του. Δεν του μίλησε καθόλου. «Μια λεπτομέρεια μονάχα εγώ του σύμπαντος…» σιγοτραγούδησε ο κοντός κι ύστερα ένιωσε ένα χέρι στην πλάτη του. «Θα περάσει, Τάσο. Όλα περνάνε».
«Δεν περνάνε φευγάτε, τίποτα δεν περνάει…» μούγκρισε ο Τάσος καθώς έπιανε τον καφέ στα χέρια του.
«Τι έγινε;»
«Σκατά τα ‘χω κάνει στην ζωή μου. Αυτό έγινε».
«Τάσο, κόψε το δράμα, δεν σου πάει. Σου ήρθαν όλα μαζεμένα, το δέχομαι. Ούτε πρώτη φορά είναι, ούτε θα ‘ναι και η τελευταία….»
«Είναι μεγάλη η ιστορία. Ας μην την πιάσουμε» τον διέκοψε ο Τάσος.
«Παλιέ, καλέ μου φίλε, οι ιστορίες είναι για να τις αφηγούμαστε. Σιγά – σιγά. Όσο μπορούμε κάθε φορά. Ακόμη κι όταν δεν είναι δικές μας. Ακόμη κι όταν έχουμε ένα πολύ μικρό ρόλο σ’ αυτές. Τ’ ότι δεν σταμάτησες ν’ αγαπάς ποτέ την Αλεξάνδρα είναι τοις πάσι γνωστό. Τι έγινε;»
Αναστέναξε ο Τάσος που κουβαλούσε ένα τεράστιο σταυρό εκείνο το διάστημα. Είχε βγει από μια σχέση πολλών χρόνων, είχε σιχαθεί τον κόσμο, δεν γούσταρε να γυρίσει στο πατρικό του, δεν περίμενε τίποτα από κανένα, δούλευε όσο άντεχε κι ύστερα πήγαινε σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου και ξεραινόταν στον ύπνο. Μία φορά στις δύο ή στις τρεις μέρες. Την παλιά του καψούρα, την Αλεξάνδρα, που δεν σταμάτησε ποτέ να έχει αισθήματα για εκείνη, την πέτυχε τυχαία ένα πρωί στο δρόμο. Είχανε χρόνια να μιλήσουνε. Φάγανε μαζί κι ήπιανε καφέ. Πήγαν στο σπίτι της. Κοιμήθηκαν αγκαλιά σαν να μην χώρισαν ποτέ. Έψαξαν να βρούνε μια άκρη μέσα στον χαμό που είχε κάποτε δημιουργηθεί. Τότε δεν ήταν δυνατό να συνυπάρξουν. Δεν συμβιβαζόταν κάποτε ο Τάσος. Δεν μπορούσε να μπει σ’ ένα λευκό γάμο και να έχει μια δεύτερη ζωή. Από μικρός έτσι ήταν. Ή όλα ή τίποτα, ποτέ στο ενδιάμεσο. Κατάφεραν ν’ αφήσουν πίσω τους τις κακίες και τα μίση και να μπορέσουν να κάνουν παρέα.
Του ‘χε πει η Αλεξάνδρα, όταν ξαναβρέθηκαν κι έμαθε πως χώρισε, να μετακομίσει μαζί της για όσο καιρό χρειαζόταν, μα ο Τάσος δεν ήθελε. Προτιμούσε το μικρό δωμάτιο του ξενοδοχείου. Ήθελε τον χώρο του, το δικό του ησυχαστήριο. Ούτε και την δέσμευση άντεχε. Είχε αποδράσει από δεσμά που τον έπνιγαν και αναζητούσε λίγη μοναξιά και πολλή γαλήνη.
