Ονειροπαρμενη

Ήταν περασμένες έντεκα όταν χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού. Η Ρένα σηκώθηκε από τον καναπέ, άνοιξε την βαριά ξύλινη πόρτα και για μερικές στιγμές, ο χρόνος γύρω της, πάγωσε. Απέναντί της έστεκε ο πατέρας της, μα δεν τον αναγνώριζε. Έβλεπε έναν μηχανόβιο με βαρύ πέτσινο μπουφάν, με αγριεμένο γκρι γένι, με τσιγάρο σφηνωμένο στο στόμα και μάτια που γυάλιζαν παράξενα.

«Μπαμπά;» κόμπιασε απορημένα η Ρένα κι ο Νίκος της έκλεισε παιχνιδιάρικα το μάτι πριν περάσει το κατώφλι της πόρτας. «Η μάνα σου, δεν είναι εδώ;» ρώτησε ο Νίκος ενώ πήγαινε προς την βιβλιοθήκη του σαλονιού και η Ρένα του απάντησε με ένα «τσου».
«Ήταν και ποτέ εδώ;» σκέφτηκε πικρόχολα ο Νίκος ενώ έψαχνε μέσα στο χαρτομάνι για να βρει τα τελευταία χαρτιά που δεν είχε πάρει από το πρώην σπίτι του.
«Καιρό έχω να σε δω. Χάθηκες…» σχολίασε θλιμμένα η Ρένα. Ο Νίκος γύρισε και την κοίταξε. Τα μάτια του ήταν κόκκινα. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό του να μην λυγίσει ποτέ μπροστά στην μοναχοκόρη του κι εκείνη η στιγμή ήταν μία από εκείνες που έπρεπε να υπερβεί τα όριά του για να τηρήσει εκείνη την υπόσχεση. «Έμπλεξα με την μπάντα ρε παραπονιάρικο πλάσμα. Αφού σου έχω πει, όποτε…»
«Όποτε θέλω να σε βλέπω να σε παίρνω τηλέφωνο» τον διέκοψε η Ρένα.
«Πήρες κανένα τηλέφωνο;» συνέχισε ο Νίκος, ασκώντας τεράστια πίεση στους μύες του προσώπου του για να το κάνουν να δείχνει χαμογελαστό.
«Σκέφτηκα…» άρχισε η Ρένα, μα δεν συνέχισε την πρότασή της. Είχε ξανακάνει εκείνη την συζήτηση με τον πατέρα της και είχε αποφανθεί πως εκείνη είχε άδικο κι εκείνο είχε δίκιο.
«Σκέφτηκες βλακείες πάλι. Για μένα, είσαι το σημαντικότερο πράγμα στον κόσμο» της απάντησε ο Νίκος κι έπειτα τράβηξε μια στοίβα χαρτιών από την βιβλιοθήκη.
«Τι είναι αυτά;» ρώτησε η Ρένα καθώς αγκάλιαζε τον πατέρα της.
«Θα σ’ έκανα μια σβούρα μικρή, αλλά μεγάλωσες πολύ» της απάντησε παιχνιδιάρικα εκείνος.
«Ε! Όχι και πολύ. Του χρόνου θα τελειώσω το σχολείο» φώναξε, δήθεν θιγμένα η Ρένα.
«Κάτι παλιοί στίχοι είναι. Τους ψάχνω καιρό» μουρμούρισε ο Νίκος κι άναψε το τσιγάρο που ήταν κρεμασμένο απ’ τα χείλη του. Βγήκε στο μπαλκόνι και ατένισε την βροχή που έσκιζε την νύχτα με τον θόρυβό της. Η Ρένα τον ακολούθησε και πήγε και στάθηκε δίπλα του.
«Δεν υπάρχει πιθανότητα…» ξεκίνησε η Ρένα και το μυαλό του Νίκου γέμισε με μαύρες σκέψεις και θολές αναμνήσεις. «Πιθανότητα να τα βρω με κάποια που με απάτησε;» ρώτησε ο Νίκος τον εαυτό του, άηχα, για να απαντήσει αμέσως «καμία απολύτως».
