Memento Mori

«Ποτέ δεν μ’ άκουσες ρε Βαρβάρα κι αυτό ήταν το πρόβλημά μου…» άρχισε να διαβάσει και της ξέφυγε ένα πνιχτό γελάκι όταν παρατήρησε τις μουτζούρες του μελανιού που ‘χε αφήσει πάνω στο χαρτί το χέρι που κινούνταν όταν γραφόντουσαν οι λέξεις αυτές. Σήκωσε το βλέμμα της κι αγνάντεψε την αφρισμένη θάλασσα. Φυσούσε εκείνο τ’ απομεσήμερο κι είχε βάλει τα παιδιά για ύπνο πριν καθίσει στην βεράντα να διαβάσει εκείνο το μακροσκελές γράμμα.

Πήγαινε κοντά ένας μήνας απ’ τη μέρα που ‘χε εξαφανιστεί ο άντρας της μα δεν την ένοιαζε καθόλου. Τυπική ήταν η συμβίωσή των τελευταίων χρόνων. Για τα παιδιά και τα μάτια του κόσμου. Ούτε της έλειπε, ούτε τον ήθελε πίσω. Ούτε που ήξερε τι ήθελε κι αν ήθελε κάτι. Φόρτωσε τα παιδιά στ’ αμάξι ένα πρωί και πήγε στο σπίτι του μακαρίτη του πατέρα της. Μακριά απ’ την πόλη, τον κόσμο και την γειτονιά. Την είχαν κουράσει οι κουβέντες και δεν είχε πια το κουράγιο να τις αγνοεί. Μόνο μερικά ρούχα φόρτωσε κι εκείνο το χειρόγραφο που ‘χε βρει στην ντουλάπα με τα ρούχα του.

Έριξε μια ματιά στο γραπτό πικρογελώντας. Ήταν αριστερόχειρας ο άντρας της κι είχε φάει πολύ ξύλο για να μάθει να γράφει με το δεξί κι όχι με το ζερβί. Πείσμα αυτός. Αρβανίτικο κεφάλι. Του ‘χε τσακίσει κάποτε το χέρι ο πατέρας του κι έκτοτε δεν μπορούσε ούτε καλά να γράψει, ούτε και πολύ. Βαρυγκομούσε και τα παρατούσε. Έπιανε χαρτί η παλάμη του κι άπλωνε το νωπό μελάνι πάνω στο χαρτί. «Να γράφεις αργά» θυμήθηκε πως του ‘χε πει παλιά, όταν ήταν ακόμη μικρή, τότε που ήταν της μόδας το κατσαρό μαλλί.

Τον Αγησίλαο τον είχε γνωρίσει στο γάμο μιας ξαδέρφης της. Ήταν φίλος του γαμπρού. Θα ‘ταν είκοσι τρία τότε η Βαρβάρα και εικοσι εννιά ο Αγησίλαος. Χαβαλές. Μιλούσε κι έκανε πλάκα με όλους. Εκείνος της είχε πιάσει την κουβέντα στο γλέντι. Ύστερα βγήκαν μερικές φορές. Πράος άνθρωπος σε αντίθεση μ’ εκείνη που ήταν πάντα στην τσίτα. Δεν φώναζε, δεν έβριζε, το ‘χε ρίξει στην παλαβή κι ήθελε απλά να περνάνε οι μέρες του. Είχε ένα μικρό καφεκοπτείο τότε και τα κουτσόφερνε βόλτα. Τι έζησαν μαζί; Τίποτα. Τρεις μήνες μετά την ζήτησε σε γάμο. Άντε μέχρι να πάει να δώσει λόγο, μέχρι να γίνει ο αρραβώνας, μέχρι να γίνει ο γάμος, ήρθε και το πρώτο το παιδί. Χρόνια ολάκερα είχαν περάσει από τότε μα η Βαρβάρα τα ‘χε ακόμη νωπά στην μνήμη της.

