Γκρο πλαν. Ο Αντώνης και η Κλαίρη χαζεύουν αδιάφορα τις βραδινές ειδήσεις στην καινούρια τους τηλεόραση. Κανείς από τους δύο δεν ήταν ευχαριστημένος για εκείνη την αγορά, μα, έγινε όπως έγιναν όλα στην ζωή τους. «Είναι smart» είχε πει ο αεικίνητος πωλητής στον Αντώνη καθώς χάζευε το μπούστο της Κλαίρης εκείνο το απόγευμα στο κατάστημα. «Smarter than you, το μόνο βέβαιο» είχε σκεφτεί η Κλαίρη, χαμογελώντας ανεπαίσθητα.
Είχαν πατήσει και οι δύο τα τριάντα, ήταν μαζί από το λύκειο, αλλά δεν τους έλεγες και ζευγάρι. Εκείνη έκανε γραμματειακή υποστήριξη σε μια εταιρία• «γκόμενα εννιά – πέντε» την πείραζαν όλοι στην αρχή• κι εκείνος ήταν ελεύθερος επαγγελματίας• ταλέντο στο πανεπιστήμιο, παράτησε το μεταπτυχιακό και ξεκίνησε να φτιάχνει ιστοσελίδες. «Δεν θα μας ταΐσουν ποτέ οι μελέτες σου» του γκρίνιαζε η Κλαίρη εκείνα τα χρόνια, τα χρόνια που ο καθένας τους έμενε στο πατρικό του και δεν μπορούσε να ευχαριστηθεί τον άλλο. Τα χρόνια που ήταν ακόμη ερωτευμένοι.
Ο Αντώνης σηκώθηκε από τον καναπέ και πήγε στο γραφείο του. Έριξε ένα βλέμμα στην Κλαίρη που κοιτούσε αποχαυνωμένα την οθόνη της τηλεόρασης, έκλεισε τα μάτια του για μια στιγμή και άνοιξε την οθόνη του υπολογιστή. Φόρεσε ακουστικά, έβαλε ένα κομμάτι των Tool να παίζει όσο πιο δυνατά γινόταν και επέστρεψε στην δουλειά. Δεν είχε σταθερό ωράριο και σταθερή δουλειά. Σιχαινόταν την σταθερότητα στην ζωή μα αυτή τον τσάκιζε καθημερινά. Είχε βαλτώσει η κατάσταση με την Κλαίρη και δεν την άντεχε. Την υπέμενε όμως. «Κάτσε στ’ αυγά σου, που να χωρίσεις και να τρέχεις. Άντε να γνωρίσεις, να δοκιμάσεις, να δεις αν κάνετε χωριό… Ευχαριστώ, δεν θα πάρω» μάλωνε τον εαυτό του κάθε φορά που το μυαλό του έφερνε μπροστά τις σκέψεις περί αλλαγής συντρόφου.
Η Κλαίρη διατείνονταν πως λάτρευε την ζωή της. Είχε την δουλειά της, τις φίλες της, τα ρούχα της, την άνεσή της, τον Αντώνη και ενίοτε τις περιπέτειες που έσπαγαν την μονοτονία της. Πάντοτε πρόσεχε, δεν πήγαινε ποτέ δεύτερη φορά με το ίδιο άτομο, δεν δενόταν ποτέ συναισθηματικά, δεν αποκάλυπτε τίποτα για τον εαυτό της, ούτε καν το πραγματικό της όνομα. Στον ελεύθερό της χρόνο έγραφε στίχους• κάποτε ήταν το όνειρό της να γίνει ποιήτρια, μετά ήρθε η σκληρή πραγματικότητα και θρυμμάτισε το όνειρο. Ήρθε η μετακόμιση στο καινούριο σπίτι• το «σπιτάκι τους», έτσι το έλεγε• ήρθαν οι ανάγκες, οι λογαριασμοί, οι αγορές και μαζί με όλα αυτά, η αναπόφευκτη στασιμότητα.
