Δεκατεσσερα

Η τελευταία παρέα βγήκε απ’ το μικρό καφενείο στο δρόμο κατά τις τρείς και μισή το χάραμα. Τους είχαν διώξει με το στανιό. Κρατούσαν ακόμα οι τέσσερεις φοιτητές που τα έπιναν μέχρι αργά. Βρήκαν ένα ανοιχτό περίπτερο, αγόρασαν μερικές ρετσίνες και κάθισαν στο γκαράζ κάποιας οικοδομής. Υγρό και μίζερο ήταν εκείνο το αυγουστιάτικο βράδυ πριν την γιορτή της παναγίας και τα παιδιά δεν είχαν όρεξη να κλειστούν σε κάποιο σπίτι.

Κανένας τους δεν παρατήρησε εκείνη την άμορφη φιγούρα που κατέβαινε μέσα στις σκιές την υδρορροή. Ούτε άκουσαν το ελαφρύ χτύπημα στο παράθυρο του δευτέρου ορόφου. Συνέχισαν να μιλάνε χαμηλόφωνα, να γελάνε και να σιγοτραγουδάνε. Κάποιος απ’ την γειτονιά άναψε το φως στο δωμάτιό του και βγήκε στο μπαλόνι του για να δει από πού ερχόταν εκείνο το σούσουρο που δεν τον άφηνε να κοιμηθεί. Φώναξε να σκάσουν. Δεν το έβαλαν κάτω τα παιδιά και το συνέχισαν. Μισή ώρα αργότερα ήρθε η αστυνομία μα δεν τους βρήκε εκεί. Είχαν δει τον φάρο από μακριά κι είχαν πηδήξει στην δίπλα πολυκατοικία κι από κει βγήκαν στον πίσω δρόμο.

Ταράχτηκε όλη η γειτονιά όταν, δύο μέρες αργότερα, μαζεύτηκαν περιπολικά κι ασθενοφόρα. Μουρμούριζε ο κόσμος καθώς έβγαζαν τα πτώματα από την πολυκατοικία. Δύο άντρες, μια γυναίκα. Ο παπάς με την παπαδιά κι ένας οικογενειακός φίλος ήταν νεκροί και οι φήμες έδιναν κι έπαιρναν. Έλεγαν πως κάπου είχαν μπλέξει. Προσπαθούσαν να μάθουν απ’ την αστυνομία τι έγινε. Κάποιος πήρε τηλέφωνο τον γιο του, που ‘χε κολλητό εκείνον που είχε αναλάβει την υπόθεση. «Μάλλον ξεκαθάρισμα λογαριασμών λένε…» επανέλαβε τα λόγια του είχε ακούσει στο τηλέφωνο κι ύστερα άρχισε τα σενάρια.

«Άγιος άνθρωπος ο πάτερ…» έλεγαν οι περίοικοι που δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι είχε συμβεί. Όλα τα είχε κάνει μικρός κι ύστερα ακολούθησε τον δρόμο του θεού. Παντρεύτηκε κι έκανε μια κόρη. Δραστήριος άνθρωπος. Βοηθούσε όπου μπορούσε, μιλούσε μ’ όλο τον κόσμο, έκανε δράσεις για την ενορία. Είχαν να λένε όλοι πως γύρισε τα παιδιά στην εκκλησία. Πήγαινε για paintball μετά την λειτουργία τα καλοκαίρια και τον χειμώνα για μπάσκετ στο κλειστό γυμναστήριο της περιοχής. Σεβάσμιος άνθρωπος. Κόντευε τα πενήντα, έτρεχε από δω κι από κεί, έκανε πράγματα και κανείς δεν είχε να του προσάψει τίποτα όλα αυτά τα χρόνια. Ούτε ένα παραστράτημα δεν είχε κάνει.

Πανέμορφη και σεμνή γυναίκα η παπαδιά, νοικοκυρά που βοηθούσε όσο μπορούσε τον άντρα της με την εκκλησία. «Αγαπημένο ζευγάρι. Μονιασμένο» είχαν πει οι γείτονες. Δεν τους είχε ακούσει κανένας να μαλώνουν, ούτε δικαίωμα είχαν δώσει ποτέ για να τους σχολιάσει η γειτονιά. Παράδειγμα προς μίμηση ήταν.

Το μόνο που ‘χαν να σχολιάσουν ήταν η αδερφή του. Μια μισότρελη γυναίκα που παραιτήθηκε απ’ τον στρατό και έφυγε για να ζήσει σε κάποιο χωριό μόνη της. Όλοι ήξεραν πως ο παπάς την στήριζε οικονομικά και πως πήγαινε συχνά να την δει μα εκείνη δεν τον ήθελε. Τα καλοκαίρια μόνο κρατούσε την κόρη του, για να φεύγει η μικρή από το αστικό τοπίο και να γνωρίσει κι άλλα πράγματα, πέρα απ’ την πόλη και το τσιμέντο της. «Αγαθή την λένε…» έκανε κάποια γειτόνισσα για να την συμπληρώσει μια άλλη «… και μόνο αγαθή δεν είναι. Διαόλου κάλτσα. Την ήξερα απ’ το σχολείο. Νεύρα, μόνο νεύρα. Έτσι την θυμάμαι».

