Ήταν εννιά και δέκα το βράδυ όταν ο Νικόλας Ασημακόπουλος γύρισε σπίτι του, πέταξε τον χαρτοφύλακα στον καναπέ και έλυσε την γραβάτα του. Άναψε ένα φωτιστικό δαπέδου στα τυφλά και κοίταξε την κλειστή πόρτα του παιδικού δωματίου. «Διαβάζει» συλλογίστηκε ο Νικόλας και χαμογέλασε στον εαυτό του. Κάθισε στον καναπέ, έπιασε μια παλιά κιθάρα στα χέρια του κι άρχισε να χτυπά απαλά τις μεταλλικές χορδές. Έτσι συνήθιζε να χαλαρώνει όταν το άγχος την δουλειάς διέλυε το στομάχι του.
Μερικά λεπτά αργότερα, μια γνώριμη μυρωδιά τίναξε κάθε νεύρο που υπήρχε στην μύτη του. Του πήρε μερικά δευτερόλεπτα για να καταλάβει την προέλευσή της και μία μόνο στιγμή για να ζήσει νοερά την καλύτερη και συνάμα χειρότερη ανάμνησή του. Σηκώθηκε απότομα από τον καναπέ και πήγε στο παιδικό δωμάτιο.
Άνοιξε την πόρτα με φόρα και μπήκε στο υποφωτισμένο μοβ δωμάτιο για να δει την Νάντια, ξαπλωμένη στο κρεβάτι με τα μαύρα της ρούχα, να κοιτάζει το ταβάνι καπνίζοντας ένα στριφτό τσιγάρο. Κούνησε μερικές φορές το κεφάλι του, προσπαθώντας να αποβάλει εκείνο το συναίσθημα οργής που τον πλημμύριζε κι έκλεισε την μουσική.
«Hello?! Ιδιωτικός χώρος! Ξέρεις τι είναι αυτό;» του φώναξε η Νάντια καθώς σηκωνόταν από το κρεβάτι και τον κοίταζε θυμωμένα.
«Ξέρω» της απάντησε όσο πιο ήρεμα μπορούσε ο Νικόλας. «Όπως επίσης ξέρω και τι είναι αυτό που κρατάς στο χέρι σου» συνέχισε την σκέψη του.
«Τσιγάρο είναι και μην αρχίζεις το κήρυγμα» του απάντησε δήθεν αδιάφορα η Νάντια που προσπαθούσε να κρύψει τον πανικό της.
«Τσιγάρο έ;» ρώτησε ο Νικόλας κι έπειτα ξέσπασε. «Αυτό, καλή μου, είναι το πρώτο σκαλοπάτι σε μια σκάλα που σχεδόν πάντοτε καταλήγει στο κενό. Θες να πεθάνεις; Κάντο!» της φώναξε δείχνοντας το τσιγάρο που κρατούσε στα χέρια της.
Η Νάντια πήγε και στάθηκε μπροστά του. Δεν τον έφτανε στο ύψος, έκλεινε τα δεκαεφτά και σίγουρα αν την έβλεπες θα την χαρακτήριζες μικροκαμωμένη. Μόνο που το έντονο μακιγιάρισμα σε συνδυασμό με το κατακόκκινο μαλλί της και τον τρόπο που μιλούσε δεν πρόδιδαν την ηλικία της.
«Δεν σου πέφτει λόγος! Δεν είσαι ο πατέρας μου για να μου πεις τι θα κάνω!» ούρλιαξε η Νάντια κι ο Νικόλας, σκυφτός, βγήκε από το δωμάτιο σε μια προσπάθεια να εκτονώσει την κατάσταση και να μην μαλώσει με την θετή του κόρη.
«Ακούς; Δεν είσαι ο πατέρας μου!» συνέχισε η Νάντια και βρόντηξε την πόρτα του δωματίου της.
«Το ξέρω πως δεν είμαι ο πατέρας σου. Ξέρω πως δεν θα γίνω ποτέ γιατί δεν ξέρω τον τρόπο. Ούτε τι πρέπει να πω, ούτε τι πρέπει να κάνω» συλλογίστηκε θλιμμένα ο Νικόλας καθώς καθόταν στον καναπέ.
