[1]
Το καινούριο κορίτσι που εμφανίστηκε στο σχολείο έμοιαζε σαν να είχε βγει από κάποιο καρτούν. Μελαχρινή ήταν, με κοτσίδες κι ένα σκούφο στο κεφάλι. Φορούσε φαρδιά ρούχα, μπότες και μεγάλα γυαλιά ηλίου. Είχε καθίσει μόνη της σε μία γωνία και έπαιζε με το κινητό της ενώ τα υπόλοιπα παιδιά μαζευόντουσαν σε παρέες και συζητούσαν τα όσα πέρασαν το καλοκαίρι. Ήταν ηλιόλουστο εκείνο το πρωινό, μα φυσούσε ένας παγωμένος αέρας που σήκωνε φύλλα και σκόνη.
Την παρατηρούσαν πολλοί, μα κανείς δεν πήγε να της μιλήσει. Ούτε πριν τον αγιασμό, ούτε μετά, όταν την είδαν να καβαλάει ένα ποδήλατο και να φεύγει. Ούτε τις επόμενες μέρες που στην ουσία δεν γινόταν μάθημα. Ούτε εκείνη είχε διάθεση να μιλήσει σε κανέναν. Έπιανε πάντοτε ένα συγκεκριμένο θρανίο και καθόταν μόνη της, με τα βιβλία της και το κινητό κάτω από το θρανίο. Όλο το σκάλιζε και δεν ενδιαφερόταν ποτέ για το μάθημα.
Ήταν περίεργα τα παιδιά, τους παραξένευε και η εμφάνισή της και το ξενικό της όνομα. Κάποια έλεγαν πως δε μιλούσε καθόλου ελληνικά, πως δεν καταλάβαινε, πως δεν έπρεπε να είναι εκεί κι άλλοι, είχαν φτιάξει ολόκληρες θεωρίες για το πώς βρέθηκε σ’ εκείνο το σχολείο. Ένα πρωί, εκείνες τις πρώτες μέρες, μια παρέα έβαλε στοίχημα για το αν μιλούσε ή όχι ελληνικά κι ο κλήρος έπεσε στον Παντελή, έναν πιτσιρικά που περνούσε απαρατήρητος, ο οποίος έπρεπε να πάει και να το ανακαλύψει.
«Να καθίσω; Σε πειράζει;» ρώτησε ο Παντελής εκείνο το πρωί, λίγο πριν αρχίσει το μάθημα και η κοπέλα που ήδη καθόταν στο θρανίο της έχωσε βιαστικά το κινητό στην τσέπη της και τον κοίταξε. «Φυσικά» του απάντησε χαμογελώντας.
«Παντελή με λένε».
«Το ξέρω. Κάνεις παρέα με τον Μήτσο, τον Αλέξη, τον ατζαμή του οποίου το όνομα μου διαφεύγει γιατί δεν το έχει αναφέρει κανείς, και το χαζογκομενάκι την Βίβιαν. Έχω φωτογραφική μνήμη».
«Μάλιστα…» μουρμούρισε ο Παντελής.
«Γκάμπι» του είπε χαμογελώντας και του έδωσε το χέρι της.
«Χάρηκα» έκανε σαστισμένα ο Παντελής.
«Πώς και άφησες μόνο του τον ατζαμή;»
Το διαπεραστικό βλέμμα της Γκάμπι, ο τόνος και η χροιά της φωνής της, δεν έδωσαν κανένα περιθώριο στον Παντελή για να σκεφτεί κάποια δικαιολογία. Ξεκίνησε ένα μακρόσυρτο «εεε…» αλλά τον πρόλαβε η Γκάμπι. «Όχι ότι κάποιος ενδιαφέρεται να μάθει αν η αλλοδαπή παρλάρει καλά ελληνικά;»
«Πώς το κάνεις αυτό;»
«Ποιο;»
«Αυτό που ο άλλος νιώθει σαν να τον περνάς από ανιχνευτή ψεύδους;»
«Μαγικό!» του απάντησε παιχνιδιάρικα κλείνοντάς του το μάτι κι ύστερα ανέσυρε το βιβλίο της γεωμετρίας από την τσάντα της. Τσέκαρε βιαστικά το κινητό της, στιγμές πριν αρχίσει να παραδίδει μάθημα η καθηγήτρια της γεωμετρίας κι έπειτα δεν ξαναμίλησε.
Ένα από τα πρώτα πράγματα που έκαναν τον Παντελή να βγάλει το καπέλο στην Γκάμπι, ήταν το στόμα της. Όταν δεν το κρατούσε ερμητικά κλειστό, δεν χαριζόταν σε κανέναν. Την κάλεσε στο διάλλειμα να καθίσει με την υπόλοιπη παρέα κι εκείνη κάγχασε λέγοντας «το καριολάκι που σέρνεται πίσω σας για να διογκώσει το ανύπαρκτο ego του, δεν το πάω ούτε με σφαίρες και δεν θέλω να μαλώσω».
Σήκωσε το φρύδι ο Παντελής απ’ την έκπληξη. «Όπως αγαπάς» της απάντησε. Δεν γύρισε στο θρανίο του μετά το διάλλειμα, κάθισε με την Γκάμπι. Όπως και την επόμενη και την μεθεπόμενη μέρα. Ψιλομιλούσαν για τα τυπικά, αλλά είχε καταλάβει πως δεν θα της έπαιρνε εύκολα κουβέντα και έβλεπε πως δεν τον έπαιρνε να κάνει ερωτήσεις. Έφταιγε ο τρόπος που είχε για να ανακρίνει κάποιον.
«Τι θα κάνεις το απόγευμα;» την ρώτησε όταν σχόλασαν το μεσημέρι της παρασκευής κι εκείνη κοντοστάθηκε. «Θα πάω στο σπίτι, θα ζεστάνω το φαγητό μου, θα φάω, θα διαβάσω, αν έχει καλό καιρό θα πάρω το ποδήλατο και θα πάω στο skate park, θα γυρίσω σπίτι, θα κάνω μπάνιο και, αναλόγως τα κέφια, ή θα διαβάσω ή θα ιντερνετιάσω. Είστε καλυμμένος με την αναφορά, στρατηγέ μου;»
«Ναι…» μουρμούρισε ντροπαλά ο Παντελής σκύβοντας το κεφάλι του.
«Πεζός είσαι;»
«Ναι» απόρησε ο Παντελής και σήκωσε τα μάτια του για να την δει να του χαμογελάει.
«Να κεράσω καφέ στο σπίτι; Έχω και καλό φαγητό σήμερα. Λαζάνια».
«Σοβαρά;»
«Με βλέπεις να αστειεύομαι; Θες;»
«Πάμε» είπε ο Παντελής χωρίς να το σκεφτεί πολύ. Βγήκαν απ’ το σχολείο, ξεκλείδωσε το ποδήλατό της κι έφυγαν με τα πόδια μέσα απ’ τα στενά για το σπίτι της.
«Ζέστη ρε φίλε…» μουρμούρισε στο δρόμο ο Παντελής.
«Καλά είναι. Καλύτερα ζέστη παρά κρύο» του απάντησε εκείνη.
«Είναι μακριά;»
«Όχι πολύ. Ακριβώς απέναντι από το πάρκο και το μπαλκόνι μου βλέπει πρασινάδα. Όση πρασινάδα θες».
Το σπίτι της ήταν πολύ μικρό για να μένει οικογένεια. Ένας ενιαίος χώρος που ήταν σαλόνι και κουζίνα, ένα μικρό μπάνιο, ένα δωμάτιο και ένα τεράστιο μπαλκόνι. Ρετιρέ στον έκτο το οποίο ήταν σχεδόν άδειο. Το κοίταξε με απορία ο Παντελής που δεν μπορούσε να καταλάβει πως γινόταν να μένει εκεί. «Ρε συ… Μόνη σου μένεις;»
«Αχά»
«Οι γονείς σου;»
«Στο εξωτερικό»
«Και εσύ;»
«Εγώ τι;»
«Μόνη σου;»
«Ναι. Όσο μπορώ. Βοηθάει βέβαια και ο νονός που μένει εδώ, έρχεται καθαρίζει, μου μαγειρεύει, κάνει κανένα μερεμέτι… Απίστευτος τυπάκος» του απάντησε η Γκάμπι καθώς άνοιγε το ψυγείο. «Ευθεία δωμάτιο. Κάθεσαι μπαλκόνι και φέρνω φαγητό» συνέχισε ενώ έριχνε το φαγητό σ’ ένα φουρνάκι μικροκυμάτων.
Όσο άδειο έμοιαζε το υπόλοιπο σπίτι, τόσο γεμάτο ήταν το δωμάτιό της. Πέρα απ’ το κρεβάτι, την βιβλιοθήκη και μια καρέκλα που είχε στοιβαγμένα αμέτρητα ρούχα, υπήρχε ένα γεμάτο γραφείο με υπολογιστές, πλακέτες, κατσαβίδια, κολλητήρια, τρυπάνια, καλώδια, κουμπιά. Τρείς τεράστιες οθόνες ήταν στερεωμένες στον τοίχο που δεν έδειχναν τίποτα. Από περιέργεια κούνησε το ποντίκι του υπολογιστή ο Παντελής και τον καλωσόρισε μια εντελώς άγνωστη οθόνη που του ζητούσε όνομα χρήστη.
«Γκάμπι; Να μπω λίγο στο facebook από τον υπολογιστή σου;»
«Μισό!» του φώναξε απ’ την κουζίνα. Σκούπισε τα χέρια της κι έβγαλε το κινητό από την τσέπη. Το σκάλισε για λίγο, χαμογελώντας στον εαυτό της. «Γράψε όνομα χρήστη παντέλος με λατινικά, πάτα enter, θα σου ζητήσει κωδικό, βάλε το ίδιο. Μετά πάτα win και d, γράψε chromium, πάτα enter και μπες όπου θέλεις».
«Τι συστήματα είναι αυτά;» απόρησε ο Παντελής.
«Έλα ρε, ευκολάκι» του είπε καθώς πήγαινε προς το δωμάτιο. Τον είδε να χαζεύει ακόμη την οθόνη που του ζητούσε όνομα χρήστη. «Παντέλος λέμε» του είπε και με απίστευτη ταχύτητα έγραψε το όνομα χρήστη και τον κωδικό. Πάτησε μερικά κουμπιά ακόμη και άνοιξε ένα παράθυρο. «Έτοιμος» είπε πριν φύγει για την κουζίνα.
Πέντε λεπτά αργότερα, η Γκάμπι έβγαζε πιάτα στο μπαλκόνι. «Θέλεις βοήθεια;» ρώτησε ο Παντελής κι εκείνη του έγνεψε αρνητικά. Γύρισε στην κουζίνα κι έφερε την σαλάτα, ποτήρια και νερό. «Να βάλω μουσική;» τον ρώτησε όταν πήγαινε να κάνει το τελευταίο δρομολόγιο.
«Ναι»
«Σ’ έχω» είπε πριν αρχίσει να πατάει κουμπιά στο πληκτρολόγιο με το ένα χέρι. Μια υποτονική και ατμοσφαιρική μουσική άρχισε να παίζει σε χαμηλή ένταση. «Καλό είναι, θα σ’ αρέσει» συνέχισε η Γκάμπι και του έκανε νόημα να βγει στο μπαλκόνι. Σηκώθηκε ο Παντελής απ’ την καρέκλα βγήκε έξω, άκουσε βήξιμο και γύρισε να κοιτάξει την Γκάμπι.
«Ποτέ, μα ποτέ, μα ποτέ των ποτών δεν παρατάμε ανοιχτό οτιδήποτε σε υπολογιστή που δεν μας ανήκει. Πο-τε!»
«Εντάξει… Δηλαδή τι μπορεί να γίνει;» σάστισε ο Παντελής.
«Απίστευτα πολλά και καθόλου καλά πράγματα».
«Σιγά ρε Γκάμπι» ξεθάρρεψε ο Παντελής.
«Έλα να σου δείξω» του είπε και τον έβαλε να καθίσει στην καρέκλα. «Έστω ότι το αφήνεις έτσι και κλείνεις απλά το παράθυρο. Ναι; Το κλείνω. Το ξανανοίγω όταν φύγεις. Όταν πας σπίτι σου. Να, βλέπεις; Ανοίγει κανονικά, είμαι με το προφίλ σου. Τσουκ, πάω στα μηνύματα. Τσουκ, αρχίζω και διαβάζω συνομιλίες. Τσουκ, για να ψάξω την ομαδική με την παρέα σου…»
«Ε!» της φώναξε ο Παντελής.
«Όπως δεν αφήνεις την πόρτα του σπιτιού σου ανοιχτή όταν φεύγεις, έτσι δεν παρατάς και το προφίλ σου ανοιχτό σε κάποιο υπολογιστή. Λοιπόν, για να μαθαίνουμε. Κλικ εδώ και μετά αποσύνδεση. Μετά πατάμε Ctrl+Shift+Del όλα μαζί, όχι ένα – ένα. Βγαίνει αυτό. Τσεκάρουμε τα πάντα, διαγραφή, καλησπέρα σας».
«Και τώρα, δεν μπορείς να μπεις;»
«Θεωρητικά… Πρακτικά αυτή την στιγμή πεινάω σαν λύκος. Θα σου δείξω μετά. Βγες, πάω να μας φέρω πιρούνια».
Έφαγαν σιωπηλά. Ο Παντελής μασούσε αργά ενώ η Γκάμπι καταβρόχθιζε το φαγητό σαν να μην υπήρχε αύριο ενώ που και που έριχνε κλεφτές ματιές στο κινητό της. Πήρε και συννέφιασε. «Μυρίζει βροχή…» μουρμούρισε ο Παντελής
«Δεν νομίζω να βρέξει».
«Κι όμως… Ήδη βρέχει κάπου και μυρίζει βρεγμένο χώμα».
«Μισώ την βροχή».
«Έχει την φάση της».
«Αργείς;»
«Τελειώνω» της απάντησε χαμογελώντας.
Έπιασε βροχή. Μάζεψαν το τραπέζι, έπλυναν μαζί τα πιάτα, κάτι που ο Παντελής έκανε για πρώτη φορά στην ζωή του κι ύστερα κάθισαν στην βεράντα. «Σε πειράζει το τσιγάρο;» την ρώτησε κι εκείνη το απάντησε μ’ ένα «τσου».
«Έχω βρει μπελά… Δεν ξέρουν οι δικοί μου ότι καπνίζω και πάω και χώνομαι στο μπάνιο μετά το φαγητό. Επιτέλους, ένα τσιγάρο σαν άνθρωπος» είπε πριν το ανάψει.
«Το δοκίμασα μια – δυο φορές, δεν μ’ άρεσε, δεν το ξαναέβαλα στο στόμα μου».
«Βροχή, ζέστη και ηρεμία. Αυτή είναι ζωή».
«Φροντιστήριο δεν πας;»
«Όχι».
«Πως και; Οι υπόλοιποι νομίζω πάνε».
«Οι υπόλοιποι έχουν και λεφτά…» μουρμούρισε ο Παντελής για να δει το πρόσωπό της να σκοτεινιάζει απότομα και το βλέμμα της να γυρίζει προς το πάρκο. Ήταν μία από εκείνες τις στιγμές που γινόταν πραγματικά απλησίαστη. Το έβγαζε προς τα έξω και το έδειχνε σε όλους. «Είπα κάτι…»
«Όχι. Δεν με πείραξε» είπε κοφτά η Γκάμπι.
«Είσαι πολύ παράξενη».
«Να φτιάξω φραπέδες;»
«Θέλεις βοήθεια;»
Έτσι πήγε όλο το μεσημέρι τους. Με μικρούς, σύντομους διαλόγους που δεν στόχευαν πουθενά, ούτε άγγιζαν κάποιο θέμα. Η Γκάμπι δεν ήθελε να μιλήσει και ο Παντελής δεν μπορούσε να βρει ένα τρόπο να της μιλήσει ή να την πείσει πως μπορεί να την ακούσει. Ήπιαν καφέ, συζήτησαν για την φυσική και τα μαθηματικά, σχολίασαν τους συμμαθητές τους. Στις έξι ο Παντελής έφυγε και η Γκάμπι έπιασε τον υπολογιστή. Άνοιξε τις οθόνες της, έκανε κάποιες δουλειές που ήταν καθημερινές, άνοιξε το facebook της, το πέταξε στην δεξιά οθόνη κι ύστερα άρχισε να σκαλίζει. «Για να δούμε τώρα». Πάτησε μερικά πλήκτρα κι ένα νέο παράθυρο που έμοιαζε με κειμενογράφο εμφανίστηκε στην οθόνη της. «Αναζήτηση… Χα! Σε βρήκα!» αναφώνησε κι άνοιξε ένα νέο παράθυρο. «Mail και password και σιγά μην το πάρει χαμπάρι» μουρμούρισε σκανταλιάρικα κι ύστερα συνδέθηκε στο facebook του Παντελή. «Χμ… Μχμ…» έκανε καθώς διάβαζε βιαστικά τις συνομιλίες του. «Ωραία. Ας τον κάνω add για να με κάνουν μετά οι υπόλοιποι».
Ο Παντελής περπάτησε είκοσι λεπτά με ένα τσιγάρο στο στόμα και την τσάντα στην πλάτη για να γυρίσει στο σπίτι του. Ήταν προβληματισμένος με την συμπεριφορά της Γκάμπι. Δεν είχε ξαναδεί άνθρωπο να συμπεριφέρεται έτσι. «Πόσο κλειστή είναι;» είπε ασυναίσθητα καθώς έστριβε σε κάποιο στενό. Έβγαλε το κινητό απ’ την τσέπη και μπήκε στο facebook, ελπίζοντας πως θα έβρισκε κάποιον μέσα για να κανονίσει κάτι για το άδειο του απόγευμα. «Ένα νέο αίτημα φιλίας» διάβασε και απόρησε με εκείνο το μυστήριο όνομα που δεν του θύμιζε τίποτα.
«Gabee is here» του έγραψε η Γκάμπι μόλις είδε πως το request της έγινε αποδεκτό.
«Τι όνομα είναι αυτό;» πληκτρολόγησε στο κινητό του ο Παντελής
«Το όνομά μου».
«Δεν μπορώ να το διαβάσω».
«Ναι, είναι λίγο δύσκολη η προφορά του και δεν βοηθάνε τα ελληνικά. Να μου θυμίσεις να σου το προφέρω κάποια στιγμή. Που είσαι;»
«Στο δρόμο για το σπίτι».
«Θα κάνεις τίποτα μετά;»
«Δεν ξέρω, δεν κανόνισα κάτι ακόμη».
«Θες να πάμε στο skate park κατά τις οχτώ;»
Κοίταζε και ξανακοίταζε το τελευταίο μήνυμα ο Παντελής αλλά δεν έβρισκε κάτι να απαντήσει. Απ’ την μία δεν ήθελε να καθίσει σπίτι, από την άλλη η Γκάμπι δεν ήταν η καλύτερη παρέα, κυρίως επειδή δεν μιλούσε. Ήθελε να βγει και με τα φιλαράκια του που είχαν αρχίσει να τον πειράζουν επειδή καθόταν μαζί με την «πειραγμένη». Χαιρέτησε τον πατέρα του που καθόταν στον καναπέ κι έβλεπε μπάλα κι ύστερα χώθηκε στο δωμάτιό του. Άνοιξε τον υπολογιστή, και κοίταξε το μήνυμα κι εκεί. Άρχισε να παίρνει τηλέφωνα.
Η Γκάμπι περίμενε απάντηση και ταυτόχρονα κοίταζε και το προφίλ του Παντελή. «Μα, τι διάολο κάνει;» σκέφτηκε. «Μπα, θα βγω με τα παιδιά. Θες να έρθεις;» της απάντησε αρκετή ώρα αργότερα.
«Μπα, θα κάτσω σπίτι» του έγραψε κι ύστερα, αντί να τελειώσει η συζήτηση εκεί, άρχισαν να στέλνουν μηνύματα ο ένας στον άλλο.
«Ρε συ, νύσταξα» κατάφερε να γράψει με το ένα μάτι ανοιχτό η Γκάμπι που προσπαθούσε να κρατήσει το κορμί της όρθιο στην καρέκλα.
«Να πούμε καληνύχτα;» της απάντησε ο Παντελής που ήδη είχε ξαπλώσει και πάλευε να κρατηθεί ξύπνιος. Χαμογέλασε όταν είδε το «καληνύχτα» με την καρδούλα. «Όσο δεν μιλήσαμε τόσο καιρό, μιλήσαμε σήμερα» σκέφτηκε πριν της στείλει ένα φιλάκι κι αφήσει το κινητό στο κομοδίνο. Το είδε να ανάβει και απόρησε. «Να έρθεις αύριο το πρωί για καφέ» του έγραφε.
«Θα έρθω».
«Μόλις ξυπνήσεις».
«Υπόσχεση».