… Αυτό ρε τζιέρι μ’ μ’ έτρωγε πάντα. Να πω και δεν στα ‘λεγα από παλιά; Πάντα στα ‘λεγα. Άκουγες εσύ; Ποτέ. Από τότε που ‘ρθα να σε ζητήσω απ’ τον πατέρα σ’ στα ‘λεγα. Ακου βρε και κάναν άλλον, μην τα κάνεις όλα όπως μας τα ‘μάθαν’ εμάς. Τίποτα εσύ. Μ’ αυτόν τον καημό θα πάω…

Από παιδί ακόμα, θυμάμαι πως πίστευα στην τύχη. Μ’ είχε μάθει ο παππούς μου να ρίχνω το κέρμα και το ‘χα βρει παιγνίδι. Που θα μ’ έχανες και που θα μ’ έβρισκες με ένα πενηντάρι στο χέρι, αυτό με τον φοίνικα, κι ύστερα με το ‘κοσαρι το παλιό. Κορώνα – γράμματα η ζωή κι οι αποφάσεις μου. Ζούσα επικίνδυνα. Τ’ άφηνα όλα στην τύχη.

Να το πάλι. Αρχινάει και με πονάει το χέρι. Μουδιάζει η παλάμη μ’ και θα τ’ ακουμπήσω πάλι στο χαρτί και θα γελάς σαν το διαβάσεις μουτζουρωμένο. Τι ξύλο πο’ χα φάει τότε απ’ τον συγχωρεμένο τον πατέρα μου; Θυμάσαι που στα ‘λεγα;

Θυμόταν η Βαρβάρα. Διάβαζε τις λέξεις ακούγοντάς τες στο μυαλό της με την προφορά του άντρα της. Έκοβε από παντού γράμματα. Πολλές φορές, πάνω στην φούρια του να γράψει κάτι τα έτρωγε και από το χαρτί. Έγραφε όπως σκεφτόταν. Της πήρε καιρό να αποκρυπτογραφήσει τα τεφτέρια του καφεκοπτείου κι άλλο τόσο για να του δείξει να γράφει σωστά. Ούτε το γυμνάσιο δεν είχε βγάλει ο Αγησίλαος γιατί δεν τον άφησε ο πατέρας του. Τον έχωσε στην δουλειά από τα δεκαπέντε για να την μάθει και να του το αφήσει για να βγει μια ώρα αρχύτερα στην σύνταξη. Αφεντικό τον είχε, αγά πάνω απ’ το κεφάλι του μέχρι τα είκοσι εφτά και δεκάρα δεν είχε δει. Μάζευε ο πατέρας του για την προίκα της αδερφής του. Μια προίκα που δεν δόθηκε ποτέ γιατί η αδερφή του δεν παντρεύτηκε.

Άλλα χρόνια εκείνα, και άλλα τα δικά μας» συνέχισε να διαβάζει η Βαρβάρα αναστενάζοντας. «Τότε είχε βούρδουλα και φοβέρα. Αυτά δεν ήθελα να περάσω στα παιδιά μας. Αυτά και τις αντιλήψεις του κόσμου. Αυτή την καταραμένη την γειτονιά πο’ ‘χε κι έλεγε κι όλο έλεγε. «Είναι μαλθακός» τον έλεγαν τον πατέρα μου για μένα κι όλο κι έτρωγα ξύλο. «Για να σκληρύνω» έλεγε. Ξύλο πο’ ‘γραφα ανάποδα. Ξύλο πο’ παιζα στα χώματα και λερώνομαν. Ξύλο πο’ ‘πεσα απ’ το ποδήλατο. Ξύλο πο’ ‘κλαιγα. Να σε χτυπάν, να κλαίς  και να σε ξαναχτυπάν ‘πειδή κλαίς. Παράνοια, Βαρβάρα μου. Παράνοια…

«Σχιζοφρένεια…» μουμρούρισε η Βαρβάρα. «Γι αυτό το κλείσαμε βρε Άγη το ραμολιμέντο στο ίδρυμα κι όλο μου φώναζες τότε πως δεν ήθελες να πεθάνει ο παλιόγερος μονάχος» είπε στο χαρτί σαν να τον είχε μπροστά του πριν γυρίσει πίσω στα ξεθωριασμένα γράμματα.