Ούτε δύο λεπτά δεν είχαν περάσει όταν η Νάντια βγήκε από το δωμάτιο κι ο Νικόλας, κοιτάζοντάς την με θλίψη, καθάρισε την φωνή του και την παρακάλεσε να καθίσει να συζητήσουνε.
«Να κάτσω να πούμε τι;» τον ρώτησε κοφτά η Νάντια και σταύρωσε τα χέρια της.
«Κατ’ αρχάς, σου οφείλω μια συγνώμη για την εισβολή που έκανα στο δωμάτιό σου και για τον τρόπο μου» της είπε ξεφυσώντας ο Νικόλας.
«Δεν γίνεται δεκτή. Εγώ πρέπει να σ’ ευχαριστήσω που με μάζεψες, που με έντυσες και που απέτυχες να αναλάβεις τον ρόλο του γονιού» του απάντησε εκείνη και κίνησε προς την πόρτα του σπιτιού. Έπιασε το πόμολο, γύρισε προς τον Νικόλα, τον κοίταξε με λύπηση και άνοιξε την πόρτα.
«Καλησπέρα και αντίο» είπε κοφτά πριν βγει από το σπίτι.
Ο Νικόλας, πετάχτηκε αμέσως από τον καναπέ και την ακολούθησε, μόνο που η Νάντια είχε ήδη μπει στο ασανσέρ και κατέβαινε κάτω.
«Όχι» σκέφτηκε ο Νικόλας. «Όχι, δεν θα το αφήσω έτσι, δεν θα σου κάνω ότι μου έκαναν εμένα» μονολόγησε καθώς έτρεχε αδέξια στις σκάλες της πολυκατοικίας.
Η Νάντια είχε ήδη βγει στο δρόμο όταν ο Νικόλας κατέβηκε τα τελευταία σκαλοπάτια. «Νάντια!» της φώναξε κι εκείνη γύρισε προς το μέρος του, περνώντας τον δρόμο με την όπισθεν. «Δεν είσαι ο πατέρας μου!» του φώναξε η Νάντια και η άκρη του ματιού του Νικόλα έπεσε στον δρόμο.
Η οδηγός του μπλε αυτοκινήτου φρενάρισε με όλη της την δύναμη μα η σύγκρουση με την Νάντια ήταν μοιραία. «Όχι» σκέφτηκε ο Νικόλας κι ένιωσε το μυαλό του να μουδιάζει. Έτρεξε προς το δρόμο και νοερά σημείωσε την πινακίδα του αυτοκινήτου που απομακρυνόταν από την Νάντια ενώ τα λάστιχά του ούρλιαζαν πάνω στην άσφαλτο. Οι κινήσεις του Νικόλα, σπασμωδικές. Καλεί ασθενοφόρο και αγκαλιάζει την αιμόφυρτη Νάντια.
«Νάντια μου; Ναντέζντα μου; Ελπίδα μου;» ρωτούσε και ξαναρωτούσε ο Νικόλας την αναίσθητη Νάντια για αρκετή ώρα.
«Όποιος θέλει να μάθει τι του επιφυλάσσει η ζωή, πρέπει πρώτα να καταφέρει να την ζήσει» ψιθύρισε ο Νικόλας στην διασωληνωμένη Νάντια και της έσφιξε το χέρι καθώς το ασθενοφόρο έσκιζε την νύχτα με τον διαπεραστικό ήχο της σειρήνας του.
Ώρες αργότερα, η Νάντια, που κοιμόταν σ’ ένα κρεβάτι στο νοσοκομείο, δεν θύμιζε σε τίποτα εκείνη την παράξενη έφηβη με τους μαύρους κορσέδες και τις μπότες από βινύλιο. Χάραζε κι ο Νικόλας στεκόταν στο πλευρό της, ένας άγρυπνος φρουρός που οι τύψεις δεν τον άφηναν να κοιμηθεί. Γύριζε στο μυαλό του την σκηνή του ατυχήματος και τις δικές του επώδυνες αναμνήσεις. Άφησε το χέρι της και σηκώθηκε από κείνη την παλιά πλαστική καρέκλα μόλις η πρώτη ηλιαχτίδα χτύπησε το παράθυρο του δωματίου. Βγήκε στο μπαλκόνι, άναψε την σκαλιστή του πίπα και χαμογέλασε. «Από τότε που ήταν μικρή της άρεσε που μύριζε όλο το σπίτι κεράσι όταν την άναβα» είπε ο Νικόλας στον εαυτό του κι έπειτα αναστέναξε. Γύρισε και την κοίταξε κι ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπε το πρόσωπό της να είναι απόλυτα γαλήνιο.