Χωρισμένη και έγκυος, η Αλεξάνδρα προσπαθούσε να βρει μια άκρη στην ζωή της και να πάρει αποφάσεις. Ήξερε πως ζόρισε πολύ τα πράγματα, πιστεύοντας πως είναι μέθοδος πίεσης το να φέρεις κάποιο άτομο προ τετελεσμένων γεγονότων. Όμως δεν τα υπολόγισε σωστά. Έμεινε μόνη και τα όνειρα που έκανε κατέρρευσαν σαν κάστρο στην άμμο που το χτύπησε με μένος η παλίρροια. Μαύριζε η καρδιά της κάθε μέρα. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως ήταν δυνατό να πετάξει κάποιος στα σκουπίδια τόσα χρόνια ζωής για ένα πείσμα. Για ένα θέλω. Για μια άρνηση. Ύστερα ήρθε η συνειδητοποίηση που την χαντάκωσε. Ποτέ δεν υπήρξε συμβιβασμός, ποτέ δεν υπήρξε σεβασμός. Μία ζωή πεταμένη στα σκουπίδια. Την πήρε από κάτω. Κλείστηκε στον εαυτό της. Μιλούσε αραιά και που στον Τάσο, όποτε είχε διάθεση. Μέχρι που έφτασε εκείνο το βράδυ κι εκείνο το μήνυμα. Λιτό όπως όλα τα μηνύματα της Αλεξάνδρας. «Συγνώμη».
«Είχε κόλλημα να κάνει παιδί η Άλεξ, κατάλαβες;» ρώτησε κοφτά ο Τάσος που είχε αρχίσει να ηρεμεί.
«Κι εσύ το ίδιο κόλλημα έχεις. Γι αυτό δεν χώρισες; Μεταξύ μας μιλάμε. Η Αλεξάνδρα έκλεισε τα τριάντα πέντε αν δεν με γελάει η μνήμη μου. Στενεύουν τα περιθώρια. Μην κοιτάς εμένα που πήγα και στραβώθηκα και το έκανα στα…»
«Καλά έκανες φευγάτε…»
«Το αν έκανα καλά ή όχι θα φανεί στο τέλος. Τελειώνει η ιστορία παλιόφιλε. Α! Τώρα που είπα για ιστορία… Θα χρειαστώ δανεικά».
«Πολλά;»
«Ογδόντα πέντε χιλιάρικα».
«Πουλάει και το τελευταίο ο Βαγγέλης;»
«Κατάντια. Άσε. Έστειλα λεφτά στην Μαρία τις προάλλες, δεν έχουν ούτε για να πάρουν γάλα για τα μικρά. Θ’ ανέβω πάνω μου φαίνεται, θα τον δέσω πίσω απ’ το Καβασάκι και θα τον σβαρνάω μέχρι να πει ήμαρτον».
«Αγοραστή έχεις;»
«Ο Ασημακόπουλος θα το πάρει, αναγκαστικά. Είναι μιλημένος ο σακαφλιάς…»
«Ορισμένοι άνθρωποι, Βασίλη, έχουν σκατά στο κεφάλι. Τίποτα περισσότερο. Τα δικά μας τα χρόνια να μην τα περάσει κανείς. Τα λεφτά είναι υπάρχουν. Όποτε τα χρειαστείς μου λες».
«Η δικιά σου τι έχει στο μυαλό που πήγε και χαπακώθηκε;»
«Δεν είναι δικιά μου…» άρχισε ο Τάσος μα τον διέκοψε το γέλιο του Βασίλη.
«Στο λέω για τελευταία φορά. Μην σκέφτεσαι να την παντρευτείς. Υπάρχουν κάποια τιμήματα που μπορείς να πληρώσεις. Κανένας μας δεν μπορεί».
«Ζωή χωρίς ρίσκο είναι λειψή ρε Βασίλη».
«Λειψή, ξελειψή, αυτό έχουμε την δεδομένη στιγμή. Στην τελική, βρες κάποια άλλη και κάνε παιδιά. Όχι την Αλεξάνδρα» μουρμούρισε ο Βασίλης πριν ανάψει τσιγάρο.