Να μην κλαίω μου έλεγαν γιατί ήμουν άντρας και οι άντρες δεν έκανε να κλάψουν. Να σου πω την αμαρτία μου, ποτέ δεν το κατάλαβα αυτό. Ούτε κατάλαβα πως δουλεύει. Μια, δυο, τρεις και ξύλο, το έκοψα. Το έπνιξα μέσα μου. Με έπιανε βέβαια το παράπονο, που και πού, μην φανταστείς, αλλά το έπνιγα. Από φόβο κυρίως. Μη με πάρει κανένα μάτι, πιάσουν τίποτα την μάνα μου ή τον πατέρα μου και με ταράξουν στην καρπαζιά. Άσχημα χρόνια και βιώματα που δεν ήθελα να θυμάμαι, μα δεν μπορούσα να τα αφήσω πίσω μου γιατί τα ξαναζούσα. Πόσες και πόσες φορές είχαμε μαλώσει γιατί δεν κράταγες τα νεύρα σου και σήκωνες χέρι; Κι άντε, εμένα άσε με απ’ έξω. Μεγάλος ήμουν, μπορούσα να το δεχτώ. Τα παιδιά βρε Βαρβάρα; Τα παιδιά τι έφταιγαν;

Ύστερα ήρθαν τα άλλα. Οι άντρες αυτό, οι άντρες εκείνο, μη αυτό, όχι το άλλο, πρέπει αυτό, δεν πρέπει εκείνο. Πατρόν. Σαν τα πατρόν που έκοβε η μάνα μου. Ακόμα θυμάμαι μια τσουπωτή πελάτισσά της, μπορεί και να ήμουν οχτώ τότε, που της είχε πει να χάσει κάνα πόντο και να αφήσει την κλάψα. Σκληρή γυναίκα η μάνα μου, πιο σκληρή απ’ τον πατέρα μου. Έτσι ήσουν κι εσύ. Σκληρή γυναίκα. Δεν ξέρω αν σε μαλάκωσαν τα χρόνια ή αν κάπου άρχισες να αδιαφορείς. Αυτό είναι κάτι που μόνο εσύ ξέρεις. Αυτό που ξέρω είναι πως τα άσχημα τα έζησα δυο φορές από διαφορετικές μεριές. Σαν παιδί και σαν σύζυγος.

Με πιάνει μωρέ το παράπονο και τώρα. Να πω ότι δεν στα έλεγα; Στα έλεγα. Είκοσι χρόνια σου τριβέλιζα το μυαλό, αλλού εσύ. Να γίνει το δικό σου. Να περάσει το δικό σου. Να μην ρίξεις λίγο νερό στο κρασί σου. Ανάποδη ήσουν μια ζωή και γι αυτό μ’ άρεσες στην αρχή. Ύστερα ήρθε το παιδί κι έπειτα η συνειδητοποίηση. Μόνο που, τότε, δεν υπήρχε επιστροφή. Έπρεπε να μείνω εκεί. Ήμουν δέσμιος, που θα έλεγες κι εσύ η σπουδαγμένη, των επιλογών μου.

Πολλά ήταν αυτά που δεν καταλάβαινα, ίσως και να μην ήθελα να τα καταλάβω, ίσως να μην μου έφτανε το μυαλό. Την κακή μανία του πατέρα μου να πάμε στις γυναίκες όταν ήμουν δεκάξι. Έπρεπε, έλεγε, να ξέρω. Να ξέρω τι; Καμία απάντηση. Έπρεπε, ξανάλεγε, να μην με πιάσουν κορόιδο. Ρωτούσα εγώ, τίποτα εκείνος. Μουγκός. Έλεγε μόνο, έλεγε και ποτέ δεν άκουγε. Σαν κι εσένα ένα πράγμα ρε παιδί μου. Μια ζωή με την απορία με άφηνες. «Να γίνει αυτό» μου έλεγες χωρίς ποτέ να μου εξηγήσεις γιατί έπρεπε να γίνει κάτι.

Με πόναγε που πάλευα μόνος για να μην περάσουν τα παιδιά τα δικά μας τα χρόνια. Ούτε τις φωνές δεν με έπαιρνε να σου βάλω, δεν προλάβαινα, τις έμπηγες εσύ και προσπαθούσα να ηρεμήσω την κατάσταση. Φωνές, όλη μου η ζωή φωνές. Πενήντα έφτασα και πενήντα χρόνια φωνές ακούω. Από παιδί μέχρι και τώρα που στραβογέρασα, φωνές και φασαρία. Να σου πω την αμαρτία μου, κάποτε μετρούσα τις ήσυχες μέρες. Είκοσι χρόνια μαζί και μέχρι σήμερα έχουμε περάσει δεκατέσσερεις μέρες χωρίς ούτε μια φωνή από τότε που άρχισα το μέτρημα. Φαντάσου, λοιπόν, Βαρβάρα μου, τι άκουγε το κεφάλι μου κάθε μέρα.