«Μια παλιά μου φίλη» άρχισε να της μιλάει με σταθερή φωνή ο Νικόλας, «συνήθιζε να λέει πως για να παίξουν δύο άτομα χρειάζεται να υπάρχει μεταξύ τους αρμονία. Αρμονία στην ζωή, στις σκέψεις και στις πράξεις. Στην συμβίωση, ακόμη και στον θάνατο. Μου ‘χε πει τότε, λίγο μικρότερος από σένα ήμουν, πως η αρμονία χρειάζεται ένα μοτίβο. Πως ακόμη κι αν παίζαμε διαφορετικά πράγματα, αν ακολουθούσαμε το ίδιο μοτίβο και τους ίδιους κανόνες, πάντοτε θα ακουγόμασταν αρμονικά.
»Μου είχε δείξει ένα άρπισμα στο πιάνο της και παίζαμε μαζί. Όταν σε πρωτοείδα στο ορφανοτροφείο να γρατζουνάς εκείνη την σαραβαλιασμένη και ξεκούρδιστη κιθάρα, θυμήθηκα την Γωγώ. Εκείνη την φίλη μου που με έμαθε να παίζω μουσική.
»Είχα, τότε, την κοπέλα μου, την φίλη μου την Γωγώ, τον κολλητό μου τον Αποστόλη και τους δικούς μου. Ζούσα σε μια διαλυμένη οικογένεια. Ο πατέρας μου άφησε έγκυο την μάνα μου όταν ήταν φαντάρος. Άλλες εποχές, άλλα μυαλά. Δεν αγαπήθηκαν ποτέ, αλλά τους τα έφερε έτσι η μοίρα κι έκαναν μαζί ένα παιδί. Ένα παιδί που μεγάλωσε μέσα σ’ ένα κλίμα αδιαφορίας, με μια αδιάφορη μητέρα που επαγγέλονταν οικιακά κι έναν εξίσου αδιάφορο κι αυταρχικό πατέρα, έναν μηχανικό αυτοκινήτων που ξόδευε τα περισσότερα λεφτά του στις γυναίκες. Κατάλαβες ποιες γυναίκες λέω.
»Έκανα πολλά χρόνια για να καταλάβω πως η Γωγώ είχε άδικο, εν μέρει. Η ζωή, ούτε κανόνες έχει, ούτε εξαιρέσεις. Για να βρεις την αρμονία πρέπει κάποιες φορές να ακολουθείς την ζωή κι άλλες να την οδηγείς εκεί που θέλεις.
»Ήμουν δεκάξι και δεν ήξερα τι ήθελα να γίνω. Ήμουν καλός στα μαθηματικά, είχα φωτογραφική μνήμη. Θυμάμαι πως έλυνα ασκήσεις σ’ ένα παλιό ξύλινο τραπεζάκι, καθισμένος οκλαδόν στο πάτωμα, πάντοτε παρέα μ’ ένα παλιό κασετόφωνο που έπαιζε τα τραγούδια του Πρίγκιπα. Τότε, ο Γιώτης θα ‘ταν σαράντα κι η Γιώτα τριάντα εφτά. Ήταν εκείνο το μεσημέρι που η Γιώτα έφτιαξε κεφτέδες και αρπάχτηκα με τον Γιώτη για τον Σιδηρόπουλο. Ήταν η τελευταία φορά που του επέτρεψα να σηκώσει χέρι πάνω μου.