Ήταν παλιό το σπίτι στο χωριό, χτισμένο την δεκαετία του ’40, μετά τον πόλεμο και την καταστροφή. Πενήντα οικογένειες έμεναν τότε εκεί. Ύστερα φύγανε για το εξωτερικό και για τις πόλεις. Ούτε εκατό άτομα δεν είχε πια. Το ‘χε αγοράσει το σπίτι η Αγαθή από ένα παλιό της συνάδελφο, όταν πέθανε ο πατέρας του. Στην ξεφτίλα πήρε το σπίτι και δυο χωράφια που ‘χε παραδίπλα. Δήλωσε την παραίτησή της και πήγε κι έβαλε περγαμοντιές στο χωριό. Ανέκαθεν ήταν λιπόσαρκη, μα γυμνασμένη. Στα είκοσι οχτώ της τα παράτησε όλα και έφυγε για το χωριό. Στην αρχή δεν την είχαν καταλάβει τι διάολος είναι. Κάποιος την είδε ένα καλοκαίρι στο χωράφι με ένα μαύρο αμάνικο και το νεκροτάμπελο κρεμασμένο στο λαιμό. Τρόμαξε ο άνθρωπος όταν συνειδητοποίησε πως ένα τόσο μικροκαμωμένο πλάσμα είχε τέτοια δύναμη που βάραγε με την αξίνα το χώμα κι ούτε που ίδρωνε. Εκείνα τα χρόνια δεν μιλούσε με κανέναν. Ύστερα έπιασε κουβέντες με τους γέροντες. Ενίοτε πήγαινε και στο καφενείο να πιεί κανένα κρασί.

Υπήρχαν διαστήματα που εξαφανιζόταν από το χωριό. Άλλες φορές για δυο μέρες, άλλες για δυο βδομάδες. Πλήρωνε εργάτες για να κάνουν όσα δεν μπορούσε να κάνει εκείνη. Είχε κυκλοφορήσει η φήμη πως ήταν άρρωστη, πως γι αυτό παράτησε την δουλειά της και πήγε να μείνει εκεί, πως έφευγε για να κάνει θεραπείες. Μόνη της την είχε κυκλοφορήσει την φήμη για την ραδιοθεραπεία.

Εκείνο το πρωί καθόταν στο τραπέζι της αυλής, κάτω απ’ τον παχύ ίσκιο μιας συκιάς και ρέμβαζε. Της τα είχαν προλάβει τα μαντάτα. «Δεν είχα σχέσεις με τον Νίκο… Ναι, έτσι τον έλεγαν τον πάτερ Θεόφραστο, τρομάρα του, πριν γίνει παπάς. Μόνο την ανιψιά μου κρατάω τα καλοκαίρια. Ανοιχτούς λογαριασμούς; Θα σας γελάσω. Κάποτε, ναι, σίγουρα είχε. Χουλιγκάνος ήταν στην εφηβεία του. Όχι… Όχι, δεν γνωρίζω. Εγώ ήμουν μικρή όταν χειροτονήθηκε. Ναι, έχουμε μεγάλη διαφορά. Η κόρη του; Δεν νομίζω να ξέρει κάτι. Θα την ρωτήσω και θα σας πω. Ναι. Δεν χρειάζομαι συλλυπητήρια, τα είπα πριν πολλά χρόνια στον εαυτό μου».

Γύριζε και ξαναγύριζε την συζήτηση στο μυαλό της η Αγαθή κι άκρη δεν ήθελε να βγάλει. Της φαινόταν πολύ κυνική η στάση της, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. Έτσι είχε συνηθίσει να είναι στην ζωή της. Από πριν φύγει απ’ το σπίτι. Από πριν πάει στο στρατό.

Τραγικές είπαν πως ήταν οι φιγούρες της αδερφής και της κόρης του παπά, που ‘χαν ντυθεί στα μαύρα και στεκόντουσαν μπροστά στον τάφο καθώς του έλεγαν το τελευταίο αντίο. Μια φορά τις είδαν. Εκείνη την ημέρα μόνο. Έκτοτε δεν εμφανίστηκαν. Ούτε μνημόσυνο του έκαναν. «Άθεη είναι η αδερφή του» είπαν στη γειτονιά. «Βγήκε απ’ το δρόμο του θεού γι αυτό και τα ‘χασε όλα» μουρμούρισαν από δω κι από κει. Γύρισαν πίσω στο χωριό για να βγάλουν το καλοκαίρι.

Είχε αποτραβηχτεί στον εαυτό της η Αγαθή εκείνες τις ημέρες και δεν μιλούσε ούτε και με την μικρή. Μόνο ένα απόγευμα, αρχές του Σεπτέμβρη, την έπιασε για να μιλήσουν. Χαμένο ήταν το βλέμμα της στα δέντρα όπως και ο λογισμός της. «Θα γυρίσεις σπίτι;»

«Τι να γυρίσω να κάνω;» της απάντησε αδιάφορα η μικρή.