«Φιλάκια» έγραψε κι ύστερα σύρθηκε μέχρι το κρεβάτι. Έκλεισε τα μάτια της κι ύστερα άκουσε τον ήχο της ηλεκτρικής σκούπας που ερχόταν από το σαλόνι. Βούιζε μέσα στα αυτιά της και νόμιζε πως θα διαλυθεί το κεφάλι της. «Ξύπνα λέμε!» αντήχησε μια βαριά φωνή μέσα στο σπίτι. Τινάχτηκε από το κρεβάτι, φόρεσε την πιο φαρδιά και μακριά μπλούζα που βρήκε μέσα στον χαμό και βγήκε από το δωμάτιο.
«Ρε νονέ, είσαι απροσάρμοστος. Καλά κάνουν και σε λένε φευγάτο» γκρίνιαξε η Γκάμπι τρίβοντας τα μάτια της.
«Εγώ είμαι απροσάρμοστος ή εσύ που καλείς κόσμο και κοιμάσαι;»
«Εγώ τι;»
«Εσύ πήγαινε ντύσου, έχω φτιάξει καφέδες εγώ» της είπε σηκώνοντας το χέρι και δείχνοντας προς το δωμάτιό της.
Ο Παντελής κοίταζε φοβισμένα τον νονό της Γκάμπι. Ήταν ένας τύπος κοντά στα σαράντα, μουσάτος, με γυαλιά και τατουάζ στα χέρια. «Ποιος ξέρει τι ώρα θα κοιμήθηκε πάλι και σέρνεται… Απ’ την μάνα της το πήρε το μικρόβιο…»
«Νονέ!» ακούστηκε η φωνή της Γκάμπι από το δωμάτιο.
«Ναι, ναι, τώρα νονέ! Πάλι καλά που ήρθα να μαζέψω αλλιώς ακόμη απ’ έξω θα περίμενε το παιδί!» της απάντησε εκείνος.
«Έφευγες;» τον ρώτησε μόλις γύρισε, ντυμένη πια στο σαλόνι, κι εκείνος την κοίταξε πάνω απ’ τα γυαλιά του και της είπε κάτι σε μια ακατανόητη γλώσσα. Στην ίδια γλώσσα που του απάντησε κι εκείνη πριν τον σπρώξει προς την πόρτα και τον διώξει.
«Ρε, αν ήξερα πως κοιμάσαι δεν θα ‘ρχομουν τόσο νωρίς» απολογήθηκε ο Παντελής που είχε σαστίσει από την όλη σκηνή.
«Αν θυμόμουν να βάλω ξυπνητήρι δεν θα κοιμόμουν τόσο».
«Να φύγω;»
«Όχι, πάρε τον καφέ κι έλα μέσα».
«Ωραίος τύπος ο νονός σου…» είπε ο Παντελής για να σπάσει την σιωπή όταν κάθισε στο κρεβάτι της κι εκείνη κοίταζε τις οθόνες.
«Βλαμμένος είναι, τα ‘χει όλα γραμμένα από τότε που χώρισε και ξαναπαντρεύτηκε. Άνεργος κάνα τριάρι χρόνια, νοικοκύρης, ενίοτε κάνει καμιά δουλειά του ποδαριού και τρέχει για πολύ κόσμο. Απ’ την άλλη, αν δεν ήταν ο βλαμμένος να πληρώνει τους λογαριασμούς, θα ήμουν αναγκασμένη να ζήσω μαζί τους και δεν θα την πάλευα. Είναι τρελοκομείο οικογενειακώς, όχι βέβαια σαν τους δικούς μου…»
Δαγκώθηκε η Γκάμπι που συνειδητοποίησε πως είπε πολλά περισσότερα απ’ όσα έπρεπε. Το κατάλαβε ο Παντελής και πίεσε τον εαυτό του να γελάσει. «Τόσο τρελοκομείο;» ρώτησε. Αναθάρρεψε η Γκάμπι. Γύρισε και τον κοίταξε. «Δεν μπορείς να φανταστείς για τι σκηνικά σου μιλάω. Είναι μαφία σκέτη οι φίλοι του πατέρα μου κι αυτός είναι ο χειρότερος. Καλή μαφία. Με την καλή έννοια».
«Κι ο πατέρας σου;»
«Καμένο τραπουλόχαρτο…»
Από εκείνες τις ημέρες άρχισαν να διαβάζουν μαζί, στο σπίτι της, μιας και είχαν ησυχία και καθώς πέρναγε ο καιρός τόσο ανοιγόταν ο ένας στον άλλο. Πρακτικό μυαλό η Γκάμπι που δεν σκάμπαζε από θεωρίες και φανφάρες, συμπλήρωνε τις θεωρητικές προσεγγίσεις του Παντελή. Είχαν το ίντερνετ για οδηγό, την κατανόησή του στα θεωρητικά θέματα και τις δεξιότητές της για τις πρακτικές προσεγγίσεις. «Ρε μαλάκα, μάθαμε γεωμετρία απ’ το πουθενά» αναφώνησε κάποιο χειμωνιάτικο απόγευμα η Γκάμπι που κοίταζε τις ασκήσεις στο τετράδιό της και δεν πίστευε πως κατάφερε να τις λύσει.
«Εδώ μάθαμε να λύνουμε ασκήσεις στην φυσική, εκεί κόλλησες;» της απάντησε γελώντας ο Παντελής που ήταν αραχτός στο κρεβάτι με τον φραπέ στο ένα χέρι και το τετράδιο στο άλλο.
«Εμείς καλά το πάμε. Οι δικοί σου; Μήτσος και λοιποί;»
«Δεν ξέρω. Το τελευταίο διάστημα δεν μιλάμε και πολύ».
«Νομίζουν ότι τα μπλέξαμε;»
«Ας νομίζουν ό,τι θέλουν» μουρμούρισε εκείνος.
«Έγινε κάτι;» ρώτησε η Γκάμπι γυρίζοντας προς το μέρος τους.
«Όχι μωρέ».
«Ψιτ! Σε ξέρω. Πες».
«Μαλακίες…» είπε αόριστα για να αποφύγει την συζήτηση.
«Πες… Σε γουστάρει το χαζογκομενάκι;»
«Η Βίβιαν; Όχι ρε…»
«Τότε; Που σπάστηκαν;»
«Είπα εγώ ότι σπάστηκαν;»
«Σε γουστάρει το χαζογκομενάκι και ζηλεύουν τα φιλαράκια σου» του απάντησε με ένα θριαμβευτικό ύφος κι ύστερα έβαλαν μαζί τα γέλια. «Άντε… Θα πεις;»
«Ρε, είναι μπερδεμένο ρε. Τι το σκαλίζεις;»
«Λέγε γιατί θα βγάλω την λάμπα της ανάκρισης!»
«Ωραία…» αναστέναξε ο Παντελής. «Την Βίβιαν την γουστάρει ο Μήτσος. Αυτή πήγε κι έπιασε τον ατζαμή και του είπε να μας κάνει κατάσταση. Αυτός ο στόκος πήγε και της είπε πως τα έχουμε μπλέξει ξέρω ‘γω και πως γι αυτό χάθηκα. Έκανε κίνηση ο Μήτσος, έφαγε το άκυρό του και σπάστηκε με την πάρτη μου, λες κι έκανα κάτι εγώ. Ε, ξενέρωσα και την έκανα. Γι αυτό και δεν πολυμιλάμε τελευταία».
«Θες να στον φτιάξω μάγκα;» ρώτησε κρυφογελώντας μοχθηρά η Γκάμπι για να ακούσει ένα «ωωχ…».
«Όχι ρε, άκου, έχω σχέδιο. Θα είναι σπίτι αυτός ο χαλβάς τέτοια ώρα;»
«Δεν νομίζω» απάντησε ο Παντελής κοιτάζοντας το ρολόι που ήταν κρεμασμένο στον τοίχο.
«Υπέροχα!» αναφώνησε η Γκάμπι. «Σήμερα θα γελάσουμε»
«Ωωωωωωχ» έκανε ο Παντελής.
«Έλα, σταμάτα την γκρίνια» του είπε κι άρχισε να πληκτρολογεί. «Έλα, κάτσε εδώ να σου μάθω μερικά πράγματα».
«Λοιπόν…» άρχισε η Γκάμπι. «Πρώτα βρίσκουμε κάποια ωραιότατα βυζιά στο ίντερνετ. Κάπως πρέπει να κάνουμε το ψάρι να τσιμπήσει…» μουρμούρισε ενώ έψαχνε για φωτογραφίες. Ο Παντελής κοίταζε τις οθόνες με απορία γιατί δεν είχε καταλάβει ποιο ήταν το σκεπτικό της. «Μετά γράφουμε προγραμματάκι. Μάλλον δεν το γράφουμε, το έχουμε έτοιμο. Κοίτα τώρα ποια είναι η λογική. Μπαίνει ο Μήτσος online. Του πιάνω την πάρλα, ξέρεις, πέσιμο και καλά. Του στέλνω δύο – τρεις φωτογραφίες και του λέω να πάμε skype. Πιάνουμε κουβεντούλα. Του στέλνω το προγραμματάκι που είναι ήδη έτοιμο. Του βάζω έναν γρίφο να λύσει, κατά προτίμηση απλό, και να γράψει την λύση σε κάποιο κουτάκι για να με δει γυμνή. Απ’ όσο ξέρω με γρίφους και αινίγματα έχει κόλλημα. Τρέχει το πρόγραμμα, σκάει το payload, κατεβάζει ένα ποντικάκι, έχω πρόσβαση στον υπολογιστή του…»
«Wow! Περίμενε. Δεν κατάλαβα τίποτα».
«Social engineering αγόρι μου. Βάζεις κάποιον να κάνει αυτό που θέλεις αφού τον έχεις πείσει πως πραγματικά είναι δική του η απόφαση. Το πιο ευάλωτο σημείο ενός υπολογιστικού συστήματος είναι ο άνθρωπος που το χρησιμοποιεί…»
«Δηλαδή θα τον πείσεις να τρέξει μόνος του έναν ιό;»
«Περίπου. Στην ουσία αυτό που θα του στείλω είναι ένα RAT. Αρκτικόλεξο που σημαίνει remote assistance tool. Ποντίκι μ’ αρέσει να το λέω. Χώνεται παντού. Η λογική είναι ότι αν εσύ χρειάζεσαι βοήθεια με τον υπολογιστή σου, μπορώ να συνδεθώ από εδώ και να φτιάξω ότι έχει χαλάσει. Βέβαια υπάρχει και η άλλη πλευρά όπου όλο αυτό χρησιμοποιείται κακόβουλα…»
«Γκάμπι… Το χοντραίνεις πολύ ρε πειραγμένο…»
«Εντάξει φιλαράκι. Εντάξει. Αφού δεν θες, δεν κάνω τίποτα».
«Δεν πάμε να κάτσουμε έξω; Όχι άλλο ίντερνετ για σήμερα».
«Βρέχει έξω».
«Στην βεράντα εννοώ».
«Άντε πάμε».
Βροντούσαν οι τέντες των μπαλκονιών απ’ το νερό και έτριζαν τα λούκια. Είχαν ανοίξει οι ουρανοί εκείνο το δειλινό. Θόλωνε η εικόνα των παιδιών απ’ την νεροποντή που μάστιζε την πόλη. Είχε πλημμυρίσει το πάρκο απέναντι. Αραιά και που φαινόταν κάποιος περαστικός που έτρεχε στον δρόμο ή κάποιο αυτοκίνητο που σήκωνε κύματα στο διάβα του.
«Ρε Παντέλο…» έκανε κάποια στιγμή η Γκαμπι που κοίταζε νωχελικά κάποια μακρινή πολυκατοικία.
«Έλα…» της απάντησε εκείνος που κάπνιζε γαλήνια ενώ το μυαλό του άδειαζε από τον ήχο της βροχής.
«Γιατί δεν κάνεις κάτι με το χαζογκομενάκι; Αφού γουστάρει».
«Γιατί δεν γουστάρω εγώ».
«Παντέλο, σοβαρέψου, μια χαρά είναι. Άσχετα αν την βρίζω γιατί μου την δίνει».
«Δεν γουστάρω ρε φιλενάδα λέμε».
«Γουστάρεις καμιά άλλη; Απ’ το σχολείο; Έλα ρε, λέγε. Λες και δεν ξέρεις ότι είμαι περίεργη».
«Δεν ξέρω… Μάλλον όχι».
«Δεν θέλεις να το συζητήσουμε;» τον ρώτησε με απογοήτευση κι εκείνος απλώς κούνησε το κεφάλι του και άναψε τσιγάρο.
Βουβές πέρασαν οι ώρες, με τον Παντελή να πίνει καφέ και να καπνίζει χωρίς να μιλάει και την Γκάμπι να σκαλίζει το κινητό της. Είχε πάει έντεκα και η βροχή δεν είχε σταματήσει. Εκείνος περίμενε να κοπάσει η βροχή για να γυρίσει σπίτι του κι εκείνη συνέχιζε και σκάλιζε, έψαχνε κάτι το οποίο ήθελε να μάθει αν ισχύει ή όχι. «Θα φύγω κι ας γίνω μούσκεμα στο δρόμο» είπε κατά τα μεσάνυχτα πριν σηκωθεί απ’ την καρέκλα.
«Γιατί δεν κοιμάσαι εδώ;» είπε με αδιάφορο τόνο η Γκάμπι
«Που εδώ;»
«Εδώ. Μαζί μου».
«Που μαζί σου βρε πειραγμένο;» την πείραξε εκείνος.
«Γιούχου; Μαζί μου; Εδώ; Δωμάτιο; Γκάμπι καλεί Παντέλο!»
«Ναι, που;» νευρίασε ο Παντελής που νόμιζε ότι τον ειρωνεύεται.
«Πουθενά. Άστο» του είπε κι εκείνος άναψε τσιγάρο. Στάθηκε στα κάγκελα του μπαλκονιού σιωπηλός και κοίταξε τον δρόμο. Ήταν μία από εκείνες τις στιγμές που ούτε μπορούσε να την καταλάβει, ούτε και ήθελε. «Θα μείνεις ή θα φύγεις τελικά;» άκουσε και γύρισε και την κοίταξε στα μάτια. Τον εκνεύριζε που την έπιανε η λογοδιάρροια τις χειρότερες στιγμές. «Δεν ξέρω» ψιθύρισε μα τα λόγια του έσβησαν από τους ήχους της βροχής.
«Πάω να ξαπλώσω. Αν θέλεις έλα. Αν δεν θέλεις, φεύγοντας κλείσε την πόρτα» μουρμούρισε η Γκάμπι πριν φύγει απ’ το μπαλκόνι.
Χάθηκε στις σκέψεις του ο Παντελής μέχρι που τον επανέφερε στην πραγματικότητα ένα κάψιμο στα δάχτυλά του. Του έφυγε το απομεινάρι του τσιγάρου από τα χέρια και το είδε για λίγες στιγμές να χάνεται στο κενό που υπήρχε μπροστά του. Μπήκε στο δωμάτιο και είδε την Γκάμπι κουλουριασμένη στο κρεβάτι. Κάθισε δίπλα της. «Είσαι καλά ρε;» της ψιθύρισε για να ακούσει ένα κοφτό «τσου», όπως κάθε φορά που η Γκάμπι δεν ήθελε να απαντήσει. «Μπορώ να κάνω κάτι;» συνέχισε για να έρθει το δεύτερο «τσου».
«Να ξαπλώσω ή τσου;»
«Τσου» έκανε η Γκάμπι κι όταν ένιωσε πως σηκωνόταν από το κρεβάτι, γύρισε και τον βούτηξε από την μπλούζα.
«Μήπως θέλεις και αγκαλιά, πειραγμένο;» την πείραξε καθώς ξάπλωνε δίπλα της και μαζί με το «τσου» κόλλησε πάνω του. Ούτε που κατάλαβε πότε την πήρε ο ύπνος. Ούτε που κατάλαβε πότε χτύπησε το ξυπνητήρι. Δεν κατάλαβε γιατί χαμογελούσε την ώρα που άνοιξε τα μάτια της. Αυτό που σίγουρα κατάλαβε ήταν η μισή καλημέρα που πρόλαβε να ξεστομίσει πριν συνειδητοποιήσει ότι ο Παντελής είχε φύγει κάποια στιγμή μέσα στην νύχτα χωρίς να τη ξυπνήσει.
Η μέρα στο σχολείο κύλισε ομαλά, αν εξαιρέσουμε το γεγονός ότι η Γκάμπι κρατούσε ερμητικά κλειστό το στόμα της. Μάταια προσπαθούσε να της πιάσει κουβέντα ο Παντελής. Ούτε μια τυπική καλημέρα δεν του είπε. Σχόλασαν κι εκείνη έφυγε μόνη της. Δεν απαντούσε σε μηνύματα, δεν σήκωνε τηλέφωνα, δεν άνοιγε την πόρτα της. Στην πραγματικότητα δεν γύρισε στο σπίτι της, καβάλησε το ποδήλατο και πήγε μέχρι την άλλη άκρη της πόλης για να βρει τον νονό της.
«Μπορείς να μου εξηγήσεις γιατί είναι τόσο μεγάλοι ψεύτες οι άνθρωποι;» τον ρώτησε μόλις της άνοιξε την πόρτα κι εκείνος έκανε μια απορημένη γκριμάτσα. «Τι με κοιτάς; Θα μου απαντήσεις;» συνέχισε.
«Καψούρα μου μυρίζει» την πείραξε.
«Σκατά σου μυρίζει!»
«Τι έγινε, πάλι, Γαβριέλα; Και όχι, δεν θέλω να ακούσω τρίωρη τεχνική διάλεξη πριν αποφασίσεις να καταλήξεις κάπου. Στο δια ταύτα!» της είπε αφού την έβαλε να καθίσει. Του είπε πως τα παιδιά στο σχολείο την έλεγαν «πειραγμένη» πίσω από την πλάτη της κι εκείνος, απηυδισμένος, κούνησε το κεφάλι του κι άρχισε να μουρμουράει πως η βαφτισιμιά του δεν θα έβαζε ποτέ μυαλό.
«Βρε κούκλα μου, γιατί κάθεσαι και σκαλίζεις πράγματα που δεν σε αφορούν; Ναι, κι εμένα μ’ ένοιαζε, κάποτε, να μάθω τι λένε πίσω από την πλάτη μου για μένα, αλλά τι σημασία έχει; Έχει κάποια αξία, για εσένα, το τι πιστεύει ο κάθε άσχετος; Άσε που, είμαι σίγουρος πως, όλα αυτά τα έμαθες με κάποιο τρόπο που ούτε νόμιμος είναι, ούτε και ηθικός».
«Ρε νονέ…»
«’Νταξει, σε λένε πειραγμένη. Για να πούμε του στραβού το δίκιο, είσαι πειραγμένη. Κι εμένα με έλεγαν δειλό κάποτε και άρπαζα και έπαιζα μπουνιές και κλωτσιές. Και; Κατάφερα τίποτα;»
«Προφανώς και όχι».
«Προφανώς και το πρόβλημά σου δεν είναι το ότι κάποιοι σου κόλλησαν ένα παρατσούκλι και άσε τα σάπια σ’ εμένα μικρή γιατί δεν περνάνε. Έχω κόρη στην ηλικία σου αν το έχεις ξεχάσει!»
«Αυτό είναι το πρόβλημά μου!» επέμεινε η Γκάμπι.
«Για έλα εδώ μικρή…» της είπε ο νονός της κι αφού την είδε απρόθυμη να κουνηθεί πήγε και στάθηκε από πάνω της. «Τσιγάρο και φτηνό αντρικό άρωμα. Μπα. Aftershave είναι. Μπα…»
«Έλα, αποσμητικό είναι!» του φώναξε ενώ τον έσπρωχνε για να φύγει από πάνω της. Γέλασε μαζί της. «Στο είπα από την αρχή» είπε μέσα στο χαχανητό του και η Γκάμπι εκνευρίστηκε. Δεν πρόλαβε να μιλήσει. Άνοιξε το στόμα ο νονός της. «Πενήντα ευρώ στοίχημα ότι είναι ο πιτσιρικάς που ήταν στο σπίτι τις προάλλες, ότι σε είχε αγκαλιά χθες και ότι δεν έχεις αλλάξει καν ρούχα. Πάει;»
«Όχι» μουρμούρισε θυμωμένα εκείνη.
«Ψιτ, μαφίες; Και εσένα και την κόρη μου σας ξέρω απ’ έξω κι ανακατωτά. Τι έγινε; Δειλός ο νεαρός;» ρώτησε κι ύστερα χαμογέλασε. «Μπα. Μπερδεμένος. Ίσως και φοβισμένος με τους τρόπους σου. Επιβλητική, περίεργη, πειραγμένη. Κόβω το κεφάλι μου…»
«Άσε, θέλει άλλη» τον διέκοψε.
«Γιατί όχι εσένα;»
«Γιατί είμαστε φίλοι».
«Είστε;»
«Έτσι λέμε».
«Ωραία. Εγώ δεν πρόκειται να βγάλω κανένα φίδι από καμία τρύπα. Είσαι…» είπε κι ύστερα σώπασε. Θυμήθηκε κάποια λόγια από το δικό του παρελθόν. Κάγχασε. Μουρμούρισε κάτι ακατάληπτο πριν στραφεί στην Γκάμπι. «Μην περιμένεις τα πράγματα να γίνουν όπως τα θέλεις χωρίς να κουνήσεις το δάχτυλό σου. Κυνήγησέ τα και πάρε ρίσκα».