«Πιθανότητα να ρίξω τα μούτρα μου για χιλιοστή φορά;» συνέχισε εκείνες τις σκέψεις. «Ούτε μία στο εκατομμύριο». Γύρισε και κοίταξε την Ρένα στα μάτια. «Πιθανότητα να ξαναρχίσω να χτίζω μόνος μου, ενώ η άλλη πλευρά γκρεμίζει;» ψιθύρισε νοερά κι όταν είδε το θλιμμένο βλέμμα της κόρης του, πάλεψε με το εγώ του για να μην ραγίσει.
«Υπάρχει μόνο βεβαιότητα. Δεν θα τα ξαναβρώ με την μαμά σου και δεν θα γυρίσω στο σπίτι» της απάντησε όσο πιο ήρεμα μπορούσε κι έπειτα της χαμογέλασε. «Αυτό, όμως, δεν σημαίνει κάτι. Εντάξει, μπέμπα;» την ρώτησε κι η εκείνη γέλασε, όπως γελούσε κάθε φορά που ο πατέρας της την αποκαλούσε έτσι.
«Πως τα πας;» ρώτησε η Ρένα.
«Προσπαθώ» της απάντησε φυσώντας τον καπνό του στην απεραντοσύνη της νύχτας.
«Δουλειά, βρήκες;» συνέχισε εκείνη.
«Προνόησα να εμπιστευτώ τα ρεμάλια τους φίλους μου, εκείνους που δεν γούσταρε ποτέ η μάνα σου· να ανοίξω λογαριασμό στο όνομα του Ασημάκη και να καταθέτω μικροποσά εκεί. Τα τελευταία δέκα χρόνια που η μάνα σου την είδε ντίβα, κόβω από παντού για να βάλω στην άκρη, για να μπορέσω να επιβιώσω μετά την ρήξη, όταν το εγώ της ήταν τόσο διογκωμένο που θα μας καταβρόχθιζε όλους αν δεν προσποιούμουν ότι φεύγω ηττημένος» σκέφτηκε ο Νίκος και για μία και μόνη στιγμή το πρόσωπό του αγρίεψε.
«Με τόση ανεργία; Πού να βρω δουλειά; Μην ξεχνάς πως είμαι σαρανταπεντάρης πια» απάντησε χαμογελαστά στην Ρένα.
«Σπίτι;» ρώτησε η μικρή για να ακούσει ένα αόριστο «κάτι κάνω».
«Γυναίκα;» συνέχισε την ανάκριση η Ρένα, κρυφογελώντας πονηρά.
«Εμαγκεψάμην μικρή;» απάντησε ο Νίκος σηκώνοντας το ένα φρύδι κι έπειτα την αγκάλιασε. «Αφού το ξέρεις, η μόνη γυναίκα στην ζωή μου είσαι εσύ» της είπε κι εκείνη τον έσφιξε στην αγκαλιά της. Ο Νίκος πέταξε την γόπα του τσιγάρου στο κενό και κοίταξε την κόρη του στα μάτια. «Πρέπει να φύγω, μπέμπα, μην γυρίσει η μαμά κι έχουμε φωνές» της είπε χαϊδεύοντάς της το μάγουλο και η απογοητευμένη Ρένα τον άφησε. Εκείνη η εικόνα έδωσε μια ιδέα στον Νίκο.
«Αύριο, μετά το σχολείο, τι έχεις να κάνεις;» την ρώτησε παίρνοντας το σοβαρό του ύφος, εκείνο που μισόκλεινε τα μάτια.
«Τίποτα σημαντικό, τίποτα ιδιαίτερο» του απάντησε εκείνη, αδιάφορα.
