Πρελουδιο (Teaser)

Ο χτύπος του παντζουριού μπορεί και ν’ ακούστηκε δύο τετράγωνα μακριά. Έσβησα το φως. Μαντάλωσα το παράθυρο. Έκλεισα το τζάμι για να κόψει τ’ αγέρι. Μοντάρισα τ’ ακουστικά στ’ αυτιά. Δεν άντεχα την βουή του κόσμου πια. Με διέλυε. Νόμισα πως θα μ’ ηρεμήσει η φωνή της Ελένης που έντυνε πανέμορφα τους στίχους του Καρυωτάκη. «Άσε τον κόσμο στην χαρά του…» πάτησα πάνω στους στίχους κι ένας λυγμός, θαρρείς πνιγμένος, έφυγε απ’ το λαρύγγι μου. Δεν μπορούσα να κλάψω πια. Το ‘χα απαγορεύσει στον εαυτό μου. Ίσως το πιο δύσκολο πράγμα που κατάφερα και ταυτόχρονα το πιο επώδυνο. Η δική μου αυτοτιμωρία για όσα δεν κατάλαβα πως έκανα, για όσα αρνήθηκα να αποδεχτώ πως ήταν λάθη άλλων κι όχι δικά μου.
Στριφογυρίζουν οι αναμνήσεις στο μυαλό μου, φρέσκιες εκείνες, μπαγιάτικη η γεύση του σιδήρου απ’ το αίμα των νεκρών που δεν θέλουν ν’ αφήσουν την ζωή μου να φύγει μπροστά. «Να φύγω» είπα κι έφυγα. Πήρα τους δρόμους και περπάτησα. Δεν με σήκωναν τα πόδια μου, είχε μουδιάσει το ρημάδι τ’ αριστερό και χαζοτρέκλιζα μα το πάλευα. Ανέβηκα στην παλιά πεζογέφυρα, εκείνη που καβαλούσε τις γραμμές του τραίνου, εκείνη που ένωνε τις γειτονιές της πόλης, εκείνη που άραζαν κάποτε τα παιδιά, εκείνη που μου θύμιζε πως κάποτε στεκόμουν από κάτω και πώς κοκκίνιζε το πρόσωπό μου κάθε φορά που τους κοίταζα. Να ‘μασταν και δεκαπέντε τότε; Δεν θυμάμαι πια. «Πέρασε καιρός, πέρασα πολλά» που ‘λεγε κι ένας φίλος ή κάτι περισσότερο. Δεν θέλω να θυμάμαι ούτε και να νοσταλγώ. Πονάω. Συνθλίβομαι από μια ανώτερη εσωτερική δύναμη που πάντα υπήρχε εκεί και ποτέ δεν μ’ άφηνε ν’ αντιδράσω. Πάντα με αποκαλούσε μ’ όνομα που σιχαίνομαι να προφέρω. Εκείνο που δεν με φώναξε ποτέ η μάνα μου. Εκείνο που επέλεξε ο πατέρας μου για εμένα.
Σήκωσα τα μάτια και κοίταξα τον παράξενο ορίζοντα. Άρχισε να παίρνει ένα παράξενο μπλε χρώμα, χάραζε ξανά κι εγώ κυνηγούσα την ανατολή γνωρίζοντας πως δεν ήμουν το μόνο άτομο στον κόσμο που το έκανε πια. Ήταν και κάποιο άλλο άτομο, κάπου αλλού, πέρα, μακριά από τούτον ‘δω τον ορίζοντα, σε μια πόλη μακρινή, σε μια χώρα ξένη. Είχα πια σιγουρευτεί πως ήταν κάπου εκεί, πίσ’ απ’ τα βουνά και τα ποτάμια, πίσω από λίμνες και κτήρια χτισμένα με τσιμέντο. Ήταν σίγουρα κάπου εκεί, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, σε κάποιο μπαλκόνι, σε μια διαφορετική ζωή ώρας, να καπνίζει και να πίνει, να ξενυχτά σε κάποιο μπαλκόνι, να πονάει, να βιώνει την αιχμηρή πλευρά της ζωής με τον δικό του τρόπο.