Όταν γύρισε σπίτι της ένιωθε σα να έπεφταν πάνω της οι τοίχοι. Παράτησε την τσάντα στο σαλόνι και ξαναβγήκε έξω. Καβάλησε το ποδήλατο κι άρχισε να γυρνάει την παγωμένη πόλη. Ανακάλυψε δρόμους που δεν είχε ξαναδεί, σπίτια που δεν ήξερε ότι υπάρχουν και φάτσες παράταιρες που δεν ταίριαζαν με το περιβάλλον τους. Κουρασμένη και παγωμένη γύρισε στο σπίτι λίγο πριν τα μεσάνυχτα. Έπεσε στο κρεβάτι με τα ρούχα και αποκοιμήθηκε. Δεν άκουσε το ξυπνητήρι της ποτέ.
Είχε μεσημεριάσει όταν άνοιξε τα μάτια της και ψηνόταν στον πυρετό. «Κομμάτια…» μουρμούρισε πριν πιάσει με κόπο το κινητό στα χέρια της. Αγνόησε όλα τα μηνύματα που της είχαν έρθει, έπιασε το άλλο μαξιλάρι, εκείνο που μύριζε τσιγάρο και αποσμητικό, έβαλε πάνω το κεφάλι της, χαμογέλασε κι αποκοιμήθηκε ξανά.
Αργά το απόγευμα κατάφερε να μαζέψει το κουφάρι της και να συρθεί μέχρι την κουζίνα. Έφτιαξε κάτι να πιεί, ντύθηκε όσο πιο χοντρά μπορούσε για να μην κρυώνει κι ύστερα κάθισε στον υπολογιστή. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό της ότι δεν θα σκάλιζε την ζωή του Παντελή όσο κι αν την έτρωγε, μα εκείνη την μέρα δεν ήταν διατεθειμένη να κρατήσει την υπόσχεσή της. Έπεσε το μάτι της στο τασάκι που υπήρχε στο μπαλκόνι κι ένιωσε ένα πρωτόγνωρο αίσθημα να την κυριεύει. Παραπλήσιο της νοσταλγίας αλλά όχι ακριβώς το ίδιο. Έβαλε ένα κομμάτι να παίζει σε επανάληψη κι άρχισε να χτυπάει απαλά τα πλήκτρα στο πληκτρολόγιο.
«Ψήνεσαι…» άκουσε μια φωνή μέσα στον ύπνο της. Προσπάθησε να ανοίξει τα μάτια αλλά δεν το κατάφερε. Δεν ήξερε αν ήταν πρωί, μεσημέρι ή βράδυ. Κρύωνε απίστευτα. «Σήκω να σε πάρω σπίτι» συνέχισε εκείνη η φωνή, μα η Γκάμπι δεν είχε κουράγιο να κάνει τίποτα. Ένιωσε πως κάποιος την πήρε στην αγκαλιά του, άκουσε τον ήχο του ασανσέρ και την περίεργη μουσική που κάλυπτε τον θόρυβο ενός κινητήρα αυτοκινήτου. Μέχρι εκεί δούλευαν οι αισθήσεις της. Μέχρι την στιγμή που ένιωσε κάτι βαρύ να την σκεπάζει.
Μπερδεμένα και ενοχικά ήταν τα όνειρα που είδε, εικόνες που δεν ήθελε να θυμάται ερχόντουσαν ξανά και ξανά για να την στοιχειώσουν. Πάντοτε υπήρχε ένας φύλακας άγγελος σε μια γωνιά του πλάνου μα εκείνη δεν ζητούσε ποτέ την βοήθειά του. Πετάχτηκε λουσμένη στον ιδρώτα από το κρεβάτι γύρω στις έξι το χάραμα και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Ένα λεπτό στρώμα χιονιού είχε καλύψει τους φανοστάτες και τα κλαδιά των δέντρων. Έτριψε τα μάτια της και προσπάθησε να καταλάβει αν έβλεπε ακόμη ένα όνειρο. Άναψε ένα πορτατίφ που υπήρχε στο κομοδίνο. Κοίταξε για μερικές στιγμές το δωμάτιο. Αποφάνθηκε ότι το ήξερε. Κατάλαβε πώς βρέθηκε εκεί.
Βγήκε από το δωμάτιο και κοίταξε στον κάτω όροφο του σπιτιού. Ένα φως ερχόταν από την κουζίνα. Κατέβηκε την ξύλινη σκάλα που έτριζε και πήγε να πιεί νερό. Είδε τον νονό της να κάθεται μπροστά από το λάπτοπ του και να γράφει. «Μπα; Ξύπνησες;» την ρώτησε χωρίς να πάρει τα μάτια του από την οθόνη.
«Τσου» έκανε η Γκάμπι.
«Το ρημαδοτηλέφωνο το έχεις μόνο για να μπαίνεις στο ίντερνετ;»
«Μην μ’ αρχίζεις…» έκανε μα άφησε την πρότασή της εκεί όταν την κεραύνωσε με το βλέμμα του ο νονός της. «Κάτσε» της είπε κοφτά.
«Αν θεωρείς ότι περνάς δύσκολα, ρώτα όσους είναι γύρω σου τι περνάνε. Βάλε το μυαλό σου να δουλέψει. Γύρνα τις ιστορίες τους απ’ όλες τις πλευρές. Συνειδητοποιήσου, Γαβριέλα. Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν περάσει πολύ πιο δύσκολα από εσένα και δεν είχαν κανένα απολύτως στήριγμα. Μην τους κλωτσάς όλους. Πολλές φορές τα στηρίγματά μας γίνονται πολέμιοι γιατί αντιδρούν στις συμπεριφορές μας. Και να σου πω και κάτι; Στην θέση σου δεν θα μιλούσα στον πατέρα μου. Όχι πως του μιλάω δηλαδή. Η μάνα σου, όμως, δεν φταίει σε τίποτα. Μην την πετάς στην απ’ έξω. Μπήκα στην μέση για να την πείσω να μην γυρίσεις στο χωριό, να μείνεις εδώ, μαζί μας, να ζήσεις μόνη σου στο σπίτι σου. Με αυτή σου την συμπεριφορά· το να θεωρείς εαυτόν υπεράνθρωπο ή θεό· καταφέρνεις να χάσεις την δική μου εμπιστοσύνη. Ένα ρημαδοτηλέφωνο δεν μπορούσες να με πάρεις και να μου πεις πως δεν είσαι καλά;»
«Λάθος μου» μουρμούρισε η Γκάμπι.
«Θεωρείς σωστό το να μην σηκώνεις τηλέφωνα, να μην απαντάς σε μηνύματα, να είσαι χαμένη ενώ συμβαίνει κάτι και να μην θέλεις να το μοιραστείς με κανένα;»
«Τσου»
«Θεωρείς σωστό το ότι πρέπει να γίνεται πάντοτε αυτό που θέλεις εσύ και να κάνεις τα πάντα με τον δικό σου τρόπο χωρίς να σε νοιάζει αν είναι σωστός, αν θα πληγώσει ανθρώπους, αν οτιδήποτε;»
«Τσου»
«Μαζί με την γνώση, είχε πει μια παλιά μου φίλη, έρχεται και κάτι που λέγεται ευθύνη, Γαβριέλα. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την εξυπνάδα σου ή τις δεξιότητές σου. Είσαι άνθρωπος και αυτό δεν αλλάξει. Εμένα μου πήρε πολλά χρόνια για να το συνειδητοποιήσω. Μην μπεις σ’ αυτό το μονοπάτι. Είναι εξαιρετικά επώδυνο και επικίνδυνο».
Αναστέναξε η Γκάμπι και κοίταξε τον νονό της στα μάτια. Ήθελε να πει πολλά μα δεν ήξερε από πού έπρεπε να αρχίσει. «Οι άνθρωποι χάνουν τα προνόμιά τους όταν δεν σου συμπεριφέρονται σωστά» μουρμούρισε κι εκείνος της έκλεισε το μάτι.
«Ο πιτσιρικάς, μικρή μου, δεν πρόκειται να καλύψει αυτό το κενό. Μπορεί να αναλάβει κάποιο άλλο ρόλο, ναι, σ’ αυτό θα συμφωνήσω, αλλά το κενό που νιώθεις ούτε μπορεί, ούτε πρέπει να το καλύψει. Τι έγινε;»
«Δεν έχει σημασία…»
«Αφού δεν έχει σημασία, σταμάτα να ασχολείσαι».
«Καλά…» απάντησε η Γκάμπι, πριν αποσυρθεί και αφήσει τον νονό της να συνεχίσει ό,τι έκανε.
Η Γκάμπι επέστρεψε στο σχολείο όταν ανάρρωσε και βρέθηκε να κάθεται μόνη της. Ο Παντελής είχε γυρίσει στο παλιό του θρανίο και στην παλιά του παρέα. Της έριχνε κλεφτές ματιές μέσα στο μάθημα αλλά εκείνη έκανε πως δεν δίνει σημασία. Έτσι πέρασε η μέρα τους κι όταν ήρθε το σχόλασμα, η Γκάμπι έφυγε πρώτη, σχεδόν τρέχοντας, από την αίθουσα. Την πρόλαβε την στιγμή που ξεκλείδωνε το ποδήλατό της και την έπιασε απ’ το χέρι. Έχασε δυο χτύπους η καρδιά της. «Μπορείς να μου εξηγήσεις…»
«Όχι. Δεν μπορώ» τον διέκοψε νευριασμένα.
«Είχα την εντύπωση πως είμαστε φίλοι».
«Άσε το χέρι μου» αγρίεψε εκείνη.
«Τσου».
«Τι θες ρε φίλε; Θες να μανουριάσουμε;»
«Έλα ρε Παντελάκο! Άστο μωρέ το πειραγμένο να φύγει!» φώναξε η Βίβιαν που μαζί με την παρέα του Παντελή κοίταζαν από απόσταση την σκηνή. Θόλωσε η Γκάμπι και τράβηξε το χέρι της απότομα. Γύρισε προς το μέρος της παρέας του. Μουρμούρισε σε κάποια ακαταλαβίστικη γλώσσα. Την βούτηξε από πίσω ο Παντελής για να μην αρχίσει καυγά κι εκείνη ξέσπασε πάνω του. «Άφησέ το. Πάμε» της ψιθύρισε ήρεμα κι ύστερα την τράβηξε μαζί του. Έστριψαν στο πρώτο στενό που αντάμωσαν και περπάτησαν αγκαλιά. Χώθηκαν στα σοκάκια μέχρι που έφτασαν στην παλιά οικοδομή που ‘χε από χρόνια μείνει μισή. Κάθισαν σε μια παλέτα με σακιά τσιμέντου που ‘χαν πετρώσει από την υγρασία τόσων χρόνων και παρέμειναν αμίλητοι για ώρα. Μέχρι που άναψε τσιγάρο ο Παντελής και η Γκάμπι του ζήτησε ένα.
«Τι σ’ έχει πιάσει;»
«Δεν ξέρω» μουρμούρισε η Γκάμπι κι ύστερα ρούφηξε το τσιγάρο, πνίγηκε κι άρχισε να βήχει δυνατά. Δάκρυσε. Γύρισε και τον κοίταξε με το ένα μάτι κλειστό και το άλλο κατακόκκινο. «Τι γελάς ρε βλάκα;» του είπε πνιχτά όταν τον είδε να χαμογελάει.
«Μου έλειψες»
«Φίλοι ρε;»
«Φίλοι» της απάντησε κι εκείνη σχεδόν ξάπλωσε πάνω του. «Θα μου περάσει» του είπε ψιθυριστά. «Όλα περνάνε» συνέχισε ενώ είχε κολλήσει το βλέμμα της σε μια στοίβα με σπασμένα τούβλα.
[2]
Με κακό προαίσθημα ξάπλωσε στο κρεβάτι η Γκάμπι εκείνο το βράδυ. Στριφογυρνούσε και δεν την έπαιρνε ο ύπνος με τίποτα. Ήταν μελαγχολικές οι τελευταίες μέρες του Μαΐου με τον άστατο καιρό και τις κρύες νύχτες. Άνοιγε τα μάτια της κάθε λίγο και λιγάκι και κοίταζε το κινητό της. Πήγε δώδεκα κι ύστερα μία. Η τελευταία φορά που κοίταξε το κινητό της ήταν στις μία και τριάντα τρία. Ύστερα την ξύπνησε το κουδούνι. Κοφτός ο χτύπος του. Πετάχτηκε πάνω και έτρεξε στο σαλόνι. Κοίταξε απ’ το μάτι της πόρτας και είδε τον Παντελή με ένα σβηστό τσιγάρο σφηνωμένο στο στόμα να τρέμει ολόκληρος.
«Δεν είχα που να πάω» απολογήθηκε κοιτάζοντας τα μάρμαρα του διαδρόμου. Το τράβηξε μέσα στο σπίτι η Γκάμπι και έκλεισε την πόρτα πίσω της. «Είσαι καλά ρε;» ρώτησε νυσταγμένα κι εκείνος κούνησε το κεφάλι του. «Δεν πήγε καλά» συνέχισε τις ερωτήσεις καθώς τον έσερνε στο δωμάτιο. Αναστέναξε ο Παντελής. «Καλά; Χειρότερα δεν νομίζω να πήγαινε» της είπε όταν κάθισε στην καρέκλα.
«Θες να το συζητήσουμε;» χασμουρήθηκε η Γκάμπι που ξάπλωσε κι είχε ήδη πιάσει το κινητό στα χέρια της. Δύο και δεκαεφτά έγραφε.
«Όχι» της απάντησε κι ύστερα βγήκε στο μπαλκόνι κι άναψε το τσιγάρο του.
«Παρέα θέλεις, βλαμμένε κολλητέ μου;»
«Θέλω;»
«Και να μην θέλεις, εγώ θα σου φορτωθώ» κάγχασε η Γκάμπι. Έριξε κάτι πάνω της και πήγε και στάθηκε δίπλα του. Μια κοψιά ήταν κι όμως έδειχναν τόσο αταίριαστη. Εκείνη με μια φόρμα, ένα παλιό μπλουζάκι που ‘χε γίνει πιτζάμα και μια ζακέτα, εκείνος με πουκάμισο και τζιν, ρεμβαζαν για ώρα πριν αποφασίσει ο Παντελής να πετάξει την γόπα στο κενό. «Τέλος…» ψιθύρισε κι έπειτα έπιασε την καρέκλα και άπλωσε τα πόδια του στα κάγκελα.
«Τι τέλος;» απόρησε η Γκάμπι.
«Με την Βίβιαν».
«Την χώρισες;»
«Άστο ρε πειραγμένο. Άστο. Με χάλασε πολύ, δεν θέλω να χαλαστώ κι άλλο».
Παρέμειναν σιωπηλοί για ώρα, μέχρι που κρύωσαν και οι δύο και αποφάσισαν να καθίσουν στο δωμάτιο. Έπιασε η Γκάμπι την καρέκλα της κι ο Παντελής το κρεβάτι. Έγειρε στο μαξιλάρι και έκλεισε τα μάτια του. «Βλαμμένε» μουρμούρισε η Γκάμπι χαμογελώντας. Πάτησε μερικά πλήκτρα για να βάλει μουσική και να ανάψει τις οθόνες της ώστε να έχει ένα αμυδρό ημίφως το δωμάτιο. Έκλεισε το πατζούρι για να μην μπει φως το πρωί και τους ξυπνήσει. Του έβγαλε τα παπούτσια και ανέβασε τα πόδια του στο κρεβάτι. Χώθηκε κάτω απ’ τα σκεπάσματα, τον σκέπασε, τον αγκάλιασε και έκλεισε κι εκείνη τα μάτια της.
Το μυαλό του Παντελή υπολειτουργούσε όταν ξύπνησαν οι αισθήσεις του. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν όλες εκείνες οι εικόνες που είχε δει και οι λέξεις που τον πλήγωναν πλάστηκαν σε κάποιο όνειρο ή ήταν πραγματικά βιώματα. Γύρισε το κεφάλι του και τα χείλη του ακούμπησαν σε κάτι. «Εφιάλτης» σκέφτηκε πριν δώσει ένα απαλό φιλί. Ένιωσε ένα χέρι να του χαϊδεύει το μάγουλο. «Definitely εφιάλτης» συνέχισε τον συλλογισμό του. Έψαξε στα τυφλά με τα χείλη του. Ανέβηκε προς τα πάνω φιλώντας εκείνο το δέρμα που μύριζε σαν φρεσκοκομμένη κανέλα. Ένιωσε μια καρδιά να χτυπάει πάρα πολύ δυνατά μα δεν ήταν η δική του. Άκουσε την βαθιά ανάσα κι ύστερα ήρθε εκείνη η φράση που θα τον επανέφερε στην πραγματικότητα. «Želim te…»
Το σφίξιμο στο στήθος του Παντελή ήρθε πριν προλάβει να ανοίξει τα μάτια του. Ένιωσε τον σφυγμό του να τρέχει και τα σωθικά του να χτυπάνε τόσο δυνατά που κάποια στιγμή πίστεψε πως θα ανατιναζόταν. Τινάχτηκε όρθιος. «Γκάμπι, sorry, sorry, sorry, ρε φίλε, ειλικρινά δεν το έκανα επίτηδες…» άρχισε να λέει ο Παντελής μέσα στην ταραχή του.
«Δεν…» έκανε η Γκάμπι χαμογελαστά.
«… νόμιζα πως είσαι η Βίβιαν…»
Πικράθηκε και νευρίασε η Γκάμπι. Ήθελε να του πει πως δεν την πείραζε και να τον τραβήξει πάνω της αλλά εκείνη την στιγμή κάτι έσπασε μέσα της. «Δεν γαμιέσαι ρε Παντέλο;» του φώναξε πετώντας του το μαξιλάρι.
«Έχεις δίκιο. Ό,τι κι αν πεις έχεις δίκιο…» τραύλισε.
«Jebi se!» ούρλιαξε η Γκάμπι ενώ ο Παντελής βούταγε τα παπούτσια του απ’ τα πάτωμα. Έφυγε απ’ το σπίτι βιαστικά και η Γκάμπι έμεινε μόνη στο κρεβάτι με μια όψη που είχε παραμορφωθεί απ’ την οργή. Μια όψη που άλλαζε καθώς οι ώρες περνούσαν και γινόταν ολοένα και πιο απόμακρη. Ολοένα και πιο παγερή. Μια όψη που κράτησε μέχρι το πρωί της Δευτέρας και δεν την άλλαξε όταν είδε τον Παντελή να μπαίνει στο προαύλιο.
Κατάλαβε απ’ τον τρόπο που τον κοίταζε πως ήταν ακόμη θυμωμένη μαζί του κι αναστέναξε. Πήγε προς το μέρος της αλλά κάπου στα μισά της διαδρομή άλλαξε γνώμη. Έκανε μεταβολή και το έκοψε για την παρέα του που στεκόντουσαν στο ίδιο σημείο όπως πάντοτε. Τους παρατηρούσε η Γκάμπι. Κάτι του είπαν κι ύστερα γέλασαν. Την παραξένεψε που δεν γέλασε κι εκείνος μαζί τους. Κάποιος τον έσπρωξε κι ο Παντελής τους παράτησε κι έφυγε. Ξεκίνησαν όλοι μαζί να κακαρίζουν σαν κότες. Τον είδε η Γκάμπι να βγαίνει στον δρόμο και να τρέχει. Τότε μόνο κατάλαβε πως είχε γίνει κάτι σοβαρό. Κάρφωσε την Βίβιαν με τα μάτια της κι όταν εκείνη την κοίταξε της έκανε μια άσεμνη χειρονομία.
Καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα μέχρι να χτυπήσει το τελευταίο κουδούνι και να φύγει για το σπίτι της. Στον Παντελή ήθελε και δεν ήθελε να μιλήσει. Μπερδευόταν συχνά – πυκνά μ’ εκείνο το θέμα. Είχε βεβαιωθεί πως τον αγαπούσε αλλά δεν ήξερε πώς. Εκεί που έπαιρνε την απόφαση πως τον αγαπούσε σαν φίλο, κάτι άλλαζε μέσα της και δεν το δεχόταν. Την πείραξε που τα έμπλεξε με την Βίβιαν αλλά δεν του το είπε ποτέ κυρίως γιατί δεν ήξερε αν την πείραζε η σχέση καθεαυτή ή το άτομο. «Πάλι βλακείες σκέφτεσαι! Δουλειά!» μάλωσε τον εαυτό της όταν μπήκε στο σπίτι και στρώθηκε κατ’ ευθείαν στον υπολογιστή. Είχε σχέδιο η Γκάμπι. Ένα σχέδιο που είχε υφάνει από την αρχή της σχέσης σαν δίχτυ ασφαλείας για τέτοιες περιπτώσεις.