Πάλευε η Κλαίρη για να την αλλάξει, αλλά δεν το κατάφερε. Για εκείνη, έφταιγε το περίεργο ωράριο του Αντώνη• άλλες φορές δεν είχε καθόλου δουλειά κι άλλες φορές ξημεροβραδιαζόταν στον υπολογιστή. Πάλευε και ο Αντώνης να αλλάξει, μα δεν μπορούσε να βρει ένα παράθυρο στον κόσμο της Κλαίρης, δεν μπορούσε να βρει συμβιβαστικές λύσεις. «Δεν κάνω άλλο πίσω» είχε πει ένα μεσημέρι στον εαυτό του καθώς μαγείρευε κι έκτοτε, έμεινε αμετακίνητος στις θέσεις του και τις απόψεις του.
Περασμένες δώδεκα σηκώθηκε ο Αντώνης από τον υπολογιστή κι έφυγε για το κρεβάτι με μια λιτή «καληνύχτα» προς την Κλαίρη που δεν του έδωσε σημασία. Περασμένες τρείς ξάπλωσε η Κλαίρη στην άκρη του κρεβατιού και σκεπάστηκε με ένα πάπλωμα. Είχε ο καθένας το δικό του για να μην μαλώνουν όταν κάποιος απ’ τους δύο το τραβούσε. «Κάποτε μ’ έπαιρνες αγκαλιά και με ξημέρωνες με μουσικές, με ιδέες και όνειρα και το πρωί χρειαζόμουν μισό χρωματοπωλείο για να μην φαίνονται στο γραφείο οι μαύροι κύκλοι. Τώρα κοιμάσαι στην άλλη πλευρά του κρεβατιού» παραπονέθηκε άηχα η Κλαίρη σον Αντώνη που κοιμόταν βαθιά και ταραγμένα.
Τα Σάββατα είχαν την καθιερωμένη έξοδο με την παρέα. «Τι θα γίνει; Θα την κάνεις κυρία «Κοκοβίκου» με δόξα και τιμή;» τον πείραζαν οι φίλοι τους στις εξόδους κι ο Αντώνης γελούσε με την καρδιά του. «Μικροί είμαστε ακόμη, έχουμε μέλλον» απαντούσε πάντοτε η Κλαίρη. Δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να χαντακώσει περισσότερο την καθημερινότητά της με ένα δαχτυλίδι και ένα συμβόλαιο προς την κοινωνία. Έπειτα, πάντοτε έδινε ένα πεταχτό φιλάκι στον Αντώνη κι εκείνος γυρνούσε και της έλεγε «ματάρες μου, όμορφες». Έτσι καθησύχαζαν την παρέα και, περισσότερο απ’ όλους, τους εαυτούς τους, πως στην κοινή ζωή, όλα κυλούσαν ομαλά.
Τόσο ομαλά που μετά τις εξόδους, όσο εκείνη ξεβαφόταν, εκείνος έπινε μια τελευταία μπύρα και κοίταζε τα mail του. Κι έπειτα, έπιανε ο καθένας την άκρη του στο κρεβάτι και βυθιζόταν σε λήθαργο.
Τις Κυριακές έτρωγαν πάντοτε μαζί. Ήταν ένας από τους άγραφους κανόνες τους. Να τρώνε μαζί όποτε τους το επιτρέπουν οι περιστάσεις. Εκείνη όμως η Κυριακή ήταν η εξαίρεση στον κανόνα.
«Πρέπει να μιλήσω μ’ έναν πελάτη ρε Κλειώ, τώρα μπορεί ο χριστιανός, Κυριακή μεσημέρι. Τι να κάνω;» είπε ήρεμα ο Αντώνης στην Κλαίρη που μυξόκλαιγε μέσα στην ποδιά της ενώ κρατούσε την κουτάλα στο χέρι.
«Κλειώ;» απόρησε εκείνη και ένα κομμάτι από το γιουβέτσι που είχε παραμείνει στην κουτάλα έσκασε πάνω στο κατάλευκο δάπεδο της κουζίνας.