«Έχεις να βγάλεις κι ένα σχολείο, Αρετή. Τελευταία χρόνια φέτος».

«Έχει κι εδώ σχολείο».

«Και θα σηκώνεσαι αξημέρωτα;»

«Γιατί, τώρα δεν σηκώνομαι αξημέρωτα;»

«Και φροντιστήριο;»

«Έχει κι εδώ φροντιστήρια».

«Και θα ‘σ’ όλη τη μέρα στους δρόμους και το τρέξιμο;»

«Ας είμαι. Πίσω δε γυρνάω».

«Θα ‘ναι ζόρι. Ειδικά όταν θα λείπω».

«Ας είναι, θεία. Ας είναι».

«Οι φίλοι σου;»

«Δεν έχω φίλους».

«Αγόρι;»

«Θεία;»

«Θα έλεγα τώρα τίποτα για τις προγαμιαίες σχέσεις, τον καλό χριστούλη και τα πιστεύω των δικών σου αλλά έχε χάρη» μουρμούρισε μέσα απ’ τα δόντια της η Αγαθή πριν σηκωθεί απ’ το τραπέζι. Χάθηκε μέσα στο σπίτι για να γυρίσει πέντε λεπτά αργότερα με άρβυλα, στρατιωτικό παντελόνι και αμάνικο. «Θα βγεις;» την ρώτησε η μικρή.

«Θα βγω να τρέξω. Θα ‘ρθεις;»

«Αν με περιμένεις».

«Καταδρόμι σ’ έχω κάνει. Έχεις πέντε λεπτά» της είπε κοφτά και η Αρετή χώθηκε τρέχοντας στο σπίτι.

Πέντε λεπτά αργότερα βγήκαν απ’ την αυλή κι άρχισαν να τρέχουν στον κεντρικό δρόμο του χωριού που ήταν ραγισμένος και σακατεμένος απ’ τα νερά της βροχής και την ελλειπή συντήρηση. Βγήκαν στο σταυροδρόμι κι έστριψαν προς το λόγγο. Ανηφόρισαν αμίλητες τον χωματόδρομο, ανάμεσα στα πουρνάρια και τις κουμαριές μέχρι που βγήκαν στην κορφή, στον τεράστιο βράχο που δέσποζε επιβλητικά πάνω απ’ το μικρό πευκόδασος. Κάθισε η μικρή στην άκρη του γκρεμού, έκλεισε τα μάτια της και ξάπλωσε στην πέτρα. «Μ’ έπιανε η στεναχώρια άλλα χρόνια τέτοιες μέρες που ‘πρεπε να φύγω» ψιθύρισε η μικρή.

«Κατάθλιψη θα σε πιάσει όταν έρθει ο χειμώνας και δεν θα ‘χεις τίποτα να κάνεις».

«Θα έχω την ρουτίνα μου. Εγερτήριο, γυμναστική, μπάνιο, σχολείο, φαγητό, φροντιστήριο, διάβασμα, ύπνο».

«Θα σου λείψει η πόλη».

«Τα τζιτζίκια θα μου λείψουν και οι γρύλλοι και η ζέστη».

«Θα φύγει ο γαρμπής και θα ‘ρθουνε βοριάδες. Είσαι σίγουρη, μικρή, πως θέλεις να μείνεις εδώ; Εγώ δεν έχω πρόβλημα…»

«Να γυρίσεις στην πόλη;» την διέκοψε χαμογελώντας η Αρετή.

«Ναι…» μουρμούρισε ξεψυχισμένα η Αγαθή.

«Δεκαπέντε χρόνια λείπεις από εκεί. Αν ήταν να γυρίσεις θα το έκανες στα είκοσι οχτώ σου, όχι στα τριάντα τρία».

«Ούτε και πρόκειται να γυρίσω να δω τους ημίαιμους σκυλάνθρωπους της πόλης που κανιβαλίζουν ακόμη και τους εαυτούς τους. Ούτε μισό νοικοκύρη από δαύτους δεν θέλω να ξαναδώ. Ούτε αυτούς, ούτε τον μικρόκοσμό τους, ούτε τον θεό τους».

«Τι σου έκαναν;»

«Δεν έχει σημασία».

«Γι αυτό το παιδί που ήσασταν μαζί δεν έφυγες;» συνέχισε τις ερωτήσεις δειλά η Αρετή.

Κάθισε δίπλα της η Αγαθή κι έστρεψε το βλέμμα της προς τον ήλιο που άρχισε να χάνεται πίσω απ’ τα βουνά στον ορίζοντα. «Κάποια στιγμή θα σου την πω την ιστορία. Όχι ακόμη».

«Γιατί;»

«Γιατί νυχτώνει κι έχουμε τέσσερα χιλιόμετρα για να κατέβουμε κάτω».

«Υπεκφεύγεις».

«Αναπόφευκτα».

«Υπόσχεσαι πως θα μου πεις;» ρώτησε χαμογελώντας η μικρή.

«Στο υπόσχομαι. Σήκω τώρα».