Δεν ήξερε τι προσπαθούσε να αποδείξει στον εαυτό της τόσους μήνες που μιλούσε με την Βίβιαν σαν κάποιος άλλος, σαν ένας φραγκάτος τύπος που της έκανε καμάκι κι εκείνη αντιστεκόταν όποτε ήθελε να αντισταθεί. Ούτε ήξερε αν είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη της, αν ήθελε να την ρεζιλέψει ή αν ήθελε να μάθει τι έγινε. Αυτό που ήξερε ήταν ότι είχε νευριάσει πάρα πολύ με την όλη κατάσταση. Πρώτα είδε ένα άτομο που θεωρούσε κολλητό της φίλο κομμάτια κι έπειτα μια παρέα να στρέφεται εναντίον του και να τον δουλεύει.
«Καιρό έχουμε να τα πούμε» έγραψε η Βίβιαν και το έστειλε σ’ εκείνον τον μυστήριο τύπο που μιλούσε το τελευταίο διάστημα κρυφά απ’ τον Παντελή. Χαμογέλασε μοχθηρά η Γκάμπι όταν το διάβασε. «Indeed. Χάθηκες» της απάντησε βιαστικά.
«Είχα θέματα».
«Με τον φλώρο σου;»
«Άσε, μην μου τον θυμίζεις»
«Μπα; Χωρίσαμε;»
«Γιατί είχαμε τίποτα;»
«Τόσο καιρό τι κάνατε; Τις κουμπάρες παίζατε;» έστειλε η Γκάμπι κι ύστερα κάθισε αναπαυτικά στην καρέκλα της. «Έλα, τούβλο, απάντα να σε δω» μουρμούρισε κι ετοιμάστηκε να χοντρύνει την κουβέντα.
Δύο ώρες αργότερα κατάφερε και έκλεισε ραντεβού με την Βίβιαν για το ίδιο βράδυ στις εννιά. Την έπεισε μέχρι και να στείλει φωτογραφίες· «μάπα εσώρουχα φοράς καριολάκι» σχολίασε χαιρέκακα όταν έλαβε την πρώτη selfie. Το σχέδιο πήγαινε καλά μέχρι εκείνο το σημείο. Όμως, χωρίς να μάθει τι ακριβώς έγινε με τον Παντελή και την παρέα του δεν μπορούσε να το προχωρήσει. Αποφάσισε να ρίξει τα μούτρα της και να τον πάρει τηλέφωνο. «Για να μάθει τι έγινε» παραμύθιασε τον εαυτό της ενώ δεν ήθελε να παραδεχτεί πως την έτρωγε το είναι της να ζητήσει μια συγνώμη για την συμπεριφορά της.
«Έγινε κάτι. Να σε πάρω τηλέφωνο;» του έστειλε στο κινητό. Δευτερόλεπτα αργότερα την πήρε τηλέφωνο εκείνος. «Βρίσε με κι εσύ να ξεμπερδεύουμε» της είπε μ’ ένα παράξενο τόνο, απόκοσμο, θλιμμένο.
«Συγνώμη ρε Παντέλο για τις προάλλες, φρίκαρα» απολογήθηκε η Γκάμπι που δεν βρήκε το κουράγιο να του μιλήσει.
«Τι έγινε;»
«Αυτό πήρα να μάθω. Τι έγινε το πρωί με τα παιδιά;»
«Τίποτα… Μαλακίες… Έκοψα και μ’ αυτούς».
«Τους είπε τίποτα το χαζογκομενάκι;»
«Γιατί το σκαλίζεις;»
«Γιατί νοιάζομαι και γιατί είμαι περίεργη. Και γιατί είμαι πειραγμένο. Λέγε!»
Τον έπιασε λογοδιάρροια τον Παντελή που άρχισε να λέει όλα όσα δεν της είχε πει τόσο καιρό. Χτυπούσαν τα νεύρα της Γκάμπι με την συμπεριφορά της Βίβιαν. «Θα στην φτιάξω μάγκα» σκέφτηκε η Γκάμπι πριν κλείσει το τηλέφωνο. Βγήκε και βόλταρε για λίγο στην ηλιόλουστη πόλη περιμένοντας να σουρουπώσει για να πάει στο ραντεβού που είχε κλείσει.
Έφτασε νωρίτερα και περίμενε στην απόσταση μέχρι που είχε την Βίβιαν να πλησιάζει στο παγκάκι που έδωσαν ραντεβού. Καβάλησε γελώντας το ποδήλατό της και πήγε προς το μέρος της. Έβγαλε το κινητό απ’ την τσέπη της και χαμογέλασε στην Βίβιαν που την κοίταζε με απορία. «Τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται» της είπε ενώ έκανε πως έψαχνε κάτι. Της έδειξε την φωτογραφία. Εκείνη που η Βίβιαν είχε στείλει πριν μερικές ώρες σε κάποιον που πίστευε πως την φλέρταρε. «Λοιπόν, χαζοβιόλα, έχω την προσοχή σου τώρα;» ρώτησε η Γκάμπι κι ύστερα κάθισε δίπλα της.
«Που… Που…»
«Άσε που την βρήκα. Έχω βρει κι άλλες» την έκοψε η Γκάμπι και χαμογέλασε αυτάρεσκα όταν την είδε να λουφάζει. «Δεν ξέρω τι θα κάνεις και πως θα το κάνεις, αλλά θα σταματήσεις να διαδίδεις φήμες για το φιλαράκι μου και θα πάρεις πίσω όλα όσα έχεις πει μέχρι τώρα. Έχω ήδη θυμώσει και… δεν νομίζω να θες να σε δει όλο το σχολείο με λαχανί σουτιέν».
«Με… απειλείς;» είπε ασθμαίνοντας η σαστισμένη Βίβιαν.
«Όχι, κούκλα μου, ήρθα εδώ για να δω την φάτσα σου! Έχεις μια βδομάδα διορία. Εγώ δεν είμαι Παντέλος που σκύβει το κεφάλι και δεν περνάει ποτέ στην αντεπίθεση. Θα σε βγάλω σέξι κολάζ σε σέξι πόζες και θα γελάει το σύμπαν ολόκληρο με την πάρτη σου» αγρίεψε η Γκάμπι.
«Αυτό είναι cyber bullying!» της απάντησε η Βίβιαν και η Γκάμπι έβαλε τα γέλια. «Αυτό που πάς και πιάνεις την παρέα του πρώην σου και τον ρεζιλεύεις λέγοντας πως είναι μικροτσούτσουνος, ανίκανος, και μισός άντρας πως το λένε κουκλίτσα;» της γύρισε η Γκάμπι με τόση οργή που σχεδόν έφυσε τις λέξεις.
«Τον θες για πάρτη σου γι αυτό τα κάνεις όλα αυτά;»
«Ναι! Γιατί; Έχεις κανένα πρόβλημα;»
«Χάρισμά σου ο μικροτσούτσουνος!» απάντησε μανιασμένα η Βίβιαν πριν φύγει βιαστικά. «Χαμός σε τρία…» μουρμούρισε η Γκάμπι που σκάλιζε το κινητό της. «δύο…» συνέχισε κι ύστερα το άκουσε να χτυπάει. «Έλα ρε βλαμμένε» είπε όσο πιο ήρεμα μπορούσε στο τηλέφωνο κι ο Παντελής έβαλε τα γέλια. «Είσαι σπίτι, χτυπημένο, να περάσω;» την ρώτησε.
«Σε είκοσι λεπτά» του είπε βιαστικά πριν κλείσει το τηλέφωνο και συνειδητοποιήσει τα λόγια της. «Τι είκοσι λεπτά, τι να προλάβω σε είκοσι λεπτά; Συγκεντρώσου Γκάμπι» μάλωσε τον εαυτό της πριν καβαλήσει το ποδήλατο και αρχίσει να τρέχει μέσα στην γεμάτη από κόσμο και αυτοκίνητα πόλη.
«Γαμώτο σου!» ψιθύρισε στο είδωλό της όταν άκουσε το κουδούνι. «Σκατά είσαι Γκάμπι, τράβα άνοιξε τώρα!» της απάντησε ο καθρέφτης. Άνοιξε την πόρτα και είδε τον Παντελή να κουνάει θλιμμένα το κεφάλι του. «Χάλια ρε;» τον ρώτησε ενώ του έκανε νόημα να μπει στο σπίτι.
«Δεν ξέρω. Δεν το περίμενα. Δεν πίστευα πως ο κόσμος μπορεί να γίνει τόσο κακός» της απάντησε ενώ πήγαινε προς την κουζίνα.
«Τι έφερες;»
«Μπύρες».
«Πολύ χάλια δηλαδή»
«Οικτρά που θα έλεγε κι ο φιλόλογος»
«Οδυνηρά» μουρμούρισε γελώντας η Γκάμπι.
«Βεράντα;»
«Be my guest».
«Doom?»
«Doom και μπύρες; Για να χαλαστούμε ήρθες;»
«Για να χαλαστώ».
Γύριζε δικαιολογίες η Γκάμπι στο μυαλό της για να βρει λίγο χρόνο και να σουλουπωθεί αλλά καμία δεν της καθόταν καλά στα αυτιά. Έβλεπε με το μάτι της φαντασίας της τις πιθανές εξελίξεις που θα μπορούσε να έχει εκείνο το βράδυ. Όλες τις άρεσαν, όλες την φόβιζαν, για όλες έπρεπε να ρισκάρει μα ήξερε πως καμία απ’ αυτές δεν θα πραγματοποιούνταν.
«Τι λες;» την ρώτησε ο Παντελής όταν την είδε να τον κοιτάζει νωχελικά.
«Λέω να πας να βάλεις μουσική, να αράξεις και να μου δώσεις λίγη ώρα να κάνω μπάνιο γιατί την έβγαλα όλη μέρα με το ποδήλατο και κολλάω και δεν με αντέχω» του απάντησε σαστισμένα η Γκάμπι που επέστρεψε απότομα στην πραγματικότητα.
«Να κάνεις» της είπε γαλήνια ο Παντελής πριν χωθεί στο δωμάτιο και καθίσει στον υπολογιστή. Έβαλε μουσική κι ύστερα βούτηξε δυο μπύρες από το ψυγείο. Βγήκε στο μπαλκόνι, άνοιξε την μπύρα, άναψε τσιγάρο, έβαλε τα πόδια του στα κάγκελα και προσπάθησε να καθαρίσει το μυαλό του από όλα όσα τον παίδευαν. Ύστερα άνοιξε και την δεύτερη. Γύρισε και κοίταξε στο δωμάτιο. Η Γκάμπι ήταν άφαντη. Είχαν περάσει σαράντα λεπτά κι εκείνη ήταν ακόμη στο μπάνιο. «Ας φέρω άλλες δύο» μουρμούρισε κι έφυγε για την κουζίνα. Γύρισε στο μπαλκόνι. Άραξε ξανά. Έβαλε τις σκέψεις του σε σειρά.
«Άρχισες μόνος σου, βλαμμένε;» ρώτησε η Γκάμπι μόλις βγήκε στο μπαλκόνι. Χαμογέλασε ο Παντελής μα δεν απάντησε.
«Άργησα;»
«Καμιά ώρα;»
«Ε, ρε φίλε, μέχρι να πλυθώ, να λουστώ, να ξυριστώ, να…»
«Έλεος ρε πειραγμένο!»
«Να ντυθώ ρε! Τι περίμενες ότι θα έλεγα;»
«Τίποτα. Έφερα μπύρα και για σένα» της απάντησε ήρεμα.
«Για λέγε… Για ποιον χαλιόμαστε σήμερα;»
«Οι δικοί μου πάνε για διαζύγιο. Το έμαθα σήμερα το πρωί, με το καλημέρα και το πρωινό» μουρμούρισε αναστενάζοντας ο Παντελής.
«Καλωσόρισες στον δικό μου κόσμο» απάντησε η Γκάμπι ανοίγοντας την μπύρα της.
«Εντάξει… Κοίτα… Ποτέ δεν ήμασταν οικογένεια με ολόκληρη την σημασία της λέξης. Από τότε που έφυγε ο αδερφός μου απ’ το σπίτι, χειροτερεύουν μέρα με την μέρα…»
«Σου ‘χω πει για τον πατέρα μου;» τον διέκοψε η Γκάμπι.
«Τσου. Μου ‘χες πει κάποτε πως είναι ένα καμένο τραπουλόχαρτο».
«Είχε περιουσία ο μπαμπάς. Χάλαγε και χάλαγε. Δεν έχει δουλέψει ούτε μία μέρα στην ζωή του. Πάντα έτρωγε τα έτοιμα κι άλλαζε τις γκόμενες σαν τα πουκάμισα. Έκανε αμέτρητες μαλακίες, με πρώτη και καλύτερη το να παντρευτεί την μάνα μου εντελώς παρορμητικά επειδή δεν είχε τίποτα καλύτερο να κάνει εκείνη την περίοδο. Σκεφτόταν μπροστά ο Βαγγέλης. Ήθελε να φύγει απ’ την χώρα, να παντρευτεί, να γλυτώσει τον στρατό… Πολλά. Μέχρι τα τριάντα κάτι τους ζούσανε σαν φοιτητές. Η μάνα μου τελείωσε την σχολή κι ύστερα έγινε νοικοκυρά, ο πατέρας μου νοικοκύρης. Αυτό έδειχναν…»
«Go on» μουρμούρισε ο Παντελής που την άκουγε προσεκτικά ακόμη κι αν είχε στραμμένο το βλέμμα του στην απεραντοσύνη του νυχτερινού ουρανού.
«Τόσα ξέραμε…» είπε η Γκάμπι αναστενάζοντας. «Ήρθε ένα πρωί μια κυρία απ’ το σπίτι. Δευτέρα πρωί στις εφτά και κάτι. Δεν πρόκειται ποτέ να την ξεχάσω αυτή την γυναίκα. Κοντή, ντυμένη στα λευκά, πράσινα μάτια, κατακόκκινη αλογοουρά που έφτανε μέχρι τον κώλο. Θα ‘ταν κανένα σαραντάρι. Έδωσε έναν φάκελο στην μάνα μου κι εξαφανίστηκε. Έτρωγα στην κουζίνα στο παλιό το σπίτι. Εκείνη την μέρα μάθαμε πως μέχρι και το σπίτι που ζούσαμε ήταν πουλημένο, πως ο πατέρας μου είχε τινάξει μια περιουσία στον αέρα για να βγάζει γούστα. Για να χαρτοπαίζει και να τα τρώει με τις γκόμενες. Μας πήρε η μάνα μου και γυρίσαμε στην Ελλάδα. Εμένα και την αδερφή μου. Στην έχω δείξει ποτέ την μικρή; Ζιζάνιο σκέτο…»
«Τόσο καλά;» ρώτησε με ειρωνεία ο Παντελής και η Γκάμπι κάγχασε.
«Χειρότερα. Είχε μπλέξει ο πατέρας μου με την γυναίκα του νονού μου. Την πρώην γυναίκα του. Τους έπιασε μια φορά στα πράσα αλλά δεν είπε τίποτα. Οι φίλοι του μπαμπά έλεγαν πως ο φευγάτος ούτε συγχωρεί, ούτε ξεχνάει. Μαλακίες. Δίνει ευκαιρίες κι όταν τις εξαντλήσει, περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να χτυπήσει. Αυτός ο άνθρωπος είναι απίστευτος. Βλαμμένος σαν εσένα. Φτάσαμε σ’ ένα σημείο που πραγματικά δεν είχαμε να φάμε. Που μας κυνηγούσαν τοκογλύφοι. Είχε βουλιάξει τόσο βαθιά στα χρέη ο μπαμπάς που η μαμά άρχισε να φοβάται. Τότε βγήκε το διαζύγιο κι άλλαξε το επίθετό της και τα δικά μας επίθετα. Μείναμε για ένα διάστημα εδώ. Αυτό είναι ένα απ’ τα δύο σπίτια που κατάφερε και έσωσε ο νονός μου…»
«Δεν μπορώ να τους καταλάβω».
«Έχει κάποιο νόημα; Αυτοί έκαναν τις επιλογές τους, εμείς τις δικές μας».
«Δεν πάει έτσι ρε Γκάμπι και το ξέρεις».
«Τι έγινε;»
«Γάμος – βιτρίνα έγινε. Ξέρεις τι είναι αυτό;»
«Έχω μια υποψία… Για λέγε…»
Βάρυνε η διάθεσή τους από τις αναμνήσεις τους και τις αφηγήσεις. Έφτασαν σ’ ένα σημείο που δεν μιλούσε κανένας, παρά άκουγαν την αργή μουσική που ερχόταν από το δωμάτιο. Είχε γεμίσει το τραπέζι με άδεια κουτάκια μπύρας και συνέχιζαν να πίνουν σιωπηλοί. Δεν νοιαζόταν κανένας από τους δύο για την επόμενη μέρα. Είχε προαποφασιστεί, σιωπηλά, πως δεν θα πατούσαν στο σχολείο. Είχαν ανάγκη από χρόνο για να αποδεχτούν εκείνες τις καταστάσεις που επηρέαζαν τις ζωές τους.
Έβαλε ψύχρα κι άρχισε να φυσάει ένα απαλό αεράκι που έκανε τα αλουμινένια κουτάκια να τσουγκρίζουν μεταξύ τους στον ρυθμό του. «Μαλάκα, ζαλίστηκα» μουρμούρισε χαμογελώντας ο Παντελής όταν άκουσε εκείνο το θόρυβο.
«Κι εγώ. Και ήπια και λιγότερες από εσένα» απάντησε στον ίδιο τόνο η Γκάμπι.
«Έμεινε καμία ρε;»
«Πόσες έφερες;»
«Δέκα;»
«Μμμ… Στο τραπέζι έχει δύο… Έξι… Οχτώ… Εννιά… Έντεκα… Μπα, δεν μετράω καλά. Δύο… Άστο, πάω να δω».
Τρεκλίζοντας μπήκε στο δωμάτιο η Γκάμπι και πιάστηκε απ’ την πόρτα για να μην πέσει. Άνοιξε το ψυγείο και το κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. «Έχω μια σαμπάνια που ξέμεινε από την πρωτοχρονιά. Να την φέρω να την σκάσουμε;» φώναξε και χωρίς να περιμένει απάντηση την βούτηξε και επέστρεψε στο μπαλκόνι.
«Σαμπάνια; Ανθρακικό η μπύρα, ανθρακικό η σαμπάνια, το ίδιο είναι» μουρμούρισε γελώντας ο Παντελής.
«Cheers στους απροσάρμοστους, ακατάλληλους και επικίνδυνους γονείς μας που το μόνο που κατάφεραν να κάνουν είναι το να αποτύχουν!» είπε η Γκάμπι αφού άνοιξε την σαμπάνια και ήπιε μια γενναία γουλιά. Την έκανε πάσα στον Παντελή γελώντας κι όταν εκείνος την κοίταξε, του έκλεισε το μάτι.
«Με κάλυψες. Cheers!» έκανε ο Παντελής κι ήπιε κι εκείνος απ’ το μπουκάλι.
«Κάνε σωστή πρόποση ρε» τον μάλωσε ενώ χαχάνιζε.
«Τι εννοείς σωστή;»
«Σωστή σαν την δική μου».
«Τοτε…» έκανε ο Παντελής χαμογελώντας θλιμμένα και σήκωσε το μπουκάλι στον αέρα. «Cheers σ’ εμένα που είμαι χωμένος στο friendzone και δεν έχω τα αρχίδια να αντιμετωπίσω την αλήθεια!»
«Όπα! Ποιο friendzone; Ποια σ’ έβαλε στο friendzone βλαμμένε και γιατί δεν μου το έχεις πει τόσο καιρό;»
«Δεν έχει νόημα πια».
«Όχι, έχει. Τι σκατά φίλοι είμαστε;»
«Ο μι τζι ρε Γκάμπι! Εντάξει! Δουλευόμαστε που δουλευόμαστε κάθε μέρα, πρέπει να δουλευτούμε και τώρα;»
«Εγώ σ’ έχω στο friendzone ή εσύ, πού κάθε φορά που πάω να κάνω κίνηση τρώω ένα άκυρο από εδώ μέχρι το νησί της Παμβώτιδας ρε χτυπημένε;»
«Εγώ είμαι χτυπημένος ρε πειραγμένο;» νευρίασε ο Παντελής.
«Άντε γαμήσου και μίλα ξεκάθαρα!» αρπάχτηκε η Γκάμπι.
«Μόνο μαζί σου, μωράκι» ειρωνεύτηκε εκείνος για να την δει να φορτώνει περισσότερο.
«Κότα είσαι ρε φίλε! Μόνο λόγια!» του φώναξε η Γκάμπι.
«Γιατί, μ’ άφησες ποτέ να κάνω κάτι; Ή νομίζεις πως δεν προσπάθησα; Άσε, Γκάμπι, τζάμπα με προκαλείς. Τα μούτρα μου μαζί σου, δεν τα ξανατρώω. Φεύγω».