Χάραξε και η συζήτηση περιστρεφόταν γύρω από διάφορα θέματα χωρίς ν’ αγγίξει ποτέ το πραγματικό πρόβλημα πίσω από τις σκέψεις του Τάσου. Τον ήξερε πολύ καλά ο Βασίλης και δεν ήθελε να τον ζορίσει, ειδικά έξω από ένα νοσοκομείο. Να τον χαλαρώσει προσπαθούσε. Χίλια προβλήματα υπήρχαν στην ζωή του κάθε ενός που έπρεπε να αντιμετωπιστούν κάποια στιγμή.
Όταν ξύπνησε η Αλεξάνδρα πάλεψε για να καταφέρει να εστιάσει κάπου την όρασή της. Έκαιγαν τα μάτια της και την ενοχλούσε αφόρητα ο ψυχρός φωτισμός του χώρου. Της πήρε μερικές στιγμές για να αντιληφθεί πως βρισκόταν σε νοσοκομείο. Δίπλα της, σε μια άθλια καρέκλα, κοιμόταν ο Τάσος. Ήταν η πρώτη φορά στην ζωή του που τον έβλεπε να φοράει κανονικά ρούχα κι όχι σακάκια και γραβάτες.
«Τάσο…» μουρμούρισε η Αλεξάνδρα που αισθανόταν ξερό το στόμα της. Σάλεψε ο Τάσος στην καρέκλα και μισάνοιξε τα μάτια του. Σηκώθηκε απότομα χωρίς να μιλήσει. «Νερό…» ψέλλισε εκείνη. Έκανε να σηκώσει το χέρι της για να πιάσει το ποτήρι που γέμιζε ο Τάσος αλλά δεν τα κατάφερε. Κάτι την κρατούσε. Τρόμαξε. Κοίταξε τα χέρια της. Δεμένα ήταν πάνω στο κρεβάτι. «Τάσο…»
«Θα σε λύσω ψυχή μου» απάντησε βραχνά εκείνος.
«Τι έγινε;»
«Τίποτα σημαντικό δεν συνέβη σήμερα» απάντησε αόριστα ο Τάσος κι εκείνη η φράση της ξύπνησε μνήμες. Ήταν πρωτοχρονιά σε κάποιο ασφυκτικά γεμάτο σπίτι, λίγο μετά την αλλαγή του χρόνου. Τότε που ακόμη έκανε παρέα με την Χριστίνα. Εκείνη την είχε καλέσει στο ρεβεγιόν. Είδε με το μάτι της φαντασίας της έναν κοντό τύπο να κάθεται θλιμμένος στο μπράτσο ενός καναπέ μ’ ένα τζουραδάκι στα χέρια. Είχε πιάσει ένα πένθιμο ταξίμι κι έπαιζε μόνος ενώ οι άλλοι ήταν στο μπαλκόνι κι έσκαγαν την σαμπάνια για να πιούν και να ευχηθούν μεταξύ τους «καλή χρόνια».
Κάθισε δίπλα του και τον άκουσε. Βαριαναστέναξε ο Τάσος που είχε πιάσει Άκη Πάνου κι έπαιζε για την πάρτη του. «Το ξέρω αυτό» μουρμούρισε ντροπαλά η Αλεξάνδρα.
«Το τραγουδάς;» έκανε ο Τάσος χωρίς να πάρει τα μάτια του απ’ τον τζουρά.
«Αμέ»
«Άντε να σε δω»
Έπιασε το τραγούδι η Αλεξάνδρα και η παρέα στο μπαλκόνι γύρισε και τους κοίταξε. «Φευγάτε! Μάσε ρε το τραπέζι, θα κάνει πρόγραμμα ο κοντός απόψε! Να ρίξουμε και καμιά γύρα!» είπε κάποιος. «Έλα μωρέ κοντέ ήρωα! Μοίρασε πόνο!» φώναξε κάποιος άλλος.