Ήταν ξάστερο εκείνο το βράδυ και φυσούσε ένας ζεστός νοτιάς που έφερνε την μυρωδιά του χώματος και των δέντρων στην αυλή τους. Κάθισαν παρέα μέχρι τις δέκα κι ύστερα η Αρετή αποσύρθηκε. Δεν είχε ύπνο η Αγαθή εκείνο το διάστημα. Είχε μέρες που δεν κοιμόταν, που ξημέρωνε στην αυλή, που ‘νιωθε το μυαλό της να καταρρέει κι έπιανε τον εαυτό της να κλείνει τα μάτια για στιγμές που κρατούσαν λίγα λεπτά. Την σήκωνε τα πρωινά η Αρετή για να βγούνε να τρέξουν και να κάνουν γυμναστική.

Προσαρμόστηκε χωρίς καμία δυσκολία η Αρετή στο νέο σχολείο και τον νέο πρόγραμμα. Είχε βρει τις άκρες της πριν αρχίσουν οι πρώτες βροχές και η Αγαθή την έβλεπε και την χαιρόταν. Είχε φύγει ο μισός Οκτώβριος αλλά δεν είχε βρει ηρεμία το μυαλό της και δεν κατάφερνε να κοιμηθεί παρά μόνο μερικές ώρες, όποτε και όταν ένιωθε πως το μυαλό της θα κατέρρεε.

Ένα απόβραδο παρασκευής γέμισε την σόμπα με ξύλα, άνοιξε ένα μπουκάλι με κρασί και κάθισε μόνη στο σαλόνι του σπιτιού. Παράταιρα φάνταζαν τα μοντέρνα έπιπλα σ’ εκείνο το παλιό σπίτι. Λίγο μετά τις δέκα βγήκε η Αρετή από το δωμάτιό της για να κάνει μπάνιο. «Θυμάσαι μια υπόσχεση που σου ‘χα δώσει;»

«Ναι…» μουρμούρισε η μικρή κοιτάζοντάς την με απορία.

«Θα ξενυχτήσουμε απόψε».

«Θεία, έγινε κάτι;»

«Ψάχνει να βρει λίγη γαλήνη το μυαλό μου, μικρή. Πήγαινε για μπάνιο και θα σου πω. Μέχρι να βγεις, θα το ‘χω βρει το κουράγιο».

«Θεία, είσαι καλά;» ρώτησε η Αρετή κι ύστερα κάθισε δίπλα της. Έγνεψε αρνητικά η Αγαθή. Της έδωσε ένα ποτήρι και το γέμισε. Απόκοσμο ήταν το ύφος της, εκείνο που είχε συνηθίσει από χρόνια να βλέπει στον καθρέφτη. «Στις είκοσι πέντε φεύγουμε μαζί για Ιταλία. Για πέντε μέρες. Θα πάμε στο Μπάρι με καράβι κι από εκεί στην Νάπολη οδικώς…»

«Τι να κάνουμε στην Ιταλία ρε θεία;»

«Έχω δουλειά εκεί».

«Τι δουλειά; Εξαγωγή περγαμόντου στους Ιταλούς;» μουρμούρισε η Αρετή κι έπειτα γέλασε μόνη της με το αστείο της.

«Έχω κλείσει ένα συμβόλαιο…»

«Οχτώ στρέμματα περγαμόντο για εξαγωγή».

«Όχι. Κάποιος έχει γίνει βραχνάς και πρέπει να βγει από την μέση».

«Τι;» έκανε σηκώνοντας το φρύδι της η Αρετή.

«Μισθοφόρος είμαι, κούκλα μου. Τα δέντρα είναι το χόμπι μου» της απάντησε με στόμφο η Αγαθή και η μικρή έβαλε τα γέλια ξανά. «Έλα ρε θεία, δεν με τρολλάρεις έτσι!» συνέχισε αλλά όσο έβλεπε το ύφος της Αγαθής να μην αλλάζει, τόσο άρχιζε να πιστεύει πως η θεία της δεν αστειευόταν καθόλου.

«Σοβαρά; Πες» έκανε η Αρετή.

«Σοβαρά».

«Δηλαδή τι; Σκοτώνεις κόσμο;» συνέχισε με φωνή που έτρεμε η μικρή.

«Ναι, τα τελευταία πέντε χρόνια».

«Δεν σε πιστεύω».

«Τον πατέρα σου, την μάνα σου και τον θείο… Χα! Στον παρουσίασαν και για θείο τον Λιάκο, τον πρεζομοναχό, τον γαμιά του πατέρα σου… Ποιος νομίζεις ότι τους φύτεψε από μια σφαίρα στο κεφάλι; Κανένας ξέμπαρκος…»

«ΔΕΝ ΣΕ ΠΙΣΤΕΥΩ!» ούρλιαξε με όλη της την δύναμη η Αρετή πριν λιποθυμήσει στον καναπέ.