«Δεν κατάλαβες αγόραρε. Δεν πας πουθενά αν δεν το λύσουμε απόψε» δήλωσε κοφτά η Γκάμπι κι ύστερα σηκώθηκε όρθια. Σηκώθηκε κι εκείνος όρθιος και ζυγίστηκαν για λίγο. Σκεφτικός ο Παντελής, αγριεμένη η Γκάμπι. «Κάνε κίνηση και αυτή τη φορά δεν θα φας άκυρος» της είπε όσο πιο ήρεμα μπορούσε, πιστεύοντας ότι η Γκάμπι έπαιζε, πως θα ξεκαθάριζε μια ώρα αρχύτερα εκείνο τον ηλίθιο καυγά και πως θα έφευγε για το σπίτι του. Αντ’ αυτού, η Γκάμπι πήγε και κόλλησε πάνω του. «Πιασ’το από εκεί που το παράτησες το Σάββατο» του ψιθύρισε.
«Πριν αρχίσεις να ουρλιάζεις ή μετά;»
«Želim te…»
«Αν δεν το έλεγες…»
«Κάνε αυτό που θα έκανες αν δεν το έλεγα…» μουρμούρισε η Γκάμπι κι όταν πήγε να την φιλήσει, τραβήχτηκε πίσω. «Μισό! Να κάνουμε μια πρόποση!» του είπε πιάνοντας το μπουκάλι.
«Μαλακίσου μόνη σου, Γκάμπι!» της πέταξε και γύρισε να φύγει.
«Μαλάκα, ή τώρα, ή ποτέ. Τον χάνεις. Φεύγει. Του έχεις σπάσει τα νεύρα. Ξεκόλλα. Όρμα. Τελείωνε. Θα βρει πάλι καμιά χαζοβιόλα και θα είσαι αναγκασμένη να υπομένεις τα όσα σου λέει. Να τον αφήσεις να φύγει δεν θες. Να κάνει κίνηση δεν τον αφήνεις. Ξέρεις τι θες. Τελείωνε. Τόλμησέ το. Ό,τι κι αν έχεις να χάσεις, θα είναι πολύ λιγότερο απ’ το αν φύγει τώρα» της είπε ο εαυτός της. «Τώρα» μουρμούρισε η Γκάμπι, μπήκε στο δωμάτιο, τον έπιασε απ’ το χέρι και τον έριξε στο κρεβάτι. «Τι τον κοιτάς ρε τούβλο, ή κάνε κάτι ή μίλα του!» ούρλιαξε κάτι μέσα στο μυαλό της.
«Τώρα τι;» απόρησε ο Παντελής που την έβλεπε να στέκει απέναντί του και να τον κοιτάζει μουδιασμένα.
«Πες κάτι! Κάνε κάτι! Δείξε κάτι!» σκέφτηκε απεγνωσμένα η Γκάμπι και κατέληξε στο τρίτο. Άρχισε να γδύνεται. «Δεν στην χαρίζω σήμερα» της είπε ο Παντελής και την τράβηξε πάνω του.
Ξύπνησαν με βαρύ κεφάλι και οι δύο μετά το μεσημέρι. «Πρέπει να φύγω, χτυπημένο. Θα με ψάχνουν» της είπε γλυκά κι εκείνη χαμογέλασε χωρίς να ανοίξει τα μάτια της. «Μείνε δέκα λεπτά»
«Τους είπα ότι θα κοιμηθώ στον ατζαμή κι έχει πάει τέσσερεις και δεν θα τους ακούσεις εσύ».
«Δέκα λεπτά ρε…»
«Εντάξει».
«Φοβάμαι».
«Τι φοβάσαι;»
«Δεν ξέρω».
«Μπορώ να σε βοηθήσω;»
«Ναι».
«Πώς;»
«Θέλω χρόνο».
«Δέκα λεπτά;»
«Μακάρι να μου έφταναν δέκα λεπτά».
«Μου λες κάτι;»
«Να το αφήσουμε εδώ».
«Πίστεψα…»
«Κι εγώ το ίδιο πίστεψα. Φοβάμαι και πονάω. Δεν μου είναι εύκολο. Δεν θέλω να σε χάσω. Με ξέρω. Είμαι ηλίθια και αυτό θα καταφέρω στο τέλος. Φίλοι ρε;»
«Φίλοι…»
[3]
«…είναι άρρωστη η κατάσταση αυτή. Συγκεντρώσου. Με πήρε τηλέφωνο ο λυκειάρχης και δεν είχα φτυάρι ν’ ανοίξω γούρνα να κρυφτώ…»
«Ερωτευμένα παιδιά είναι».
«Κι εμείς ήμασταν ερωτευμένοι αλλά δεν πηδιόμασταν στις τουαλέτες και δεν ακουγόμασταν μέχρι το γραφείο των καθηγητών!»
«Με το να θυμώνεις θα καταφέρεις τίποτα;»
«Η μικρή, μαζί με την σχολική χρονιά που βλέπω να χάνει, έχασε και την εμπιστοσύνη μου. Και άντε, η βαφτισιμιά μου είναι ηλίθια. Πήρε απ’ τον πατέρα της. Το άλλο το παιδί τι φταίει που έχει μπλέξει με την παράνοιά της;»
«Να πας να μιλήσεις με τους γονείς του. Να τους εξηγήσεις».
«Ρε με δουλεύεις;»
«Αυτή την στιγμή είσαι η μόνη οικογένεια που έχει η Γαβριέλα. Αν σε χάσει κι εσένα θα σαλτάρει. Πέρασε πολλά. Ίσως όχι όσα εσύ, ίσως όχι όσα κάποιος άλλος, αλλά για εκείνη είναι βουνό. Άκου με για μία φορά σ’ αυτή την ζωή. Το έχω σπουδάσει το άθλημα. Το ξέρω. Φοβάται και αντί να ξεπεράσει τους φόβους της, βρίσκει ημίμετρα. Αυτά, καλέ μου, λένε σ’ όλο τον κόσμο ότι είναι φιλαράκια και αν τα αφήσεις δέκα λεπτά από τα μάτια σου έχουν χωθεί κάπου και κάνουν σεξ. Καθοδήγηση χρειάζονται, όχι τιμωρία. Στην μάνα της μίλησες;»
«Γιατί; Θα την ακούσει η μικρή; Την τελευταία φορά που ήρθε να την δει, μπήκα στην μέση και τις χώρισα. Δεν είμαστε για τέτοια τώρα. Ο άλλος έχει να δώσει σημεία ζωής τρεις μήνες και πραγματικά έχω αρχίσει να ανησυχώ…»
«Υπάρχει περίπτωση να…;»
«Πέρυσι χρωστούσε τρεισήμισι κατοστάρικα. Ναι, υπάρχει και αυτό το ενδεχόμενο».
«Δεν μπορείτε…»
«Τι να κάνουμε; Άσε τα παιδιά. Εγώ, τι να κάνω; Εκατόν εβδομήντα χιλιάρικα έδωσα για τα σπίτια. Θα μπορούσα να έχω αναπαλαιώσει αυτό ή να αγοράσω ένα δικό μου. Ακόμα χρωστάω λεφτά για να έχουν τα κορίτσια ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι τους. Ξέρεις, κάθισ’ ο κοντός κάποια στιγμή και έψαξε τα λογιστικά του. Απ’ το ’98 μέχρι πέρυσι, ο κουμπάρος μου έχει φάει πάνω από τέσσερα μύρια. Είναι πάρα πολλά λεφτά και η Γκάμπι, όσο κι αν το παίζει μαγκάκι, θυμάται τα χρόνια που δεν είχαν ούτε ψίχουλο να φάνε και τις μέρες που γύριζε στους δρόμους με τρύπια παπούτσια ενώ ο πατέρας της έκανε μεγάλη και χλιδάτη ζωή με δανεικά. Δεν το μετανιώνω όμως. Δεν μπορούσα να ανεχτώ να κυκλοφορεί το βαφτιστήρι μου με μπαλωμένα ρούχα. Δεν άντεχα να την βλέπω να περνάει τα δικά μου χρόνια».
«Κρίμα…»
«Θα πάω να πιάσω αύριο τον πατέρα του παιδιού να του μιλήσω. Ίσως να τον ψήσω να φέρει τον πιτσιρικά στο ιατρείο να δεις τι παίζει και μ’ αυτόν».
«Καλύτερα να μιλήσει με τον μπαμπά ή μαζί σου. Καλύτερα μαζί σου πιστεύω».
«Σβήσε το φως. Καληνύχτα».
«Έτσι;»
«Το κεφάλι μου είναι καζάνι που βράζει».
«Το ξέρω καλέ μου. Το ξέρω».
Δάκρυζε η Γκάμπι στο πλατύσκαλο της εσωτερικής σκάλας ακούγοντας εκείνη την συζήτηση μεταξύ του νονού της και της γυναίκας του. Εκείνο το πρωί που πέρασε, ήταν η πρώτη φορά στην ζωή της που τον είδε να αγριεύει. Σχεδόν σηκωτή την πήρε από το σχολείο και την πήγε σπίτι. Ούτε της φώναξε, ούτε την έβρισε, ούτε της μίλησε άσχημα. Είχε τον τρόπο του να χτυπάει τους ανθρώπους. Έλεγε πως για να τιμωρήσεις κάποιον έπρεπε να του στερήσεις εκείνα που αγαπούσε περισσότερο και για την Γκάμπι αυτό σήμαινε πως δεν θα είχε πια πρόσβαση ούτε στην τεχνολογία, ούτε και στον Παντελή.
Δεν προσπάθησε να την βρει ο Παντελής. Του είχε προλάβει τα νέα η Γκάμπι πριν της πάρει ο νονός της το κινητό και το σμπαραλιάζει, πετώντας το στον τοίχο. Του είχε γράψει πως της μάζεψε τα απαραίτητα από το σπίτι της, πως άλλαξε κλειδαριά και πως δεν θα είχε ούτε ίντερνετ, ούτε κινητό για κάποιο διάστημα. Του είχε στείλει και την καινούρια της διεύθυνση, μα δεν ήταν αρκετά απελπισμένος για να πάει να την βρει.
«Για μια βλακεία ρε γαμώτο…» μουρμούρισε περπατώντας μέσα στην άδεια πόλη. Ήταν ζεστή εκείνη η νύχτα του Οκτώβρη. Ξάστερη, με άπνοια και γεμάτο φεγγάρι. Γύριζε μόνος με τα πόδια γιατί δεν ήθελε να γυρίσει στο σπίτι μετά τον καυγά με τον πατέρα του. Ούτε και στην μάνα του ήθελε να πάει, εκείνη είχε μετακομίσει με τον έρωτά της και ζούσε την ζωή της. Ούτε που σήκωσε το τηλέφωνό της όταν την κάλεσε το απόγευμα για να της πει πως τσακώθηκε με τον πατέρα του και πως ήθελε να κοιμηθεί εκεί ένα βράδυ. Ούτε που έλαβε ποτέ τηλεφώνημα.
Κάθισε σ’ ένα παγκάκι κάποιου απόμερου πάρκου που δεν είχε επισκεφθεί ξανά και άνοιξε την σακούλα που κουβαλούσε για χιλιόμετρα. Είχε πάρει μια ρετσίνα κι ένα πακέτο τσιγάρα. Το ‘χε ρίξει στο κρασί εκείνο το διάστημα για να μουδιάζει το μυαλό του και να μην σκέφτεται την οικογένειά του κι όλο τον μάλωνε η Γκάμπι. «Τρελάδικό μου» είπε νοσταλγικά ανάβοντας τσιγάρο και γύρισε πίσω, σ’ εκείνο το πρώτο βράδυ που κοιμήθηκαν μαζί και την μπέρδεψε με κάποια άλλη. Προχώρησε μπροστά και είδε όλα όσα πέρασαν. Τις πλάκες, τους καυγάδες, το διάβασμα, τις βόλτες, τις συζητήσεις. Είδε κι εκείνο το βράδυ που ήπιαν και του έσπασε τα νεύρα. Το επόμενο μεσημέρι που αποφάσισαν να μείνουν φίλοι. Εκείνο το βράδυ που πέρασε κλαίγοντας μόνος, ακούγοντας μουσική, αποτραβηγμένος από τον κόσμο. Το πρωί στο σχολείο που αποφάσισε να είναι τυπικός μαζί της, όπως ήταν όλο το διάστημα που την ήξερε και την στιγμή που αντί για «καλημέρα» άκουσε «σ’ αγαπάω».
Τις στιγμές που δεν την είχε κατέρρεε ο κόσμος πάνω του. Μόνο η σκέψη της, του αρκούσε να για σηκώσει όλα όσα κουβαλούσε. Βαριά φορτία. Αβάσταχτα. Μιλούσαν κι έκαναν έρωτα εκείνο το διάστημα. Περνούσαν μαζί τις μέρες τους. Καλοκαίριασε και την έβγαζαν πότε στο μπαλκόνι της και πότε σ’ ένα αλσάκι που είχε δροσιά. Δεν ήθελε να πιέσει την ήδη τεταμένη κατάσταση στο σπίτι. Του γκρίνιαζε η Γκάμπι που δεν κοιμόντουσαν μαζί τα βράδια, αλλά τον καταλάβαινε. Δεν μπορούσαν ούτε και ήθελαν να βάλουν ταμπέλα σ’ όλο αυτό που είχαν. Ήταν φίλοι. Πρωτίστως φίλοι κολλητοί κι όλα τα άλλα ερχόντουσαν μετά. Κάλυπταν ο ένας τα κενά του άλλου με τους πιο ευφάνταστους τρόπους. Ο πάντα προβλέψιμος Παντελής ήταν όλη η σιγουριά στον κόσμο για εκείνη που έζησε σ’ ένα καταστροφικό περιβάλλον και η πάντα απρόβλεπτη Γκάμπι που ήταν η διέξοδός του από εκείνη την ρουτίνα των πρέπει που τον είχαν χτίσει.
Ύστερα ήρθε ο καυγάς. Εκείνος ο σαματάς που δεν έλεγε να φύγει απ’ το κεφάλι του Παντελή. Το βράδυ που η σταγόνα ξεχείλισε το ποτήρι και μπήκε στην μέση για να χωρίσει τους δικούς του. Μαχαίρι έβγαλε για να τους βάλει να καθίσουν στο τραπέζι και να μιλήσουν πολιτισμένα. Τσάκισε το μυαλό του. Τα βρόντηξε όλα κάτω κι έφυγε. Κοιμήθηκε στην Γκάμπι εκείνο το βράδυ. Δεν έδωσε λογαριασμό σε κανένα. Το θυμόταν καθαρά εκείνο το βράδυ γιατί δεν ήταν σαν όλα τα άλλα βράδια που δεν έβρισκε καταφύγιο. Συζήτησαν όλη τη νύχτα κι όλο το πρωί για το πείσμα των ανθρώπων που υπήρχαν γύρω τους, για τον εγωισμό τους, για τα ψέματα που ανέχτηκαν για μία ζωή. «Δεν είναι το σπίτι μου, είναι το σπίτι μας» του είπε κάποια στιγμή η Γκάμπι και χάθηκε για λίγο για να επιστρέψει μ’ ένα ζευγάρι κλειδιά. «Αυτό είναι από κάτω κι αυτό από πάνω» του είπε κι εκείνος έβαλε τα κλάματα.
Μετά ήρθε η αδιαφορία. Πίστευε πως την έχει συνηθίσει γιατί ο άνθρωπος έχει την δύναμη να συνηθίζει τα πάντα, αλλά έπεσε έξω. Δεν μιλούσε πια με τους δικούς του ούτε για τα τυπικά. Με τον πατέρα του απλά ζούσαν στο ίδιο σπίτι και η μάνα του απομακρύνθηκε. Άρχισε να κοιμάται μαζί με την Γκάμπι και να δίνει το παρόν στο σπίτι αραιά και που. Είχε φτάσει στο σημείο να μην ζητάει καν λεφτά απ’ τον πατέρα του, άνοιγε το πορτοφόλι του κι έπαιρνε ό,τι γούσταρε, όποτε γούσταρε. Από την μία τον βόλευε κι από την άλλη τον πονούσε. «Παρ’ το αλλιώς. Κάνεις την ζωή σου» του είπε κάποιο σούρουπο η Γκάμπι. Τότε συνειδητοποίησε τι γινόταν την ζωή του. Τότε άρχισαν να τον πνίγουν τα γιατί και να τα ψάχνει.
Πολλές απορίες είχαν μαζευτεί κι όλες περιτριγύριζαν ένα σκοτεινό παρελθόν που δεν ήταν δικό του, μα τον επηρέαζε έμμεσα. Οι ζωές των ανθρώπων είναι πάντοτε αλληλένδετες, όσα κάνουμε επηρεάζουν τους γύρω μας. Το ‘χε μάθει πια γιατί το βίωνε στην καθημερινότητά του. Ήταν σίγουρος πως την αγαπούσε και δεν μπορούσε να βάλει κάποιο μέτρο ή όριο σ’ αυτό το συναίσθημα. Έδινε όσα μπορούσε να δώσει και έπαιρνε όσα του πρόσφερε εκείνη. Για κάποιο λόγο που δεν μπορούσε να καταλάβει, δεν μάλωναν ποτέ. Ίσως να ήταν ο φόβος της απώλειας που τους κρατούσε ψύχραιμους, ίσως να μην είχαν τίποτα να χωρίσουν σ’ αυτή την πολυεπίπεδη σχέση που επιμελώς κάλυπτε τα όσα κενά είχαν από τις οικογένειές τους.
Τον Αύγουστο έφυγε ο αδερφός του μετανάστης. Άλλο ένα αγκάθι ήρθε να προστεθεί σ’ εκείνη την στοίβα που τον πλάκωνε. Μετά ήρθε και ο τελευταίος καυγάς με τον πατέρα του. «Σήκω φύγε κι εσύ ρε! Νισάφι πιά! Είμαι κι εγώ άνθρωπος! Θέλω κι εγώ να ζήσω!» του είχε πει εκείνο το βράδυ κι ο Παντελής πήγε όπου πήγαινε πάντοτε όταν τον έπαιρνε από κάτω. Στην αγκαλιά της αγαπημένης του. Προσπάθησε να τον εκλογικεύσει η Γκάμπι όταν της είπε πως είχε σκοπό να τα παρατήσει όλα και να βρει δουλειά. «Τα γυρνάς και τα ξαναγυρνάς μέσα σου. Δεν έχει νόημα. Γάμησέ τους. Πραγματικά, γάμησέ τους. Ο πατέρας μου δεν ξέρω αν ζει ή αν πέθανε και, ειλικρινά σου μιλάω, δεν δίνω δεκάρα. Η μάνα μου έχει την κορούλα της και το χωριό της. Τι λες; Να καθίσω να σκάσω και για την πάρτη τους; Όχι, μωρό. Μπορούν να πάρουν είκοσι κιλά πέτρες, να τις δέσουν στο λαιμό τους και να πάνε να πηδήξουνε σε καμία θάλασσα; Χάρη θα μου κάνουν».
«Δεν βγαίνει μανάρι μου και το ξέρεις…»
«Έχω εγώ λεφτά! Hello? Αν με άφηνε ο νονός, μια χαρά θα το έφερνα βόλτα το σπίτι».
«Δεν μπορώ να τρώω τα δικά σου»
«Δικά μας!»
«Ωραία, τι θα κάνουμε; Σχεδόν μένω εδώ. Να μετακομίσω μόνιμα; Ωραία, μετακομίζω. Ούτε που θα πάρει χαμπάρι ο γέρος πως έφυγα. Μετά τι ρε Γκάμπι; Εσύ θα φύγεις για να σπουδάσεις. Εγώ τι;»
«Τα ακραία προβλήματα απαιτούν ακραίες λύσεις. Σπουδάζουμε εδώ. Ό,τι να ναι ρε, λες και αυτοί που σπούδασαν έπιασαν δουλειά πάνω σ’ αυτό που σπούδασαν. Ίσα για το χαρτί. Που κι αυτό δεν μας βλέπω να το παίρνουμε…»
«Δεν θέλω να σπουδάσω. Ποτέ δεν το ήθελα. Όνειρο των δικών μου ήταν» την διέκοψε ο Παντελής.
«Ωραία. Μην σπουδάζεις. Δεν σε αναγκάζει κανένας».
«Δεν ξέρω…»
Θυμήθηκε εκείνο τον διάλογο και τον έφερε στο μυαλό του. Τον επεξεργάστηκε για να καταλάβει που υπήρχε πρόβλημα. Ήθελε την αποδοχή. Αυτό ήταν και τίποτα περισσότερο. Ήθελε να ακούσει ένα μπράβο. Ήθελε να του πουν πως τα κατάφερε κι εκείνος για μια φορά. Είχε απογοητευτεί γιατί όσο το πάλευε, τόση αδιαφορία έβλεπε στο περιβάλλον του. Μόνο η Γκάμπι αναγνώριζε τις προσπάθειές του. Τον αποδεχόταν γι αυτό ακριβώς που ήταν και ποτέ δεν προσπάθησε να τον αλλάξει. Μπορεί να του γκρίνιαζε ή να τον συμβούλευε για κάτι, όπως άλλωστε κι εκείνος, αλλά δεν του επέβαλλε τίποτα.