Ύστερα έγινε ο καυγάς. Δεν κατάλαβε η Αλεξάνδρα πότε φούντωσε ο Βασίλης κι άρχισε να φωνάζει. «Ένας, δύο, τρείς, μαζί μου! Θα τον εχτίσω τον πούστη σήμερα!» φώναξε καθώς έσφιγγε την γραβάτα του. Έπεσαν πάνω οι φίλοι του για να τον ηρεμήσουν. Του άστραψε χαστούκι η Χριστίνα. «Άντε γαμήσου ρε Χριστινάκι!» της είπε ο Βασίλης πριν φύγει απ’ το σπίτι. Χάλασε το κέφι όλων. «Να πάμε κάπου πιο ήρεμα;» ρώτησε ο Τάσος την Αλεξάνδρα κι εκείνη συμφώνησε μαζί του. Μια κοντοκουρεμμένη κοπέλα την αγριοκοίταζε μα η Αλεξάνδρα δεν της έδωσε σημασία. Έφυγαν απ’ το σπίτι και βγήκαν στον δρόμο. «Τίποτα σημαντικό δεν συνέβη σήμερα, διότι δεν το άφησα» μονολόγησε χαμογελώντας ο Τάσος καθώς έμπαινε στο αυτοκίνητο της Αλεξάνδρας.
«Θυμάσαι τότε που γνωριστήκαμε;» ρώτησε η Αλεξάνδρα καθώς ο Τάσος της έλυνε το χέρι κι εκείνος της χαμογέλασε. «Σε κρυφοκοίταζα και μ’ έπιασε η Χριστίνα. «Ψηλή, ξανθιά, ντροπαλή, με λίγη προφορά. Άντε τι περιμένεις, χώσου ντε!» μου ‘χε πει εκείνο το βράδυ. Αλλού το δικό μου το μυαλό. Ωραία χρόνια» της απάντησε με μια γλυκιά νοσταλγία. Της έδωσε το ποτήρι με το νερό και κάθισε ξανά στην καρέκλα.
«Γιατί ήρθες;» τον ρώτησε θλιμμένα η Αλεξάνδρα.
«Γιατί σ’ αγαπάω ακόμα».
Κάγχασε η Αλεξάνδρα και γύρισε το κεφάλι της απ’ την άλλη πλευρά. Κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο. Νύχτωνε. Στο βάθος αχνοφαίνονταν τα φώτα της πόλης. «Ποτέ δεν ήσουν καλός στα ψέματα…»
«Το ξεφτιλίκι το υπέμεινα γιατί σ’ αγαπούσα. Τι ήθελες να κάνω, Αλεξάνδρα; Εξ αιτίας μας ένας άνθρωπος μπήκε στο χώμα κι ένας άλλος στο τρελάδικο. Έπρεπε να φύγω, δεν είχα περιθώρια».
«Και τώρα τι; Είπες να κάνεις δυναμική επιστροφή; Να μου κάνεις την χάρη; Να είσαι και πάλι η κάλυψή μου για να μην μάθει τίποτα ο μπαμπάς μου; Τι ακριβώς ήρθες να κάνεις;»
Δαγκώθηκε ο Τάσος για να μην ανοίξει το στόμα του. Γύρισε και τον κοίταξε η Αλεξάνδρα. Δάκρυζε. «Μίλα ρε! Τι ήρθες να κάνεις τώρα; Τι;»
«Ήρθα να σου δώσω ένα μήνυμα και θα φύγω. Vincit omnia veritas, Αλεξάνδρα…»
Πετάρισε τα βλέφαρά της. Άλλη μια σκηνή απ’ το παρελθόν ήρθε μπροστά της για να την στοιχειώσει. Πάλι σ’ εκείνο το μικρό διαμέρισμα, ανάμεσα από χριστούγεννα και πρωτοχρονιά. Μόνη της είχε πάει η Αλεξάνδρα για να μιλήσει. Της είχε ανοίξει την πόρτα ο Βασίλης και της έφτιαξε καφέ. Μιλούσε για ώρες ολόκληρες κι όταν σώπασε ήρθε ο αντίλογος.