Έγειρα πάνω στο κάγκελο και κοίταξα τις λαδωμένες πέτρες που έχασκαν ανάμεσα απ’ τις γραμμές του τραίνου. Μια στιγμή ήθελα. Μια γαμημένη στιγμή για να κάνω πραγματικότητα τ’ όνειρο. «Λίνα!» νόμισα πως άκουσα κάποιον να ουρλιάζει μα δεν έδωσα σημασία. Ούτε τον θόρυβο κατάλαβα, ούτε την βουή. Δεν είχε τίποτα πια σημασία. Είχα φορέσει τα ακουστικά μου και είχα αποσυνδεθεί από τον κόσμο. «Λίνα!» επανέλαβε κάποιος μα δεν το κατάλαβα. Δεν άκουγα, δεν ένιωθα, δεν ζούσα.
Ένας βόμβος παράξενος έφτασε στ’ αυτιά μου κι είδα τον συρμό να πλησιάζει. Το πρώτο τραίνο της ημέρας έφευγε απ’ την πόλη και μαζί του είχα σκοπό να φύγω και εγώ. Πέρασε κι έφυγε κατ’ απ’ τα πόδια μου. Απομακρύνθηκε κι άρχισε να χάνεται στο βάθος του οπτικού μου πεδίου. «Λίνα!» συνέχισε εκείνος ο ψίθυρος στον οποίο αρνούμουν να δώσω σημασία. Έπειτα ένιωσα βροντές πάνω στο παγωμένο μέταλλο της πεζογέφυρας. Έγειρα και κοίταξα κάτω. Δεν πρόλαβα να φύγω. Κάποιος μ’ έπιασε απ’ την μέση. Σάστισα. Γύρισα και τον κοίταξα. Φορούσε τα καλά του. Σχεδόν έκλαιγε. Τον ζήλεψα για μια στιγμη. Μου έβγαλε τα ακουστικά απ’ τα αυτιά με ήρεμες κινήσεις. Έτρεμε.
«Ξύπνα Λίνα, βλέπεις εφιάλτη» ακούστηκε μια ψιθυριστή φωνή κι όλα χάθηκαν. Σουρούπωνε έξω. Το κατάλαβα απ’ τον ήλιο που με ζέσταινε. Άνοιξα τα μάτια και τον είδα να με κοιτάζει θλιμμένα. Έστρεψα το βλέμμα μου στο μπαλκόνι. Είχαν πεθάνει τα φυτά μας μέσα στις γλάστρες που κανείς δεν αξιώθηκε να φροντίσει. Μια κούπα καφέ υπήρχε στο κομοδίνο δίπλα μου. «Μαλακία θα ‘κανε πάλι και με καλοπιάνει».
«Λέγε, πόσα…»
«Δεν θέλω λεφτά ρε Λίνα. Να μιλήσουμε θέλω».
«Δεκάξι χρόνια έχουμε να μιλήσουμε. Μισή ζωή. Τώρα είν’ αργά…»
«Σκέφτηκες ποτέ ότι σταμάτησα να μιλάω γιατί με απόπαιρνες;»
«Πολλά έχω σκεφτεί».
«Σκέφτηκες να γυρίσεις στον φευγάτο;» με ρώτησε γυρνώντας την πλάτη του. Έφυγε από το δωμάτιο και τον άκουσα να σκαλίζει χαρτιά στο σαλόνι. «Σοβαρέψου ρε Πανούλη επιτέλους» μουρμούρισα προσπαθώντας να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι.
«Τέλειωσαν τα πείσματα Λίνα» μου απάντησε απ’ το σαλόνι.
«Τι εννοείς;»
«Εννοώ πως το αστείο παρατράβηξε. Δεν κουραστήκατε πια και οι δύο να καταστρέφετε τις ζωές σας επειδή δεν μπορείτε να συγχωρέστε ο ένας τον άλλο; Κουράστηκα Λίνα. Κουράστηκα να παίζω θέατρο. Ούτε σ’ αγάπησα ποτέ, ούτε μ’ αγάπησες κι εσύ. Κάποτε νόμιζα πως με τον καιρό, με τα χρόνια, με το να είμαστε μαζί, θα καταφέρναμε κάτι…»
«Υπάρχει άλλη;» ρώτησα όταν έφτασα μπροστά του και μου χαμογέλασε.
«Πάντα υπήρχε άλλη».
«Γιατί;»
«Δεν υπάρχει γιατί. Ένα πείσμα ήταν Μελίνα…»
Μηχανικά έφυγε το χέρι μου στο άκουσμα εκείνου του ονόματος και τον βρήκε στο πρόσωπο. «Ξέχασα… Μόνο στον Βασίλη επιτρέπεις να σε φωνάζει έτσι».
«Ρε, άντε μου στο διάολο απογευματιάτικα!»