»Το ίδιο απόγευμα, όχι, βράδυ μου φαίνεται πως ήταν, βγήκα με την Γωγώ· είχα μια σχετική λάσκα λόγω αδιαφορίας και η τότε κοπέλα μου ήταν μαντρωμένη στο σπίτι· κι αράξαμε έξω από μια παλιά εκκλησία. Εκείνη είχε χωρίσει και είχε πιεί, ήταν απαρηγόρητη. Έπιασε βροχή και φύγαμε, πήγαμε σπίτι της, έλειπαν οι δικοί της. Υιοθετημένη ήταν κι αυτή, σαν κι εσένα. Οι γονείς την δεν μπορούσαν να κάνουν παιδιά και την υιοθέτησαν στα πενήντα τους. Αποτέλεσμα μιας προαιώνιας ανάγκης του ανθρώπου να είναι σίγουρος πως έχει αφήσει κάτι πίσω του όταν το αναπόφευκτο τέλος θα τον βρει. Κάποιοι είναι τόσο δειλοί που αφήνουν μόνο παιδιά.
»Εκείνο το βράδυ λοιπόν, καπνίσαμε ένα τσιγάρο μαζί με την Γωγώ. Σαν και το δικό σου, ίδιο τσιγάρο. Εγώ άμαθος, χάθηκα. Εκείνη ήταν καλά. Άλλαξε η διάθεση μας. Δεν κατάλαβα πολλά. Οι αναμνήσεις μου από κείνο το βράδυ είναι αποσπασματικές και θολές, σαν να μην θέλησα ποτέ να τις κρατήσω. Δύο πράγματα είναι βέβαια. Πως η Γωγώ ήταν η πρώτη μου και πως γύρισα στο σπίτι χάραμα.
»Γύρισα και βρήκα τον Γιώτη να με περιμένει στο σαλόνι κρατώντας την ζώνη του στα χέρια. Δεν ξέρω που βρήκα το θάρρος και μιλήσαμε. Ήταν η μοναδική φορά που τον είδα χαρούμενο. Ήπιαμε καφέ και συζητήσαμε μέχρι που έφυγε για δουλειά. Η πρώτη και τελευταία φορά που συζήτησα με τον πατέρα μου.
»Έτσι, χώρισα με την κοπέλα μου και έμπλεξα σ’ ένα περίεργο παιχνίδι με την Γωγώ. Εγώ πάλευα να τελειώσω το σχολείο και να φύγω από το σπίτι κι εκείνη χανόταν μέσα σ’ εκείνο το σαθρό παραμύθι που είχε καταφέρει να εγκλωβίσει τον εαυτό της. Πόσες φορές την είδα λιώμα; Αμέτρητες. Ίσως λίγες περισσότερες απ’ όσες την είδα να χαμογελά.
»Έξι μήνες κράτησε το παραμύθι. Ένα πρωί του Απρίλη, η Γωγώ αποφάσισε να κάνει ένα τελευταίο ταξίδι, ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή. Έκανε μια ανάμειξη, αμάλγαμα το έλεγε γελώντας· τότε νομίζω πως σιχάθηκα αυτή τη λέξη· κι έφυγε. Από τύχη πέρασα έξω απ’ το σπίτι της και είδα το χαρτί και το καπάκι της κάσας. Μπήκα μέσα, φόρεσα ένα περιβραχιόνιο, τσάκισα. Την φίλησα μ’ ένα ψιθυριστό «καλό ταξίδι» κι έφυγα τρέχοντας από το σπίτι της, δεν άντεχα να μείνω εκεί.
»Πέρασα το μεσημέρι σ’ ένα αλσύλλιο, είχα ανάγκη να ξεφύγω για λίγο, να μην βλέπω κόσμο, να μην μιλήσω με κανέναν, να μην γυρίσω σπίτι. Γυρόφερνα στα δέντρα και στα μονοπάτια, μόνος, σκεφτικός, προβληματισμένος. Εκεί είδα και τον κολλητό μου με την πρώην κοπέλα μου. Δεν έχασε κανείς από τους δύο την ευκαιρία.
»Το κακό τρίτωσε όταν γύρισα σπίτι. Έβαλα μουσική, μπήκε ο πατέρας μου στο δωμάτιο, αλλά με πέτυχε σε πολύ άσχημη μέρα. Πιαστήκαμε στα χέρια, τον έριξα κάτω και μάζεψε το ξύλο της αρκούδας. Μας χώρισε η μάνα μου και τότε είδε το περιβραχιόνιο. Η συγνώμη από τα χείλη τους δεν ήταν αρκετή, το ποτήρι είχε ξεχειλίσει προ πολλού. Σηκώθηκα κι έφυγα απ’ το σπίτι και σ’ αντίθεση με εσένα, ποτέ δεν είπα αντίο.