«Η αλήθεια, δεν είναι μια υποκειμενική αξία…» άρχισε τον μικρό του μονόλογο ο Βασίλης κι έπειτα σηκώθηκε από την θέση του κι άρχισε να βαδίζει στο σαλόνι. Η Αλεξάνδρα τον κοίταζε από τον καναπέ, δεν τον ήξερε πολύ καλά, αλλά από τα λόγια του Τάσου, γνώριζε πως ο Βασίλης όταν δεν ήθελε να μιλήσει ευθέως, υπήρχε ένας πολύ καλός λόγος για να το κάνει. «Η αλήθεια στηρίζεται πάνω σε γεγονότα. Η γη γυρίζει γύρω από τον ήλιο. Δράση και αντίδραση. Δυστυχώς, το πρόβλημα με την αλήθεια είναι πως κάνεις δεν μπορεί να την αποδεχτεί, αν δεν μπορεί να την καταλάβει πρώτα. Ξέρεις ποιο είναι το χειρότερο όμως;» την ρώτησε κι ύστερα έκανε μια μικρή παύση, γνωρίζοντας πως δεν θα του απαντούσε.
«Vincit omnia veritas, Αλεξάνδρα» είπε ο Βασίλης, πλέκοντας τα δάχτυλά του και χαμογελώντας σαρδόνια. «Λατινικά ξέρεις;» συνέχισε κοιτάζοντας την πάνω από τα γυαλιά του. Εκείνη του έγνεψε αρνητικά κι ο Βασίλης κάθισε ξανά στην θέση του.
«Αυτό σημαίνει πως η αλήθεια κατακτά τα πάντα. Πάμε, λοιπόν, από την αρχή και αυτή την φορά, πες μου την αλήθεια» της είπε με γαλήνιο τόνο
«Αυτή είναι η αλήθεια» επέμεινε η Αλεξάνδρα κι ο Βασίλης έβαλε τα γέλια.
«Αυτή είναι μια ιστορία, όμορφη μπορώ να πω, καλοδουλεμένη μα κακοπλεγμένη, έχει πολλά κενά. Όμως, τυχαίνει να γνωρίζω την αλήθεια. Οπότε, αν θέλεις να μου πεις μια ιστορία, πες μου αυτή με τα τρία γουρουνάκια, την προτιμώ» της απάντησε χωρίς να αλλάξει τον τόνο του. Η Αλεξάνδρα δεν ήταν πρόθυμή να μιλήσει κι ύστερα από δύο λεπτά σιωπής, ο Βασίλης σηκώθηκε από την θέση του και άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος.
«Vincit omnia veritas Αλεξάνδρα. Να το θυμάσαι» της είπε ο Βασίλης κι εκείνη πικραμένη, κατάλαβε πως την έδιωχνε. «Καληνύχτα, Βασίλη» του είπε καθώς πήγαινε προς την πόρτα. «Να προσέχεις, Αλεξάνδρα» της απάντησε όταν έφτασε μπροστά του. Κοντοστάθηκε και τον κοίταξε με απορία γιατί της φάνηκε πως ήταν υπερβολικά θλιμμένος.
«Πολλές φορές, όταν κρύβουμε την αλήθεια από κάποιον· δεν είναι ανάγκη να του πούμε ψέματα, αρκεί να μην του αποκαλύψουμε ποτέ την αλήθεια· μπορεί να τον σκοτώσουμε. Πριν λίγο καιρό έχασα την γυναίκα που λάτρευα, την γυναίκα που ονειρευόμουν να κάνω οικογένεια μαζί της. Δεν μαλώσαμε, δεν κουραστήκαμε, δεν βαρεθήκαμε. Απλώς, κάποιοι, για να καλύψουν τα αμαρτήματά τους, μας έκρυψαν μια αλήθεια» της είπε ο Βασίλης.
«Κι ύστερα;» τον ρώτησε φοβισμένα η Αλεξάνδρα.