«Δεν ζήτησα να με πιστέψεις. Να με ακούσεις ζήτησα» μονολόγησε η Αγαθή κοιτάζοντας το ποτήρι της. Το κατέβασε όλο μονομιάς κι ύστερα πήρε την μικρή στα χέρια της και την πήγε το δωμάτιό της. Γύρισε στο σαλόνι και πήρε ένα χαρτί που είχε νωρίτερα παρατήσει πάνω στο τραπέζι. Το κοίταξε αναστενάζοντας και ύστερα πήγε να συνεφέρει την μικρή.

«Ηρέμησε. Είσαι στο δωμάτιό σου» της είπε όταν άνοιξε τα μάτια της και της έδωσε το χαρτί.

«Τι είναι αυτό;»

«Τεστ DNA».

«Τεστ τι;»

«Αυτό είναι ένα κωλόχαρτο που αποδεικνύει πως η μάνα σου είμαι εγώ. Αν δεν το πιστεύεις μπορούμε να το κάνουμε και αυτή την φορά θα είναι εν γνώσει σου…»

«Τι λες;» την διέκοψε η μικρή ζαλισμένα.

«Γιατί δεν μου είπες ποτέ τι σου έκαναν;» συνέχισε η Αγαθή. Έβραζαν τα μάτια της μα το πρόσωπό της ήταν παγερά ανέκφραστο. «Γιατί δεν μου μίλησες;»

«Να σου πω τι;» μουρμούρισε η μικρή που ‘χε αρχίσει να δακρύζει.

«Να μου πεις ότι ο κωλάνθρωπος, ο πατέρας σου, έκανε αυτό που έκανε! Αυτό που έκανε και σε μένα! Που αν μπορούσα τώρα θα του ανατίναζα και το μνήμα που του ‘χτισα!» αγρίεψε η Αγαθή.

Έβαλε τα κλάματα η μικρή και η Αγαθή την αγκάλιασε. «Σώπα κούκλα μου. Δεν θα σε πειράξει κανείς ξανά. Δεν θ’ αφήσω κανέναν να σε πειράξει».

«Γιατί;»

«Γιατί φοβόμουνα, γιατί δεν ήξερα, γιατί δεν μπορούσα να κάνω κάτι νωρίτερα».

«Που… Που ήσουν τόσα χρόνια;»

«Έψαχνα να βρω κουράγιο».

«Αφού… Αφού είπες ότι… Είπες…» τραύλιζε μέσα στους λυγμούς της η μικρή.

«Φοβόμουν. Τον φοβόμουν τον Νίκο. Ασκούσε εξουσία πάνω μου. Δεν ήξερα αν είχε αλλάξει ή όχι. Αυτό πίστευα. Είχα τον νου μου όμως. Δεν του είχα εμπιστοσύνη. Ήλπιζα ότι αν γινόταν κάτι θα μου μιλούσες. Αλλά όχι… Όχι. Την ίδια εξουσία άσκησε και σε εσένα…»

«Πως…»

«Δεν θυμάμαι» έκανε κοφτά η Αγαθή κι ύστερα άνοιξε το συρτάρι της μικρής. «Το τσιγάρο που ‘χεις κάτω απ’ τα στρινγκ είναι προκοπής ή θα μπετώσουμε;» την ρώτησε πονηρά και το κλάμα της Αρετής κόπηκε μαχαίρι.

«Που… Που το ξέρεις;» τραύλισε εκείνη με φόβο.

«Από εκεί πήρα χαμπάρι πως κάτι γίνεται. Εγώ κοβόμουν, εσύ χασίς… Καλά είμαστε και οι δύο».

«Καλό είναι» μουρμούρισε η μικρή σκύβοντας το κεφάλι.

«Το καλό που σου θέλω να ‘ναι προκοπής. Γιατί αν δεν, θα πάω και θα βρω αυτόν που σου δίνει και θα του λιανίσω τα παΐδια» είπε κοφτά μα της ξέφυγε ένα χαμόγελο. Χάιδεψε το μάγουλο της Αρετής κι εκείνη την κοίταξε. «Έλα μέσα να μιλήσουμε. Φέρε και το τσιγάρο. Εγώ δεν είμαι πατέρας σου. Δεν έχω τέτοια προβλήματα. Φέρε και τα κανονικά. Ίσως να κάνω κι εγώ κανένα» της είπε πριν σηκωθεί από το κρεβάτι.

Κάθισε στο σαλόνι και γέμισε το ποτήρι της με κρασί. Είχε ξεμείνει πια από ψέματα και δικαιολογίες. «Δεν θυμάμαι πότε άρχισαν όλα. Νομίζω πως πάντα γινόταν…» ψέλλισε η Αγαθή όταν είδε την μικρή να κάθεται οκλαδόν στον καναπέ και ν’ ανάβει το τσιγάρο της.

«Θες;» έκανε η μικρή.