»Εξήντα μέρες κι εξήντα νύχτες δύσκολες έπρεπε να περάσουν για να βάλω την ζωή μου σε μια τροχιά, για να αρχίσω να χτίζω κάτι καινούριο με τάξη. Δούλευα οικοδομή και έμενα σ’ ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι, ένα ερείπιο που στέγαζε εμένα και κάποιους τοξικομανείς. Έχασα την χρονιά στο σχολείο. Το καλοκαίρι βρήκα ένα δικό μου ερείπιο για να στεγάσω την μοναξιά μου. Παλιό σπιτάκι, όμορφο, φτωχό μα δικό μου. Μικρό το νοίκι, συνηθισμένος εγώ στην οικονομία, τα έβγαζα πέρα κι έβαζα και στην άκρη. Δούλεψα δυο χρόνια έτσι και έπειτα έπιασα το νυχτερινό.
»Την νομική την δήλωσα στην τύχη και δεν πίστευα στα μάτια μου όταν πέρασα. Μου πήρε δύο βδομάδες να αποφασίσω να παρατήσω την πόλη που μεγάλωσα και να κάνω μια νέα αρχή εδώ. Οι οικονομίες μου, με σκληρή λιτότητα, δεν θα μου έφταναν να βγάλω την σχολή. Όμως το πάλεψα. Ήρθα και πιάστηκα με το διάβασμα.
»Την πρώτη χρονιά την πέρασα μόνος. Την δεύτερη χρονιά έκανα παρέες και έπιασα δουλειά σ’ ένα κουτούκι. Βλέπεις, τα όσα μου δίδαξε η μακαρίτισσα η Γωγώ έπιασαν τόπο. Ξενύχτι στην ταβέρνα, σχολή, διάβασμα και ύπνος. Αυτή ήταν η τότε ζωή μου. Μέχρι που γνώρισα την Θάλεια και οι ρυθμοί μου άλλαξαν.
»Πάντα ήμουν ευκολόπιστος, ακόμη και τώρα που κοντεύω τα σαράντα, το ίδιο χαϊβάνι παραμένω. Για πολλά χρόνια βασάνιζα το μυαλό μου, προσπαθούσα να καταλάβω πώς δεν είχα αντιληφθεί ότι η Θάλεια έκανε χρήση και πως όταν δεν την έβγαζε οικονομικά πουλούσε το κορμί της; Άγνωστο. Ίσως και να μην νοιαζόμουν πραγματικά για κείνη, ίσως να το έκρυβε καλά, ίσως να της είχα τυφλή εμπιστοσύνη. Γύρισα ένα βράδυ στο σπίτι και την βρήκα λιώμα στο κρεβάτι. Την πήγα στο νοσοκομείο, μίλησα λίγο με τους γιατρούς, την άφησα εκεί κι έκτοτε δεν την ξαναείδα. Ίσως και να ντράπηκε που αποκαλύφθηκαν όλα και να χάθηκε εκείνη. Ίσως και να μην την παρατήρησα εγώ πουθενά. Πολλά ίσως και τίποτα σίγουρο.
»Μετά ήρθε η πρακτική και το μεταπτυχιακό, σαν το σκυλί δούλευα για να τα βγάλω πέρα και τα κατάφερνα. Πάλεψα για να ανοίξω το γραφείο, έβαλαν λεφτά και τα παιδιά· υποτίθεται ότι θα το ανοίγαμε συνεταιρικά. Μόνο που κανένας από τους φίλους μου δεν κατάφερε να πάρει πτυχίο, όλοι τα παράτησαν κάπου στην μέση.
»Κι έπειτα συνέχισα γιατί δεν ήξερα τι άλλο να κάνω. Ήρθε η πρώτη δημοσίευση, η δεύτερη, η τρίτη και ξαφνικά βρέθηκα με πελατεία, με διδακτορικό και με χρήματα. Τότε πήρα την μικρή που έχω στο γραφείο για να με βοηθάει. Φοιτήτρια ήταν ακόμη η Κωνσταντίνα όταν την προσέλαβα και τώρα είναι συνέταιρος. Μόνο που έμεινα μόνος μου, όχι από επιλογή, αλλά από φόβο.