«Εγώ κατάφερα να την αντιμετωπίσω ως ένα σημείο. Η Χριστίνα όμως… Η Χριστίνα δεν θα την άντεχε με τίποτα. Έτσι, αναγκάστηκα να την πληγώσω εγώ. Προτίμησα να πληγωθεί από εμένα παρά να τσακιστεί από την αλήθεια. Κάποια στιγμή, όταν θα είναι έτοιμη, θα την μάθει».
«Βασίλη… Εγώ…» τραύλισε η Αλεξάνδρα.
«Εσύ έπαιξες, έχασες και δεν έμαθες από την ήττα σου. Θα έρθω αύριο το απόγευμα να μαζέψω τα πράγματά του. Να είσαι εκεί» της απάντησε χαμογελαστά κι έπειτα έκλεισε την πόρτα.
«Έπαιξα κι έχασα» τραύλισε η Αλεξάνδρα κι ο Τάσος που είχε φτάσει πια στην πόρτα γύρισε να την κοιτάξει. «Πάντα χαμένοι θα ‘μαστε» της απάντησε κοφτά.
«Θέλω μια ευκαιρία για να προσπαθήσω να κερδίσω».
«Την έχεις. Ξεκουράσου και θα μιλήσουμε» είπε ο Τάσος πριν γνέψει και φύγει οριστικά απ’ το δωμάτιο.
Πέρα, μακριά, σ’ ένα μικρό κι απόμερο παρκάκι, άδειο από κόσμο, ο Βασίλης καθόταν μόνος σ’ ένα παγκάκι και κοίταζε την μηχανή του. Μια κοπέλα του έγνεψε καθώς πήγαινε προς το μέρος του. «Δεν θα σώσουμε να βάλουμε μυαλό σε τούτη τη ζωή. Ίσως στην επόμενη» μονολόγησε ο Βασίλης.
«Βγάλ’ το απ’ το μυαλό σου. Δεν μπορείς να κάνεις κάτι. Δεν σου ανήκουν αυτές οι ζωές. Είναι ζωές ανθρώπων που πρέπει να επιλέξουν και να υλοποιήσουν τις αποφάσεις τους, μόνοι. Δεν χωράς εκεί μέσα» του είπε η κοπέλα μόλις κάθισε δίπλα του.
«Μπράβο!» αναφώνησε ο Βασίλης κι άρχισε να χειροκροτεί μόνος του. «Ν’ αφήσω δηλαδή τον Τάσο να παντρευτεί και να περάσει τα όσα ήδη πέρασε επειδή είναι βλάκας; Μπράβο!»
«Δεν είναι χαζός…»
«Απελπισμένος είναι!» την διέκοψε. «Ο απελπισμένος είναι πιο επικίνδυνος απ’ τον χαζό!»
«Σοβαρέψου ρε Βασίλη, τι μπορεί να πάει στραβά; Μεγάλοι άνθρωποι είναι».
«Τώρα τι πρέπει να κάνω; Να αραδιάσω επιχειρήματα;»
«Ναι;»
«Η Αλεξάνδρα είναι λεσβία. Η πρώην της την παράτησε γιατί δεν ήθελε το παιδί. Όχι επειδή δεν θέλει παιδιά, αλλά επειδή πιστεύει ότι ο κόσμος θα πέσει να τις φάει. Ο Τάσος ήταν η ιδανική κάλυψη για την Αλεξάνδρα κάποτε. Έλα που ο ηλίθιος πήγε και την καψουρεύτηκε και πέρασαν κοντά δυο χρόνια μαζί και τα γάμησαν όλα. Διέλυσαν μια ολόκληρη παρέα με τις μαλακίες τους σε κάποιο χωρισμό κι ύστερα τα ξαναβρήκαν κι έκαναν πως δεν συνέβη τίποτα. Θέλεις περισσότερα επιχειρήματα;» είπε νευριασμένα ο Βασίλης πριν ανάψει τσιγάρο και την κοιτάξει στα μάτια.