Άρχισε να αναπολεί τις στιγμές που η Γκάμπι τον έβαζε να καθίσει μπροστά στις οθόνες της και του δίδασκε να γράφει μικρά προγράμματα. Την λογική πίσω από την επίλυση προβλημάτων. Του μεταλαμπάδευε την αναλυτική σκέψη της κι εκείνος γελούσε όταν κάτι πήγαινε στραβά κι άρχισε να το βρίζει η Γκάμπι. Προσπαθούσε κι εκείνος να της διδάξει να σκιτσάρει. «Δεν πιάνει το χέρι μου, είμαι άχρηστη» έλεγε και ξαναέλεγε αλλά το πάλευε. Είχε όνειρο ο Παντελής να φτιάξει ένα κόμικ. Το είχαν συμφωνήσει με τον φίλο του τον Μήτσο, παλιά, πριν μαλώσουν και χαθούν. Ο ένας ήταν καλός στο σκίτσο, ο άλλος είχε ατάκες που τσάκιζαν κόκαλα. Είχαν βρει και το θέμα. Σχέσεις. «Πουτάνες όλες!» έγραφε ο Μήτσος μέσα στις φούσκες για να βάλει τις σκέψεις του στα στόματα των ηρώων και τους έπιανε νευρικό γέλιο. Ύστερα ήρθε η Γκάμπι και έφερε τούμπα όλο του τον κόσμο.
«Βαριόμουν να ντυθώ» άκουσε τον εαυτό του να λέει κι άρχισε να χαχανίζει. Κοίταξε το μπουκάλι, είχε φτάσει πια στη μέση. Άναψε τσιγάρο και έζησε στην φαντασία του εκείνη την σκηνή που σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι και πήγε να φτιάξει πρωινό. Έβαλε πάνω του μια ποδιά για να μην κάει, πέταξε αυγά και λουκάνικα σ’ ένα τηγάνι κι άρχισε να σφυρίζει. Πήγε η Γκάμπι στην κουζίνα και σκάλωσε όταν τον είδε. «Μπορείς να μου πεις γιατί κυκλοφορείς έτσι;»
«Βαριόμουν να ντυθώ».
«Φεύγω γιατί αν κάτσω, θα το κάψουμε το φαγητό και θα καθαρίζουμε πάλι δύο μέρες!»
«Φύγε, θα σου το φέρω στο κρεβάτι».
«Σε λατρεύω ρε!»
«Μάτια μου όμορφα» της απάντησε χαμογελώντας πριν πιάσει την κουτάλα για να ξεκολλήσει την ομελέτα από το τηγάνι.
Του έλειπαν εκείνες οι στιγμές. Όχι τόσο σαν στιγμές και σαν εικόνες, αλλά σαν τρόπος ζωής. Είχε σκεφτεί πολλές φορές πώς θα ήταν η ζωή του μαζί της και κάθε φορά κατέληγε στο ίδιο συμπέρασμα. Δεν θα άντεχε να ζήσει χωρίς την Γκάμπι. Δεν της το είχε παραδεχτεί ποτέ ευθέως. «Μόνο εσένα έχω, μην μ’ αφήσεις ποτέ» του ‘χε πει κάποιο βράδυ που κυριεύτηκε από τις φοβίες της κι εκείνος της είπε πως δεν θα την άφηνε. Δεν κατάφερε να πει κάτι παραπάνω. Είχε φτάσει στο σημείο να μην ξέρει ποιος από τους δύο φοβόταν περισσότερο.
Άρχισε να μαυρίζει ο ουρανός σε αντίθεση με τις σκέψεις του που ήταν πολύχρωμες και καθάριες. Σηκώθηκε απ’ το παγκάκι κι άρχισε να περπατάει άσκοπα με το μπουκάλι στο χέρι. Δεν είχε που να πάει, δεν είχε νόημα να γυρίσει στο σπίτι του, δεν ήθελε να δει κανέναν, δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει πως υπήρχε μια περίπτωση να μην έβλεπε την Γκάμπι για καιρό. «Γάμα τους ρε» μουρμούρισε χαμογελώντας. Έβγαλε από την τσέπη του το χαρτάκι που ‘χε γράψει την διεύθυνσή της και προσπάθησε να προσανατολιστεί.
Θα ‘ταν λίγο πριν το χάραμα όταν ο νονός της Γκάμπι ένιωσε ένα απαλό σκούντημα. «Μπέμπη, ξύπνα» άκουσε μέσα στον ύπνο του και τινάχτηκε όρθιος. Το μυαλό του βρισκόταν ακόμη σε κατάσταση επιφυλακής μιας και δεν είχε καταφέρει να βρει κάποια λύση στο θέμα της βαφτισιμιάς του. «Τι σκατά έγινε;» γκρίνιαξε κι ύστερα κοίταξε έξω από το παράθυρο του δωματίου.
«Ποιος ξέρει πόσες ώρες είναι εκεί…»
«Αυτός είναι χειρότερος από εμένα. Κι εγώ ξενυχτούσα όταν τραβούσα καψούρες μαζί σου κι ήμασταν χωρισμένοι…»
«Με χώρισες!»
«Ναι, σε χώρισα. Αλλά δεν έφτασα ποτέ σε σημείο να ξενυχτήσω έξω απ’ το σπίτι σου».
«Κάποιοι άνθρωποι έχουν τσαγανό και διεκδικούν αυτά που πραγματικά θέλουν».
«Κάποιοι άνθρωποι, μικρή μου πριγκίπισσα, δεν έχουν τοξικό εγωισμό. Τον δικό μας τοξικό εγωισμό. Πάω να τον μαζέψω, μην πάθει τίποτα» μουρμούρισε ενώ φορούσε τις παντόφλες του. Βγήκε από το σπίτι, άνοιξε την αυλόπορτα και πήγε προς το μέρος του Παντελή που ‘χε καθίσει στο πεζοδρόμιο κι είχε ακουμπήσει την πλάτη του στην ρίζα ενός δέντρου. «Έλα μέσα, παιδί μου. Θα ξεπαγιάσεις εδώ» του είπε καθώς του έδινε το χέρι κι ο Παντελής κάγχασε. «Δε πα’ να ξεπαγιάσω…» μουρμούρισε.
«Έλα να φτιάξουμε καφέ και καθόμαστε κι εδώ, δεν έχω θέμα»
Σηκώθηκε απρόθυμα ο Παντελής και τον ακολούθησε στο σπίτι. Του άρεσε εκείνο το σπίτι με τα παλιά έπιπλα και την ευρύχωρη κουζίνα. «Πεινάς ρε;»
«Τσου»
«Δίνεις και παίρνεις χαρακτήρα όταν αγαπάς και ζεις με κάποιον» μονολόγησε γελώντας ο νονός της Γκάμπι ενώ γέμιζε δυο κούπες με καφέ. «Κατάλοιπο από μια εποχή που κοιμόμουν στο σαλόνι κι είχα μόνιμα αναμμένη την καφετιέρα δίπλα μου. Μπορεί να πέρασα κι ένα δίμηνο πίνοντας μόνο καφέ και μπύρες. Είχα ξεχάσει πως υπάρχει και το νερό» σχολίασε ανέκφραστα κι ύστερα κάθισε στο τραπέζι. Δεν γούσταρε ποτέ τις περιστροφές. Έπρεπε να βάλει τα πράγματα σε μια τάξη κι ήξερε πως αυτό δεν ήταν δυνατό να γίνει χωρίς να πληγωθεί κανείς. Αναστέναξε πριν αρχίσει να μιλάει.
«Το ότι κάνατε μαλακία, το ξέρεις, υποθέτω».
«Ναι».
«Κάθε επιλογή που κάνουμε επισύρει και ένα τίμημα. Άλλες φορές βαρύ κι άλλες ελαφρύ. Την έχω χαρίσει πολλές φορές στην Γαβριέλα, αλλά αυτή τη φορά ξεπέρασε κάθε όριο. Άσε που έχασα την εμπιστοσύνη που της είχα. Το ίδιο νομίζω πως νιώθει και ο πατέρας σου…»
«Ο πατέρας μου;» κάγχασε ο Παντελής καθώς έπιανε την κούπα με τον αχνιστό καφέ στα χέρια του. «Ο πατέρας μου δεν νοιάζεται. Ούτε που έδωσε σημασία. Ούτε μου μίλησε. Τίποτα. Ένας καυγάς κι ένα κενό» μουρμούρισε κι ύστερα έπεσε σιωπή στην κουζίνα. Μόνο ο χτύπος του ρολογιού ακουγόταν.
«Μπέμπη φεύγω! Μην το πάρεις απ’ τα μούτρα το παιδί!» ακούστηκε μια φωνή από το σαλόνι κι ο Παντελής γύρισε και κοίταξε εκείνη την γυναίκα που χαιρετούσε.
«Στο καλό μάτια μου».
«Η γυναίκα σας;» ρώτησε ο Παντελής.
«Ρε, δεν έχω κλείσει τα σαράντα ρε. Να μου μιλάς στον ενικό. Και, ναι, αυτή είναι η γυναίκα της ζωής μου. Μ’ αυτή τη γυναίκα ζήσαμε μια παρόμοια κατάσταση με την δική σας. Περισσότερο τοξική, λιγότερο καταστροφική. Κι όμως, για πολλά χρόνια μας τσάκιζε και τους δύο. Θα σας καταστρέψει αυτό που ζείτε με την Γαβριέλα. Ναι, το ξέρω πως είναι δυνατό, αλλά…»
«Έτσι κι αλλιώς, κατεστραμμένοι είμαστε. Φρόντισαν άλλοι γι αυτό» τον διέκοψε ο Παντελής.
«Έτσι πίστευα κι εγώ για πολλά, πολλά χρόνια. Πλήρωσα πολλά κι ακόμη πληρώνω για τις ακραίες ιδέες μου. Δεν τα αλλάζω όμως. Αυτό είναι το πρόβλημά μας».
«Δεν με νοιάζει. Τα δικά μου προβλήματα…»
«… είναι τα σημαντικότερα στον κόσμο. Το ξέρω. Αυτή την στιγμή όμως δεν μιλάμε για τα δικά σου προβλήματα, αλλά για τα δικά σας προβλήματα. Πίστευα πως δεν θα το έλεγα ποτέ στην ζωή μου μα… Το μέλλον σας δεν το σκέφτεστε;»
«Μέλλον χωρίς παρόν δεν μπορεί να υπάρξει».
«Κάπως έτσι σκεφτόμουν κι εγώ παλιά».
«Μέλλον, για εμένα, είναι το να ζήσω. Να κάνω αυτό που δεν με άφησαν τόσα χρόνια. Να ζήσω την δική μου ζωή».
«Όσο πάει και με θλίβει αυτή η συζήτηση, η οποία, δεν θα γινόταν αν είχες καθαρό μυαλό και απομόνωνες το συναίσθημα όπως σύνήθως γίνεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Για να την δεις δεν ήρθες;»
«Δεν ξέρω γιατί ήρθα».
«Βγαίνοντας, αριστερά, στο δεύτερο δωμάτιο αριστερά. Πήγαινε κι όταν σηκωθείτε θα σας φτιάξω να φάτε και θα συζητήσουμε. Απλά κάντε ησυχία, μην μου ξυπνήσετε το παιδί γιατί θα σας πάρει ο διάολος και δεν αστειεύομαι καθόλου» του είπε ο νονός της μα δεν κρατήθηκε κι έβαλε τα γέλια στο τέλος.
«Ευχαριστώ» ψιθύρισε ο Παντελής πριν φύγει από την κουζίνα. Κοίταξε τον σκοτεινό διάδρομο και βάδισε αργά. Δεν χτύπησε καν την πόρτα, απλά την άνοιξε αθόρυβα και μπήκε στο δωμάτιο. Κοιμόταν κουλουριασμένη η Γκάμπι στην άκρη ενός μονού κρεβατιού. Δάκρυζε μέσα στον ύπνο της. Έβγαλε τα παπούτσια του και ξάπλωσε δίπλα της. Την αγκάλιασε κι απόμεινε να την χαζεύει. Δεν του πήγαινε η καρδιά να την ξυπνήσει, έμοιαζε τόσο θλιμμένη και ήρεμη εκείνη την στιγμή που ήξερε πως αν την έβλεπε έτσι ξύπνια θα διαλυόταν η ψυχή του.
«Μη κλαις, μανάρι μου, θα στρώσουν όλα» της ψιθύρισε γαλήνια.
Άνοιξε αργά τα μάτια της η Γκάμπι και τον κοίταξε δύσπιστα. «Τίποτα δεν θα στρώσει. Τα γαμήσαμε όλα αυτή τη φορά» του απάντησε θλιμμένα.
«Τα καταφέραμε σε χειρότερες καταστάσεις και δεν θα τα καταφέρουμε τώρα;»
«Δεν είχαμε ποτέ απέναντί μας τον φευγάτο τον νονό μου. Τώρα δεν ξεφεύγουμε».
«Θυμάσαι που είμαστε;» την ρώτησε χαμογελαστά για να την δει να γυρνάει και να κοιτάει το δωμάτιο. «Πώς;»
«Κοιμήσου και θα τα πούμε αφού χαράξει».
Χαμογέλασε η Γκάμπι και ακούμπησε το κεφάλι της στο στήθος του. Ύστερα κοιμήθηκαν κι ονειρεύτηκαν πως τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είχε συμβεί στις ζωές τους. Πως ήταν μαζί χωρίς κανένα πρόβλημα πίσω τους και κανένα εμπόδιο μπροστά τους.
«Γκάμπι! Ξύπνα! Κάποιος κατεδαφίζει το σπίτι!» φώναξε έντρομος ο Παντελής όταν άκουσε γυαλιά να σπάνε.
«Μπα, όχι. Η μικρή του νονού είναι. Κόβω το κεφάλι μου…»
«ΝΙΚΗ!» ακούστηκε ένας βρυχηθμός από το σαλόνι.
«… ότι παίζει μπάλα στο σαλόνι πάλι» συνέχισε τον συνειρμό της η Γκάμπι κι ύστερα σηκώθηκε από το κρεβάτι.
«Μου κόπηκε το αίμα ρε».
«Την είχα συνηθίσει όταν έμενα εδώ και φαντάσου ότι τότε έκανε περισσότερη φασαρία. Τι θα κάνουμε;»
«Με ποιο θέμα;»
«Με το δικό μας θέμα».
«Τα ακραία προβλήματα απαιτούν ακραίες λύσεις» μουρμούρισε ο Παντελής και η Γκάμπι τον κοίταξε πονηρά. «Λες; Να πάμε κατευθείαν στο Plan B, να ξεμπερδεύουμε;»
«Έχουμε εναλλακτικές, όμορφη;»
«Καμία απολύτως».
«Είσαι σίγουρη;»
«Όχι. Είμαι διατεθειμένη να το ρισκάρω όμως. Όλα ή τίποτα».
«Όλα ή τίποτα μωρό» της απάντησε πριν την φιλήσει με πάθος.
Μισή ώρα αργότερα βγήκαν στον κήπο και κάθισαν με τον νονό της που έπαιζε με την μικρή του κόρη. «Πάρτε μαθήματα για το τι θα τραβήξετε κάποια στιγμή στην ζωή σας» τους είπε όταν τους είδε και τους άφησε με την μικρή για να τους φτιάξει πρωινό. Κάθισε στο τραπέζι η Γκάμπι και παρατηρούσε τον Παντελή που πήγε να παίξει μπάλα με την πιτσιρίκα.
«Εντάξει; Ηρέμησες από χθες;» ρώτησε η Γκάμπι τον νονό της όταν επέστρεψε στον κήπο κι εκείνος την στραβοκοίταξε. «Όχι και το ξέρεις» της είπε κοφτά.
«Δεν σκοτώσαμε και κανέναν» τον ειρωνεύτηκε η Γκάμπι.
«Ρε κορίτσι μου, δεν σας ανήκει όλος ο κόσμος, δεν μπορούν να γίνονται όλα όπως θέλετε εσείς, δεν υπάρχουν καταστάσεις που μπορείτε να είστε ασυμβίβαστοι. Σας έδιωξαν από το σχολείο. Τώρα τι; Πες μου λίγο, τι έχετε σκοπό να κάνετε τώρα;»
«Οτιδήποτε».
«Το οποίο οτιδήποτε συμπεριλαμβάνει;»
«Φευγάτε, είσαι πολύ μικρός ακόμα».
«Το ότι θα τ’ άκουγα από μια δεκαεφτάχρονη δεν το περίμενα ποτέ» απάντησε γελώντας. «Όχι ότι έχει κάποια σημασία. Ναι, είμαι πολύ μικρός ακόμα, το ξέρω γιατί έχω αυτογνωσία. Εσείς οι δύο αρνείστε να το δείτε αυτό. Δεν θα δουλέψει, Γαβριέλα μου, θα σας πνίξει».
«Που το ξέρεις;»
«Το έζησα».
«Ναι, με ποια;»
«Έχει σημασία;»
«Με ποια;» επέμεινε η Γκάμπι.
«Με τον εαυτό μου. Από λάθος σε λάθος πήγαινα. Όλα τα λάθη μου έγιναν για ένα πείσμα, το ίδιο πείσμα που έχετε κι εσείς τώρα, αυτό που προσπαθείτε να αποδείξετε στους εαυτούς σας πως όλο αυτό θα λειτουργήσει».
«Το ότι εσύ έκανες λάθη δεν σημαίνει ότι θα τα κάνουμε και εμείς. Και στην τελική να σου πω κάτι που θα σε πειράξει;»
«Να μου πεις»
«Σαν τον πατέρα μου κάνεις τώρα. Ήξερε μόνο να κρίνει τους άλλους. Μαλάκα σ’ ανεβοκατέβαζε και ταυτόχρονα σου πηδούσε και την γυναίκα» αγρίεψε η Γκάμπι.
«Έχεις την εντύπωση ότι δεν το ήξερα, ότι δεν το άφησα να συμβεί ή ότι δεν με βόλεψε κάπου αυτή η κατάσταση; Ή έχεις την εντύπωση πως δεν ξέρω ότι μ’ εκδικείσαι με τον τρόπο σου για το ότι δεν μίλησα νωρίτερα στην μάνα σου;» την ρώτησε γαλήνια.
«Άλλο το μ’ ενοχλεί, άλλο το εκδικούμαι».
«Έστω. Θες να μάθεις το γιατί;»
«Ναι».
«Πιστεύω πως όλοι οι άνθρωποι έχουν μια καλή πλευρά…»
«Λάθος! Ο πατέρας μου δεν έχει καμία απολύτως καλή πλευρά. Και να σου πω και κάτι ακόμα; Τους έχεις δικαιολογήσει όλους για όλα όσα έκαναν. Εμένα γιατί όχι;»
«Ίδια η μάνα σου είσαι, με τον ίδιο τρόπο με σταυρώνεις. Εντάξει, λάθος μου. Ήταν λάθος ο τρόπος που το χειρίστηκα αλλά έλα λίγο στην θέση μου».
«Την κόρη σου θα την κλείδωνες στο σπίτι;»
«Όχι. Θα της έσπαγα το πιάνο».
«Και μετά από δυο – τρεις μέρες θα της έπαιρνες άλλο. Αφού αυτός είσαι. Κάνε πίσω, το ξέρεις πως είσαι λάθος» του είπε κι εκείνος γύρισε και κοίταξε τον Παντελή. «Άσε την μικρή κι έλα εδώ. Της έχουμε βάλει καινούριες μπαταρίες και την ταΐζουμε λίπασμα, θα σου βγάλει το λάδι» του φώναξε και η Γκάμπι λύθηκε στο γέλιο.
«Λοιπόν, παιδάκια… Παρασκευή μεσημέρι σας δίνω τα κλειδιά του σπιτιού, Κυριακή βράδυ επιστρέφονται πριν τις δέκα. Έτσι θα πάει μέχρι να βγάλετε το σχολείο. Εγώ είμαι διατεθειμένος να κάνω πίσω αν είστε κι εσείς διατεθειμένοι να κάνετε πίσω. Και, Παντελή, θέλω να μιλήσω με τον μπαμπά σου».
«Είναι φελλός. Δεν πρόκειται να ακούσει τίποτα ούτε και να συζητήσει. Δεν ενδιαφέρεται».
«Με την μαμά σου τότε».
«Την έψαχνα χθες βράδυ για να πάω να κοιμηθώ εκεί. Την πήρα τηλέφωνο κι ακόμη δεν μ’ έχει πάρει πίσω».
«Δεν νοιάζονται νονέ. Τον έδιωξαν από το σπίτι» μουρμούρισε η Γκάμπι και είδε το πρόσωπό του να αγριεύει. «Πότε; Και γιατί δεν μου είπατε τίποτα;»
«Τον Αύγουστο. Είχα σκοπό να πιάσω δουλειά και να πα-»
«Και όλο αυτό το διάστημα μένετε μαζί, κανονικά, συγκατοικείτε; Πόσο ηλίθιος είμαι που δεν κατάλαβα όταν μου είπατε ότι το καθαρίζετε εσείς το σπίτι και πως δεν έχει νόημα να έρχομαι;»
«Ναι…» μουρμούρισε ο Παντελής.