Χαζό απόπαιρνες το μικρό, τεμπέλη το μεγάλο. «Βρε άστα, θα τον βρούνε τον δρόμο τους». Τίποτα εσύ. «Με το στανιό δεν γίνεται τίποτα» σου έλεγα. Μιλιά εσύ. «Κανείς δεν πάει χαμένος». Πείσμα εσύ. Τι κατάφερες; Δες τα. Αυτά που τους έλεγες έγιναν. Τεμπέλης ο μεγάλος που δεν κάνει τίποτα όλη τη μέρα, χαζός ο μικρός που δεν τον άφησες ποτέ να κάνει όσα ήθελε. Ξέρεις πόσες φορές σκέφτηκα να τα πάρω και να φύγω; Αμέτρητες. Όταν ήταν μικρά το σκεφτόμουν κάθε μέρα και όλο πίσω έκανα. Είχα αυτό τον φόβο της γειτονιάς και του κόσμου. Και τώρα στα πεντήντα που καταστάλαξα και ηρέμησα ακόμα το σκέφτομαι που και πού. Τι θα πει ο κόσμος για εμάς που δεν ήμαστε σωστή οικογένεια. Σάμπως οι άλλοι είναι; Αμ δεν είναι.

Δεν θέλαμε να λένε οι άλλοι όσα τους σέρναμε εμείς τα μεσημέρια στο τραπέζι. Ξέρεις που καταλήξαμε; Ξένοι καταλήξαμε. Ούτε να τα βρούμε μπορούσαμε, ούτε και να το διαλύσουμε. Φοβόμασταν κι εγώ κι εσύ το τι θα πει η γειτονιά.

Το άλλο που το πας; Τώρα που το θυμήθηκα. Σ’ έπιανε το ανάποδο για κάτι που έκανα ή κάτι που δεν έκοβα, κομμένο το γλυκό για τον Αγησίλαο. Βρε καλή μου, βρε χρυσή μου, εγώ, τίποτα εσύ. Πείσμα μουλαρίσιο. Δυο μήνες, τρείς, έξι. Ξεθύμωνε η κυρά-Βαρβάρα κι ήθελε χάδια κι αγκαλιές. Το αστείο ξέρεις ποιο είναι; Εγώ δεν είχα το δικαίωμα να πω όχι. Μια φορά, μία, τόλμησα να το πω και νομίζω πως θυμάσαι ακόμα το τι μου έσυρες. Τι ότι πηγαίνω με άλλες, τι ότι γυρνάω με πουτάνες, τι ότι έχω γκόμενα και με έχει και σπιτωμένο… Ούτε τότε με άκουσες. Έμαθα μετά. Δεν είχε νόημα να πω όχι. Έσκυβα το κεφάλι κι έκανα την δουλειά μου. Όση κούραση κι αν είχα, όσα νεύρα κι αν είχα, όση μαυρίλα κι αν είχα, όσο κι αν εκείνες τις στιγμές δεν ήθελα να σε βλέπω μπροστά μου. Πρέπει, πρέπει, πρέπει.

Φοβάμαι μη με πιάσει χάραμα και ξυπνήσεις και με βρεις ακόμα εδώ και ποιος σ’ ακούει και άντε να κρύψω τα χαρτιά να μην τα δεις μέχρι να τα τελειώσω. Κουράστηκα ρε Βαρβάρα. Κουράστηκα. Κι ακόμα χειρότερα; Αγανάκτησα. Σιχάθηκα βρε παιδί μου, πως αλλιώς το λένε; Μια φορά να κάτσεις να μ’ ακούσεις να σου πω τι σταυρό κουβαλάω, είκοσι χρόνια τώρα δεν υπάρχει. Μια φορά να βρούμε μαζί λύση για κάτι και να μην κάνεις του κεφαλιού σου, πάλι δεν υπάρχει. Δεν το αντέχω άλλο αυτό το χάλι μας. Ούτε να πηγαίνω στο μαγαζί μπορώ, ούτε να γυρνάω σπίτι και να τρώω κάθε αηδία που σου έρχεται στο μυαλό να φτιάξεις μπορώ, ούτε να μην κοιμάμαι στο κρεβάτι μας μπορώ, ούτε να μην με ακούς μπορώ, ούτε τίποτα δεν μπορώ.