«Και;»
«Τι και ρε; Άκουσες τι σου είπα;»
«Αλλάζουν οι άνθρωποι…»
«Τι λες ρε Λίνα; Ακούς τι λες;»
«Μην με λες Λίνα, ηλίθιε!» αγρίεψε εκείνη.
«Όπως γουστάρω θα σε λέω, μην με διαολίζεις περισσότερο!»
«Είσαι… Είσαι…»
«Απροσάρμοστος. Στο δια ταύτα».
«Μην ανακατευτείς».
Άναψαν οι φανοστάτες και το πάρκο φάνηκε περισσότερο απόκοσμο στα μάτια του Βασίλη. Σηκώθηκε όρθιος κι άρχισε να βαδίζει μπροστά απ’ το παγκάκι. Κουνούσε το κεφάλι σκεφτικά κι έπαιζε με το μουστάκι του. «Με εμάς…» έκανε η Λίνα μα την διέκοψε ο ήχος του κινητού του.
«Έλα. Ευκαιρία. Τι ευκαιρία; Άντε καλά. Ναι, κάνε ό,τι καταλαβαίνεις. Εγώ αυτά που είχα να πω τα είπα. Να σας παντρέψω; Θα το αναλύσουμε από κοντά».
«Πόσο καιρό έχουν που μιλάνε;» τον ρώτησε η Λίνα όταν είχε πια κλείσει το τηλέφωνο.
«Που ξέρω… Πόσο καιρό έχει που χώρισε; Τόσο».
«Δεν μπορώ να τους καταλάβω»
«Πάμε να περπατήσουμε;»
Βάδισαν αρκετά. Γύρισαν την γειτονιά που μεγάλωσαν. Μιλούσε και κάπνιζε ο Βασίλης, της έλεγε διάφορα μέχρι να φτάσουν στην παλιά γέφυρα που μαζευόταν κάποτε η παρέα. Ανέβηκαν πάνω και στάθηκαν στην μέση της. Της μίλησε για όλα όσα υπήρχαν στο μυαλό του. Για τους ανθρώπους και τις προοπτικές του. Για το πόσο αρέσει σε κάποιους να εθελοτυφλούν. Για την αδυναμία κατανόησης των συμβολαίων που, κατά κάποιους, έπρεπε να συνάψουν με την κοινωνία. Για όλους εκείνους που αρνούνται να πιστέψουν πως υπάρχει κάτι πέρα απ’ αυτό που βλέπουν. Για τους φόβους των ανθρώπων και την μοναξιά. Για τους φόβους των φίλων του. Έπεφτε γρήγορα η νύχτα κι ο Βασίλης εξακολουθούσε να μιλάει.
«Είναι φαύλος κύκλος. Όσο θέλουμε να ζούμε ευτυχισμένα και φτιάχνουμε κανόνες, τόσο δημιουργούμε ένα όνειδος που μας κάνει δυστυχισμένους. Μόνοι μας επιλέγουμε να βάλουμε αλυσίδες στους εαυτούς μας κι ύστερα γκρινιάζουμε γιατί είμαστε δεμένοι, υποτίθεται από κάποιους άλλους…»
«Το ίδιο κάνεις κι εσύ».
«Εγώ, κορίτσι μου, περιμένω την κατάρρευση η οποία είναι πολύ πιο κοντά απ’ όσο νομίζετε. Το δικό μου παραμύθι έχει τελειώσει προ πολλού. Συνεχίζω να γράφω τον επίλογο γιατί περιμένω την κατάλληλη στιγμή για να κλείσω το βιβλίο και να το πετάξω στα σκουπίδια».
«Πότε;»
«Σήμερα… Αύριο… Σε ένα μήνα… Δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω είναι πως έχουμε μπει σε μια μη αναστρέψιμη τροχιά…»
«Και θα το δεχτεί η μουσουλμάνα;»
«Μπορεί να κάνει κι αλλιώς;»
«Είπες πως οι απελπισμένοι είναι επικίνδυνοι, Βασίλη. Μην το ξεχνάς αυτό».