«Φέρε» της απάντησε κι ύστερα πήρε το τσιγάρο. Τράβηξε μια βαθιά τζούρα, μισόκλεισε τα μάτια της και κοίταξε την σόμπα που έκαιγε δυνατά. «Ο φόβος ήταν το χειρότερο απ’ όλα. Ο φόβος. Αυτό τον φόβο πάλευα σ’ όλη μου τη ζωή. Με το κατακάθι της κοινωνίας, τον τραγόπαπα τον πατέρα σου, είχαμε δεκατρία χρόνια διαφορά. Είχε ήδη βρει την χαμούρα την γυναίκα του όταν μπήκα στην εφηβεία. Παπάς. Σίγουρα λεφτά. Έτσι έλεγε. Σκατάνθρωπος. Μια τελειωμένη πρεζού ήταν. Στα ίδια ακριβώς σκατά και η άλλη. Κατάχρηση στην κατάχρηση. Είχε κόψει ένα διάστημα το όλο μεταξύ μας. Αναθάρρεψα. Έπεισα στον εαυτό μου πως δεν θα γινόταν ξανά. Έβαλε και την γκόμενα στο κόλπο το πουστόπαιδο…»

Κρακ. Το ποτήρι στα χέρια της Αγαθής διαλύθηκε μέσα στην γροθιά της. Τα μάτια της αντανακλούσαν την φωτιά της σόμπας. Είχε κοκκινίσει ολόκληρη κι έσφιγγε τα δόντια της. «Δεν έβρισκαν λεφτά για πρέζα. Μάντεψε τι έκαναν. Μια φορά πήγα να μιλήσω και με τσουβάλιασαν στο ξύλο. Ένα βράδυ που γυρνούσα απ’ έξω μου την έπεσαν με άλλους δυο τελειωμένους φίλους του. Ξύλο. Αυτό το ξύλο το θυμάμαι ακόμα. Περαστικοί με μάζεψαν. Που να μιλήσω εγώ, το στουρνάρι…»

«Το χέρι σου…» την διέκοψε η μικρή.

«Κοβόμουν για χρόνια, τον έχω ανάγκη τον πόνο» μουρμούρισε ατάραχα.

«Θες το τσιγάρο;»

«Μπα…» είπε κι ήπιε κρασί απ’ το μπουκάλι. «Μ’ άφησε έγκυο το καθίκι που να μην βρίσκει ηρεμία στον τάφο του. Με σακάτεψε ο παππούς σου στο ξύλο. Η γιαγιά σου θεωρούσε αμαρτία να ρίξω το παιδί. Σε κράτησα. Εγώ, στα δεκαπέντε μου δεν θα μπορούσα να σε μεγαλώσω. Ακόμη δεν κατάλαβα πως με κατάφεραν να σ’ αφήσω στον πατέρα σου. Ύστερα έφυγα και τα έθαψα όλα μέσα μου. Γύρναγαν συχνά – πυκνά οι εικόνες για να με στοιχειώσουν. Είπα πως θα το παλέψω. Πως δεν θα τ’ αφήσω να με πάρει από κάτω. Πέτυχα αυτό που ήθελα. Καλή σχολή, μόνιμη δουλειά, μακριά απ’ το σπίτι, τον φόβο και τον πόνο. Τσιγάρο».

Της έδωσε το τσιγάρο η μικρή κι έκανε μια – δυο τζούρες ακόμη. Το επέστρεψε κι ύστερα σηκώθηκε. Πήγε στην κουζίνα, έβγαλε τα γυαλιά απ’ το χέρι της, το έπλυνε και το μόνταρε πρόχειρα με γάζες. «Είχα υποσχεθεί πως θα έπαιρνα εκδίκηση» μουρμούρισε από την κουζίνα.

«Κι εγώ… Και δεν πρόλαβα…» μονολόγησε η Αρετή.

«Ούτε αυτοί πρόλαβαν να κάνουν τίποτα» απάντησε η Αγαθή γελώντας παρανοϊκά.

«Σ’ ευχαριστώ…» ψιθύρισε η μικρή.

«Καταδρόμι μου; Κατέβηκα την υδρορροή απ’ την ταράτσα μέχρι τον δεύτερο και μπήκα στο σπίτι από το μπαλκόνι» της απάντησε ενώ επέστρεφε στην θέση της.

«Πόνεσαν;»

«Δολοφόνος, ναι, είμαι. Σαδίστρια δεν είμαι».

«Πως;»

«Θα σου πω…» έκανε πριν ανάψει ένα κανονικό τσιγάρο και πιάσει την αφήγηση εκείνου του βραδιού.

Το ‘χε πάρει από καιρό απόφαση η Αγαθή πως θα σκότωνε τον αδερφό της. Τα είχε κανονίσει όλα και έψαχνε την κατάλληλη ευκαιρία. Έφυγε μόλις κοιμήθηκε η Αρετή εκείνο το βράδυ. Είχε προνοήσει να αφήσει πιο μακριά το αυτοκίνητό της για να μην την ξυπνήσει ο θόρυβος της μηχανής. Φόρεσε μαύρα κολλητά ρούχα, γάντια, μπότες, φόρτωσε τον εξοπλισμό της σε ένα σάκο κι έφυγε.