«Γιατί δεν μου το είπατε;» ρώτησε με απόγνωση κι ύστερα κάγχασε. «Τι να πείτε δηλαδή και σε ποιόν όταν δεν μπορείτε να μιλήσετε σ’ αυτούς που πρέπει να μιλήσετε» απάντησε στον εαυτό του κι ύστερα σηκώθηκε από το τραπέζι. Πήρε αγκαλιά την μικρή κι άρχισε να κόβει βόλτες στον κήπο μουρμουρώντας.
«Δεν υπάρχει απόλυτα σωστό. Το σωστό είναι υποκειμενικό…» άρχισε να λέει κάποια στιγμή στα παιδιά. «Το σωστό για κάποιον θα ήταν να πιάσει τους γονείς σου και να τους μιλήσει ή ακόμη και να τους κυνηγήσει γιατί είσαι ανήλικος και έχουν ακόμη υποχρεώσεις. Το σωστό για εμένα είναι να σας δώσω τα κλειδιά και να σας στηρίξω όπως και όσο μπορώ κι όποιος έχει πρόβλημα ας έρθει να πιάσει εμένα. Να καθίσετε για φαγητό κι ύστερα θα σας βοηθήσω με το κουβάλημα. Και αυτή, όντως είναι η τελευταία μου κουβέντα».
«Ρε νονέ…» άρχισε η Γκάμπι.
«Τα πέρασα αυτά τα μονοπάτια και ξέρω ακριβώς πώς βαδίζονται αυτοί οι δρόμοι. Απλώς… Θέλω να μου μιλάτε όταν υπάρχει πρόβλημα. Δεν μπορείτε να τα λύσετε όλα μόνοι σας όπως δεν μπορείτε να αρνείστε οποιαδήποτε βοήθεια θέλει κάποιος να σας προσφέρει» της απάντησε με ένα απόκοσμο ύφος που πρώτη φορά έβλεπε η Γκάμπι.
«Δηλαδή… Είμαστε εντάξει;» ρώτησε ο Παντελής και είδε τον νονό της Γκάμπι να κουνάει το κεφάλι του θλιμμένα. «Τίποτα δεν είναι εντάξει. Αλλά όλα θα φτιάξουν, κάποια στιγμή, αναπόφευκτα…»
[4]
«Μέχρι και η μυρωδιά απ’ το ξεχασμένο στην κουζίνα τασάκι μου έλειψε» μουρμούρισε χαμογελαστά η Γκάμπι αφού έκλεισε την πόρτα του σπιτιού. «First things first. Τι θα κάνουμε;» ρώτησε τον Παντελή που την κρατούσε στην αγκαλιά του.
«Με ποιο απ’ όλα;»
«Με όλα».
«Ψηφίζω plan b».
«Καλά, πέρα απ’ αυτό. Προαποφασίστηκε».
«Μπάνιο, σεξ, ύπνο και να δούμε αύριο τι θα κάνουμε;»
«Πάρα πολύ καλό μου ακούστηκε».
Το πρωί τους ξύπνησε ο ήχος της βροχής που έδερνε την πόλη. Είχε αρχίσει κατά την διάρκεια της νύχτας κι όσο πήγαινε δυνάμωνε. «Θα φτιάξεις καφέ, να φτιάξω φαγητό;» ρώτησε νυσταγμένα η Γκάμπι.
«Θέλω να βγω έξω, να περπατήσω. Να ηρεμήσω» της απάντησε γλυκά.
«Καφέ και φαγητό έξω; Μέσα».
Ντύθηκαν πρόχειρα και περπάτησαν μέσα στην πρωινή βροχή. Μπήκαν στο πρώτο φαγάδικο που βρήκαν, πήραν φαγητό και καφέ και κάθισαν στο πιο απόμερο τραπέζι, αγκαλιά. Άρχισαν να καταστρώνουν σχέδια για την ζωή που υπήρχε μπροστά τους. Είχαν πια συνειδητοποιήσει πως καμία δυσκολία δεν θα κατάφερνε να τους ρίξει κάτω όσο είχαν ο ένας τον άλλο και αυτό δεν το διαπραγματευόταν με κανέναν και για κανένα λόγο. Σχολείο, δουλειά, σπίτι, μέλλον, οικογένεια ήταν κάποια απ’ τα θέματα που έπρεπε να συζητήσουν. Δεν τους ανάγκασε κανείς να κολυμπήσουν σε βαθιά νερά, το επέλεξαν μόνοι τους για να ξεφύγουν από τον βούρκο που βίωνε ο καθένας.
Σε μια λαδωμένη χαρτοπετσέτα έγραψαν τα οικονομικά τους και τα ανέλυσαν. Η Γκάμπι δούλευε που και πού. Μαστόρευε από δω κι από κει, συνήθεια από το παρελθόν της. Δεν θα την είχε βγάλει καθαρή αν δεν είχε αρχίσει να κάνει δουλειές του ποδαριού, εκείνα τα χρόνια που δεν υπήρχε στο σπίτι φαγητό ούτε για δείγμα. Πνεύμα οικονομίας ο Παντελής που κατάφερνε πάντοτε να περνάει καλύτερα απ’ όλους έχοντας τα λιγότερα λεφτά. Δεν τον ένοιαζαν οι στερήσεις γιατί έμαθε να τις επιλέγει. Τα έβαλαν κάτω μαζί και είδαν πως θα μπορούσαν να κάνουν πολλά πράγματα, ιδιαίτερα αν είχαν και την βοήθεια του νονού της. Ακόμη κι αν το εφεδρικό τους σχέδιο, το οποίο απαιτούσε χρήματα, επιτυγχάνονταν, πάλι θα τα κατάφερναν. «Βάλε κι ένα δέκα τοις εκατό όσα δεν μπορούμε να υπολογίσουμε» της είπε ο Παντελής που την κοίταζε να γράφει στο χαρτί και να μουρμουρίζει αριθμούς και πράξεις.
«Βγαίνουμε. Δύσκολα, αλλά βγαίνουμε» αποφάνθηκε εκείνη.
«Θα βρω κι εγώ κάτι. Σταμάτησα να ελπίζω σε θαύματα».
«Κι αυτά που ονειρευόμαστε; Στα σκουπίδια αυτά;» ρώτησε θλιμμένα η Γκάμπι.
«Θα μας ταΐσουν τα όνειρα, μάτια μου;»
«Αν το θέλουμε πολύ… Ναι».
«Μέσα ρε. Ξεκινάμε σήμερα και τα δικά μου και τα δικά σου».
«Μαζί;»
«Μαζί».
Είχαν όνειρα και οι δύο που τα παράτησαν κάπου στην διαδρομή τους λόγω της ζωής που τους επιβλήθηκε. Τα συζητούσαν όλο το καλοκαίρι και έψαχναν τρόπους να τα υλοποιήσουν. Από την μία άκουγαν τον κόσμο γύρω τους που έλεγαν πως όλοι είχαν τον χρόνο να κάνουν τα πάντα κι απ’ την άλλη άκουγαν τους εαυτούς τους που κραύγαζαν πως τα περιθώρια είχαν στενέψει, πως δεν θα ήταν για πάντα δεκαεφτά, πως δεν θα είχαν εκείνη την τρέλα στο κεφάλι και το πείσμα που θα τους απέτρεπε από το να τα παρατήσουν όλα.
Δεκάδες φορές έκαναν την ίδια συζήτηση κι έριξαν ιδέες στο τραπέζι για το τι θα κάνουν, πώς θα το κάνουν και πώς θα το επιτύχουν. Η Γκάμπι είχε υιοθετήσει το όνειρο της μητέρας της, μιας φανατικής video gamer, που ήθελε να δουλέψει πάνω σ’ αυτό τον τομέα. Να φτιάχνει παιχνίδια για να τα παίζει. Πολλές φορές είχε ξεκινήσει την προσπάθεια αλλά πάντοτε τα παρατούσε προφασιζόμενη διάφορους λόγους. Μια εικοσαετία το πάλευε αλλά δεν είχε καταφέρει τίποτα. Ίδια η μάνα της ήταν η Γκάμπι που δεν άντεχε να περάσει ούτε δύο ώρες μακριά από την τεχνολογία αν και είχαν τελείως διαφορετικά γούστα. Πάντα μάλωναν για το τι θα παίξουν.
Από την άλλη ο Παντελής ήθελε να φτιάχνει κόμικς. Αυτό και μόνο αυτό. Τίποτα άλλο δεν του κινούσε το ενδιαφέρον. Ήθελε να περνάει μηνύματα μέσα από τα σκίτσα του, να τεστάρει την λογική του και τα όριά του, να φτιάξει κόσμους φανταστικούς, ήρωες και αντιήρωες που θα ζούσαν σε ισορροπία αλλά όχι σε αρμονία. Πάντα ήθελε να κάνει μαθήματα σχεδίου αλλά του το στέρησαν οι γονείς του που είχαν άλλες βλέψεις για εκείνον. Είχε την ιδέα και το σχέδιο σφηνωμένα στο μυαλό του αλλά δεν είχε το κουράγιο να πιαστεί γιατί πίστευε πως θα αποτύχει. Εκεί ήρθε η Γκάμπι και έπαιξε καταλυτικό ρόλο σ’ εκείνη την απόφαση.
Το απομεσήμερο περπάτησαν στο λασπωμένο άλσος, ανάμεσα σε βρεγμένα δέντρα και τσακισμένους απ’ τη βροχή θάμνους. «Ένας μικρός κόσμος μέσα σ’ ένα μεγαλύτερο» μουρμούρισε ο Παντελής, όπως κάθε φορά που ξέφευγε από το αστικό τοπίο και άραζε στην φύση με την Γκάμπι. «Αυτό να κάνουμε!» πετάχτηκε η Γκάμπι και την κοίταξε με απορία. «Ποιο αυτό, μάτια μου;»
«Ένα μικρό κόσμο μέσα σ’ ένα μεγαλύτερο. Μετράει ανελέητα η ιδέα» απάντησε με ενθουσιασμό.
«Δεν σε πιάνω…»
«Πάμε σπίτι. Θα στο εξηγήσω».
Έπιασαν το δωμάτιο μόλις γύρισαν στο σπίτι και η Γκάμπι άρχισε να εξηγεί τις ιδέες της στον Παντελή. Έβαλε κι αυτός τις δικές του κάτω. Δεν θα το έκαναν για τα λεφτά, δεν υπήρχε ούτε λόγος, ούτε ανάγκη. Θα έκαναν όμως το πρώτο βήμα για να επιτύχουν αυτά που ήθελαν. «Webcomic, σε χαλάει;» ρώτησε γελώντας η Γκάμπι κι άστραψαν τα μάτια του. «Μπορούμε να το κάνουμε;» την ρώτησε ανυπόμονα.
«Άνετα. Βγάλε εκατό ευρώ από το budget μας• βασικά να το γράψω κάποια στιγμή στον υπολογιστή θύμισέ μου».
«Ωραία. Τώρα τι;»
«Τώρα…» έκανε η Γκάμπι κι άρχισε την τεχνική διάλεξη. Ποτέ δεν καταλάβαινε ο Παντελής τις τεράστιες προτάσεις της και την ορολογία αλλά του άρεσε να την ακούει και να του εξηγεί τα πάντα με λεπτομέρειες. Από το πώς θα το ξεκινούσαν, μέχρι το πώς θα το πλάσαραν. Έγραφε τις ιδέες ο Παντελής σε ένα χαρτί για να μην τις ξεχάσουν. Ξενύχτησαν εκείνο το βράδυ για να το σχεδιάσουν όπως το ήθελαν. Τους πήρε ο ύπνος αργά. Στρώθηκαν στην δουλειά από την επόμενη κιόλας μέρα. Εκείνος σκίτσαρε κι εκείνη έφτιαχνε το site.
Στην αρχή δεν υπήρχε συγκεκριμένη θεματολογία στα σκίτσα του Παντελή. Όσο περνούσαν οι μέρες τόσο έτεινε προς την περιγραφή της εσωτερικότητας του ανθρώπου με διάφορους τρόπους. Βουβά ήταν τα πρώτα στριπ που απεικόνιζαν κόσμους μέσα σε άλλους κόσμους και ανθρώπους εγκλωβισμένους στην μικρότητά τους. «Αλυσοδεμένοι και φοβισμένοι» σχολίασε η Γκάμπι σκεφτικά καθώς κοίταζε κάποιο σκίτσο. «Πόσο μα πόσο αλήθεια;» μονολόγησε κι ύστερα έπιασε το χέρι του. Σταμάτησε να το κουνάει ο Παντελής, άφησε το μολύβι του και της χάιδεψε τα δάχτυλα. «Κουράστηκες;»
«Διάλειμμα θέλω. Έχω σχεδόν τελειώσει».
«Πότε θα πιαστούμε με το παιχνίδι σου;»
«Έχω πολύ διάβασμα μπροστά μου για ν’ αρχίσω».
«Φοβάσαι;»
«Τσου» έκανε και κάθισε στα πόδια του.
«Κι εγώ φοβάμαι πως όλο αυτό που κάνουμε τώρα θα είναι πεταμένος χρόνος. Αλλά το κάνω. Προσπαθώ να πιστέψω πως θα γίνει κάτι».
«Κι αν όντως είναι χαμένος χρόνος;»
«Δεν ξέρω, Γκάμπι. Ίσως να το παρατήσω και να πάω να βρω καμιά δουλειά της προκοπής, να γραφτώ νυχτερινό του χρόνου, να κοιτάξω προς μια άλλη κατεύθυνση. Ίσως να κατεβάσουμε κάποια άλλη ιδέα και να πάμε προς τα εκεί. Ίσως πολλά και τίποτα σίγουρο. Ίσως να μην ήμασταν μαζί αν…»
«Αν;» τον ρώτησε όταν άφησε την πρότασή του εκεί.
«Αν δεν το τραβούσα εκείνο το βράδυ και σε παρατούσα μόνη».
«Δεν νομίζω να είχες επιλογή».
«Μπορούσα να φύγω».
«Πάλι θα σ’ έριχνα στο κρεβάτι».
«Κι από ‘κει μπορούσα να φύγω».
«Και μετά; Θα κλείδωνα την πόρτα».
«Θα μαλώναμε».
«Και που θα καταλήγαμε;»
«Εκεί που αρχίσαμε».
«Exactly. Ρισκάραμε και… Και μου φαίνεται από αύριο ξεκινάω διάβασμα» απάντησε χαμογελαστά η Γκάμπι πριν σηκωθεί απ’ τα πόδια του. «Καφέ, όμορφε;»
«Ναι, φτιάξε» μουρμούρισε τρίβοντας τα μάτια του. Σκοτείνιαζε έξω και είχε ακόμη δουλειά. Ήθελε να είναι μπροστά από το πρόγραμμα που είχε βάλει ο ίδιος στον εαυτό του για να έχει μια σταθερή ροή περιεχομένου, ούτως ώστε να μην τον πάει πίσω κάποια αναποδιά ή οι μέρες που δεν θα είχε έμπνευση ή διάθεση. Σχεδίαζε ακόμη στο χέρι, ασπρόμαυρα, με στυλό, παρ’ όλο που η Γκάμπι τον πίεζε να αρχίσει να δουλεύει στον υπολογιστή. Του άρεσε η μυρωδιά του μελανιού και ο τρόπος που το άπλωνε πάνω στο χαρτί και δεν ήθελε να το αλλάξει. Τον εκνεύριζαν βέβαια τα λάθη του, αλλά πάντοτε αυτοσχεδίαζε σε τέτοιες περιπτώσεις.
Ήρθε ο καφές και τελείωσε σχεδόν ταυτόχρονα με το στρίπ. «Αλλάζει το στυλ μου με τον καιρό…» μουρμούρισε ο Παντελής κοιτάζοντας το τελευταίο πλαίσιο που απεικόνιζε ένα κλαδί δέντρου.
«Οι άνθρωποι αλλάζουν μέσα από μια διαδικασία που λέγεται ζωή. Κάπως έτσι το λέει ο νονός».
«Όχι όλοι οι άνθρωποι».
«Εμείς αλλάζουμε. Αλλάξαμε. Δεν ήμασταν έτσι πέρυσι…»
«Ναι, πέρυσι ήσουν νευρόσπαστο, κλειστό, εκδικητικό…»
«Κι εσύ πιτσιρικάς» τον διέκοψε γελώντας.
«Και τώρα πιτσιρικάς είμαι».
«Όχι. Άλλαξες και ξέρεις κάτι;»
«Τσου».
«Σε προτιμώ έτσι»
«Απόμακρο;»
«Συνειδητοποιημένο; Κατασταλαγμένο; Ήρεμο; Δεν ξέρω».
«Κι εσύ άλλαξες, όμορφη. Μιλάς. Δεν φοβάσαι την σκιά σου. Δεν έχεις ξεσπάσματα χωρίς να μου λες τον λόγο».
«Να πάμε για ύπνο;»
«Ξάπλωσε. Θα βγάλω ακόμη ένα τώρα που το ‘χω και θα πέσω κι εγώ».
Πέντε παρά ξάπλωσε ο Παντελής, εφτά και κάτι ήταν στο πόδι η Γκάμπι. Σηκώθηκε προσεκτικά από το κρεβάτι για να μην τον ξυπνήσει. Ντύθηκε και βγήκε έξω. Του άφησε ένα σημείωμα δίπλα απ’ την στοίβα των σκίτσων του για να μην ανησυχήσει. Γύρισε στο σπίτι δέκα λεπτά αργότερα και έφτιαξε καφέ. Κάθισε στον υπολογιστή της. Έπιασε το διάβασμα. Έπρεπε κάποια στιγμή να βάλει μπροστά για να υλοποιήσει και τα δικά της όνειρα. Χαμογελούσε ανεπαίσθητα καθώς γέμιζε το μυαλό της με πληροφορίες. Τον άφησε να κοιμηθεί γιατί κατάλαβε τι ώρα είχε ξαπλώσει. Κοίταξε κάποια στιγμή το τελευταίο του στριπ. Ένας χαμός κι ύστερα μια σταγόνα. Μετά ένα φύλλο, ένα κλαδί, ένα δέντρο, μια σταγόνα που έδειχνε το δέντρο κι ένα δάκρυ στο τέλος. «The world within». Έτσι υπέγραφε. «Αποτυπώνεις όλη την μαυρίλα σου ρε Παντελάκο κι ύστερα ηρεμείς» ψιθύρισε. Γύρισε και τον κοίταξε. Γυρνούσε στο κρεβάτι. «Καμάρι μου, ξύπνησες;»
«Περίπου…»
«Πεινάς;»
«Θα σηκωθώ να μας φτιάξω πρωινό».
«Έφαγα. Να σου φτιάξω;»
«Όχι μωρέ. Θα σηκωθώ».
«Μάντεψε» του είπε γελώντας κι εκείνος μισάνοιξε τα μάτια του και την κοίταξε με απορία. «Plan b is in full effect» του είπε χαμογελώντας γλυκά κι εκείνος πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι.
«Αλήθεια, κοριτσάρα;» την ρώτησε με ανυπομονησία κι εκείνη γύρισε το κεφάλι της και κοίταξε στο γραφείο. «Θετικό;» την ρώτησε κι όταν του έγνεψε την σήκωσε απ’ την καρέκλα και την αγκάλιασε σφιχτά. «Τελείωσε το παρελθόν, μωρό μου. Πάμε μπροστά» του ψιθύρισε στο αυτί.
Το πρώτο πράγμα που ξεστόμισε ο νονός της Γκάμπι όταν τους είδε στο κατώφλι του εκείνο το μεσημέρι, ήταν ένα μακρόσυρτο «ωχ». Τους έβαλε στο σπίτι και κάθισαν στο σαλόνι. Χαμογελούσαν και οι δύο και αυτό τον τρόμαζε περισσότερο. «Ακούω» είπε κοφτά.
«Πάμε μπροστά» του απάντησε η Γκάμπι.
«Που ακριβώς είναι το μπροστά;»
«Μην κάνεις τον χαζό, δεν είσαι».
«Επειδή η βαφτισιμιά μου είναι λίγο πειραγμένη, δεν μου το κάνεις λιανά Παντελή;»
«Θα γίνουμε γονείς» του απάντησε εκείνος χαρούμενα.
«Ρε! Πάτε καλά;» άρχισε να φωνάζει ο νονός της Γκάμπι και τα παιδιά έβαλαν τα γέλια. «Αστείο είναι; Θεωρείτε πως ένα παιδί είναι μια αστεία υπόθεση ή ένα παιχνίδι ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο μπορεί να έχετε μέσα στα κεφάλια σας;»
«Αστεία ήταν η αντίδρασή σου» τον πείραξε η Γκάμπι.
«Σηκωθείτε. Θα σας βγάλω έξω. Αυτή την συζήτηση δεν την κάνω εδώ» μουρμούρισε χαμηλόφωνα κι έβαλε ένα μπουφάν. Βγήκε μαζί με τα παιδιά στο δρόμο κι έφυγαν για μια συνοικιακή ταβέρνα. Για το μέρος που έκανε τις σημαντικότερες κουβέντες στην ζωή του. Εκείνο το μεσημέρι ήξερε πως θα δοκίμαζε τον εαυτό του και τα όσα είχε μάθει. Τα όσα είχε ζήσει σε μία ζωή που είχε αφήσει πίσω του αλλά δεν ήθελε να ξεχάσει.