»Τελικά, εκείνη την μέρα που ήρθα στο ορφανοτροφείο για να αναλάβω εκείνη την υπόθεση και σε είδα, δεν μου θύμισες την Γωγώ. Εμένα στα νιάτα μου είδα. Απόβλητος, απλησίαστος, μοναχικός, αποκομμένος από τους πάντες και τα πάντα. Σου κούρδισα την κιθάρα και νομίζω πως έτσι κέρδισα την εμπιστοσύνη σου.
»Δεν κατάφερα να κοιμηθώ εκείνο το βράδυ. Ήμουν τριάντα δύο, πετυχημένος μόνο σ’ ένα τομέα της ζωής μου· στην δουλειά· και αποτυχημένος σ’ όλους τους άλλους. Πίστεψα πως βοηθώντας σε, δίνοντάς σου ένα σπίτι, ένα χαμόγελο, μια αγκαλιά, θα έφτιαχνα και τον δικό μου κόσμο. Σίγουρα έφτιαξα τον δικό μου κόσμο, αλλά δεν ξέρω τι ακριβώς έκανα στον δικό σου.
»Μεγάλωνες και ήρθαν τα ζόρια, οι περίεργοι χαρακτήρες μας ήταν μόνιμα σε σύγκρουση. Ίσως έφταιγε ο τρόπος που σε μεγάλωνα, που σου έδειχνα πως είμαι εκεί όταν με έχεις ανάγκη, αλλά πως θέλω να πατάς στα πόδια σου. Μετά ήρθαν οι πρώτες φορές. Η πρώτη φορά που αδιαθέτησες και δεν ήξερα πώς να το διαχειριστώ. Η πρώτη φορά που πήγες μόνη σου για ρούχα και διαπίστωσα πως έχεις το δικό σου στυλ. Η πρώτη φορά που μαγείρεψες και έκλαιγες όλο το απόγευμα γιατί δεν ήταν νόστιμο το φαγητό. Το πρώτο τσιγάρο για να μου πας κόντρα. Το πρώτο αγόρι. Η πρώτη κοπάνα από το σπίτι, τότε που σ’ έψαχνα όλο το βράδυ, ηλίθιο πλάσμα. Η πρώτη φορά που μέθυσες και με ρώτησες γιατί σε θέλω εγώ, αφού ούτε η μητέρα σου δεν σε ήθελε.
»Και χθες, ακόμη μία πρώτη φορά. Μόνο που αυτή την φορά δεν γελάσαμε. Εγώ μοιρολογώ μονάχος κι εσύ δεν ξέρω πότε θα ξυπνήσεις και πως θα είσαι. Ίσως και να με κατηγορείς μέσα στον ύπνο σου, να πιστεύεις πως, για ότι σου συνέβη είμαι υπεύθυνος εγώ. Ίσως να νομίζεις πως δεν ήμουν ποτέ δίπλα σου. Μα τώρα που άκουσες την όλη την ιστορία, ξέρεις. Ξέρεις τα γιατί μου, καταλαβαίνεις τις συμπεριφορές μου, βλέπεις πως ήμουν πάντοτε εκεί μόνο όταν με ζητούσες» κατέληξε ο Νικόλας και έτριψε τα μάτια του. Κοίταξε βιαστικά το ρολόι του, αποφάσισε να πάρει ακόμη ένα καφέ και να γυρίσει να καθίσει παρέα με την Νάντια. Η μικρή ξέσπασε σε άηχους λυγμούς μόλις έκλεισε η πόρτα του θαλάμου.
«Μπαμπά μου…» ψέλλισε η Νάντια μέσα στον πόνο της κι απόμεινε να κοιτάζει την χαραυγή με την άκρη του ματιού της, ενώ στην φαντασία της έπλαθε εικόνες πάνω στην ιστορία που της αφηγήθηκε, εν αγνοία του, ο Νικόλας.
Λίγη ώρα αργότερα, ο Νικόλας επέστρεψε στο δωμάτιο και την είδε να κοιτάζει έξω απ’ το παράθυρο. «Ναντέζντα μου;» της ψιθύρισε κι η Νάντια που προσπάθησε να γελάσει έκλεισε σφιχτά τα μάτια της από τον πόνο.