Τα βροντάω όλα χάμω και φεύγω, Βαρβάρα. Είκοσι χρόνια τα έβγαζες πέρα μόνη σου, δεν σου είναι νομίζω δύσκολο να το κάνεις. Μην ψάξεις να με βρεις και μην βάλεις και κανέναν να ψάξει. Το μαγαζί βγάζει αυτά που βγάζει, βάλε και τα παιδιά να το κρατάνε τα απογεύματα, θα τα βγάλετε πέρα. Δεν σας φοβάμαι. Δεν φοβάμαι πια. Κουράστηκα να φοβάμαι.

Ίσως, κάποια στιγμή στο μέλλον, όταν γεράσουμε για τα καλά και δεν μας κρατάνε τα πόδια μας, να ξανασυναντηθούμε.

  • Αγησίλαος

ΥΓ. Διαζύγιο δεν σου δίνω γιατί ακόμα φοβάσαι το τι θα πει ο κόσμος αν μάθουν πως χωρίζουμε.

Πολλές φορές το είχε διαβάσει το γράμμα η Βαρβάρα, μα δεν ήθελε να το καταλάβει. Του είχε θυμώσει από εκείνο το πρωί που δεν τον βρήκε στο κρεβάτι. Τον έψαξε σε φίλους, σε γνωστούς, σε συγγενείς. Δεν τον είχε δει απολύτως κανένας. Μέχρι και στα κανάλια πήγε. Κάποιοι τον είδαν να μπαίνει σε λεοφωρείο, άλλοι σε τρένο. Δυο – τρεις τον είχαν δει να κυκλοφορεί ρακένδυτος στην Θεσσαλονίκη. Άλλος είπε πως πέρασε τα σύνορα για Αλβανία. Μέχρι και στην Δανία τον είδαν τον Αγησίλαο να δουλεύει σε εργοστάσιο. Κανείς δεν ήξερε τίποτα κι όλοι τα ήξεραν όλα.

Δίπλωσε τα χαρτιά και τα έχωσε σ’ ένα βιβλίο που χε δίπλα της. Δεν ήθελε να τα δούν τα παιδιά από σπόντα και να αρχίσουν τις ερωτήσεις. Δεν είχε πει σε κανέναν πως είχε επιλέξει να εξαφανιστεί. Δεν ήθελε να λέει ο κόσμος ότι μετά από είκοσι χρόνια γάμου την παράτησε ο άντρας της γιατί δεν άντεξε άλλο. Δεν ήθελε να δώσει δικαίωμα στον κόσμο να τους πιάσει στο στόμα του. Έπρεπε να κρατήσει αψεγάδιαστη την εικόνα της οικογένειας που τόσα χρόνια έχτιζε. Σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα να ψήσει τον απογευματινό της καφέ.

«Μάνα! Φεύγω! Πάω για καφέ!» άκουσε τον μεγάλο της γιό να φωνάζει και γύρισε να τον κοιτάξει.

«Τράβα ρε άλλαξε! Πού θα βγεις έξω με το φούξια; Τι θες; Να μ’ ανεβάσεις την πίεση; Να λέει ο κόσμος ότι είσαι καμιά αδερφή;»

«Μάνα σοβαρέψου» της απάντησε δυσανασχετώντας για να αρχίσει την γκρίνια και να της κάνει το χατίρι. «Καλά, καλά, ναι, ότι πεις. Κοίτα μόνο μη σου πω καμιά μέρα πως πάω για τσιγάρα και γίνω αλέκος σαν τον Αγησίλαο! Μεγάλη η χάρη του που σ’ άντεξε τόσα χρόνια!»

«Θα πας ν’ αλλάξεις και δε σηκώνω κουβέντα!»