«Απ’ το λύκειο μου την έδινε το ηλίθιο το όνομά σου. Κλειώ σε λένε. Υπέροχο όνομα είναι. Ηλίθια, που πήγες και το πετσόκοψες» παρατήρησε σιωπηλά ο Αντώνης, κάνοντας υπερπροσπάθεια να μην γίνουν εκείνες οι σκέψεις, λόγια που θα πυροδοτούσαν έναν καυγά. «Έτσι δεν σε λένε;» την ρώτησε χαμογελαστά ο Αντώνης κι έπειτα της έγνεψε κι έφυγε από το σπίτι. Η Κλαίρη πέταξε την κουτάλα στο νεροχύτη κι έπιασε να καθαρίσει το λεκέ από τα πλακάκια.
«Εντάξει, είναι φορτωμένος με την δουλειά» καθησύχασε τον εαυτό της η Κλαίρη. Τελείωσε το καθάρισμα και κάθισε στο μεγάλο ξύλινο τραπέζι. Έπιασε τον εαυτό της να σκέφτεται ανοησίες, να θεωρεί πως δεν είχε πια νόημα η ζωή που ζούσε. Ήθελε να την αλλάξει και πήρε την απόφαση να το προσπαθήσει. Μαζί με την απόφαση πήρε κι ένα μολύβι κι άρχισε να γράφει στίχους πάνω σε μια χαρτοπετσέτα.
«I feel like a rusty cogwheel spinning in a machine, missing my revolving partner in this delicate scheme» έγραψε η Κλαίρη κι έπειτα έσκισε την χαρτοπετσέτα και την πέταξε στα σκουπίδια. «Σκέφτεσαι βλακείες» μάλωσε τον εαυτό της πριν καθίσει μόνη της να φάει.
Ο Αντώνης γύρισε το βραδάκι στο σπίτι και η Κλαίρη που καθόταν στον καναπέ, για πρώτη φορά μετά από χρόνια, γύρισε το κεφάλι της όταν άκουσε τα κλειδιά του στην πόρτα και του χαμογέλασε μόλις τον είδε να μπαίνει μέσα. «Θέλω να μιλήσουμε» του είπε χαμογελαστά. «Δώσε μου δύο λεπτά να δω κάτι που επείγει και θα μιλήσουμε» της απάντησε ενώ βάδιζε προς το γραφείο του.
«Τα ξέρω τα δύο λεπτά σου» σκέφτηκε η Κλαίρη και το πρόσωπό της συννέφιασε. Δύο κλικ στο ποντίκι, κι έπειτα άλλα δύο. «Κομπλέ» μουρμούρισε ο Αντώνης, παράτησε το γραφείο και πήγε στον καναπέ. Κάθισε δίπλα στην Κλαίρη και την κοίταξε στα μάτια. «Σε ακούω» της είπε γαλήνια κι εκείνη στραβοκατάπιε πριν ξεκινήσει να μιλάει.
«Πρέπει να κάνουμε κάτι γιατί μας έχει καταβροχθίσει η ρουτίνα» του είπε η Κλαίρη κι ο Αντώνης έβαλε τα γέλια. Ένα περίεργο γέλιο ήχησε μέσα στο σαλόνι τους, ένα γέλιο που όμοιό του, η Κλαίρη, δεν είχε ξανακούσει.
«Δεκτό. Ακούω προτάσεις» της είπε ο Αντώνης.
«Δεν έχω προτάσεις, Αντώνη. Είσαι αρνητικός σε κάθε αλλαγή και σε κάθε πρόταση. Ασυμβίβαστος. Από εσένα περιμένω τις προτάσεις» του απάντησε κοφτά η Κλαίρη κι εκείνος, χαμογελώντας παράξενα, της έκλεισε το μάτι, σηκώθηκε από την θέση του και πετάχτηκε μέχρι το γραφείο του.