Τσέκαρε την περιοχή όταν έφτασε. Έκανε μια βόλτα και πήγε και παράτησε το αυτοκίνητο σε κάποιο πολυσύχναστο δρόμο. Κατέβηκε, πήρε τον σάκο και πήγε στην γειτονιά όπου έμενε ο αδερφός της. Μπήκε σε μια διπλανή πολυκατοικία, ανέβηκε στην ταράτσα και πήδηξε μερικά μπαλκόνια για να φτάσει στην ταράτσα της πολυκατοικίας. Άκουσε φωνές και κάθισε λίγο εκεί να αφουγκραστεί. Κατάλαβε πως ήταν κάποιοι σουρωμένοι που δεν θα την έπαιρναν καν χαμπάρι. Έβαλε την κουκούλα της, πήρε το CZ της κι ένα μαχαίρι και άρχισε να κατεβαίνει την υδρορροή. Έφτασε στο μπαλκόνι του δευτέρου. Με πολύ προσοχή ξεκαβάλησε το κάγκελο. Την βόλεψε το ψιλόβροχο που έπεφτε και ο κακός φωτισμός του δρόμου. Το παράθυρο ήταν πάντα ανοιχτό. Αθόρυβα μπήκε στο σπίτι. Άνοιξε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας και τους είδε εκεί, ξαπλωμένους, λιώμα. Βρώμαγε ιδρώτα και αλκοόλ το δωμάτιο. Έβαλε τον γεμιστήρα στο πιστόλι και έριξε στον φίλο του αδερφού της, τον μοναχό. Μια σφαίρα στο κεφάλι. Τους ξύπνησε έτσι. Δεν πρόλαβαν να ουρλιάξουν. Είδαν μόνο την μασκοφορεμένη φιγούρα να τους κάνει νόημα να σωπάσουν. Άηχο ήταν το κλάμα τους. Τους έβαλε να καθίσουν στα γόνατα. Στάθηκε απέναντί τους και έβγαλε την κουκούλα.

«Πολύ καλησπέρα σας» είπε χαμογελαστά η Αγαθή.

«Μαλακισμένο πλάσμα θα σε γαμήσω μέχρι να πεις αλληλούια» ψιθύρισε μέσα απ’ τα δόντια του ο Νίκος και η Αγαθή γύρισε στην γυναίκα του που μυξόκλαιγε. «Έχω την προσοχή σου;» τον ρώτησε μα δεν περίμενε απάντηση. Την πυροβόλησε εξ’ επαφής ανάμεσα στα μάτια.

«Τώρα; Έχω την προσοχή σου;» συνέχισε χαμογελώντας.

«Τι θες;» τραύλισε κι ύστερα άρχισε να δακρύζει.

«Να αποφασίσω αν είναι προτιμότερο να σ’ αφήσω σακάτη ή να σε σκοτώσω μία και καλή».

«Αγαθή…»

«Δεν με βοηθάς, τράγο…»

«Σε παρακαλώ…»

«Την κάνω χρόνια την δουλειά. Μπορώ άνετα να σ’ αφήσω χωρίς χέρια και χωρίς πόδια. Ή χωρίς πουλί. Ή χωρίς κεφάλι. Χμ… Ή με ακέφαλο πουλί. Δεν ξέρω. Καλό μου ακούγεται και αυτό και πραγματικά αμφιταλαντεύομαι εδώ πέρα» του απάντησε περιπαικτικά.

«Θα με σκοτώσεις;»

«Προφανώς. Περιμένω ν’ αρχίσεις να προσεύχεσαι για τις αμαρτίες σου. Να φωνάξεις δεν προλαβαίνεις. Να κερδίσεις χρόνο μόνο μπορείς».

«Τι να κάνω για να επανορθώσω, Αγαθή;»

«Την προσευχή σου. Μπορεί να σε σώσει ο κολλητός σου, ο θεούλης» του απάντησε χαμογελώντας.

«Πιστεύω εις ένα Θεό…» πρόλαβε να πει ο παπάς πριν του τινάξει τα μυαλά η Αγαθή. «Πίστευε, και μη ερεύνα, πάτερ».

Έκλεισε τα παράθυρα του σπιτιού η Αγαθή, κατέβασε τα παντζούρια, ενεργοποίησε τον συναγερμό και έφυγε από το σπίτι, σαν κυρία, από την πόρτα. «Σκατά» μουρμούρισε όταν είδε το φώς του μπλε φάρου να γεμίζει τους τοίχους της πιλοτής. «Ένας φάρος. Δύο ή τρεις αν είναι περιπολικό. Περισσότεροι με ημιαυτόματα αν δεν είναι. Σκατά, γαμώτο μου, σκατά, έπρεπε να τους φάω έξω» είπε στον εαυτό της βιαστικά κι ύστερα ανέβηκε την σκάλα μέχρι τον ημιόροφο. «Σε βοήθησε, τελικά, ο θεός σου, τράγο;» είπε καγχάζοντας κι ύστερα αφουγκράστηκε το παράθυρο του φωταγωγού. Άκουσε ποδοβολητό. «Υπόγειο, Αγαθή» συνέχισε τον συνειρμό της. Ανέβηκε με τα πόδια στον πρώτο και πήρε το ασανσέρ για το υπόγειο. Το έστειλε τυχαία στον τρίτο και στάθηκε στα πρώτα σκαλιά για να επιτηρεί. Είχε τακτικό πλεονέκτημα και σφαίρα στην θαλάμη του CZ.