Σαν να ‘ταν ρεζερβέ το τραπέζι στην ταβέρνα για εκείνον, κάθε φορά που πήγαινε. Χαιρέτησε το αφεντικό όταν μπήκε μέσα, έπιασε το τραπέζι, παρήγγειλε κρασί και τράκαρε τσιγάρο από τον Παντελή. «Το ‘χω κοντά τέσσερα χρόνια κομμένο. Για δες, σήμερα μου φαίνεται θα το ξαναπιάσω» μουρμούρισε όταν ήρθε το κρασί και γέμισε τα ποτήρια τους. «Πότε το μάθατε;»
«Σήμερα. Τώρα, το πρωί» του απάντησε ο Παντελής.
«Πόσο καιρό έχεις καθυστέρηση, μικρή;»
«Δύο μέρες» είπε χαμογελώντας η Γκάμπι.
«Τι έχετε σκοπό να κάνετε;» ρώτησε αναστενάζοντας και τα παιδιά κοιτάχτηκαν για μία στιγμή. «Μονόδρομος είναι» απάντησαν με μία φωνή.
«Μάλιστα…»
«Νονέ…» έκανε η Γκάμπι μα σώπασε όταν τον είδε να χαμογελάει θλιμμένα.
«Έκανα το ίδιο λάθος στην ζωή μου, δύο φορές. Όχι ότι το μετανιώνω. Δεν μετανιώνω κανένα λάθος μου γιατί αν δεν γινόταν δεν θα ήμουν αυτός που έγινα, το άτομο που είμαι σήμερα. Την πρώτη φορά στην ηλικία σας. Δεν προσέχαμε. Όχι ότι είχαμε μυαλό στο κεφάλι για να προσέξουμε. Σαν εσάς μόνο που δεν κουβαλούσαμε την δική σας τρέλα. Ίσως και να ‘ταν άλλες οι εποχές, ίσως να με ξεπέρασαν και να αρνούμαι να το αποδεχτώ. Ήμουν έτοιμος για παιδί στα δεκαεφτά μου; Ειλικρινά δεν ξέρω. Ακόμη και σήμερα δεν ξέρω. Ήταν κάτι που δεν έζησα, που δεν θα ζήσω κι αν δεν ζήσεις δεν μαθαίνεις. Υποθετικά, ναι, ήμουν. Πραγματικά, ποτέ δεν είσαι έτοιμος για κάτι μέχρι να το αντιμετωπίσεις. Κάποιοι αντιμετωπίζουν καταστάσεις χρησιμοποιώντας ημίμετρα. Αυτοί είναι εκείνοι που δεν θα είναι ποτέ έτοιμοι. Έγινε. Πέρασε. Ήρθε μια απόφαση που, μου άρεσε – δεν μου άρεσε, ήταν μονομερής. Κι εγώ, εκείνα τα χρόνια, δεν μπορούσα να την ανεχτώ. Μου πήρε κοντά δέκα χρόνια για να συνειδητοποιήσω πως δείλιασα την σωστή στιγμή για τον λάθος λόγο. Άλλα δύο να το αποδεχτώ. Άλλο πόσο καιρό για να δω τα λάθη μου».
«Ιστορίες από την κρύπτη» αστειεύτηκε η Γκάμπι.
«Άσε τον άνθρωπο να συνεχίσει» την μάλωσε γλυκά ο Παντελής.
«Δεν έχουν σημασία οι ιστορίες. Είναι ανθρώπινες. Λίγο ως πολύ μοιάζουν. Όταν γύρισα εδώ, μετά τον στρατό, βρήκα κάποια που ήθελα να γίνουμε οικογένεια. Πιτσιρικάς ήμουν και τότε. Δεν δούλεψε. Εξ’ αρχής δεν θα δούλευε και πάλεψα για να το κάνω να δουλέψει. Μετά έφυγα γιατί δεν άντεξα. Πάντα έφευγα, ποτέ δεν έμενα κάπου. Ύστερα γνώρισα κάποια. Το ίδιο λάθος. Δεν προσέχαμε. Έπεσαν όλοι πάνω μου, μου ‘παν πως κάνω την λάθος επιλογή, πως κυνηγάω φαντάσματα, πως δεν πρόκειται να δουλέψει τίποτα. Γινάτι εγώ. Έμεινα. Τότε, Γαβριέλα, ήσουν μηνών και σε βγάζαμε βόλτα με τον πατέρα σου. Πηγαίναμε στην γέφυρα και συζητούσαμε με τις ώρες. Κολλητός, αδερφός, κουμπάρος. Η φαμίλια που ποτέ δεν είχα. Αν ήξερα από τότε πως μ’ είχε πουλήσει, θα τα ‘χα βροντήξει όλα κάτω και θα ‘φευγα πιο μακριά. Τυφλός. Για πολλούς και διάφορους λόγους που δεν είναι επι του παρόντος…»
«Θα καταλήξεις κάπου;» τον διέκοψε ξανά η Γκάμπι μα εκείνος αδιαφόρησε.
«Ζείτε ήδη μια σκοτεινή εποχή. Ένα παιδί δεν είναι διέξοδος από κανένα πρόβλημα. Είναι ευθύνη. Είναι ξενύχτι. Είναι άγχος. Είναι αγωνία. Είναι πάρα πολλά κι ακόμη περισσότερα. Συζητήστε το και πάρτε μια ώριμη απόφαση. Δεν χρειάζεται να μπείτε σ’ αυτό το λούκι για μια απροσεξία».
«Ποιος σου είπε πως είναι απλά μια απροσεξία;» ρώτησε γελώντας η Γκάμπι.
«Το είχαμε δρομολογημένο» την συμπλήρωσε ο Παντελής.
«Δηλαδή… Το προσπαθούσατε;» τους ρώτησε κοιτάζοντας μια τον ένα και μια τον άλλο και τα παιδιά έγνεψαν καταφατικά.
«Μάλιστα… Οικογένεια… Θεωρείτε ότι δεν έχετε οικογένεια και είπατε να φτιάξετε μία δική σας. Δεν διορθώνεται τίποτα έτσι, παιδιά μου. Το ίδιο λάθος έκανα και εγώ κάποτε…»
«Όχι και το ίδιο. Εσύ πήγες και παντρεύτηκες την χειρότερη!» αγρίεψε η Γκάμπι.
«Εγώ… Ποιον προσπαθώ να κοροϊδέψω; Εγώ ήμουν εγωιστής και επέλεξα να μείνω εκεί. Μου ‘χε πει τότε η μάνα σου, Γαβριέλα, πως αν έφευγα, πως αν γύριζα εδώ, θα το ‘ριχνε η Ναταλία το παιδί. Το ‘χα συζητήσει με τον πατέρα σου. Τα ίδια μου ‘πε κι αυτός. Τα ίδια και τα φιλαράκια μου. Να φύγω να σωθώ. Έμεινα γιατί πίστεψα πως μπορούσα να το κάνω να δουλέψει. Πίστεψα πως μέσα απ’ όλη αυτή την διαδικασία θα άλλαζε. Τέλος πάντων. Τι έχετε σκοπό να κάνετε;»
«Να κυνηγήσουμε τα όνειρά μας» απάντησε ο Παντελής.
«Μ’ ένα παιδί στη μέση… Αμφιβάλλω» μουρμούρισε ο νονός της Γκάμπι.
«Εσύ τι έκανες;» πετάχτηκε η Γκάμπι.
«Άλλο εγώ!»
«Τι άλλο ρε φευγάτε; Μας δουλεύεις; Και τα λεφτά πως τα έκανες; Κατά τύχη;»
«Ποιος είπε ότι έχω λεφτά;» ρώτησε εκείνος γελώντας κι ύστερα πήρε κι άλλο κρασί.
«Σοβαρέψου, νονέ! Δεν γίνεται να είσαι τόσα χρόνια άνεργος, να συντηρείς δύο σπίτι και όλα τα υπόλοιπα. Και δεν νομίζω το νεοκλασικό να μην έχει έξοδα. Όσο δικό σας κι αν είναι».
«Κάποια στιγμή μου κάθισαν κάποια λεφτά… Ρε τι με κοιτάτε, αλήθεια σας λέω!»
«Πες λέμε! Ετοιμαζόμαστε να κάνουμε κάτι δικό μας!» του φώναξε η Γκάμπι.
«Αυτή η επιμονή σου να μην συζητάς ποτέ το φλέγον θέμα!»
«Ποιο είναι το φλέγον θέμα;» ρώτησε ο Παντελής.
«Τι θα πείτε στους γονείς σας;»
«Στους ποιους; Δεν…» έκανε η Γκάμπι κι ο Παντελής της έπιασε το χέρι για να σωπάσει. «Αλήθεια, Βασίλη, τι θα σου έλεγε η κόρη σου αν κάποια στιγμή γύριζες και της έλεγες να σηκωθεί να φύγει από το σπίτι γιατί κουράστηκες και γιατί θέλεις να ζήσεις την ζωή σου; Τι θα έλεγε στην μαμά της αν την έψαχνε και δεν την έβρισκε πουθενά; Πιστεύεις πως θα ήθελε παρτίδες μαζί σας; Γιατί εγώ, έχοντας περάσει αυτή την κατάσταση, δεν το πιστεύω».
«Να σου απαντήσω τώρα τι; Ότι έχεις άδικο; Δεν έχεις. Ότι νοιάζονται; Ναι, νοιάζονται αλλά δεν το δείχνουν. Ότι είναι εκεί; Όχι, ούτε ήταν, ούτε είναι κι ούτε θα είναι» μουρμούρισε θλιμμένα.
«Τελειώνει ο Οκτώβριος και απ’ τον Αύγουστο η μάνα μου νομίζει ότι μένω με τον πατέρα μου κι ο πατέρας μου νομίζει ότι ζω με την μάνα μου. Κατάλαβες τώρα; Με συντηρεί η γκόμενα…»
«Έ!» πετάχτηκε η Γκάμπι.
«Όχι, μωρό, κάτσε γιατί θα μας τρελάνει ο νονός σου».
«Δεν είμαι γκόμενα!»
«Εγώ το ξέρω. Πες το στους άλλους αυτό που δεν θέλουν να το δουν!»
«Να πα’ να γαμηθούνε οι άλλο ρε! Τι; Θα δώσω λογαριασμό στην μάνα μου; Που δεν χώριζε γιατί φοβόταν την κριτική του χωριού και της μάνας της; Στα τρένα ρε! Στα τρένα και δέκα κιλά πέτρες!»
«Αυτό το στοματάκι σου το λατρεύω» της είπε χαμογελώντας ο Παντελής πριν την φιλήσει απαλά κι ύστερα γύρισε προς τον νονό της. «Κατάλαβες τώρα με τι άτομα έχουμε να κάνουμε; Υπάρχει κάποιος λόγος να κρατήσουμε ανοιχτές παρτίδες με τέτοια άτομα; Ούτως ή άλλως δεν θα βοηθήσουν. Όσες φορές πήγαν να βοηθήσουν τα σκάτωσαν και είχε αντίκτυπο σε μας. Καλύτερα να μείνουν στην απ’ έξω».
«Ωραία ρε παιδιά. Εντάξει. Όταν φουσκώσει τι θα κάνετε; Όταν γεννήσει τι θα κάνετε; Θα αλλάζετε πάντες απ’ τα δεκαοχτώ σας; Ζωή δεν θέλετε να ζήσετε;»
«Αν θέλαμε να ακούσουμε αναχρονιστικές απόψεις, δεν θα το συζητούσαμε μαζί σου» του απάντησε κοφτά ο Παντελής. «Αναχρονιστικές απόψεις; Μ’ αρέσει όταν μιλάς έτσι» του είπε η Γκάμπι. «Δεν ξενυχτάω τζάμπα σκιτσάροντας και διαβάζοντας» συνέχισε εκείνος κι απέναντί τους, ο Βασίλης, κοίταζε εκείνη την μικρή συζήτηση και καταλάβαινε πως έπεφτε στα ίδια λάθη που έκαναν όλοι όσοι υπήρχαν πίσω του.
«Ωραία. Πλάνο δεν έχετε; Σχέδιο δεν υπάρχει; Δεν νομίζω να ήρθατε να με δείτε μόνο για να μου πείτε ότι θα γίνετε γονείς…»
«Είμαστε ανήλικοι, δεν μπορούμε να παντρευτούμε ακόμη…» του είπε ο Παντελής.
«Με νυφικό και τέτοια; Κανονικά;» τον ρώτησε ο Βασίλης γελώντας.
«Σοβαρέψου! Κάποιος πρέπει να πάει να τρίξει τα δόντια στους ηλίθιους!» απάντησε η Γκάμπι.
«Αφού τα έχετε όλα λυμένα, γιατί δεν πάτε να τους το ανακοινώσετε εσείς;» ρώτησε κι ύστερα σήκωσε το χέρι του. «Ναι. Όντως. Ποτέ δεν σας πήραν στα σοβαρά, ούτε και τώρα πρόκειται να σας πάρουν. Τελικά γερνάω» απάντησε στον εαυτό του.
«Θα βοηθήσεις γέρο;» αστειεύτηκε η Γκάμπι
«Μπορώ να κάνω κι αλλιώς έτσι όπως τα καταφέρατε; Θα με σταυρώσει η μάνα σου, Γαβριέλα…»
Πέρασαν οι μέρες, ανέβηκε το webcomic και στην αρχή δεν είχε μεγάλη απήχηση. Ήταν πολύ μυστήρια τα στριπ του Παντελή και δύσπεπτα. Έφυγε η πρώτη βδομάδα και τα παιδιά άρχισαν να απογοητεύονται από την επισκεψιμότητα και τις κριτικές. «Δεν το βάζω κάτω. Θα το συνεχίσω όσο αντέχω» της είπε κάποιο πρωί που τον γιουχάρισαν στο twitter. Στο παράλληλο είχε πιάσει δουλειά ως σερβιτόρος τις Παρασκευές και τα Σάββατα και έμπαιναν κάποια, λίγα, χρήματα στο σπίτι. Είχε αρχίσει και η Γκάμπι να ασχολείται με το παιχνίδι της και συνήθως περνούσαν τις ώρες τους μπροστά στον υπολογιστή.
Πέρασε μια βδομάδα κι ύστερα ακόμη μία. Είχαν μαζευτεί καμιά πενηνταριά φανατικοί κάτω απ’ τα στρίπ του Παντελή που ανέβαιναν και στα social networks και έκαναν τις δικές τους αναλύσεις σ’ αυτά. Συχνά – πυκνά έπιανε την συζήτηση με κάποιον απ’ τους αναγνώστες του και διαφωνούσε ή εξηγούσε. Έπρεπε να φτάσουν τα Χριστούγεννα για να γίνει viral το χριστουγεννιάτικο αφιέρωμά του και να τον μάθει το ευρύ κοινό. «Εγώ θα το ‘χα παρατήσει προ πολλού» σχολίασε η Γκάμπι ενώ κοίταζε τα like, τα share και τα retweet. Hashtag ChristmasWithin.
«Το σκέφτηκα πολλές φορές. Αλλά να σου πω κάτι; Δεν τα παρατάω γιατί το κάνω για μένα, γιατί με γεμίζει, γιατί θέλω να εκφραστώ έτσι».
«Τι θα κάνεις απόψε, Mister Viral?»
«Θα πάρω αγκαλιά το κορίτσι μου και θα κοιμηθώ. Εσύ;»
«Κι εγώ το ίδιο».
«Life’s an immense routine with infrequent explosions of joy and sorrow» είχε γράψει ο Παντελής σε μια φούσκα, σε κάποιο απ’ τα πρώτα του στριπ κι όσο περνούσε ο καιρός, τόσο περισσότερο το πίστευε. Η ρουτίνα τους έσπασε μόνο όταν ήρθαν τα μωρά τους. Δίδυμα. Μέχρι τότε συνέχιζαν στο ίδιο ακριβώς μοτίβο. Για ένα μικρό διάστημα βρισκόντουσαν σε αναβρασμό, μέχρι που βρήκαν τις άκρες τους και μπήκαν ξανά σε μια ρουτίνα. Ύστερα του ήρθε μια πρόταση για συνεργασία. Την δέχτηκε. Συνέχισε να δουλεύει σαν σερβιτόρος, συνέχισε να δημοσιεύει τα κόμικ του στο ίντερνετ. Συνέχισε να ζαλίζει την Γκάμπι να κάνουν εκείνο το παιχνίδι που ονειρευόταν και πάντοτε τα παρατούσε κάπου στην πορεία. Την έπεισε να φτιάξουν κάτι μικρό, ίσα για να δοκιμάσει τα όριά της και το κουράγιο της. Ένα μικρό διαδραστικό συνοδευτικό για το κόμικ που ήδη υπήρχε.
«Δεν αρκεί να είστε εργατικοί και καλοί σ’ αυτό που κάνετε για να πετύχετε. Πρέπει να είστε τολμηροί. Πρέπει να πιστεύετε στον εαυτό σας και τα όνειρά σας. Πρέπει να μην τα παρατάτε και να μην το βάζετε κάτω όταν τίποτα δεν πάει καλά. Πρέπει να αφήσετε τις καταστάσεις να σας πάνε εκεί που οι ίδιες θέλουν χωρίς να αντιστέκεστε όταν βλέπετε πως δεν υπάρχει άλλος δρόμος…» άρχισε να λέει η Γκάμπι στα μικρά της για να τα νανουρίσει. Είχαν πάει επίσκεψη στο νονό της εκείνο το μεσημέρι και τα δίδυμα νύσταξαν μετά το φαγητό.
«Τα ίδια τους λέει κάθε μέρα» σχολίασε ο Παντελής που καθόταν στο σαλόνι μαζί με τον νονό της Γκάμπι και την γυναίκα του και την κοίταζαν γελώντας.
«Τα κατηχεί από μικρά» μουρμούρισε εκείνος πριν γυρίσει στον Παντελή. «’Νταξει πάν’ τα projects σας;»
«Θα δείξει. Ξεκινάμε κάτι νέο με crowdfunding. Αν πάει καλά θα μετακομίσουμε και θα κάνουμε το σπίτι, γραφείο…»
«Δουλειές του ποδαριού και μεγαλεπίβολα σχέδια;»
«Όσο έχουμε ένα κομμάτι ψωμί να φάμε, γιατί όχι;»
«Κάποια στιγμή δεν θα σας φτάνει αυτό…»
«Αμαν ρε Βασίλη!» πετάχτηκε η γυναίκα του.
«Έλα, ξεκίνα να γκρινιάζεις που μ’ έχει αστεφάνωτη» του πέταξε η Γκάμπι.
«Εντάξει, δεν ξαναμιλάω» απάντησε απηυδισμένος ο Βασίλης.
«Μωρό, δείξε στον νονό την μπλούζα».
«Ναι, βγάλαμε merchandise. Μπλούζες, κούπες, αυτοκόλλητα…»
«Το κάνατε επάγγελμα δηλαδή;»
«Ανταποκρινόμαστε στις απαιτήσεις του κόσμου. Άσε που σχεδιάζω και μπλουζάκια πλέον. Παίρνω ποσοστά απ’ τις πωλήσεις. Έξτρα εισόδημα».
«Και το σερβιτοριλίκι, σερβιτοριλίκι. Και, να φανταστώ, η βαφτισιμιά μου κοπροσκυλιάζει» τους πείραξε ο Βασίλης. «Έτσι θα συνεχίσετε; Με όνειρα και σχέδια; Τίποτα σταθερό, καμία σιγουριά;» συνέχισε τον συνειρμό του.
«Οι λογαριασμοί πληρώνονται, τα μικρά είναι χαρούμενα, να φάμε έχουμε, να κάνουμε μια βόλτα μπορούμε… Τι να την κάνουμε την σιγουριά;» ρώτησε η Γκάμπι.
«Βασίλη, κοίτα. Είμαστε διαφορετικοί άνθρωποι. Εσύ την κανόνισες την ζωή σου και σε γεμίζει η σιγουριά. Μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει, τους τόκους απ’ το κομπόδεμα τους παίρνεις. Εμείς δεν μπορούμε να ζήσουμε έτσι. Αν δεν φτάσει το τέλος του μήνα και δεν μείνουμε άφραγκοι, ιδέες δεν κατεβαίνουν. Έτσι μάθαμε να ζούμε. Ίσως στα τριάντα μας ή στα σαράντα μας να σκεφτόμαστε έτσι κι εμείς. Προς το παρόν, αν δεν ζοριστούμε, δεν μαθαίνουμε ούτε βελτιωνόμαστε» είπε σκεφτικά ο Παντελής.
«Ρε, βγαίνετε;»
«Οριακά αλλά ναι. Βγαίνουμε».
«Από ύπνο δεν βγαίνουμε! Να στα φέρω το σαββατοκύριακο;» πετάχτηκε η Γκάμπι.
«Νόμιζα πως ήταν ένα απ’ τα όνειρά σας το να κάνετε οικογένεια».
«Χρωστάς babysitting, νονέ. Το έχασες το στοίχημα. Μας ταΐζουν, πλέον, τα όνειρά μας».