«Ορίστε! Πάλι…» ξεκίνησε η Κλαίρη μα ο Αντώνης την διέκοψε. «Περίμενε» της απάντησε ενώ ψαχούλευε κι ύστερα γύρισε στον καναπέ, μ’ ένα πακέτο τσιγάρα στο ένα χέρι. Κάθισε δίπλα της, άναψε τσιγάρο• μετά από πολλά χρόνια που δεν το έβαζε στο στόμα του• και ρούφηξε βαθιά τον καπνό.
«Προτάσεις;» μονολόγησε ο Αντώνης κι έβγαλε από την τσέπη του ένα τεστ εγκυμοσύνης. Η Κλαίρη γούρλωσε τα μάτια, πήγε να μιλήσει, μα δεν πρόλαβε.
«Ένας φίλος μου, στο στρατό, μου είχε πει κάτι πολύ σοφό. Όταν αρχίσει κάτι να γκρεμίζεται, δεν σταματάει μέχρι να καταρρεύσει τελείως» είπε γαλήνια ο Αντώνης καθώς άφηνε το τεστ στο τραπέζι.
«Το έριξες;» την ρώτησε μετά από μερικά λεπτά σιωπής, ενώ εκείνη είχε καρφώσει τα μάτια της στο τέστ.
«Την Τετάρτη» του απάντησε νωχελικά η Κλαίρη.
«Με το καλό» είπε χαιρέκακα ο Αντώνης και το φοβισμένο βλέμμα της Κλαίρης έπεσε πάνω του.
«Έχεις σκοπό να με ακούσεις σήμερα ή, όπως παλιά, πάλι θα πετάξω το σάλιο μου άδικα;» την ρώτησε εκείνος μόλις τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν. Η Κλαίρη του έγνεψε καταφατικά κι ο Αντώνης κρατήθηκε για να μην αρχίσει να φωνάζει.
«Δεν με νοιάζει ποιανού είναι. Ούτε θέλω να το μάθω, ούτε θα σε κρατήσω αν θέλεις να φύγεις. Αν όμως δεν θέλεις να φύγεις, πρέπει να φύγω εγώ…» άρχισε ο Αντώνης.
«Γιατί;» τον διέκοψε η Κλαίρη που δάκρυζε.
«Γιατί; Τολμάς και ρωτάς γιατί;» της απάντησε εκείνος με όση ψυχραιμία κατάφερε να μαζέψεις μέσα του.
«Γιατί;» επανέλαβε η Κλαίρη.
«Γιατί, ηλίθια, πάνε τρία χρόνια από την τελευταία φορά που κάναμε έρωτα κι αυτό γιατί σιχάθηκα να με κοιτάζεις με αποστροφή τα πέντε λεπτά που κατάφερνα να είμαι μέσα σου. Γιατί βαρέθηκα να ακούω δικαιολογίες, κουράστηκα να είμαι ο φταίχτης για τα όσα συμβαίνουν στην ζωή σου, μπούχτισα με το να γίνομαι ο σάκος του μποξ που χτυπάς για να ηρεμούν τα νεύρα από την κακοπληρωμένη δουλειά σου. Έπηξα με την μιζέρια σου• ναι, είσαι μίζερη σ’ όλους τους τομείς της ζωής σου και ακόμη χειρότερη στο κρεβάτι. Κουράστηκα ρε! Πως αλλιώς να στο πω; Κουράστηκα να πληρώνω σπασμένα και να μην ξέρω το γιατί. Δεν δουλεύει πια η σχέση. Γιατί, αν δούλευε, θα μπορούσα να παραβλέψω πολλά. Θα παρέβλεπα πως για χάρη σου δεν συνέχισα τις σπουδές μου! Για χάρη σου ανέχομαι τις κότες τις φίλες σου, για χάρη σου μιλάω ακόμη με την μάνα μου που έπρεπε να της είχα κλείσει την πόρτα στα μούτρα από τότε που μετακόμισα. Για χάρη σου ανέχομαι ακόμη και το κέρατο που, συχνά – πυκνά μου φοράς, γιατί θέλω να σε βλέπω καλά. Τι νόμιζες, Κλειώ; Πως δεν το είχα καταλάβει;» της είπε ο Αντώνης, ανεβάζοντας σταδιακά τον τόνο της φωνής του, μέχρι που κατάλαβε πως ούρλιαζε και σταμάτησε μόνος του.