Λίγα λεπτά αργότερα, ενώ κρατούσε την ανάσα της, είδε το περιπολικό να απομακρύνεται. Έδωσε ένα λεπτό στον εαυτό της και βγήκε σαν κυρία από την πολυκατοικία. Περπάτησε προς το αυτοκίνητο όταν θυμήθηκε πως είχε ξεχάσει τον σάκο με τα σύνεργα που δεν χρησιμοποίησε στην ταράτσα. «Γά-μώ-τό-μού!» είπε κι ύστερα άρχισε να αναθεματίζει οποιαδήποτε γνωστή θρησκεία της περνούσε από το μυαλό.

«Είσαι τρελή… Τρελή…» μουρμούρισε χαμογελώντας η Αρετή.

«Επαγγελματίας τρελή».

«Γιατί;»

«Έπρεπε να το κάνω. Όταν πήρα χαμπάρι πως σε πείραξε, τσάκισε το μυαλό μου».

«Τόσα χρόνια… Τόσος πόνος… Γιατί;»

«Δεν ξέρω, κόρη μου. Δεν ξέρω αν υπάρχει κάποιο σχέδιο, αν έπρεπε να το ζήσω, αν ο θεός του πατέρα σου είναι ένα σαδιστικό καθίκι που γουστάρει να βασανίζει τα παιδιά του με τους ειδεχθέστερους τρόπους ή αν απλά δεν υπάρχει. Αυτό που ξέρω είναι ότι μέσα σε πέντε λεπτά έβγαλα τον εαυτό μου από την μιζέρια που ζούσα».

«Πονάει;»

«Συνηθίζεις».

«Ή το αρνείσαι».

«Πόσα χρόνια, Αρετή;»

«Όχι χρόνια. Φορές. Δύο φορές. Στα δεκατέσσερα. Της άνοιξα το κεφάλι με το πορτατίφ. Μετά με απέφευγε…»

«Η πρεζού;»

«Και ο πατέρας. Από προπερσι το παίζαμε ευτυχισμένη οικογένεια».

«Γιατί δεν μίλησες;»

«Εσύ, Αγαθή, γιατί δεν μίλησες;»

«Γιατί δεν είχα κάποιον να μιλήσω. Βλέπεις όλοι σκιζόντουσαν για το τι κάνουμε στο σπίτι μας, τι ώρα γυρνάμε, αν κυκλοφορούμε με κάποιον ή αν φορέσαμε κάτι που προκαλεί, αλλά κανείς δεν επενέβη για να λύσει ένα πρόβλημα. Κανείς δεν φώναξε την αστυνομία όταν άκουσε ουρλιαχτά. Κανείς δεν έκανε τίποτα για να αποτρέψει μια κατάσταση που ρίζωσε και διαιωνίστηκε».

«Τι θα κάνουμε;»

«Έχω την ζωή μου. Όσο άσχημη, επικίνδυνη, ανήθική ή οτιδήποτε άλλο μπορεί να είναι, είναι δική μου. Δεν θέλω να την αλλάξω. Μόνο αυτό έμαθα να κάνω. Θέλω να έρθεις μαζί μου για να δεις τι γίνεται. Ούτε για να μ’ ακολουθήσεις, ούτε για να με αποδεχτείς, ούτε για να με συμπαθήσεις. Για να ξέρεις. Να ξέρεις ότι κάποια μέρα μπορεί οι χωριανοί να μην με δούν να επιστρέφω και να πουν πως με νίκησε ο καρκίνος. Καρκίνος, βέβαια, είναι κι αυτό που κάνω αλλά ας όψεται…»

«Θα μου πάρει καιρό να σε φωνάξω μαμά πάντως, να το ξέρεις» σχολίασε με μισόκλειστα μάτια η Αρετή κι ύστερα ξάπλωσε στον καναπέ.

«Συνήθισα το θεία» απάντησε αδιάφορα η Αγαθή και σώπασε για λίγο. «Θα σου πω και κάτι τελευταίο που ίσως να μην εγκρίνεις».

«Πες».

«Τον πατέρα σου τον γλίτωσα. Πείραξε την πιτσιρίκα ενός τύπου που είναι άγρια δικτυωμένος. Ο πελάτης μου, αυτός που μου δίνει τις δουλειές τέλος πάντων, πρώτη φορά μου μίλησε για τόσο μεσαιωνικά πράγματα. Δέκα εφτά χιλιάδες πατώματα βαθιά στην κόλαση θα τον έχωναν. Το καλό είναι πως βγήκε από τη μέση. Το κακό είναι πως έχασα δέκα χιλιάρικα».

«Τον σκότωνα και τζάμπα» σχολίασε γελώντας η Αρετή.

«Μικρή, σε έστειλε;»

«Αύριο θα είναι όλα ένα όνειρο».

«Σήκω να σε πάω στο κρεβάτι σου. Φεύγουμε για Ιταλία σε δέκα μέρες κι έχουμε δουλειά μπροστά μας».

Φωτογραφία

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s