«Λοιπόν… Έρχομαι και σε παίρνω απ’ το σχολείο και πάμε στούντιο» της απάντησε πρόσχαρα ο Νίκος και η Ρένα γούρλωσε τα μάτια. «Με την μηχανή;» τον ρώτησε γεμάτη προσμονή κι εκείνος της έγνεψε καταφατικά και της έκλεισε το μάτι. «Υπόσχεση, μπέμπα;» μουρμούρισε στοργικά.
«Υπόσχεση, μπαμπά» του απάντησε εκείνη.
«Έφυγα!» είπε κοφτά ο Νίκος και άνοιξε την πόρτα. Βγήκε από το σπίτι και στον διάδρομο είδε την πρώην σύζυγό του να πηγαίνει προς το διαμέρισμα. «Κατάπινε Νίκο, κατάπινε για χάρη της μικρής» είπε στον εαυτό του, κλείνοντας σφιχτά τα μάτια.
«Μπα, εσύ εδώ;» τον ρώτησε ειρωνικά η Νάντια και δεκάδες χιλιάδες λέξεις πέρασαν από το μυαλό του Νίκου μέχρι να σχηματίσει μια πρόταση που θα ηχούσε καλά στα αυτιά της κόρης του. «Νομίζω πως, τούτο δω το τσαρδί, είναι ακόμη στο όνομά μου» της απάντησε χαμογελαστά ο Νίκος και η Ρένα, μέσα στο σπίτι, ξεκαρδίστηκε στα γέλια.
«Νίκο…» ξεκίνησε αναστενάζοντας η Νάντια κι από το ύφος της, ο Νίκος κατάλαβε πως η πρώην γυναίκα του τα είχε βρει σκούρα. Έξι μήνες σε διάσταση, με μηδενικό εισόδημα, η Νάντια, όντως τα είχε βρει σκούρα κι ο Νίκος είχε προνοήσει γι αυτό. Δήλωσε παραίτηση την μέρα που η Νάντια τον έδιωξε από το σπίτι.
Ο Νίκος γύρισε προς το διαμέρισμα, έκανε νόημα με τα μάτια στην Ρένα να φύγει από το σαλόνι κι έπειτα έκλεισε την πόρτα. Σταύρωσε τα χέρια του και κοίταξε την Νάντια. «Ακούω» της είπε κοφτά.
«Είναι πολλά… Έχεις χρόνο για ένα ποτό;» ρώτησε η Νάντια λυπημένα. Τα γρανάζια στο μυαλό του Νίκου πήραν φωτιά κι έπιασαν έναν άνευ προηγουμένου ρυθμό. «Είχα χρόνο για ένα ποτό όταν κοιμόσουν μ’ άλλους. Είχα χρόνο για ένα ποτό όταν παραμελούσες το παιδί μας. Είχα χρόνο για ένα ποτό όταν είχες εξωφρενικές απαιτήσεις. Είχα χρόνο για ένα ποτό όταν πνιγόμουν και δεν μ’ άκουγες. Είχα χρόνο για ένα ποτό όταν με έδιωξες από το σπίτι. Είχα χρόνο για ένα ποτό τον πρώτο μήνα της φυγής μου, τα βράδια που έκλαιγε η μικρή στο δωμάτιό της. Είχα χρόνο για ένα ποτό όταν με ρώτησες που βρίσκει λεφτά η μάνα μου και δίνει στην μικρή. Είχα χρόνο να σου πω πως εγώ δίνω λεφτά στην μάνα μου. Είχα χρόνο να σου πω πως σ’ αγαπάω ακόμα. Είχα χρόνο να σου πω να το παλέψουμε» σκέφτηκε ο Νίκος και, λίγο πριν εκραγεί κι εκείνες οι σκέψεις φύγουν οργισμένα από το μυαλό του, κατάφερε και τις κατάπιε.
«Ο δικηγόρος μου, σίγουρα θα έχει χρόνο για ένα ποτό» της απάντησε κι ύστερα έφυγε χωρίς να την καληνυχτίσει. Κατέβηκε στο δρόμο, έβαλε το κράνος του, καβάλησε την μηχανή κι έφυγε για το άγνωστο.