«Αντώνη;» άκουσε την φωνή της μα ήταν παράξενα απόκοσμη. Γύρισε μα δεν την είδε στον καναπέ.
«Άνοιξε τα μάτια, βλέπεις εφιάλτη» ακούστηκε ξανά η απόκοσμη φωνή της κι ο Αντώνης ανοιγόκλεισε τα μάτια του. Βρέθηκε στον καναπέ, απέναντι από την καινούρια τηλεόραση, ιδρωμένος και λαχανιασμένος να κοιτάζει την Κλαίρη που στεκόταν από πάνω του.
«Κοιμήθηκα πολύ;» την ρώτησε αλαφιασμένα.
«Ίσα με μια στιγμή» του απάντησε γλυκά η Κλαίρη.
«Ποιανού είναι το παιδί;» την ρώτησε ενώ προσπαθούσε να ηρεμήσει την ανάσα του και την καρδιά του. Είχε βρει το τεστ εγκυμοσύνης μερικές μέρες νωρίτερα και δεν τολμούσε να μιλήσει ανοιχτά μαζί της γι αυτό. Η Κλαίρη έβαλε τα γέλια και τον αγκάλιασε σφιχτά.
«Αν είμαι έγκυος, είναι δικό σου» του απάντησε χαμογελώντας.
«Μα… Εμείς… Τρία χρόνια τώρα…» τραύλισε ο Αντώνης που είχε μπερδευτεί.
«Δύο μήνες. Είναι λογικό να μην το θυμάσαι εκείνο το βράδυ» απάντησε κρυπτικά η Κλαίρη και το μυαλό του Αντώνη άρχισε να παίρνει στροφές.
«Λες για εκείνο το βράδυ που…»
«Για εκείνο το βράδυ που σου την έπεφτε το τσόκαρο!» του απάντησε φωνάζοντας η Κλαίρη και το πρόσωπό της άρχισε να κοκκινίζει.
«Που χάσαμε την μπάλα με τα κρασιά θα έλεγα. Αυτό ούτε που το θυμόμουν» της απάντησε ο Αντώνης χαμογελαστά κι έκανε μια μικρή παύση για να σκεφτεί. «Γι αυτό δεν μιλάτε με την Μαρία;» την ρώτησε κι η Κλαίρη, κούνησε το κεφάλι.
«Είσαι χαζή. Γιατί δεν μου είπες τίποτα;» την ρώτησε ο Αντώνης.
«Τι να σου έλεγα; Πως ζήλεψα που είχες πιάσει κουβέντα με το τσόκαρο κι εκείνη, μπροστά στα μάτια μου, σου κολλούσε απροκάλυπτα; Πως γυρίσαμε σπίτι και σ’ έβαλα κάτω, και μετά μ’ έβαλες εσύ κάτω και το ξημερώσαμε; Ή πως έληξαν τα προφυλακτικά μετά από τόσα χρόνια που ήταν παρατημένα στο κομοδίνο;» φώναξε η Κλαίρη πριν καταλάβει πως οι σκέψεις της είχαν πάρει μορφή και πως είχαν ήδη φύγει από το στόμα της.
«Γι αυτό με γλυκοκοιτάζει η γειτόνισσα;» την πείραξε ο Αντώνης.
«Θα σου ανοίξω το κεφαλάκι…» άρχισε να ουρλιάζει η Κλαίρη κι εκείνος της έπιασε σφιχτά τα χέρια. «Πόσα χρόνια έχουμε να μαλώσουμε, Κλειώ;» την ρώτησε καγχάζοντας.
«Τρία!» ούρλιαξε η Κλαίρη κι ύστερα έβαλαν τα γέλια μαζί.