«Δεν πάω πουθενά και κανόνισε να πάθει τίποτα η μπλούζα γιατί θα γίνουμε από δυο χωριά!»

«Αυτό που σου λέω!»

«Αυτό που σου λέω εγώ; Κατάλαβες;»

«Ρε, θα με πεθάνετε πριν την ώρα μου, ρε!» ούρλιαξε εκείνη κι ύστερα ακούστηκε η φωνή του μικρού της γιού. «Αμήν και πότε Παναγία μου, να ηρεμήσει το κεφάλι μας! Και, ναι, μάνα, έκανα και μεγάλο σταυρό! Ανάποδο!»

«Από τότε που εξαφανίστηκε ο πατέρας σας, ξεσαλώσατε» μουρμούρισε απηυδισμένα πριν πάρει τον καφέ της και βγει πάλι στην βεράντα. «Δεν εξαφανίστηκε, έφυγε λέμε!» πετάχτηκε ο μικρός.

«Έλα, ξεκίνα την γκρίνια γιατί θα με πάρεις τηλέφωνο να μου τα πεις στο δρόμο και δεν σ’ αντέχω» της είπε ο μεγάλος βγαίνοντας στο μπαλκόνι.

«Ρε, η κόρη της Λίτσας που ‘ναι στην ηλικία σου, πέρασε ιατρική ρε ακαμάτη κι εσύ σ’ αυτό το φίδι τι, μια ζωή άνεργος θα είσαι…»

«Φιλολογία, παιδαγωγική και ψυχολογία είναι ρε μάνα. Φι πι ψι! Έλεος! Ξεστραβώσου! Και μην το πιάσουμε το θέμα της κόρης της Λίτσας της φιλενάδας σου, γιατί αν το ανοίξω δεν θα την ξεπλένει όλο το πέλαγος!»

«Ποια ρε; Αυτή, τεμπελχανά, έγραψε δεκαεννέα χιλιάδες οχτακόσια μόρια!»

«Ναι και δουλεύει κονσομασιόν και τα μασάει από έναν σαραντάρη. Παρακάτω».

«Όλο βλακείες είσαι, η Βάλια…»

«Α, το έκανε Βάλια από Κούλα το τσουλάκι; Πήρε προαγωγή μωρέ; Μπράβο της!»

«Ρε, τι λες ρε!» πήρε και κοκκίνισε η Βαρβάρα.

«Λοιπόν, για να το ξεκαθαρίσουμε. Η Κούλα, έτσι την έμαθα κι έτσι θα την λέω, κάνει βίζιτες για να μασάει λεφτά από ευκατάστατους παντρεμένους. Ο Δημητράκης της άλλης της χτυπημένης της φιλενάδας σου έχει τρία χρόνια που το ‘χει ρίξει στα ναρκωτικά. Κι ο Μανωλιός ο μουστακαλής που του πήρανε και αυτοκίνητο, και είναι ωχ αμάν ο πρώτος άντρας στην γειτονιά, χρωστάει τα κέρατά του γιατί παίζει χαρτιά στο internet. Άντε να πούμε μας έχεις φάει τα συκώτια τόσα χρόνια με τα παιδιά των άλλων…»

«Σάκη!» πετάχτηκε ο μικρός από το δωμάτιό του.

«Έλα boy».

«Κάνει τρελές πίπες η Βάλια bro, μ’ ένα πενηνταρικάκι σου λέω. Εγγύηση δικέ μου!»

«Καλά αγόρι μου είσαι βλαμμένο; Πήγες και έσκασες στην Βάλια πενηντάρι; Με πενηντάρι, πασά μου, σε πάω στα καλύτερα για φουλ έξτρα και όχι μόνο».

«Όχι ρε τρελέ μου, μου το ‘πε ένα φιλαράκι απ’ το σχολείο».

«Κοιτάχτε μην κολλήσετε τίποτα μαλάκα…»

«ΣΚΑΣΤΕ! ΣΚΑΣΤΕ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ!» ούρλιαξε η Βαρβάρα.

«Memento mori, κυρά-Βαρβάρα. Ψάξ’ το στο internet, δεν στο πήραμε τζάμπα το smartphone. Άντε καλό απόγευμα…» της πέταξε πριν πάρει τα κλειδιά και εξαφανιστεί από το σπίτι.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s