«Μπαμπά, μην με κάνεις να γελάω. Πονάω» του απάντησε εκείνη καθώς γύριζε αργά το κεφάλι της για να τον κοιτάξει.
«Μπαμπά;» την ρώτησε ο Νικόλας που μαρμάρωσε στην θέση του και δεν πίστευε πως τα αυτιά του άκουσαν αυτή τη λέξη.
«Είσαι ο μπαμπάς μου γιατί μεγαλώσαμε μαζί» του απάντησε γλυκά η Νάντια κι ο Νικόλας πήγε και κάθισε δίπλα της.
«Γιατί δεν πας να κοιμηθείς;» τον ρώτησε με δυσκολία η Νάντια μετά από αρκετή ώρα σιωπής.
«Δεν μπορώ να κοιμηθώ, με κυνηγάνε οι αναμνήσεις μου απόψε» της απάντησε αόριστα ο Νικόλας και η Νάντια πετάρισε τα βλέφαρά της. Συνειδητοποίησε πως ήταν στο σαλόνι του πατρικού του Νικόλα και πως είχε χαθεί για μερικά δευτερόλεπτα σ’ εκείνη την ανάμνηση.
Ο Γιώτης και η Γιώτα, γέροι πια, κοίταζαν εκείνο το παράξενο κορίτσι που καθόταν στο αναπηρικό καροτσάκι και ανακάτευε τον καφέ της μετά την αφήγηση της ιστορίας. Ο Γιώτης σηκώθηκε από την πολυθρόνα κι έφυγε από το σπίτι. Η Γιώτα αναστέναξε και γύρισε προς την Νάντια.
«Σαν τον Νικόλα κι ο πατέρας του. Ποτέ δεν συγχώρεσε τον εαυτό του για την φυγή του» μονολόγησε η Γιώτα.
«Πάρτε τον ένα τηλέφωνο. Χριστούγεννα έρχονται. Να φάμε όλοι μαζί. Σαν οικογένεια» παρακάλεσε η Νάντια και η Γιώτα της έγνεψε καταφατικά.
Λίγη ώρα αργότερα η Νάντια έβγαινε στο δρόμο σπρώχνοντας μόνη της το καροτσάκι της. Σταμάτησε μπροστά από ένα αυτοκίνητο και χτύπησε το παράθυρό του.
«Ξεμπέρδεψες, μικρή;» ρώτησε η Κωνσταντίνα μέσα απ’ το αυτοκίνητο και κατέβηκε για να βοηθήσει την Νάντια να επιβιβαστεί.
«Είπα στην μητέρα του και για σένα. Αν δεν τον φέρουμε προ τετελεσμένων τον Ασημακόπουλο, δεν πρόκειται να κάνει τίποτα» μουρμούρισε γελώντας η Νάντια καθώς έμπαινε στο αυτοκίνητο.
«Είσαι μαφία» της απάντησε η Κωνσταντίνα καθώς της έκλεινε την πόρτα. Μπήκε στο αυτοκίνητο και κοίταξε την Νάντια που άναβε τσιγάρο.
«Όσο πιο καλά κρυμμένο είναι ένα οικογενειακό δράμα, τόσο μεγαλύτερη είναι η ανάκρουσή του στο παρόν και στα άτομα που, εν αγνοία τους, έχουν γίνει μέρος του δράματος. Το θέμα δεν είναι να προλάβεις την ζημιά πριν γίνει, αλλά να την περιορίσεις αφού γίνει ελεγχόμενα» μονολόγησε σοβαρά η Νάντια.
«Δεν κατάλαβα τίποτα» της απάντησε η Κωνσταντίνα κι έβαλε μπρος το αυτοκίνητο.
«Ο φόβος μην σε χάσει όπως έχασε τις άλλες τον κρατάει πίσω» είπε κρυπτικά η Νάντια.
«Δέκα χρόνια στο γραφείο, δεν έκανε ούτε μία κίνηση» απάντησε απογοητευμένα η Κωνσταντίνα και η Νάντια έβαλε τα γέλια λέγοντας «ο στρατιώτης έφτασε στην άκρη της σκακιέρας κι έγινε, πια, βασίλισσα…»
Φωτογραφία