Το επόμενο μεσημέρι η Ρένα δεν χρειάστηκε να τον περιμένει μετά το σχόλασμα. Τον είδε έξω από το προαύλιο να περιμένει πάνω στην μηχανή του και να της γνέφει από μακριά. Άφησε την παρέα της και έτρεξε προς το μέρος του χαμογελώντας.
«Με περιμένεις ώρα;» τον ρώτησε καθώς ανέβαινε στην μηχανή.
«Το ξέρω το πρόγραμμά σου» της απάντησε ο Νίκος και κάτι μέσα της άλλαξε. Σταμάτησε να πιστεύει πως την είχε εγκαταλείψει.
«Φύγαμε για στούντιο» φώναξε ο Νίκος καθώς ξεκινούσε απότομα.
Δέκα λεπτά αργότερα ήταν ήδη στο στούντιο της μπάντας του Νίκου, μια μπάντα φίλων απ’ τον στρατό, που έσμιξαν στην απόλυση κι έπαιζαν μέχρι που ο Νίκος έμπλεξε με την Νάντια. Η μπάντα ήδη έκανε ζέσταμα και δεν παρατήρησε τον Νίκο με την πιτσιρίκα που μπήκανε μέσα.
«Ασημάκης, the silver drummer!» φώναξε ο Νίκος δείχνοντας στην Ρένα τον φαλακρό που καθόταν πίσω απ’ τα ντραμς. Η μπάντα σταμάτησε να παίζει και κοίταξε τον Νίκο και την Ρένα.
«Μας βρήκες γυναικεία φωνή για την ονειροπαρμένη;» φώναξε κάποιος και η Ρένα γύρισε για να αντικρύσει έναν αδύνατο μακρυμάλλη γεμάτο με τατουάζ. «Ο Τζιμάκος παίζει κιθάρα και κάνει φωνητικά» διευκρίνισε ο Νίκος. «Κι εκείνος εκεί στο βάθος, ο αμίλητος, είναι ο Ανέστης, ο μπασίστας» συνέχισε ο Νίκος και η Ρένα τους έγνεψε αμήχανα.
«Χάρηκα» τραύλισε η Ρένα και όλη η μπάντα γέλασε. «Κι εμείς κούκλα μου, έχουμε ακούσει τόσα πολλά απ’ τον “κοριό” για σένα» της είπε ο Ασημάκης και σηκώθηκε από τα τύμπανα για να της δώσει το χέρι του.
«Γιατί σε λένε έτσι;» ρώτησε ψιθυριστά η Ρένα τον πατέρα της.
«Μου ‘μεινε απ’ τον στρατό» μονολόγησε ο Νίκος που είχε το μαγικό χάρισμα να έχει αυτιά παντού. «Ακούει τα πάντα» σχολίασε ο Τζιμάκος κι έπειτα γύρισε προς τον Νίκο. «Τι θα γίνει ρε σειρά; Θα την ηχογραφήσουμε την ονειροπαρμένη τώρα που βρήκαμε γυναικεία φωνή;»
«Δεν την βάζω την Ρένα να τραγουδήσει. Τέλος» δήλωσε κατηγορηματικά εκείνος καθώς η Ρένα πήγε προς το μικρόφωνο.
«Εγώ νομίζω πως η κούκλα έχει άλλη άποψη» πετάχτηκε ο Ανέστης και η Ρένα γύρισε να κοιτάξει εκείνον τον μυστήριο τύπο με το απίστευτο γρέζι στην φωνή. «Το πάμε πρόβα, τι σε πειράζει;» συμπλήρωσε ο Ασημάκης κι ο Νίκος που συνειδητοποίησε πως ήταν μόνος εναντίων όλων, κοίταξε απηυδισμένα το ταβάνι και άρχισε να σκαλίζει την στοίβα με τους στίχους του που ήταν αφημένοι σε μια καρέκλα.