«Για κάποιο λόγο που θα στον εξηγήσω κάποια άλλη, καταλληλότερη στιγμή, αυτό το παιχνίδι δεν γίνεται να το χάσω…»
Πέρασε καιρός. Πέρασαν πολλά. Άλλαξαν οι καταστάσεις και οι άνθρωποι. Είχε φύγει ενάμισης χρόνος και οι ζωές όλων είχαν καταλαγιάσει. Μόνο η ζωή του Βασίλη είχε στρώσει. Όλοι οι άλλοι συνέχιζαν να ζούνε μέσα σ’ ένα διαρκή αναβρασμό. Ζεστό ήταν εκείνο το απόγευμα του Ιούλη που μαζεύτηκε όλη η παρέα στο σπίτι της Λίνας. Άνθρωποι που έκαναν παρέα, χάθηκαν και τους ξανάσμιξαν οι καταστάσεις που αναγκάστηκαν να βιώσουν μαζί.
«Μην τους πάρεις απ’ τα μούτρα» ψιθύρισε η Λίνα στον Βασίλη ενώ βρισκόντουσαν στην κουζίνα και κουβαλούσαν κρέατα και κρασιά προς τον κήπο.
«Όχι, θα τους αφήσω».
«Ρε συ, κοίτα πόσο καλός είναι ο Τάσος με την μπέμπα και το καρότσι. Περήφανος μπαμπάς» σχολίασε η Λίνα.
«Για ρώτα τον μπαμπά πόσο καιρό έχει να κάνει σεξ;»
«Αμάν ρε Βασίλη!» του φώναξε αγανακτισμένα.
«Άσε τα αμάν και ρώτησέ τους!»
«Τι θα γίνει ρε φευγάτε; Κοντεύουν να σβήσουν τα κάρβουνα λέμε!» φώναξε ο Τάσος από τον κήπο.
«Έρχομαι ρε κοντέ!» του απάντησε ο Βασίλης.
Μπήκαν οι μπριζόλες στην ψησταριά, ανοίξανε τα κρασιά, του δώσανε και κατάλαβε οι άντρες της παρέας. Είχαν αρχίσει να μεθάν πριν τελειώσουν με το ψήσιμο. Πιάσανε και μια κουβέντα περί ανέμων και υδάτων κι έκαναν χαβαλέ. «Φευγάτε, θα μας βαφτίσεις το κορίτσι;» ρώτησε κάποια στιγμή ο Τάσος κι ο Βασίλης γύρισε και κοίταξε την Λίνα στα μάτια.
«Νόμιζα πως είστε άθεοι» σχολίασε η Λίνα.
«Εγώ ναι. Ο Τάσος ακόμη το ψάχνει» της απάντησε η Αλεξάνδρα.
«Βασίλη σκάσε!» πετάχτηκε η Λίνα που τον είδε έτοιμο να αρχίσει την κατήχηση. «Ναι παιδιά, θα την βαφτίσουμε την μπέμπα. Πως θα την βγάλετε;»
«Φωτεινή. Στο όνομα του πατέρα της Αλεξάνδρας» απάντησε ο Τάσος κι ο Βασίλης έσκυψε το κεφάλι για να μην φανεί το χαμόγελό του. Ήξερε πως δεν υπήρχε περίπτωση να βάλουν μυαλό οι φίλοι του. Είπε να το διακωμωδήσει λίγο για να ελαφρύνει το κλίμα. «Δεν μου λες, Αλεξάνδρα; Τις μοίρες τις γλύκαναν οι πεθερές;» ρώτησε ο Βασίλης κι ύστερα στράφηκε προς την Λίνα.
«Normies» του έκανε εκείνη άηχα και του έκλεισε το μάτι για να τον δει να της στέλνει ένα πεταχτό φιλί και να της χαμογελάει.