«Διαζύγιο θες ή να το βγάλω μόνος μου;»
«Όχι!»
«Με δουλεύεις ρε Λίνα; Δεν βαρέθηκες το θέατρο; Δεν βαρέθηκες τα παραμύθια; Δεν βαρέθηκες να τσακίζεις κάθε άνθρωπο που προσπαθεί να σε πλησιάσει; Τι διάολο, τίποτα δεν έχεις καταλάβει; Σε παντρεύτηκα, κούκλα μου, για να κάνω το κομμάτι μου, πως το λένε; Το ήξερες και συμφώνησες μόνο και μόνο για να πληγώσεις τον άλλο! Παρατράβηξε τ’ αστείο Λίνα!»
«Τ’ ότι θα τ’ άκουγα αυτά από εσένα, ειλικρινά, δεν το περίμενα. Κρίση ειλικρίνειας;»
«Όχι. Κάποιος μου σφύριξε πως η καλή καρδιά του φευγάτου μαύρισε».
«Κρίση δειλίας;»
«Δεν πρόκειται να καταλάβεις. Δεν θέλεις να καταλάβεις. Δεν ήθελες ποτέ να καταλάβεις. Ούτε να μιλήσεις ήθελες, ούτε να αλλάξεις, ούτε να συμβιβαστείς. Μόνο να πληγώσεις».
«Κοίτα ποιος μιλάει!»
«Τελειώσαμε Λίνα. Τράβα τον δρόμο σου να τραβήξω κι εγώ τον δικό μου».
«Πάντοτε φυγάς…» του πέταξα πριν γυρίσω στο υπνοδωμάτιο για να ντυθώ. Δεν απάντησε. Τον είδα να στρίβει τσιγάρο και να κάθεται στον καναπέ. Το άναψε και με κοίταξε με θλίψη. Η μισή μου ζωή ήταν πια πεταμένη στα σκουπίδια. «Ο δρόμος σου κι ο δρόμος μου…» μουρμούρισα ενώ έδενα τα κορδόνια μου.
«Είναι οριστικό;» ρώτησα όταν επέστρεψα στο σαλόνι για να μαζέψω μερικά πράγματα και τον είδα να γνέφει καταφατικά. «Το σπίτι θα το κρατήσεις ή θα ξενοικιάσεις;»
«Δεν ξέρω».
«Το αυτοκίνητο;» συνέχισα ενώ ταυτόχρονα παράχωνα στην τσάντα μου μικροπράγματα συναισθηματικής αξίας και φωτογραφίες.
«Κράτησέ το».
«Το…»
«Δεν θέλω να μαλώσουμε, Λίνα. Να χωρίσουμε πολιτισμένα θέλω…»
«Πόσο χρόνο έχω για να το αδειάσω απ’ τα δικά μου πράγματα μέχρι να φέρεις την άλλη;»
«Μια βδομάδα σου αρκεί;»
«Αρκεί».
«Μπορείς να μου πεις τι ακριβώς έχει γίνει και έκανες τέτοια μεταστροφή;»
«Δεν έχει νόημα Λίνα. Όλο αυτό το μπάχαλο που καταφέραμε και χτίσαμε είναι ένα ντόμινο που καταρρέει. Ενδέχεται να μην με χωράει πια η πόλη. Ενδέχεται να φύγω. Πες ότι κλείνω λογαριασμούς με το παρελθόν. Πες ότι έγινα καλός άνθρωπος. Πες ότι κουράστηκα. Πες ότι κατάφερα να σ’ αγαπήσω και με πονάει να σε βλέπω έτσι. Έχει σημασία; Είχε ποτέ σημασία; Θα έχει κάποια σημασία για σένα αν ακούσεις την αλήθεια;»
«Οι αλήθειες…» ψιθύρισα κι άφησα την πρότασή μου εκεί. Με στοίχειωσαν ξανά οι αναμνήσεις μου.
«Ναι;» με παρότρυνε να συνεχίσω την πρότασή μου.
«Τίποτα. Αντίο» απάντησα κοφτά κι έφυγα βιαστικά απ’ το σπίτι. Βγήκα στο δρόμο. Πήρα το αυτοκίνητο κι έφυγα μακριά. Τελείωνε η Κυριακή κι εγώ δεν είχα που να πάω. Δεν ήξερα που έπρεπε να την περάσω κι αν έπρεπε να την περάσω κάπου. Είχα κλείσει το κινητό για να μην με βρει κανείς. Ήθελα και δεν ήθελα παρέα.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s