«Το κομμάτι λέγεται “ονειροπαρμένη”» είπε ο Νίκος στην Ρένα καθώς της έδινε ένα φύλλο με χειρόγραφους στίχους. Η Ρένα αναγνώρισε αμέσως τον γραφικό χαρακτήρα του πατέρα της αλλά δεν μίλησε. Διάβασε στα γρήγορα τους στίχους, πίστεψε πως κατάλαβε τι πραγματευόταν το κομμάτι κι έπειτα γύρισε και του είπε ένα απλό «εντάξει».
«Το παίζουμε μια φορά για να δεις πως πάει κι έπειτα, το τραγουδάς όπως θέλεις εσύ» είπε βραχνά ο Ανέστης. Η Ρένα του έγνεψε κι ο Ασημάκης άρχισε να χτυπάει τις μπαγκέτες του.
«Αργή και μελαγχολική ροκ μπαλάντα» σκέφτηκε η Ρένα από μέσα της ενώ τραγουδούσε τους στίχους στο μυαλό της. Και για τέσσερα λεπτά, στο μυαλό της, όλα είχαν βρει την σειρά τους.
Ο Νίκος βγήκε από το στούντιο και ο Ασημάκης τον στραβοκοίταξε χωρίς να σταματήσει να παίζει. Μόλις τελείωσε όμως, σηκώθηκε και πήγε προς την Ρένα. «Κάνε λίγο ζέσταμα την φωνή σου με τον Τζίμη κι έρχομαι για να το ηχογραφήσουμε» της είπε κοφτά και βγήκε για να δει που πήγε ο Νίκος.
«Όχι την ονειροπαρμένη ρε φίλε» ψέλλισε ο Νίκος καθώς κάπνιζε μόλις είδε τον Ασημάκη να στέκει δίπλα του.
«Το κομμάτι είναι δυνατό…» ξεκίνησε ο Ασημάκης.
«Και είναι για την Νάντια» τον έκοψε ο Νίκος.
«Σώπα… Δεν το ξέραμε…» ειρωνεύτηκε ο Ασημάκης κι ο Νίκος έβαλε τα γέλια. «Είμαστε μαζί σ’ αυτό το κόλπο παλιόφιλε. Πάμε μέσα» είπε ο Ασημάκης και έπιασε τον Νίκο από τον ώμο για να μπουν στο στούντιο.
«Φωνάρα η μικρή. Να την προσλάβουμε full time» είπε ο Τζίμης που είχε εκστασιαστεί με την φωνή της Ρένας.
«Έλα, γράφουμε!» φώναξε ο Ασημάκης και κάθισε στην θέση του.
«Τρελή και συνάμα ονειροπαρμένη…» ξεκίνησε να τραγουδάει η Ρένα κι ο Νίκος την κοίταζε δακρύζοντας. «Έχει την φωνή της μάνας της» σχολίασε νοερά καθώς η μπάντα και η Ρένα συνέχιζαν εκείνο το παράξενο κομμάτι που έμοιαζε με αβάν-γκαρντ ποίηση.
«Τρελή και συνάμα ονειροπαρμένη…» έπιασε η Ρένα την τελευταία στροφή του κομματιού έχοντας δυναμώσει αρκετά την φωνή της. «… δεν προφταίνουμε τον χρόνο που μας γέρνει…» συνέχισε και κοίταξε για μια στιγμή τον Νίκο πριν αφοσιωθεί στο κομμάτι και τα συναισθήματά της.
«Τίποτα δεν σταματάει να καταρρέει όταν αρχίσει, πρέπει να παραδοθούμε πια στην μοίρα μας… Να αποδεχτούμε τον ξεπεσμό» κατέληξε η Ρένα ανοίγοντας τα μάτια της. Ο Νίκος της έκλεισε το μάτι. «Πάμε να το ακούσουμε» της είπε χαμογελαστά όταν τα όργανα στο στούντιο σώπασαν.

 

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s